Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κείμενο
κείμενο,
το, ουσ.
[<μτγν. κείμενον], το κείμενο·
- θίγω
τα κακώς κείμενα, αναφέρομαι
σε παγιωμένες καταστάσεις που δεν εξελίχθηκαν με το σωστό ή το νόμιμο τρόπο:
«το να θίγει κανείς τα κακώς κείμενα είναι βέβαια μια πολιτική, όμως η ουσία θα
ήταν να προτείνει και κάτι εποικοδομητικό».