Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κλάμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κλάμα, το, ουσ. [<μσν. κλάμα <αρχ. κλαῦμα], το κλάμα. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αμολάω τα κλάματα, βλ. φρ. βάζω τα κλάματα·
- αρχίζω τα κλάματα ή αρχίζω το κλάμα, βλ. φρ. βάζω τα κλάματα·
- βάζω τα κλάματα ή βάζω το κλάμα, κλαίω: «είναι πολύ ευαίσθητο παιδί και με το παραμικρό βάζει τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα πράματα, κοίτα πράματα, άντρας δυο μέτρα έβαλες τα κλάματα)·
- βαλάντωσε στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε σωματικά και ψυχικά: «μόλις έμαθε πως δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο, βαλάντωσε στο κλάμα»·
- για κλάματα, λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα, που είτε έχει μεγάλη άγνοια για το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται είτε βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση και προκαλεί έντονα ειρωνικά σχόλια: «δικηγόρος για κλάματα || αυτοκίνητο για κλάματα»· βλ. και φρ. είναι για κλάματα·
- δουλειά για κλάματα, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κλάμα, α. έγινε μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναταραχή, μεγάλο μάλωμα: «όταν σηκώθηκαν οι δυο παρέες και πιάστηκαν στα χέρια, έγινε κλάμα». β. έγινε μεγάλο γλέντι, δημιουργήθηκε μεγάλο κέφι: «όταν άρχισαν να παίζουν και τα όργανα, έγινε κλάμα μέσα στο μαγαζί»·
- είναι για γέλια και για κλάματα, βλ. λ. γέλιο·
- είναι για κλάματα, βρίσκεται σε δεινή ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση, είναι αξιολύπητος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι για κλάματα || απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η δουλειά του, είναι για κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τις παρανομίες μου και τα μεγάλα σφάλματα, έπεφτα θύμα συμφοράς και ήμουνα για κλάματα)· βλ. και φρ. για κλάματα·
- έλιωσε στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε σωματικά και ψυχικά: «μόλις τη ζήτησα να χωρίσουμε, έλιωσε στο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: ξέχασες που με ζήλευες κι έλιωνες απ’ τα κλάματα κι έτρεχες και με γύρευες μεσάνυχτα, χαράματα
- έπεσε κλάμα, α. έκλαψαν πολύ όλοι οι παρευρισκόμενοι: «στην κηδεία του τάδε έπεσε κλάμα». β. στενοχωρήθηκαν όλοι πολύ: «μόλις η ομάδα μας δέχτηκε γκολ στο τελευταίο λεπτό του αγώνα κι έχασε το κύπελλο, έπεσε κλάμα στην κερκίδα». γ. λέγεται και με την έννοια ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι γέλασαν μέχρι δακρύων από κάποια αστεία κατάσταση που δημιουργήθηκε: «μόλις τον έκανε τσακωτό η γυναίκα του μέσα στην γκαρσονιέρα με την γκόμενά του, έπεσε κλάμα»· 
- έπεσε χοντρό κλάμα, επιτείνει την παραπάνω ερμηνεία·
- έσκασε στο κλάμα, έκλαψε γοερά: «έσκασε στο κλάμα μέχρι να τον αφήσει ο πατέρας του να πάει εκδρομή με την παρέα του»·
- και κλάμα η κυρία! έκφραση που επιτείνει την έννοια μιας δυσάρεστης ή μιας ευχάριστης κατάστασης: «έγινε τέτοιο μάλωμα, τι να σου πω, και κλάμα η κυρία! || δεν ξανάγινε τέτοιο γλέντι, και κλάμα η κυρία!». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. ακούγεται και το ρε παιδάκι μου·
