Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λάμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λάμα, η, ουσ. [<ιταλ. lama], 1. λεπτό μεταλλικό έλασμα για διάφορες χρήσεις: «το σπασμένο του πόδι έχει στο μέρος της κνήμης τρεις λάμες || η σύνδεση των δυο μεταλλικών πλακών έγινε με μια λάμα». 2. κοφτερή λεπίδα καμωμένη από λεπτό έλασμα: «τράβηξε τη λάμα του και του την κάρφωσε στην κοιλιά». 3. λεπίδα ξυριστική: «απ’ τη στιγμή που βγήκαν οι ηλεκτρικές ξυριστικές μηχανές, δύσκολα βρίσκει κανείς λάμες στην αγορά για να ξυριστεί με τον παλιό τρόπο». Υποκορ. λαμίτσα, η·