Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κλαίω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κλαίω κ. κλαίγω, ρ. [<αρχ. κλαίω], κλαίω. (Λαϊκό τραγούδι: δυο χρόνια σε περίμενα, μα τώρα πια στο λέγω, δεν άξιζε να κάθομαι για σένανε να κλαίγω)· θρηνώ, μοιρολογώ: «ακόμα κλαίει το χαμό του πατέρα του». (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- άλλοτε γελάει (κι) άλλοτε κλαίει, βλ. λ. γελώ·
- αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, βλ. λ. παιδί·
- αν δεν κλάψει το μωρό, η μάνα του δεν του δίνει να φάει, βλ. λ. μωρό·
- αύριο κλαίνε, βλ. λ. αύριο·
- βαράτε με κι ας κλαίω, βλ. λ. βαρώ·
- γράφτ’ τα και κλάφ’ τα ή γράψ’ τα και κλάψ’ τα, βλ. λ. γράφω·
- γράφτ’ το και κλάφ’ το ή γράψ’ το και κλάψ’ το, βλ. λ. γράφω·
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα, βλ. λ. γάλα·
- δεν κλαίω τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- δεν τα κλαίω (ενν. τα λεφτά μου), τα ξοδεύω με ευχαρίστηση, χωρίς να το μετανιώνω: «όσα λεφτά βγάζω, τα ξοδεύω σε διασκεδάσεις και δεν τα κλαίω». (Λαϊκό τραγούδι: όπα είπα, όπα λέω, τα λεφτά μου δεν τα κλαίω
- είναι (για) να τον κλαίν’ κι οι κότες ή είναι (για) να τον κλαίνε οι κότες, βλ. λ. κότα·
- είναι (για) να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες ή είναι (για) να τον κλαίνε οι ρέγκες, βλ. λ. ρέγκα·
- είναι (για) να τον κλαις, βρίσκεται σε πολύ άθλια οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «όπως κατάντησε, είναι για να τον κλαις». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι κορόιδο Μουσολίνι κι όχι μαγκιόρος όπως λες, λύκοι και κένταυροι που στέλνεις έχουνε γίνει να τους κλαις
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έκλαιγαν κι οι πέτρες ή έκλαψαν κι οι πέτρες, βλ. λ. πέτρα·
- έκλαψα απ’ τα γέλια ή έκλαψα απ’ το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έκλαψα απ’ τη χαρά μου, βλ. λ. χαρά·
- έκλαψα πικρά, βλ. λ. πικρός·
- θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει! βλ. λ. γάτα·
- θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει! βλ. λ. σκούπα·
- θα κλάψεις πικρά, βλ. λ. πικρός·
- θα κλάψουν μάνες, βλ. λ. μάνα·
- θα κλάψουν μανούλες, βλ. λ. μανούλα·
- … και κλάψε, έκφραση με την οποία δηλώνουμε, ίσως και με κάποια δόση ειρωνείας, πως αυτό που προτείνουμε να κάνει κάποιος δεν είναι καθόλου ευχάριστο γι’ αυτόν, πως θα λυπηθεί, θα στενοχωρηθεί πολύ: «διάβασε το χαρτί της εφορίας και κλάψε || δες τον έλεγχο του γιου σου και κλάψε»·
- κλαίει η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κλαίει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- κλαίει η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- κλαίει σαν παιδί, βλ. λ. παιδί·
- κλαίει τη μοίρα του, βλ. λ. μοίρα·
- κλαίει την τύχη του, βλ. λ. τύχη·
- κλαίω με μαύρο δάκρυ ή κλαίω με μαύρα δάκρυα, βλ. λ. δάκρυ·
- κλαίω με μαύρο κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- κλαίω πικρά, βλ. λ. πικρός·
- κλαίω τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- κλαίω τα νιάτα μου, βλ. λ. νιάτα·
- κλάφ’ τα! ή κλάψ’ τα! (ενν. τα λεφτά σου), πρέπει να τα θεωρείς σίγουρα χαμένα: «αφού δάνεισες σ’ αυτόν τον άνθρωπο, κλάφ’ τα!»·
- κλάφ’ τα! ή κλάψ’ τα! βλ. φρ. κλάφ’ τα Χαράλαμπε(!)·
- κλάφ’ τα Χαράλαμπε! ή κλάψ’ τα Χαράλαμπε! α. η δουλειά, η υπόθεση ή η κατάσταση είναι τόσο αρνητική, που πρέπει να θεωρείται χαμένη ή που πρέπει να περιμένουμε οδυνηρές συνέπειες: «όπως έγινε τώρα η δουλειά, κλάφ’ τα Χαράλαμπε! || ο διευθυντής αντιλήφθηκε την πρωινή σου καθυστέρηση. -Κλάψ’ τα Χαράλαμπε!». β. δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και έχει την έννοια πως, γενικά, αντιμετωπίζουμε προβλήματα·
- κλάψε με μάνα (μ’) κλάψε με! βλ. λ. μάνα·
- μην τον κλαις, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί είναι απόλυτα εξασφαλισμένο: «αυτόν μη τον κλαις, γιατί έχει έτοιμη δουλειά απ’ τον πατέρα του»·
- μια γελάει, μια κλαίει, βλ. λ. γελώ·
- να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- ούτε γελάει ούτε κλαίει, βλ. λ. ούτε·
- ποιος το κλαίει; άραγε ποιος το έχασε ή από ποιον έκλεψες το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος: «για δέστε έναν χρυσό αναπτήρα! -Ποιος τον κλαίει;»·
- πότε γελάει (και) πότε κλαίει, βλ. λ. γελώ·
- τα κλαίω (ενν. τα λεφτά μου), είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ μετανιωμένος για την αγορά κάποιου αντικειμένου, που βγήκε εντελώς άχρηστο ή ακατάλληλο, ή για τα λεφτά που ξόδεψα σε νυχτερινή έξοδο, χωρίς να έχει το ανάλογο αντίκρισμα: «έδωσα ένα σωρό λεφτά για ν’ αγοράσω αυτό το πλυντήριο και τα κλαίω, γιατί βγήκε σκάρτο || πλήρωσα ένα σωρό λεφτά στο μπουζουκτσίδικο και τα κλαίω, γιατί το πρόγραμμα ήταν μάπα»·
- της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει, βλ. λ. κουφός·
- το κλαίω, (για πράγματα, αντικείμενα) είμαι πολύ στενοχωρημένος που το έχασα ή που μου το έκλεψαν·
- τον κλαίω, α. θρηνώ για το θάνατό του: «τον έκλαψαν οι συγγενείς κι οι φίλοι». β.  βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση και πιθανόν να έχει και δυσάρεστες συνέπειες, τον λυπάμαι: «αν μάθουν πως έβαλε χέρι στο ταμείο, τον κλαίω»· βλ. και φρ. είναι για να τον κλαις·
- τράβα με κι ας κλαίωή τραβάτε με κι ας κλαίω, βλ. λ. τραβώ.

βαρώ

βαρώ, ρ., βλ. λ. βαράω.

γάτα

γάτα, η, ουσ. [<ιταλ. gatta], η γάτα· άνθρωπος πανέξυπνος, παμπόνηρος: «δεν έχω γνωρίσει πιο γάτα στη ζωή μου απ’ αυτόν τον άνθρωπο!». Μεγεθ. γατάρα, η. Υποκορ. γατίτσα και γατούλα, η (βλ. λ.)· βλ. και λ. γάτος και γατί. (Ακολουθούν 40 φρ.)·
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, αυτό που μου αναθέτεις να κάνω, είναι πάρα πολύ εύκολο για μένα: «δώσε μου κάτι πιο δύσκολο να κάνω, γιατί αυτό το κάνει κι η γάτα μου»·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, είναι ευρέως γνωστό, το ξέρει όλος ο κόσμος: «το Ν.Α.Τ.Ο. άρχισε να βομβαρδίζει τη Σερβία. -Αυτό το ξέρει κι η γάτα μου || το Ν.Α.Τ.Ο., όσο κι αν το παραβλέπουμε και δε θέλουμε να το πιστέψουμε, είναι ένα συνδικάτο στην υπηρεσία των ισχυρών κρατών της Δύσης. -Αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, αλλά σκάσε και κολύμπα!»·
- βγάζω τη γάτα απ’ το σακί, αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον, ιδίως παράνομο, να βγει από την κρυψώνα του: «ο αρχηγός της συμμορίας είναι εξαφανισμένος, αλλά όλοι εκτιμούν πως, μόλις η αστυνομία βγάλει τη γάτα απ’ το σακί, η συμμορία θα εξαρθρωθεί». Από την εικόνα του ατόμου που εμφανίζει τη γάτα που μεταφέρει μέσα σε σακί, καθώς την απομακρύνει από το σπίτι του. Ως γνωστό, όταν θέλει κάποιος να απομακρύνει τη γάτα του από το σπίτι του, τη βάζει μέσα σ’ ένα σακί για να μη βλέπει τίποτα, γιατί αλλιώς έχει την ικανότητα να αποτυπώσει τη διαδρομή και να επιστρέψει πάλι πίσω, άλλο τώρα πως η γάτα, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, βρίσκει πάλι το δρόμο της επιστροφής·
- γάτα που κοιμάται, ποντικούς δεν πιάνει, ο τεμπέλης δεν πετυχαίνει τίποτα στη ζωή του: «μου λες γιατί δεν πρόκοψε στη ζωή του, σαν να μην ξέρεις πως γάτα που κοιμάται ποντικούς δεν πιάνει»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. φρ. δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα·
- δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, είναι μεγάλος γυναικοκατακτητής, επιβάλλει τη σεξουαλική πράξη αδιάκριτα σε όλες τις γυναίκες: «πρόσεχε την κόρη σου απ’ αυτόν τον τύπο, γιατί δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα»·
- είναι γάτα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πανέξυπνο, παμπόνηρο, είναι ατσίδα. (Λαϊκό τραγούδι: είναι γάτα, είναι γάτα, ο κοντός με τη γραβάτα). Πρβλ.: για πελάτες που είναι γάτες (Διαφημιστικό σλόγκαν)·
- είναι γάτα με πέταλα, άνθρωπος πολύ επιτήδειος, πανέξυπνος, ικανότατος: «είναι γάτα με πέταλα αυτός ο τύπος και κανείς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει || είναι γάτα με πέταλα αυτός ο μηχανικός!»·
- είναι γάτα χωρίς νύχια, λέγεται ειρωνικά για άτομο που προσποιείται τον άγριο, τον σκληρό: «μη δίνεις βάση στις απειλές του, γιατί είναι γάτα χωρίς νύχια»·
- είναι εφτάψυχη σαν γάτα, λέγεται ιδίως για γυναίκα που ξεφεύγει το θάνατο μετά από κάθε σοβαρή ασθένεια ή ατύχημά της: «βρε, απ’ τ’ αεροπλάνο να πέσει, δε θα πάθει τίποτα, γιατί είναι εφτάψυχη σαν γάτα»· βλ. και λ. εφτάψυχος·
- είναι ζηλιάρα σαν γάτα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πολύ ζηλιάρα: «δε χαιρετάει ο φουκαράς καμιά γνωστή μέσα στο δρόμο, γιατί η γυναίκα του είναι ζηλιάρα σαν γάτα»·
- είναι χαδιάρα σαν γάτα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πάρα πολύ χαδιάρα: «είναι τυχερό το φιλαράκι μου, γιατί η γυναίκα του είναι χαδιάρα σαν γάτα»·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, βλ. λ. ψωμί·
- έφυγε σαν βρεγμένη γάτα, έφυγε καταντροπιασμένος, ταπεινωμένος, γιατί αποκαλύφτηκε η ενοχή του για κάτι: «μετά το κατσάδιασμα που έφαγε απ’ το διευθυντή του για την κοπάνα που έκανε, έφυγε σαν βρεγμένη γάτα»·
- η γάτα με τις εννιά ουρές, μαστίγιο από εννιά, δερμάτινες συνήθως, λωρίδες, πιασμένες σε λαβή: «όποιος δε δοκίμασε στην πλάτη του τη γάτα με τις εννιά ουρές, δεν έχει ιδέα τι θα πει πόνος!»·
- η θεωρία της γάτας, η άποψη που υποστηρίζει πως πρέπει να σκεπάζονται οι διάφορες παρανομίες, ιδίως από κάποια εξουσία: «για να μην ξεσπάσει σκάνδαλο απ’ τη διαγωγή της ιδιαιτέρας του, ο υπουργός προτίμησε τη θεωρία της γάτας». Από τη συνήθεια που έχει η γάτα να σκεπάζει τις ακαθαρσίες της·
- θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει! (ειρωνικά) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθει ο τάδε μαζί μας, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει!». Συνών. θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει(!)·
- κάθεται σαν βρεγμένη γάτα, κάθεται φοβισμένος και μαζεμένος μακριά από τους άλλους: «απ’ την ώρα που τον μάλωσε ο πατέρας του, κάθεται στη γωνιά σαν βρεγμένη γάτα»·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, μαζί με τη βοήθεια του Θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς: «έχω τόσες δυσκολίες τον τελευταίο καιρό, που σκέφτομαι να κάνω αγιασμό. -Καλός ο αγιασμός, φίλε μου, αλλά κράτα και μια γάτα». Ίσως αναφορά στον αγιασμό των Θεοφανίων που γίνεται για να φύγουν οι καλικάντζαροι. Πολλές φορές, μετά το αλλά της φρ. ακολουθεί το καλού κακού. Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου· 
- κάνει σαν γάτα στο σακί, αντιδρά πολύ έντονα, αντιδρά σε σημείο παραφοράς: «μην τύχει και του θίξεις τη μάνα του, γιατί κάνει σαν γάτα στο σακί». Από την έντονη αντίδραση της γάτας, όταν τη μεταφέρουμε μέσα σε σακί για να την πετάξουμε, για να τη διώξουμε μακριά από το σπίτι μας. Τη βάζουμε σε σακί για να μη βλέπει το δρόμο και ξαναεπιστρέψει (αυτή όμως, αρκετές φορές βρίσκει πάλι το δρόμο και ξαναεπιστρέφει)·
- μαλώνουν σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος·
- μαύρη γάτα, είναι για τους προληπτικούς το σύμβολο της κακοτυχίας και της γρουσουζιάς: «ξεκίνησε το πρωί για τη δουλειά του, αλλά επέστρεψε αμέσως στο σπίτι, γιατί στην πρώτη γωνιά του δρόμου πετάχτηκε μπροστά του μια μαύρη γάτα»· βλ. και φρ. πάρ’ τον παπά, λ. παπάς·
- όπως πλένεται η γάτα, λέγεται για άτομο ακάθαρτο, που δεν πλένεται ποτέ ολόκληρος αλλά τοπικά: «δεν είναι φανατικός με την καθαριότητα και πλένεται, όπως πλένεται η γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που καθαρίζει με τη γλώσσα το σώμα της, γλείφοντάς το σε διάφορα σημεία·
- όσο πατά η γάτα, α. λέγεται όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι κάποια ενέργειά μας έγινε με πολύ ελαφρό, με ανεπαίσθητο τρόπο (όπως δηλ. πατάει και η γάτα): «τον έδειρες πολύ; -Όχι μωρέ, όσο πατά η γάτα». β. πάρα πολύ λίγο: «ήπιατε πολύ; -Όσο πατά η γάτα». γ. (για τάβλι) λέγεται όταν πιάνουμε πούλι του αντιπάλου σε ένα οποιοδήποτε σημείο με την ελπίδα πως θα αναγκάσουμε τον αντίπαλό μας να ξεπλακώσει δικό μας πούλι ή να τον καθυστερήσουμε, αν είναι πολύ προχωρημένος προς το χώρο του μαζέματός του: «θέλω να τον πιάσω όσο πατά η γάτα κι ύστερα βλέποντας και κάνοντας»·
- όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. συνηθέστ. όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια, λ. γάτος·
- ούτε γάτα ούτε ζημιά, λέγεται στην περίπτωση που η έγκαιρη τακτοποίηση κάποιας δυσάρεστης κατάστασης, που προξενήσαμε, δείχνει σαν να μην έγινε τίποτα, οπότε δε συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας ή φόβος για τυχόν κυρώσεις: «μόλις κατάλαβα πως θα με ξεσκέπαζαν, ξανάβαλα τα χρήματα στο ταμείο, κι έτσι ούτε γάτα ούτε ζημιά». Από το ότι οι ζημιές μέσα στο σπίτι, τις πιο πολλές φορές, αποδίδονται από τα παιδιά στη γάτα. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα μικρό βαρκάκι γραμμή για το νησάκι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά
- ούτε θηλυκιά γάτα, δηλώνει παντελή έλλειψη γυναικείας παρουσίας: «σ’ αυτό το μαγαζί μαζεύονται όλοι οι αλήτες, γι’ αυτό δεν έρχεται ούτε θηλυκιά γάτα»·
- πατάει σαν τη γάτα, ενεργεί με πολλή προσοχή, με πολλή περίσκεψη: «απ’ τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, πατάει σαν τη γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που περπατάει πολύ προσεκτικά·
- πατώ τη γάτα, α. παθαίνω οικονομική ή άλλη σοβαρή ζημιά: «μπλέχτηκα με μια μεγάλη δουλειά και πάτησα τη γάτα». Από την εικόνα του ατόμου που πατάει κατά λάθος τη γάτα του και δέχεται την επίθεσή της. (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαν τα μαντάτα σου, πάτησες τη γάτα σου). β. ερωτεύομαι: «πάτησε τη γάτα με μια μικρούλα». (Λαϊκό τραγούδι: πάτησα κι εγώ μια γάτα, που ’χει γαλανά τα μάτια
- ποιος θα κρεμάσει το κουδούνι στη γάτα; βλ. λ. κουδούνι·
- σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος·
- σκαρφαλώνει σαν γάτα ή σκαρφαλώνει σαν τη γάτα, αναρριχάται, ιδίως σε δέντρο, με πολύ μεγάλη ευκινησία και ταχύτητα: «τον κυνηγούσε ένα σκυλί και τον είδα να σκαρφαλώνει σαν γάτα σ’ ένα δέντρο». Από το ότι η γάτα μπορεί και σκαρφαλώνει με μεγάλη ευχέρεια. Συνών. σκαρφαλώνει σαν μαϊμού·
- σκίζω τη γάτα, επιδεικνύω από την αρχή την ισχύ μου ή την ανωτερότητά μου και επιβάλλω την εξουσία μου στο σπίτι, στη δουλειά ή στον κύκλο μου: «ο νέος διευθυντής απ’ την πρώτη κιόλας βδομάδα έσκισε τη γάτα και μας έβαλε τα δυο μας πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- σκίσε τη γάτα, προτροπή σε νιόπαντρο να συμπεριφερθεί δυναμικά από τον πρώτο κιόλας καιρό του γάμου του, για να κατανοήσει η γυναίκα του ότι η εξουσία στο σπίτι είναι αυτός. Συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δυο χέρια, κινούνται με τέτοιο τρόπο, όπως όταν σκίζουμε δυναμικά κάτι·
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, παρά τις ερωτήσεις μας επάνω σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα, επιμένει να μένει σιωπηλό, είτε γιατί δε θέλει να μιλήσει είτε γιατί έχει άγνοια είτε γιατί είναι ένοχο: «γιατί δεν απαντάς σ’ αυτό που σε ρωτάω, σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα;». β. ειρωνικό πείραγμα σε μικρό παιδί που δε μας λέει το όνομα του, παρά τις αλλεπάλληλες σχετικές ερωτήσεις μας·
- τα κουκουλώνει σαν τη γάτα, βλ. φρ. τα σκεπάζει σαν τη γάτα·
- τα σκεπάζει σαν τη γάτα, έχει την ικανότητα να καλύπτει αυτό που τον ενοχοποιεί: «ό,τι στραβό και να κάνει, βρίσκει τον τρόπο να ξεφεύγει, γιατί έχει μάθει να τα σκεπάζει σαν τη γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που σκεπάζει τις ακαθαρσίες της·
- το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, βλ. φρ. παιχνίδι·
- το ’φαγε η γάτα, ειρωνική έκφραση σε μικρό παιδί, που το προτρέπουμε να μας δείξει το πουλάκι του, για να βεβαιωθούμε, δήθεν, πως είναι αγόρι, κι αυτό ντρέπεται να μας το δείξει: «αφού δε μας δείχνεις το πουλάκι σου, σίγουρα το ’φαγε η γάτα»·
- τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι, α. τον κοροϊδεύει απροκάλυπτα: «τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι κι αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτα || τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι κι αυτός δε λέει τίποτα». β. τον βασανίζει με μικρά πλήγματα πριν του δώσει το τελειωτικό: «τον έπαιζε μια ώρα όπως η γάτα το ποντίκι, και, όταν τ’ αποφάσισε, του έδωσε μια ξεγυρισμένη και τον ξάπλωσε κάτω»·
- τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα ή φαγώνονται σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος.

