Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κλαδευτήρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κλαδευτήρι, το, ουσ. [<μτγν. κλαδευτήριον <κλαδεύω], το κλαδευτήρι· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής εκείνος που από σύστημα εξουδετερώνει αντικανονικά τους αντιπάλους του με χτύπημα στο καλάμι και αυτό το ίδιο το χτύπημα: «όλοι φοβούνται να μαρκάρουν τον τάδε, γιατί είναι μεγάλο κλαδευτήρι || σταμάτα αυτό το κλαδευτήρι και παίξε σαν σωστός αθλητής!».