Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κρασί

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κρασί, το, ουσ. [<μσν. κρασίν <αρχ. κρᾶσις (οἴνου)], το κρασί. Υποκορ. κρασάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- άνθρωπος του κρασιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω νερό στο κρασί μου, βλ. λ. νερό·
- βαφτίζω το κρασί, το νερώνω: «αλλάξαμε ταβέρνα, γιατί σε κείνη που πηγαίναμε ο ταβερνιάρης βάφτιζε το κρασί». Από παρομοίωση του ατόμου που βάζει νερό στο κρασί με τον ιερέα που ρίχνει νερό πάνω στο κεφάλι του νηπίου κατά το μυστήριο της βάφτισης·
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- καλά κρασιά! α. έκφραση απογοήτευσης, με την έννοια πως, σε αυτό το άσχημο σημείο που έφτασε η δουλειά, η υπόθεση ή η κατάσταση, δεν υπάρχει περίπτωση να εξελιχθεί θετικά παρά, ίσως μόνο, όταν περάσει αρκετός καιρός (δηλ. με το άνοιγμα των βαρελιών των νέων κρασιών), ή έκφραση δυσφορίας για κάτι που δε φαίνεται να πραγματοποιείται σύντομα σύμφωνα με τις επιθυμίες μας: «αν δεν πάρουμε το δάνειο που ζητήσαμε απ’ την τράπεζα, τότε καλά κρασιά, γιατί θα ξεμείνουμε εντελώς από κεφάλαιο κίνησης». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα. β. επιφωνηματική έκφραση σε άτομο που αποχωρεί από την παρέα και το υπονοούμενο είναι να έχει πετυχημένη σεξουαλική συνάντηση με το ταίρι του·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, βλ. λ. νερό·
- λόγια του κρασιού, βλ. λ. λόγος·
- με πιάνει το κρασί, βλ. συνηθέστ. με πιάνει το ποτό, λ. ποτό·
- μιλάει το κρασί, λέγεται για μεθυσμένους που φλυαρούν ακατάσχετα ή που λένε ανόητα ή επιθετικά λόγια: «ό,τι και να λέει, μην τον συνερίζεσαι, γιατί μιλάει το κρασί». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. μιλάει το πιοτό / μιλάει το ποτό·
- νερώνω το κρασί μου, α. ρίχνω νερό στο κρασί μου πριν το πιω για να μην είναι πολύ δυνατό ή για να το κάνω περισσότερο οπότε χάνει και τη γεύση του: «είναι μαθημένος να νερώνει το κρασί του και να το πίνει αργά αργά || δεν πάμε στην ταβέρνα του τάδε, γιατί νερώνει το κρασί του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τυχόν τον ξαναπιάσουν να νερώνει το κρασί όλοι θα μετακομίσουν στου Μηνά το μαγαζί). Επίσηςπρβλ.: το κρασί μου ανέρωτο με τα δάκρυα πίνω, αχ και τι θα γίνω, αχ και τι θα γίνω (Λαϊκό τραγούδι). β. κατ’ επέκταση, μετριάζω το θυμό μου, την οργή μου, καλμάρω τα νεύρα μου ή γίνομαι πιο διαλλακτικός, μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, τις απαιτήσεις μου: «αν δε νέρωνα το κρασί μου, θα είχε γίνει μεγάλος καβγάς || αν δε νέρωνα το κρασί μου, δε θα συμφωνούσαμε τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπώ μωρέ γιατί μου μοιάζεις. Είσαι σαν και μένανε και συ. Γι’ αλλονών καημούς αναστενάζεις κι ο δικός σου πόνος νερώνει το κρασί)· βλ. και φρ. βάζω νερό στο κρασί μου, λ. νερό·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·   
- όσοι μήνες έχουν ρω, το κρασί χωρίς νερό, βλ. λ. μήνας·
- παλιά ξινά κρασιά, βλ. φρ. περσινά ξινά σταφύλια, λ. σταφύλι·
- παλιό κρασί, κρασί υψηλής ποιότητας, παλιάς σοδειάς: «στο γάμο της κόρης του πρόσφερε στους καλεσμένους του παλιό κρασί, που το φύλαγε αποκλειστικά γι’ αυτή τη στιγμή». (Λαϊκό τραγούδι: δε ντρέπεσαι, Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- παλιό τ’ αμπέλι, λίγο το κρασί, βλ. λ. αμπέλι·
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, βλ. λ. μέλι·
- το κρασί είναι για τα ζεύκια κι η ψωλή για τα ξαδέρφια, βλ. λ. ψωλή·
- το κρασί σηκώνει νερό, το κρασί είναι πολύ δυνατό, οπότε μπορεί να αραιωθεί με λίγο νερό, χωρίς να χάσει τη γεύση του·
- το ’ριξε στο κρασί, βλ. συνηθέστ. το ’ριξε στο πιοτό, λ. πιοτό. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν το ’χω ρίξει στο κρασί, αιτία, Μάρω μου, είσαι εσύ
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι, λ. ποτό·
- τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. τον χτύπησε το ποτό στο κεφάλι, λ. ποτό·
- τραβώ κρασί, αντλώ κρασί από το βαρέλι: «επειδή άδειασαν οι κανάτες, κατέβηκε στο υπόγειο να τραβήξει κρασί απ’ το βαρέλι»·
- χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη, βλ. λ. αγάπη.

αγάπη

αγάπη, η, ουσ. [<μτγν. ἀγάπη], η αγάπη. 1. το ζωηρό ενδιαφέρον, η βαθιά κλίση κάποιου σε κάτι και αυτό το ίδιο το αντικείμενο του ζωηρού ενδιαφέροντος, της βαθιάς κλίσης: «έχει αγάπη για το διάβασμα || έχει αγάπη για τα βιβλία || έχει αγάπη για τη μουσική || η μουσική είναι η αγάπη του || το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων είναι η αγάπη του». 2. με τις κτητ. αντων. μου (σου, του, της, μας, σας, τους), το πρόσωπο που αγαπάει κανείς, το αγαπημένο πρόσωπο, ο ερωμένος, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «η μητέρα είναι η αγάπη μας || από δω να σου γνωρίσω την αγάπη μου || την είδα με την αγάπη της σ’ ένα μπαράκι». (Δημοτικό τραγούδι: το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα). 3. αγάπη! θαυμαστικό επιφώνημα εν είδει πειράγματος σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Υποκορ. αγαπούλα, η. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, α. λέγεται για ζευγάρι που είναι πολύ αγαπημένο και ευτυχισμένο: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκαν, αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια». (Τραγούδι: αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, αγάπες και τραγούδια, μοναδική μας έννοια).β. λέγεται και ειρωνικά με διάθεση ωραιοποίησης της εντελώς αντίθετης κατάστασης: «πώς περνάει ο τάδε με το γάμο του; -Τι να σου λέω! Αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια»·
- αγάπη μου! ή αγάπη μου γλυκιά! α. χαϊδευτική προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων ή προσφώνηση τρυφερότητας σε μικρά παιδιά: «τι θέλεις να σου φέρω, αγάπη μου, απ’ την αγορά;». (Τραγούδι: αγάπη μου αγάπη μου η νύχτα θα μας πάρει τ’ άστρα κι ο ουρανός το κρύο το φεγγάρι). β. ειρωνική, επιτιμητική ή επιθετική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, αγάπη μου, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη! || τι λες, αγάπη μου, που δε θα μπω μέσα!»·
- αραμπάς με κατρακύλια, βάσανα που ’χ’ η αγάπη, βλ. λ. αραμπάς·
- για την αγάπη σου, για το χατίρι σου: «αυτό που μου ζητάς θα το κάνω μόνο και μόνο για την αγάπη σου»·
- είμαστε στις αγάπες μας, α. (για ζευγάρια) περνάμε περίοδο με έντονες εκδηλώσεις του συναισθήματός μας: «τον τελευταίο καιρό είμαστε στις αγάπες μας». β. (γενικά) περνάμε περίοδο αγαθών σχέσεων: «αφήσαμε κατά μέρος τις διαφορές και τα μαλώματά μας κι είμαστε στις αγάπες μας»·
- έσβησε η αγάπη, τα δυο άτομα που αποτελούσαν ερωτικό ζευγάρι έπαψαν πια να αγαπιούνται: «θα χωρίσω μαζί της, γιατί από καιρό έσβησε η αγάπη μας». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου, παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. γέρος·
- κάνω αγάπες, λέγεται για ζωηρές εκδηλώσεις του συναισθήματος: «κάθε φορά που έρχεται η γιαγιά στο σπίτι, της κάνουν αγάπες τα εγγονάκια της»·
- κάνω αγάπη (με κάποιον), μονοιάζω, συμφιλιώνομαι με κάποιον: «κάποτε δε μιλιόταν αλλά, απ’ τη μέρα που έκαναν αγάπη, κυκλοφορούν πάντα μαζί»·
- λόγια αγάπης, βλ. λ. λόγος·
- ο δρόμος της αγάπης, βλ. λ. δρόμος·
- όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- παράνομη αγάπη, η ερωτική σχέση δεσμευμένου ή παντρεμένου άντρα με άλλη γυναίκα ή και το αντίθετο: «έχει μια παράνομη αγάπη και τρέμει μην το μάθει η γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: παράνομή μου αγάπη πικρό μου ριζικό, απ’ όλα μου τα λάθη είσαι το πιο γλυκό
- πουλώ αγάπες και λουλούδια, προσποιούμαι τον πολύ ερωτευμένο: «μέχρι να τη ρίξει, της πουλούσε αγάπες και λουλούδια και μόλις ενέδωσε ή άμοιρη, την έβγαλε στο κουρμπέτι»·
- πουλώ αγάπη, βλ. φρ. πουλώ αγάπες και λουλούδια. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πια που τα ’χω πιάσει, χίλιους βρίσκω σαν εσέ· κι άλλοι μου πουλούν αγάπες, μα τις παίρνω βερεσέ)·
- σπινάρει η αγάπη στο γιαούρτι; λέγεται ειρωνικά σε κάποιον, που έχουμε καταλάβει πως προσπαθεί να μας ξεγελάσει: «για να μη ξοδέψεις τα λεφτά που κέρδισες, δώσ’ τα να στα φυλάω εγώ. -Σπινάρει η αγάπη στο γιαούρτι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι λε(ς) ρε μάγκα ή το τι λε(ς) ρε φίλε. Αν τώρα ο συνομιλητής μας έχει λαϊκή παιδεία, μας απαντάει: σπινάρει και κάνει και σούζες. Συνών. μασάει η κατσίκα ταραμά(;)·     
- το βοτάνι της αγάπης, το φυτό που σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη κάνει να ερωτεύεται σφόδρα αυτόν που του το δίνει να το φάει: «για να την αγαπάει τόσο πολύ, φαίνεται πως τον τάισε το βοτάνι της αγάπης»·
- το φιλί της αγάπης, βλ. λ. φιλί·
- χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη, η φτώχεια, η ανέχεια, κάνει την αγάπη σιγά σιγά να σβήσει: «να μην παντρευτείτε αν δεν τακτοποιήσετε πρώτα τα οικονομικά σας γιατί, χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη».

αμπέλι

αμπέλι, το, ουσ. [<μσν. ἀμπέλιν <αρχ. ἀμπέλιον, υποκορ. του ουσ. ἄμπελος], το αμπέλι. Υποκορ. αμπελάκι, το. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- αγάλια αγάλια φύτευε ο φρόνιμος αμπέλι, για να ολοκληρωθεί με επιτυχία μια δουλειά, χρειάζεται επιμονή και υπομονή: «δε χρειάζεται να βιάζεσαι, όταν στρώνεις μια δουλειά, γιατί αγάλια αγάλια φύτευε ο φρόνιμος αμπέλι»·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, επειδή το αμπέλι δεν κρατάει πολλά χρόνια, όπως η συκιά και πιο πολύ η ελιά, που, για το λόγο αυτό, έχουν και  μεγαλύτερη διάρκεια εκμετάλλευσης, για να έχει κανείς ωφέλεια από αυτό, θα πρέπει να το φυτέψει ο ίδιος·
- άφραγο αμπέλι, βλ. φρ. ξέφραγο αμπέλι·
- άφραγο αμπέλι ο καθένας το τρυγά, σε ένα χώρο που δε φυλάγεται, που δεν προστατεύεται, ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει: «μια και είναι τόσο απομονωμένη η αποθήκη σου, βάλε το βράδυ κανένα νυχτοφύλακα,  γιατί άφραγο αμπέλι ο καθένας το τρυγά»·
- δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου τ’ αμπέλι, βλ. λ. μπαμπάς1·
- δεν είν’ εδώ του παππού σου  τ’ αμπέλι, βλ. λ. παππούς·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. συνηθέστ. δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, λ. χωράφι·
- η Παναγιά στ’ αμπέλι κι εμείς στο βαρέλι, βλ. λ. Παναγιά·
- έφυγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
- μπαίνει σε ξένα αμπέλια, ασχολείται με πράγματα που είναι στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητα άλλου: «απ’ τη στιγμή που λείπει ο υπεύθυνος, ξέρω ότι δε θα σε βοηθήσει, γιατί δεν μπαίνει σε ξένα αμπέλια». Συνών. μπαίνει σε ξένα οικόπεδα / μπαίνει σε ξένα χωράφια, λ. χωράφι·
- μπαίνει στ’ αμπέλια μου, δραστηριοποιείται σε χώρο που ανήκει στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητά μου: «μπορεί να είμαι μαλακός κι ήσυχος άνθρωπος, αλλά όποιος μπαίνει στ’ αμπέλια μου το μετανιώνει πικρά». Συνών. μπαίνει στα οικόπεδά μου / μπαίνει στα χωράφια μου, λ. χωράφι·
- ξέφραγο αμπέλι, α. δουλειά, επιχείρηση ή σπίτι, όπου ο καθένας πηγαίνει και φεύγει όποια ώρα θέλει ή που κάνει ό,τι θέλει: «θέλω να μπει μια σειρά και μια τάξη σ’ αυτό το σπίτι, γιατί εδώ δεν είναι ξέφραγο αμπέλι». β. ασύδοτη ελευθερία, ανυπαρξία περιορισμού ή εξάρτησης, ιδίως σε ένα εργασιακό χώρο: «είχαν καταντήσει το εργοστάσιο ξέφραγο αμπέλι». (Λαϊκό τραγούδι: τον πρώτο και καλύτερο συνάντησα το Στράτο, το Στράτο τον Παγιουμτζή που λέγαμε Τεμπέλη και φύτευε το χόρτο του σε ξέφραγο αμπέλι).γ. χώρα όπου δε γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη, όπου δε φυλάγεται η ιδιοκτησία του πολίτη: «τα τελευταία χρόνια οι λαθρομετανάστες κατάντησαν την Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι»·
- παλιό τ’ αμπέλι, λίγο το κρασί, ο ηλικιωμένος δεν είναι πολύ παραγωγικός: «έχω ένα συνταξιούχο στη δουλειά μου για διάφορες μικροδουλειές, αλλά μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι βρομάει τ’ άλλο. -Παλιό τ’ αμπέλι, φίλε μου, λίγο το κρασί»·  
- πήγε σαν τον σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
- σκοτώθηκε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
- τα καράβια θέλουν ναύτες και τ’ αμπέλια αμπελουργούς, βλ. λ. ναύτης·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. μπαμπάς1·
-τι είν’ εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. μπαμπάς1· 
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. παππούς.

