Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κόρος
κόρος, ο, ουσ. [<αρχ. κόρος], ο κορεσμός, ιδίως εύχρ. στη φρ. κατά κόρον, σε υπερβολική ποσότητα: «στο γεύμα που παρατέθηκε, οι προσκεκλημένοι έφαγαν και ήπιαν κατά κόρον».
κόρος, ο, ουσ. [<αρχ. κόρος], ο κορεσμός, ιδίως εύχρ. στη φρ. κατά κόρον, σε υπερβολική ποσότητα: «στο γεύμα που παρατέθηκε, οι προσκεκλημένοι έφαγαν και ήπιαν κατά κόρον».