- κλαίω με μαύρο κλάμα, κλαίω απαρηγόρητα, κλαίω με μαύρο δάκρυ: «στην κηδεία του πατέρα του έκλαψε με μαύρο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα, τότε θα κλάψεις με μαύρο κλάμα
- κλάμα και κακό! δυνατό, έντονο κλάμα: «βρε, κλάμα και κακό, αυτό το μωρό!»·
- λύθηκε στο κλάμα, έκλαψε απαρηγόρητα: «μόλις της έκανε γνωστή την πρόθεσή του να χωρίσουν, λύθηκε στο κλάμα»·
- με παίρνουν τα κλάματα ή με παίρνει το κλάμα, αρχίζω να κλαίω: «όταν παρακολουθώ κάποιο συγκινητικό έργο, με παίρνουν τα κλάματα»·
- με πιάνουν τα κλάματα ή με πιάνει το κλάμα, βλ. φρ. με παίρνουν τα κλάματα. (Λαϊκό τραγούδι: κι ύστερα με πιάσαν Θε μου κάτι κλάματα και με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα)·
- μελάνιασε απ’ το κλάμα ή μελάνιασε στο κλάμα, έκλαψε τόσο έντονα, που το πρόσωπό του μαύρισε από την πίεση: «πάνω απ’ το φέρετρο του πατέρα του μελάνιασε στο κλάμα»·
- μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση, είμαι πολύ απελπισμένος, πολύ στενοχωρημένος: «όσο σκέφτομαι πως δεν περιμένω βοήθεια από πουθενά, μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα»·
- μπήγω τα κλάματα, βλ. φρ. πατώ τα κλάματα·
- ξέσπασε σε κλάματα ή ξέσπασε σε κλάμα ή ξέσπασε στο κλάμα, άρχισε απότομα να κλαίει δυνατά: «κάποια στιγμή, δεν μπόρεσε να κάνει άλλο υπομονή και ξέσπασε σε κλάματα»·
- πατώ τα κλάματα ή πατώ το κλάμα, ξεσπώ, βάζω τα κλάματα: «μόλις τον αγριέψεις λίγο, πατάει τα κλάματα»·
- πλάνταξε στο κλάμα, έκλαψε γοερά, του κόπηκε η αναπνοή από το γοερό κλάμα: «την ώρα του αποχωρισμού τους η γυναίκα του πλάνταξε στο κλάμα»·
- πνίγομαι στο κλάμα, κλαίω έντονα: «όταν βλέπει καμιά παλιά ελληνική λυπητερή ταινία, πνίγεται στο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίσαμε απόβραδο, κι ήτανε Σαββατόβραδο. Κι ως τα βαθιά χαράματα με πνίξανε τα κλάματα
- ρίχνω κλάμα, κλαίω ασταμάτητα: «να δεις κλάμα που ρίχνω, όταν βλέπω κάποιο συγκινητικό έργο!»·
- σκοτώθηκε στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε: «μόλις έμαθε πως ο γιος του έπεσε θύμα τροχαίου, σκοτώθηκε στο κλάμα»·
- σπάραξε στο κλάμα, βλ. φρ. πλάνταξε στο κλάμα·
- σπαρτάρισε στο κλάμα, έκλαψε πολύ έντονα και σπασμωδικά: «σπαρτάρισε στο κλάμα την ώρα της κατάσχεσης του σπιτιού του»·
- σπαρταριστό κλάμα, που είναι πολύ έντονο και κάνει το κορμί να πάλλεται από τα αναφιλητά: «μόλις του ανήγγειλαν το θάνατο του πατέρα του, ξέσπασε σε σπαρταριστό κλάμα»·
- το ’ριξε στα κλάματα ή το ’ριξε στο κλάμα, άρχισε να κλαίει: «επειδή η σκηνή ήταν πολύ συγκινητική, το ’ριξε στο κλάμα»·
- τον έπιασαν τα κλάματα ή τον έπιασε το κλάμα, βλ. φρ. τον πήραν τα κλάματα·
- τον έφαγε το κλάμα, έκλαψε εξαντλητικά: «πάνω στον τάφο του πατέρα του τον έφαγε το κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: με άλλον καλέ, με άλλον με παντρεύουνε, σε σένα ο νους μου πάει κι αντί σαν άλλες να χαρώ, το κλάμα θα με φάει
- τον πήραν τα κλάματα ή τον πήρε το κλάμα, άρχισε να κλαίει: «τη στιγμή του αποχωρισμού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει και τον πήραν τα κλάματα || τον πήρε το κλάμα απ’ το παράπονο».

