Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κεραία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κεραία, η, ουσ. [<αρχ. κεραία], η κεραία. 1. συνήθ. στον πλ. οι κεραίες, (ειρωνικά) τα κέρατα του κερατά: «είναι τόσο αγαθός άνθρωπος, που δε βλέπει τις κεραίες που κουβαλάει στο κεφάλι του». Αναφορά στις κεραίες του σαλιγκαριού. 2. τα αφτιά, ιδίως του σπιούνου, που είναι πάντοτε τεντωμένα για να ακούει τα όσα λέγονται, με σκοπό να τα μεταφέρει στον ενδιαφερόμενο ή στους ενδιαφερομένους: «είχε πάντοτε τεντωμένες τις κεραίες του, για να τ’ ακούει όλα». Αναφορά στις κεραίες της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου·
- μέχρι κεραίας, με κάθε λεπτομέρεια, με μεγάλη ακρίβεια, χωρίς να παραλείψουμε τίποτα: «τέτοια ανάλυση μέχρι κεραίας, πρώτη φορά έγινε από πρόεδρο συνεδρίου». Αναφορά στη γραμματική κεραία (παύλα).