Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κοπάδι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κοπάδι, το, ουσ. [<μτγν. κοπάδιον (= τμήμα) υποκορ. του αρχ. κοπή], το κοπάδι. 1. (υποτιμητικά) πλήθος ανθρώπων: «εγώ του είπα να φέρει κανέναν φίλο του να με βοηθήσει στη μετακόμιση κι αυτός έφερε ολόκληρο κοπάδι». (Λαϊκό τραγούδι: δυο φίλοι μ’ ανταμώσανε και μου ’παν ένα βράδυ πως έχει κοριτσόπουλα στο Φάληρο κοπάδι). 2. πλήθος ανθρώπων χωρίς προσωπική γνώμη, που άγονται και φέρονται από κάποιον, ιδίως πολιτικό, ή από κάποιο πολιτικό κόμμα, ο συρφετός, το μπουλούκι: «εγώ θα λέω πάντα τη γνώμη μου, γι’ αυτό δεν μπαίνω σε κανένα κοπάδι». 3. μεγάλο και ασύντακτο πλήθος: «απ’ τους γύρω δρόμους οι φίλαθλοι έρχονταν κοπάδια στο γήπεδο». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπω γύφτισσες κοπάδια, όλες είχανε ταγάρια, στέκω μια και την κοιτάω τ’ όνομά της αρωτάω
- αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι, το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει, βλ. λ. ταύρος·
- το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δεν το χωρίζουν, βλ. λ. αρνί.

αρνί

αρνί, το, ουσ. [<αρχ. ἀρνίον, υποκορ. του ἀρήν], το αρνί. Υποκορ. αρνάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- απ’ του διαβόλου την αυλή μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί, βλ. λ. διάβολος·
- αρνί που βλέπει ο Θεός ο λύκος δεν το τρώει, όποιος έχει την προστασία του Θεού, δε φοβάται τους κακούς·
- αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι (απ’ τη στάνη, απ’ τη στρούγκα, απ’ το μαντρί), το τρώει ο λύκος, όταν απομακρύνεται κάποιος από ένα σύνολο οργανωμένων ανθρώπων, κινδυνεύει να καταστραφεί. Γνωστός εκφοβισμός του Ευάγγ. Αβέρωφ προς τους αμφισβητίες βουλευτές του κόμματος της Ν. Δημοκρατίας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ήδη είχε χάσει την κυβέρνηση·
- αρνί του γάλακτος, βλ. συνηθέστ. αρνάκι του γάλακτος·
- γκαστρωμένο μουνί, ξεροψημένο αρνί, βλ. λ. μουνί·
- έγινε αρνί, βλ. συνηθέστ. έγινε αρνάκι, λ. αρνάκι·
- είναι άκακο αρνί, βλ. συνηθέστ. είναι άκακο αρνάκι, λ. αρνάκι·
- είναι σαν αρνί, βλ. συνηθέστ. είναι σαν αρνάκι, λ. αρνάκι·
- κάθε αρνί απ’ το ποδάρι του κρέμεται, έρχεται κάποτε η στιγμή που ο καθένας υφίσταται τις συνέπειες των πράξεων του: «τώρα κάνε ό,τι θες, αλλά να θυμάσαι πως κάθε αρνί απ’ το ποδάρι του κρέμεται»·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί παρά τ’ αρνί, μεταξύ δυο ζημιών, η μικρότερη είναι προτιμότερη: «έπεσα σ’ ένα βαθύ χαντάκι και τ’ αυτοκίνητό μου έγινε χάλια, αλλά κάλλιο να χάσεις το μαλλί παρά τ’ αρνί, γιατί είχα τύχη και γλίτωσα μόνο με μερικές αμυχές»·
- ...κι ας ψοφήσουν χίλι’ αρνιά, έκφραση με την οποία επιτείνουμε το μέγεθος της αγάπης ή του ενδιαφέροντος που έχουμε για κάποιον ή για κάτι, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα: «ας είναι καλά η γυναικούλα μου κι ας ψοφήσουν χίλι’ αρνιά || ας κάνω εγώ το ταξίδι που θέλω κι ας ψοφήσουν χιλι’ αρνιά»·