γελώ

γελώ κ. γελάω, ρ. [<αρχ. γελάω -ῶ], γελώ. 1. απατώ, εξαπατώ, ξεγελώ κάποιον: «είναι τόσο αφελής, που μπορείς να τον γελάσεις με το πρώτο». (Λαϊκό τραγούδι: παιδιά στην πιάτσα είχαμε σμίξει, βαθιά φιλία είχαμε δείξει· μπήκε στη μέση να μας πληγώσει, να μας γελάσει, να μας προδώσει). 2. παρασέρνω γυναίκα με διάφορες υποσχέσεις και της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «τη γέλασε με χίλιες δυο υποσχέσεις κι ύστερα την παράτησε». 3. περιγελώ, εμπαίζω, κοροϊδεύω κάποιον: «πέφτει συνέχεια από γκάφα σε γκάφα και όλοι τον γελάνε». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια εσύ με τυραννάς, δε με στεφανώνεις με γελάς). (Ακολουθούν 52 φρ.)·
- ακόμη γελάω, βλ. λ. ακόμα·
- άλλοτε γελάει (κι) άλλοτε κλαίει, βλ. φρ. πότε γελάει (και) πότε κλαίει·
- ας γελάσω! λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας λέει ή μας ζητάει παράλογα πράγματα και που βέβαια εμείς δεν τα πιστεύουμε ή δεν είμαστε διατεθειμένοι να του τα δώσουμε. Συνήθως της φρ. προτάσσεται διπλό ή τριπλό χα: «πόσα θέλεις να σου δανείσω είπες, δέκα εκατομμύρια; Χα, χα, ας γελάσω!»·
- γαργάλαμε να γελάσω! ή γαργάλησέ με να γελάσω! ή γαργαλήστε με να γελάσω! βλ. λ. γαργαλώ·
- γέλα μαλάκα! βλ. λ. μαλάκας·
- γέλα παλιάτσο, (μετάφραση της ιταλικής έκφρασης ridi pagliaccio) βλ. λ. παλιάτσος·
- γέλα, γέλα! απειλητική παρατήρηση ή παρατήρηση με κάποια δόση παράπονου σε κάποιον, που χαίρεται ή που μας κοροϊδεύει για κάποιο πάθημα ή ατόπημά μας, και έχει την έννοια ότι μπορεί να πάθει και ο ίδιος αυτό που πάθαμε εμείς ή ότι θα έρθει καιρός που θα του συμπεριφερθούμε με τον ίδιο τρόπο, όταν πέσει και αυτός σε κάποιο ατόπημα. Συνήθως συνοδεύεται από κούνημα του κεφαλιού, με το σαγόνι να κινείται ελαφρά δεξιά ή αριστερά με κάθε γέλα. Ποτέ δεν παρατήρησα να κινείται το κεφάλι μπροστά κι από πάνω προς τα κάτω·
- γελάει (καλά) καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος ή γελάει (καλά) καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, λέγεται ως προειδοποίηση σε κάποιον που χαίρεται πρόωρα ότι η τελική έκβαση των πραγμάτων θα δείξει ποιος θα πρέπει πραγματικά να γελάει, να είναι ευχαριστημένος ή κερδισμένος: «πίστεψα στις καλές προθέσεις που έδειχνες και την πάτησα, όμως μη χαίρεσαι, γιατί γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος || δε στενοχωριέμαι που σ’ αυτό το σημείο έχει κάποιο προβάδισμα στις ψήφους, γιατί γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σκληρός, ήταν πικρός ο χωρισμός της, πέρασα βάσανα μεγάλα και πολλά, μα της το είπα να το γράψει στο μυαλό της ο τελευταίος θα γελάσει πιο καλά)· 
- γελάει ολόκληρος, είναι τόσο χαρούμενος, που η χαρά του αντανακλάται στην όψη του: «από τότε που ο γιος του πήρε το δίπλωμα του γιατρού, γελάει ολόκληρος»·
- γελάει το χείλι μου, βλ. λ. χείλι·
- γελάν’ κι οι κότες μαζί του ή γελάν’ μαζί του κι οι κότες, βλ. λ.κότα·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, βλ. λ. αφτί·
- γελάνε και τα μουστάκια του, βλ. λ. μουστάκι·
- γελάνε τα παπούτσια μου, βλ. λ. παπούτσι·
- γέλασα με την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- γέλασα με την ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- γελώ εις βάρος (κάποιου), βλ. λ. βάρος·
- γελώ κάτω απ’ τα μουστάκια μου ή γελώ κάτω απ’ το μουστάκι μου, βλ. λ. μουστάκι·
- γελώ σε βάρος (κάποιου), βλ. λ. βάρος·
- γυναίκα που γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, βλ. λ. γυναίκα·
- δε με γελά η μνήμη μου, βλ. λ. μνήμη·
- δε με γελά η μύτη μου! βλ. λ. μύτη·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου! βλ. λ. αφτί·
- δε με γελούν τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
- δεν είναι παίξε γέλασε, βλ. λ. παίζω·
- εγώ γελώ τους δώδεκα και δεκατρείς με μένα, βλ. φρ. εγώ γελώ τους δώδεκα και μένα δεκαπέντε·
- εγώ γελώ τους δώδεκα και μένα δεκαπέντε, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να καταλάβουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, στην περίπτωση που μας λείπει η αυτογνωσία και, ενώ έχουμε την πεποίθηση ότι είμαστε οι κυρίαρχοι μιας κατάστασης, είμαστε εκτεθειμένοι : «δε βλέπει το χάλι του που έχει βάλει φέσι σ’ όλη την αγορά, μόνο κοροϊδεύει εμένα, που ζήτησα μια βδομάδα παράταση απ’ τον τάδε, για να του πληρώσω την επιταγή! Δηλαδή σαν να λέμε, εγώ γελώ τους δώδεκα και μένα δεκαπέντε»·  
- εγώ δε γελάω! δηλώνει απειλή σε κάποιον που γελάει ειρωνικά, ενώ εμείς του μιλάμε σοβαρά: «άκουσε καλά αυτά που σου λέω και μη γελάς, γιατί εγώ δε γελάω!». Πολλές φορές, ο ομιλητής συνεχίζει με το ερωτηματικό γελάω(;)·
- εδώ γελάνε! βλ. λ. εδώ·
- εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε, βλ. λ. Βαλκάνια·
- είναι για να γελάει κανείς! βλ. φρ. είναι για να γελάς(!)·
- είναι για να γελάς! λέγεται για πολύ αστεία υπόθεση ή κατάσταση, που όμως μερικές φορές, κατά βάθος, προξενεί θλίψη, στενοχώρια: «όπως έγιναν τα πράγματα ανάμεσα στις δυο οικογένειες, είναι για να γελάς! || ε ρε, έρημε ελληνικέ λαέ, είναι για να γελάς μ’ αυτούς τους πολιτικούς που εκλέγεις να σε κυβερνήσουν!»·
- θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι, βλ. λ. κατσίκι·
- θα γελάσει  ο κάθε πικραμένος, βλ. λ. πικραμένος·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός, βλ. λ. τροχός·
- θα σε γελάσω! δεν είμαι βέβαιος, δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό που με ρωτάς να μάθεις, δε θυμάμαι καλά, οπότε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη: «θα είναι κι ο τάδε το βράδυ στη συγκέντρωση; -Θα σε γελάσω! || μήπως ήταν στο μπαράκι ο τάδε; -Θα σε γελάσω!»·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν’ καλοκαιράκι, βλ. λ. τζίτζικας·
- μην το γελάς! μην υποτιμάς το γεγονός, μην το θεωρείς απίθανο: «δηλαδή, μπορεί να ’ρθει τώρα και χωρίς λόγο να μας ζητάει πίσω τα λεφτά; -Μην το γελάς! || μη μου πεις πως, για δυο νοίκια που του καθυστέρησες, θα σε πετάξει απ’ το διαμέρισμα μέσα στο καταχείμωνο; -Μην το γελάς!»·
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; βλ. λ. μάτι·
- μια γελάει, μια κλαίει, βλ. φρ. πότε γελάει (και) πότε κλαίει·
- να γελάσει το χειλάκι μου ή να γελάσει το χειλάκι μας, βλ. λ.χειλάκι·
- ο δρόμος που γελάει, βλ. λ. δρόμος·
- όλοι γελούν με μένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω, επικρατεί πολύ χαρούμενη ή φαιδρή ατμόσφαιρα: «κάθε φορά που πίνουμε αρκετά, όλοι γελούν με μένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω». (Λαϊκό τραγούδι: δέκα μου μεροκάματα απόψε θα τα φάω, όλοι γελούν μ’ εμένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, βλ. λ. σπίτι·
- όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- ούτε γελάει ούτε κλαίει, βλ. λ. ούτε·
- πότε γελάει (και) πότε κλαίει, απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς πάει η δουλειά και γενικά τα πράγματα στη ζωή μας,και έχει την έννοια πως άλλοτε έχουμε και άλλοτε δεν έχουμε δουλειά, πως άλλοτε πηγαίνουν καλά τα πράγματα και άλλοτε όχι. Συνών. πότε μήλα, πότε φύλλα / πότε ντόρτια, πότε εξάρες·
- σε γελάσανε! α. απατάσαι, αν νομίζεις πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως τα λες, έτσι όπως τα φαντάζεσαι ή έτσι όπως τα περιμένεις: «αν νομίζεις πως θα σου δώσω πίσω τα λεφτά, σε γελάσανε!». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου). β. κάνεις λάθος, δεν έχεις δίκαιο: «σε γελάσανε, δε σε κατηγόρησε ο δείνα αλλά ο τάδε!»·
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- το γελάς; βλ. φρ. μην το γελάς!

γράφω

γράφω, ρ. [<αρχ. γράφω], γράφω. 1. χρεώνω: «δεν έγραψα το δεύτερο μπουκάλι ουίσκι που παραγγείλατε». 2. σημειώνω: «κάπου έγραψα τον αριθμό του τηλεφώνου του». (Λαϊκό τραγούδι: με πούλησες για χρήματα στο καταχείμωνο, για σένα γράψε κρίμα για μέν’ αλίμονο). 3. κληροδοτώ: «πριν πεθάνει ο πατέρας του, του ’γραψε όλη την περιουσία του». 4. (για τροχονόμους) σημειώνω κάποιον για τροχαία παράβαση: «μ’ έγραψε ο τροχονόμος για αντικανονικό παρκάρισμα». 5. εγγράφομαι ως μέλος σε ένα οργανωμένο σύνολο: «θέλω να γραφώ κι εγώ στο κόμμα». 6. ασχολούμαι με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων: «είναι χρόνια τώρα που γράφει, αλλά δεν έγινε ακόμα κανένα βιβλίο του επιτυχία». 7. εξετάζομαι γραπτά: «αύριο γράφω μαθηματικά». 8. στον αόρ. έγραψε, (στη νεοαργκό) εντυπωσίασε πολύ με αυτό που είπε ή έκανε: «έγραψε πάλι με τον τρόπο που μίλησε στο διευθυντή του || έγραψε πάλι με τη στάση που κράτησε». Συνών. ζωγράφισε / μέτρησε. (Ακολουθούν 91 φρ.)·
- αν …, γράψε μου ή αν…, γράψε μας, δηλώνει πως ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί η υποθετική πρόταση που διατύπωσα: «αν ξανάρθει μετά απ’ αυτά που του ’πες, γράψε μου || αν σου επιστρέψει τα δανεικά που του ’δωσες, γράψε μου || αν με ξαναδείς στο κωλομάγαζό σου, γράψε μου. Πολλές φορές, μετά την υποθετική πρόταση ακούγεται το εμένα ή το τότε εμένα και είναι φορές που το χέρι μιμείται τις κινήσεις του ατόμου που γράφει.Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις / αν…, να με φτύσεις / αν…, να με χέσεις / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη / αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη·
- βλέπεις πόσα γράφει εδώ; (ενν. χτυπήματα), απειλητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί με παράλληλη επίδειξη της παλάμης μας. Το πόσα ανταποκρίνεται στον αριθμό των δαχτύλων και υποδηλώνει ότι τόσα θα είναι και τα χτυπήματα που θα φάει, όσα δηλαδή και τα δάχτυλα·
- βλέπεις πόσες γράφει εδώ; (ενν. ξυλιές, μπάτσες), βλ. φρ. βλέπεις πόσα γράφει εδώ(;)· 
- βλέπεις τι γράφει εδώ; βλ. φρ. βλέπεις πόσα γράφει εδώ(;)·  
- για να γράφει το κοντέρ, βλ. λ. κοντέρ·
- για να γράφει το ταξίμετρο, βλ. λ. ταξίμετρο·
- γράφ’ τα και κλάφ’ τα ή γράψ’ τα και κλάψ’ τα (ενν. τα χρήματα, τα δανεικά), λέγεται ειρωνικά σε άτομο που δάνεισε σε κάποιον χρήματα και θεωρούμε βέβαιο πως δε θα του τα επιστρέψει, δανεικά και αγύριστα: «αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον απατεώνα, γράφ’ τα και κλάφ’ τα»·
- γράφ’ τα στο χιόνι ή γράψ’ τα στο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·  
- γράφ’ το ή γράψ’ το (ενν. στο μυαλό σου), εντύπωσέ το στη μνήμη σου, να το θυμάσαι: «και γράφ’ το, γιατί αυτό που μου ’κανες, δε θα περάσει έτσι». Λέγεται και με απειλητική διάθεση·
- γράφ’ το ή γράψ’ το (ενν. στο τεφτέρι), πίστωσέ το: «βάλε μου ένα κιλό τυρί και γράψ’ το»· για πολλά γράφ’ τα ή γράψ’ τα·
- γράφ’ το και κλάφ’ το ή γράψ’ το και κλάψ’ το (κάτι), λέγεται ειρωνικά σε άτομο στην περίπτωση που προφανώς δε θα πληρωθεί για το προϊόν που πούλησε με πίστωση σε κάποιον: «αφού έδωσες πράμα σ’ αυτόν τον μπαταχτσή, γράψ’ το και κλάψ’ το»·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γράφ’ το στ’ όνομα του… ή γράψ’ το στ’ όνομα του… (ακολουθεί κύριο όνομα), βλ. λ. όνομα·
- γράφ’ τον ή γράψ’ τον (ενν. στ’ αρχίδια σου, στον πούτσο σου, στον ψώλο σου, στην πούτσα σου, στην ψωλή σου, στο πέος σου, στο καυλί σου, στα παλιά σου τα παπούτσια, στα παλιά σου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων σου, στο παλιό σου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), μην τον υπολογίζεις καθόλου, περιφρόνησέ τον τελείως, αγνόησέ τον: «γράψ’ τον, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι γι’ αυτό το υποκείμενο!». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μωρέ·
- γράφει με τα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- γράφει στο γόνατο, βλ. λ. γόνατο·
- γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη, βλ. λ. λίμνη·
- γράφει στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- γράφω (κάτι), δε με νοιάζει, αδιαφορώ τελείως γι’ αυτό. (Λαϊκό τραγούδι: ε, ρε, και να ’χαμε, το χρήμα λέει να ’χαμε, και τη μιζέρια μας, να δεις πού θα τη γράφαμε
- γράφω ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- γράφω με χρυσά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. λ. όνομα·
- γράφω στο γόνατο (κάτι), βλ. λ. γόνατο·
- γράφω στο ενεργητικό (κάποιου κάτι), βλ. λ. ενεργητικό·
- γράφω στο καθαρό, βλ. λ. καθαρός·
- γράφω στο καλό, βλ. λ. καλός·
- γράφω στο παθητικό (κάποιου κάτι), βλ. λ. παθητικό·
- γράφω στο πόδι (κάτι), βλ. λ. πόδι·
- γράφω στο τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- γράφω τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- γράψε αλίμονο! βλ. λ. αλίμονο·
- γράψε λάθος! βλ. λ. λάθος·
- γράψε μείον! βλ. λ. μείον·
- δε γράφει στο γυαλί (κάποιος), βλ. λ. γυαλί·
- δε μου γράφει, δεν αλληλογραφεί μαζί μου: «ο γιος μου σπουδάζεις το εξωτερικό κι ανησυχώ πολύ, γιατί τον τελευταίο καιρό δε μου γράφει». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω το γιο μου τ’ Ανεστάκι που ’ναι στην ξενητιά, αχ το μικρό μου καπετανάκι που δε μου γράφει πια 
- δε σου γράφω γράμμα! βλ. λ. γράμμα·
- δεν το γράφουν τα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- εγώ μιλώ κι εσύ μας γράφεις ή εγώ μιλώ κι εσύ με γράφεις (ενν. στ’ αρχίδια σου, στον πούτσο σου, στον ψώλο σου, στην πούτσα σου, στην ψωλή σου, στο πέος σου, στο καυλί σου, στα παλιά σου τα παπούτσια, στα παλιά σου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων σου, στο παλιό σου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), δεν προσέχεις αυτά που σου λέω, δεν τα υπολογίζεις, τα αγνοείς, είτε γιατί δε σε ενδιαφέρουν είτε γιατί έχεις αλλού το νου σου: «προσπαθώ μια ώρα να σου δώσω να καταλάβεις το πρόβλημά μου, αλλά εγώ σου μιλώ κι εσύ με γράφεις»·
- θα γραφεί στα χρονικά! βλ. λ. χρονικό·
- θα γράψεις κάσα, βλ. λ. κάσα·
- θα μας γράψουν οι εφημερίδες! βλ. λ. εφημερίδα·
- (και) να μας γράφεις, ειρωνική έκφραση που απευθύνουμε σε άτομο που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, πράγμα που μας αφήνει αδιάφορους ή και μας χαροποιεί. Συνών. κι αέρα στα πανιά σου / κι απ’ το πεζοδρόμιο·
- κι ύστερα (εσύ) μου λες για(τί) δε σου γράφω! έκφραση απηυδισμένου ανθρώπου από τις αδικίες της ζωής ή από τη σκανδαλώδη εύνοια της τύχης σε ορισμένους ανθρώπους: «του ’πεσε το λαχείο, κέρδισε το τζόκερ, του ’ρθε καπάκι μια κληρονομιά, εγώ δεν έχω να φάω κι ύστερα εσύ μου λες γιατί δε σου γράφω!»·
- μου έγραψε η μοίρα ή μου το ’γραψε η μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- μου έγραψε το ριζικό μου ή μου το ’γραψε το ριζικό μου, βλ. λ. ριζικό·
- ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
- ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει, βλ. λ. ό,τι·
- πάρε κόλλα και γράφε, βλ. λ. κόλλα·
- πέντε γράφει εδώ, απειλητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί, με παράλληλη επίδειξη της παλάμης μας: «κάτσε καλά γιατί πέντε γράφει εδώ». Το πέντε ανταποκρίνεται στον αριθμό των δακτύλων και υποδηλώνει ότι τόσα θα είναι και τα χτυπήματα, που θα φάει όσα δηλαδή και τα δάχτυλα. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για δες·
- ποια χαρτιά το γράφουν, βλ. λ. χαρτί·   
- πόσα γράφει το κοντέρ; ή πόσα έγραψε το κοντέρ; βλ. λ. κοντέρ·
- πόσα γράφει το ταξίμετρο; ή πόσα έγραψε το ταξίμετρο; βλ. λ. ταξίμετρο·
- πού το γράφει αυτό; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που μας λένε ή για κάτι παράλογο που μας ζητάνε: «πού το γράφει αυτό, να σου δώσω χωρίς λόγο ένα εκατομμύριο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το και·
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- τα γράφω (ενν. όλα στ’ αρχίδια μου, στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου, στα παλιά μου τα παπούτσια, στα παλιά μου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων μου, στο παλιό μου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δε πιάνει μελάνι), δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως: «ό,τι και να γίνεται σήμερα στον κόσμο, τα γράφω»·
- τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. μελάνι·
- τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·  
- τα γράφω όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα γράφω όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τα γράφω όλα στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τα γράφω όλα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τα γράφω στ’ αρχίδια μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. αρχίδι·
- τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. παπούτσι·
- τα γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τα γράφω στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. υπόδημα·
- τα γράφω στο μουνί μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. μουνί·
- τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), τεφτέρι·
- τα γράφω στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. πούτσος·
- τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. διάβολος·
- τι γράφει εδώ; βλ. φρ. βλέπεις τι γράφει εδώ(;)·
- το γράφει η μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- το γράφει η μοίρα μου, βλ. λ. μοίρα·
- το γράφει στην ούγια; βλ. λ. ούγια·
- το γράφει το ριζικό μου, βλ. λ. ριζικό·
- τον γράφω (ενν. στ’ αρχίδια μου, στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου, στα παλιά μου τα παπούτσια, στα παλιά μου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων μου, στο παλιό μου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), δεν τον υπολογίζω καθόλου, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα σ’ εκτιμώ βαθύτατα, αλλά το φίλο σου τον γράφω»·
- τον γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τον γράφω στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- τον γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τον γράφω στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τον γράφω στη μαύρη λίστα, βλ. λ. λίστα·
- τον γράφω στο μαύρο πίνακα, βλ. λ. πίνακας·
- τον γράφω στο μαυροπίνακα, βλ. λ. μαυροπίνακας·
- τον γράφω στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον γράφω στο τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον γράφω στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τον έγραψα (ενν. στ’ αρχίδια μου, στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου, στα παλιά μου τα παπούτσια, στα παλιά μου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων μου, στο παλιό μου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), α. δεν πήγα στο ραντεβού που είχα μαζί του: «είχα ραντεβού μαζί του στις οχτώ, αλλά επειδή μου ’πεσε μια καλή γκόμενα τον έγραψα». β. τον αγνόησα: «τον είδα καθώς ερχόμουν, αλλά, τον έγραψα και τον προσπέρασα, χωρίς να τον χαιρετίσω»·
- τον έγραψα κανονικά, βλ. λ. κανονικός.

