Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λεβεντάνθρωπος
λεβεντάνθρωπος, ο, ουσ. [<λεβέντης + άνθρωπος], άντρας με ωραίο παράστημα, με ψηλό και δυνατό κορμί: «χαίρεσαι να κάνεις παρέα μ’ αυτόν το λεβεντάθρωπο».
λεβεντάνθρωπος, ο, ουσ. [<λεβέντης + άνθρωπος], άντρας με ωραίο παράστημα, με ψηλό και δυνατό κορμί: «χαίρεσαι να κάνεις παρέα μ’ αυτόν το λεβεντάθρωπο».