Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κεφάτος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κεφάτος, -η, -ο, επίθ. [<κέφι + κατάλ. -άτος]. 1. που έχει καλή διάθεση, που βρίσκεται σε ευθυμία ή που προκαλεί ευθυμία: «ήρθε κεφάτος και μας ξεσήκωσε για τα μπουζούκια || το τάδε μαγαζί έχει πολύ κεφάτο πρόγραμμα». (Τραγούδι: έστησε το κρεβάτι του πίσω απ’ την αγορά, κι έλεγε καλαμπούρια στην ταβέρνα, μπαινόβγαινε κεφάτος στα κουρεία και στα λουτρά, και χάζευε τα ψάρια μες στη στέρνα).2. που νιώθει πολύ ευχαριστημένος, πολύ ικανοποιημένος: «τον είδα που γυρνούσε κεφάτος απ’ τη δουλειά του». Θυμηθείτε το διαφημιστικό σλόγκαν: είναι κεφάτη γυρίζει απ’ του Βερόπουλου. Επίρρ. κεφάτα.