κότα

κότα, η, ουσ. [<θηλ. του μτγν. κόττος και κοττός (= πετεινός)], η κότα. 1. αυτός που είναι ανίκανος, ανάξιος, τιποτένιος: «πώς ν’ αναλάβει αυτή η κότα τέτοια δουλειά, που δεν ξέρει πού πάνε τα τέσσερα!». 2. αυτός που είναι δειλός, φοβητσιάρης: «είναι τόσο κότα, που, μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις, το βάζει στα τέσσερα». Εδώ πολλές φορές μετά την εκφορά της πρότασης παρατηρείται κράξιμο του τύπου κο! κο! κο! 3. γυναίκα μικροπρεπής, ελαφρόμυαλη και κουτσομπόλα: «μόλις φεύγουν οι άντρες τους στη δουλειά, μαζεύονται οι κότες της γειτονιάς σε κάποιο σπίτι για τον πρωινό τους καφέ και το σχετικό κουτσομπολιό». (Τραγούδι: όχι λέμε στις κότες, όχι και στους ξενέρωτους, όχι λέμε στις κότες, όχι στους κυριλέ).4. εκστομίζεται και ως βρισιά σε γυναίκα: «ξου, μουρή κότα, άδειασέ μας τη γωνιά!». 5. (στη γλώσσα της φυλακής) άντρας που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη περιστασιακά και έναντι μικρής αμοιβής, χωρίς να είναι πούστης: «σε κάθε φυλακή υπάρχει πάντα μια κότα για να ξεχαρμανιάζουν οι άλλοι». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει το δάχτυλό του στον κώλο της κότας για να εξακριβώσει αν έχει αυτή αβγό· βλ. και λ. σουλτάνα. 6. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) οδηγός μοτοσικλέτας που οδηγεί αργά από φόβο μην πέσει και λέγεται συνήθως για περισσότερη έμφαση κότα λειράτη. Τέλος, ο γελοιογράφος Φωκίων Δημητριάδης παρίστανε ως κότα τον πολιτικό Κωνσταντίνο Τσάτσο εξαιτίας κάποιου σχολίου που είχε κάνει ο αείμνηστος πολιτικός για τους “Όρνιθες” του Αριστοφάνη. Υποκορ. κοτούλα, η και κοτίτσα, η. Μεγεθ. κοτάρα, η. (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κακάρισμα·
- από δουλειά να φάν’ κι οι κότες, βλ. λ. δουλειά·
- από λεφτά να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. λεφτά·
- από μυαλό να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. μυαλό·
- βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά, βρήκε πηγή ωφελημάτων και την εκμεταλλεύεται συστηματικά χωρίς να κουράζεται διόλου: «απ’ τη μέρα που επέστρεψε απ’ την Αμερική ο θείος του, βρήκε την κότα που του κάνει τα χρυσά τ’ αβγά!». Συνών. βρήκε αγελάδα κι αρμέγει / βρήκε βυζί και βυζαίνει / βρήκε χήνα και τη μαδά·
- γελάν’ κι οι κότες μαζί του ή γελάν’ μαζί του κι οι κότες, είναι καταγέλαστος: «είναι τόσο ανόητο άτομο, που, κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, γελάν’ κι οι κότες μαζί του»·
- δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, είναι τελείως αδαής, τελείως άπειρος, τελείως αθώος στη ζωή: «προς το παρόν δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, αλλά αργά ή γρήγορα θα τριφτεί κι αυτός στη ζωή, πού θα πάει!»·
- έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, βλ. λ. αλεπού·
- είναι (για) να τον κλαιν’ κι οι κότες ή είναι (για) να τον κλαίνε οι κότες, είναι αξιολύπητος, έχει φτάσει στο μεγαλύτερο σημείο εξαθλίωσης, κατάντησε να τον λυπούνται και οι πιο ασήμαντοι: «όπως κατάντησε απ’ τις καταχρήσεις, είναι για να τον κλαιν’ κι οι κότες». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα μου το χάλι σου να το κλαίνε οι κότες, γιατί δεν κλειδώνουνε τις καρδιάς σου οι πόρτες). Συνών. είναι (για) να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες·
- είναι σαν την κότα και τ’ αβγό, βλ. φρ. η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα(;)·
- έκατσε σαν κότα, κάθισε κάπου χωρίς να αντιδρά καθόλου: «μόλις ο διευθυντής του ’βαλε τις φωνές, έκατσε σαν κότα ο δικός σου». Από την εικόνα της κότας, που δεν αντιδρά καθόλου όταν κάποιος βάζει το δάχτυλό του στον κώλο της για να διαπιστώσει αν έχει αυτή αβγό·
- έχει μυαλό κότας, βλ. λ. μυαλό·
- η γριά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα; δηλώνει αδυναμία απάντησης στο δίλημμα ποιο μεταξύ δυο είναι το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα. (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, που κάνεις πως τα ξέρεις όλα, κι όλο εξυπνάδες έχεις στο μυαλό, πες μου, για να μάθω κι εγώ:ποιο έχει γίνει πρώτα; ή κότα ή τ’ αβγό;). Πολλές φορές, τίθεται ειρωνικά ως πρόβλημα σε κάποιον της παρέας που κάνει επίδειξη των γνώσεών του: «για πες μας, ρε μάγκα, εσύ που τα ξέρεις όλα, η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα;»·
- η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα, λέγεται στις περιπτώσεις, όταν επαναλαμβάνονται πράγματα ή καταστάσεις εντελώς όμοιες: «δε θ’ αλλάξει τίποτα, παιδί μου, με τη νέα κυβέρνηση που ’ρθε στα πράγματα, γιατί, η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα»·  
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, έκφραση που δηλώνει πως πρέπει να δείχνουμε την ευγνωμοσύνη μας στους ευεργέτες μας: «μην είσαι αχάριστος στη ζωή σου, γιατί η κότα, όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό». Από το ότι, η κότα με κάθε γουλιά νερού που παίρνει, σηκώνει ψηλά το κεφάλι της για να την καταπιεί ευκολότερα·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. φρ. η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, λέγεται γι’ αυτούς που προκαλούν οι ίδιοι κακό στον εαυτό τους: «μην μπλέξεις μ’ αυτούς τους απατεώνες, γιατί σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της»·
- η παλιά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- κάθεται σαν βρε(γ)μένη κότα, κάθεται φοβισμένος και μαζεμένος και μακριά από τους άλλους: «μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, καθόταν σαν βρεγμένη κότα και δεν έλεγε τίποτα»·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, για να πετύχουμε στο σκοπό μας χρειάζεται επιμονή και υπομονή: «κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου για να βγούνε τα παιδιά σου, αλλιώς δε γίνεσαι γιατρός όπως ονειρεύεσαι»·
- κοιμάται με τις κότες, κοιμάται πάρα πολύ νωρίς: «δεν αντέχει στο ξενύχτι, γιατί από μικρός έχει μάθει να κοιμάται με τις κότες»·
- κότα λειράτη, α. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) οδηγός μοτοσικλέτας που οδηγεί αργά από φόβο μην πέσει: «είναι άδικο αυτή η κότα λειράτη να έχει μια τέτοια μοτοσικλέτα!». β. (γενικά) ο δειλός, ο φοβητσιάρης: «δε βλέπεις που είναι κότα λειράτη, γιατί τον αγριεύεις τον άνθρωπο!»·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κόκορας·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- … να φάν’ κι οι κότες, λέγεται για αφθονία αγαθών: «μας προσκάλεσε στο σπίτι του, αλλά δε μας είπες, ετοίμασε τίποτα φαγηγτά; -Να φάν’ κι οι κότες»·
- ξυπνώ με τις κότες, ξυπνώ πάρα πολύ πρωί: «για να είμαι στην ώρα μου στη δουλειά, ξυπνώ με τις κότες»·
- όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες ή όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
- ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω, βλ. λ. αλεπού·
- πάει σαν κότα ή πάει σαν την κότα, προχωράει με αργό βηματισμό, είναι βραδυκίνητος, ή (για οδηγούς αυτοκινήτων και άλλων τροχοφόρων) δεν αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα: «πώς να μην είσαι πάντα καθυστερημένος, αφού πας σαν την κότα || δεν ξαναμπαίνω στο αμάξι του, γιατί, έτσι όπως πάει σαν κότα, μου σπάει τα νεύρα»·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, βλ. λ. ζωή·
- πηγαίνει για ύπνο με τις κότες, βλ. συνηθέστ. κοιμάται με τις κότες·
- σηκώνομαι με τις κότες, βλ. φρ. ξυπνώ με τις κότες·
- την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει, βλ. λ. φίδι·
- το ξέρουν κι οι κότες, είναι πασίγνωστο, είναι σε όλους γνωστό, δεν αποτελεί πια μυστικό: «το ξέρουν κι οι κότες πως, όποιος μπερδεύεται με την πολιτική, έχει ως πρωταρχικό σκοπό να κάνει την καλή του»·
- τον ξέρουν κι οι κότες, είναι πασίγνωστος, είναι πολύ δημοφιλής: «ήθελε να περάσει απαρατήρητος στις διακοπές του για να ξεκουραστεί, αλλά στάθηκε αδύνατον, γιατί τον ξέρουν κι οι κότες».

κουφός

κουφός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. κωφός], κουφός· το ουδ. ως ουσ. το κουφό, συνήθως στον πλ. τα κουφά, (στη νεοαργκό) λόγια ή πράξεις ανόητες, παράλογες, χωρίς λογική συνάρτηση σε σχέση με αυτά που έχουμε ήδη πει ή κάνει ή σε σχέση με αυτά που περιμένουν από μας να πούμε ή να κάνουμε, οι ανοησίες, οι βλακείες: «τι κουφό ήταν πάλι αυτό που μας είπες! || άσε τα κουφά, ρε παιδάκι μου, και κάτσε να μιλήσουμε σοβαρά!»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω τον κουφό, προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτό που λέγεται, γιατί δε με συμφέρει: «μην κάνεις τον κουφό, γιατί για τις δικές σου βλακείες λέω!»· 
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- στα κουφά, αθόρυβα: «πέρασε στα κουφά και δεν τον πήρε κανένας είδηση»·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, βλ. λ. πόρτα·
- της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει, οι σκληροί ή οι αδιάφοροι εργοδότες δεν παίρνουν ποτέ υπόψη τους τα παράπονα των υπαλλήλων τους: «ήθελα να πάω στο διευθυντή να του ζητήσω μια αυξησούλα αλλά το μετάνιωσα γιατί, της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει». Από τη στιγμή που η μητέρα είναι κουφή, δεν ακούει τα κλάματα του παιδιού της.

μάνα

μάνα, η, πλ. μάνες κ. μανάδες, οι, ουσ. [<μσν. μάννα <αρχ. μάμμη (= μητέρα), ανομ.], η μάνα, η μητέρα. 1. πηγή νερού: «στην πλαγιά του βουνού ήταν η μάνα του ρυακιού, που περνούσε μεσ’ απ’ το χωριό». 2α. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που δίνει δουλειά στους άνεργους: «αφού κι η μάνα δεν μπόρεσε να σου βρει δουλειά, μην περιμένεις από κανέναν άλλον». Ο χαρακτηρισμός ανήκει στους Έλληνες μετανάστες. β. ταβερνιάρης που δίνει φαγητό και πιοτό βερεσέ, που τα γράφει στο τεφτέρι: «αν δεν είχαμε και τη μάνα να τρώμε και να πίνουμε στις αφραγκίες μας, θα είχαμε πεθάνει». 3. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) τα χρήματα που υπάρχουν στο ταμείο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού: «πόσα λεφτά έχει η μάνα; || η μάνα έχει εκατό χιλιάρικα». Συνών. αράπης (3β) / κάσα (4) / κουτί (2) / μπάνκα (2). 4. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το αρχικό χρηματικό ποσό με το οποίο συμμετέχει ο κάθε παίχτης στο παιχνίδι: «πόσο πάει η μάνα;». Συνών. κάσα (5) / μπάνκα (3). 5. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) το πάνω μέρος του τιμονιού: «είχε περάσει στη μάνα ένα καινούργιο στροφόμετρο». 6. (για τάβλι) η πρώτη πόρτα του ταβλιού και το πούλι ή τα πούλια που υπάρχουν σε αυτή: «μόνο όταν του ’πιασα τη μάνα, παραδέχτηκε πως έχασε το παιχνίδι». 7. ο αρχηγός σε ομαδικό παιδικό παιχνίδι: «από μικρός ήταν τόσο εγωιστής, που σ’ όλα τα παιχνίδια μας ήθελε να είναι μάνα». (Ακολουθούν 97 φρ.)·
- άι στη μάνα σου! ή άντε στη μάνα σου! έκφραση με την οποία διώχνουμε από κοντά μας ενοχλητικό άτομο. (Λαϊκό τραγούδι: άι στη μάνα σου κυρά μου κι άδειασε μου τη γωνιά, εβαρέθηκα το ψέμα και την πονηριά). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. άντε στη μαμάκα σου! λ. μαμάκα·
- ακόμη δε βγήκε απ’ το μουνί της μάνας του, βλ. λ. μουνί·
- αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του, βλ. λ. μωρό·
- αν δεν κλάψει το μωρό, η μάνα του δεν του δίνει να φάει, βλ. λ. μωρό·
- απ’ τη μάνα τους, (για μηχανήματα) από το εργοστάσιο παραγωγής του: «τα φρένα τ’ αυτοκινήτου μου ήταν ελαττωματικά απ’ τη μάνα τους»·   
- απ’ την κοιλιά της μάνας του, βλ. λ. κοιλιά·
- βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, πέρασα τρομερές δυσκολίες, τρομερές ταλαιπωρίες, ιδίως για να πετύχω κάτι: «βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, μέχρι να μεγαλώσω τα παιδιά μου»·
- βλέπω της μάνας μου το μουνί, βλ. συνηθέστ. βλέπω της μάνας μου το πράμα, λ. πρά(γ)μα·
- βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- γαμώ τη μάνα μου! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με γένναγαν! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με πέταγαν! ή γαμώ τη μάνα που με γένναγε! ή γαμώ τη μάνα που με πέταγε! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ τη μάνα μου, όλα τα στραβά σε μένα τυχαίνουν». Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το ρ. γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τη μάνα σου! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε γένναγαν! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε πέταγαν! ή γαμώ τη μάνα που σε γένναγε! ή γαμώ τη μάνα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη μάνα! ή σου γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε γένναγαν! ή σου γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε πέταγαν! ή σου γαμώ τη μάνα που σε γένναγε! ή σου γαμώ τη μάνα που σε πέταγε! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «φύγε, γαμώ τη μάνα σου, γιατί με ξεκούφανες με τις αγριοφωνάρες σου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·  
- δε γνωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. συνηθέστ. εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα·
- δεν καταλαβαίνει (ούτε) τη μάνα του, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «απ’ τη στιγμή που σου είπε πως δε θα σου δώσει άδεια, μην τον ενοχλείς άλλο, γιατί δεν καταλαβαίνει τη μάνα του». β. είναι πολύ σκληρόκαρδος, είναι αναίσθητος: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί αυτός δεν καταλαβαίνει τη μάνα του». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «τζάμπα θα χάσεις τα λόγια σου, γιατί δεν καταλαβαίνει τη μάνα του». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ συμβαίνουν του κόσμου τα γεγονότα κι αυτός δεν καταλαβαίνει ούτε τη μάνα του». Από την εικόνα του ατόμου που δεν αλλάζει συμπεριφορά ή στάση ακόμη και αν τον παρακαλέσει η μητέρα του. Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του / δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- δεν τον ξέρει ούτε (κι) η μάνα του, είναι εντελώς άγνωστος σε έναν πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή καλλιτεχνικό χώρο: «μην τον πιστεύεις που κάνει το μεγάλο και τον τρανό, γιατί στην πραγματικότητα δεν τον ξέρει ούτε κι η μάνα του»· 
- εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, έκφραση εκνευρισμένου ατόμου που σε στιγμές γενικής αναταραχής ή αναστάτωσης από μεγάλη συγκέντρωση πλήθους, από μεγάλη κοσμοσυρροή, του ζητάμε κάτι: «εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα και συ μου ζητάς να σου πω πού είναι ο τάδε;»·
- είδα της μάνας μου το μουνί, βλ. συνηθέστ. είδα της μάνας μου το πράμα, λ. πρά(γ)μα·
- είμαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κολλημένος στο φουστάνι της μάνας του, βλ. λ. φουστάνι·
- είναι μάνα, είναι πολύ έμπειρος, πολύ ικανός, ειδικός, επιτήδειος, είναι ειδήμονας σε κάτι: «μια τέτοια μπερδεμένη δουλειά μόνο στον τάδε μπορείς να την αναθέσεις για να σου την τελειώσει, γιατί είναι μάνα σε κάτι τέτοια || ο τάδε είναι μάνα στο να βάζει τους ανθρώπους να μαλώνουν || μην πιστεύεις λέξη απ’ ό,τι σου λέει, γιατί είναι μάνα στο να λέει ψέματα»·
- είναι μάνας γιος, βλ. φρ. είναι της μάνας του παιδί. (Δημοτικό τραγούδι: μάνας γιε, μάνας γιε. Θα σε πάρω μα το ναι
- είναι της μάνας του παιδί, λέγεται στην περίπτωση που τα παιδιά έχουν όχι μόνο μεγάλη ομοιότητα εξωτερικά, αλλά και όλα τα προτερήματα ή ελαττώματα των γονέων τους: «αφού είναι παιδί της μάνας του, πώς περίμενες να σου φερθεί καλύτερα;»·
- εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; ή εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κάποιος το παράπονό του για την απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του: «γιατί, ρε παιδιά, δε με παίρνετε κι εμένα στα μπουζούκια, εμένα μάνα δε μ’ έκανε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω διακοπές, εμάς μάνα δε μας έκανε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί να μην χαρώ κι εγώ τα μάτισα μου πριν κλείσω; μάνα με γέννησε κι εμέ, θέλω κι εγώ να ζήσω). Συνών. εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; / εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε(;)·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην την κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της ή εννιά μήνες σε κουβάλαγε η μάνα σου στην κοιλιά της, βλ. λ. κοιλιά·
- έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- έφτυσα της μάνας μου το γάλα, βλ. φρ. βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι εσένα πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- ζητάει τη μάνα και τον πατέρα του, είναι πολύ απαιτητικός προκειμένου να κλείσει μια συμφωνία: «δεν υπογράφηκε η συμφωνία με τον τάδε, γιατί ζητούσε τη μάνα και τον πατέρα του»·
- η μάνα του καραβιού, (στη γλώσσα του ναυτικού) ο ναύκληρος: «η μάνα του καραβιού γνωρίζει όλα τα προβλήματα των ναυτών»·
- η μάνα του λόχου, (στη γλώσσα του στρατού) ο επιλοχίας: «όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα, όλοι αναφερόμαστε στη μάνα του λόχου»·
- θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα, θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «αν μάθω πως ξανάπαιξες κουμάρι, θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- θα κλάψουν μάνες ή θα κλάψουν μανάδες, βλ. συνηθέστ. θα κλάψουν μανούλες, λ. μανούλα. (Λαϊκό τραγούδι: όλα μου τα παράτησα, οχ, μαχαίρια και καβγάδες· σαν αρχινήσω τα παλιά, βρε, θα κλάψουνε μανάδες
- θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. φρ. θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και το πατέρα! βλ. λ. διάβολος·
- θα φτύσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. φρ. θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα·
- κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τη μάνα του, αντιδρά ή διαμαρτύρεται έντονα για κάτι, χωρίς να υπάρχει συνήθως σοβαρός λόγος: «λίγο να του πει κανείς κάνα λόγο παραπάνω, κάνει σάμπως και του σκότωσαν τη μάνα του»·
- κάνω μάνα ή κάνω τη μάνα, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το παιχνίδι: «όταν θα ’ρθει η σειρά μου να κάνω μάνα, θ’ αλλάξουμε τράπουλα». β. (γενικά) είμαι ο αρχηγός σε κάποιο ομαδικό παιχνίδι: «μετά το ένι μένι ντουντουμένι που κάναμε, βγήκε να κάνει μάνα ο τάδε»· βλ. και φρ. ό,τι κάνει η μάνα·
- κατά μάνα και πατέρα, βλ. φρ. κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη·
- κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη, δηλώνει πως τα παιδιά επηρεάζονται άμεσα από τους γονείς τους και παίρνουν τους καλούς ή κακούς χαρακτήρες τους, τα προτερήματα ή τα ελαττώματά τους·  
- κατά μάνα και πατέρα, κατά γιο και θυγατέρα ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και νοικοκύρη, βλ. φρ. κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη·
- κλάψε με μάνα (μ’) κλάψε με! αλίμονό μου (σου, του, μας, σας, τους): «αν μάθει ο πατέρας μου πως μέθυσα πάλι, κλάψε με μάνα μ’ κλάψε με! || έκαναν έναν ξαφνικό έλεγχο και διαπίστωσαν πως έλειπαν λεφτά απ’ το ταμείο του. -Κλάψε με μάνα κλάψε με!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό ωχ και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μια νύχτα με φεγγάρι·
- κουκουνάρια σε ταΐζει η μάνα σου! βλ. λ. κουκουνάρι·
- κρεμιέται απ’ τη φούστα της μάνας του, βλ. λ. φούστα·
- κρεμιέται απ’ το φουστάνι της μάνας του ή κρεμιέται απ’ τα φουστάνια της μάνας του, βλ. λ. φουστάνι·
- μάνα, γιατί με γέννησες! έκφραση έντονης απογοήτευσης, που πολλές φορές λέγεται και με ειρωνική διάθεση. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα, γιατί με γέννησες και μ’ έκανες γυναίκα, για νατραβώ μαρτύρια σα να ’μαι κολασμένη; δε μ’ έπνιγες να γλίτωνα, μανούλα μου καημένη;).Αναφορά στον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1950 και του 1960, όπου συχνά αναφερόταν σε διάφορες ταινίες μελό·
- μάνα μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο ή σε όμορφη γυναίκα που δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «έλα, μάνα μου, στην αγκαλιά μου || μάνα μου, γιατί είσαι στεναχωρημένο; || μάνα μου, πώς θα γίνει να τη βρούμε οι δυο μας;». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, μάνα μου, να φιλήσω το χειλάκι, σου έχω στην καρδιά μου λάβρα, θα σου βγάλω πια τα μαύρα κι όλο κόκκινα θα ντύσω το κορμάκι σου)· βλ. και φρ. μανούλα μου! λ. μανούλα·
- μάνα μου τα σκέλια σου! θαυμαστικό πείραγμα σε γυναίκα με όμορφα πόδια, που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας και το υπονοούμενο είναι η σεξουαλική πράξη·
- μάνα μου, τι ’σαι συ! θαυμαστική έκφραση σε όμορφη γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: η πιο καλή γκαρσόνα είμαι ’γω, γιατί με τέχνη όλους τους κερνώ, κι αυτοί με λένε, μάνα μ’, τι ’σαι συ γλυκιά γκαρσόνα φέρε μας κρασί
- μάνα μου, τι ’ταν ο μπαμπά σου, ζαχαροπλάστης! βλ. λ. ζαχαροπλάστης·
- μαρτύρησα της μάνας μου το γάλα, βλ. φρ. βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα·
- με το γάλα της μάνας μου, βλ. λ. γάλα·
- μένω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- μια φορά με γέννησε η μάνα μου, α. έκφραση με την οποία δικαιολογούμε κάποια πράξη μας η οποία μπορεί και να είναι κατακριτέα από τους άλλους, όπως π.χ. τα γλέντια, οι διασκεδάσεις, οι πολλές ερωτικές περιπέτειες κ. ά. με την έννοια ότι δε θα ξαναγεννηθούμε για να απολαύσουμε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: μια φορά με γέννησε η μάνα μου, στενοχώριες και κακίες κάντε πέρα. Στη ζωή μου έχω τόσο πληγωθεί, φτάνει πια, να δω μιαν άσπρη μέρα!). β. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας ζητά να επαναλάβουμε κάτι που του είπαμε, γιατί δεν το άκουσε καλά ή δεν το κατάλαβε·
- μου ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του, αξιώνει υπέρογκο ποσό προκειμένου να πουλήσει κάτι: «θέλησα ν’ αγοράσω απ’ τον τάδε ένα οικόπεδο στη Χαλκιδική, αλλά δε θα τό πάρω, γιατί μου ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του»·
- να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, λέγεται σε περίπτωση μεγάλου θρήνου: «στην κηδεία του τάδε ήταν να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα»·
- να μη χαρώ τη μάνα μου! βλ. φρ. να μη χαρώ τη μανούλα μου! λ. μανούλα·
- να πας στου διαβόλου τη μάνα! βλ. λ. διάβολος·
- να σε χαίρεται η μάνα σου! ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε ανάξιο άτομο·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, (για φαγητά) που είναι πάρα πολύ νόστιμο: «όταν κάνει η γιαγιά μου σπανακόπιτα, είναι να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει»·
- να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, λέγεται για γενική αναταραχή, γενική αναστάτωση, που, μερικές φορές, φτάνει στο σημείο του πανικού, ιδίως από μεγάλη συγκέντρωση πλήθους, από μεγάλη κοσμοσυρροή: «στην υποδοχή του αρχηγού μαζεύτηκε τόσος κόσμος, που ήταν να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα». (Λαϊκό τραγούδι: οι βόμβες όπως πέφτανε χτυπήσαν οι καμπάνες κι εχάσαν μάνες τα παιδιά και τα παιδιά τις μάνες 
- να χαρείς τη μάνα σου! βλ. φρ. να χαρείς τη μανούλα σου! λ. μανούλα·
- να χέσω τον πατέρα και τη μάνα σου, βλ. λ. πατέρας·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, δηλώνει πως, ενώ η μάνα ή κάποιος έχει όλη την καλή διάθεση να μας μαγειρέψει κάποιο καλό φαγητό ή να μας βοηθήσει, εντούτοις, δεν το κάνει λόγω οικονομικών δυσχερειών, λόγω φτώχειας: «η μάνα σου σας έφτιαξε σπανακόπιτα, όμως και σε μας ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι»·
- οι μάνες τους απλώνανε στην ίδια ταράτσα, λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα στην περίπτωση που δεν ξέρουμε ή που δε θέλουμε να πούμε πού και πώς γνωρίστηκε ένα ζευγάρι: «τον ρώτησα πού γνωρίστηκε το τάδε ζευγάρι κι αυτός είτε επειδή δεν ήξερε είτε επειδή δεν ήθελε να μου πει, μου αποκρίθηκε πως οι μάνες τους απλώνανε στην ίδια ταράτσα»·
- όπως τον (τη) γέννησε η μάνα του (της), ολόγυμνος, ολόγυμνη: «ήταν στο μπάνιο, όταν έγινε ο σεισμός, και πετάχτηκε στο δρόμο όπως τον γέννησε η μάνα του || επειδή θέλει να μαυρίζει στο κορμί της ομοιόμορφα, τα καλοκαίρια κάνει ηλιοθεραπεία όπως τη γέννησε η μάνα της»·
- ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- ό,τι κάνει η μάνα, ομαδικό παιδικό παιχνίδι, που παίζεται κυρίως στο ύπαιθρο, όπου τα παιδιά που παίρνουν μέρος, επαναλαμβάνουν αυτό που κάνει ο παίχτης που διευθύνει το παιχνίδι: «τα παιδιά ήταν στην αλάνα κι έπαιζαν ό,τι κάνει η μάνα»·
- παίζω μάνα ή παίζω τη μάνα, βλ. φρ. κάνω μάνα·
- πάω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της, βλ. λ. νύφη·
- πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου! βλ. λ. γιος·
- πού είσαι μάνα να με δεις! α. επίκληση απελπισία στη μητέρα μας, όταν βρισκόμαστε σε δεινή θέση: «πού είσαι μάνα να με δεις που δεν έχω να βάλω ψωμί στο στόμα μου!». β. λέγεται και για τον εντελώς αντίθετο λόγο: «ε ρε, δόξες, ε ρε μεγαλεία! Πού είσαι μάνα να με δεις!». (Λαϊκό τραγούδι: πού είσαι μάνα να με δεις; να κλάψεις να με λυπηθείς
- πουλάει και τη μάνα του, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό προκειμένου να κερδίσει χρήματα: «είναι τόσο φιλοχρήματο άτομο, που πουλάει και τη μάνα του για τα λεφτά»·
- σε βάρκα σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. βάρκα·
- σε σπηλιά σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. σπηλιά·
- σε τσαντίρι σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. τσαντίρι·
- στης μάνας μου το γάλα! βλ. φρ. ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα·
- στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- τ’ ασχημότερο της ρούγας, τ’ ομορφότερο της μάνας, βλ. λ. ρούγα·
- τα γαμώ τη μάνα (ενν. τα λεφτά μου), τα ξοδεύω μέχρι τελευταίας δεκάρας, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό, ό,τι λεφτά βγάζω, τα γαμώ τη μάνα»·
- τα γαμώ τη μάνα, προκαλώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή, ιδίως σε ένα κλειστό χώρο: «μπήκε νευριασμένος μέσα στο μαγαζί και τα γάμησε τη μάνα»·
- την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, την παντρεύτηκε χωρίς καθόλου προίκα, την παντρεύτηκε πάμφτωχη: «επειδή την αγαπούσε πάρα πολύ, την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της»·
- της μάνας σ’ το μπουγαδοκόφινο (ενν. γαμώ) βλ. λ. μπουγαδοκόφινο·
- της μάνας σ’ το μουνί (ενν. γαμώ), μεγάλη βρισιά·
- της μάνας σ’ το πράμα (ενν. γαμώ), βλ. φρ. της μάνας σ’ το μουνί·
- τι σε ταΐζει η μάνα σου; βλ. φρ. κουκουνάρια σε ταΐζει η μάνα σου(!)·
- τι σου κάνω τώρα, μάνα μου! βλ. λ. κάνω·
- το γάμησα τη μάνα, (για αντικείμενα, ιδίως για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «έτρεχα με τ’ αυτοκίνητο στα χωράφια και το γάμησα τη μάνα»·
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, βλ. λ. αρνί·
- το λουρί της μάνας, βλ. λ. λουρί·
- τον στέλνω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- του γαμώ τη μάνα ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον γένναγαν ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον πέταγαν ή του γαμώ τη μάνα που τον γένναγε ή του γαμώ τη μάνα που τον πέταγε, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε χωρίς λόγο, τον έπιασε μέσα στο καφενείο και του γάμησε τη μάνα μπροστά στον κόσμο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «ήταν τόσο νευριασμένος, που, μόλις πήγε να του πει κάτι ο άλλος, τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τη μάνα που τον πέταγε». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του έπιασα τη μάνα, (για τάβλι) τοποθέτησα πούλι μου πάνω στο πρώτο του πούλι, στο πούλι της πόρτας εκκίνησης και κέρδισα το παιχνίδι: «μόλις του έπιασα τη μάνα, ο αντίπαλός μου παράτησε το παιχνίδι»·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- τρεις και το λουρί της μάνας, βλ. λ. λουρί·
- τρέχω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- φτάνω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- ωχ, μάνα μου! βλ. φρ. ωχ, μανούλα μου! λ. μανούλα.

