Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λευκός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λευκός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. λευκός], λευκός. 1. που είναι αγνός, άσπιλος: «τον είχαν κατηγορήσει για καταχραστή, αλλά στη δίκη που ακολούθησε αποδείχτηκε πως ήταν λευκός ο άνθρωπος || έχει λευκό ποινικό μητρώο». 2. αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα, που ανήκει στη λευκή φυλή: «στην Αφρική οι λευκοί αποτελούν μειονότητα». 3α. το ουδ. ως ουσ. το λευκό, το άσπρο χρώμα: «το σαλόνι ήταν βαμμένο λευκό». β. η ασπράδα, η λευκότητα: «το τάδε απορρυπαντικό κάνει το λευκό πιο λευκό». γ. η ουδέτερη ψήφος: «στις επόμενες εκλογές θα επιλέξω το λευκό». 4α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα λευκά, τα άσπρα ρούχα: «δες πόσο όμορφη είναι εκείνη η γυναίκα με τα λευκά!». β. (σε εκλογές) τα ψηφοδέλτια χωρίς ονόματα υποψηφίων, αλλά έγκυρα: «στην κάλπη βρέθηκαν και αρκετά λευκά». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- δίνω λευκή επιταγή, βλ. λ. επιταγή·
- δίνω λευκή κόλλα, βλ. λ. κόλλα·
- εμπόριο λευκής σαρκός, βλ. λ. εμπόριο·
- εν λευκώ, χωρίς περιορισμούς, επιφυλάξεις ή εγγυήσεις: «ανέλαβε την υπόθεση εν λευκώ»·
- η λευκή κυρία, βλ. λ. κυρία·
- κάνω τη λευκή περιστερά, βλ. λ. περιστερά·
- λευκή απεργία, βλ. λ. απεργία·
- λευκή ισοπαλία, βλ. λ. ισοπαλία·
- λευκή μαγεία, βλ. λ. μαγεία·
- λευκή νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- λευκή σελίδα, βλ. λ. σελίδα·
- λευκή ψήφος, βλ. λ. ψήφος·
- λευκό πανί, βλ. λ. πανί·
- λευκός γάμος, βλ. λ. γάμος·
- λευκός θάνατος, βλ. λ. θάνατος·
- Λευκός Πύργος, βλ. λ. πύργος·
- σηκώνω λευκή σημαία, βλ. λ. σημαία·
- υπογράφω εν λευκώ (για κάποιον ή για κάτι), τον (το) εμπιστεύομαι, εγκρίνω απεριόριστα, χωρίς επιφυλάξεις: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο υπογράφω εν λευκώ || υπογράφω εν λευκώ γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί πιστεύω πως είναι καλύτερο απ’ όλα»·
- ψηφίζω λευκό, α. δεν ψηφίζω κανένα από τα κόμματα που έχουν κατέβει στις εκλογές: «στις πρόσφατες εκλογές, ψήφισα λευκό». β. (γενικά) κρατώ ουδέτερη στάση σε μια διαδικασία ή σε μια απόφαση κάποιων: «στην πρόταση που έκανε ο τάδε στην παρέα μας να διαλέξουμε ανάμεσα στον κινηματογράφο και στα μπουζούκια, ψήφισα λευκό κι ακολούθησα αυτό που επέλεξαν οι πολλοί».  

εμπόριο

εμπόριο, το, ουσ. [<αρχ. ἐμπόριον], το εμπόριο·
- εκτός εμπορίου, (για προϊόντα) που δεν διατίθεται στο εμπόριο, που δεν προσφέρεται σε κάποιον με πώληση: «μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο, ο συγγραφέας του πήρε απ’ τον εκδότη, πενήντα βιβλία εκτός εμπορίου»·
- εμπόριο λευκής σαρκός, (για γυναίκες και γενικά για παιδιά) που προορίζονται για πορνεία, η σωματεμπορία: «τον συνέλαβαν για εμπόριο λευκής σαρκός»·
- κάνω εμπόριο, είμαι έμπορος, εμπορεύομαι: «ο ένας του ο γιος έγινε επιστήμονας κι ο άλλος κάνει εμπόριο»·
- του εμπορίου, λέγεται για τα τρόφιμα που προσφέρονται στον καταναλωτή μαζικά και  βιομηχανοποιημένα σε αντιδιαστολή με αυτά που παρασκευάζονται στο σπίτι μόνο για τις ανάγκες της οικογένειας: «τα κουλουράκια της μητέρας μου είναι πολύ καλύτερα απ’ αυτά του εμπορίου || η μητέρα μου κάνει τουρσί μελιτζανάκι, που τύφλα να ’χει αυτό του εμπορίου».