- κοιμάται σαν αρνί ή κοιμάται σαν τ’ αρνί, βλ. συνηθέστ. κοιμάται σαν αρνάκι, λ. αρνάκι·
- μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί, υπάρχουν άνθρωποι που είναι μαθημένοι στην κακομεταχείριση και στην εκμετάλλευση και το υπονοούμενο είναι πως, δεν τους κάνει πια καμιά εντύπωση γιατί έχουν συνηθίσει στη δυστυχία τους: «όσο και να μ’ εκμεταλλεύονται τι άλλο θα κάνουν μήπως, ψυχή θα πάρουν; Μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί»·
- με τ’ αρνί είσαι ή με το λύκο; βλ. λ. λύκος·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; λέγεται στην περίπτωση, όταν για κάποια καταστροφή, για κάποια συμφορά αίτιος είναι κάποιος ισχυρός και εμείς από πρόθεση ή από κακή πληροφόρηση αποδίδουμε τις ευθύνες σε κάποιον που είναι αδύναμος: «φταίει το Ιράκ και όχι οι Αμερικάνοι που η τιμή του πετρελαίου πήγε στα ύψη. -Σπουδαία λογική έχεις! Ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό;»· 
- ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει, βλ. λ. λύκος·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, η ανοχή των καλών στους κακούς, έχει επικίνδυνες επιπτώσεις: «από δω και πέρα θα σκληρύνω τη στάση μου, γιατί, όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος»·
- τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά, πρέπει κανείς να ασχολείται με τις δικές του υποθέσεις, τα δικά του προβλήματα και να μην ανακατεύεται με τα ξένα: «με την τακτική που ακολουθεί στη δουλειά του θα καταστραφεί, αλλά τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει αν καεί / δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής·
- το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δε το χωρίζουν, τους καλούς, τους χρήσιμους ανθρώπους, δεν τους διώχνουν από μια ομάδα, δεν τους εξοστρακίζουν από την κοινωνία: «οι καλοί και άξιοι άνθρωποι πρέπει να βοηθιούνται απ’ το κράτους για να διαπρέπουν στον τόπο τους κι όχι να φεύγουν στο εξωτερικό γιατί, το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δε το χωρίζουν»· 
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, ο καλός, ο καλόβολος, ο πράος άνθρωπος δε χάνει ποτέ: «να είσαι καλός και φρόνιμος στη ζωή σου, γιατί πρέπει να ξέρεις, πως το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει»·
- το σκυλί αρνί δε γεννάει, ένας κακός άνθρωπος δεν μπορεί να αφήσει καλούς απογόνους ή να κάνει καλά έργα: «απατεώνας ο πατέρας, απατεώνας έγινε κι ο γιος αφού, το σκυλί αρνί δε γεννάει»·
- τον έκανα αρνί, βλ συνηθέστ. τον έκανα αρνάκι, λ. αρνάκι·
- τον έσφαξε σαν αρνί, λέγεται για σφαγή ανυπεράσπιστου ή αδύναμου ανθρώπου: «πάνω στο μεθύσι του πήρε το μαχαίρι και τον έσφαξε σαν αρνί τον άμοιρο τον γεροντάκο». (Λαϊκό τραγούδι: στη Μαγνησιά που φτάσαμε οι μπέηδες προστάζουν, με τη σειρά μας πέρνουνε και σαν αρνιά μας σφάζουν). Συνών. τον έσφαξε σαν κατσίκι / τον έσφαξε σαν τραγί·
- τρώει έν’ αρνί στην καθισιά, τρώει πάρα πολύ, είναι αχόρταγος, αδηφάγος: «πώς να μη γίνει εκατό κιλά, αφού τρώει έν’ αρνί στην καθισιά!»·
- τρώει του φτωχού τ’ αρνί, βλ. λ. φτωχός.

