Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καταλήγω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καταλήγω, ρ. [<αρχ. καταλήγω], καταλήγω. 1. φτάνω σε σημείο που δεν έπρεπε να φτάσω, καταντώ: «με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε, κατάληξε στη φυλακή || δεν το περίμενα να καταλήξει μπεκρής». (Λαϊκό τραγούδι: και τ’ αποτέλεσμα ήταν αυτό, να καταλήξουμε στο χωρισμό).2. πιο ήπιος τύπος του πεθαίνω: «μετά από πάλη ενός μηνός, ο ασθενής κατέληξε σήμερα το απόγευμα». 3. φτάνω σε ένα συμπέρασμα, αποφασίζω: «θέλω να σκεφτείς καλά κι όταν καταλήξεις τι θέλεις να κάνεις, με φωνάζεις και το κουβεντιάζουμε». (Λαϊκό τραγούδι: τέτοια ζωή που άρχισες πρέπει να καταλήξεις, ρεζέρβα εγώ δε γίνομαι το δίπορτο ν’ αφήσεις
- καταλήξαμε στον ίδιο παρονομαστή, βλ. λ. παρονομαστής.

παρονομαστής

παρονομαστής, ο, ουσ. [<μτγν. παρονομαστής], ο παρονομαστής·
- βρήκαμε έναν κοινό παρονομαστή, βρήκαμε ένα σημείο προσέγγισης, επαφής για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε μια συνομιλία, ιδίως μια συνεργασία: «όταν αφήσαμε κατά μέρος τους εγωισμούς, βρήκαμε έναν κοινό παρονομαστή και μπορέσαμε να συνεταιριστούμε»·
- βρισκόμαστε στον ίδιο παρονομαστή, βλ. φρ. είμαστε στον ίδιο παρονομαστή·
- είμαστε στον ίδιο παρονομαστή, είμαστε, βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση, στο ίδιο επίπεδο, καλό ή κακό: «από λεφτά είμαστε στον ίδιο παρονομαστή || από φτώχεια είμαστε στον ίδιο παρονομαστή || κάναμε τόσο κόπο για να στήσουμε τη δουλειά κι από μια στραβοτιμονιά είμαστε πάλι στον ίδιο παρονομαστή»·
- καταλήξαμε στον ίδιο παρονομαστή, μετά από ένα διάστημα διαφωνιών επήλθε ταυτότητα απόψεων: «οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές, αλλά στο τέλος καταλήξαμε στον ίδιο παρονομαστή και κλείστηκε η συμφωνία»· βλ. φρ. είμαστε στον ίδιο παρονομαστή.