Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κύπελλο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κύπελλο, το, ουσ. [<αρχ. κύπελλον], το κύπελλο· αθλητική διοργάνωση, η δεύτερη σε σπουδαιότητα μετά το πρωτάθλημα, στο τέλος της οποίας η διοργανώτρια αρχή απονέμει στο νικητή περίτεχνο μεταλλικό αγγείο σε σχήμα αμφορέα. Οι αγώνες για το πρωτάθλημα δίνονται συνήθως το Σάββατο και την Κυριακή, ενώ οι αγώνες για το κύπελλο δίνονται συνήθως την Τετάρτη: «τα πιο πολλά ποδοσφαιρικά κύπελλα τα κατέχει η ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς, ενώ στο μπάσκετ οι ομάδες του Άρη Θεσσαλονίκης και ο Παναθηναϊκός || την Τετάρτη έχει κύπελλο», δηλ. δίνονται αγώνες κυπέλλου. Υποκορ. κυπελλάκι, το, μικρό κύπελλο καμωμένο από ζαχαροπλαστικό υλικό που μοιάζει κάπως με μπισκότο μέσα στο οποίο βάζουμε συνήθως παγωτό: «το καλοκαίρι πολλές φορές παίρναμε παγωτό κυπελλάκι και μόλις τελείωνε το παγωτό, στο τέλος τρώγαμε και το κυπελλάκι»·
- κύ-πε-λλόο! κύ-πε-λλόο! ενθουσιώδεις ρυθμικές ιαχές των φιλάθλων κάποιας ομάδας, ιδίως του μπάσκετ, όταν βλέπουν τους παίχτες να παίζουν πάρα πολύ καλά.