Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κύμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κύμα, το, ουσ. [<αρχ. κῦμα], το κύμα. 1. μεγάλης έντασης  εκδήλωση φυσικού ή μηχανικού φαινομένου, κοινωνικής ή οικονομικής κατάστασης, ψυχικής ή συναισθηματικής αντίδρασης, μεγάλο πλήθος: «έρχεται νέο κύμα κακοκαιρίας || από το ηχητικό κύμα έσπασαν τα τζάμια των γύρω οικοδομών || νέο απεργιακό κύμα σαρώνει τη χώρα || αναμένεται νέο κύμα ανατιμήσεων σε όλα τα είδη διατροφής || ένιωσε ένα κύμα δακρύων στα μάτια του || ένα κύμα θυμού φούσκωσε τα στήθια του». (Τραγούδι: πολιτσμάνοι κι αστυνόμοι, κύμα ανθρώποι που περνούσαν, με κοιτάζανε στα μάτια κι άλλοι μου χαμογελούσαν). 2. συγχρονισμένη ομαδική εκδήλωση που παρατηρείται, ιδίως στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, κατά την οποία οι θεατές στις εξέδρες σηκώνονται από τις θέσεις τους, χωρίς κάποια ενδιάμεση διακοπή, δίνοντας με τον τρόπο αυτό την εντύπωση κυματισμού: «όταν βλέπεις στα γήπεδα το κύμα στις εξέδρες, νιώθεις μια ευφορία»·
- (δεν) είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος ή (δεν) έχουμε το ίδιο μήκος κύματος, βλ. λ. μήκος·
- είναι χύμα στο κύμα, είναι εντελώς αποδιοργανωμένος ή βρίσκεται σε τέλεια ευδαιμονική κατάσταση: «δεν μπορεί να κάνει αυτή τη στιγμή σοβαρή κουβέντα, γιατί είναι χύμα στο κύμα || διαβάζει το γράμμα που του ’στειλε η γκόμενά του κι είναι χύμα στο κύμα». Από την εικόνα του ατόμου που βρίσκεται ξαπλωμένος στην άκρη της αμμουδιάς και δέχεται το ελαφρό χάδι των κυμάτων·
- κατά κύματα ή κύματα κύματα, αλλεπάλληλα και κατά ομάδες: «οι επιθέσεις γινόταν κατά κύματα || ο εχθρός ερχόταν κύματα κύματα»·
- νέο κύμα, καλλιτεχνική τάση στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού, που παρατηρήθηκε στη δεκαετία του 1960, και που επιχείρησε την ποιοτική αναβάθμισή του: «η Καίτη Χωματά, η Πόπη Αστεριάδου, ο Γιώργος Ζωγράφος και η Αρλέτα είναι από τους τραγουδιστές που εκπροσώπησαν επάξια το νέο κύμα»·    
- παλεύω με τα κύματα, αντιμετωπίζω σοβαρές δυσκολίες: «από μικρό παιδί παλεύω με τα κύματα, όμως παρ’ όλ’ αυτά τα παιδιά μου κατάφερα και τα σπούδασα»·
- πέρασα απ’ τα σαράντα κύματα, καταταλαιπωρήθηκα, καταβασανίστηκα, συνάντησα πολλά εμπόδια: «πέρασα απ’ τα σαράντα κύματα μέχρι να μορφώσω τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: σε σένανε με πάνε όλα τα βήματα κι ας είναι να περάσω σαράντα κύματα).

μήκος

μήκος, το, ουσ. [<αρχ. μῆκος], το μήκος. 1. (για ιππόδρομο) μονάδα μήκους ίση με το μήκος του σώματος ενός αλόγου: «το γκανιάν ήρθε πρώτο με μισό μήκος διαφορά από το δεύτερο». 2. (για κωπηλασία) μονάδα μήκους ίση με το μήκος μιας κωπηλατικής λέμβου: «η διαφορά του πρώτου απ’ το δεύτερο ήταν δυο μήκη»·
- (δεν) είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος ή (δεν) έχουμε το ίδιο μήκος κύματος, (δεν) έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα, (δεν) καταλαβαίνουμε καλά ο ένας τον άλλον, (δεν) επικοινωνούμε: «καλό παιδί ο τάδε, δε λέω, αλλά δεν είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος, κι έτσι δεν μπορούμε να κάνουμε παρέα || με τον τάδε, απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, δεθήκαμε πολύ, γιατί έχουμε το ίδιο μήκος κύματος»·
- κατά μήκος, λέγεται για κάτι που υπάρχει, συμβαίνει ή που πρέπει να συμβεί από το ένα άκρο ενός τόπου έως το άλλο, σε όλη την έκταση: «κατά μήκος της παραλίας υπάρχουν διάφορα ζαχαροπλαστεία || κατά μήκος της παραλίας, εκτελούνται έργα || κατά μήκος της παραλίας η νέα δημοτική αρχή σκέφτεται να δημιουργήσει διάφορα κέντρα αναψυχής»·
- κατά μήκος και κατά πλάτος, σε όλη την έκταση ενός τόπου ή πράγματος: «κατά μήκος και κατά πλάτος της πεδιάδας, πραγματοποιούνται αρχαιολογικές ανασκαφές || οι ναύτες άρχισαν να βάφουν το κατάστρωμα κατά μήκος και κατά πλάτος»·
- σ’ όλα τα μήκη και πλάτη, σε όλη τη γη, παντού: «έψαξε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης, αλλά δεν μπόρεσε να βρει καλύτερη πόλη απ’ τη Θεσσαλονίκη»·
- σ’ όλο το μήκος, βλ. φρ. κατά μήκος.