γέλιο

γέλιο, το, ουσ. [<μσν. γέλιο <γελῶ], το γέλιο. (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- αρχίζω τα γέλια ή αρχίζω το γέλιο, γελώ: «είναι τόσο αστείος άνθρωπος και, κάθε φορά που τον βλέπω, αρχίζω τα γέλια»·
- βαστώ τα γέλια μου, βλ. φρ. κρατώ τα γέλια μου·
- βαστώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή βαστώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. κοιλιά·
- βγάζει γέλιο, (για ηθοποιούς, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα)προκαλεί το γέλιο: «να πας να δεις το τάδε έργο, γιατί βγάζει γέλιο || μ’ αρέσει ο τάδε κωμικός, γιατί βγάζει γέλιο»·
- γίνεται γέλιο, βλ. συνηθέστ. πέφτει γέλιο·
- δεν είναι για γέλια, (για δουλειές ή υποθέσεις) παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες ή έχει σοβαρό ενδιαφέρον: «πρόσεξε καλά, γιατί η δουλειά δεν είναι για γέλια || η υπόθεση δεν είναι για γέλια, γιατί, αν φτάσει σε αίσιο τέλος, θα ωφεληθούμε όλοι»·
- δουλειά για γέλια, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλα τα γέλια ή έβαλα το γέλιο, βλ. φρ. μ’ έπιασαν τα γέλια·
- έγινε γέλιο, βλ. συνηθέστ. έπεσε γέλιο·
- είμαι για γέλια, κατάντησα αστείος, γελοίος: «ύστερα από τέτοια γκάφα που έκανα μπροστά σε τόσο κόσμο, είμαι για γέλια»· βλ. και φρ. είναι για γέλια·
- είναι για γέλια, α. (για πρόσωπα) είναι αστείος, γελοίος: «κάθε φορά που ντύνεται μοντέρνα αυτός ο γέρος, είναι για γέλια». β.(για δουλειές) είναι πανεύκολη: «ανάθεσέ μου κάτι πιο δύσκολο, γιατί, αυτό που μου ’δωσες να κάνω, είναι για γέλια». γ. (για κατασκευές), είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη: «παιδευόσουν δυο μέρες να στήσεις ένα φράχτη κι αυτό που έκανες είναι για γέλια»· βλ. και φρ. είμαι για γέλια·
- είναι για γέλια και για κλάματα, λέγεται για κωμικοτραγικές καταστάσεις, στις οποίες δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, γυρίζει μεθυσμένος στους δρόμους κι είναι για γέλια και για κλάματα ο φουκαράς»·
- είναι με το γέλιο στο στόμα, είναι χαμογελαστός, έχει καλή διάθεση: «απ’ το πρωί που σηκώνεται μέχρι το βράδυ που πλαγιάζει, είναι με το γέλιο στο στόμα». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το πάντα·
- είχαμε γέλιο ή είχαμε πολύ γέλιο, α. μας συνέβησαν τόσο αστείες, τόσο φαιδρές καταστάσεις, που προκαλούσαμε με το πάθημά μας έντονο γέλιο στους άλλους: «όταν βγήκαμε απ’ τη λακκούβα με τις λάσπες, είχαμε πολύ γέλιο και στο τέλος αρχίσαμε να γελάμε κι εμείς με τα χάλια μας». β. περάσαμε πάρα πολύ χαρούμενα, πάρα πολύ ευχάριστα, βρισκόμασταν σε μεγάλη ευθυμία: «είχαμε πολύ γέλιο, όταν άρχισε να μας λέει ο τάδε τα πετυχημένα του ανέκδοτα»·
