Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κουτός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κουτός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. κοττός (= πετεινός)]. 1. που έχει μειωμένη αντίληψη ή κριτική ικανότητα, ο ανόητος, ο αφελής, ο ευκολόπιστος: «είναι τόσο κουτός, που μπορεί να τον ξεγελάσει κι ένα μικρό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, φως μου, να κλεφτούμε μια και σ’ αγαπώ· άσ’ τον κόσμο να φωνάζει, άσ’ τον τον κουτό). 2. που δεν έχει καμιά αξία, κανένα περιεχόμενο: «τι κουτή συζήτηση είναι αυτή που κάνετε!». 3. προσφώνηση συμπάθειας σε οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: για ένα πείσμα σου κουτό θα φύγω, θα ξενιτευτώ).Επίρρ. κουτά. Υποκορ. κουτούτσικος, -η κ. -ια, -ο (βλ. λ.)·    
- βρε κουτό! έκφραση συμπάθειας σε άτομο που δεν αντιλαμβάνεται πως ενδιαφερόμαστε, πως ενεργούμε προς το συμφέρον του: «σ’ αγαπώ, βρε κουτό, κι αν φωνάζω το κάνω για το καλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: βρε κουτό, βρε κουτό, βρε κουτό, εγώ θέλω να σε δω ευτυχισμένο, βρε κουτό, βρε κουτό, βρε κουτό, εγώ θέλω το δικό σου το καλό
- είναι κουτό να…, δεν έχει κανένα νόημα να…, είναι χαζομάρα να…: «είναι κουτό να κρατάς αυτή την επιχείρηση απ’ τη στιγμή που πάει απ’ το στραβό στο χειρότερο»·
- κάνω τον κουτό, προσποιούμαι πως δεν ξέρω, πως δεν καταλαβαίνω κάτι: «μια ώρα του ζητώ να μου πει πού βρίσκεται ο τάδε κι αυτός κάνει τον κουτό»·
- μη γίνεσαι κουτός! μην είσαι ευκολόπιστος, μη φέρεσαι με αφέλεια, ανόητα: «μη γίνεσαι κουτός και πιστεύεις τον καθένα! || χαιρέτησέ τον, μη γίνεσαι κουτός, γιατί αύριο μεθαύριο θα γίνει ο διευθυντής σου!».