Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
κάλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κάλος, ο, ουσ. [<βενετ. callo <λατιν. callus], ρόζος του δέρματος, ιδίως στη μέσα πλευρά των δαχτύλων ή της παλάμης, που δημιουργείται από τη σκληρή χειρονακτική εργασία ή στα δάχτυλα των ποδιών, που δημιουργείται από την πίεση των στενών παπουτσιών·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), βλ. λ. κώλος·
- έχει κάλο στο μυαλό, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «όσο κι αν προσπαθήσεις, δε θα μπορέσεις να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί έχει κάλο στο μυαλό». Πολλές φορές, παρατηρείται χειρονομία με την οποία η άκρη του δείκτη έρχεται και χτυπάει ελαφρά στον κρόταφο. Συνών. έχει κάλο στον εγκέφαλο / έχει πίτουρα στο μυαλό / έχει πριονίδια στο μυαλό / έχει ρόζο στο μυαλό / έχει ροκανίδια στο μυαλό / έχει σκατά στο μυαλό / έχει στόκο στο μυαλό·
- έχει κάλο στον εγκέφαλο, βλ. φρ. έχει κάλο στο μυαλό·
- η παλάμη του έχει βγάλει κάλο ή η παλάμη του έχει βγάλει κάλους, βλ. φρ. η χούφτα του έχει βγάλει κάλο·
- η χούφτα του έχει βγάλει κάλο ή η χούφτα του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), αυνανίζεται μανιωδώς και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ ανόητος, πολύ ηλίθιος, πολύ βλάκας: «εδώ η χούφτα του έχει βγάλει κάλο και θέλει να περνιέται για μάγκας!»·
- μη μου πατάς στον κάλο ή μη μου  πατάς τον κάλο συμβουλευτική προτροπή ή απειλή σε κάποιον, να μη μας ενοχλεί, να μη μας εκνευρίζει, να μην αγγίζει το αδύνατο, το ευαίσθητο σημείο μας, γιατί θα υπάρξουν κακά επακόλουθα γι’ αυτόν: «χίλιες φορές στο ’χω πει, μη μου πατάς τον κάλο, γιατί θα στις βρέξω!»·
- μου πάτησε στον κάλο ή μου πάτησε τον κάλο, με τα λόγια ή τις πράξεις του με ενόχλησε, με εκνεύρισε, και πιο συγκεκριμένα μου άγγιξε το αδύνατο, το ευαίσθητο σημείο, ιδίως από κακή πρόθεση: «κάποια στιγμή τον διαολόστειλα, γιατί μου πάτησε τον κάλο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν δω πως μου πατάς πολύ τον κάλο κι αν έχω κάποιο ντέρτι θα το βγάλω κι αλλού τον έρωτα θα κυνηγώ και θα σου δείξω αλεπού ποιος είμαι εγώ). Από την εικόνα του ατόμου που εξαγριώνεται από τον πόνο που νιώθει τη στιγμή που κάποιος του πάτησε τον κάλο· 
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους, βλ. συνηθέστ. η χούφτα του έχει βγάλει κάλο·
- του πατώ τον κάλο, με λόγια ή με πράξεις αγγίζω το αδύνατο, το ευαίσθητο σημείο του, ιδίως από κακή πρόθεση: «μόλις του πάτησε τον κάλο, έκανε σαν τρελός!».

καλός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. καλός], καλός. 1. που είναι αγαθός, φιλικός, σπλαχνικός, αγαπητός, δίκαιος, καλοκάγαθος, τίμιος: «καλός άνθρωπος || καλή γυναίκα». 2α. επιτείνει το θετικό ή αρνητικό χαρακτηρισμό ενός ανθρώπου: «καλός πατέρας || καλό παιδί || καλή παρέα || καλός πούστης || καλή πουτάνα || καλό κουμάσι || τι να σου πω, καλό φίλο διάλεξες!». (Λαϊκό τραγούδι: σαν καλή, καλή κυρία το ’σκασε στην ευκαιρία κι όλο πόζα και στολίδια βγήκε σ’ άλλα κεραμίδια). β. επιτείνει τα θετικά ενός ανθρώπου ή ενός αντικειμένου: «καλός μάστορας || καλός μηχανικός || καλός ποδοσφαιριστής || καλός καλλιτέχνης || δε μου βγήκε καλό το καινούργιο πλυντήριο». 3. (για καταστάσεις ή αντιδράσεις) επιτείνει το σημείο το οποίο συμφωνεί με τις προσδοκίες μας ή τις εκπληρώνει: «του ’δωσα ένα καλό χαστούκι, που είδε τον ουρανό σφοντύλι || πήρε μια καλή αύξηση και μπόρεσε να βουλώσει κάτι τρύπες». 4. (σε ευχές) αίσιος, ευνοϊκός: «να ’χεις καλό δρόμο || να ’χεις καλά γεράματα || να ’χει καλό τέλος η προσπάθειά σου». 5. το αρσ. ως ουσ. ο καλός, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρώων: «ο ηθοποιός Νίκος Περγιάλης, υπήρξε ο καλός του ελληνικού κινηματογράφου». 