- έκλαψα απ’ τα γέλια ή έκλαψα απ’ το γέλιο, γέλασα πάρα πολύ: «ήταν τόσο αστεία η κατάσταση, που έκλαψα απ’ το γέλια». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές το έντονο γέλιο να φέρνει δάκρυα στα μάτια·
- έπεσε γέλιο ή έπεσε πολύ γέλιο, α. δημιουργήθηκε αστεία, γελοία κατάσταση σε βάρος κάποιου, που διασκέδασε την ομήγυρη: «την ώρα που τα ’ριχνε στην γκόμενα, του πέταξε ο τάδε από μακριά ένα κεσεδάκι γιαούρτι κι έπεσε πολύ γέλιο». β. γελάσαμε, περάσαμε καλά, διασκεδάσαμε, ευχαριστηθήκαμε πολύ: «στο πάρτι του τάδε έπεσε γέλιο»·
-έπεσε κάτω απ’ τα γέλια, συνταράχτηκε από τα γέλια, δεν μπόρεσε να κρατηθεί όρθιος από τα δυνατά γέλια: «του είπα τόσο πετυχημένο ανέκδοτο, που έπεσε κάτω απ’ τα γέλια»·  
-έπεσε το γέλιο της αρκούδας, δημιουργήθηκε τόσο αστεία, τόσο φαιδρή κατάσταση που όλοι οι παρευρισκόμενοι γέλασαν έντονα: «έλεγε τόσο πετυχημένα ανέκδοτα, που έπεσε το γέλιο της αρκούδας || μόλις τον είδαμε να γλιστράει και να κυλιέται με τα καλά του μέσα στις λάσπες, έπεσε το γέλιο της αρκούδας». Από το γέλιο που προκαλούν στην ομήγυρη τα καμώματα της αρκούδας. Αξέχαστο θα μας μείνει το πώς κοιμάται η Βουγιουκλάκη(;)·
- έπεσε χοντρό γέλιο, βλ. φρ. έπεσε το γέλιο της αρκούδας·
- έσκασα απ’ τα γέλια ή έσκασα στα γέλια ή έσκασα στο γέλιο, γέλασα υπερβολικά, ασταμάτητα, ξεκαρδίστηκα μέχρι του σημείου να νιώσω δυσφορία: «μόλις τον είδα να γλιστρά και να πέφτει με το καινούριο του κουστούμι μέσα στις λάσπες, έσκασα στα γέλια». (Λαϊκό τραγούδι: βρε του γελάω δε μου ξηγιέται, σκάει απ’ τα γέλια κι όλο κουνιέται
- έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. συνηθέστ. είναι με το γέλιο στο στόμα·
- κάναμε γέλιο, βλ. φρ. έπεσε γέλιο·
- κάνω γέλια ή κάνω γέλιο, γελώ κάπως έντονα: «κάθε φορά που μου λέει ανέκδοτα αυτός ο άνθρωπος, κάνω γέλια»·
- κατάπια τα γέλια μου ή κατάπια το γέλιο μου, πίεσα τον εαυτό μου για να μη γελάσω: «μόλις τον είδα κάποια στιγμή ν’ αγριεύει, κατάπια τα γέλια μου»·
- κατουρήθηκα απ’ τα γέλια ή κατουρήθηκα στα γέλια ή κατουρήθηκα στο γέλιο, γέλασα υπερβολικά, ξεκαρδίστηκα: «έγινε τέτοια πλάκα, που κατουρήθηκα στα γέλια». Από το ότι συμβαίνει μερικές φορές το έντονο γέλιο να προκαλεί ακράτεια·
- κρατώ τα γέλια μου, τα συγκρατώ, συγκρατιέμαι να μη γελάσω: «έλεγε τέτοιες κοτσάνες, αλλά κρατούσα τα γέλια μου, γιατί δίπλα μου καθόταν η γυναίκα του»·
- κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή κρατώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. κοιλιά·
- λιγώθηκα απ’ τα γέλια ή λιγώθηκα στα γέλια ή λιγώθηκα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που μου ήρθε ζάλη: «ήταν τόσο αστεία η φάση, που λιγώθηκα απ’ τα γέλια»·  