μανούλα

μανούλα, η, ουσ. [υποκορ. του ουσ. μάνα]. 1. μάνα μικρής ηλικίας: «στα δεκαεπτά της είχε γίνει μανούλα». 2. χαϊδευτική προσφώνηση της μάνας. (Λαϊκό τραγούδι: μανούλα,θα φύγω, μην κλάψεις για μένα, η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω
- είναι μανούλα (σε κάτι), είναι ικανότατος, πολύ επιτήδειος, πολύ έμπειρος σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη: «ο τάδε είναι μανούλα γι’ αυτή τη δουλειά που θέλεις να κάνεις || σ’ αυτού του είδους τις κατασκευές είναι μανούλα ο τάδε»·
- θα κλάψουν μανούλες, θα γίνει μεγάλο κακό, μεγάλη αναταραχή, θα επιβληθούν αυστηρές ποινές, σκληρές τιμωρίες: «αν δεν τελειώσει η δουλειά στη συγκεκριμένη ημερομηνία, θα κλάψουν μανούλες». (Λαϊκό τραγούδι: θα γίνει χαμός, μεγάλος χαμός, θα κλάψουν μανούλες απόψε
- μανούλα μου! α. χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο η οποία δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «άργησες, μανούλα μου, και μ’ έφαγε η αγωνία || όλο το βράδυ, μανούλα μου, το πέρασα με τη σκέψη σου». (Λαϊκό τραγούδι: μανούλα μου μανίτσα μου θα πάρω τη βαλίτσα μου). β. επιφωνηματική έκφραση φόβου: «μανούλα μου, θα σκοτωθούμε!»·
- να μη χαρώ τη μανούλα μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «να μη χαρώ τη μανούλα μου, αν σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να χαρείς τη μανούλα σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «να χαρείς τη μανούλα σου, βοήθησέ με να τελειώσω αυτή τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·  
- ωχ, μανούλα μου! επιφωνηματική έκφραση πόνου, παράπονου, απελπισίας ή απογοήτευσης: «ωχ, μανούλα μου, δεν αντέχω άλλα βάσανα!».  

νιάτα

νιάτα, τα, ουσ. [<μσν. τά νεότα <αρχ. νεότης], η νεανική ηλικία και γενικά η νεολαία (ακούγεται και το νιάτο): «τα νιάτα της Ελλάδας || κοτζάμ κωλόγερος και παριστάνει το έξαλλο νιάτο». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- γλεντώ τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), τα περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: στου διαβόλου τα ’γραψα όλα το κατάστιχο και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο
- έφαγε τα νιάτα του, α. τα ανάλωσε για κάποιο σκοπό: «έφαγε τα νιάτα του διαβάζοντας και τώρα δρέπει τους καρπούς των κόπων του». β. τα έζησε τζάμπα, ανώφελα, τα κατάστρεψε: «έφαγε τα νιάτα του τεμπελιάζοντας || έμπλεξε με τα ναρκωτικά κι έφαγε τα νιάτα του». (Τραγούδι: τα νιάτα του έφαγε ο Στρατής στα ναυπηγεία ολημερίς, φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά να πάνε οι άλλοι μακριά να ταξιδέψουνε τη γη οι τυχεροί, οι τυχεροί
- θρέφει νιάτα, (ειρωνικά) δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «όλοι της ηλικίας του έχουν μια δουλειά και δουλεύουν και μόνο αυτός θρέφει νιάτα»·
- κλαίω τα νιάτα μου, είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ μετανιωμένος που τα πέρασα χωρίς να τα εκμεταλλευτώ δημιουργικά, που τα χαράμισα: «τώρα δεν έχει καμιά αξία να κάθεσαι να κλαις τα νιάτα σου, γιατί, όταν ήσουν νέος, τ’ άφησες να φύγουν ανεκμετάλλευτα»·
- κρίμα στα νιάτα σου! ή κρίμα τα νιάτα σου! λέγεται σε περίπτωση κατά την οποία κάποιος νεότερός μας αποδεικνύεται λιγότερο ικανός ή δυνατός σε σχέση με αυτό που η ηλικία του απαιτεί, ή που δεν εκτιμά τις δυνατότητες τις οποίες η ηλικία του προσφέρει: «κρίμα στα νιάτα σου, να μην μπορείς ν’ ανέβεις γρήγορα μια σκάλα! || κρίμα τα νιάτα σου να τα χαραμίζεις μ’ αυτές τις παλιοπαρέες». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα τα νιάτα, την τσαχπινιά, κρίμα το μπόι σου καλέ, άντρας δυο μέτρα σαν το κουκλί να ζητιανεύει το φιλί
- να μη χαρώ τα νιάτα μου! όρκος που δίνεται από κάποιον για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «να μη χαρώ τα νιάτα μου, αν σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να ’χα τα νιάτα σου! έκφραση με την οποία μακαρίζει κάποιος ηλικιωμένος ένα νεαρό άτομο στην περίπτωση κατά την οποία το βλέπει να τεμπελιάζει, ή που το βλέπει να στενοχωριέται χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος: «να ’χα τα νιάτα σου και δε θα σήκωνα κεφάλι απ’ τη δουλειά! || να ’χα τα νιάτα σου και δε θα μ’ ένοιαζε το παραμικρό!». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χα τα νιάτα σου αχ και να τα ’χα, να ’χα τα νιάτα σου αυτά μονάχα). Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε·
- να χαρείς τα νιάτα σου! (και τη λεβεντιά σου! / και την ομορφιά σου!), παρακλητική έκφραση σε κάποιον ασχέτου ηλικίας για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «να χαρείς τα νιάτα σου, βοήθησέ με να τελειώσω τη δουλειά!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα νιάτα σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- οπού ’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει, βλ. λ. μπουνταλάς·
- στα νιάτα μου! βλ. φρ. να μη χαρώ τα νιάτα μου(!)·
- στα νιάτα μου, κατά τη νεανική μου ηλικία: «στα νιάτα μου, υπήρχαν άλλοι τρόποι διασκέδασης»·
- τόπο στα νιάτα! βλ. λ. τόπος·
- χαίρομαι τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), βλ. φρ. γλεντώ τα νιάτα μου·
- χαραμίζω τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), περνώ τα νιάτα μου ανώφελα, χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό, κάτι δημιουργικό: «κοτζάμ παλικάρι και χαραμίζει τα νιάτα του στα καφέ και στα μπαράκια!».

ούτε

ούτε, σύνδ. [<αρχ. οὔτε], ούτε. 1. συνδέει αρνητικές προτάσεις, συνήθως σε επανάληψη: «ούτε τον είδα ούτε τον ξέρω». 2. ως μόριο αρνητικό, επιτακτικό: «ούτε που το συζήτησα». (Ακολουθούν 192 φρ.)·
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. λ. έργο·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. λ. ταινία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! βλ. λ. σινεμά·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. λ. κινηματογράφος·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- δε βλέπω ούτε τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- δε βρίσκω ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει ούτε την αμαρτία του, βλ. λ. αμαρτία·
- δε θέλω να τον δω ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δε θέλω ούτε ν’ ακούσω (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. ακούω·
- δε θέλω ούτε την καλημέρα του, βλ. λ. καλημέρα·
- δε λείπει ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δε λέμε ούτε καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- δε με σώνει ούτε (ο) Θεός, βλ. λ. Θεός·
- δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστα, βλ. λ. κρύο·
- δε μου σηκώνεται ούτε με βίντσι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. βίντσι·
- δε μου σηκώνεται ούτε με γερανό (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. γερανός·
- δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας, βλ. λ. Νιαγάρας·
- δε σε ξεπλένει ούτε ο ποταμός, βλ. λ. ποταμός·
- δε σε ξεπλένει ούτε ο ωκεανός, βλ. λ. ωκεανός·
- δε σηκώνεται ούτε με βίντσι, βλ. λ. βίντσι·
- δε σηκώνεται ούτε με γερανό, βλ. λ. γερανός·
- δε φοβάται ούτε Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δε φτάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δε φτάνει ούτε για χαρτζιλίκι, βλ. λ. χαρτζιλίκι·
- δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- δεν άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- δεν αφήνει ούτε ψύλλο ακαλίγωτο, βλ. λ. ψύλλος·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν είναι ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν είναι ούτε για να τον φτύνεις, βλ. λ. φτύνω·
- δεν είναι ούτε για τα μπάζα, βλ. λ. μπάζα2·
- δεν είναι ούτε για τα σκυλιά, βλ. λ. σκυλί·
- δεν είναι ούτε για τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- δεν είναι ούτε για χαρτζιλίκι, βλ. λ. χαρτζιλίκι·
- δεν είναι ούτε μια ούτε δυο, βλ. λ. δυο·
- δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, βλ. λ. πρώτος·
- δεν είσαι ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν είσαι ούτε μια μου ψωλότριχα, βλ. λ. ψωλότριχα·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν έρχεται ούτε με βίντσι, βλ. λ. βίντσι·
- δεν έρχεται ούτε με γερανό, βλ. λ. γερανός·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, βλ. λ. γατί·
- δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, βλ. λ. ιερός·
- δεν έχουμε ούτε καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- δεν ήταν ούτε κολόνια απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε μια μου ψωλότριχα, βλ. λ. ψωλότριχα·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν κάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν καταλαβαίνει ούτε τη μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- δεν κρατιέται ούτε μ’ αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν μπορεί ούτε να βήξει, βλ. λ.. βήχω·
- δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- δεν ξέρει ούτε το άλφα, βλ. λ. άλφα·
- δεν παρέλειψε ούτ’ ένα και, βλ. λ. και·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν πάω ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- δεν πάω ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πείραξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν προλαβαίνω να πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν πρόσθεσε ούτ’ ένα και, βλ. λ. και·
- δεν το ’χω δει ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δεν τον βρίσκει ούτε ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- δεν τον ξέρει ούτε (κι) η μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν τον ξέρει ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας του, βλ. λ. θυρωρός·
- δεν τον πάω ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- δεν τον πάω ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νύχι, βλ. λ. νύχι·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι, βλ. λ. νυχάκι·
- δεν του άγγιξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του άφησε ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- δεν του πείραξα ούτε τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δεν τρώγεται ούτε ωμός ούτε ψημένος, βλ. λ. ωμός·
- δεν χάνω ούτε κόμμα, βλ. λ. κόμμα·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, βλ. λ. φαφούτης·
- και ούτε, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δεν ισχύει αυτό που μόλις προηγουμένως είπαμε: «στην εκδήλωση ήταν εκατό άτομα και ούτε», δηλ. ήταν λιγότερα από εκατό άτομα·
- μαζί του ούτε και στον Παράδεισο, βλ. λ. παράδεισος·
- μην το πεις ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- μην το πεις ούτε στο δεσπότη ή μην το πεις ούτε του δεσπότη, βλ. λ. δεσπότης·
- μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή μην του πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. λ. πάπας·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην του πεις ούτε του παπά, βλ. λ. παπάς·
- μοναχός ούτε (και) στον Παράδεισο, βλ. λ. παράδεισος·
- ούτ’ ένα πράσινο φύλο, βλ. λ. πράσινος·
- ούτε αύριο, βλ. λ. αύριο·
- ούτε αχ δε θα πω, θα το υπομένω αγόγγυστα, δε θα παραπονεθώ καθόλου. (Λαϊκό τραγούδι: ούτε αχ δε θα πω, αφού έδωσα μπέσα σε μια σκάρτη καρδιά που δε μ’ έβαλε μέσα
- ούτε γαμπρός να ντυνόσουν! ή ούτε γαμπρός να στολιζόσουν! βλ. λ.γαμπρός·
- ούτε γάτα ούτε ζημιά, βλ. λ. γάτα·
- ούτε γελάει ούτε κλαίει, α. (για πρόσωπα) δηλώνει πως η ψυχική του διάθεση είναι ουδέτερη: «δεν μπορώ να καταλάβω σε τι ψυχική κατάσταση βρίσκεται, γιατί, απ’ την ώρα που ήρθε, ούτε γελάει ούτε κλαίει». β. (για καιρό) δηλώνει πως δεν είναι πολύ καλός ούτε πολύ κακός: «απ’ το πρωί σήμερα ο καιρός ούτε γελάει ούτε κλαίει»·
- ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- ούτε για δείγμα, βλ. λ. δείγμα·
- ούτε για δοκιμή, βλ. λ. δοκιμή·
- ούτε για καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- ούτε για μυρουδιά ή ούτε μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- ούτε γουλιά, βλ. λ. γουλιά·
- ούτε γρόσι, βλ. λ. γρόσι·
- ούτε δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες; βλ. λ.δεσπότης·
- ούτε δράμι, βλ. λ. δράμι·
- ούτε δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- ούτε (και) στον εχθρό μου ή ούτε (και) στον χειρότερο εχθρό μου, βλ. λ. εχθρός·
- ούτε (και) στον Παράδεισο με Αμερικάνο, βλ. λ. Αμερικάνος·
- ούτε καν, καθόλου δεν, εντελώς καθόλου: «ούτε καν ξέρω τι μου λες || ούτε καν μπορώ να καταλάβω τι εννοείς»·
- ούτε κατά διάνοια, βλ. λ. διάνοια·
- ούτε κέρμα, βλ. λ. κέρμα·
- ούτε κοκαλάκι, βλ. λ. κοκαλάκι·
- ούτε κότες έχω, ούτε με την αλεπού μαλώνω, βλ. λ. αλεπού·
- ούτε κουκούτσι, βλ. λ. κουκούτσι·
- ούτε λέπι, βλ. λ. λέπι·
- ούτε λεπτό, βλ. λ. λεπτό·
- ούτε λίγο ούτε πολύ, βλ. λ. λίγος·
- ούτε λόγος! ή ούτε λόγος να γίνεται! βλ. λ. λόγος·
- ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- ούτε με κιάλια, βλ. λ. κιάλι·
- ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- ούτε (μια) στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ούτε μια φορά, βλ. λ. φορά·
- ούτε μιλάει ούτε λαλάει, δε λέει απολύτως τίποτα, δε λέει κουβέντα: «κάθε φορά που θυμώνει αυτός ο άνθρωπος, ούτε μιλάει ούτε λαλάει». Τη φρ. την ακούμε συχνά και στο θέατρο σκιών·
- ούτε ν’ ακούσω! ή ούτε να τ’ ακούσω! βλ. λ. ακούω·
- ούτε να λέγεται! α. δηλώνει κατηγορηματική άρνηση ή κάτι που δεν επιδέχεται αντίρρηση: «δηλαδή, δε θα του δώσεις τα λεφτά που σου ζήτησε; -Ούτε να λέγεται!». β. δηλώνει κατηγορηματική κατάφαση, συναίνεση, αποδοχή: «πιστεύεις κι εσύ πως αυτός είναι ο κλέφτης; -Ούτε να λέγεται!»· βλ. και λ. λέγομαι·
- ούτε να το ξανακούσω, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση ή κάτι που δεν επιδέχεται αντίρρηση: «δηλαδή, δε θα τον βοηθήσεις; -Ούτε να το ξανακούσω»·
- ούτε να το σκέφτεσαι ή ούτε που να το σκέφτεσαι, κατηγορηματική έκφραση άρνησης: «θα με βοηθήσεις, αν χρειαστώ τη βοήθειά σου; -Ούτε να το σκέφτεσαι»·
- ούτε να το συζητάς ή ούτε που να το συζητάς, βλ. φρ. ούτε να το σκέφτεσαι·
- ούτε να φτύσεις απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- ούτε ναι ούτε όχι, λέγεται στην περίπτωση που δεν είμαστε σίγουροι για μια θετική ή αρνητική απάντηση: «είναι καλός άνθρωπος ο τάδε; -Τι να σου πω, ούτε ναι ούτε όχι»·
- ούτε νύφη να ντυνόσουν! ή ούτε νύφη να στολιζόσουν! βλ. λ. νύφη·
- ούτε νυχιά, βλ. λ. νυχιά·
- ούτε ο γκραν πάπας να το πει, βλ. λ. πάπας·
- ούτε παραγγελία να το ’χαμε! βλ. λ. παραγγελία·
- ούτε πέρσι δεν… βλ. λ. πέρσι·
- ούτε πιθαμή, βλ. λ. πιθαμή·
- ούτε πιρουνιά, βλ. λ. πιρουνιά·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- ούτε που, καθόλου δεν: «ούτε που ξέρω πού μπορεί να βρίσκεται || ούτε που μπορώ να καταλάβω τι μου λες»·
- ούτε που τ’ ακούμπησα, βλ. λ.. ακουμπώ·
- ούτε που τον ακούμπησα, βλ. λ. ακουμπώ·
- ούτε ρουφηξιά, βλ. λ. ρουφηξιά·
- ούτε ρώγα, βλ. λ. ρώγα·
- ούτε σκέψη! βλ. λ. σκέψη·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ούτε σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- ούτε σταγόνα, βλ. λ. σταγόνα·   
- ούτε στάλα, βλ. λ. στάλα·
- ούτε σταλιά, βλ. λ. σταλιά·
- ούτε στον αιώνα τον άπαντα, βλ. λ. αιώνας·
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. λ. παπάς·
- ούτε στον ύπνο σου, βλ. λ. ύπνος·
- ούτε στον ύπνο του…, βλ. λ. ύπνος·
- ούτε στον ύπνο του δεν το είδε ή ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε, βλ. λ. ύπνος·
- ούτε στους αιώνες των αιώνων, βλ. λ. αιώνας·
- ούτε συζήτηση! βλ. λ. συζήτηση·
- ούτε συνεννοημένοι να ’μασταν βλ. λ. συνεννοούμαι·
- ούτε τζούρα, βλ. λ. τζούρα·
- ούτε την κόρη του δίνει ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει, βλ. λ. κόρη·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. λ. διάβολος·
- ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει, βλ. λ. Θεός·
- ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο, βλ. λ. πάπας·
- ούτε του αγίου Βασιλείου δεν ήταν έτσι, βλ. λ. άγιος·
- ούτε φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- ούτε φτερούγα, βλ. λ. φτερούγα·
- ούτε φωνή ούτε ακρόαση, βλ. λ. φωνή·
- ούτε χιλιοστό, βλ. λ. χιλιοστό·
- ούτε ψίχα, βλ. λ. ψίχα·
- ούτε ψίχουλο, βλ. λ. ψίχουλο·
- ούτε ψύλλος στον κόρφο του, βλ. λ. ψύλλος·
- ούτε ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα, βλ. λ. πρά(γ)μα.