άνθρωπος

άνθρωπος, ο, ουσ. [<αρχ. ἄνθρωπος], ο άνθρωπος. 1. αυτός που διακατέχεται από ηθικές αρχές και ευγενικά αισθήματα και συμπεριφέρεται στο συνάνθρωπό του με σεβασμό, με αγάπη: «τι να την κάνω εγώ τη μόρφωση που έχεις, απ’ τη στιγμή που δεν είσαι άνθρωπος!». 2. με τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «σήμερα θα βγω με τον άνθρωπό μου || την είδα με τον άνθρωπό της να κάνει βόλτα στην παραλία». 3. ως έκφραση συμπάθειας με την έννοια ο κακόμοιρος, ο κακότυχος, ο δύστυχος: «τον έσπασαν στο ξύλο οι αλήτες τον άνθρωπο». 4. προσφώνηση σε άτομο που δεν γνωρίζουμε το όνομά του: «ποιο δρόμο πρέπει να πάρω, άνθρωπέ μου, για να πάω στο Λευκό Πύργο;». 5. το άτομο ως μονάδα: «πόσους ανθρώπους χωράει αυτή η αίθουσα;». Ακόμα και σήμερα, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε ορισμένες  περιοχές της επαρχίας η λ. άνθρωπος έχει τη σημασία του άντρας κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, τρεις γυναίκες κι ένας φαντάρος». 6α. στον πλ. οι άνθρωποι κ. οι ανθρώποι, το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα: «οι άνθρωποι πηγαίνουν απ’ το στραβό στο χειρότερο». β. (γενικά) ο κόσμος: «κάθε απόγευμα στην παραλία αρκετοί άνθρωποι κάνουν βόλτα». Υποκορ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το κ. ανθρωπάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 243 φρ.)·
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! βλ. λ. άβυσσος·
- αγαθός άνθρωπος, άνθρωπος αφελής, απλοϊκός: «τον βρήκες αγαθό άνθρωπο και τον κοροϊδεύεις»·
- άγιος άνθρωπος, καλός, τίμιος, θρήσκος: «δεν πιστεύω να είπε αυτός κακό για σένα, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι άγιος άνθρωπος»·
- άγουρος άνθρωπος, άτομο του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η σωματική, ιδίως η πνευματική του ανάπτυξη: «δεν μπορεί να πάρει μια σωστή απόφαση, γιατί είναι άγουρος άνθρωπος ακόμα». Αντίθ. ώριμος άνθρωπος·
- άδειος άνθρωπος, που δεν έχει διόλου αισθήματα, που δεν έχει διόλου ψυχική και πνευματική υπόσταση, που δεν έχει ηθικές αξίες: «δεν μπορεί να καταλάβει αυτός από ανθρώπινες σχέσεις, γιατί είναι άδειος άνθρωπος»·
- ακέραιος άνθρωπος, που είναι πολύ έντιμος, πολύ ηθικός, πολύ ευσυνείδητος: «όλοι μέσα στη γειτονιά τον εκτιμούν και τον υπολήπτονται, γιατί είναι ακέραιος άνθρωπος»·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλφα άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, καλός, τίμιος, μπεσαλής: «χάρηκα πολύ που τον γνώρισα, γιατί είναι άλφα άνθρωπος»·
- ανάποδος άνθρωπος, α. που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος». β. άνθρωπος που ρέπει στις αταξίες: «δεν μπορεί να καθίσει μια στιγμή ήσυχος, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος»·
- άνθρωπέ μου! επιτείνει τη δυσφορία ή τη δυσαρέσκειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια! || δε σου ’πα χίλιες φορές, άνθρωπέ μου, να σκέφτεσαι πρώτα και μετά να μιλάς!»· επιτείνει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, πώς δεν πρόσεξες και χτύπησες! || έλα, άνθρωπέ μου, να καθίσεις μαζί μας!»·
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, βλ. λ. σφάλμα·
- άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, που δεν παρουσιάζει καμιά ψυχική ομορφιά·
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; βλ. λ. ακάλεστος·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων, που είναι πάρα πολύ σωστός, που είναι εξαιρετικός, εξαίσιος: «όλοι επιθυμούν την παρέα του, γιατί είναι άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων». Από το ότι τα 24 καράτια δηλώνουν την απόλυτη καθαρότητα του χρυσού·
- άνθρωπος εξώλης και προώλης, βλ. φρ. άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού·
- άνθρωπος καθωσπρέπει, άνθρωπος ευυπόληπτος, ευγενικός, αξιοπρεπής, άψογος, που κινείται και συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες εμφάνισης και συμπεριφοράς: «όλοι θέλουν να κάνουν παρέα μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος καθωσπρέπει»·
- άνθρωπος κατωτάτης υποστάθμης, επιτείνει το άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος κενός περιεχομένου, βλ. φρ. άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο·
- άνθρωπος κλειδί, αυτός που κατέχει καθοριστική θέση σε ένα κόμμα, έναν οργανισμό, μια επιχείρηση ή αυτός, που γνωρίζει αυτό που μπορεί να δώσει τη λύση σε ένα μυστήριο: «άνθρωπος κλειδί της κυβέρνησης είναι ο τάδε || άνθρωπος κλειδί στην υπόθεση της εξαφάνισης του γνωστού επιχειρηματία, είναι ο τάδε»·
- άνθρωπος με αισθήματα, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, που έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «μόνο ένας άνθρωπος με αισθήματα βοηθάει συνήθως το συνάνθρωπό του»· 
- Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο, που διέπεται από άκρως ανθρωπιστικά αισθήματα: «ο ένας του ο γιος είναι μεγάλο κάθαρμα, αλλά ο άλλος είναι Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο»·
- άνθρωπος με βάθος, που έχει ψυχικό και πνευματικό περιεχόμενο, που προβληματίζεται, που δεν μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων: «δίνει πάντα βάση στα λόγια του, γιατί είναι άνθρωπος με βάθος»·
- άνθρωπος με δυο πρόσωπα, που δεν αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο, τον πραγματικό του χαρακτήρα, που συμπεριφέρεται ανάλογα με το συμφέρον του, ο διπρόσωπος, ο διμούτσουνος, ο υποκριτής, ο ψεύτης: «μη δίνεις βάση σ’ αυτόν τον τύπο, γιατί είναι άνθρωπος με δυο πρόσωπα και δεν ξέρεις πότε θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο»·
- άνθρωπος με καρδιά, α. που έχει πλούσιο συναισθηματικό κόσμο: «αν του ζητήσεις να σε βοηθήσει, δε θα σου τ’ αρνηθεί, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά». β. που έχει γενναιότητα, παλικαριά, που είναι γενναίος, άφοβος: «δε φοβάται κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά»·
- άνθρωπος με μυαλό, που είναι συνετός, που έχει φρόνηση: «είναι άνθρωπος με μυαλό και παίρνει πάντοτε σωστές αποφάσεις»·
- άνθρωπος με πυγμή, που είναι δυναμικός, που επιβάλλεται σε ένα κύκλο ατόμων: «για να πάει μπροστά το εργοστάσιο, θα πρέπει  να διευθύνει ένας άνθρωπος με πυγμή»·
- άνθρωπος με χαρακτήρα, που έχει ποιότητα ήθους, συμπεριφοράς, που είναι ηθικός, ακέραιος: «έναν τέτοιο άνθρωπο με χαρακτήρα, όπως είναι ο φίλος μου, όλοι θα ήθελαν να τον έχουν φίλο»·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, οι αδιάντροποι και οι αναιδείς άνθρωποι είναι ενοχλητικοί: «να προσέχεις τους ανθρώπους που διαλέγεις για φίλους σου, γιατί, άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος»·
- άνθρωπος περιωπής, που κατέχει σπουδαία κοινωνική θέση, που είναι μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους, που είναι γενικά αποδεκτός από όλους: «όλοι τον υπολήπτονται, γιατί είναι άνθρωπος περιωπής»·
- άνθρωπος στη θάλασσα! έκφραση στην περίπτωση που πέφτει κάποιος στη θάλασσα από πλοίο που ταξιδεύει·
- άνθρωπος τελευταίας υποστάθμης, βλ. φρ. άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος της αγοράς, που είναι έξυπνος, καπάτσος, ανοιχτομάτης, που είναι του εμπορίου και των συναλλαγών: «μ’ ό,τι κι αν καταπιαστεί, τα καταφέρνει, γιατί είναι άνθρωπος της αγοράς»·
- άνθρωπος της αράδας, που είναι κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ παρέα με ανθρώπους της αράδας»·
- άνθρωπος της δεκάρας (της δραχμής, της πεντάρας, του φράγκου), α. που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω παρτίδες με ανθρώπους της δεκάρας σαν και του λόγου σου». β. είναι και φορές που αναφέρεται σε άνθρωπο υπερβολικά τσιγκούνη·
- άνθρωπος της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος της δράσης, που είναι ενεργητικός, δραστήριος: «δεν μπορεί να καθίσει στιγμή ήσυχος στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος της δράσης»·
- άνθρωπος της εκκλησίας, αυτός που πηγαίνει ανελλιπώς στην εκκλησία για την άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων του και, κατ’ επέκταση, χωρίς να είναι κανόνας ή βέβαιο, ο καλός χριστιανός: «αυτός λέει πάντα την αλήθεια, γιατί είναι άνθρωπος της εκκλησίας»·
- άνθρωπος της εποχής, ο σύγχρονος άνθρωπος που επιδιώκει να ανεβεί επιχειρηματικά και κοινωνικά, που επιδιώκει να αποκτήσει κοινωνική ή πολιτική δύναμη μέσω της δουλειάς και των χρημάτων του, που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τη διαπλοκή προς όφελός του: «ο τάδε ήταν ένας άνθρωπος της εποχής και είχε βλέψεις να κυριαρχήσει στο χώρο των μεταφορών || ένας άνθρωπος της εποχής δε δεσμεύεται μ’ ένα κόμμα, αλλά βοηθάει όσα περισσότερα μπορεί, γιατί θα ’ρθει κάποια μέρα, που θα ζητήσει να του εξαργυρώσουν αυτή του τη βοήθεια»·
- άνθρωπος της θάλασσας, α. ο έμπειρος ναυτικός: «ένας άνθρωπος της θάλασσας ξέρει να παλεύει με τα κύματα». β. (γενικά) ο ναυτικός, ο ψαράς: «έχω γνωστό έναν άνθρωπο της θάλασσας, που μου φέρνει πάντα φρέσκο ψάρι»·
- άνθρωπος της καρπαζιάς, που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, που όλοι τον υποτιμούν και τον εμπαίζουν: «δεν ήταν ποτέ δυνατόν να βάλουμε στην παρέα μας έναν τέτοιον άνθρωπο της καρπαζιάς!»·
- άνθρωπος της μπαμπεσιάς, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «μην του έχεις καθόλου εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος της μπαμπεσιάς και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει»·
- άνθρωπος της νύχτας, α. αυτός που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, ο νυχτόβιος: «όλοι μέσα στην παρέα τους είναι άνθρωποι της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: της νύχτας άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαίωμα να σ’ αγαπώ). β. αυτός που είναι αμφίβολης ηθικής: «δεν πρέπει να ’χεις ποτέ εμπιστοσύνη σ’ έναν άνθρωπο της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς). γ. που εργάζεται σε δουλειές που αναπτύσσουν δραστηριότητα τη νύχτα: «οι άνθρωποι της νύχτας είναι κι αυτοί άνθρωποι που παλεύουν για το νυχτοκάματό τους»·
- άνθρωπος της πένας, ο συγγραφέας: «γενικά οι άνθρωποι της πένας είναι αγαπητοί απ’ το πλατύ κοινό»·
- άνθρωπος της πιάτσας, άνθρωπος καπάτσος, καταφερτζής, ανοιχτομάτης: «δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανένας, γιατί είναι άνθρωπος της πιάτσας»·
- άνθρωπος της πλάκας, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά, άνθρωπος ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «πήγες κι εσύ να πάρεις συμβουλή από έναν άνθρωπο της πλάκας κι ήθελες και να προκόψεις!»·
- άνθρωπος της πόλης, αυτός που δεν μπορεί να ξεκόψει από τους έντονους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής της πόλης, που δεν έχει συνηθίσει ή δεν μπορεί να ζήσει σε αγροτική περιοχή: «με το ρυθμό που έχει μάθει να ζει ο άνθρωπος της πόλης θα τρελαθεί, αν αναγκαστεί να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποιο απομονωμένο χωριό || εγώ είμαι άνθρωπος της πόλης και δεν μπορώ να κάνω χωρίς θόρυβο, χωρίς ένταση, χωρίς καυσαέριο, βρε αδερφέ, κατάλαβες;»·
- άνθρωπος της πουτάνας, άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πριν μπλέξει μ’ αυτόν τον άνθρωπο της πουτάνας, ήταν μια χαρά παιδί»·
- άνθρωπος της πουτανιάς, α. που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έχει μπλέξει μ’ έναν άνθρωπο της πουτανιάς και πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο». β. ο πουτανιάρης (βλ. λ.)·
- άνθρωπος της πουστιάς, που δεν μπορεί να του έχει κανείς εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έδωσε βάση στα λόγια του, χωρίς να ξέρει ότι είναι άνθρωπος της πουστιάς»·
- άνθρωπος της σειράς, α. άνθρωπος κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ του παρέα με ανθρώπους της σειράς». β. που είναι τακτικός, τυπικός, νοικοκύρης: «ο ένας του γιος είναι μεγάλος τσαπατσούλης, ενώ ο άλλος είναι άνθρωπος της σειράς»·
- άνθρωπος της σφαλιάρας, βλ. φρ. άνθρωπος της καρπαζιάς·
- άνθρωπος της τσόχας, ο μανιώδης χαρτοπαίχτης ή ο μανιώδης παίχτης ζαριών: «έχεις δει ποτέ κανέναν άνθρωπο της τσόχας να κάνει λεφτά;»·
- άνθρωπος της φυλακής, αυτός που μπαινοβγαίνει στη φυλακή: «δεν τον πολυβλέπουνε στην οικογένειά του, γιατί είναι άνθρωπος της φυλακής»·
- άνθρωπος της ψυχής, που είναι πονόψυχος: «αν όντως έχεις ανάγκη από βοήθεια, θα σε βοηθήσει ο τάδε, γιατί είναι άνθρωπος της ψυχής»·
- άνθρωπος του βιβλίου, που αγαπάει το διάβασμα, ο φιλαναγνώστης: «έχει μια τεράστια βιβλιοθήκη στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος του βιβλίου»·
- άνθρωπος του διαβόλου, α. που είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός: «κάποια μέρα θα μπλέξεις, αφού κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο του διαβόλου». β. ο διαβολάνθρωπος (βλ. λ. )·
- άνθρωπος του δρόμου, ο αλήτης: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του δρόμου, πάει απ’ το κακό στο χειρότερο αυτό το παιδί»·
- άνθρωπος του έλα να δεις, α. ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «είναι άνθρωπος του έλα να δεις, γι’ αυτό μην μπλέκεις μαζί του». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πάντρεψε την κόρη του μ’ έναν άνθρωπο του έλα να δεις και τώρα τραβάει τα μαλλιά του»·
- άνθρωπος του Θεού, α. ο ενάρετος, ο ευλαβής, ο θρήσκος: «δε βλαστημάει ποτέ, γιατί είναι άνθρωπος του Θεού». β. ο κληρικός: «ποτέ δε βρίζει τα θεία μπροστά σ’ έναν άνθρωπο του Θεού»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, α. αυτός που ανήκει στην υψηλή κοινωνία, στην αριστοκρατία, ο αριστοκράτης: «ήταν στη δεξίωση μόνο άνθρωποι του καλού κόσμου». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας εντελώς το αντίθετο, ιδίως τον απατεώνα·
- άνθρωπος του καναπέ, άνθρωπος που είναι καλομαθημένος και τεμπέλης: «πήγε κι έκανε δουλειά μ’ έναν άνθρωπο του καναπέ, και περίμενε να προκόψει!»·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, άνθρωπος πάρα πολύ καλός, εξαιρετικός: «πρώτη φορά που γνώρισες κι εσύ έναν άνθρωπο του κάτσε καλά»· βλ. και φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος του καφενείου, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο καφενείο, που ξοδεύει τις ώρες του στο καφενείο, που είναι τακτικός θαμώνας του καφενείου, ο καφενόβιος: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έγινε άνθρωπος του καφενείου || απ’ τη μέρα που βγήκε στη σύνταξη, έγινε κι αυτός άνθρωπος του καφενείου»·
- άνθρωπος του κερατά, ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του κερατά, σίγουρα θα καταστραφεί»·
- άνθρωπος του κλότσου και του μπάτσου, άνθρωπος χωρίς καμιά υπόληψη, που όλοι τον υποτιμούν, τον περιφρονούν, που τον φέρονται με σκληρό, με βάναυσο τρόπο: «πάει να σκάσει ο πατέρας της απ’ το κακό του, γιατί θέλει να παντρευτεί μ’ έναν άνθρωπο του κλότσου και του μπάτσου»·
- άνθρωπος του κόσμου, α. ο κοσμικός, ο κοσμοπολίτης: «σαν άνθρωπος του κόσμου που είναι, πηγαίνει κάθε τόσο σε χορούς και δεξιώσεις». β. που είναι ανεκτικός, που συμπεριφέρεται ευγενικά, που του αρέσει η συναναστροφή, οι παρέες: «δεν πιστεύω να σε αποπάρει, γιατί είναι άνθρωπος του κόσμου || είναι πρόσχαρος κι ευγενικός και γενικά είναι άνθρωπος του κόσμου»·
- άνθρωπος του κρασιού, βλ. συνηθέστ. άνθρωπος του ποτηριού·
- άνθρωπος του λαού, (ιδίως για πολιτικούς) που προέρχεται από το λαό, που έχει λαϊκή καταγωγή ή που ενδιαφέρεται σοβαρά για τα προβλήματα του λαού: «απ’ όλους τους πολιτικούς των τελευταίων χρόνων μόνο ο τάδε είναι άνθρωπος του λαού και γι’ αυτό, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, παίρνει τις περισσότερες ψήφους απ’ όλους»· βλ. και φρ. παιδί του λαού, λ. παιδί·
- άνθρωπος του λιμανιού, α. ο λιμενεργάτης: «οι άνθρωποι του λιμανιού δουλεύουν πολύ σκληρά για να βγάλουν το ψωμί τους». β. (υποτιμητικά ή υβριστικά) που συμπεριφέρεται ανάγωγα, χυδαία, που είναι χαμηλού επιπέδου: «οι άνθρωποι του λιμανιού συνήθως δεν έχουν ούτε ευγένεια ούτε τρόπους»·
- άνθρωπος του μπαρ, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στα μπαρ, που ξοδεύει τις ώρες του στα μπαρ, που είναι τακτικός θαμώνας των μπαρ, ο μπαρόβιος: «ψάξε στα μπαράκια του κέντρου κι εκεί κάπου θα τον βρεις, γιατί είναι άνθρωπος του μπαρ»·
- άνθρωπος του πεζοδρομίου, α. άνθρωπος έξυπνος, πολύ έμπειρος: «δεν μπορείς να ξεγελάσεις εύκολα τους ανθρώπους του πεζοδρομίου». β. άνθρωπος που ανήκει, που προέρχεται από τον υπόκοσμο: «οι άνθρωποι του πεζοδρομίου έχουν δικό τους κώδικα τιμής»· βλ. λ. και φρ. άνθρωπος του δρόμου·
