Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κεντρί

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κεντρί, το, ουσ. [<μτγν.  σπάνιο κεντρίον <κέντριον, υποκορ. του αρχ. κέντρον], το κεντρί. 1. ό,τι τρυπάει με την απόληξη του, ό,τι κεντρίζει: «το κεντρί της μέλισσας». (Τραγούδι: όλοι σε λένε μέλισσα μα ’γω σε λέω σφήγκα, έχεις της σφήγκα το κεντρί της μέλισσας τη γλύκα). 2. το μπόλι: «το κεντρί της λεμονιάς». 3. άνθρωπος που με δηκτικό λόγο θίγει τα κακώς κείμενα: «ο τάδε είναι το κεντρί του κόμματος». 4. αυτός ο ίδιος ο δηκτικός λόγος: «μ’ ενόχλησε πολύ το κεντρί σου». 5. άνθρωπος που του αρέσει να κεντρίζει, να παρενοχλεί τους άλλους, να κάνει αστεία σε βάρος των άλλων, το πειραχτήρι: «αν σε βάλει στο μάτι αυτό το κεντρί, δε θα σ’ αφήσει στιγμή ήσυχο».