παιδί

παιδί, το, ουσ. [<αρχ. παιδίον, υποκορ. του ουσ. παῖς]. 1. το μικρό αγόρι ή κορίτσι: «δεν είσαι πια παιδί να παίζεις με τις κούκλες». 2. νεαρό γκαρσόνι: «παιδί, ποιος θα ’ρθει να πάρει την παραγγελία;». Συνήθως της λ., στην περίπτωση του καλέσματος ,προτάσσεται το ψιτ. 3. νεαρός υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου για βοηθητικές δουλειές ή μικροθελήματα, που υπηρετεί τους άλλους, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο μικρός του καταστήματος: «στείλε το παιδί να πάρει μια τυρόπιτα || έστειλε το παιδί στην τράπεζα να πληρώσει μια επιταγή». 4. λέγεται αντί ονόματος, όταν απευθυνόμαστε σε άγνωστο νεαρό: «παιδί, πως θα βρω αυτή την διεύθυνση;». Συνήθως της λ. πολλές φορές προτάσσεται το ψιτ. 5. ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «την είδα με το παιδί της να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είναι αυτός ο αψηλός, ποιος είναι αυτός ο τύπος, άντρας σου είναι ή γνωστός ή το παιδί σου μήπως). 6. το τέκνο: «έχει τρία παιδιά». 7. (παλιότερα) το αρσενικό νεογέννητο και, κατ’ επέκταση, το καθένα από τα αρσενικά τέκνα μιας οικογένειας. Ακόμη και μέχρι πριν από λίγα χρόνια, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε αρκετές περιοχές της επαρχίας παιδί θεωρούσαν μόνο το αρσενικό τέκνο και έτσι ακουγόταν πολλές φορές το εξής εξωφρενικό: αυτός έχει τρία παιδιά και δυο κορίτσια, με το συμπάθιο. Αυτό το με το συμπάθιο, καταμαρτυρούσε το πόσο υποβιβασμένη ήταν η γυναίκα μέσα στην κοινωνία. Βέβαια, ως εξήγηση, δυο είναι οι λόγοι που οι οικογένειες της επαρχίας ξεχώριζαν τόσο πολύ το αρσενικό παιδί από το κορίτσι και επιζητούσαν με λαχτάρα τη γέννηση αρσενικών τέκνων: ο πρώτος λόγος είναι ότι τα αρσενικά χέρια θεωρούνταν πιο παραγωγικά στα χωράφια και γενικά στις γεωργικές εργασίες· ο δεύτερος ότι με το αρσενικό τέκνο δεν ήταν υποχρεωμένοι οι γονείς να νοιάζονται για προίκα, αφού το έθιμο είναι η νύφη να δίνει προίκα στο γαμπρό. 7. άνθρωπος περασμένης ηλικίας που νεάζει, που παριστάνει το νέο ή που διατηρείται νέος: «εξήντα χρονών παιδί». 8α. στον πλ. τα παιδιά, οι φίλοι, η παρέα αγόρια και κορίτσια, άντρες και γυναίκες: «την Κυριακή όλα τα παιδιά θα πάμε εκδρομή στον Όλυμπο». (Λαϊκό τραγούδι: τα παιδιά, τα παιδιά, τα φιλαράκια τα καλά τα σνομπάρεις και δε δίνεις σημασία πια καμιά). β. οι συνάδελφοι, οι σύντροφοι: «ο εχθρός μας είχε περικυκλώσει αλλ’ ευτυχώς είχαν έρθει τα παιδιά απ’ το τάγμα κι έτσι απεγκλωβιστήκαμε». (Τραγούδι: τα παιδιά τους καρτερούσαν του στρατού του λαϊκού και με τις χειροβομβίδες τους εκάναν τ’ αλατιού). 9. (στη γλώσσα της αργκό) οι άντρες της Αμέσου Δράσεως, και γενικά οι μπάτσοι: «λίγα λεπτά μετά το τηλεφώνημα πλάκωσαν τα παιδιά». 10. τα μέλη μιας οργάνωσης, ιδίως παράνομης, τα μέλη μιας συμμορίας: «πάρε μερικά απ’ τα παιδιά και πήγαινε να ξεκαθαρίσεις την κατάσταση». Υποκορ. παιδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αγέννητο το παιδί, αγορασμένη η σκούφια, βλ. λ. σκούφια·
- αλλάζω το παιδί, του φορώ καθαρά ρούχα: «μια στιγμή ν’ αλλάξω το παιδί, που κατουρήθηκε, κι έρχομαι»·
- αμάρτησα για το παιδί μου, ειρωνική έκφραση, που απευθύνεται σε γυναίκα με πλούσια ερωτική δράση: «ξέρω, ξέρω γιατί πας με τόσους πολλούς άντρες, αμάρτησα για το παιδί μου». Αναφορά στις μελό ταινίες του νεοελληνικού κινηματογράφου του 1950 και του 1960, όπου η συγκεκριμένη έκφραση αποτελούσε τη συνηθισμένη δικαιολογία της φτωχής μητέρας που ενέδιδε στις ερωτικές προτάσεις των πλούσιων αφεντικών της για να αναθρέψει το παιδί της·
- αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, όποιος θέλει να βρει το δίκαιό του, πρέπει να το απαιτήσει με επιμονή και υπομονή: «πρέπει να πας παλικαρίσια και να του ζητήσεις να επανορθώσει την αδικία που σου έκανε, γιατί, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, λ. γάιδαρος·
- απ’ τη λεχώνα ως τη μαμή χάθηκε το παιδί, βλ. λ. λεχώνα·
- από παιδί, από την παιδική ηλικία: «από παιδί ήταν φρόνιμος και υπάκουος»·
- άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα, συμβαίνει πολλές φορές, όταν κάποιο παιδί γεννηθεί άσχημο, να γίνει όμορφο όταν μεγαλώσει: «μη στενοχωριέσαι που δε γεννήθηκε όμορφος ο γιος σου, γιατί, όπως λέει κι ο λαός, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα»·
- άτιμο παιδί! βλ. λ. άτιμος·
- βαστώ το παιδί, βλ. φρ. κρατώ το παιδί·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
- δε γνωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. φρ. δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! λ. παιδάκι·
- δεν είμαστε παιδιά! βλ. φρ. παιδιά είμαστε(!)·
- δεν μπορεί να βαστήξει παιδί, (για γυναίκες) βλ. φρ. δεν μπορεί να κρατήσει παιδί·
- δεν μπορεί να κρατήσει παιδί, (για γυναίκες) κάνει συνέχεια αποβολές: «χρόνια τρέχουν στους γιατρούς, γιατί δεν μπορεί να βαστήξει παιδί»·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, βλ. λ. δουλειά·
- εγκλημάτησα για το παιδί μου, βλ. φρ. αμάρτησα για το παιδί μου·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις, βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του, α. έχει όλα τα προτερήματα του πατέρα του. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας πως έχει όλα τα ελαττώματα του πατέρα του·
- είναι δικό μας παιδί, είναι του περιβάλλοντός μας ή ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς: «πρέπει να τον βοηθήσουμε όσο μπορούμε, γιατί είναι δικό μας παιδί»·
- είναι δικό μου παιδί, για το συγκεκριμένο άτομο ενδιαφέρθηκα προσωπικά για την επαγγελματική ή καλλιτεχνική  του ανέλιξη: «αυτός ο πετυχημένος ζωγράφος, είναι δικό μου παιδί»·
- είναι ένα μεγάλο παιδί, παρ’ όλη την ηλικία του είναι αθώος, καλός και ανοιχτόκαρδος, εξακολουθεί να έχει τα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας: «μην τον βλέπεις έτσι σοβαρό και απλησίαστο, γιατί, αν τον γνωρίσεις καλά, θα δεις πως στην πραγματικότητα είναι ένα μεγάλο παιδί»·
- είναι παιδί της μαμάς του, λέγεται για καλομαθημένο παιδί, για παιδί που είναι μαμόθρεφτο (βλ. λ.): «είναι μαθημένος να του κάνουν όλα τα χατίρια, γιατί από μικρός είναι παιδί της μαμάς του»·
- είναι παιδί του πατέρα του, βλ. φρ. είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του·
- είναι της μάνας του παιδί, βλ. λ. μάνα·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; ειρωνική έκφραση σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας κοροϊδέψει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις σήμερα διακόσια χιλιάρικα, θα σου επιστρέψω αύριο πεντακόσια. -Έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα;». Άλλες φορές πριν και άλλες φορές μετά τα παιδιά, προτάσσεται ή ακολουθεί το έξυπνα·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, βλ. λ. αλεπού·
- η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει, βλ. λ. χελώνα·
- η ώρα του παιδιού, βλ. λ. ώρα·
- θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου, έκφραση με την οποία προκαλούμε κάποιον να αποδείξει έμπρακτα αυτό που ισχυρίζεται πως μπορεί να κάνει: «για όλα αυτά που μου λες, θέλω μια χειροπιαστή απόδειξη. Ορίστε λοιπόν· θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου. Ανέλαβε τη δουλειά και τελείωσέ την στο χρόνο που λες». Συνών. άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί / ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, βλ. λ. καιρός·
- κακό παιδί, χαρακτηρίζει νεαρό που είναι ανήθικος, άτακτος και απατεώνας: «να μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι κακό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι παιδί κακό,γιατί θέλεις να πονώ, έφτασ’ η ψυχή στο στόμα μ’ ένα ασόδυο ακόμα απ’ τον κόσμο θα χαθώ
- καλό παιδί, α. χαρακτηρίζει νεαρό που είναι ηθικός, τίμιος, φρόνιμος: «ακούει και σέβεται τους μεγαλύτερούς του, γιατί είναι καλό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι το καλό παιδί αυτό που γνώρισες εσύ, τώρα μ’ αρέσει να γυρνάω και το καλό παιδί ξεχνάω).β. χαρακτηρίζει νεαρό που έχει φιλότιμο, μπέσα: «είναι καλό παιδί και μπορείς να τον εμπιστευτείς άφοβα». (Λαϊκό τραγούδι: τον κοιτούσαμε θλιμμένοι και με πόνο στην καρδιά, γιατί ήταν στην παρέα απ’ τα πιο καλά παιδιά)· βλ. και φρ. το καλό παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλώς τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά! α. φιλική προσφώνηση στην παρέα μας ή σε κάποια άλλη παρέα. (Δημοτικό τραγούδι: γεια σου χαρά σου γέρο, καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά). β. πολλές φορές, η φιλική αυτή προσφώνηση μπορεί να γίνει και από την παρέα προς ένα μόνο άτομο: «βρε, καλώς τα παιδιά, καιρό είχαμε να σε δούμε!». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση ή και με δυσφορία, όταν έρχονται στην ομήγυρη ανεπιθύμητα άτομα, ιδίως αστυνομικοί και μπορεί να γίνει και προς ένα μόνο άτομο. Σε αυτοί την περίπτωση η φρ. εκφέρεται μουρμουριστά και με ελαφρό στρίψιμο του κεφαλιού προς τα πλάγια ή κατέβασμα προς τα κάτω, για να μη φανούν τα χείλη που ανοιγοκλείνουν· βλ. και φρ. καλώς το παιδί(!)·
- καλώς το παιδί! ή καλώς τα παιδιά! ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα: «θέλω να πας να μου πληρώσεις τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε. και να μου δώσεις και δέκα χιλιάδες ευρώ που τα χρειάζομαι. -Καλώς το παιδί!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο· βλ. και φρ. καλώς τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά(!)·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, λέγεται στην περίπτωση που κάποιοι γονείς αντιμετωπίζουν την αδιάφορη, άστοργη ή αχάριστη στάση των παιδιών τους. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το κι ύστερα σου λένε·
- κάνε παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. φρ. κάνε παιδί να δεις καλό·
- κάνω σαν παιδί, συμπεριφέρομαι με αφέλεια, παιδιαρίζω: «πρέπει ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι πιο σοβαρά και να πάψεις επιτέλους να κάνεις σαν παιδί»·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, δηλώνει πως οι γονείς λένε μερικές φορές πάνω στα νεύρα τους πολύ σκληρά λόγια για τα παιδιά τους, χωρίς όμως να τα εννοούν: «μου ’χει φάει τη ζωή το παλιόπαιδο μέχρι να το μεγαλώσω, που να σπάσει το πόδι του, όμως πρόσεχε, γιατί καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω»·  
- κλαίει σαν παιδί, κλαίει σπαραχτικά: «όταν βλέπει κάποια παλιά ελληνική κοινωνική ταινία, κλαίει σαν παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτωσε στης μοναξιάς μου το στενό κελί, μόνος μου κι αυτό το βράδυ κλαίω σαν παιδί
- κρατώ το παιδί, (για γυναίκες) αποφασίζω να μην κάνω έκτρωση, αποφασίζω να το γεννήσω: «αν και δεν ήταν παντρεμένη μαζί του, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί»·
- μένω παιδί, συμπεριφέρομαι σαν παιδί (παρόλο που έχω μεγαλώσει): «παρά τα χρόνια που κουβαλάει, έμεινε παιδί»·
- μη γίνεσαι παιδί! συμπεριφέρσου όπως αρμόζει στην ηλικία σου, μη γίνεσαι αφελής, μην κάνεις παιδιαρίσματα: «πρέπει να σκεφτείς καλά πώς θα ενεργήσεις, μη γίνεσαι παιδί! || θα σε ρίξει οπωσδήποτε, αν πιστέψεις αυτά που σου λέει, μη γίνεσαι παιδί! || αφού πρέπει να πάρεις το φάρμακο σου, θα κλείσεις τα μάτια και θα το καταπιείς, μη γίνεσαι παιδί!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα τώρα·
- μην κάνεις σαν παιδί! βλ. φρ. μη γίνεσαι παιδί(!)·
- μην κλοτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ’ τα παιδιά σου, βλ. λ. γονικά·
- μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, βλ. λ. κερί·
- να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να μη χαρώ τα παιδιά μου! όρκος που δίνουμε σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που του λέμε: «να μη χαρώ τα παιδιά μου, αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!) ·
- να παιδί, να μάλαμα! ειρωνική έκφραση για νεαρό άτομο που συμπεριφέρεται άπρεπα, ανάγωγα και προκλητικά σε μεγαλύτερους ή στους γονείς του·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, βλ. λ. μάνα·
- να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να χαρείς τα παιδιά σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα λεφτά που μου χρειάζονται, να χαρείς τα παιδιά σου! || να χαρείς τα παιδιά σου, πάρε με με τ’ αυτοκίνητό σου μέχρι την πόλη!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ο … (ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, (στη γλώσσα του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου) τα δυο άτομα που αναφέρονται και που θεωρούνται ηγετικές φυσιογνωμίες και οι συναθλητές τους, και οι υπόλοιποι άξιοι παίχτες της ομάδας τους. Οι δυο πρώτοι αθλητές που ακούστηκαν ήταν ο Γκάλης και ο Γιαννάκης, όταν έπαιζαν στην ομάδα μπάσκετ του Άρη Θεσσαλονίκης στη δεκαετία των μεγάλων επιτυχιών 1980-1990 και όταν η εθνική ομάδα του μπάσκετ πήρε το ευρωπαϊκό κύπελλο το 1987 στην Αθήνα και ύστερα από πολλά χρόνια, οι αθλητές που ακούστηκαν ήταν ο Ζαγοράκης και ο Χαριστέας της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, που το 2004 κατέκτησε το ευρωπαϊκό κύπελλο στη Λισσαβόνα: «ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τ’ άλλα παιδιά, χάρισαν στην Ελλάδα το ευρωπαϊκό κύπελλο μπάσκετ || ο Ζαγοράκης, ο Χαριστέας και τ’ άλλα παιδιά, χάρισαν δόξα στην Ελλάδα, αφού κατάφεραν και κατέκτησαν το 2004 το ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου»·    
- ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του, πολλές φορές οι φτωχοί είναι πιο ευτυχισμένοι από τους πλούσιους: «δούλεψε σκληρά για να κάνει λεφτά κι έμεινε μαγκούφης στη ζωή του, ενώ ο αδερφός του που είναι φτωχός, έχει ολόκληρη οικογένεια που τη βλέπει και τη χαίρεται, κι έτσι, έμεινε ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του». Πρβλ.: στο σεράι δάκρυ τρέχει, στην καλύβα πέρα βρέχει, ευτυχία και παράς δεν πάν’ μαζί (Λαϊκό τραγούδι).Συνών. ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- παιδί αστέρι, α. πολύ καλό παιδί, ξεχωριστό. Απότην εικόνα των αστεριών που λάμπουν στον ουρανό. β. (ειρωνικά) εντελώς το αντίθετο: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι παιδί αστέρι και θα σε μπλέξει»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- παιδί θαύμα, παιδί που, παρά τη μικρή του ηλικία, έχει εκπληκτικές ικανότητες σε ένα είδος: «ο Μότσαρτ υπήρξε παιδί θαύμα στο χώρο της μουσικής || ο γιος του τάδε είναι παιδί θαύμα στα μαθηματικά || ο τάδε είναι παιδί θαύμα στο σκάκι»·
- παιδί μου! ή παιδί μου εσύ! θαυμαστικό επιφώνημα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- παιδί μου ατελείωτο! θαυμαστικό επιφώνημα σε ψηλή και όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας: «τι κορμάρα είσαι εσύ, παιδί μου ατελείωτο!»·
- παιδί ’ναι και παιδεύεται, α. ειρωνική αναφορά σε άτομο που ασχολείται συνέχεια με διάφορες εργασίες, χωρίς να αποκομίζει κάποιο κέρδος, και όμως, εξακολουθεί να προγραμματίζει νέες. β. ειρωνική αναφορά σε άτομο που προσπαθεί να επιδιορθώσει κάτι, χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνώσεις, και όμως, επιμένει. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άσ’ τον ή το άσ’ τον μωρέ·
- παιδί πράμα! α. έκφραση με την οποία επιτιμούμε κάποιον για κάποια ενέργειά του, αλλά παράλληλα κεντρίζουμε το φιλότιμό του, ώστε στο εξής να ενεργεί σωστά: «επιτρέπεται τώρα εσύ, παιδί πράμα, να συμπεριφέρεσαι έτσι άσχημα σε γέρο άνθρωπο!». β. λέγεται και με συμπάθεια: «παιδί πράμα κι από μικρός στα βάσανα»· βλ. και φρ. παιδάκι πράμα! παιδάκι·
- παιδί σκεπάρνι, (στη γλώσσα της αργκό) α. άνθρωπος ανόητος, βλαμμένος, που έχει εγκεφαλική βλάβη, σαν να έχει δεχτεί στο κεφάλι του χτύπημα με σκεπάρνι: «μην περιμένεις να καταλάβει τι του λες, γιατί είναι παιδί σκεπάρνι». β. άνθρωπος πολύ κουραστικός, μονότονος, χοντροκομμένος, όπως και η εργασία που επιτελεί κανείς με το σκεπάρνι: «βαριέσαι να κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι παιδί σκεπάρνι»·
- παιδί σφυρί, βλ. φρ. παιδί σκεπάρνι·
- παιδί τζιμάνι, το λεβεντόπαιδο, το παλικάρι που έχει καλό χαρακτήρα, που είναι καθώς πρέπει: «ο τάδε είναι το πιο τζιμάνι παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως είσαι από τη Μάνη κι είσαι ένα παιδί τζιμάνι
- παιδί τζιτζίκι, άνθρωπος ανόητος, φλύαρος, χαζός: «παιδί τζιτζίκι τώρα, κάθεσαι και του δίνεις σημασία!». Από τον χαρακτηριστικό ήχο που βγάζουν τα τζιτζίκια, που είναι ιδίως ενοχλητικός και χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή μελωδία·
- παιδί της μάνας του (του πατέρα του) ή παιδί της μαμάς του (του μπαμπά του), α. μοιάζει στη μορφή τη μητέρα του (τον πατέρα του) ή έχει τα ελαττώματα ή τα προτερήματα της μητέρας του (του πατέρα του): «είναι πολύ καθαρό παιδί, ολόιδιο παιδί της μάνας του || πώς να μη γίνει χαρτοπαίχτης, αφού είναι παιδί του πατέρα του!». β. είναι πολύ καλομαθημένος, δεν έχει άμεση γνώση των δυσκολιών της ζωής, δεν εργάζεται και συντηρείται από τη μητέρα του (τον πατέρα του): «έγινε κοτζάμ παλικάρι κι ακόμη είναι παιδί του πατέρα του»·
- παιδί της Παναγιάς, α. είναι πάρα πολύ τυχερός: «τράκαρε μ’ ολόκληρο φορτηγό και δεν έπαθε τίποτα, γιατί είναι παιδί της Παναγιάς». β. πρόκειται για άτομο τίμιο, ηθικό: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι παιδί της Παναγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού, μα με ζεστή αγκάλη  
- παιδί του δρόμου, το φτωχόπαιδο, αλλά και το αλητόπαιδο: «δε θέλω να κάνεις παρέα με παιδιά του δρόμου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι του δρόμου το παιδί το παραπεταμένο και σαν σκυλάκι κάθομαι στους πάγκους το καημένο
- παιδί του λαού, εξέχον πρόσωπο, ιδίως διακεκριμένος καλλιτέχνης με λαϊκή καταγωγή, που το έργο του έχει μεγάλη λαϊκή απήχηση: «ο ηθοποιός Ν. Ξανθόπουλος υπήρξε το αγαπημένο παιδί του λαού γιατί ενσάρκωσε στα έργα του τους πόνους και τους πόθους των απλοϊκών ανθρώπων». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού, μα με ζεστή αγκάλη
- παιδί του σωλήνα, παιδί που γεννήθηκε με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης: «αυτό το ζευγάρι δεν μπορούσε να κάνει παιδί κι απόκτησε παιδί του σωλήνα»·
- παιδιά είμαστε! έκφραση με την οποία θέλουμε να επιβεβαιώσουμε τον συνομιλητή μας πως ενεργούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και πως θα πραγματοποιήσουμε οπωσδήποτε αυτό που προηγουμένως του υποσχεθήκαμε: «δηλαδή, θα μου δώσεις αυτό το ποσό που μου χρειάζεται; -Παιδιά είμαστε!». Συνήθως άλλοτε της φρ. προτάσσεται το έλα ή το καλά και άλλοτε η φρ. κλείνει με το τώρα ή είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το έλα ή το καλά και κλείνει παράλληλα με το τώρα·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, ομάδα ή ομάδες ανθρώπων που βρίσκονται σε τέλεια εξαθλίωση, που υποφέρουν τα πάνδεινα: «πολλές φυλές της Αφρικής είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού»·
- παιδιά σκυλιά δεν έχει, βλ. φρ. δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, λ. γατί·
- παιδιά της αγοράς, βλ. φρ. παιδιά της πιάτσας. (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σένα, Γιάννη, παιδί της αγοράς, χίλια διακόσια φράγκα τη μάπα να τη φας
- παιδιά της Ασφάλειας, (των Ηθών, της Τροχαίας), οι αστυνομικοί της Ασφάλειας, (των Ηθών, οι τροχονόμοι): «αν μπλέξεις με τα παιδιά της Ασφάλειας, θα ’χεις κακά ξεμπερδέματα»·
- παιδιά της άφρας, οι κλέφτες, οι λωποδύτες: «τα παιδιά της άφρας έχουν μια αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ τους»·
- παιδιά της κούπας, οι πότες: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα παιδιά της κούπας, κάθε βράδυ γυρίζει στο σπίτι του παραπατώντας». Από το ότι παλιά έπιναν  στο κρασοπουλειό το κρασί μέσα σε κούπες·   
- παιδιά της μάσας, (στη γλώσσα της αργκό) εκείνοι οι άνθρωποι, που δεν κάνουν τίποτα αν δεν πρόκειται να κερδίσουν κάτι νόμιμα ή παράνομα, που πρέπει δηλ. να φάνε για να κάνουν κάτι: «αυτός είναι απ’ τα παιδιά της μάσας και δεν κάνει τίποτα χωρίς κέρδος»·
- παιδιά της μπάτσικας, (στη γλώσσα της αργκό) οι χασομέρηδες, οι αργόσχολοι. «στη Θεσσαλονίκη, τα παιδιά της μπάτσικας μαζεύονταν στο Πτι Παλέ ή στο Ματζέστικ όπου και ξημεροβραδιάζονταν». Από το ότι η μπάτσικα ήταν παιχνίδι που παιζότανε στο μπιλιάρδο ή στο χαρτοπαίγνιο και είχε μεγάλη χρονική διάρκεια·
- παιδιά της ντάγκλας, (στη γλώσσα της αργκό) οι ναρκομανείς, οι πρεζάκηδες: «είναι αβέβαιο το μέλλον των παιδιών της ντάγκλας»·
- παιδιά της πιάτσας, οι άνθρωποι της αγοράς, που ασχολούνται με το πάρε δώσε, με το αλισβερίσι, νόμιμο ή παράνομο και, κατ’ επέκταση, οι έξυπνοι, οι ξύπνιοι, οι καταφερτζήδες: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα, γιατί από μικρός μεγάλωσε με τα παιδιά της πιάτσας». Πρβλ.: είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα (Λαϊκό τραγούδι)·
- παιδιά της πλατείας, (στη νεοαργκό) αυτοί που συχνάζουν σε πλατείες, ιδίως της πλατείας Εξαρχείων, οπότε η έμφαση δίνεται στους αναρχικούς, ή της πλατείας Κολονακίου, οπότε η έμφαση δίνεται στα βουτυρόπαιδα, στους φλώρους: «έδρασαν πάλι τα παιδιά της πλατείας κι έκαψαν το Πολυτεχνείο || τα παιδιά της πλατείας ήταν αραχτά στις πολυθρόνες τους κι έπιναν το φραπόγαλά τους»·
- παιδιά της σούρας, οι μπεκρήδες: «κάθε βράδυ μαζεύονται τα παιδιά της σούρας στο τάδε ουζερί και τα κοπανάνε μέχρι τα ξημερώματα»·
- παιδιά της τράπουλας, οι χαρτοπαίχτες: «αφού έμπλεξες με τα παιδιά της τράπουλας, σίγουρα θα καταστραφείς»·
- παιδιά της τσόχας, α. βλ. φρ. παιδιά της τράπουλας. β. παίχτες ζαριών: «τα παιδιά της τσόχας είναι πιο τζογαδόροι απ’ τα παιδιά της τράπουλας»· βλ. και λ. τσόχα·
- παιδιά της φάρας, (στη γλώσσα της αργκό) α. τα παιδιά της πιάτσας (βλ. φρ.): «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα παιδιά της φάρας, κονόμησε ένα κάρο λεφτά». β. τα άτομα που ανήκουν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, στην ίδια συντεχνία: «μπορεί και ο τάδε να μας πει από τι πάσχει το αμάξι, γιατί είναι κι αυτός απ’ τα παιδιά της φάρας», δηλ. είναι κι αυτός μηχανικός αυτοκινήτων·
- παιδιά της φούμας, (στη γλώσσα της αργκό) οι χασικλήδες: «αφού έμπλεξες με τα παιδιά της φούμας, σίγουρα σε βλέπω στη φυλακή»·
- παιδιά του Θεού, λέγεται για κάθε άνθρωπο: «δεν πρέπει να μαλώνουμε, γιατί όλοι είμαστε παιδιά του Θεού»·
- παιδιά του ταραφιού, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. παιδιά της φάρας·
- παιδιά των λουλουδιών, οι χίπηδες (βλ. λ.)·
- παιδιά των φαναριών, ανήλικα φτωχά παιδιά που στέκονται στις οδικές διαβάσεις και καθαρίζουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ελπίζοντας στα φιλεύσπλαχνα αισθήματα των οδηγών. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά είναι ξένης υπηκοότητας: «τα παιδιά των φαναριών έχουν απασχολήσει πολλές φορές τα Μ.Μ.Ε.»·
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, βλ. λ. παπάς·
- παραμύθια για μικρά παιδιά, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένω παιδί, (για γυναίκες) είμαι έγκυος: «κάθε φορά που βλέπω στο λεωφορείο γυναίκα που περιμένει παιδί, σηκώνομαι και της παραχωρώ τη θέση μου»·
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, λέγεται για άτομο που, ενώ δεν το υπολογίζουμε, αποδεικνύεται στο τέλος πιο άξιο από άλλο ή άλλα: «αυτόν τον υπάλληλο δεν τον υπολόγιζα καθόλου, αλλά αποδείχτηκε πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού και με στήριξε όσο κανένας άλλος»· 
- πιάνω παιδί, (για γυναίκες), μένω έγκυος: «είναι η τρίτη φορά που πιάνει παιδί μέσα σε τέσσερα χρόνια»·
- πολλές μαμές, στραβό το παιδί, βλ. λ. μαμή·
- πώς πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; - Όσο πάνε και μαυρίζουν, λέγεται για αυτούς που πηγαίνουν όλο προς το χειρότερο·
- ρε παιδιά! λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να εκφράσουμε τη δυσφορία μας σε κάποιο όμιλο παιδιών, νεαρών ή προς την παρέα μας για ενέργειά τους που τη θεωρούμε απαράδεκτη ή που μας ενοχλεί: «ρε παιδιά, μην ενοχλείτε γέρο άνθρωπο! || ρε παιδιά, κάντε λίγη ησυχία, μήπως μπορέσουμε και κοιμηθούμε!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- ρε παιδιά, φιλική προσφώνηση στην παρέα: «τι λέτε, ρε παιδιά, πάμε ν’ ακούσουμε κανένα μπουζουκάκι;»·
- ρίχνω το παιδί, α. (για γυναίκες), κάνω έκτρωση: «επειδή έμεινε έγκυος, χωρίς να είναι παντρεμένη, πήγε σ’ ένα γιατρό κι έριξε το παιδί». β. πιο σπάνια κάνω αποβολή, αποβάλλω: «ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος που πήρε, ώστε έριξε το παιδί»·
- σαν μικρό παιδί, στερεότυπη έκφραση που χαρακτηρίζει κάποιον ενήλικο ο οποίος έχει συμπεριφορά μικρού παιδιού: «μόλις τον αγριέψεις λίγο, φοβάται σαν μικρό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό σαν λάχαινε να δει δάκρυζε σαν μικρό παιδί κι ως είχε και παράδες, μοίραζε ψώνια αγκαλιά κάθε Χριστού και Πασχαλιά στους φτωχομαχαλάδες)· 
- σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο μας ατόπημα: «σαν παιδί κι εγώ έκανα ένα λάθος». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν παιδί κι εγώ, ήθελα ένα αυτοκίνητο και δανείστηκα λεφτά για να τ’ αγοράσω, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ·
- σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις! απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα του επιβάλουμε άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, παραδειγματικά: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις!»·
- σπέρνει παιδιά στο δρόμο, βλ. λ. σπέρνω·
- στη ζωή των παιδιών μου! βλ. λ. ζωή·
- στο σώβρακο τα παιδιά μου, βλ. λ. σώβρακο·
- στον τοίχο τα παιδιά μου, βλ. λ. τοίχος·
- τα δικά μας παιδιά, χαρακτηρισμός των οπαδών, των ψηφοφόρων πολιτικού κόμματος με νίκη του οποίου σε εκλογές και ανάληψη της εξουσίας επιδιώκεται ο διορισμός τους στο δημόσιο. Συνήθως ως τέτοια αναφέρονται οι οπαδοί των δυο μεγάλων κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία, δηλ. του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως πράσινα παιδιά, επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το πράσινο, και της Ν.Δ. ως γαλάζια παιδιά, επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το γαλάζιο. Επίσης ως κόκκινα παιδιά, αναφέρονται και οι οπαδοί, οι ψηφοφόροι του Κ.Κ.Ε., επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το κόκκινο: «μόλις αναλάβει το κόμμα μας την εξουσία, πρώτο μας μέλημα είναι να βολέψουμε τα δικά μας παιδιά»·  
- τα γαλάζια παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- τα κόκκινα παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- τα μπλε παιδιά, βλ. φρ. τα γαλάζια παιδιά·
- τα πράσινα παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει, βλ. λ. κουφός·
- της πήρε το παιδί, (για μαιευτήρες) της το απέσπασε από τη μήτρα λόγω προβλήματος του εμβρύου, της κύησης: «επειδή η εξέταση έδειξε πως το έμβρυο είχε μεσογειακή αναιμία, ο μαιευτήρας της της πήρε το παιδί». Πολλές φορές, η φρ. στον τύπο της πήραν το παιδί, εννοώντας και το επιτελείο του μαιευτήρα· 
- της πήρε το παιδί με καισαρική, (για μαιευτήρες) της το απέσπασε από τη μήτρα της: «της πήρε το παιδί με καισαρική, γιατί ερχόταν ανάποδα». Πολλές φορές, η φρ. στον τύπο της πήραν το παιδί με καισαρική, εννοώντας και το επιτελείο του μαιευτήρα·
- τι παιδί κι αυτό(ς)! ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν κάθεται ποτέ ήσυχο και μπερδεύεται συνέχεια σε διάφορες υποθέσεις, ιδίως παράνομες: «πάλι ήταν ανακατεμένος ο τάδε σε κείνη τη βρομοδουλειά. -Τι παιδί κι αυτός!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα ή το αμάν ή το αμάν πια·
- το καλό παιδί, χαρακτηρισμός παιδιού που ξεχωρίζει σε ένα σύνολο, σε μια παρέα για το φιλότιμο και το ήθος του: «ο τάδε είναι το καλό παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου)· βλ. και φρ. καλό παιδί·
- … το παιδί! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον, ιδίως νεαρό, που έπαθε κάτι κακό: «βρε τι έπαθε το παιδί στα καλά καθούμενα! || μα είναι δυνατό να φέρεσαι με τόσο κακό τρόπο στο παιδί!». (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλει ντε καλά και σώνει να πεθάνει δηλαδή
- το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «πριν καν αρχίσουμε να δουλεύουμε, σκέφτεσαι τι θα κάνεις τα κέρδη σου, δηλαδή, το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε || έχω καταλήξει να μην αγοράσω αυτοκίνητο, γιατί οι περισσότεροι οδηγοί είναι ασυνείδητοι και θα σκοτωθώ. -Έλα, ρε φίλε, το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- το παιδί λάστιχο, παιδί που έχει πολύ ευλύγιστο, πολύ ελαστικό σώμα, που παρουσιάζεται συνήθως ως θέαμα σε διάφορα λούνα παρκ ή τσίρκο: «περάστε να δείτε, να θαυμάσετε το παιδί λάστιχο!»·
- το παιδί του καταστήματος, βλ. λ. κατάστημα·
- το παιδί του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- το παιδί του μαγαζιού, βλ. λ. μαγαζί·
- το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2·  
- το ρίξιμο του παιδιού, βλ. λ. ρίξιμο·
- το τρομερό παιδί, λέγεται για άτομο ανεξαρτήτου ηλικίας που από τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του ή από την έντονη επίδειξη πνεύματος ανεξαρτησίας ξεχωρίζει δυναμικά μέσα σε ένα σύνολο: «ο Βασίλης Καΐλας υπήρξε το τρομερό παιδί του ελληνικού κινηματογράφου || ο τάδε γιατρός υπήρξε το τρομερό παιδί του ιατρικού χώρου»·
- το χαϊδεμένο παιδί, λέγεται για άτομο που είναι πολύ αγαπητό σε ένα χώρο, ιδίως επαγγελματικό, που κανείς δεν του χαλάει το χατίρι: «η Βουγιουκλάκη υπήρξε το χαϊδεμένο παιδί του ελληνικού κινηματογράφου»·
- του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί, έκφραση που δηλώνει τη μεγάλη αδυναμία και στοργή που έχουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους·
- τρώει τα παιδιά του (της), λέγεται στην περίπτωση που η δύναμη ή το περιβάλλον που αναδεικνύει κάποιον, μετά από καιρό τον καταστρέφει: «το τάδε τηλεοπτικό κανάλι έχει αναδείξει πολλούς άξιους δημοσιογράφους, όμως αυτό το ίδιο το κανάλι τρώει τα παιδιά του, γιατί τους απολύει χωρίς λόγο || παρ’ όλη την αγάπη που δείχνουμε γι’ αυτή την πόλη, η Θεσσαλονίκη είναι μοναδική στο να τρώει τα παιδιά της». Αναφορά στο θεό Κρόνο της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του·
- των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν, ο προνοητικός άνθρωπος ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτοιμος, αν του παρουσιαστεί ξαφνικά κάποια ανάγκη: «έχει κάτι λεφτουδάκια στην τράπεζα για ώρα ανάγκης, γιατί των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν». Συνών. αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα / άναψε το φανάρι σου, προτού να σ’ εύρει η νύχτα / ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’ / όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει. Αντίθ. άμα δεν πεινάσει, δε ζυμώνει·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, βλ. λ. ύπνος·
- φέρνω παιδί, (για γυναίκες) γεννώ: «έφερε δυο παιδιά, που τ’ ανάθρεψε με μεγάλη στοργή και φροντίδα». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήξερες, καλή μου μάνα, πόσα τραβάω στη ζωή σ’ αυτόν τον άδικο και ψεύτη κόσμο, ποτέ δε θα ’φερνες παιδί)· 
- χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, λέγεται ειρωνικά για ανεύθυνο άτομο, που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενα του τάδε, γιατί είναι χαζό παιδί, χαρά γεμάτο»·
- χάνω το παιδί, (για έγκυες γυναίκες) αποβάλλω: «είναι πολύ στενοχωρημένος γιατί είναι η δεύτερη φορά που η γυναίκα του χάνει το παιδί || η γυναίκα του κινδύνεψε να πέσει απ’ τη σκάλα κι απ’ τον τρόμο που πήρε έχασε το παιδί».