- άνθρωπος του ποτηριού, α. που του αρέσει το ποτό, που του αρέσει να πίνει: «όλοι μέσα στην παρέα του είναι άνθρωποι του ποτηριού και κάθε βράδυ τα πίνουν στο ταβερνάκι της γειτονιάς τους». β. ο πότης, ο μπεκρής: «δεν τη θέλανε για νύφη, επειδή ο πατέρας της ήταν άνθρωπος του ποτηριού»·
- άνθρωπος του σαλονιού ή άνθρωπος των σαλονιών, που είναι της καλής κοινωνίας, των κοσμικών κύκλων, ο κοσμικός: «σαν άνθρωπος του σαλονιού που είναι, τον γνωρίζει όλη η αριστοκρατία»·
- άνθρωπος του σιναφιού, που ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα, ιδίως παράνομη, που ανήκει στον ίδιο χώρο: «οι άνθρωποι του σιναφιού υποστηρίζονται μεταξύ τους || να ρωτήσουμε και τον τάδε, που είναι άνθρωπος του σιναφιού»·
- άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, α. ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «έμπλεξε μ’ έναν άνθρωπο του σκοινιού και του παλουκιού κι έχει συνέχεια τραβήγματα με τις αστυνομίες». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος, εντελώς φαύλος, εξώλης και προώλης, που του χρειάζεται δηλ. κρέμασμα ή ανασκολοπισμός: «μετά το γάμο του αποδείχτηκε άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού»·
- άνθρωπος του σπιτιού, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο σπίτι του με την οικογένειά του, ο σπιτόγατος: «δεν έρχεται μαζί μας στις βραδινές εξόδους μας, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. είναι άνθρωπος του σπιτιού·
- άνθρωπος του υποκόσμου, αυτός που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας έξω από τους ηθικούς και κοινωνικούς νόμους της, ο παράνομος: «δεν έχω δει άνθρωπο του υποκόσμου που να μην έχει κακό τέλος»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος των άκρων, που ενεργεί υπέρμετρα, υπερβολικά, που φτάνει μια υπόθεση μέχρι το τέλος της από πείσμα ή για λόγους αντεκδίκησης: «πρόσεχε μην του κάνεις καμιά πουστιά, γιατί είναι άνθρωπος των άκρων και θα σε κυνηγήσει, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι»·
- άνθρωπος των γραμμάτων, α. που ασχολείται με τη φιλολογία ή τη λογοτεχνία, που είναι φιλόλογος ή λογοτέχνης: «τον έναν του το γιο τον έκανε τεχνίτη, ενώ τον άλλον άνθρωπο των γραμμάτων». β. (γενικά) αυτός που είναι πολύ μορφωμένος: «είναι λάτρης της μουσικής και άνθρωπος των γραμμάτων»·
- άνθρωπος των τύπων, α. που δεν είναι εκδηλωτικός, που συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να τηρούνται τα προσχήματα: «είναι άνθρωπος των τύπων και δεν ξανοίγεται εύκολα με τους άλλους». β. που είναι σχολαστικός, γραφειοκράτης: «έπεσα πάνω σ’ έναν άνθρωπο των τύπων και για μια υπογραφή μου άλλαξε την Παναγία»·
- άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, που είναι χαμηλού ηθικού επιπέδου, που είναι αχρείος, φαύλος: «δεν τον βάλαμε στην παρέα μας, γιατί είναι άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης»·
- άνθρωπος χαμηλών τόνων, που συμπεριφέρεται ή συνδιαλέγεται ήρεμα, χωρίς να παρουσιάζει εξάρσεις: «γενικά στη ζωή του υπήρξε άνθρωπος χαμηλών τόνων»·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, που είναι σκληρός, άκαρδος: «γνώρισα πολλούς σκληρούς ανθρώπους στη ζωή μου, αλλά τέτοιον άνθρωπο χωρίς καρδιά πρώτη μου φορά γνωρίζω»·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, ο άμυαλος: «πέφτει από γκάφα σε γκάφα, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς μυαλό»·
- άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, που δεν έχει πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: «δεν έχει καμιά ηθική αξία μέσα του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο»·
- άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, που είναι άβουλος, που άγεται και φέρεται από τον καθένα χωρίς μεγάλη δυσκολία: «η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα»·
- άνθρωπος χωρίς συνείδηση, που είναι ασυνείδητος: «ξέχνα πως είσαι φίλος του και μην υπολογίζεις στη βοήθειά του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς συνείδηση»· 
- ανοιχτός άνθρωπος, α. άνθρωπος ευχάριστος, πρόσχαρος, καταδεκτικός: «όλοι τον θέλουν στην παρέα τους, γιατί είναι ανοιχτός άνθρωπος». β. που δημιουργεί με ευκολία νέες παρέες, νέες συναναστροφές: «δεν είναι καθόλου δύσκολος στις παρέες του, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος». γ. που είναι πρόθυμος να συζητήσει και να προβληματιστεί σε καθετί καινούργιο, που είναι ανοιχτόμυαλος, σύγχρονος, μοντέρνος: «δεν είναι καθόλου δογματικός, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος»·
- ανώτερος άνθρωπος, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο και για το λόγο αυτό δεν κρατάει κακίες, δεν έχει μνησικακία: «τον έχουν όλοι σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί είναι ανώτερος άνθρωπος»·
- ατόφιος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, ειλικρινής, ντόμπρος: «υπάρχουν δυστυχώς λίγοι ατόφιοι άνθρωποι σαν και το φίλο σου»·
- βέρος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, αληθινός, ντόμπρος: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι βέρος άνθρωπος και δεν πρόκειται ποτέ να με πουλήσει»·
- βήτα άνθρωπος, που δεν είναι εντάξει, που δεν είναι καθώς πρέπει: «δεν τον θέλουμε στην παρέα μας, γιατί είναι βήτα άνθρωπος». Αναφορά στο εμπόρευμα βήτα διαλογής·
- βρήκες άνθρωπο! αμφισβήτηση στα λόγια κάποιου που μας λέει ότι βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για να του τελειώσει κάποια δουλειά του, ενώ εμείς είμαστε σίγουροι για την ανικανότητα ή την ακαταλληλότητά του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- βρίσκω τον άνθρωπο, α. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια συγκεκριμένη δουλειά, που αδυνατούσα να την τελειώσω: «ήταν πολύ μπερδεμένη δουλειά, αλλά βρήκε τον άνθρωπο για να του την τελειώσει». β. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια παράνομη δουλειά: «αν θέλεις να ξεκάνεις τον τάδε, μπορώ να σου βρω τον άνθρωπο να τακτοποιήσει την υπόθεση»·
- βρίσκω τον άνθρωπό μου, βρίσκω τον ερωτικό μου σύντροφο, το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη μέρα που βρήκε τον άνθρωπό του, δεν πηγαίνει μ’ άλλη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου, προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- βρόμικος άνθρωπος, α. που ζει ή που ενεργεί ανήθικα, πρόστυχα, επιλήψιμα: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος». β. ο απατεώνας: «δε συνεργάζεται κανένας μαζί του, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος»·
- γαμάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι πάρα πολύ ωραίος, πάρα πολύ όμορφος, πάρα πολύ καλός, πάρα πολύ εντάξει: «προχτές γνώρισα ένα πολύ γαμάτο άνθρωπο, που θα τον φέρω να τον γνωρίσει και η παρέα μου»·
- γαμιστερός άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος·
- γαρμπάτος άνθρωπος, που είναι κομψοντυμένος, που ενδιαφέρεται για το κομψό ντύσιμο: «προσέχει πάντα το ντύσιμο του, γιατί είναι γαρμπάτος άνθρωπος»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, α. εκνευρίζομαι πάρα πολύ, παραφρονώ: «όταν του θίξεις την τιμή της αδερφής του, γίνεται άλλος άνθρωπος». β. αλλάζω ριζικά προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «μόλις βλέπει τη μάνα του, γίνεται άλλος άνθρωπος και κάθεται σούζα || μόλις πιει κάτι παραπάνω, γίνεται άλλος άνθρωπος κι αρχίζει τη φασαρία»·
- γίνομαι άνθρωπος (σωστός), α. αποβάλλω τα ελαττώματά μου, διορθώνομαι: «επιτέλους, έγινες άνθρωπος μετά από τόσες συμβουλές»· ευπρεπίζομαι: «μετά το μπάνιο και το ξύρισμα, έβαλε καινούρια ρούχα κι έγινε άνθρωπος σωστός». β. βελτιώνομαι ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έγινε άνθρωπος σωστός». γ. γίνομαι κοινωνικός: «σιγά σιγά ξανοίχτηκε με τις παρέες κι έγινε κι αυτός άνθρωπος». δ. φέρομαι κόσμια: «για γίνε άνθρωπος, γιατί εδώ δεν είναι όπως ήξερες στους δρόμους»·
- γκαγκάν άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι εύθυμος, ευχάριστος, καθώς πρέπει: «έναν τέτοιο γκαγκάν άνθρωπο, τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας»·
- γκανιάν άνθρωπος, που μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί, που μπορεί να ποντάρει επάνω του, που πρέπει να τον θεωρεί σίγουρο ως προς τη συμπεριφορά του: «σε τέτοιο γκανιάν άνθρωπο, μπορείς να εμπιστευτείς άφοβα τον πόνο σου». Από την ορολογία του ιπποδρόμου, όπου το γκανιάν άλογο είναι αυτό που τερματίζει πρώτο στην κούρσα·
- γκαραντί άνθρωπος, που είναι σίγουρος, σταθερός στις σχέσεις του, που κρατάει το λόγο του, που είναι εγγυημένος ως προς το χαρακτήρα του: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, γιατί είναι γκαραντί άνθρωπος». Αναφορά στην εγγύηση που δίνει η κατασκευάστρια εταιρία σε αυτόν που αγοράζει το προϊόν της·
- γλυκανάλατος άνθρωπος, που δεν είναι ευχάριστος, που είναι ανούσιος, σαχλός: «πώς να βάλεις τέτοιον γλυκανάλατο άνθρωπο στην παρέα σου!»·
- γλυκός άνθρωπος, που είναι τρυφερός, αγαπητός, αξιαγάπητος, χαριτωμένος: «είναι τόσο γλυκός άνθρωπος, που δεν μπορείς να του αρνηθείς τίποτα»·
- γουστόζικος άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός: «τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας, γιατί είναι γουστόζικος άνθρωπος και περνάμε ωραία μαζί του»·
- δε βλέπω άνθρωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «κάνει τόσο κρύο, που δε βλέπεις άνθρωπο στους δρόμους»·
- δε βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δε βλέπω άνθρωπο·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. λ. μάτι·
- δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, με τις πράξεις του ή τη συμπεριφορά του ξεσηκώνει, σκανδαλίζει, βάζει σε πειρασμό τους άλλους: «αποφασίσαμε για ένα διάστημα να σταματήσουμε τις βραδινές εξόδους μας και ν’ ασχοληθούμε με τις οικογένειές μας, όμως, αυτός ο αφιλότιμος, δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, γιατί κάθε βράδυ, μας παρασέρνει  και πηγαίνουμε στα μπουζούκια || δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει αυτή η γυναίκα, γιατί κυκλοφορεί πάντα μ’ ένα πολύ προκλητικό ντύσιμο»·
- δεν είμαι άνθρωπος εγώ; ή δεν είμαι άνθρωπος κι εγώ; ή δεν είμαστε άνθρωποι εμείς; ή δεν είμαστε άνθρωποι κι εμείς; βλ. φρ. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; (Λαϊκό τραγούδι: γιατί να γεννηθώ φτωχός παράπονο με πιάνει, δεν είμαι άνθρωπος εγώ, μάνα δε μ’ έχει κάνει;). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι άνθρωπος να… ή δεν είναι άνθρωπος που…, δε συνηθίζει, δεν είναι του χαρακτήρα του να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που δηλώνει το ρήμα: «δεν είναι άνθρωπος να χολοσκάει με τον ξένο πόνο || δεν είναι άνθρωπος που αρνιέται τη βοήθειά του || δεν είναι άνθρωπος που μπορεί να πει ψέματα»·
- δεν είναι καθαρός άνθρωπος, είναι μπλεγμένος σε ύποπτες, σε παράνομες υποθέσεις, είναι απατεώνας: «μην του δείχνεις εμπιστοσύνη, γιατί δεν είναι καθαρός άνθρωπος»·
- δεν έχω δει ανθρώπου πρόσωπο, δεν είδα απολύτως κανέναν: «εδώ και μια βδομάδα κλείστηκε στο σπίτι και δεν έχει δει ανθρώπου πρόσωπο»·
- δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, δεν έχω κανένα πρόβλημα, καμιά διένεξη, καμιά διαφορά με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, γιατί να μη του μιλάω; || αυτός είναι που σε κατηγόρησε; -Όχι, δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. δεν έχω τίποτα εναντίον (κάποιου), λ. τίποτα·
- δεν πατάει άνθρωπος, στον χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος δεν παρατηρείται εμπορική κίνηση, γενικά, δεν παρατηρείται κίνηση, δεν πηγαίνει κανένας: «άνοιξε ένα ωραίο μπαράκι στη γειτονιά μου, αλλά, επειδή είναι απόμερο, δεν πατάει άνθρωπος || το χειμώνα με τα κρύα η παραλία είναι έρημη, γιατί δεν πατάει άνθρωπος»·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, δεν μπορεί να το σκεφτεί, να το συλλάβει ή να το κατανοήσει: «έχει τέτοιες δυνατότητες σήμερα η τεχνολογία, που δεν το φτάνει ανθρώπου νους»·
- δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, βλ. λ. σόι·
- δεν υπάρχει άνθρωπος, δεν υπάρχει κανένας, επικρατεί ερημιά: «και να φωνάξω δε θα μ’ ακούσει κανένας, αφού δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ όλη την περιοχή»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι (ενν. για να δει αυτά που κάνεις και αν είναι καλά, να σε υποστηρίξει ή, αν είναι κακά, να σε συμβουλέψει): «δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει πως με λίγη βοήθεια θα πάει μπροστά αυτό το παιδί; || δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει τις βλακείες που κάνει αυτός ο άνθρωπος και να τον συμβουλέψει;»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δεν υπάρχει άνθρωπος·
- διαβολεμένος άνθρωπος, βλ. λ. διαβολάνθρωπος·
- δικαιώματα του ανθρώπου, βλ. φρ. ανθρώπινα δικαιώματα, βλ. λ. ανθρώπινος·
- διφορούμενος άνθρωπος, που δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά αν είναι καλός ή κακός·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, βλ. λ. Θεός·
- έγινε άνθρωπος! ειρωνική αμφισβήτηση για την αλλαγή προς το καλύτερο ή για την οικονομική βελτίωση κάποιου που μας αναφέρει κάποιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και κλείνει με το τώρα κι αυτός: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έγινε το καλύτερο παιδί. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος, σαν να μην ξέρουμε πως ξενοκοιμάται! || σώθηκε απ’ τη μέρα που κέρδισε στο τζόκερ. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος τώρα κι αυτός, σαν να μην ξέρουμε πως δεν έχει σκοπό να ξεχρεώσει τα χρέη του!»·
- έγινε ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. έγινε το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;), α. έκφραση με την οποία εκφράζει κάποιος το παράπονό του για την απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του: «γιατί, ρε παιδιά, δε με παίρνετε κι εμένα μαζί σας, εγώ άνθρωπος δεν είμαι;». β.έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ, ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω να τα σπάσω κι εγώ στα μπουζούκια, εγώ δεν είμαι άνθρωπος;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δηλαδή. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; ή εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. λ. νους·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, βλ. λ. μυαλό·
- είναι ανάποδος άνθρωπος, έχει κακό χαρακτήρα, είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε μαζί του, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος και θα σου δημιουργήσει προβλήματα»·
- είναι άνθρωποί μου, είναι δικοί μου, υποτακτικοί μου, μπράβοι μου, βρίσκονται στη δούλεψή μου: «αφού ήξερες πως είναι άνθρωποί μου, γιατί δεν τους άφησες να περάσουν;»·
- είναι άνθρωπος, είναι σωστός, καλός, καλοπροαίρετος, έχει ψυχικά χαρίσματα: «όσο για το φίλο σου, μάλιστα, αυτός είναι άνθρωπος»·
- είναι άνθρωπος κακής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος σπαθί, βλ. λ. σπαθί·
- είναι άνθρωπος της κατάστασης, είναι άνθρωπος που πρόσκειται ή που είναι έμπιστος της κυβέρνησης ή κάποιας άλλης εξουσίας: «αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, ν’ απευθυνθείς στον τάδε, που είναι άνθρωπος της κατάστασης»·
- είναι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, αν και έχει όλον τον καιρό μπροστά του για να τελειώσει ή να διεκπεραιώσει μια δουλειά ή μια υπόθεση, συνηθίζει να ενεργοποιείται έντονα λίγο πριν εκπνεύσει η διορία που είχε, και προφταίνει να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει: «ως γνωστό, οι Έλληνες είναι άνθρωποι της τελευταίας στιγμής κι εκεί που φαίνεται πως θα εκτεθούν, στο τέλος τα δίνουν όλα και βγαίνουν ασπροπρόσωποι, όπως έγινε και με την Ολυμπιάδα»·  
- είναι άνθρωπος του και πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του σπιτιού, ανήκει στο συγγενικό περιβάλλον, είναι συγγενής, οικείος: «έρχεται και μ’ επισκέπτεται οποιαδήποτε ώρα, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. άνθρωπος του σπιτιού·
- είναι άνθρωπος του συμφέροντος, είναι συμφεροντολόγος: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος του συμφέροντος και θα προσπαθήσει να σε ρίξει»·
- είναι άνθρωπος του τάδε, α. πρόσκειται στον τάδε ή κατευθύνεται από τον τάδε: «είναι άνθρωπος του διευθυντή». β. είναι υποτακτικός του τάδε, είναι μπράβος του, βρίσκεται στη δούλεψή του: «απ’ ό,τι ξέρω, είναι άνθρωπος του λεσχιάρχη»·
- είναι άνθρωπος των καταστάσεων, δεν έχει πολιτική ιδεολογία και πηγαίνει πάντοτε με το κόμμα που καταλαμβάνει την εξουσία: «δεν πολυενδιαφέρεται για τα πολιτικά, γιατί είναι άνθρωπος των καταστάσεων»·
