Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λιόγερμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λιόγερμα, το, ουσ. [<ηλιόγερμα], α. η δύση του ήλιου, το ηλιοβασίλεμα: «απ’ το ύψωμα είδαμε το πιο όμορφο λιόγερμα». β. η ώρα που δύει ο ήλιος: «αν δεν έρθεις μέχρι το λιόγερμα θα σηκωθώ να φύγω».