πέτρα

πέτρα, η, ουσ. [<αρχ. πέτρα], η πέτρα. 1. ο πολύτιμος λίθος, το πετράδι: «της αγόρασε ένα δαχτυλίδι, που είχε απάνω του μια πέτρα να!». 2. πετρώδης σχηματισμός, που δημιουργείται στον οργανισμό, ιδίως στα νεφρά, στη χολή ή στα δόντια: «έχει πέτρα στα νεφρά || θα κάνει εγχείρηση, γιατί έχει πέτρα στη χολή || πήγε στον οδοντογιατρό του για να του καθαρίσει την πέτρα απ’ τα δόντια». 3. καθετί που είναι σκληρό σαν πέτρα: «το ψωμί έγινε πέτρα και δεν τρώγεται». 4. η τσακμακόπετρα: «τέλειωσε η πέτρα και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσακμάκι μου». 5. (στη γλώσσα της αργό) τα καταναγκαστικά έργα: «άμα περάσεις απ’ την πέτρα, δεν την ξεχνάς ποτέ». Υποκορ. πετρούλα κ. πετρίτσα, η κ. πετραδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- αλέθω πέτρες, βλ. φρ. το στομάχι μου αλέθει και πέτρες·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, α. εκμεταλλεύεται στο έπακρο και την παραμικρή ευκαιρία, αποκομίζει κέρδος και από κει που κανείς δεν το περιμένει: «είναι τόσο καπάτσος άνθρωπος, που βγάζει κι απ’ την πέτρα λάδι». β. είναι πάρα πολύ δυνατός: «δεν τολμάει κανείς να τα βάλει μαζί του, γιατί βγάζει κι απ’ την πέτρα λάδι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει με μεγάλη δύναμη μια πέτρα μέσα στη χούφτα του (και βγαίνει λάδι, όπως όταν συνθλίβεται μια ελιά)·
- δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. φρ. δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα·
- δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, καταστράφηκαν, ισοπεδώθηκαν τα πάντα: «τ’ αεροπλάνα βομβάρδιζαν κατά κύματα την πόλη, ώσπου στο τέλος δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα». Το ίδιο και για καιρικά ή άλλα φαινόμενα: «απ’ όπου πέρασε ο τυφώνας, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα || ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα». Πρβλ.: κάψτε τα όλα μη μείνει τίποτα, πέτρα στην πέτρα όλα διαλύστε τα (Λαϊκό τραγούδι)·   
- είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έκλαιγαν κι οι πέτρες ή έκλαψαν κι οι πέτρες, εκτυλίσσονταν, εκτυλίχθηκαν τόσο σπαρακτικές σκηνές, που έκλαιγαν, έκλαψαν οι πάντες: «τη στιγμή που ήταν να κατεβάσουν το φέρετρο στον τάφο, έπεσε ο γιος με σπαρακτικές φωνές πάνω στο νεκρό κι έκλαψαν κι οι πέτρες»·
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- η καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου, βρίσκομαι σε τόσο δεινή οικονομική ή ψυχολογική θέση, που σκέφτομαι να αυτοκτονήσω: «είμαι σε τόσο απελπιστική κατάσταση, που θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου». (Λαϊκό τραγούδι: κυρ-τζίτζικα, συμπάθα με που δε σε σιγοντάρω, μ’ απ’ όλα αυτά που πάθαμε μου ’ρχεται να φουντάρω, να βάλω πέτρα στο λαιμό και μια και δυο στον ποταμό).Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το και θα φουντάρω ή με το και θα φουντάρω στη θάλασσα. Από το ότι, συνήθως παλιότερα, πολλοί αυτόχειρες έδεναν μια πέτρα στο λαιμό τους και έπεφταν στη θάλασσα·
- θα πάρω πέτρα, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, σκληρά: «κάτσε καλά, γιατί θα πάρω πέτρα». (Λαϊκό τραγούδι: άσε τα παιχνιδίσματα, κόψε τα βλεφαρίσματα, αλλιώς θα πάρω πέτρα
- θα σηκωθούν κι οι πέτρες, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα υπάρξει καθολική αντίδραση: «αν το δικαστήριό σας καταδικάσει αυτόν τον αθώο άνθρωπο, θα σηκωθούν κι οι πέτρες»·
- κάνω πέτρα την καρδιά ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή, προσπαθώ να φαίνομαι ψύχραιμος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έκανε την καρδιά του πέτρα για να μη δείχνει τον πόνο του στους άλλους». (Λαϊκό τραγούδι: ήσουνα ξελογιασμένη και με άλλονε μπλεγμένη· τώρα κλαις· δε σε λυπάμαι, ούτε σε πονώ· την καρδιά μου θα την κάνω πέτρα, σαν βουνό
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, βλ. λ. κεφάλι·
- κόβει την πέτρα με μαχαίρι ή κόβει την πέτρα με μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- μη ρίχνεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε, βλ. λ. πηγάδι·
- όποια πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω ή όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, χώνεται σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις, είναι παντού αναμεμειγμένος: «είναι σε όλους γνωστός, γιατί, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: όποια πέτρα να σηκώσεις, θα ’μαι από κάτω. Όποια πόρτα κι αν κλειδώσεις μέσα θα με βρεις
- πέτρα πέτρα ή πέτρα την πέτρα, βλ. συνηθέστ. πετραδάκι πετραδάκι, λ. πετραδάκι·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, α. αρνητική έκφραση για άτομο που δε στεριώνει, που δε ριζώνει σε καμιά δουλειά, σε καμιά θέση εργασίας: «αν μου πεις και για τον τάδε, πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, γιατί έχει πάει μέχρι σήμερα σ’ ένα σωρό δουλειές κι ύστερα από λίγο ή φεύγει ή τον διώχνουν». Από την εικόνα της πέτρας που, επειδή βρίσκεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ίδιο σημείο, η βάση της καλύπτεται από διάφορους μύκητες, που εκλαμβάνονται ως μαλλί. β. το ενεργητικό άτομο δεν αποτελματώνεται, ανανεώνει συνεχώς τις γνώσεις και αυξάνει τις ικανότητές του: «το μικρό μου το γιο δε τον φοβάμαι καθόλου, γιατί είναι ζωντανό κι αεικίνητο παιδί και, πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει». Συνών. τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει·
- πέτρα του σκανδάλου, αιτία που προκαλεί σκάνδαλο ή φιλονικία: «δεν ξέρει κανείς γιατί μάλωσαν, αλλά όλοι υποπτεύονται πως πέτρα του σκανδάλου υπήρξε μια γυναίκα»·
- πετώ την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) ή ρίχνω πέτρα (πίσω μου), φεύγω από ένα μέρος ή από έναν τόπο με την απόφαση να μην ξαναγυρίσω ποτέ πίσω: «επειδή ήταν φτωχός κι όλοι τον κορόιδευαν στο χωριό, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και πήγε στην ξενιτιά». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω
- ρίχνω την πέτρα του αναθέματος (σε κάποιον), βλ. λ. ανάθεμα·
- σηκώθηκαν κι οι πέτρες, υπήρξε καθολική αντίδραση: «μόλις μαθεύτηκε πως κι ο υπουργός ήταν μπλεγμένος στο ροζ σκάνδαλο, σηκώθηκαν κι οι πέτρες»·
- σκάει η πέτρα, κάνει αβάσταχτη, ανυπόφορη ζέστη: «τις περισσότερες χρονιές τον Ιούλιο μήνα στον τόπο μας σκάει η πέτρα». Συνών. σκάει ο τζίτζικας·
- στις πέτρες να φυτρώνει! (για ποτά, ιδίως τσίπουρα, ούζα, κρασιά) ευχή που ανταλλάσσουν οι πότες τη στιγμή που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, με την έννοια να υπάρχει άφθονο ποτό, να το βρίσκει κανείς παντού·
- στύβω την πέτρα, είμαι πάρα πολύ δυνατός, είμαι χειροδύναμος: «όταν ήμουν στα νιάτα μου, έστυβα την πέτρα»·
- Συμπληγάδες Πέτρες, κάθε επικίνδυνη ή προβληματική κατάσταση, την οποία δύσκολα μπορεί να αποφύγει ή να ξεπεράσει κανείς με επιτυχία: «οι Συμπληγάδες Πέτρες της παγκοσμιοποίησης || οι Συμπληγάδες Πέτρες του κυπριακού προβλήματος». Αναφορά στους δυο μυθικούς βράχους, που ανοιγόκλειναν, συνθλίβοντας τα καράβια που επιχειρούσαν να περάσουν ανάμεσά τους, γνωστοί από την Αργοναυτική εκστρατεία· 
- την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει, πρόκειται για άνθρωπο που είναι δυνατός και έξυπνος, που έχει μεγάλες ικανότητες: «όλοι θέλουν να τον έχουν στην παρέα τους γιατί, είναι άνθρωπος που την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει»·
- το ξέρουν κι οι πέτρες, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πια σε όλους γνωστό: «μπορώ να σου πω πώς ακριβώς έγινε η δουλειά, γιατί το ξέρουν κι οι πέτρες»·
- το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα, έγινε σκληρό, ψυχρό και ανέκφραστο: «μόλις έμαθε τα δυσάρεστα νέα, το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα»·
- το στομάχι μου αλέθει και πέτρες, βλ. λ. στομάχι·
- τον βρήκε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον έβαλαν στην πέτρα, (στη γλώσσα της αργκό), βλ. φρ. τον έριξαν στην  πέτρα·
- τον έριξαν στην πέτρα, (στη γλώσσα της αργκό) τον καταδίκασαν σε καταναγκαστικά έργα: «δεν μπόρεσε ν’ αποδείξει την αθωότητά του και τον έριξαν πέντε χρόνια στην πέτρα». Η ποινή αυτή επιβαλλόταν σε παλιότερες εποχές. Σήμερα, κατάλοιπο ίσως της προηγούμενης ποινής, είναι η κοινωνική προσφορά που προσφέρει για ένα χρονικό διάστημα ο καταδικασθείς, τόσο, όσο όρισε ως ποινή ο δικαστής για ελαφρά βεβαίως αδικήματα, κυρίως νέων·
- τον ξέρουν κι οι πέτρες, είναι πολύ γνωστός, είναι πασίγνωστος: «αυτόν που μου λες, τον ξέρουν κι οι πέτρες»·
- τον πήραν με τις πέτρες, α. (για δημόσιους αγορητές ή πολιτικούς) αντέδρασαν επιθετικά, τον γιουχάισαν άγρια, τον προπηλάκισαν: «μόλις βγήκε στο μπαλκόνι να μιλήσει, όσοι ήταν μαζεμένοι, τον πήραν με τις πέτρες»· βλ. και φρ. τον πήραν με τ’ αβγά, λ. αβγό. β. (γενικά) τον κυνήγησαν με άγριες διαθέσεις, τον πετροβόλησαν: «μόλις αντιλήφθηκε ο κόσμος ποιος ήταν ο παιδεραστής, τον πήραν με τις πέτρες». Ίσως από αφορμή της καταδίκης σε θάνατο δια λιθοβολισμού, σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο·
- τον πέτυχε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. συνηθέστ. τον πήρε η πέτρα·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. τον πήρε η πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), α. τον έτυχε, τον πέτυχε, τον χτύπησε, ιδίως στο κεφάλι: «μόλις έβγαλε το κεφάλι απ’ τη γωνιά να δει τι γίνεται, τον πήρε η πέτρα». β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι βλαμμένος, που παρουσιάζει κάποια βλάβη στο μυαλό, που είναι αργόστροφος: «δεν φταίει ο καημένος, φταίει που τον πήρε η πέτρα, όταν ήταν μικρός»·
- τον πήρε η πέρα στο κεφάλι, βλ. φρ. τον πήρε η πέτρα·
- τον σιχαίνονται κι οι πέτρες, με τις πράξεις του και γενικά με τη συμπεριφορά του προκαλεί υπερβολική απέχθεια στους άλλους: «δεν τον θέλει κανένας στην παρέα μας, γιατί με τα καμώματά του τον σιχαίνονται κι οι πέτρες».

