Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κόρα
κόρα, η, ουσ. [<σλαβ. korá], το εξωτερικό σκληρό περίβλημα του ψημένου ψωμιού: «φάε την ψίχα εσύ που δεν έχεις δόντια, και δώσε εμένα την κόρα».
κόρα, η, ουσ. [<σλαβ. korá], το εξωτερικό σκληρό περίβλημα του ψημένου ψωμιού: «φάε την ψίχα εσύ που δεν έχεις δόντια, και δώσε εμένα την κόρα».