ταύρος

ταύρος, ο, ουσ. [<αρχ. ταῦρος], ο ταύρος. 1. άντρας πολύ δυνατός, ιδίως στον έρωτα: «μπορεί να περάσει δέκα γυναίκες τη μέρα αυτός ο άντρας που βλέπεις, γιατί είναι ταύρος στο πήδημα». Από το ότι ο ταύρος χρησιμοποιείται για αναπαραγωγή. 2. άντρας πολύ γεροδεμένος και με πολύ καλή υγεία: «δεν αποφασίζει κανείς εύκολα να τα βάλει μ’ αυτόν τον ταύρο! || για ένα διάστημα είχε προβλήματα με την υγεία του, αλλά τώρα είναι πάλι ταύρος»· 
- αρπάζω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, αντιμετωπίζω δυναμικά, αποφασιστικά μια δύσκολη υπόθεση ή κατάσταση: «αν δεν άρπαζε τον ταύρο απ’ τα κέρατα, όταν δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του, θα ’χε χρεοκοπήσει μέχρι τώρα»·
- όρμηξε σαν ταύρος, βλ. φρ. χύμηξε σαν ταύρος·
- πιάνω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. συνηθέστ. αρπάζω τον ταύρο απ’ τα κέρατα·
- σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, λέγεται για άτομο που βρίσκεται εκτός εαυτού και προκαλεί από τα νεύρα του εκτεταμένες ζημιές σε ένα κλειστό χώρο: «όρμησε σαν ταύρος σε υαλοπωλείο μέσα στο μαγαζί και τα ’κανε όλα λίμπα»·
- ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει, α. το κακό παράδειγμα ενός σημαίνοντος ατόμου, μπορεί να μας παρασύρει όλους: «πιάσανε τον υπουργό να κλέβει κι όλοι το ρίξανε στο κλέψιμο γιατί, ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει». β. ένας ανίκανος αρχηγός, μπορεί να φέρει την καταστροφή στους οπαδούς του: «πάει, το διέλυσε το κόμμα ο άχρηστος γιατί, ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει»·
- χύμηξε σαν ταύρος, κινήθηκε πολύ ορμητικά και πολύ βιαστικά εναντίον κάποιου ή μπήκε με τον ίδιο τρόπο σε ένα χώρο: «μόλις ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, χύμηξε σαν ταύρος ο δικός σου απάνω του || χύμηξε σαν ταύρος μέσα στο μαγαζί και τα ’κανε όλα γυαλιά καρφιά». Από την εικόνα του ταύρου που κινείται με μανία εναντίον του κόκκινου πανιού που του επιδεικνύει ο ταυρομάχος.
 ταύτα, αντων. [<αρχ. ταύτα, πλ. του τούτο, ουδ. του ούτος]·
- διά ταύτα, γι’ αυτό το λόγο, γι’ αυτούς τους λόγους: «διά ταύτα και άλλα πολλά πρέπει να ενεργήσουμε όλοι μαζί ως ένας άνθρωπος»·
- έλα στο διά ταύτα, έλα στην ουσία της υπόθεσης, πες το συμπέρασμα που προκύπτει από όλα τα προηγούμενα: «άσε τα πολλά λόγια κι έλα στο διά ταύτα»·
- μετά ταύτα, μετά, ύστερα από αυτά: «μετά ταύτα η τιμωρία του θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρή»·
- πάμε στο διά ταύτα, βλ. φρ. έλα στο διά ταύτα·
- παρά ταύτα, παρ’ όλα αυτά: «αν και η ομάδα μας έπαιζε με πολλούς αναπληρωματικούς παίχτες, παρά ταύτα κέρδισε τους αντιπάλους της»·
- προχώρα στο διά ταύτα, βλ. φρ. έλα στο διά ταύτα·
- το διά ταύτα, α. κίνδυνος ενδεχόμενης δικαστικής ποινής ή άλλων κακών δικαστικών συνεπειών από πράξη που εμπίπτει στον κοινό Ποινικό νόμο και επισύρει εισαγγελική δίωξη: «η δουλειά δεν είναι καθαρή και δε θα πάρω μέρος γιατί φοβάμαι το διά ταύτα». Από την εισαγωγική φρ. δικαστικής απόφασης. β. το συμπέρασμα που βγαίνει από όλα τα προηγούμενα: «μετά από όσα ειπώθηκαν, το διά ταύτα της υπόθεσης είναι να βρούμε χρηματοδότη, για να συνεχίσουμε τη δουλειά».