Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κηδεία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κηδεία, η, ουσ. [<αρχ. κηδεία <κηδεύω], η κηδεία· οτιδήποτε μας προξενεί μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια: «δεν πέρασε πάλι ο γιος του στο πανεπιστήμιο κι έχουν κηδεία στο σπίτι»·
- βλέπω την κηδεία μου, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «για να θρέψω την οικογένειά μου, βλέπω την κηδεία μου κάθε μέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου / βλέπω του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. είδα την κηδεία μου·
- είδα την κηδεία μου, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «είδα την κηδεία μου, μόλις αντιλήφθηκα πως δεν έπιαναν τα φρένα μου κι ευτυχώς που μπόρεσα κι έριξα τ’ αυτοκίνητο μέσα στο χαντάκι». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου / είδα του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. βλέπω την κηδεία μου·
- είναι σαν κινητή κηδεία, βλ. συνηθέστ. είναι σαν όρθια κηδεία·
- είναι σαν όρθια κηδεία, είναι εμφανέστατα θλιμμένος, στενοχωρημένος: «είδα πριν από λίγο τον τάδε και ήταν σαν όρθια κηδεία». Από την εικόνα των ατόμων που συνοδεύουν τη σορό του νεκρού και που έχουν θλιμμένη έκφραση·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, στενοχωρηθήκαμε πάρα πολύ, στενοχωρήθηκε πάρα πολύ όλη η οικογένεια: «δεν πέρασε για τρίτη φορά ο γιος μου στο πανεπιστήμιο κι είχαμε κηδεία στο σπίτι»
- μου ’καναν κηδεία ή μου ’καναν την κηδεία, α. μου κέρδισαν όλα τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έκατσα να παίξω με τα σαΐνια και μου ’καναν την κηδεία». β. πλήρωσα υπερβολικό χρηματικό ποσό, ιδίως σε νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως: «είχαν ωραίο πρόγραμμα, δε λέω, αλλά στο τέλος μου ’καναν κηδεία»·
- πρώτο στασίδι κηδεία, βλ. λ. στασίδι.

στασίδι

στασίδι, το, ουσ. [<μσν. στασίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. στάσις], το στασίδι·
- έπιασε στασίδι ή έχει πιάσει στασίδι, εγκαταστάθηκε σε ένα χώρο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: «απ’ τη μέρα που βγήκε στα τηλεοπτικά παράθυρα, έχει πιάσει στασίδι»·
- κάνω στασίδι, κάθομαι, ξεκουράζομαι: «σήκω να κάνω στασίδι, γιατί δε με κρατάνε άλλο τα πόδια μου». Αναφορά στα ξύλινα καθίσματα που είναι τοποθετημένα δεξιά αριστερά κατά μήκος των τοίχων των ορθόδοξων ναών, για να κάθονται οι ηλικιωμένοι·
- πρώτο στασίδι κηδεία, η μακάβρια εκδοχή της έκφρασης πρώτο τραπέζι πίστα.