- λύθηκα απ’ τα γέλια ή λύθηκα στα γέλια ή λύθηκα στο γέλιο, βλ. φρ. κατουρήθηκα απ’ τα γέλια·
- λύθηκε ο αφαλός μου απ’ τα γέλια ή  μου λύθηκε ο αφαλός απ’ τα γέλια, βλ. λ. αφαλός·
- μ’ έπιασαν τα γέλια ή μ’ έπιασε το γέλιο, άρχισα να γελώ: «μόλις τον είδα ντυμένο σαν παλιάτσο, μ’ έπιασαν τα γέλια»·
- με πνίγουν τα γέλια ή με πνίγει το γέλιο, ξεκαρδίζομαι, μου κόβεται η ανάσα από το έντονο γέλιο: «κάθε φορά που λέει ανέκδοτο αυτός ο άνθρωπος, με πνίγουν τα γέλια»·
- μη γελάσω! εκφράζει έντονη δυσφορία σε αυτά που λέει κάποιος, γιατί είμαστε πέρα για πέρα αντίθετοι με αυτά, γιατί πιστεύουμε ότι είναι ψέματα, ότι υπερβάλει ή, γιατί, ό,τι είπε το είπε από φθόνο: «με κατηγόρησε πως ήμουν ένα με τους χουντικούς κατά την περίοδο της δικτατορίας, όμως μη γελάω! Εγώ βρισκόμουν τότε στη Μακρόνησο μαζί με τον τάδε και τον τάδε!»· 
- μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια, νιώθω έντονη τη διάθεση να γελάσω: «είναι τόσο αστείος άνθρωπος και, κάθε φορά που τον βλέπω, μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια»·
- μπήγω τα γέλια, γελώ έντονα, δυνατά, ξεκαρδίζομαι: «μόλις του πεις κανένα πετυχημένο ανέκδοτο, μπήγει τα γέλια και δεν μπορεί να σταματήσει»·
- ξελιγώθηκα απ’ τα γέλια ή ξελιγώθηκα στα γέλια ή ξελιγώθηκα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, εξαντλήθηκα από το πολύ γέλιο: «επακολούθησε τέτοια σκηνή, μόλις τον έπιασε η γυναίκα του να σαλιαρίζει με την γκόμενά του, που ξελιγώθηκα στα γέλια»·  
- ξεράθηκα απ’ τα γέλια ή ξεράθηκα στα γέλια ή ξεράθηκα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να κουνηθώ: «όταν είδα τις δυο γυναίκες να πιάνονται απ’ τα μαλλιά στη μέση του δρόμου, ξεράθηκα απ’ τα γέλια»·
- ξέσπασα στα γέλια ή ξέσπασα στο γέλιο, δεν μπόρεσε να κρατηθώ άλλο και άρχισα να γελώ απότομα και έντονα: «μόλις τον είδα να πέφτει μέσα στο δρόμο και να σκορπίζουν τα πράγματα που κουβαλούσε, ξέσπασα στα γέλια»·
- πατώ τα γέλια ή πατώ το γέλιο, γελώ έντονα: «κάθε φορά που ακούω κάποιο πετυχημένο ανέκδοτο, πατώ τα γέλια»·
- πέθανα απ’ τα γέλια ή πέθανα στα γέλια ή πέθανα στο γέλιο, βλ. φρ. έσκασα απ’ τα γέλια·
- πέφτει γέλιο ή πέφτει πολύ γέλιο, έχει δημιουργηθεί αστεία, γελοία κατάσταση σε βάρος κάποιου, που διασκεδάζει την ομήγυρη: «πάμε γρήγορα στο καφενείο, γιατί μου είπαν πως άρχισε πάλι ο τάδε τα δικά του και πέφτει πολύ γέλιο»·
- πιάνω την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή πιάνω την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. κοιλιά·