κυρία

κυρία, η, ουσ. [θηλ. του ουσ. κύριος]. 1. συνοδευτικό ονόματος γυναίκας, ανεξάρτητα από το αν είναι παντρεμένη ή όχι: «μου είπε η κυρία Ελένη να περάσετε από το σπίτι της || έμεινε ανύπαντρη η κυρία Μαρία». Στη γλώσσα της αργκό ακούγεται κυριά: «πέρασε η κυριά Δέσπω και σε ζητούσε». (Λαϊκό τραγούδι: και τον ανάβει η κυριά Κούλα όπου έχει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα). 2. τιμητική προσφώνηση γενικά σε γυναίκα ή προσφώνηση σε γυναίκα που δεν ξέρουμε το όνομά της: «κυρία μου, τα συγχαρητήριά μου || με συγχωρείται, κυρία, πού βρίσκεται η τάδε οδός;». (Λαϊκό τραγούδι: τα λουλούδια στην κυρία από μένα, που τα χάδια της σε σένα έχει δοσμένα). 3. η παντρεμένη γυναίκα, η σύζυγος: «είναι η κυρία του τάδε». 4. η αφέντρα του σπιτιού, η οικοδέσποινα, η κυρά: «ποια είναι η κυρία του σπιτιού;». (Τραγούδι: μια φορά κι έναν καιρό σε μεγάλο σπιτικό, καμαριέρης της κυρίας ήτανε ο Ζαχαρίας και κουμάντο στην κουζίνα έκανε η Αντζουλίνα). 5. γυναίκα ευγενική, με άψογη συμπεριφορά, καθώς πρέπει, αξιοπρεπής: «είναι πολύ κυρία η τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: αφού στον κόσμο λιγοστές είναι οι κυρίες, γιατί να μπλέκουμε με παλιοϊστορίες). 6. η αφεντικίνα: «σε θέλει η κυρία στο γραφείο της». 7. χαρακτηρισμός ή προσφώνηση της οικοδέσποινας από το υπηρετικό προσωπικό: «με καλέσατε, κυρία; || μήπως θέλει τίποτε άλλο η κυρία;». 8. η δασκάλα, η καθηγήτρια: «η κυρία μας έβαλε να γράψουμε μια έκθεση με θέμα την οικογένεια». 9. ειρωνική ή υποτιμητική αναφορά σε γυναίκα: «ήρθε η κυρία στο σπίτι μου και με τις βλακείες που αράδιασε στη γυναίκα μου μας έκανε άνω κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι μάγκες ξηγηθήκανε να κάψουνε την Τροία, να τιμωρήσουνε τον τζε μαζί με την κυρία,που κάνανε την αρπαγή εν πλήρη μεσημβρία). 10. σε θέση επιρρ., (και για τα δυο φύλα) φρόνιμα, σοβαρά: «ό,τι και να σου πουν, εσύ κυρία». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- από μικρός φαινότανε πως κάνει την κυρία, από την παιδική του ηλικία έδειχνε πως θα γίνει ομοφυλόφιλος. Από την εικόνα του μικρού παιδιού που επιδεικνύει γυναικεία συμπεριφορά. Συνών. από μικρός φαινότανε πως αγαπά τα σύκα / από μικρός φαινότανε πως πήγαινε το γράμμα·
- η λευκή κυρία, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η ηρωίνη: «απ’ τη στιγμή που πιάστηκε στα δίχτυα της λευκής κυρίας, κλάψ’ τον». (Λαϊκό τραγούδι: μπροστά σου θα ’ναι πάντα οι μέρες της βελόνας, για άκουσε και μένα και κάνε τώρα μόκο, όσα η Λευκή Κυρία μου ’δωσε μέχρι τώρα, τα πήρε όλα πίσω, δικέ μου, και με τόκο