πίκρα

πίκρα, η, ουσ. [<μσν. πίκρα <πικραίνω (υποχωρητ.)], η πίκρα· συναίσθημα λύπης ή στενοχώριας: «τον γονάτισαν οι πίκρες της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος με βλέπει να γελώ, λέει: πίκρα δεν έχω. Μα ’γω έχω πίκρα στην καρδιά και πίκρα μέσ’ τα χείλια
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, εκείνος που στενοχωριέται για τις ατυχίες, τις δυσκολίες των άλλων στο τέλος βγαίνει ζημιωμένος: «δες τον εαυτό σου και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του», εννοείται από το πολύ το κλάμα παθαίνουν τα μάτια του· 
- έχω πίκρα στην καρδιά, είμαι πολύ λυπημένος, πολύ στενοχωρημένος: «έχω πίκρα στην καρδιά, γιατί δεν πέρασε πάλι ο γιος μου στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος με βλέπει να γελώ λέει: πίκρα δεν έχω. Μα ’γω έχω πίκρα στην καρδιά και πίκρα μέσ’ τα χείλια
- έχω πίκρα στην ψυχή, βλ. φρ. έχω πίκρα στην καρδιά·
- η πίκρα κόβει γόνατα κι ο λογισμός γερνάει, τα ψυχικά προβλήματα είναι πολύ καταστροφικά για την υγεία του ανθρώπου·
- κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα, βλ. λ. λάχανο·
- κερνώ πίκρες (κάποιον), κάνω κάποιον να λυπηθεί, να στενοχωρηθεί πάρα πολύ: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, συνέχεια με κερνάει πίκρες»·
- με γονάτισαν οι πίκρες, με εξάντλησαν, με κατέβαλαν: «όσο υπομονή κι αν έκανε, κάποια στιγμή τον γονάτισαν οι πίκρες και σήκωσε ανήμπορος ψηλά τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι εγώ αυτός που θα στολίσει με άνθη τα ξανθά σου τα μαλλιά, εμένα οι πίκρες μ’ έχουν γονατίσει κι εσύ γυρεύεις μια πρωτομαγιά
- ποτίζω πίκρα ή ποτίζω πίκρες (κάποιον), βλ. φρ. κερνώ πίκρες (κάποιον).

πικρός

πικρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πικρός], πικρός· που φανερώνει ή προξενεί θλίψη, λύπη, μεγάλη στενοχώρια ή μεγάλο ψυχικό πόνο: «ήταν πικρός ο χωρισμός των δυο αδερφών». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό το μεροκάματο κουβέντα με το θάνατο απ’ το πρωί ως το βράδυ). (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- αλλάξαμε πικρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- για να πω (πούμε) την πικρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- έκλαψα πικρά, μετάνιωσα πάρα πολύ, μου κόστισε πάρα πολύ για κάτι που έκανα ή που δεν έκανα: «έκλαψα πικρά που χώρισα μαζί της»· βλ. και φρ. κλαίω πικρά·
- έχω πικρή πείρα, βλ. λ. πείρα·
- η αλήθεια είναι πικρή, βλ. λ. αλήθεια·
- η πεθερά κι από ζάχαρη αν είναι, πάντα πικρή είναι, βλ. λ. πεθερά·
- η πικρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- θα κλάψεις πικρά, θα μετανιώσεις πάρα πολύ, θα σου κοστίσει πάρα πολύ αυτό που έκανες ή που δεν έκανες: «κάποια μέρα θα κλάψεις πικρά για τον τρόπο με τον οποίο μου φέρθηκες || θα κλάψεις πικρά, αν δε δηλώσεις συμμετοχή σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί έχει πολύ καλές προοπτικές»·
- κάνω τα πικρά γλυκά, είτε γιατί το θέλω είτε από ανάγκη είτε γιατί αποσκοπώ σε κάτι, παραβλέπω τις δυσάρεστες καταστάσεις και τις αντιμετωπίζω σαν να ήταν ευχάριστες: «η γυναίκα μου έχει γίνει πολύ απαιτητική και γκρινιάρα, αλλά κάνω τα πικρά γλυκά για να μη διαλύσω το σπίτι μου»·
- κλαίω πικρά, κλαίω από έντονο ψυχικό πόνο: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, κλαίει πικρά». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι μου λένε να κάνω πέρα, γιατί θα κλάψω πικρά μια μέρα, μα εγώ μαζί σου θα περπατήσω κι ας υποφέρω κι ας δυστυχήσω)· βλ. και φρ. έκλαψα πικρά·   
- λέω πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πικρά δάκρυα ή πικρό δάκρυ, βλ. λ. δάκρυ·
- πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πικρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- πικρή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- πικρό ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- πικρό χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- πικρό(ς) σαν δηλητήριο, βλ. λ. δηλητήριο·
- πικρό(ς) σαν φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- πίνω το πικρό ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- την πικρή τη μελιτζάνα, πάχνη δεν την πιάνει, βλ. λ. μελιτζάνα·
- τρώω πικρό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- χύνω πικρά δάκρυα ή χύνω πικρό δάκρυ, βλ. λ. δάκρυ.

ρέγκα

ρέγκα κ. ρέγγα, η, ουσ. [<βενετ. renga], είδος ψαριού· γυναίκα αδύνατη και άσχημη: «πώς εσύ, ένα τέτοιο ομορφόπαιδο, κυκλοφορείς μ’ αυτή τη ρέγκα; || για να τρέχουν έτσι οι άντρες πίσω απ’ αυτή τη ρέγκα, πάει να πει πως έχει κλινικές αρετές». Λέγεται και για άντρα·
- είναι (για) να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες ή είναι (για) να τον κλαίνε οι ρέγκες, βρίσκεται σε τόσο άθλια οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση, που κατάντησε να το λυπούνται και οι πιο ασήμαντοι: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι για να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι για να τον κλαίνε οι ρέγκες». Συνών. είναι (για) να τον κλαίν’ κι οι κότες.

τραβώ

τραβώ κ. τραβάω, ρ. [<μσν. τραβῶ <ταυρῶ, από το ’εταύρισα, αόρ. του μσν. ρ. ταυρίζω <ταῦρος], τραβώ. 1. ελκύω, θέλγω, γοητεύω: «τραβάει τους άντρες σαν το μαγνήτη». (Τραγούδι: μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις, γιατί πάνω σου με τραβάει κατιτί, μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις και στην αγκαλιά μου θα πέσεις). 2. υφίσταμαι κάτι κακό ή ανεπιθύμητο, υποφέρω: «το τι τράβηξε τόσα χρόνια απ’ τη γυναίκα του, δε λέγεται!». (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου). 3. παρατείνομαι, διαρκώ, συνεχίζομαι: «πόσον καιρό τράβηξε η αρρώστια του; || θα τραβήξει πολύ ακόμη αυτή η φασαρία!». 4. κατευθύνομαι: «προς τα πού τράβηξε, μόλις βγήκε απ’ το καφενείο;». (Λαϊκό τραγούδι: σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκα τα μυαλά μου // απόψε πήρε άδεια και με την τσέπη άδεια τραβάει για την πόλη). 5. οδηγώ κάποιον κάπου δια της βίας: «οι αστυνομικοί είχαν πιάσει το διαδηλωτή και τον τραβούσαν προς την κλούβα». (Λαϊκό τραγούδι: κι από κακή μου σύμπτωση να δυο χωροφυλάκοι, και με τραβάνε στο γεντί για ένα κοριτσάκι). 6. ρουφώ, καπνίζω: «ρούφηξε το τσιγάρο του κι έδιωξε με δύναμη απ’ το στόμα του τον καπνό που τράβηξε». (Λαϊκό τραγούδι: τράβα, ρούφα, πάτα τονε, πάτα τονε κι άναφ’ τονε). 7. πίνω κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό και γενικά πίνω: «τράβηξε μια παγωμένη μπίρα απνευστί || τράβηξε ένα ποτήρι νερό». (Λαϊκό τραγούδι: και τα μάτια του πριν κλείσει, ζήτηξ’ άλλη μια φορά δυο ποτήρια να τραβήξει για στερνή του πια χαρά). 8. αισθάνομαι, δοκιμάζω, υπομένω, υποφέρω: «τράβηξε πολλά βάσανα στην ξενιτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο πουκάμισο θα βρω μαύρο σαν την καρδιά σου, για να ταιριάζει η φορεσιά στα βάσανά μου τα βαριά, όπου τραβώ κοντά σου). 9. ανοίγω ή κλείνω: «τράβηξε τις κουρτίνες για να μπει λίγος ήλιος στο δωμάτιο || βγαίνοντας τράβηξε πίσω του την πόρτα || τράβηξε το παραβάν για να μη φαίνεται». 10. κάνω ανάληψη χρημάτων: «θα τραβήξω ένα ποσό απ’ τις καταθέσεις μου για να πάω διακοπές». 11. αποσπώ χρήματα από κάποιον με εκβιαστικό τρόπο: «για να μη μαρτυρήσει στη γυναίκα του πως έχει γκόμενα, του τραβάει κάθε τόσο διάφορα ποσά». 12α. στο γ΄ εν. πρόσ. τραβάει, (για μηχανές ή μηχανήματα) έχω αντοχή, δύναμη: «τ’ αυτοκίνητό μου τραβάει μια χαρά στην ανηφόρα || έχει παλιά μηχανή τ’ αυτοκίνητό μου, γι’ αυτό δεν τραβάει στην ανηφόρα». β. (για αυτοκίνητα) καθώς βρίσκεται σε κίνηση κλίνει προς τη μια πλευρά: «πρέπει να πάω τ’ αυτοκίνητό μου για ευθυγράμμιση, γιατί τραβάει δεξιά». γ. (για προϊόντα) καταναλώνω: «η ευρωπαϊκή αγορά τραβάει τα περισσότερα γεωργικά προϊόντα μας». 13α. τράβα (προστακτ.) κατευθύνσου, πήγαινε: «τράβα στο τάδε μπαράκι». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα πίσω τράβα, στην Αθήνα τράβα, για το μπουζουκάκι απ’ το Σμυρνιωτάκη). β. ξεκίνα: «μόλις φύγει ο άλλος, τράβα κι εσύ». (Λαϊκό τραγούδι: καροτσέρη τράβα, να πάμε στα Ταταύλα). γ. πήγαινε: «τράβα να φωνάξεις τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τράβα να βρεις κάν’ άλλονε, να ’ναι ρεφαρισμένος και μην κολλάς σε μέναμε, είμαι μπατιρημένος)·βλ. και λ. τραβολογώ. (Ακολουθούν 181 φρ.)·
- αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν τραβά η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- δεν τραβάει, (ειδικά για σχέση) έπαψε να συγκινεί, να έχει ενδιαφέρον, τελμάτωσε: «επειδή δεν τραβάει άλλο η σχέση μας αποφασίσαμε να χωρίσουμε και να πάρει ο καθένας το δρόμο του»·
- δεν τραβάει το τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- δεν τραβάμε τα βυζιά μας! ή δεν τραβάμε τα βυζιά μας να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- δεν τραβάς τα βυζιά σου! ή δεν τραβάς τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- δεν τραβώ ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- είναι (για) να τραβάς τα μαλλιά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! βλ. λ. μαλλί·
- είναι (για) να τραβάς το γιακά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς το γιακά του! βλ. λ. γιακάς·
- θα σου τραβήξω μια! θα σε χτυπήσω, θα σου δώσω ένα χτύπημα: «αν θα σου τραβήξω μια, θα δεις τον ουρανό με τ’ άστρα!». Τις περισσότερες φορές το χτύπημα που εννοούμε είναι το χαστούκι ή η γροθιά, γι’ αυτό, ανάλογα η φρ. συνοδεύεται από την επίδειξη της εσωτερικής πλευράς της παλάμης μας ή από την επίδειξη της γροθιάς μας. Υπάρχει και περίπτωση που εννοούμε την κλοτσιά, οπότε, σ’ αυτή την περίπτωση, το πόδι μας κινείται ελαφρά προς τα πίσω, όπως όταν ετοιμαζόμαστε να κλοτσήσουμε κάποιον ή κάτι·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά,, βλ. λ. αφτί·
- … και ξανά προς τη δόξα τραβά, βλ. λ. δόξα·
- με τραβάει το ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- μην το τραβάς, μη δίνεις μάκρος, συνέχεια σε μια δυσάρεστη υπόθεση ή κατάσταση: «απ’ τη στιγμή που σου ζήτησε συγνώμη ο άνθρωπος, μην το τραβάς κι εσύ άλλο κι απόσυρε τη μήνυση». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με στη βαθιά σκοτούρα και μην αρχίζεις τη μουρμούρα· κόφ’ το γαζί μην το τραβούμε, σβήσε το φως να κοιμηθούμε
- ό,τι τραβά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι τραβά η όρεξή σου, βλ. λ. όρεξη·
- ό,τι τραβά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- ό,τι τραβάει ο οργανισμός σου, βλ. λ. οργανισμός·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πόσο τραβάει ο μήνας; βλ. λ. μήνας·
- σόι τραβάει το βασίλειο, βλ. λ. σόι·
- τα τραβώ, υφίσταμαι, υπομένω τις συνέπειες από κακές ή άστοχες ενέργειές μου ή ενέργειες άλλων: «όταν με συμβούλευε ο πατέρας μου, εγώ δεν τον άκουγα και τώρα τα τραβώ || άλλοι κάνουν τις βλακείες κι εγώ τα τραβώ»·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- την τραβάει (ενν. την πούτσα, την ψωλή, ιδίως τη μαλακία), α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και την τραβάει». β. αυνανίζεται: «τον έπιασαν μέσ’ στο αποχωρητήριο να την τραβάει»·
- την τραβάει (ενν. τη μαύρη, την πρέζα), καπνίζει μαύρη, χασίσι, την πρέζα, είναι ναρκομανής: «απ’ τη μέρα που έμαθαν στην παρέα του πως την τραβάει, τον έκαναν πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: πες μας αν έχουν μπαγλαμά, μπουζούκια και γλεντάνε, έχουν ντεκέδες, έχουν τσαρδί, πού πάν’ και την τραβάνε;
- την τραβώ, βλ. συνηθέστ. την τραβολογώ, λ. τραβολογώ·
- της τράβηξα ένα πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- της τράβηξα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- τι ζόρι τραβάς; βλ. λ. ζόρι·
- τι καπνό τραβάει; βλ. λ. καπνός2·
- τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε! (γενικά) ειρωνική αναφορά στις δυσκολίες ή στις υποχρεώσεις της ζωής·
- τι τραβάμε (κι) εμείς οι παντρεμένοι! βλ. λ. παντρεμένος·
- τι τραβάμε (κι) εμείς οι χορεύτριες! βλ. λ. χορεύτρια·
- το τραβάει, πίνει πολύ ή καπνίζει χασίσι: «δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω στο πιοτό, όταν καθόμαστε να πιούμε, γιατί αυτός το τραβάει || απ’ τον καιρό που άρχισε να το τραβάει, έχει συνέχεια μπλεξίματα με την  αστυνομία»·
- το τραβάει η όρεξή σου! βλ. λ. όρεξη·
- το τραβάει ο οργανισμός σου! βλ. λ. οργανισμός·
- το τραβήξαμε πολύ, βλ. λ. πολύς·
- το τραβήξαμε ως αργά, βλ. λ. αργά·
- το τραβώ, α. πίνω πολύ ή καπνίζω χασίσι: «επειδή ξέρουν πως το τραβώ, δε θέλει κανένας να με παραβγεί στο πιοτό || απ’ τη μέρα που άρχισα να το τραβώ, είμαι συνέχεια αποχαυνωμένος». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισα να στρίβω σιγαρέτο και μέρα νύχτα το τραβάω σαν τρελή πω, πω, τι γλύκα που τη βρήκα να μεθάει πιο πολύ κι απ’ το φιλί). β. παρατείνω μια δουλειά, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση: «πολύ το τραβάς μ’ αυτή τη δουλειά που ανέλαβες, γι’ αυτό πρέπει να βιαστείς λιγάκι || πολύ το τραβάς μ’ αυτή την κοπέλα, άντε, παντρέψου την να τελειώνουμε!». γ. δίνω μάκρος, συνέχεια σε μια δυσάρεστη υπόθεση ή κατάσταση, ξεπερνώ τα όρια: «πολύ το τραβάς μ’ αυτό το πείσμα σου και δε θα σου βγει σε καλό»·
- το τραβώ μέχρι τα άκρα, βλ. λ. άκρο·
- το τραβώ μέχρι το τέλος, βλ. λ. τέλος·
- τον τραβάει απ’ το μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- τον τραβάει απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- τον τραβώ κοντά μου, βλ. λ. κοντά·
- τον τραβώ στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήριο·
- του τραβάει λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- του τράβηξα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του τράβηξα ένα μπάτσο ή του τράβηξα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσα·
- του τράβηξα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του τράβηξα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του τράβηξα μια γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- του τράβηξα μια καρπαζιά, βλ. λ. καρπαζιά·
- του τράβηξα μια κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- του τράβηξα μια μπουνιά, βλ. λ. μπουνιά·
- του τράβηξα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του τράβηξα μια φάπα, βλ. λ. φάπα·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του τράβηξε μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του τραβώ αβανιά ή του τραβώ την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του τραβώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του τραβώ ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του τραβώ ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του τραβώ ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του τραβώ ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του τραβώ ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του τραβώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- του τραβώ μια αβανιά ή του τραβώ την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του τραβώ τα γκέμια ή του τραβώ το γκέμι, βλ. λ. γκέμι·
- του τραβώ χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- τράβα από δω, βλ. λ. εδώ·
- τράβα αρόδο, βλ. λ. αρόδο·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου!  βλ. λ. δουλειά·
- τραβά η καρδιά μου ή η καρδιά μου τραβά, βλ. λ. καρδιά·
- τραβά η μάπα του, βλ. λ. μάπα·
- τραβά η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- τραβά η όρεξή μου, βλ. λ. όρεξη·
- τραβά η ψυχή μου ή η ψυχή μου τραβά, βλ. λ. ψυχή·
- τράβα (και) το καζανάκι, βλ. λ. καζανάκι·
- τράβα (και) το Νιαγάρα, βλ. λ. Νιαγάρας·
- τράβα κορδέλα! βλ. λ. κορδέλα·
- τράβα κορδόνι! βλ. λ. κορδόνι·
- τράβα με κι ας κλαίω ή τραβάτε με κι ας κλαίω, λέγεται για άτομο που, ενώ προσποιείται πως δε θέλει κάτι, εντούτοις το θέλει πάρα πολύ, ιδίως όταν πρόκειται για δεσμό με γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: μην ακούς τι λέω, τράβα με κι ας κλαίω
- τράβα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- τράβα πόνο για ομορφιά, βλ. λ. ομορφιά·
- τράβα στο καλό! βλ. λ. καλός·
- τράβα τα βυζιά σου! ή τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- τράβα τράβα, τον (την) έκανες λάστιχο! (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. λάστιχο·
- τραβάει κόλλημα, βλ. λ. κόλλημα·
- τραβάει μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- τραβάει πιστόλι, βλ. λ. πιστόλι·
- τραβάει σαν σφουγγάρι ή τραβάει σαν το σφουγγάρι, βλ. λ. σφουγγάρι·
- τραβάει σαν μαγνήτης ή τραβάει σαν το μαγνήτη, βλ. λ. μαγνήτης·
- τραβάει σε μάκρος, βλ. λ. μάκρος·
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβάει την ανηφόρα, βλ. λ. ανηφόρα·
- τραβάει το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- τραβάει το πετσάκι του, βλ. λ. πετσάκι·
- τραβάει τον αλίμονο, βλ. λ. αλίμονο(!)·
- τραβάει φαλτσέτα, βλ. λ. φαλτσέτα·
- τραβάμε τον ίδιο ντορό, βλ. λ. ντορός·
- τραβάς κανένα ζόρι;  βλ. λ. ζόρι·
- τράβηξαν χειρόφρενο, (για επαγγελματίες οδηγούς) βλ. λ. χειρόφρενο·
- τράβηξε καταπέρα, βλ. λ. καταπέρα·
- τραβώ βενζίνα, βλ. λ. βενζίνα·
- τραβώ βίντεο ή τραβώ σε βίντεο, βλ. λ. βίντεο·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- τραβώ γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τραβώ ένα ζόρι! ή τραβώ κάτι ζόρια! βλ. λ. ζόρι·
- τραβώ ένα μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- τραβώ ένα φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- τραβώ ένα φοινίκι, βλ. λ. φοινίκι·
- τραβώ έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- τραβώ έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- τραβώ κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τραβώ κατά πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τραβώ καταπέρα, βλ. λ. καταπέρα·
- τραβώ κορδέλα, βλ. λ. κορδέλα·
- τραβώ κορδόνι, βλ. λ. κορδόνι·
- τραβώ κουπί, βλ. λ. κουπί·
- τραβώ κουτουρού, βλ. λ. κουτουρού·
- τραβώ κρασί, βλ. λ. κρασί·
- τραβώ λάδι, βλ. λ. λάδι·
- τραβώ λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- τραβώ λαχτάρα, βλ. λ. λαχτάρα·
- τραβώ λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- τραβώ μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- τραβώ μια ξερή (ενν. μαλακία), βλ. λ. ξερός·
- τραβώ μια παχιά (ενν. μαλακία), βλ. λ. παχύς·
- τραβώ μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- τραβώ νερό, βλ. λ. νερό·
- τραβώ παρά πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τραβώ παραπέρα, βλ. λ. παραπέρα·
- τραβώ πείνα ή τραβώ πείνες, βλ. λ. πείνα·
- τραβώ πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τραβώ πετρέλαιο, βλ. λ. πετρέλαιο·
- τραβώ πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- τραβώ σε μάκρος (κάτι), βλ. λ. μάκρος·
- τραβώ στα σκοτεινά, βλ. λ. σκοτεινός·
- τραβώ στα τυφλά, βλ. λ. τυφλός·
- τραβώ στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τραβώ στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- τραβώ στην τύχη, βλ. λ. τύχη·
- τραβώ τα βυζιά μου ή τραβώ τα βυζιά μου να μεγαλώσουν, βλ. λ. βυζί·
- τραβώ τα μαλλιά μου, βλ. λ. μαλλί·
- τραβώ τα πάνδεινα, βλ. λ. πάνδεινα·
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), βλ. λ. χέρι·
- τραβώ ταινία, βλ. λ. ταινία·
- τραβώ τεμπεσίρι, βλ. λ. τεμπεσίρι·
- τραβώ τη λέζα, βλ. λ. λέζα1·
- τραβώ τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- τραβώ τη σκαντάλη, βλ. λ. σκαντάλη·
- τραβώ την αμπάρα, βλ. λ. αμπάρα·
- τραβώ την κουρτίνα, βλ. λ. κουρτίνα·
- τραβώ την ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- τραβώ την πρίζα (από κάποιον), βλ. λ. πρίζα·
- τραβώ τις κωλότριχές μου, βλ. λ. κωλότριχα·
- τραβώ το γιακά μου, βλ. λ. γιακάς·
- τραβώ το διάβολό μου, βλ. λ. διάβολος·
- τραβώ το δρόμο μου, βλ. λ. δρόμος·
- τραβώ το καζανάκι, βλ. λ. καζανάκι·
- τραβώ το μάνταλο, βλ. λ. μάνταλο·
- τραβώ το ποτήρι μου (το ποτηράκι μου), βλ. λ. ποτήρι·
- τραβώ το σκοινί, βλ. λ. σκοινί·
- τραβώ το σύρτη, βλ. λ. σύρτης·
- τραβώ το τσιγάρο μου, βλ. λ. τσιγάρο·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τραβώ τον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- τραβώ του λιμανιού τα βάσανα ή τραβώ του λιμανιού τα πάθη, βλ. λ. λιμάνι·
- τραβώ του λιναριού τα βάσανα ή τραβώ του λιναριού τα πάθη, βλ. λ. λινάρι·
- τραβώ του Χριστού τα πάθη, βλ. λ. πάθος·
- τραβώ των παθών μου τον τάραχο, βλ. λ. πάθος·
- τραβώ φαλιμέντο, βλ. λ. φαλιμέντο·
- τραβώ φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. λ. φύλλο·
- τραβώ φωτογραφία ή τραβώ φωτογραφίες, βλ. λ. φωτογραφία·
- τραβώ χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. λ. χαρτί·
- τραβώ χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- τραβώ χρήματα (από κάποιον), βλ. λ. χρήμα·
- τραβώ χρήματα (απ’ την τράπεζα), βλ. λ. χρήμα·
- τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί.

