Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κράζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κράζω, ρ. [<αρχ. κράζω], κράζω. 1. φωνάζω δυνατά ή φωνάζω δυνατά κάποιον για να έρθει κοντά μου: «ποιον κράζεις από τόσο μακριά;». (Λαϊκό τραγούδι: τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους, πέφταμε και κράζαμε “κάτω οι Γερμανοί”!). 2.περιγελώ δημόσια προκλητικό πούστη ή προκλητική πόρνη, μιμούμενος ειρωνικά με χειρονομίες και λόγια τις κινήσεις τους ή τη συμπεριφορά τους: «κάθε φορά που περνάει ο τάδε πούστης, πετάγονται όλοι έξω απ’ το μπαράκι και τον κράζουν». 3. (γενικά) αποδοκιμάζω δημόσια, γιουχαΐζω κάποιον ή κάποιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα: «δεν τολμάει να εμφανιστεί στην πλατεία με το νέο του κομοδινί μαλλί, γιατί φοβάται πως θα τον κράξουν όλοι || όλοι οι θεατές έκραξαν τη θεατρική παράσταση». 4. επιπλήττω έντονα κάποιον: «μόλις γύρισα στο σπίτι, μ’ έκραξε ο πατέρας μου, γιατί ήμουν λίγο πιωμένος». Συνών. ξεφωνώ·
- η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει, βλ. λ. χελώνα·
- κάθε πετεινός στην αυλή του κράζει, βλ. λ. πετεινός.

πετεινός

πετεινός, ο, ουσ. [<αρχ. επίθ. πετεινός (= πετάμενος)], ο πετεινός. 1. (γενικά)  ο άντρας: «ήταν πέντε πετεινοί γύρω από μια γκόμενα». 2. ο επικρουστήρας των πυροβόλων όπλων: «σήκωσε τον πετεινό, σημάδεψε κι ήταν έτοιμος να πυροβολήσει»·
- γεννούν κι οι πετεινοί του, πρόκειται για πάρα πολύ τυχερό άνθρωπο: «πώς να μην πετυχαίνει μ’ ό,τι καταπιάνεται, αφού γεννούν κι οι πετεινοί του». Συνών. γεννούν και τα κοκόρια του·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, βλ. λ. γάιδαρος·
- κάθε πετεινός στην αυλή του κράζει, ο καθένας σαν βρίσκεται στο οικείο περιβάλλον του, συμπεριφέρεται και κινείται με μεγάλη άνεση: «όταν τον συναντώ στο μπαράκι δε βγάζει μιλιά αλλά στη γιορτή του, και όση ώρα ήμασταν στο σπίτι του, δεν έβαλε γλώσσα μέσα, γιατί βλέπεις, κάθε πετεινός στην αυλή του κράζει». Συνών. κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί·
- λάλησαν οι πετεινοί, βλ. φρ. λάλησαν τα κοκόρια, λ. κοκόρι. (Λαϊκό τραγούδι: οι πετεινοί λαλήσανε,τα τραμ κυκλοφορήσανε· κι εγώ με το κορίτσι μου στους δρόμους περπατάμε, παραπατώντας και οι δυο για το τσαρδί μας πάμε
- οπού ’χει τύχη, γεννά κι ο πετεινός του, όταν κανείς έχει τύχη μπορεί να ωφεληθεί και από τις πιο απίθανες καταστάσεις: «κοιμήθηκε πάμφτωχος και ξύπνησε ζάπλουτος, γιατί οπού ’χει τύχη, γεννά κι ο πετεινός του».

χελώνα

χελώνα, η, ουσ. [<αρχ. χελώνη], η χελώνα· είδος αυτοκινήτου της αυτοκινητοβιομηχανίας Σιτροέν: «η χελώνα της Σιτροέν υπήρξε ένα πολύ δημοφιλές αυτοκίνητο στις δεκαετίες του 1960-1970». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δουλεύει με ρυθμό χελώνας ή δουλεύει σε ρυθμό χελώνας, δουλεύει πολύ αργά, πολύ νωθρά: «δε βλέπω να τελειώνει γρήγορα τη δουλειά, γιατί δουλεύει σε ρυθμό χελώνας»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα, βλ. φρ. δουλειά·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα, βλ. λ. δουλειά·
- η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει, οι γονείς, που συνήθως έχουν αδυναμία στα παιδιά τους, τα βλέπουν πάντα όμορφα, βλέπουν πάντα μόνο τα προτερήματά τους: «μη διανοηθείς να της πεις πως έχει άσχημο παιδί, γιατί η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει». Συνών. τ’ ασχημότερο της ρούγας, τ’ ομορφότερο της μάνας·
- κινείται σαν χελώνα ή κινείται σαν τη χελώνα, βλ. φρ. περπατάει σαν χελώνα·
- με βήμα χελώνας, πολύ αργά, πολύ νωθρά, σε ρυθμό χελώνας: «πρέπει να βιαστούμε λίγο, γιατί με βήμα χελώνας δε φτάνουμε ούτε αύριο»·
- όση γλυκάδα έχει το χέλι, τόση πικράδα έχει το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- πάει σαν χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα, α. προχωρεί πολύ αργά, καθυστερεί υπερβολικά: «πες του ν’ ανοίξει το βήμα του, γιατί πάει σαν τη χελώνα». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) εξελίσσεται πάρα πολύ αργά, προχωρεί με μεγάλη καθυστέρηση: «πρέπει να πέσουμε με τα μούτρα πάνω στη δουλειά, γιατί πάει σαν τη χελώνα». Συνών. πάει σαν κάβουρας ή πάει σαν τον κάβουρα· βλ. και φρ. περπατάει σαν χελώνα·
- περπατάει σαν χελώνα ή περπατάει σαν τη χελώνα, βαδίζει πολύ αργά: «έτσι όπως περπατάει σαν τη χελώνα, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο». Συνών. περπατάει σαν κάβουρας ή περπατάει σαν τον κάβουρα· βλ. και φρ. πάει σαν χελώνα·
- πηγαίνει σαν χελώνα ή πηγαίνει σαν τη χελώνα, βλ. φρ. περπατάει σαν χελώνα·
- προχωράει σαν χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα, βλ. φρ. περπατάει σαν χελώνα·
- σε ρυθμό χελώνας, πολύ αργά, πολύ νωθρά, με βήμα χελώνας: «ανοίξτε το βήμα σας, γιατί έτσι, όπως είμαστε σε ρυθμό χελώνας, δε θα φτάσουμε ποτέ»· βλ. και φρ. δουλεύει σε ρυθμό χελώνας.