- η πρώτη κυρία της χώρας, η σύζυγος του αρχηγού του κράτους: «την παράσταση παρακολούθησε και η πρώτη κυρία της χώρας»·
- κάθεται σαν κυρία, (και για τα δυο φύλα) κρατάει ευγενική, κόσμια συμπεριφορά: «κάθε φορά που είναι μπροστά ο πατέρας του, κάθεται σαν κυρία»·
- και κλάμα η κυρία! βλ. λ. κλάμα·
- καλή κυρία! βλ. φρ. σπουδαία κυρία(!)·
- κάνω την κυρία, προσποιούμαι τον ανήξερο, τον αμέτοχο σε κάποια παράνομη ή επιλήψιμη πράξη: «κάθε φορά που γίνεται κουβέντα για τη ληστεία, κάνω την κυρία, γιατί πήρα κι εγώ μέρος σ’ αυτήν». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα λεμονάδικα έγινε φασαρία, δυο λαχανάδες πιάσανε και κάναν’ την κυρία
- κυρία Ηλιθιοπούλου, βλ. λ. Ηλιθιόπουλος·
- κυρία Καριολίδου, βλ. λ. Καριολίδης·
- κυρία με τα όλα της, από όλες τις απόψεις καθώς πρέπει κυρία: «έχει μια γυναίκα, που είναι κυρία με τα όλα της»·
- κυρία Μπουφίδου, βλ. λ. Μπουφίδης·
- κυρία Τοκτοκίδου, βλ. λ. Τοκτοκίδης·
- κυρία Χαζοβιολίδου, βλ. λ. Χαζοβιολίδης·
- μεγάλη κυρία, που ξεχωρίζει σε ένα επαγγελματικό χώρο, ιδίως καλλιτεχνικό: «οι μεγάλες κυρίες του παγκόσμιου κινηματογράφου || η Μαρινέλα είναι η μεγάλη κυρία του ελληνικού λαϊκού πενταγράμμου». (Λαϊκό τραγούδι: θα σας πω μια ιστορία πως στο λαϊκό τραγούδι η μεγάλη μας κυρία είναι η Μπέλλου η Σωτηρία)· η φρ. δεν απαντάται για κύριο·
- οι κυρίες προηγούνται! φιλοφρονητική έκφραση από άντρα σε γυναίκα που της δίνει το προβάδισμα σε κίνηση ή ενέργεια. Λέγεται και με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση και για άντρες. Για τον ίδιο λόγο και για τα δυο φύλα ακούγεται και το άφτερ ντογκς [<αγγλ. after dogs (= μετά από τα σκυλιά)]. 
- παίζουμε τις κυρίες; α. ερώτηση μεταξύ μικρών κοριτσιών για να παίξουν τις μεγάλες γυναίκες, να ντυθούν δηλ. με μεγαλίστικα ρούχα και να προσποιηθούν τους τρόπους και τη συμπεριφορά των μανάδων τους. β. ερώτηση που απευθύνεται από ανθρώπους της πιάτσας για να δηλώσουν ότι δεν πιάνονται κορόιδα, ότι γνωρίζουν τα κόλπα της παρανομίας. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμείς τι κάνουμε: «εμείς τι κάνουμε, ρε, τόσα χρόνια, παίζουμε τις κυρίες και δεν ξέρουμε να ξαλαφρώσουμε μια τσέπη;»·
- σπουδαία κυρία! (ειρωνικά ή υποτιμητικά) έκφραση με την οποία κρίνουμε αρνητικά τη συμπεριφορά μιας γυναίκας: «μόλις μπήκε στην παρέα μας, άρχισε να ρίχνεται στους άντρες των άλλων γυναικών. -Σπουδαία κυρία!»·
- το παίζει κυρία, βλ. φρ. κάνει την κυρία.

