Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λαλιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λαλιά, η, ουσ. [<αρχ. λαλιά]. 1. η ομιλούμενη γλώσσα: «η ελληνική λαλιά || η ντόπια λαλιά». 2. (για ανθρώπους) η ομιλία, η φωνή: «ενώ είχα απομακρυνθεί, η λαλιά του ακόμη ακουγότανε». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και πες μου το κι εσύ, με τη γλυκιά σου τη λαλιά, έλα και πες μου το κι εσύ, τρελή, ξανθή Μπουρνοβαλιά).3. (για πουλιά) το κελάηδημα, το κράξιμο: «απ’ το πυκνό δάσος, ακούστηκε η λαλιά τ’ αηδονιού || πρωί πρωί ακούστηκε η βραχνή λαλιά του πετεινού». 4. (γενικά για μουσικά όργανα) ο ήχος: «μέσα στη νύχτα ακούστηκε από κάπου η παραπονιάρικη λαλιά ενός κλαρίνου». (Λαϊκό τραγούδι: μπουζούκια, μπουζούκια, με τη γλυκιά λαλιά, στου κόσμου τις ορχήστρες βάλατε τα γυαλιά
- έχασε τη λαλιά του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις άνοιξαν την τσάντα του κι έβγαλαν από μέσα τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τη λαλιά του ο δικός σου». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο, που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «μόλις μ’ είδε να βολτάρω με την καινούρια αυτοκινητάρα μου, έχασε τη λαλιά του || μόλις ο άλλος τράβηξε το περίστροφο και το γύρισε καταπάνω του, έχασε τη λαλιά του ο δικός σου». Συνών. έχασε τα λόγια του (α, β) / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του·
- κόπηκε η λαλιά του ή του κόπηκε η λαλιά, βλ. φρ. έχασε τη λαλιά του. Συνών. κόπηκε η μιλιά του ή του κόπηκε η μιλιά·  
- μήτε φανιά μήτε λαλιά, βλ. λ. φανιά.
- την πέρδικα απ’ τη λαλιά της βρίσκουνε τη φωλιά της, βλ. λ. πέρδικα.

πέρδικα

πέρδικα, η, ουσ. [<μσν. πέρδικα <αρχ. πέρδιξ], η πέρδικα. 1. γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς και με καμαρωτό, με χαριτωμένο περπάτημα: «είδα μια γυναίκα στην αγορά, σκέτη πέρδικα η άτιμη!». 2. το ουίσκι the famous Grouse, επειδή το έμβλημά του είναι μια πέρδικα: «βάλε μου μια διπλή πέρδικα». Υποκορ. περδικούλα, η (βλ. λ.)·
- έπεσε σαν πέρδικα ή έπεσε σαν την πέρδικα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, ξεγελάστηκε αμέσως, πίστεψε αμέσως στα λόγια κάποιου άντρα και δέχτηκε με ευκολία να συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί του: «της είπε πως είναι γιος εφοπλιστή κι έπεσε αμέσως σαν πέρδικα». Από το ότι, όταν οι κυνηγοί θέλουν να ξετρυπώσουν την πέρδικα από τον κρυψώνα της, μιμούνται με μια ειδική σφυρίχτρα τη φωνή της και πετυχαίνουν το σκοπό τους·
- η κουρούνα, για να μάθει το περπάτημα της πέρδικας, ξέχασε το δικό της, βλ. λ. κουρούνα·
- καλώς τηνε την πέρδικα, που περπατεί λεβέντικα! α. θαυμαστική προσφώνηση σε όμορφη γυναίκα, που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας (Λαϊκό τραγούδι: ιδέστηνα την πέρδικα πώς περπατεί λεβέντικα, για ιδέστηνα πώς περπατεί με το γαρίφαλο στ’ αφτί). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- καλώς τηνε την πέρδικα, τη χαμηλοβλεπούσα! α. θαυμαστική προσφώνηση σε όμορφη και σεμνή γυναίκα. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πάει σαν πέρδικα ή πάει σαν την πέρδικα, βλ. φρ. περπατάει σαν πέρδικα·
- περπατάει σαν πέρδικα ή περπατάει σαν την πέρδικα, (για γυναίκες) λέγεται για γυναίκα με όμορφο παράστημα, που περπατάει καμαρωτά και χαριτωμένα: «χαίρομαι να τη βλέπω να περνάει αυτή τη γυναίκα, γιατί περπατάει σαν πέρδικα». Από το ότι η πέρδικα έχει στητή κορμοστασιά και καμαρωτό περπάτημα·
- προχωράει σαν πέρδικα ή προχωράει σαν την πέρδικα, βλ. φρ. περπατάει σαν πέρδικα·
- την πέρδικα απ’ τη λαλιά της βρίσκουνε τη φωλιά της, πολλές φορές, πάνω στη φλυαρία μας λέμε και πράγματα που δεν έπρεπε να πούμε, κάτι, που συχνά, μας δημιουργεί προβλήματα: «όταν άρχισες να μιλάς δεν είχες σταματημό και ξεφούρνισες μπροστά στον ανταγωνιστή μας και τη δουλειά που έχουμε στα σκαριά, αλλά, την πέρδικα απ’ τη λαλιά της βρίσκουνε τη φωλιά της».

φανιά

φανιά, η, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. φαίνομαι + κατάλ. -ιά], η εμφάνιση, η παρουσία: «χωρίς τη φανιά του τάδε, δεν μπορεί να γίνει καμιά συμφωνία»·
- μήτε φανιά μήτε λαλιά, βλ. συνηθέστ. ούτε φωνή ούτε ακρόαση, λ. φωνή.