Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καύσιμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καύσιμα, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. καύσιμος <καίω], τα καύσιμα. 1. το ποτό, η οινοποσία: «κάθε βράδυ πρέπει να πάω στο ουζερί για καύσιμα». 2. τα χρήματα ως κινητήρια δύναμη: «δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί μου λείπουν τα καύσιμα».