σημαία

σημαία, η, ουσ. [<μτγν. σημαία], η σημαία· το πάγιο χρηματικό ποσό που αναγράφεται στο ταξίμετρο πριν ακόμα αρχίσει η διαδρομή: «θα ’πρεπε να πληρώσω γι’ αυτή τη διαδρομή ενάμιση ευρώ, αλλά με τη σημαία πλήρωσα δυόμισι». Υποκορ. σημαιάκι, το κ. σημαιίτσα, η κ. σημαιούλα, η. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- κάνω σημαία μου (κάτι), κάνω κάτι σύμβολο του αγώνα μου: «στην προεκλογική περίοδο το κόμμα μας έκανε σημαία του την πάταξη της φοροδιαφυγής και της δημόσιας ασυδοσίας»·
- κατεβάζω τη σημαία, την υποστέλλω: «με τη δύση του ηλίου ένα στρατιωτικό άγημα κατεβάζει τη σημαία απ’ το Λευκό Πύργο»· βλ. και φρ. ρίχνω τη σημαία·
- κρατώ τη σημαία ψηλά ή κρατώ ψηλά τη σημαία, συνεχίζω τον αγώνα μου, δεν εγκαταλείπω την προσπάθειά μου: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, κράτησε ψηλά τη σημαία, ώσπου στο τέλος, δικαιώθηκε»·
- παίρνω άδεια απ’ τη σημαία, βλ. λ. άδεια·
- πήρε την καρό σημαία, (για οδηγούς αγωνιστικών αυτοκινήτων) τερμάτισε πρώτος: «ξεπερνώντας ο τάδε όλα τα φαβορί, πήρε την καρό σημαία». Από το ότι, όταν τερματίζει κάποιος οδηγός πρώτος, ένας από τους κριτές του αγώνα που βρίσκεται στη γραμμή του τερματισμού, κυματίζει πολλές φορές νευρικά πάνω κάτω μια καρό σημαία·
- πλαστική σημαία, σημαία από πλαστικό που χρησιμοποιούν συνήθως τα πολιτικά κόμματα, όπου έχουν σταμπαρισμένο το πολιτικό τους έμβλημα.  (Τραγούδι: σημαία από νάιλον σηκώνουμε σημαία πλαστική, ο κόσμος δεν έχει τίποτα μα τίποτα να πει
- ρίχνω τη σημαία, (για ταξιτζήδες) σβήνω την ένδειξη ελεύθερο ή ταξί, που αντιστοιχεί με ένα πάγιο χρηματικό ποσό, το οποίο αναγράφεται στο ταξίμετρο, πριν ακόμα αρχίσει η διαδρομή: «μόλις μπήκα στο ταξί, ο ταξιτζής έριξε τη σημαία και ξεκινήσαμε»·
- σηκώνω λευκή σημαία, ένδειξη παράδοσης, συμβιβασμού ή ειρηνικής διευθέτησης διαφορών: «μόλις τον είδα να παθαίνει νευρική κρίση, σήκωσα λευκή σημαία για να ηρεμήσουν τα πράγματα»·
- σηκώνω τη σημαία, κάνω έπαρση σημαίας: «κάθε πρωί ένα στρατιωτικό άγημα σηκώνει τη σημαία στο Λευκό Πύργο»· βλ. και φρ. υψώνω τη σημαία·
- το κάνω σημαία, διατυμπανίζω, κοινολογώ κάποιο μυστικό: «μια φορά σου εμπιστεύτηκα κι εγώ κάτι κι εσύ πήγες και το ’κανες σημαία»·
- υψώνω τη σημαία, πρώτος διακηρύσσω κάτι, πρώτος αγωνίζομαι για κάτι: «ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τη σημαία της επανάστασης του 1821».