Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λόγχη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λόγχη, η, ουσ. [<αρχ. λόγχη], η λόγχη·
- εφ’ όπλου λόγχη, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πλήρη ετοιμότητα για δράση: «μπες εσύ στο μπαρ, κι αν χρειαστείς τη βοήθεια μου, θα είμαι εφ’ όπλου λόγχη έξω απ’ την πόρτα». Αναφορά στο στρατιωτικό παράγγελμα που εν καιρώ πολέμου δηλώνει άμεση ενέργεια για μετωπική επίθεση