- είναι άρρωστος ο άνθρωπος! βλ. λ. άρρωστος·
- είναι δικός μας άνθρωπος, α. ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς ή στο ίδιο σινάφι με το δικό μας, ιδίως παράνομο: «μίλα αβέρτα, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος». β. είναι του στενού μας περιβάλλοντος: «δεν πρέπει να ξεχάσουμε να προσκαλέσουμε και τον τάδε, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος»·
- είναι δικός μου άνθρωπος, α. είναι άνθρωπος του συγγενικού μου περιβάλλοντος: «από εδώ ο φίλος μου κι από δω να σε γνωρίσω τον τάδε, που είναι δικός μου άνθρωπος». β. είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης μου, της δούλεψής μου, υποτακτικός μου, μπράβος μου, της συμμορίας μου: «όσοι είναι δικοί μου άνθρωποι, ορκίζονται στ’ όνομά μου»·
- είναι δύσκολος άνθρωπος, είναι στρυφνός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος: «δεν μπορείς να τον ανεχτείς για πολύ καιρό, γιατί είναι δύσκολος άνθρωπος»·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι να φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- είναι ο άνθρωπός μας, είναι αυτός που υποπτευόμαστε, αυτός που θεωρούμε ύποπτο: «έχω την εντύπωση πως εκείνος που περπατάει με το κεφάλι κατεβασμένο, είναι ο άνθρωπός μας». Ο πλ., γιατί υποτίθεται πως παρακολουθείται από την αστυνομία ή από την Ασφάλεια· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μου·
- είναι ο άνθρωπός μου, α. είναι ο (η) σύζυγός μου, ο ερωμένος μου, ο γκόμενός μου, η ερωμένη μου, η γκόμενά μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατί ’ναι βλέπεις ο άνθρωπός μου). β. είναι ο κατάλληλος, ο ιδανικός για να φέρει σε πέρας μια δουλειά, ιδίως παράνομη: «έχω την εντύπωση πως ο τάδε είναι ο άνθρωπος μου για να μου περάσει τα λαθραία απ’ το τελωνείο»· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μας·
- είναι ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. είναι το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, βλ. λ. Θεός·
- εσύ δεν είσαι άνθρωπος, απαξιωτική έκφραση σε βάρος κάποιου ανθρώπου χωρίς αισθήματα: «έκανα τα πάντα να σε βοηθήσω, αλλά εσύ δεν είσαι άνθρωπος να καταλάβεις τις θυσίες του άλλου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ δεν είσαι άνθρωπος τον πόνο μου να νιώσεις, μια μέρα δεν ξημέρωσε χωρίς να με πληγώσεις
- έχει τους ανθρώπους του, έχει τους πληροφοριοδότες του: «ό,τι και να κάνει ο ανταγωνιστής του το μαθαίνει αμέσως, γιατί έχει τους ανθρώπους του»· 
- έχω τον άνθρωπο, βλ. φρ. έχω τον κατάλληλο άνθρωπο, λ. κατάλληλος·
- ζω σαν άνθρωπος, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- ζωντανός άνθρωπος, που είναι πολύ ενεργητικός, που ζει τη ζωή του με γλέντια και διασκεδάσεις: «να καλέσεις και τον τάδε στο πάρτι σου, γιατί είναι ζωντανός άνθρωπος και θα μας δώσει κέφι»·
- η κοινή των ανθρώπων μοίρα, ο θάνατος: «όλοι μας κάποτε υποκύπτουμε στην κοινή των ανθρώπων μοίρα». Συνών. το κοινό χρέος / το μοιραίο·
- θα φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- θα φταρνίζεται ο άνθρωπος! έκφραση που λέγεται, όταν σε μια συζήτηση αναφέρεται εκ παραδρομής συχνά πυκνά το όνομα κάποιου που είναι απών·
- ίσιος άνθρωπος, ο ευθύς στο χαρακτήρα, ο ειλικρινής, ο ντόμπρος: «όλοι τον εκτιμούν, γιατί είναι ίσιος άνθρωπος»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- καλέ μου άνθρωπε! α. προσφώνηση με παρακλητική διάθεση σε άτομο του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά: «καλέ μου άνθρωπε, μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, τι ώρα έχεις;». β. προσφώνηση σε άτομο με προτρεπτική ή απολογητική διάθεση, ιδίως σε περιπτώσεις που προσπαθούμε να επαναφέρουμε μια έντονη συζήτηση σε ήπιο κλίμα: «μη φωνάζεις, καλέ μου άνθρωπε, γιατί με τις φωνές δε θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε || καλέ μου άνθρωπε, αυτό που είπα το είπα μόνο και μόνο για το καλό σου». Από την αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Θανάση Βέγγου· 
- κλειστός άνθρωπος, που δεν είναι εκδηλωτικός, που είναι κλεισμένος στον εαυτό του, που είναι εσωστρεφής: «δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις τι νιώθει ή τι σκέφτεται, γιατί είναι κλειστός άνθρωπος»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μαλακός άνθρωπος, που είναι ήπιος, πράος: «δεν τον έχω δει ποτέ ν’ αγριεύει, γιατί είναι μαλακός άνθρωπος»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! μια εντελώς φαλλοκρατική αντιμετώπιση της γυναίκας από τον άντρα, αλλά και υποτιμητική στάση του προς τους παθητικούς ομοφυλόφιλους: «δεν κουβεντιάζω ποτέ σοβαρά θέματα με τη γυναίκα μου, γιατί με άνθρωπο που γαμάς, τι κουβέντα να κάνεις!»·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με λάθος άνθρωπο έμπλεξες ή με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή έμπλεξες με λάθος άνθρωπο ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. λ. λάθος·
- μετρημένος άνθρωπος, που είναι συνετός: «είναι μετρημένος άνθρωπος και όλοι ζητούν τη συμβουλή του»·
- μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος, βλ. λ. πήχη·
- μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας  πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, βλ. λ. πορδή·
- μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος, βλ. λ. σταλιά·
- μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, βλ. λ. φορά·
- μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος, βλ. λ. φτυσιά·
- μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος, βλ. λ. φυσηξιά·
- μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος, βλ. λ. χαψιά·
- μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος, βλ. λ. μερίδα·
- μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μισός άνθρωπος, α. ο ανάπηρος: «έπεσε θύμα τροχαίου κι έμεινε μισός άνθρωπος». β. ο μικροκαμωμένος, η μισή μερίδα: «μισός άνθρωπος, ο αφιλότιμος, και θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα!»·
- μοναχικός άνθρωπος, βλ. συνηθέστ. μοναχικός τύπος, λ. τύπος·
- μπόσικος άνθρωπος, ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος: «μη συμβουλεύεσαι τον τάδε, γιατί είναι μπόσικος άνθρωπος και δεν πρέπει να δίνεις βάση στα λόγια του»·
- μυστήριος άνθρωπος, που συμπεριφέρεται περίεργα, παράξενα, ακατανόητα: «είναι μυστήριος άνθρωπος, γι’ αυτό δεν έχει πολλές συμπάθειες μέσα στη γειτονιά»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, είδος κατάρας με την έννοια να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια δυσκολίες και προβλήματα·
- νοικοκύρης άνθρωπος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- νορμάλ άνθρωπος, α. που ζει φυσιολογικά σε μια σειρά και τάξη, που δεν έχει εξάρσεις στη ζωή του: «επειδή είναι γυναίκα που θέλει να κάνει οικογένεια, παντρεύτηκε ένα νορμάλ άνθρωπο». β. (και για τα δυο φύλα) που δεν έχει σεξουαλικές διαστροφές: «δεν παίρνει μέρος στις παρτούζες των φίλων του, γιατί είναι νορμάλ άνθρωπος»·
- ντόμπρος άνθρωπος, που είναι ευθύς, ειλικρινής, ίσιος: «επειδή είναι ντόμπρος άνθρωπος, λέει πάντα την αλήθεια»·
- … ο άνθρωπος! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον που έπαθε κάτι κακό: «βρε, τι κακό που έπαθε στα καλά καθούμενα ο άνθρωπος! || τι να σου κάνει ο άνθρωπος μ’ όλ’ αυτά τα βάσανα που έχει περάσει!»·
- ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, χαρακτηρίζει άτομα απλά, συνηθισμένα, ανώνυμα, άτομα που συναντάει κανείς καθημερινά στη ζωή του: «δεν το περίμενε ποτέ κανείς από έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας να εναντιωθεί με τόσο θάρρος σε κοτζάμ υπουργό». Πρβλ.: μ’ αυτό το εισιτήριο που πάω να ταξιδέψω στη διπλανή σας πόρτα πιο ράκος θα επιστρέψω (Λαϊκό τραγούδι). Από το ότι, συνήθως, οι επώνυμοι και οι σπουδαίοι ζουν απομακρυσμένοι και απρόσιτοι·
- ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, λέγεται με έμφαση γι’ αυτόν που αφήνει τις υποχρεώσεις του να σωρεύονται και βιάζεται να τις εκπληρώσει την τελευταία στιγμή: «ο Έλληνας χαρακτηρίζεται ως ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής»·
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, βλ. λ. κατάλληλος·
- ο μέσος άνθρωπος, αυτός που στα πλαίσια μιας κοινωνίας συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας: «ο μέσος άνθρωπος στην Ελλάδα δεν έχει και πολύ καλή σχέση με το βιβλίο»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οικογενειάρχης άνθρωπος, βλ. λ. οικογενειάρχης·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου! βλ. λ. μυαλό·
- παστρικός άνθρωπος, α. που είναι καθαρός, νοικοκυρεμένος, αγνός, τίμιος: «είναι παστρικός άνθρωπος κι όλες του τις δουλειές τις κάνει με μεγάλη προσοχή και με το σταυρό στο χέρι». β. (ειρωνικά) άνθρωπος κακοήθης, φαύλος, παλιάνθρωπος: «έμαθα και για σένα τι παστρικός άνθρωπος που είσαι!»·
- πεζός άνθρωπος, που γενικά δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, ο συνηθισμένος, ο βαρετός: «τον χώρισε, γιατί ήταν πολύ πεζός άνθρωπος κι έπληττε φοβερά μαζί του»·
- πέθανε σαν άνθρωπος, πέθανε αξιοπρεπώς: «πέθανε σαν άνθρωπος ανάμεσα στους γιους και τις νύφες του»·
- περίληψη ανθρώπου, βλ. λ. περίληψη·
- πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, πρέπει να είναι έμφυτο, φυσικό του κάτι για να ενεργεί με τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί: «πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να βοηθάει τους συνανθρώπους του, αλλιώς τους προσπερνάει αδιάφορα». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να κάνει αδικίες μα κι όσοι ζουν με την ψευτιά μαζί τους δεν τα παίρνουν και στη ζωή μας μοναχά οι καλοσύνες μένουν)· βλ. και φρ. πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, λ. μέσα·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, βλ. λ. ψυχή·
- ρηχός άνθρωπος, που δεν έχει αισθήματα, που δεν έχει ψυχική και πνευματική υπόσταση: «πώς μπορεί να νιώσει τον πόνο σου ένας τόσο ρηχός άνθρωπος!»·
- σαν άνθρωποι, όπως αρμόζει, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους, σε πολιτισμένο περιβάλλον: «πέρνα απ’ το σπίτι μου το βράδυ για να μιλήσουμε σαν άνθρωποι»·
- σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημά μας: «μέθυσα μια φορά, σαν άνθρωπος κι εγώ || σαν άνθρωπος κι εγώ παραφέρθηκα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθισε φίλε να σου πω αυτό που έχω πάθει, γιατί σαν άνθρωπος κι εγώ έκανα κάτι λάθη). β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν άνθρωπος κι εγώ ήθελα ένα αυτοκίνητο και για το λόγο αυτό πούλησα μια γκαρσονιερίτσα που είχα, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ·  
- σαν ένας άνθρωπος, όλοι μαζί, ενωμένοι: «όλοι οι εργαζόμενοι σαν ένας άνθρωπος απαίτησαν απ’ την εργοδοσία καλύτερη ποιότητα ζωής»·
- σκληρός άνθρωπος, που δεν έχει αγάπη και καλοσύνη για τους συνανθρώπους του, που δε συμπονεί τους άλλους, που είναι σκληρόκαρδος: «από έναν τόσο σκληρό άνθρωπο σαν κι αυτόν, μην περιμένεις ούτε κατανόηση ούτε βοήθεια»·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό·
- στραβός άνθρωπος, που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να κάνεις λεπτό μαζί του, γιατί είναι στραβός άνθρωπος»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, ο αξιοπρεπής άνθρωπος κρατάει πάντα το λόγο του: «τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, κι αφού σου ’δωσε το λόγο του πως θα σε βοηθήσει, θα το κάνει»·  
- τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, βλ. λ. λάθος·
- τι άνθρωπος είσαι! α. έκφραση δυσφορίας για κάποιον που δε μένει ποτέ ευχαριστημένος: «αμάν πια, όλο φέρε και φέρε, τι άνθρωπος είσαι!». β. έκφραση δυσφορίας για τη σκληρότητα που επιδεικνύει κάποιος: «τι άνθρωπος είσαι, που θέλεις να κλείσεις τον άνθρωπο φυλακή επειδή σου χρωστάει εκατό ευρώ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το Παναγία μου ή το Χριστέ μου ή το Θεέ μου και κλείνει με το ρε·
- τι άνθρωπος κι αυτός! α. λέγεται με θαυμασμό για τα ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα κάποιου. β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τον κακό χαρακτήρα κάποιου ή για τις κακές ή άστοχες ενέργειες του·
- τι είδους άνθρωπος είναι; βλ. λ. είδος·
- τι θες άνθρωπέ μου! επιθετική έκφραση σε άτομο που επιμένει να προσπαθεί να μας πείσει για κάτι ή για να του δώσουμε κάτι, ενώ εμείς δεν έχουμε αυτή τη διάθεση: «τι θες άνθρωπέ μου και με σκας! Αφού σου είπα, πως δεν έχω αυτά τα λεφτά που μου ζητάς»·
- τι κάνει ο άνθρωπος! α. λέγεται με θαυμασμό για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι καλλιεργημένος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι σουρωμένος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άλλος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άνθρωπος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα σπουδαία λόγια που λέει κάποιος: «πω πω, τι λέει ο άνθρωπος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άνθρωπος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι λες άνθρωπέ μου! έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή διαμαρτυρίας σε άτομο, που μας ανακοινώνει κάτι που μας είναι αδύνατο να το πιστέψουμε, ή που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «σ’ έψαχνα για να σου πω πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Τι λες άνθρωπέ μου! Πριν μια ώρα κουβέντιαζα μαζί του! || θα ’ρθω αύριο να μου δώσεις πέντε εκατομμύρια και τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα. -Τι λες άνθρωπέ μου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το είσαι με τα καλά σου(;)· 
- τι λογής άνθρωπος είναι; βλ. λ. λογής·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, έκφραση που δηλώνει τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: «τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα. Χτες το βράδυ γλεντούσαμε παρέα με τον τάδε και το πρωί πήγε από έμφραγμα καραμπινάτο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. συνηθέστ. τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα·  
- τι σόι άνθρωπος είναι, βλ. λ. σόι·
- τι σου είναι ο άνθρωπος! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να πετύχει, να κατορθώσει ο άνθρωπος: «προχώρησε τόσο πολύ η επιστήμη, που μέχρι και οι άντρες, λέει, θα μπορούν να γεννούν παιδιά. -Τι σου είναι ο άνθρωπος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι φτιαξιά άνθρωπος είναι; βλ. λ. φτιαξιά·
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
- το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί, βλ. λ. πρόσωπο·
- τον κάνω άνθρωπο, τον κάνω να αποβάλει τα ελαττώματά του, τον μορφώνω, τον διορθώνω και γενικά τον ευπρεπίζω, τον κάνω να φέρεται κόσμια ως κοινωνικός άνθρωπος: «ήταν πολύ στραβόξυλο, αλλά, αυτή η γυναίκα που τον παντρεύτηκε, μπόρεσε και τον έκανε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σε κάνω άνθρωπο σύντροφό μου στη ζωή μα γι’ αγάπη τόσο όμορφη δεν επλάστηκες εσύ // σπουδάζει γιο μονάκριβο μακριά στη Γερμανία, για να τον κάνει άνθρωπο μέσα στην κοινωνία
- τρώει άνθρωπο! α. είναι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είναι εξοργισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μη του ζητήσεις καμιά χάρη αυτή τη στιγμή, γιατί τρώει άνθρωπο!». β. υπερασπίζεται σθεναρά αυτό που τον ενδιαφέρει απόλυτα: «γι’ αυτόν μπορείς να πεις ό,τι θες, αλλά αν κάνεις να πεις κάτι για τη γυναίκα του, τρώει άνθρωπο!»·
- υπάρχουν άνθρωποι γι’ άνθρωποι ή υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι, υπάρχουν λογής λογής άνθρωποι και άξιοι και ανάξιοι και καλοί και κακοί: «στη ζωή δεν είναι όλοι ίδιοι, γιατί υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι»·
- υπόδειγμα ανθρώπου, βλ. λ. υπόδειγμα·
- υπόλοιπο ανθρώπου, βλ. λ. υπόλοιπο·
- υποψία ανθρώπου, βλ. λ. υποψία·
- φακάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος· βλ. και λ. φακάτος·
- χοντρός άνθρωπος, βλ. λ. χοντράνθρωπος·
- χρυσός άνθρωπος, που είναι πολύ καλός, καλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος: «γνώρισα έναν χρυσό άνθρωπο και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν πεθάνω θα με κλάψουν και θα λένε τι παλικάρι και τι άνθρωπος χρυσός, τώρα πληγώνουν την καρδιά μου και την καίνε και από τις πίκρες έχω μείνει ο μισός
- ώριμος άνθρωπος, που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, στο μέγιστο σημείο της σωματικής, ιδίως της πνευματικής του ανάπτυξης: «τώρα που είναι ώριμος άνθρωπος, μπορεί να παντρευτεί || είναι ώριμος άνθρωπος και μπορεί να κρίνει μόνος του τι πρέπει να κάνει και τι όχι». Αντίθ άγουρος άνθρωπος.

