Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κρίκος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κρίκος, ο, ουσ. [<αρχ. κρίκος], ο κρίκος. 1. η συνδετική σχέση προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων: «ο κρίκος μεταξύ της αρχαίας και της νεότερης Ελλάδας είναι η γλώσσα || ο αρχηγός αποτελούσε τον κρίκο για τη συνοχή του κόμματος». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το δαχτυλίδι του αρραβώνα, του γάμου: «αμέσως μετά το μυστήριο του γάμου έβγαλε τον κρίκο, γιατί τον ενοχλούσε στο δάχτυλο». 3α. στον πλ. οι κρίκοι, είδος σκουλαρικιού σε σχήμα δακτυλίου: «λίγο πριν βγει έξω, κρέμασε και τους κρίκους στ’ αφτιά της». β. όργανο γυμναστικής που αποτελείται από δυο κρίκους που κρέμονται στην άκρη δυο σχοινιών που είναι στερεωμένα σε κάποιο ψηλό σημείο, καθώς και το άθλημα που βασίζεται στους κρίκους αυτούς: «ο ολυμπιονίκης Ταμπάκης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας αθλητής που έβγαλε ποτέ ο ελληνικός κλασικός αθλητισμός στους κρίκους»·
- έσπασε ο κρίκος, διασπάστηκε η συνοχή ενός συνόλου ή μιας φιλικής ή ερωτικής σχέσης: «μετά την αποχώρηση του αρχηγού το κόμμα διαλύθηκε, γιατί έσπασε ο κρίκος που διατηρούσε τη συνοχή του || η κακή σου διαγωγή ήταν η αιτία που έσπασε ο κρίκος της αγάπης μας»·  
- ο πιο αδύναμος κρίκος, λέγεται για άτομο που δε συμπεριλαμβάνεται σε κάποια ενέργεια ή κοινή προσπάθεια ή που αποπέμπεται από κάποια ενέργεια ή κοινή προσπάθεια, γιατί υστερεί ουσιαστικά έναντι κάποιων άλλων: «τον αντικατέστησαν, γιατί αποδείχτηκε ο πιο αδύναμος κρίκος». Η φρ. σε ευρεία χρήση από το 2001, με την πετυχημένη παρουσίαση του ομώνυμου τηλεοπτικού παιχνιδιού από την Έλενα Ακρίτα.