τύχη

τύχη, η, ουσ. [<αρχ. τύχη], η τύχη· η μοίρα, το γραφτό, το ριζικό: «ήταν της τύχης του να πεθάνει νέος». (Ακολουθούν 72 φρ.)·
- ακολουθώ την τύχη (κάποιου), υφίσταμαι τις ίδιες συνέπειες, τα ίδια δεινά με κάποιον: «όσοι δε δουλεύουν συνειδητά, θ’ ακολουθήσουν την τύχη εκείνων που έχουν απολυθεί»·  
- αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα, αν είσαι τυχερός στη ζωή σου και έχεις και καλή μοίρα, καλό ριζικό, τότε δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. (Λαϊκό τραγούδι: μην κλαις, καρδιά μου, μην πονάς, μες στης ζωής τη στράτα αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα
- άνοιξε η τύχη μου, μετά από ένα διάστημα δυσκολιών ή ατυχιών, άρχισαν να μου έρχονται όλα ευνοϊκά: «για ένα μεγάλο διάστημα ήμουν για να με κλαις, αλλά, δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό άνοιξε η τύχη μου»·
- άνοιξε η τύχη σου! (ειρωνικά) αυτός που σου έτυχε ή αυτό που κέρδισες δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο: «στη συγκέντρωση της Κυριακής γνώρισα την τάδε. -Άνοιξε η τύχη σου! || στην κλήρωση που έγινε κέρδισα κι εγώ ένα αρκουδάκι. -Άνοιξε η τύχη σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το άντε επαναλαμβανόμενο·
- από τύχη, βλ. φρ. κατά τύχη·
- αυτό θα πει τύχη! θαυμαστική ή εμφατική έκφραση συνήθως για τη σπουδαία τύχη κάποιου, που είναι και φορές που λέγεται και με κάποια ζήλια: «κέρδισε στο τζόκερ, στο λαχείο, του ήρθε και μια μεγάλη κληρονομιά από έναν ξεχασμένο θείο του που έλειπε χρόνια στην Αμερική. -Αυτό θα πει τύχη!». Αντίθ.: αυτό θα πει ατυχία(!)·  
- αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «άσ’ τον αυτόν και κοίτα τον εαυτό σου, γιατί αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει». Συνών. ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει·
- αφήνω στην τύχη, α. δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ για την έκβαση μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «στήνει πρώτα μια δουλειά κι ύστερα την αφήνει στην τύχη». β. (για πράγματα) εγκαταλείπω αφρόντιστα, αφήνω όπου να ’ναι χωρίς να νοιάζομαι: «μόλις μπαίνει στο σπίτι του, αφήνει στην τύχη τα ρούχα του και χώνεται στο μπάνιο»·   
- αφήνω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι), το(ν) εγκαταλείπω, αδιαφορώ τελείως για το τι θα γίνει: «έφυγε ο γιος του στο εξωτερικό για σπουδές και τον άφησε στην τύχη του || τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι άφησε στην τύχη της την οικογένειά του || πάρκαρε τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα στενό και το άφησε στην τύχη του για μεγάλο χρονικό διάστημα»·
- βρίσκω την τύχη μου, βλ. φρ. κάνω την τύχη μου·
- για κακή μου τύχη, δυστυχώς για μένα: «βιαζόμουν να πάω στο ραντεβού μου και για κακή μου τύχη δεν μπορούσα να βρω ταξί». (Λαϊκό τραγούδι: για κακή του τύχη λίγο παραπάνω στη γωνιά του δρόμου τρακάρει πολιτσμάνο
- για καλή μου τύχη, ευτυχώς για μένα: «βιαζόμουν να πάω στο ραντεβού μου και για καλή μου τύχη είδα να ’ρχεται ένα ταξί»·
- για την τύχη του ήταν κι αυτό! βλ. φρ. ήταν της τύχης του κι αυτό(!)·
- δεν τον θέλει η τύχη, αν και έχει την ικανότητα να κάνει κάτι, εντούτοις δεν τον ευνοεί τη τύχη: «μπορεί να είναι καλός έμπορος, αλλά δεν πρόκοψε όσο έπρεπε, γιατί δεν τον θέλει η τύχη»·
- δοκιμάζω την τύχη μου, προσπαθώ να πετύχω κάτι καινούριο, για να το χρησιμοποιήσω ως εφόδιο στη ζωή μου: «λέω να δοκιμάσω την τύχη μου στο εμπόριο || πήγε στην ξενιτιά να δοκιμάσει την τύχη του»·
- εγκαταλείπω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. αφήνω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι)·
- είναι άξιος της τύχης του! λέγεται στην περίπτωση που οι κακοί χειρισμοί του σε μια δουλειά ή υπόθεση επιφέρουν και τα ανάλογα δυσμενή αποτελέσματα: «αφού δεν κατάλαβε πως ήθελε να του φάει τα λεφτά, είναι άξιος της τύχης του που του τα εμπιστεύτηκε»·
- είναι και να σε θέλει η τύχη, δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα να κάνει κανείς κάτι, αλλά είναι και θέμα τύχης: «είναι πετυχημένος έμπορος, δε λέω, αλλά είναι και να σε θέλει η τύχη»·
- ειρωνεία της τύχης, βλ. λ. ειρωνεία·
- έκανες την τύχη σου! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που βρήκε ή απόκτησε ή του έτυχε κάτι ασήμαντο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το άντε επαναλαμβανόμενο·
- ενώνουμε τις τύχες μας, α. αποφασίζουμε να αγωνιστούμε μαζί για κάτι: «η επιδίωξή μας ήταν κοινή, γι’ αυτό αποφασίσαμε να ενώσουμε τις τύχες μας για την πραγματοποίησή της». β. (και για τα δυο φύλα) αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί, να παντρευτούμε: «επειδή ταιριάζαμε σαν χαρακτήρες, αποφασίσαμε να ενώσουμε τις τύχες μας»·
- έχω την τύχη με το μέρος μου, είμαι τυχερός σε κάποια περίπτωση, γιατί με ευνοεί η τύχη: «δε θα μπορούσα να κερδίσω τον τάδε, αν δεν είχα την τύχη με το μέρος μου»·
- έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα τύχη, θα σκοτωνόμουν»·
- έχω τύχη βουνό, έχω πάρα πολύ μεγάλη τύχη, είμαι πάρα πολύ τυχερός: «για να γλιτώσω από ’να τέτοιο δυστύχημα, πάει να πει πως έχω τύχη βουνό!»·
- η τύχη είναι τυφλή, οι χαρές και οι λύπες, η ευτυχία ή η δυστυχία έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις, προκύπτουν τυχαία: «κάποτε μπορεί ν’ αλλάξουν και για μας τα πράγματα, γιατί η τύχη είναι τυφλή»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ, έκφραση που δηλώνει τη ρευστότητα που επικρατεί στη ζωή του ανθρώπου και το απώτερο μήνυμά της είναι ότι πρέπει να εκμεταλλευόμαστε κάθε φορά γρήγορα την εύνοια της τύχης: «ανάλαβε τη δουλειά που σου έτυχε, γιατί η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ»·
- η τύχη μου χαμογελά ή μου χαμογελά η τύχη, (γενικά) οι υποθέσεις, τα πράγματα στη ζωή μου μου έρχονται ευνοϊκά: «μόλις άρχισε να μου χαμογελά η τύχη, πνίγηκα στη δουλειά»·
- η τύχη του ατζαμή, λέγεται για άτομο που, αν και δεν ξέρει καλά ή παίζει για πρώτη φορά κάποιο παιχνίδι, ιδίως τάβλι ή χαρτιά, κερδίζει τον αντίπαλό του·
- η τύχη του γύρισε την πλάτη, ατύχησε σε κάποια ενέργεια ή προσπάθειά του, δεν την έφερε σε πέρας λόγω απρόσμενων δυσκολιών, δε φάνηκε, δε στάθηκε τυχερός: «είναι έξυπνος κι εργατικός άνθρωπος, αλλά, απ’ τη μέρα που η τύχη του γύρισε την πλάτη, όλες του οι δουλειές πηγαίνουν κατά διαβόλου»·
- η τύχη του πρωτάρη, βλ. φρ. η τύχη του ατζαμή·
- η τύχη του χτύπησε την πόρτα, τον ευνόησε η τύχη: «έπαιζε χρόνια λαχεία, ώσπου την προηγούμενη βδομάδα η τύχη του χτύπησε την πόρτα, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου»·
- ήταν γραφτό της τύχης μου ή ήταν της τύχης μου γραφτό, βλ. λ.γραφτό·
- ήταν η τύχη του να…, βλ. φρ. ήταν το τυχερό του να…, λ. τυχερός·
- ήταν της τύχης του κι αυτό! λέγεται με συμπάθεια για άτομο, που κοντά στις αλλεπάλληλες ατυχίες του προστίθεται και μια νέα: «μετά το θάνατο του γιου του, έπεσε έξω στη δουλειά του, πούλησε το σπίτι του για να μην πάει φυλακή και τώρα είναι άρρωστη η γυναίκα του. -Ήταν της τύχης του κι αυτό!»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- καλή τύχη! α. ευχή σε άγαμο νέο ή νέα να βρει καλό και άξιο σύζυγο. Συνών. καλή μοίρα! β. (γενικά) ευχή για ευόδωση των εργασιών κάποιου: «σου εύχομαι καλή τύχη στις δουλειές σου!»·
- κάνω την τύχη μου, α. βρίσκω, ιδίως κερδίζω κάτι πολύ σημαντικό: «μου ’πεσε ο πρώτος λαχνός του λαχείου, κι έκανα την τύχη μου». β. (και για τα δυο φύλα) κάνω πλούσιο γάμο: «παντρεύτηκε την κόρη του τάδε μεγαλογιατρού κι έκανε την τύχη του»· βλ. και φρ. έκανες την τύχη σου(!)·
- κατά κακή μου τύχη, βλ. φρ. για κακή μου τύχη·
- κατά καλή μου τύχη, βλ. φρ. για καλή μου τύχη·
- κατά τύχη, χωρίς να το περιμένει κανείς, τυχαία, συμπτωματικά: «συναντηθήκαμε κατά τύχη στο δρόμο»·
- κλαίει την τύχη του, βλ. συνηθέστ. κλαίει τη μοίρα του, λ. μοίρα·
- κλοτσώ την τύχη μου, αποδιώχνω, αρνιέμαι, δεν εκμεταλλεύομαι κάποια ευνοϊκή περίσταση: «μου ’τυχε μια σπουδαία δουλειά, αλλά δεν την πήρα στα σοβαρά και κλότσησα την τύχη μου»·
- λέει την τύχη, βλ. συνηθέστ. λέει τη μοίρα, λ. μοίρα·
- μα την τύχη μου, είδος όρκου, συνήθως στην περίπτωση που ζητάμε να πραγματοποιηθεί κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα μα την τύχη μου πολύ ν’ ανταμωθούμε, γονατιστοί εις το Θεό δικαίως να κριθούμε
- μαύρη τύχη, πολύ κακή τύχη: «πώς να προκόψει στη ζωή του με τέτοια μαύρη τύχη που έχει!»·
- μην κοιτάς τα στραβά μου πόδια, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. φρ. μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου, δηλώνει πως η καλή τύχη, ή η ευτυχία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από την εξωτερική ομορφιά, δεν εμποδίζεται από την εξωτερική δυσμορφία·
- μίλησε με την τύχη του, πλούτισε ή πέτυχε κάτι καλό εντελώς ανέλπιστα, εντελώς τυχαία: «ένα λαχείο πήρε ο άνθρωπος και μίλησε με την τύχη του, γιατί του ’πεσε ο πρώτος αριθμός»·
- να μην (το) δώσει η τύχη, βλ. συνηθέστ. να μην (το) δώσει ο Θεός, λ. Θεός·
- ο τροχός της τύχης, βλ. λ. τροχός·
- όντας η τύχη σε βοηθά, μην την πισωκωλιάζεις, άρπαξε την ευκαιρία, όταν η τύχη σου χαμογελά και μην αδιαφορείς: «η τύχη σπάνια έρχεται δυο φορές σ’ έναν άνθρωπο γι’ αυτό, όντας η τύχη σε βοηθά, μην την πισωκωλιάζεις»·
- οπού ’χει τύχη, γεννά κι ο πετεινός του, βλ. λ. πετεινός·
- όπως τα φέρει η τύχη, όπως έρθουν οι περιστάσεις, στην τύχη: «ξεκινάει χωρίς πολλή σκέψη τις δουλειές του κι ύστερα όπως τα φέρει η τύχη»·
- όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, δηλώνει πως, για να αποδώσουν οι γνώσεις μας και να πετύχουμε στη ζωή μας, προϋπόθεση είναι να έχουμε και τύχη: «μην κοκορεύεσαι για τη μόρφωσή σου, γιατί όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει»· βλ. και φρ. κακό κεφάλι και καλό κεφάλι, λ. κεφάλι·  
- ό,τι φέρει η τύχη, βλ. φρ. όπως τα φέρει η τύχη·
- παίζεται η τύχη μου, αποφασίζεται η προοπτική μου, αποφασίζεται η μετέπειτα πορεία μου, το μέλλον μου: «πρέπει να προσέξω πάρα πολύ καλά αυτή τη δουλειά, γιατί μ’ αυτή παίζεται η τύχη μου»·
- παίρνω στην τύχη, α. κατευθύνομαι κάπου επιλέγοντας τυχαία την κατεύθυνση: «όταν δεν έχω τι κάνω, παίρνω στην τύχη έναν δρόμο κι όπου με βγάλει». β. (για λαχνούς, λαχεία, ή γενικά για πράγματα) παίρνω ένα λαχνό ή κάτι από το σωρό, στα κουτουρού: «καθώς περνούσε ο λαχειοπώλης από δίπλα μου, άπλωσα το χέρι μου και πήρα στην τύχη ένα λαχείο || πήρα στην τύχη ένα μήλο απ’ το καφάσι»·
- ποια η τύχη; έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν έχουμε τύχη: «θα μπορούσαν να ’ρθουν κάπως πιο ευνοϊκά τα πράγματα και να έπαιρνα τη δουλειά, αλλά ποια η τύχη;»·  
- ποια τύχη; έκφραση αμφισβήτησης στην αναφορά κάποιου ότι έχουμε τύχη: «εσύ θα ξεπεράσεις τη δυσκολία, γιατί έχεις τύχη. -Ποια τύχη που πηγαίνω απ’ το κακό στο χειρότερο;»·
- πού τέτοια τύχη! α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν έχουμε την τύχη κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων, παρόλο που θα θέλαμε να την είχαμε: «έχει έναν φίλο που τον συμπαραστέκεται σε κάθε δυσκολία του. -Πού τέτοια τύχη!», δηλ. εμείς δεν έχουμε παρόμοιο φίλο. β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι είναι απίθανο να συμβεί και σε εμάς αυτό που αναφέρει κάποιος, πράγμα που θα θέλαμε πάρα πολύ: «κάθε καλοκαίρι παίρνω την οικογένειά μου και παραθερίζουμε όλοι μαζί για ένα μήνα στη Χαλκιδική. -Πού τέτοια τύχη!», δηλ. εμείς δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Συνών. πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα(!)· 
- στην τύχη, χωρίς προμελέτη ή επιλογή, στα κουτουρού, τυχαία: «έκανε κι αυτός στην τύχη μια δουλειά και περίμενε να προκόψει! || διάλεξε στην τύχη ένα καρπούζι και το ’δωσε στο μανάβη για να το ζυγίσει»·
- στραβή τύχη, βλ. φρ. μαύρη τύχη·
- της τύχης τα γραμμένα, τα προκαθορισμένα από τη μοίρα: «κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει της τύχης τα γραμμένα». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγγάνες, σεις που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα, πάρτε και ρίχτε τα χαρτιά και πέστε μου και μένα
- το κυνήγι της τύχης, η συστηματική επιδίωξη κέρδους μέσω λαχείων, τζόκερ, προπό, λότο ή τζόγου: «έχει επιδοθεί στο κυνήγι της τύχης και φαντάζεται πως κάποτε η τύχη θα του χτυπήσει την πόρτα»·
- το ρίχνω στην τύχη, ενεργώ απρογραμμάτιστα, εμπιστεύομαι στην τύχη: «κάθε φορά που του ’ρχονται στριμόκωλα τα πράγματα, το ρίχνει στην τύχη»·
- τον θέλει η τύχη ή τον θέλει κι η τύχη, τον ευνοεί: «τον τελευταίο καιρό έχει πολλή δουλειά, γιατί τον θέλει η τύχη || είναι δουλευταράς άνθρωπος, δε λέω, αλλά τον θέλει κι η τύχη που έχει συνέχεια δουλειά»·
- τον κυνηγά η τύχη, α. είναι πολύ τυχερός: «μ’ ό,τι και να καταπιαστεί αυτός ο άνθρωπος βγάζει λεφτά, γιατί τον κυνηγά η τύχη». β. είναι πολύ άτυχος: «είχε μια πολύ σπουδαία επιχείρηση, αλλά τον κυνηγά η τύχη το φουκαρά και χρεοκόπησε χωρίς να το καταλάβει». (Λαϊκό τραγούδι: ο μάγκας κάνει δυο δουλειές για να ’ναι ματσωμένος· μα, κατά βάθος, ρε παιδιά, η τύχη του τον κυνηγά κι είναι ρεσταρισμένος
- του κόβω την τύχη, επεμβαίνω ανασταλτικά σε κάποια επιδίωξή του, ιδίως στην προσπάθειά του να συνάψει κάποιο ερωτικό δεσμό: «κάθε φορά που του τυχαίνει καμιά γυναίκα, του κόβω την τύχη, γιατί δεν τον χωνεύω»·
- τραβώ στην τύχη, α. κατευθύνομαι κάπου επιλέγοντας τυχαία την κατεύθυνση: «επειδή δεν ήξερα πού θα βρω την παρέα μου, τράβηξα στην τύχη προς την παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ζωή γεμάτη σύννεφα, ζωή γεμάτ’ ομίχλη· το δρόμο χάνει η καρδιά όταν τραβά στην τύχη).β. (για λαχνούς, λαχεία) παίρνω ένα λαχνό από το σωρό, στα κουτουρού: «τράβηξα στην τύχη ένα λαχείο και μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός»
- τύχη βουνό, πολύ μεγάλη τύχη: «με τέτοια τύχη βουνό, πώς να μη γλιτώσει από τέτοιο τρακάρισμα!»·
- τύχη που την έχει! θαυμαστική έκφραση για πολύ τυχερό άνθρωπο·
- χαρά στην τύχη του! βλ. λ. χαρά·
- χρυσή τύχη, α. η κατ’ εξοχήν ευνοϊκή τύχη: «πώς να μην προκόψει με τέτοια χρυσή τύχη που έχει αυτός ο άνθρωπος!». β. (και για τα δυο φύλα) η απόλυτα επιτυχημένη εκλογή συζύγου: «τέτοιο άξιο παλικάρι ήταν χρυσή τύχη για την κόρη σου».