μέλι

μέλι, το, ουσ. [<αρχ. μέλι], το μέλι. 1. λέγεται για κάτι που είναι πολύ γλυκό: «σου ζήτησα να ρίξεις λίγη ζάχαρη στον καφέ κι εσύ μου τον έκανες μέλι || φάγαμε ένα καρπούζι που ήταν μέλι || τα σταφύλια ήταν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: στ’ Αποστόλη την παράγκα στεφανώσαν έναν μάγκα, με στεφάνι από τ’ αμπέλι κι ήπιαμε κρασάκι μέλι). 2. (ειδικά για φιλί) που προσφέρει έντονη ηδονή. (Λαϊκό τραγούδι: αγαπάω μια τσιγγάνα λυγερόκορμη ψηλή, που ’χει αμύγδαλα τα μάτια και το μέλι στο φιλί). 3. λέγεται για κάτι, που μας είναι πολύ ευχάριστο και για το λόγο αυτό το επαναλαμβάνουμε πολύ συχνά: «καλά, ρε παιδάκι μου, μέλι έχει το σπίτι της και δεν ξεκολλάς από κει μέσα;». 4. ως επιφών. μέλι! ή μέλια! λέγεται ειρωνικά, όταν βλέπουμε κάποιο ζευγάρι να φιλιέται, ιδίως σε δημόσιο χώρο. (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι, βλ. λ. μέλι·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να πετυχαίνουν μεγάλα, σπουδαία πράγματα: «στη ζωή μας άλλοι είναι πλασμένοι για τα μεγάλα και θαυμαστά κι άλλοι για τ’ απλά και καθημερινά, γιατί αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι»·
- γλυκό(ς) σαν μέλι, λέγεται για οτιδήποτε είναι πολύ γλυκό(ς): «ήπια έναν καφέ, που ήταν γλυκός σαν μέλι || το φιλί της είναι γλυκό σαν μέλι»·
- έγιναν όλα μέλι γάλα, ύστερα από περίοδο διαφωνίας ή ψυχρότητας ανάμεσα σε δυο άτομα, επήλθε συμφωνία, συμβιβασμός, ομόνοια: «αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, έγιναν όλα μέλι γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: πόνα με μια στάλα δίπλα μου ξανά ’λα βάζω το κρασί βάλε το φιλί κι όλα μέλι-γάλα
- είμαστε μέλι γάλα, έχουμε πολύ καλές σχέσεις: «κάποτε ήμασταν στα μαχαίρια, αλλά τώρα είμαστε μέλι γάλα»·
- είναι ακόμη στο μέλι, (ιδίως για νιόπαντρο ζευγάρι) είναι στον πρώτο καιρό του έγγαμου βίου του και δείχνει πως ζει σε πελάγη ευτυχίας, σε αντιδιαστολή με τα επόμενα χρόνια που θα αρχίσουν να παρουσιάζονται οι πρώτες δυσκολίες ή τα πρώτα προβλήματα του έγγαμου βίου: «παντρεύτηκαν πριν από λίγο καιρό και ζουν σαν πιτσουνάκια, γιατί είναι ακόμη στο μέλι. Ας περάσουν μερικά χρόνια και τα λέμε». Τις πιο πολλές φορές, λέγεται με ειρωνική διάθεση·
- είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι, λέγεται για άτομο που είναι γλυκομίλητο και ικανό: «είναι περιζήτητος στις παρέες αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι»·
- είναι όλα μέλι γάλα, βλ. φρ. έγιναν όλα μέλι γάλα·
- έχει το μέλι στο χέρι, έχει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος: «όποιος έχει το μέλι στο χέρι κάνει ό,τι θέλει»·
- η γλώσσα του είναι μέλι, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του στάζει μέλι, βλ. λ. γλώσσα·
- καρύδια με το μέλι, βλ. λ. καρύδι·
- κιούπι με μέλι, βλ. λ. κιούπι·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, βλ. λ. μύγα·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. φρ. έγιναν όλα μέλι γάλα·
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
- όλοι κοιτάζουν τον καβγά κι η γριά το μέλι, βλ. λ. γριά·
- όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια, όποιος αγαπά τις ερωτικές απολαύσεις, δεν υπολογίζει τους κινδύνους που μπορεί να διατρέξει μέχρι τη στιγμή που θα τις γευτεί: «τα ’χει με μια παντρεμένη και το κάνουν μέσα στο ίδιο της το σπίτι, αλλά όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια»· βλ. και φρ. όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι·
- όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, όποιος έρχεται σε συχνή επαφή ιδίως με ξένα χρήματα, τότε μπαίνει στον πειρασμό και οικειοποιείται μερικά: «μην αφήνεις ξένο άνθρωπο να κάθεται στο ταμείο σου, γιατί όποιος πιάνει μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του»·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, όποιος δεν κοπιάζει, δεν αγωνίζεται στη ζωή του δεν πρέπει να έχει απολαβές, να αμείβεται: «εσύ να μην παραπονιέσαι πως περνάς δύσκολα, γιατί όλη μέρα κάθεσαι αραχτός στο καφενείο κι όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι». Πρβλ. ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω (Απόστολος Παύλος)·
- παστέλι με το μέλι! βλ. λ. παστέλι·
- πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια, λέγεται για παντρεμένους ή για ερωτικό ζευγάρι που άλλοτε περνούν περίοδο μεγάλης αγάπης και άλλοτε ζουν σε έντονη αντιπαράθεση: «σαν όλα τα ζευγάρια έτσι κι αυτοί πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια»·
- σελήνη του μέλιτος, βλ. συνηθέστ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας·
- στάζουν μέλι τα χείλη της ή τα χείλη της στάζουν μέλι, είναι πολύ φιλήδονα: «τρελαίνεσαι να τη φιλάς, γιατί τα χείλη της στάζουν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, γιαχαμπίμπι αχ, γιαλελέλι αχ, τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι, αχ 
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, όλες οι περιπτώσεις δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, στην κάθε περίπτωση χρησιμοποιούμε και τα κατάλληλα μέσα: «σε κάθε δουλειά που αναλαμβάνει κάνει διαφορετικούς υπολογισμούς, γιατί τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι»·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα πάμε μέλι γάλα, βλ. φρ. είμαστε μέλι γάλα·
- τα χείλη της είναι μέλι, βλ. λ. χείλι·
- ταξίδι του μέλιτος, βλ. φρ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας·
- τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι, βλ. λ. ξίδι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του στάζει μέλι, βλ. λ. στόμα·
- τον έπιασα με το δάχτυλο στο μέλι, βλ. φρ. τον έπιασα με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, λ. μαρμελάδα·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, δηλώνει πως οι υλικές απολαύσεις περνούν σύντομα, σε αντιδιαστολή με τις πνευματικές που διαρκούν: «ένα καλό βιβλίο δεν είναι φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, όπως συμβαίνει με μια ευχάριστη βραδιά στα μπουζούκια».

