Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κελάηδημα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κελάηδημα κ. κελάηδισμα, το ουσ. [<αρχ. κελαδῶ με επίδραση του ουσ. αηδόνι], το κελάηδημα. 1. η ακατάσχετη φλυαρία: «όταν αρχίζει το κελάηδημα, δε λέει να σταματήσει». 2. (στη γλώσσα της αργκό)  η αποκάλυψη μυστικού, η προδοσία, η σπιουνιά: «πρόσεχε τα λόγια σου, όταν έρχεται ο τάδε, γιατί είναι μάνα στο κελάηδημα». 3. (για πυροβόλα όπλα) απανωτοί πυροβολισμοί: «μέσα στη νύχτα ακουγόταν το κελάηδημα των πολυβόλων».