Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λιγάκι
λιγάκι,
επίρρ.
[<λίγος]. 1. πολύ λίγο: «ήταν λιγάκι στενοχωρημένος || θα λείψω
λιγάκι || πόνεσες καθόλου; -Λιγάκι». 2. μικρή ποσότητα στερεού ή υγρού:
«έφαγα λιγάκι το μεσημέρι και τώρα δεν πεινάω || δώσε μου λιγάκι να πιω»·
- κάθε
λίγο και λιγάκι ή κάθε τόσο και λιγάκι, πολύ συχνά: «κάθε λίγο και
λιγάκι έρχεται και μου ζητάει δανεικά»·
- σε
λιγάκι, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, πάρα πολύ σύντομα: «έφυγε βιαστικά,
αλλά σε λιγάκι γύρισε || περίμενέ τον, γιατί σε λιγάκι θα γυρίσει».