Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λύσσα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λύσσα, η, ουσ. [<αρχ. λύσσα], η λύσσα. 1. παράφορη μανία, υπερβολική οργή: «σ’ έχει μια λύσσα, που και να σε πνίξει με τα ίδια του τα χέρια, δε θα το ευχαριστηθεί || τον χτυπούσε με τόσο λύσσα, που παραλίγο να τον σκότωνε». 2. έντονο ερωτικό πάθος, παράφορη σεξουαλική μανία: «έχει τέτοια λύσσα μ’ αυτή τη γυναίκα, που, αν δεν την κάνει δική του, θα τρελαθεί || μόλις την έριξε γυμνή στο κρεβάτι, έπεσε με λύσσα επάνω της». 3. μεγάλος πόθος, μεγάλη λαχτάρα να αποκτήσει κανείς κάτι: «έχει τέτοια λύσσα μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο, που, αν δεν τ’ αγοράσει, θα πεθάνει απ’ τη στενοχώρια του». 4. έντονη προσκόλληση σε κάτι: «έχει λύσσα με το υποβρύχιο ψάρεμα || έχει λύσσα με τη ρουλέτα». 5. υπερβολική πείνα: «έχω τέτοια λύσσα, που μπορώ να φάω ένα βόδι στην καθισιά». 6. (ως επίρρ. για φαγητά) πολύ αλμυρό: «το φαγητό είναι λύσσα»·
- άφρισε απ’ τη λύσσα του, οργίστηκε πάρα πολύ, κυριεύτηκε από εκδικητική μανία, παραφρόνησε: «μόλις έμαθε πως η γυναίκα του τον απατούσε, άφρισε απ’ τη λύσσα του»·
- κακιά λύσσα! ή λύσσα κακιά! λέγεται στην περίπτωση που γίνεται έμμονη ιδέα σε κάποιον να κάνει ή να αποκτήσει κάτι: «κακιά λύσσα αυτός ο άνθρωπος με τα ταξίδια! || λύσσα κακιά απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη γυναίκα κι είναι έτοιμος ακόμα και να την παντρευτεί!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν πια ή το ε βρε ή το πω πω.