- πνίγηκα απ’ τα γέλια ή πνίγηκα στα γέλια ή πνίγηκα στο γέλιο, βλ. φρ. έσκασα απ’ τα γέλια·
- πνιχτά γέλια ή πνιχτό γέλιο, που εκδηλώνεται με τρόπο, ώστε να μην ακουστεί, που πιέζει τον εαυτό του, ώστε να μην ακουστεί: «απ’ το βάθος της σάλας, μόλις που ακούστηκαν τα πνιχτά γέλια του τάδε»·
- ρίχνω γέλια ή ρίχνω γέλιο, γελώ έντονα: «έριξα τέτοια γέλια, μόλις τον είδα να πέφτει μέσα στις λάσπες, που μου ’ρθαν δάκρυα στα μάτια!»·
-ρίχνω το γέλιο, γελώ πάρα πολύ έντονα, ξεκαρδίζομαι: «έριξα το γέλιο, μόλις είδα τις δυο νύφες να πιάνονται απ’ τα μαλλιά». Η έκφραση λέγεται με το το τονισμένο·
- σε καλό να μας βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγει το γέλιο, λέγεται στην περίπτωση που γελάμε υπερβολικά, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως έπειτα από αυτό θα μας προκύψει μεγάλη στενοχώρια, πως δηλ. θα μας βγει ξινό το γέλιο. Η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι για να αποφύγουμε τη δυσάρεστη έκβαση μιας τέτοιας κατάστασης. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ Θεέ μου, και είναι φορές, που μετά το ρ. της φρ. ακούγεται και το τα τόσα ή το τόσο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σπαρτάρισα απ’ τα γέλια ή σπαρτάρισα στα γέλια ή σπαρτάρισα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που το κορμί μου παλλόταν από την ένταση: «μόλις έφαγε τη χυλόπιτα απ’ την γκόμενα, πήρε τέτοια έκφραση ο καημένος, που σπαρτάρισα απ’ τα γέλια»·
- σπαρταριστό γέλιο, που είναι τόσο έντονο ώστε κάνει το κορμί να πάλλεται: «το σπαρταριστό του γέλιο, ακουγόταν σ’ όλο το σπίτι»·
- τα γέλια θα σου βγουν σε κακό ή το γέλιο θα σε βγει σε κακό, βλ. φρ. τα γέλια θα σου βγουν ξινά·
- τα γέλια θα σου βγουν ξινά ή το γέλιο θα σου βγει ξινό, προειδοποίηση σε άτομο που γελάει σε βάρος μας πως θα υποστεί μελλοντικά τις συνέπειες της πράξης του και θα στενοχωρηθεί πολύ: «τώρα γέλα, που μ’ έριξες στη συναλλαγή, αλλά να θυμάσαι πως τα γέλια θα σου βγουν ξινά»·
- το ’ριξα στα γέλια ή το ’ριξα στο γέλιο, άρχισα να γελώ έντονα: «ήταν πολύ γελοία η κατάσταση να βλέπεις δυο οδηγούς να μαλώνουν και να βρίζονται στη μέση του δρόμου, επειδή τράκαραν λίγο τ’ αυτοκίνητά τους και, καθώς τους έβλεπα, το ’ριξα στο γέλιο»· 
- τρελάθηκα απ’ τα γέλια ή τρελάθηκα στα γέλια ή τρελάθηκα στο γέλιο, γέλασα έξαλλα, με μικρά πηδήματα και χειρονομίες: «τρελάθηκα στα γέλια, μόλις τον είδα να γίνεται παπί απ’ τα νερά που του πέταξε κάποια ηλίθια νοικοκυρά απ’ το μπαλκόνι της»·
- χάνεται απ’ τα γέλια ή χάνεται στα γέλια ή χάνεται στο γέλιο, γελάει τόσο πολύ, που παθαίνει σκοτοδίνη από το γέλιο: «όταν αρχίζει να γελάει, χάνεται απ’ τα γέλια».