Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λεκάνη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λεκάνη, η, ουσ. [<αρχ. λεκάνη], η λεκάνη· πόρνη τελευταίας υποστάθμης: «έχω γνωρίσει πολλές πόρνες στη ζωή μου, αλλά τέτοια λεκάνη πρώτη φορά γνωρίζω». Από παρομοίωση της πόρνης, που δούλευε σε μπορδέλο, με τη λεκάνη που έδινε να κρατήσει μπροστά του ο άντρας, μετά τη σεξουαλική πράξη, για να του αποστειρώσει το πέος, ρίχνοντας πάνω στη βάλανό του περμαγκανάντ.