νερό

νερό κ. νιρό, το, ουσ. [<πρώιμο μσν. νερόν <μτγν. νηρόν <αρχ. επίθ. νεαρόν ὕδωρ (= φρέσκο νερό)], το νερό. 1. το νερό της βροχής, η βροχή: «τ’ απόγευμα έριξε τόσο νερό, που έπνιξε την πόλη». Πρβλ.: αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα. 2. η επανάληψη του ξεπλύματος ενός ρούχου μετά το πλύσιμό του με σαπούνι ή απορρυπαντικό: «επειδή το πουκάμισο ήταν πολύ λερωμένο το ’κανε δυο νερά». 3. το υγρό που μαζεύεται σε κάποιο σημείο του σώματος από παθολογικά αίτια: «η πληγή του άρχισε να μαζεύει νερό». 4. (για φαγητά) που περιέχουν πολύ περισσότερο νερό ή άλλο υγρό από το κανονικό, το νερομπούλι: «η φασουλάδα ήταν σκέτο νερό». 5α. στον πλ. τα νερά, κυματοειδείς αποχρώσεις σε μάρμαρο, κρύσταλλο ή ξύλο: «τα νερά του ξύλου ήταν εμφανέστατα || τα νερά του μάρμαρου σου έδιναν την εντύπωση πως σχημάτιζαν διάφορες μορφές». β. το αυλάκι που αφήνει πίσω του το σκάφος που πλέει: «κάθε τόσο βουτούσαν οι γλάροι μέσα στα νερά που άφηνε πίσω του το καράβι». γ. λέγεται για θάλασσα ή για τμήμα θάλασσας, ή για ποσότητα νερού ποταμού ή λίμνης: «το πρωί το καράβι μπήκε στα νερά της πατρίδας μας || τα νερά του Αιγαίου || τα νερά του ποταμού πλημμύρισαν τον κάμπο». Υποκορ. νεράκι κ, νιράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 119 φρ.)·
- άγνωστα νερά, περιοχές ή καταστάσεις που δε γνωρίζουμε, στις οποίες δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε ή να συμπεριφερθούμε: «δεν μπορούσα να συμπεριφερθώ με άνεση, γιατί βρισκόμουν σε άγνωστα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκινάμε πάμε μακριά, σ’ άλλους τόπους σ’ άγνωστα νερά). Από τη ναυτική ορολογία·
- αθάνατο νερό, βλ. λ. αθάνατος·
- ακόμη λέει το νερό μπου, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «δε βλέπει που ακόμη λέει το νερό μπου, θέλει να μου υποδείξει πώς θα επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητο!». Από το ότι το μπου παραπέμπει στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, οι ανοιξιάτικες βροχές είναι πολύ χρήσιμες στη γεωργία·  
- ανοίγω το νερό ή ανοίγω τα νερά, παρέχω νερό σε μια περιοχή που βρίσκεται σε αρδευτικά κανάλια: «οι υπεύθυνοι άνοιξαν τα νερά για να ποτίσουν οι αγρότες τον κάμπο»·
- ανοίγω το νερό, ανοίγω τη βρύση ή το διακόπτη του δικτύου της ύδρευσης για να τρέξει το νερό: «τώρα που επιδιόρθωσα τη βλάβη, μπορείς ν’ ανοίξεις το νερό»·
- απότομα νερά, (για θάλασσες, ποταμούς, λίμνες) αυτά που βαθαίνουν απότομα και υπάρχει περίπτωση να κινδυνέψει να πνιγεί κάποιος: «πρόσεχε εκείνο το σημείο, γιατί υπάρχουν απότομα νερά»· 
- αρμενίζω σε βαθιά νερά, (στη γλώσσα της αργκό) μπλέκομαι σε δουλειές, καταστάσεις ή υποθέσεις που είναι πέρα από τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «από τον καιρό που άρχισε ν’ αρμενίζει σε βαθιά νερά, έχει ένα  σωρό προβλήματα»·
- αρμυρό νερό, το νερό της θάλασσας σε αντιδιαστολή με το νερό των ποταμών και των λιμνών που είναι γλυκό: «κατάπιε πολλούς λεβέντες τ’ αρμυρό νερό». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μες το γιαλό, άντε, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό
- βάζω νερό στο κρασί μου, α. μετριάζω το θυμό μου, την οργή μου, καλμάρω τα νεύρα μου: «αν δεν έβαζα νερό στο κρασί μου, θα είχαμε γίνει βίδες». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει νερό στο κρασί του για να μετριάσει τη δύναμη του αλκοόλ. β. μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, τις απαιτήσεις μου: «λέω να βάλω λίγο νερό στο κρασί μου για να μπορέσουμε να κλείσουμε τη συμφωνία»·
- βάζω το νερό στ’ αυλάκι, α. τακτοποιώ με επιτυχία τις υποθέσεις μου: «τώρα που έβαλα το νερό στο αυλάκι, μπορώ να πάω κι εγώ διακοπές». β. δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επαγγελματική ή την οικονομική  μου αποκατάσταση: «τώρα που πήρα κι εγώ το πτυχίο του μηχανικού, έβαλα το νερό στ’ αυλάκι»·
- βγάζω νερό, αντλώ: «έφερα το κατάλληλο μηχάνημα για να βγάλω νερό στο χωράφι»·
- βγαίνω απ’ τα νερά μου, βρίσκομαι έξω από το γνωστό περιβάλλον μου και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα: «κάθε φορά που βγαίνω απ’ τα νερά μου, νιώθω σαν μηδενικό». Από την εικόνα του ψαριού που τινάζεται στη στεριά και σπαρταράει τρομαγμένο, ή από την εικόνα του πλοίου που χάνει τη ρότα του και πλέει χωρίς να ξέρει πού πάει·
- βλέπω νερό στην αυλή μου, έχω κάποιο όφελος, κάποια ωφέλεια: «όλη μου τη ζωή δούλεψα σκληρά και μόνο τον τελευταίο καιρό βλέπω νερό στην αυλή μου || τώρα που βγήκε το κόμμα μας, θα δούμε νερό στην αυλή μας»·
- γλυκό νερό, το νερό των ποταμών και των λιμνών σε αντιδιαστολή με το νερό της θάλασσας που είναι αρμυρό·
- γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη, βλ. λ. λίμνη·
- δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει ιδέα για το νερό που κύλησε στ’ αυλάκι, βλ. λ. ιδέα·
- δεν παίρνει άλλο νερό, η δουλειά ή η υπόθεση δεν μπορεί να μεταβληθεί περαιτέρω προς όφελός μας: «ό,τι κάναμε, κάναμε, γι’ αυτό πρέπει να σταματήσουμε, γιατί δεν παίρνει άλλο νερό η υπόθεση». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει τη δυνατότητα να βάλει περισσότερο νερό στο κρασί του, γιατί ήδη έχει βάλει αρκετό·
- έγινε μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τα νερά μου·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ένα νερό, ένα ποτήρι νερό: «σε παρακαλώ, μου δίνει ένα νερό;». (Δημοτικό τραγούδι: ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο να πιω
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι, βλ. λ. άγγελος·
- έρχομαι στα νερά του, βλ. συνηθέστ. πάω με τα νερά του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε λοιπόν, άντε, κυρά μου, να πεις στη μάνα σου τη μπλου, πες της να ’ρθει με τα νερά μου κι να μη ξηγιέται φλου, ω, μάμυ μπλου
- έσπασαν τα νερά της, (για έγκυες γυναίκες) έφτασε η ώρα του τοκετού ή άρχισε η διαδικασία του τοκετού: «την ώρα που την έβαζαν στο χειρουργείο, έσπασαν τα νερά της και η γέννα είχε ομαλή εξέλιξη»·
- έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, οι προσπάθειές του, ο αγώνας του, για κάποιον λόγο δεν απέδωσε την τελευταία στιγμή τα αναμενόμενα οφέλη, ωφελήματα·
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. φρ. έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; βλ. λ. θάλασσα·
- έχει νερό στις φλέβες του, βλ. φρ. τρέχει νερό στις φλέβες του·
- η βάρκα κάνει νερά, βλ. λ. βάρκα·
- η δουλειά κάνει νερά, βλ. λ. δουλειά·
- η δουλειά σηκώνει νερό, βλ. λ. δουλειά·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό ή η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- ήπιε τ’ αμίλητο νερό, βλ. λ. αμίλητο νερό·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα κουβαλάω νερό με το κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα, θα περάσει πολύς καιρός ακόμα για να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι: «φέτος μπήκε στο πανεπιστήμιο και θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα μέχρι να πάρει το πτυχίο του στο χέρι»·
- θα πούμε το νερό νεράκι, θα έχουμε σοβαρή έλλειψη νερού: «αν συνεχιστεί αυτή η ανομβρία, θα πούμε το νερό νεράκι»·
- θολώνω τα νερά, προκαλώ σύγχυση για να καλύψω κάποια πράξη ή ενέργειά μου, ιδίως παράνομη: «όταν θέλει να κάνει κάποια κομπίνα, είναι μάνα στο να θολώνει τα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: θολώνεις τα νερά, θολώνεις τα νερά, μα δε με ξεγελάς, στο λέω καθαρά).Από την εικόνα της σουπιάς, που, όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, αφήνει πίσω της μελάνι για να ξεφύγει από το διώκτη της. Συνών. αμολάω μελάνι (β)·
- ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- κανόνι νερού, βλ. λ. κανόνι·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- κάνω νερά, α. προσπαθώ να ενεργήσω ή ενεργώ διαφορετικά από ότι υποσχέθηκα, δεν κρατώ το λόγο μου: «μου είχε υποσχεθεί πως θα με βοηθήσει, αλλά την τελευταία στιγμή έκανε νερά». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο γιατρός κάνει νερά, γιατί δεν έχει τυχερά, ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο Τζακ σε αδιέξοδο). Από την εικόνα της βάρκας που κάνει νερά και δεν έχει καμιά σταθερότητα ή κινδυνεύει να βουλιάξει. β. δεν είμαι πιστός στην επίσημη ερωτική μου σχέση, στον επίσημο ερωτικό μου δεσμό ή στο γάμο μου, τσιλημπουρδίζω: «δεν υπάρχει σήμερα κανένας άντρας που να μην κάνει νερά στη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μου το ’παν στο φλιτζάνι, καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά, πως η καρδιά σου κάνει στον έρωτα νερά). γ. (για μηχανήματα) παρουσιάζω προβλήματα στη λειτουργία μου, χρειάζομαι επισκευή ή είμαι για πέταμα: «τις τελευταίες μέρες μου κάνει νερά το αυτοκίνητο και πρέπει να το πάω στο μηχανικό»·
- κάνω νερό, έχω ευκοιλιότητα: «όταν είμαι κρυωμένος κάνω νερό κάθε φορά που ενεργούμαι»·
- κάνω το νερό μου, κατουρώ, αφοδεύω: «πρέπει να πάω στην τουαλέτα, γιατί θέλω να κάνω το νερό μου»·
- κόβω το νερό, διακόπτω την παροχή του: «λόγο των έργων που γίνονται στην τάδε περιοχή, ο Ο.Υ.Θ. έκοψε το νερό»·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, λέγεται γι’ αυτούς που δεν αμείβονται ικανοποιητικά από την εργασία που προσφέρουν σε κάποιον: «έτσι κορόιδο θα είναι μια ζωή, γιατί κουβαλάει κρασί και πίνει νερό»·
- κουβαλάει νερό με το κοφίνι, βλ. λ. κοφίνι·
- κουβαλώ νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- μάγκας του γλυκού νερού, βλ. λ. μάγκας·
- μάτι νερού, βλ. λ. νερομάνα·
- με το κόσκινο, δεν κουβαλιέται το νερό, βλ. λ. κόσκινο·
- μέσ’ στο νερό, σιγουρότατα: «μπορεί να πουληθεί πεντακόσια ευρώ μέσ’ στο νερό || είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει κι ο τάδε; -Μέσ’ στο νερό»·
- μήπως έχει κάτι το νερό; ή μήπως έχει το νερό κάτι; α. λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε κάποιο τόπο και που συχνά πυκνά επανερχόμαστε σε αυτόν: «μήπως έχει κάτι το νερό και δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή την πόλη;». Πρβλ.: Θεσσαλονίκη μου, αρχόντισσα μεγάλη, η πιο περήφανη πατρίδα του ντουνιά, Θεσσαλονίκη είσαι μάγισσα μεγάλη κι απ’ το νερό σου όποιος πιει δεν σε ξεχνά! (Λαϊκό τραγούδι). β. λέγεται στην περίπτωση που σε κάποιο τόπο, σε κάποια περιοχή, συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές ή που συμβαίνουν πολύ σπάνια: «μήπως έχει κάτι το νερό στη Μύκονο και όλοι ερωτεύονται με το πρώτο; || στην Κρήτη και η πιο μικρή προσβολή ξεπλένεται με αίμα. -Μήπως έχει το νερό κάτι;». Συνών. στο κρύο το νερό·
- μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, βλ. λ. σταγόνα·
- μου πάει νερό, α. έχω έντονη διάρροια: «κάθε φορά που κάθομαι σε ρεύμα, μέσα σε λίγη ώρα μου πάει νερό». Συνών. μου πάει ζουμί (α) / μου πάει τσίρλα (α). β. φοβάμαι πάρα πολύ, τρομοκρατούμαι: «μα και βέβαια μου πάει νερό να τα βάλω μ’ αυτόν το γίγαντα || κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, μου πάει νερό». Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία / μου πάει ζουμί (β) / μου πάει πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τρεις και δέκα ή μου πάει τρεις και μία ή μου πάει τρεις τριανταμία / μου πάει τσίρλα (β)·
- μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, η δουλειά, η υπόθεση που με απασχολούσε, ύστερα από πολλούς κόπους και προσπάθειες μπήκε στο σωστό δρόμο και ακολουθεί τη φυσική της εξέλιξη: «είχα πολλά προβλήματα με την δουλειά, αλλά τώρα που μπήκε το νερό στ’ αυλάκι μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος»·
- νερό κι αλάτι (ενν. να γίνουν όσα πικρά λόγια ανταλλάξαμε), έκφραση που δηλώνει αποδοχή πρότασης για συμφιλίωση: «τι λες τώρα, θα δώσουμε τα χέρια να φιλιώσουμε; -Νερό κι αλάτι». Από το ότι το νερό λιώνει το αλάτι, εικόνα που επεκτείνεται στο λιώσιμο κάθε ψυχρότητας που χώριζε δυο άτομα·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, μόνο από τους πλούσιους μπορεί να περιμένει κανείς οφέλη: «ψάχνεις λεφτά για την εγχείρηση της γυναίκας σου, αλλά μην τα ζητάς από μας τα φτωχαδάκια και πάνε σε κάναν πλούσιο, γιατί όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
- πάω με τα νερά του ή πηγαίνω με τα νερά του, δεν τον εναντιώνομαι, προσποιούμαι πως συμφωνώ μαζί του, συμφωνώ μαζί του ιδίως για να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «κάθε φορά που θέλει να πάρει δανεικά από κάποιον, πάει με τα νερά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά // άφησε τα κορδελάκια, όμορφα να την περνάς· πήγαινε με τα νερά μου, βρε, και φιγούρες μη ζητάς
- πάω προς νερού μου, πηγαίνω για κατούρημα ή να αφοδεύσω: «λείπει ο τάδε, γιατί πήγε προς νερού του»·
- πέφτω στο νερό, κολυμπώ: «επειδή το πρωί έβγαλε αέρα, δεν έπεσα στο νερό»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, α. τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι απεριόριστα, γιατί έχω δεχτεί από αυτόν σπουδαία βοήθεια: «πίνω νερό στ’ όνομα του τάδε, γιατί, αν δε με βοηθούσε, θα ’μουν σήμερα φυλακή». β. τον αγαπώ υπερβολικά: «πίνει νερό στ’ όνομα της γυναίκας του»·
- πληρώνω το νερό, πληρώνω στην αρμόδια επιχείρηση το λογαριασμό για την κατανάλωση νερού που έχω κάνει: «ξέχασα να πληρώσω το νερό και φοβάμαι μήπως μου το κόψουν»·
- πνίγεται σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια γουλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, πελαγώνει, τα χάνει με το παραμικρό πρόβλημα ή με την παραμικρή δυσκολία και δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «πρέπει να ’σαι συνέχεια δίπλα να τον συμβουλεύεις, γιατί πνίγεται σε μια κουταλιά νερό». Συνών. πνίγεται στα ρηχά·
- ρίχνω νερό στο μύλο του, δίνω σε κάποιον επιχειρήματα να αντεπεξέλθει σε μια αντιπαράθεσή του με κάποιον: «αν δεν έριχνες εσύ νερό στο μύλο του, δε θα μπορούσε ν’ αντικρούσει αυτά που υποστήριζα»·
- σαν νερό, λέγεται για οτιδήποτε εξαντλείται πολύ γρήγορα, ιδίως χωρίς να το αντιληφθούμε: «τον άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία κι αυτός την ξόδεψε σαν νερό κάνοντας τη μεγάλη ζωή || πέρασε η ζωή μου σαν νερό». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγουν κι έρχονται τα χρόνια σαν νερό,μα δεν είδαν μια χαρά τα δυο μου μάτια, και κρατώ του μαρτυρίου το σταυρό στης ζωής τα πονεμένα μονοπάτια
- σαν τα κρύα νερά ή σαν τα κρύα τα νερά ή σαν το κρύο νερό ή σαν το κρύο το νερό, (ιδίως για γυναίκα) που είναι πολύ γοητευτική, πολύ όμορφη, πολύ ωραία: «γνώρισα μια κοπέλα σαν τα κρύα νερά || είναι όμορφη η γκόμενα του τάδε; -Σαν τα κρύα τα νερά»·
- σηκώνει νερό, α. λέγεται για λόγο ή πράξη που προκαλεί αρνητική εντύπωση και επισύρει σοβαρές συνέπειες: «αυτό που είπες σηκώνει νερό και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί μου». β. λέγεται για λόγο ή πράξη που αμφισβητείται και πρέπει να δοθούν διευκρινίσεις: «αυτό που είπες, σηκώνει νερό και πρέπει εδώ και τώρα να μου δώσεις εξηγήσεις». Από την εικόνα πολλών φαγητών που, όταν χυλώσουν, μπορεί κανείς να τα αραιώσει με νερό·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση, για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η υπόθεση»·
- σηκώνει νερό το θέμα ή το θέμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, όποιος είναι ολιγαρκής στο φαγητό του έχει πολύ καλή υγεία: «ποτέ δε φουσκώνει την κοιλιά του όταν τρώει, γιατί όπως του έλεγε και ο παππούς του, σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό»·
- στάζει νερό από πάνω μου, τρέχει πολύς ιδρώτας από το κορμί μου: «κάθε φορά που κουράζομαι πολύ, στάζει νερό από πάνω μου»·
- στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι, βλ. λ. στάλα·
- στεκάμενα νερά ή στεκούμενα νερά, τα λιμνάζοντα: «η τάδε περιοχή είναι προβληματική, γιατί υπάρχουν πολλά στεκούμενα νερά || τα στεκάμενα νερά είναι πηγή ασθενειών»·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, βλ. λ. θάλασσα·
- στο κρύο το νερό, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού οφείλεται ώστε στον τόπο, στην περιοχή που βρισκόμαστε, να συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν ή που συμβαίνουν σπάνια σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές: «πού οφείλεται και δε μαλώνετε μεταξύ σας σ’ αυτό το χωριό; -Στο κρύο το νερό || που οφείλεται και στο χωριό σας η κάθε οικογένεια έχει πάνω από τέσσερα παιδιά; -Στο κρύο το νερό || πού οφείλεται και με το παραμικρό μαλώνετε στο χωριό σας; -Στο κρύο το νερό». Συνών. μήπως έχει κάτι το νερό(;)·  
- τα θολά νερά, κατάσταση όπου επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «ποτέ μου δεν ενεργώ στα θολά νερά». (Λαϊκό τραγούδι: τη μελάνη σου αμολούσες πάντα πονηρά, σαν τυφλό με περπατούσες στα θολά νερά
- τα νερά του πλοίου, η γραμμή η οποία  χαράζεται στις πλευρές ενός πλοίου, στο ύψος όπου εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας, η ίσαλος γραμμή, τα ίσαλα του πλοίου·
- τα νερά του χαρτιού, εσωτερικές ραβδώσεις, που δύσκολα μπορεί κανείς να τις δει, να τις ξεχωρίσει: «τα νερά του χαρτιού μπορούν να τα ξεχωρίσουν μόνο πεπειραμένοι χαρτέμποροι και τυπογράφοι». Όταν σκίζεις με τα χέρια σου ένα χαρτί προς τη φορά που είναι τα νερά του, τότε σχίζεται πολύ εύκολα και ίσια, όταν όμως επιχειρήσεις να το σκίσεις με φορά κόντρα προς τα νερά του, τότε σκίζεται κάπως πιο δύσκολα και ποτέ ίσια·
- τα φέρνω ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- ταράζω τα νερά, α. κάνω αίσθηση, προκαλώ, προτείνω κάτι καινούργιο που ανατρέπει τη δεδομένη κατάσταση: «μόλις έριξε το τάδε προϊόν στην αγορά, τάραξε τα νερά και τώρα όλοι προσπαθούν να τον μιμηθούν || το καλό που σου θέλω μην ταράζεις τα νερά, είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι και δεν θ’ αλλάξουν τώρα συμπεριφορά». β. ανακινώ ζήτημα, επαναφέρω στην επικαιρότητα παλιά υπόθεση: «με την πρότασή του, τάραξε τα νερά γύρω απ’ το θέμα των ναρκωτικών». Από την εικόνα της ταραγμένης θάλασσας, της φουρτούνας που φέρνει στην επιφάνεια πράγματα που ήταν στο βυθό·
- ταράζω τα νερά (κάποιου), εμβάλλω ανησυχίες, υπόνοιες σε κάποιον, ιδίως ως προς την ειλικρίνεια των αισθημάτων του ατόμου που τον ενδιαφέρει ερωτικά: «κάπου κάπου ταράζω τα νερά για να με προσέχει περισσότερο, κι αυτό είναι παλιό γυναικείο κόλπο»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, βλ. λ. αίμα·
- το ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό, με την επιμονή και την υπομονή, με τη συνεχή προσπάθεια, φτάνουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ να φτάσεις στην επιτυχία, γιατί το ήσυχο νερό τρυπάει το βουνό». Συνών. κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη / στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι· 
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το κρασί σηκώνει νερό, βλ. λ. κρασί·
- το νερό που καίει, κάθε οινοπνευματώδες ποτό και ιδίως το ουίσκι ή τα διαφανή ποτά (βότκα, τζιν, τεκίλα), επειδή μοιάζουν με το νερό: «βάλε μου ένα από κείνο το νερό που καίει»·
- το νερό της λησμονιάς, βλ. λ. λησμονιά·
- το ξέρω νερό, βλ. φρ. το ξέρω νεράκι, λ. νεράκι·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- του γλυκού νερού, άπειρος, αδέξιος, ακατάρτιστος και, κατ’ επέκταση, επαγγελματίας χωρίς την πείρα του επαγγέλματος που ασκεί, ή άτομο που δεν έχει πείρα στη ζωή του, που δεν ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό που απόκτησε πείρα ένεκα των πολλών δυσκολιών και ταλαιπωριών που παρουσιάζει το ναυτικό επάγγελμα·
- τραβώ νερό, αντλώ: «για να ποτίζω τα λουλούδια του κήπου μου, τραβώ νερό από ένα γειτονικό πηγάδι»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, βλ. λ. μύτη·
- τρέχει νερό στις φλέβες του, α. δε θυμώνει εύκολα, δεν είναι οξύθυμος, είναι πολύ μαλακός, πολύ πράος: «ό,τι και να τον κάνεις, δε θυμώνει, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του». β. κατ’ επέκταση, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δε μαλώνει με κανέναν, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του»·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. λ. ιδρώτας·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
- φέρνω με τα νερά μου (κάποιον), βλ. φρ. φέρνω στα νερά μου (κάποιον)·
- φέρνω στα νερά μου (κάποιον), κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου, προσεταιρίζομαι κάποιον: «ήταν τόσο ανένδοτος, που είδα κι έπαθα να τον φέρω στα νερά μου». (Λαϊκό τραγούδι: είδα κι έπαθα κυρά μου να σε φέρω στα νερά μου)·
- φέρνω νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- χάνεται σε μια κουταλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνεται σε μια χούφτα νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνω τα νερά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τα νερά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πώς μ’ έμπλεξες, κυρά μου, πώς μ’ έμπλεξες, κυρά, να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά)·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη·
- ψαρεύει σε θολά νερά ή ψαρεύει στα θολά νερά, α. προσπαθεί να αποκομίσει διάφορα προσωπικά οφέλη από μια κατάσταση στην οποία επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «είναι στο στοιχείο του όταν ψαρεύει σε θολά νερά, γιατί πάντα βγαίνει κερδισμένος». β. ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα, επικίνδυνα με επιδιωκόμενο σκοπό το προσωπικό κέρδος: «πότε έχει και πότε δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάθε τόσο ψαρεύει σε θολά νερά»·    
- ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος ψοφάει, βλ. λ. βάτραχος.

