Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κουρνάζος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κουρνάζος, ο, ουσ. [<τουρκ. kurnaz]. α. άνθρωπος πονηρός, καπάτσος: «είναι πολύ κουρνάζος ο τάδε, γι’ αυτό πρόσεχε μη σε τουμπάρει». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα σε συλλογίζομαι, ντερβίση αμαξά μου, είσαι κουρνάζος, μάγκα μου, σ’ έβαλα στην καρδιά μου). β. ακούγεται και στο θηλ. η κουρνάζα. (Λαϊκό τραγούδι: άδικα με κουλαντρίζεις, μπαρμπεράκι μου χρυσό, είμαι μάγκας και κουρνάζα κι όλο θα στην κοπανώ).