πιοτό

πιοτό, το, ουσ. [<όψιμο μσν. πιοτόν <αρχ. ποτόν, με επίδρ. του (να) πιω], το οινοπνευματώδες ποτό και γενικά η οινοποσία: «πάντα μαζί με το φαγητό του θέλει και το πιοτό του || αν συνεχίσει έτσι το πιοτό, σίγουρα θα ’χει σε λίγο πρόβλημα με την υγεία του». (Λαϊκό τραγούδι: αντί σκολειό εγώ τράβαγα για του Καραϊσκάκη, έπινα διάφορα πιοτά για να γινώ μαγκάκι). Παρατηρείται ότι πιοτό λέγεται το οινοπνευματώδες που πίνει κανείς στην ταβέρνα (κρασί, ρετσίνα, ούζο, τσίπουρο), ενώ το οινοπνευματώδες που πίνει κανείς στο μπαρ (ουίσκι, βότκα, κ. ά.) αναφέρεται ως ποτό (βλ. λ.)·
- κόβω το πιοτό, σταματώ, παύω να πίνω οινοπνευματώδη ποτά: «επειδή είχα πρόβλημα με το στομάχι μου, έκοψα το πιοτό για ένα διάστημα»·
- με πιάνει το πιοτό, με επηρεάζει αρνητικά, με μεθάει: «δεν πίνω περισσότερα από δυο ποτηράκια, γιατί με πιάνει το πιοτό». (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα μ’ έχει κάνει το πιοτό να μη με πιάνει,θέλησε να με προδώσει, μα πικρά θα το πληρώσει
- μιλάει το πιοτό, λέγεται για μεθυσμένους που φλυαρούν ακατάσχετα ή που λένε ανόητα ή επιθετικά λόγια: «μην παίρνεις σοβαρά το τι λέει, γιατί μιλάει το πιοτό». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. μιλάει το κρασί / μιλάει το ποτό·
- πέφτω στο πιοτό, αρχίζω να πίνω συνέχεια και με πάθος οινοπνευματώδη ποτά: «είναι αρκετοί εκείνοι που με την πρώτη δυσκολία πέφτουν στο πιοτό». (Λαϊκό τραγούδι: άντρας δυνατός τούτος ο καημός, πώς να τον νικήσω πώς; Πέφτω στο πιοτό, πέφτω στον καπνό και το δίλημμα βουνό 
- πνίγω τα φαρμάκια μου στο πιοτό, βλ. λ. φαρμάκι·
- πνίγω τον πόνο μου στο πιοτό, βλ. λ. πόνος·
- το ’ριξε στο πιοτό, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, άρχισε να πίνει συνέχεια και με πάθος οινοπνευματώδη ποτά, άρχισε να μεθάει: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, το ’ριξε στο πιοτό». (Λαϊκό τραγούδι: τι να πω και τι ν’ αφήσω, ποια φωτιά να πρωτοσβήσω, στο πιοτό το έχω ρίξει για να σβήσω τη φωτιά, μα οι φλόγες δυναμώνουν και μου καίνε την καρδιά).

ύπνος

ύπνος, ο, ουσ. [<αρχ. ὕπνος], ο ύπνος. 1. άνθρωπος που δεν είναι έξυπνος, ο κουτός, ο βλάκας: «σου είπε αυτός ο ύπνος ότι δεν είναι δύσκολη η δουλειά, κι εσύ, μωρ’ αδερφάκι μου, τον πίστεψες;». 2. στην κλητ. ως επιφών. ύπνε! απευθύνεται υποτιμητικά σε ανόητο, σε κουτό, σε βλάκα: «ξύπνα ύπνε, δουλειά έχουμε!». Στον ύπνο αναφέρονται και τα παρακάτω ενδεικτικά νανουρίσματα: ύπνε που παίρνεις τα μωρά, έλα πάρε και τούτο, μικρό μικρό σου το ’δωσα μεγάλο φέρε μου το, μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ψηλό σαν κυπαρίσσι // έλα ύπνε και πάρε το και στείλ’ το στους μπαξέδες, και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδες. Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι, το μωρό μου κάνει νάνι κι όπου το πονεί να γιάνει. (Ακολουθούν 67 φρ.)·
- άγρυπνος ύπνος, λέγεται η περίπτωση εκείνη κατά την οποία μπορεί κάποιος να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά κι έτσι να μη φαίνεται στην ομήγυρη ότι κοιμάται: «στις μεγάλες συνεδριάσεις της Βουλής, που πολλές φορές διαρκούσαν και μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, επικρατούσε ανάμεσα στους βουλευτές όλων των κομμάτων ο άγρυπνος ύπνος»·
- βαθύς ύπνος, βλ. φρ. βαρύς ύπνος·
- βαρύς ύπνος, ο βαθύς, από τον οποίο δύσκολα μπορούμε να βγούμε, δύσκολα ξυπνάμε: «ήταν πολύ κουρασμένος, γι’ αυτό έχει βαρύ ύπνο». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί με ξύπνησες πρωί μέσα στον ύπνο τον βαρύ; γιατί την πόρτα μου χτυπάς; τι θέλεις, τώρα τι ζητάς;
- βλέπω στον ύπνο μου (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. είδα στον ύπνο μου·
- βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βρίσκεται στα πρόθυρα του ύπνου: «μην τον ενοχλείς τώρα, γιατί βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο»·
- βρίσκεται στον πρώτο ύπνο, έχει ώρα που αποκοιμήθηκε: «πέρασε ώρα από τότε που έφυγε, οπότε σίγουρα θα βρίσκεται στον πρώτο ύπνο»·   
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. φρ. γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή· 
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. φρ. γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή, όποιος κοιμάται πολύ και, κατ’ επέκταση, όποιος τεμπελιάζει, δεν προκόβει στη ζωή του: «ξύπνα, παιδάκι μου, να πας στη δουλειά σου, γιατί, γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή»·
- γλυκός ύπνος, που είναι αδιατάρακτος από κακά όνειρα ή από τύψεις: «πάντα έχει γλυκό ύπνο αυτός ο άνθρωπος, γιατί δεν έχει ποτέ του βλάψει κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, το μωρό μου στ’ όνειρό του χάδια μου ζητά στον ύπνο το γλυκό του
- δε με παίρνει (ο) ύπνος, 1. παρά την προσπάθεια που κάνω δεν μπορώ να κοιμηθώ: «το καλοκαίρι με τη ζέστη δε με παίρνει ο ύπνος». 2. παρά την προσπάθεια που κάνω, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ανησυχίας ή άλλων προβλημάτων: «όταν λείπουν το βράδυ τα παιδιά μου απ’ το σπίτι, δε με παίρνει ύπνος». (Λαϊκό τραγούδι: η αγωνία μου αυτή με τρώει και με δέρνει· να ξημερώσει ήθελα, γιατί ύπνος δε με παίρνει)·
- δε με πιάνει (ο) ύπνος, βλ. φρ. δε με παίρνει (ο) ύπνος. (Λαϊκό τραγούδι: κοντεύουνε χαράματα κι ο ύπνος δε με πιάνει· ένα μονάχα σκέφτομαι: πώς να σε εκδικηθώ
- δε μου κολλάει (ο) ύπνος, βλ. φρ. δε με παίρνει (ο) ύπνος·   
- δε χορταίνω τον ύπνο μου ή δε χορταίνω ύπνο, δεν κοιμάμαι ικανοποιητικά, χορταστικά: «τον τελευταίο καιρό δε χορταίνω ύπνο, γιατί έχω πολλά προβλήματα στη δουλειά μου». (Δημοτικό τραγούδι: εγέρασα, μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνια κλέφτης, τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος)·  
- δεν έχω ύπνο, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ανησυχίας ή άλλων προβλημάτων: «κάθε βράδυ δεν έχω ύπνο, γιατί έχω ένα σωρό σκοτούρες στο κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί, πατέρα, γιατί, πατέρα, δεν έχεις ύπνο και ξαγρυπνάς κι όλο τα βράδια με τη μητέρα μιλάτε ώρες κρυφά από μας
- είδα στον ύπνο μου (κάποιον ή κάτι), ονειρεύτηκα κάποιον ή κάτι: «χτες βράδυ είδα στον ύπνο μου την πρώτη μου αγαπημένη || πριν από καιρό είδα στον ύπνο μου πως είχα πάει διακοπές κάπου στις Κυκλάδες». (Λαϊκό τραγούδι: γυμνό σ’ είδα στον ύπνο μου,γυμνό, ξυπνώ και ζω με τ’ όνειρο ακόμα)· βλ. και φρ. το είδα στον ύπνο μου·
- είμαι απ’ τον ύπνο ή είμαι από ύπνο, έχω μόλις ξυπνήσει και βρίσκομαι ακόμη κάτω από την επίδραση του ύπνου, δεν έχω ακόμη συνέλθει: «πριν μου πεις οτιδήποτε, μισό λεπτό να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου, γιατί είμαι από ύπνο»·
- είναι ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βλ. φρ. βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο·
- είναι γλυκός ο ύπνος, δικαιολογία ατόμου που του αρέσει να κοιμάται πολύ: «εσείς πάτε να διασκεδάσετε κι εγώ θα πάω να κοιμηθώ, γιατί, αχ, είναι γλυκός ο ύπνος»·
- είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί, δικαιολογία ατόμου που δεν μπορεί να ξυπνήσει το πρωί στην ώρα του, για να πάει στη δουλειά του: «κάθε πρωί αργώ λίγο να πάω στη δουλειά μου, γιατί είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί»·
- είναι στον πρώτο ύπνο, βλ. φρ. βρίσκεται στον πρώτο ύπνο·
- είναι ύπνος, δεν είναι έξυπνος, είναι κουτός, βλάκας: «μην του εμπιστεύεσαι ούτε και την πιο απλή δουλειά, γιατί είναι ύπνος και θα εκτεθείς»·
- έλα ύπνε και πάρε το, ειρωνική έκφραση σε άτομο που είναι πολύ κουτό, πολύ κοιμισμένο, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να καταλάβει τι του λέμε: «μην του αναθέσεις ούτε την πιο εύκολη δουλειά, γιατί ο τύπος είναι έλα ύπνε και πάρε το και θα σε ταλαιπωρήσει». Από το ότι η φρ. αυτή αποτελεί την απαρχή νανουρίσματος. Πρβλ.: έλα ύπνε και πάρε το και στείλ’ το στους μπαξέδες, και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια, μενεξέδες(…). Συνών. ύπνε που παίρνεις τα παιδιά·   
- έχω ελαφρύ ύπνο ή έχω ύπνο ελαφρύ, βλ. φρ. κάνω ελαφρύ ύπνο·
- η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- κάλλιο ύπνο παρά δείπνο, λέγεται για τους τεμπέληδες που προτιμούν να κοιμούνται παρά να δουλεύουν: «πώς να προκόψει αυτός ο άνθρωπος! Μια ζωή κάλλιο ύπνο παρά δείπνο είναι»·
- καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- καλό(ν) ύπνο! ευχή μεταξύ ατόμων που αποχωρίζονται όταν πάνε για ύπνο, ή που ξαπλώνουν στο κρεβάτι να κοιμηθούν·
- κάνω ελαφρύ ύπνο ή κάνω ύπνο ελαφρύ, ξυπνώ πολύ εύκολα, με το παραμικρό: «μόλις ακούσω κάποιον θόρυβο, ξυπνώ αμέσως, γιατί κάνω ελαφρύ ύπνο»·
- κλέβω έναν ύπνο, βλ. συνηθέστ. ξεκλέβω έναν ύπνο·
- κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, α. κοιμάται βαθιά και γαλήνια: «είναι τόσο εντάξει άνθρωπος, που πάντα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου». Από το ότι ένας δίκαιος άνθρωπος έχει τη συνείδησή του ήσυχη. β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, ιδίως για πράγματα που το αφορούν: «η γυναίκα του τον κερατώνει μ’ έναν φίλο του κι αυτός κοιμάται τον ύπνο του δικαίου»·
- μ’ έπιασε ο ύπνος, βλ. φρ. με πήρε ο ύπνος·
- με πήρε ο ύπνος, α. αποκοιμήθηκα: «ήμουν τόσο κουρασμένος, που, μόλις κάθισα στην καρέκλα με πήρε αμέσως ο ύπνος». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρε ο ύπνος κι έγειρα στου καραβιού την πλώρη και ήρθε και με ξύπνησε του καπετάνιου η κόρη). β. αποξεχάστηκα, αφαιρέθηκα: «με πήρε ο ύπνος κι έφυγε το σκυλί»·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- μιλάει στον ύπνο του, παραμιλάει καθώς κοιμάται: «η γυναίκα του μαθαίνει όλα τα τσιλημπουρδήματά του, γιατί ο βλάκας μιλάει στον ύπνο του»·
- μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο, μόλις ξύπνησα: «μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο χτύπησε το κουδούνι ο θυρωρός για τα κοινόχρηστα». Συνών. μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι (α)·
- μου ’φυγε ο ύπνος, δεν έχω πια τη διάθεση να κοιμηθώ, ιδίως μετά από κάποια ενοχλητική κατάσταση που δημιουργήθηκε: «ενώ νύσταζα κι έπεσα να κοιμηθώ, έγινε μια φασαρία έξω απ’ το σπίτι και μου ’φυγε ο ύπνος»·
- ξεκλέβω έναν ύπνο, βλ. συνηθέστ. ξεκλέβω έναν υπνάκο, λ. υπνάκος·
- ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος: «μην κοιμάσαι τώρα και γλέντα τη ζωή, γιατί σε όλους μας θα έρθει κάποτε ο αιώνιος ύπνος». Συνών. η αιώνια ανάπαυση / ο τελευταίος ύπνος·
- ο τελευταίος ύπνος, βλ. φρ. ο αιώνιος ύπνος·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους, λέγεται ειρωνικά για τους τεμπέληδες που παχαίνουν απ’ το καθισιό, αλλά δεν αποκτούν χρήματα·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. συνηθέστ. ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους·
 - ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί το γέροντα τον κάνει παλικάρι, λέγεται για να τονίσει την ευεργετική επίδραση του ύπνου, ιδίως στα παιδιά, του ήλιου στα ζώα, και του κρασιού στα ηλικιωμένα άτομα, τα οποία, κάτω από την επίδραση του αλκοόλ ενεργούν πολλές φορές δυναμικά, όπως όταν ήταν νέοι·
- ο ύπνος της χαρμάνας, ( στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο ύπνος του τοξικομανή, που, όταν στερείται το ναρκωτικό του, ξυπνάει κάθε τόσο με νευρικά τινάγματα κάτω από την πίεση του στερητικού συνδρόμου: «δεν υπάρχει πιο βασανιστική κατάσταση απ’ τον ύπνο της χαρμάνας»·
- ο ύπνος ύπνο φέρνει, βλ. φρ. ο ύπνος φέρνει ύπνο·
- ο ύπνος φέρνει ύπνο, όποιος κοιμάται πολύ, θέλει να κοιμάται συνέχεια, νυστάζει συνέχεια: «μην κοιμάσαι τόσο πολύ, αγόρι μου, γιατί ο ύπνος φέρνει ύπνο»·
- ούτε στον ύπνο σου, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση: «θα μου δώσεις τα δανεικά που σου ζήτησα; -Ούτε στον ύπνο σου»·
- ούτε στον ύπνο του…, συγκοπή των αμέσως παρακάτω δυο φράσεων·
- ούτε στον ύπνο του δεν το είδε ή ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε, λέγεται στην περίπτωση που συνέβη ανέλπιστα κάποιο σπουδαίο καλό σε κάποιον: «θα πήγαινε φυλακή για χρέη, αλλά του ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου. -Ούτε στον ύπνο του δεν το είδε || τη βδομάδα που μας πέρασε, ο τάδε κέρδισε και στο προπό, και στο λότο, και στο τζόκερ. -Ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε». Από το ότι στο όνειρο συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα·
- παίρνω έναν ύπνο ή παίρνω τον ύπνο μου, κοιμάμαι: «αν δεν πάρω κανονικά τον ύπνο μου, την άλλη μέρα είμαι χάλια || κάθε μεσημέρι παίρνω έναν ύπνο»·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, ακριβώς τη στιγμή που κοιμάται κάποιος ήρεμα και βαθιά: «ήρθε πάνω στον ύπνο τον καλό και μου βροντούσε την πόρτα»·
- πάω για ύπνο, αποχωρώ από κάπου για να πάω να κοιμηθώ: «επειδή πέρασε η ώρα, πάω για ύπνο»·
- πέφτω για ύπνο, ξαπλώνω στο κρεβάτι να κοιμηθώ: «κάθε βράδυ, μόλις τελειώσει το τελευταίο δελτίο ειδήσεων πέφτω για ύπνο»·
- πηγαίνει για ύπνο με τις κότες, βλ. συνηθέστ. κοιμάται με τις κότες, λ. κότα·
- ρίχνω έναν ύπνο, βλ. φρ. τραβώ έναν ύπνο·
- στον ύπνο και στον ξύπνο, λέγεται στην περίπτωση που κάτι μας απασχολεί συνεχώς: «στον ύπνο και στον ξύπνο έχω το νου μου σ’ αυτό το παιδί, γιατί είναι πολύ άτακτο»·
- στον ύπνο σου το είδες; α. έκφραση αμφισβήτησης ή απορίας σε άτομο που μας λέει ή μας ζητάει κάτι απίθανο, που αδυνατούμε να το πιστέψουμε: «έμαθα πως το μεσημέρι θα περάσει ο τάδε απ’ το γραφείο σου. -Στον ύπνο σου το είδες; Αυτός λείπει στο εξωτερικό! || εσύ που έχεις λεφτά, θα με βοηθήσεις να κάνω αυτή τη δουλειά; -Στον ύπνο σου το είδες; Εγώ δεν έχω λεφτά να καλύψω τις υποχρεώσεις μου!». β. λέγεται με ειρωνική διάθεση σε άτομο που κάνει κάτι πρωί πρωί, ενώ θα μπορούσε να το κάνει μια οποιαδήποτε άλλη ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας: «μα καλά, στο ύπνο σου το είδες κι ήρθες πρωί πρωί να μου φέρεις τα δανεικά;»· 
- στρώνω για ύπνο, ετοιμάζω το κρεβάτι μου να κοιμηθώ: «είναι στο δωμάτιό του και στρώνει για ύπνο»·
- το είδα στον ύπνο μου, υπέθεσα λάθος κάτι, το φαντάστηκα: «αν είχε έρθει ο τάδε που λες, θα μου το ’λεγε ο αδερφός του που ήμασταν πριν από λίγο μαζί. -Θα το είδα στον ύπνο μου». Πολλές φορές, άλλοτε προηγείται και άλλοτε έπεται της φρ. το μου φαίνεται· 
- το στρώνω στον ύπνο, πέφτω να κοιμηθώ, κοιμάμαι: «μόλις γύρισε στο σπίτι, το ’στρωσε στον ύπνο»·
- τον έπιασα στον ύπνο, τον εξαπάτησα, τον ξεγέλασα όχι τόσο γιατί είναι κουτός, αλλά επειδή είχε αλλού το νου του, επειδή ήταν αφηρημένος ή απασχολημένος: «τον έπιασα στον ύπνο την ώρα που παρακολουθούσε το ματς από την τηλεόραση και του πήρα τα δανεικά που μου χρειάζονταν»·
- τον πέτυχα στον ύπνο, βλ. συνηθέστ. τον έπιασα στον ύπνο·
- τραβώ έναν ύπνο, κοιμάμαι πολύ καλά, χορταστικά: «α, κάθε Κυριακή μεσημέρι τραβώ έναν ύπνο, που τον ευχαριστιέμαι!»·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, ειρωνική έκφραση σε άτομο που είναι πολύ κουτό, πολύ κοιμισμένο, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που του λέμε: «αμάν, βρε, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πώς αλλιώς πρέπει να στο πω για να καταλάβεις;». Από την αρχή του νανουρίσματος: ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο, μικρό μικρό σου του ’δωσα μεγάλο φέρε μου το(…). Συνών. έλα ύπνε και πάρε το·
- ύπνο ελαφρύ, ευχή σε κάποιον, που πάει να κοιμηθεί, να έχει ύπνο αδιατάρακτο, ύπνο χωρίς εφιάλτες: «καληνύχτα, φίλε μου, και ύπνο ελαφρύ»·
- χάνω τον ύπνο μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ψυχικής αναστάτωσης ή φόβου: «επειδή έγινε ζούγκλα η κοινωνία μας, χάνω τον ύπνο μου κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι»·
- χορταίνω τον ύπνο μου ή χορταίνω ύπνο, κοιμάμαι πολύ ικανοποιητικά, χορταστικά: «κάθε Κυριακή πρωί χορταίνω τον ύπνο μου».

ψωλή

ψωλή, η, ουσ. [<αρχ. ψωλή], η ψωλή· υβριστικός χαρακτηρισμός τιποτένιου, αισχρού άντρα: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτή την ψωλή». Μεγεθ. ψωλάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αν ήταν η ψωλή βιολί, θα ’ταν όλοι μουσικοί, ειρωνική έκφραση που δηλώνει πως πολλοί άντρες στερούνται ερωτικού συντρόφου και ως εκ τούτου επιδίδονται στον αυνανισμό: «βαρέθηκα ν’ ακούω για τις φανταστικές ερωτικές σου κατακτήσεις κι απ’ ό,τι κατάλαβα, αν ήταν η ψωλή βιολί, θα ’ταν όλοι μουσικοί»· βλ. και φρ. αν ήταν το μουνί βιολί, θα το είχανε πολλοί·  
- άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής, βλ. λ. μαλλί·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. λ. Θεός·
- δεν παίζουμε τις ψωλές, βλ. συνηθέστ. δεν παίζουμε τις πούτσες, λ. πούτσα·
- έμεινα με την ψωλή στο χέρι, βλ. φρ. έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- εμείς τι κάνουμε, τις ψωλές παίζουμε; βλ. συνηθέστ. εμείς τι κάνουμε, τις πούτσες παίζουμε; λ. πούτσα·
- έχει της ψωλής του το χαβά, δεν ενδιαφέρεται για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του παρά μόνο για τα ερωτικά του και, κατ’ επέκταση, δεν ενδιαφέρεται για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του κι επιμένει ν’ ασχολείται με τα προσωπικά του ενδιαφέροντα: «εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός έχει της ψωλής του το χαβά»·
- η ξέγνοιαστη ψωλή θέλει μουνί ν’ αρμέξει, ο άντρας που δεν έχει σκοτούρες, προβλήματα, έχει συνέχεια το μυαλό του πώς να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις: «έχει λύσει το οικονομικό του και κάθε μέρα κυκλοφορεί και με καινούρια γκόμενα, γιατί η ξέγνοιαστη ψωλή θέλει μουνί ν’ αρμέξει»·
- μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι, βλ. φρ. μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. συνηθέστ. μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·  
- μαλλί μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι, ο ηλικιωμένος άντρας είναι πολύπειρος στον έρωτα: «μην υποτιμάς τ’ άσπρα του μαλλιά, γιατί μαλλί μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι»·
- ξεπετιέται σαν ψωλή (στη μέση) ή ξεπετιέται σαν την ψωλή (στη μέση), βλ. φρ. πετιέται σαν (την) ψωλή (στη μέση)·
- ο κοντός για ψωλή για φωνή, βλ. λ. κοντός·
- παίζω τις ψωλές, βλ. συνηθέστ. παίζω τις πούτσες, λ. πούτσα·
- πετιέται σαν την ψωλή απ’ το βρακί, βλ. συνηθέστ. πετιέται σαν ψωλή (στη μέση)·
- πετιέται σαν ψωλή (στη μέση) ή πετιέται σαν την ψωλή (στη μέση), διακόπτει κάθε τόσο μια κουβέντα για να πει τη γνώμη του, την άποψή του, χωρίς να του έχει δώσει κανείς αυτό το δικαίωμα, πράγμα που μας εκνευρίζει: «αν με διακόψει μια φορά καθώς θα μιλάω, θα τον πετάξω έξω με τις κλοτσιές, γιατί έχει το χούι να πετιέται σαν την ψωλή στη μέση»·
- στην ψωλή μας! ή στην ψωλή μου! βλ. φρ. στον πούτσο μας! λ. πούτσος·
- τα γράφω όλα στην ψωλή μου ή τα έχω γραμμένα όλα στην ψωλή μου, βλ. συνηθέστ. τα γράφω όλα στον πούτσο μου, λ. πούτσος·
- της κακιάς ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, βλ. συνηθέστ. της κοντής ψωλής της φταίνε οι τρίχες·
- της κοντής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, όποιος δεν έχει τη δυνατότητα, την ικανότητα να κάνει κάτι, βρίσκει διάφορες δικαιολογίες·
- της στραβής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. φρ. της κοντής ψωλής της φταίνε οι τρίχες·
- τι νόμισες, τι ψωλές παίζουμε; βλ. συνηθέστ. τι νόμισες, τις πούτσες παίζουμε; λ. πούτσα·
- το κρασί είναι για τα ζεύκια κι η ψωλή για τα ξαδέρφια, βλ. φρ. ψωλή καυλωμένη συγγένεια δεν έχει·
- το μαχαίρι για τους οχτρούς κι η ψωλή για τους δικούς, βλ. φρ. ψωλή καυλωμένη συγγένεια δεν έχει·
- το μπαστούνι για τους σκύλους κι η ψωλή είναι για τους φίλους, βλ. φρ. ψωλή καυλωμένη συγγένεια δεν έχει·
- τον γράφω στην ψωλή μου ή τον έχω γραμμένο στην ψωλή μου, βλ. συνηθέστ. τον γράφω στον πούτσο μου·
- ψωλή καυλωμένη Θεό δεν ονομάζει, ο άντρας που κατέχεται από έντονη σεξουαλική επιθυμία, δε λογαριάζει τίποτα προκειμένου να την ικανοποιήσει, να εκτονωθεί σεξουαλικά: «με τις καύλες που έχω δεν υπολογίζω τη φιλία που έχω με τον άντρα της, γιατί ψωλή καυλωμένη Θεό δεν ονομάζει»·
- ψωλή καυλωμένη συγγένεια δεν έχει, ο άντρας που κατέχεται από έντονη σεξουαλική επιθυμία, δεν έχει ηθικές αναστολές, προκειμένου να την ικανοποιήσει: «τι ξαδέρφη μου τσαμπουνάς, αφού ψωλή καυλωμένη συγγένεια δεν έχει». Εδώ μπορούμε να παραθέσουμε το σλόγκαν της νεολαίας του 1960: πάσα οπή πληρούται, πλην μητρός, αδερφής και άσχημης ξαδέρφης·  
- ψωλή μου ραβδί μου, κατηγορηματική δήλωση ανθρώπου που έχει της ψωλής του το χαβά (βλ. φρ.) ή που αναλαμβάνει όλες τις συνέπειες μιας ενέργειας ή πράξης του: «γιατί πήγες κι είπες αυτά τα πράγματα; -Ψωλή μου ραβδί μου»·
- ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε, βλ. συνηθέστ. βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, λ. βρακί.