6. το αρσ. ως ουσ. ο καλός (μαζί με τις αντωνυμίες μου, σου, του, της) ο σύζυγος, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «ήρθε η τάδε με τον καλό της». (Δημοτικό τραγούδι: τάκου τάκου ο αργαλειός μου να σου κι έρχεται ο καλός μου). 7. το θηλ. ως ουσ. η καλή, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρωίδων: «η καλή του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου υπήρξε η Ελένη Ζαφειρίου». 8. το θηλ. ως ουσ. η καλή (μαζί με τις αντων. μου, σου, του) η σύζυγος, η ερωμένη, η φιλενάδα: «πήρε την καλή του κι έφυγαν για το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: και στ’ ορκίζομαι, καλή μου, να το θυμηθείς πως απόψε όλη νύχτα δε θα κοιμηθείς). 9α. το θηλ. ως ουσ. η καλή, η εμφανίσιμη, η εξωτερική επιφάνεια υφάσματος: «πάνω στη βιασύνη του δε φόρεσε το πουλόβερ του απ’ την καλή». β. η τελευταία αναμέτρηση σε ένα παιχνίδι, που το αποτέλεσμα ακυρώνει κάθε προηγούμενο και δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους αντιπάλους: «υπάρχει μεγάλη αγωνία σ’ όλους και τα στοιχήματα πέφτουν βροχή, γιατί θα παίξουν στο τάβλι την καλή». 10α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, η καλή πράξη: «δεν περνάει μέρα, που να μην κάνει το καλό». β. ό,τι είναι ευχάριστο, συμφέρον ή ωφέλιμο: «με τα λόγια όλοι θέλουν το καλό του τόπου μας!». γ. το καθαρογραμμένο αντίγραφο προχειρογραμμένου πρωτοτύπου: «αν καθαρόγραψες το συμβόλαιο, φέρε μου το καλό να το υπογράψω». δ. το επίσημο τετράδιο εργασιών μαθητή: «έλυσα πρώτα τις ασκήσεις στο πρόχειρο και τώρα θα τις περάσω στο καλό». Συνών. καθαρό (7α, β). 11. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καλά, τα υλικά αγαθά. (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, αφού έχω την αγάπη μου κοντά μου). 12α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, ρούχο που το χρησιμοποιούμε ως επίσημο και που, λόγω φτώχειας, δεν έχουμε δεύτερο για αλλαγή: «έχει ένα καλό πουκάμισοκαι το προσέχει σαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: που δεν έχουν δεκάρα στην τσάντα, που ’χουν ένα φουστάνι καλό,που ’ν’ ο πόνος τους άγρυπνος πάντα κι έχουν βλέμμα πικρό και δειλό).β. (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) το ρούχο που θεωρούμε ξεχωριστό, που το έχουμε αδυναμία: «ξεχώρισε και φόρεσε το καλό του πουκάμισο, αυτό που έχει την εντύπωση πως τον ομορφαίνει». 13.στον πλ. ως ουσ. τα καλά (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) τα επίσημα ρούχα: «φόρεσε τα καλά του και πήγε στο χορό || το βράδυ θα ’ρθετε όλοι με τα καλά σας». 14α. η κλητ. καλέ! ως επιφών. δηλώνει παράκληση, απορία, θαυμασμό ή ειρωνεία: «καλέ, βοήθησέ με λίγο! || καλέ, τι ’ν’ αυτά που λες! || πώς μεγάλωσες, καλέ!». (Λαϊκό τραγούδι: σιγά, καλέ, σιγά αμαξά την άμαξα, γιατί είναι μέσα η βλάμισσα).β. η κλητ. καλέ, προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «καλέ, ποιον δρόμο πρέπει να πάρω για να βγω στο Βαρδάρι;». γ. πολλές φορές, προηγείται του ονόματος, δηλώνοντας παράκληση ή δυσφορία: «καλέ Γιώργο, φέρε μου  ένα ποτήρι νερό || καλέ Νίκο, πάψε να κάνεις φασαρία». δ. λέγεται και αντί ονόματος που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το αναφέρουμε: «να πάρω, καλέ, για λίγο τ’ αυτοκίνητό σου για να πεταχτώ μέχρι το σπίτι;». (Λαϊκό τραγούδι: και να της πω τα μυστικά που έχω στην καρδιά μου ότι η κόρη σου, καλέ,θα γίνει πια δικιά μου). 15. με άρθρο καλέ, ο, η (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της) (στη γλώσσα της αργκό) ο ερωμένος, η ερωμένη, ο γκόμενος, η γκόμενα: «την είδα να σουλατσάρει με τον καλέ της στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’σαι ντερβίσης μου εσύ κι εγώ θα ’μαι καλέ σου και θα σ’ ανάβω, μάγκα μου, εγώ το ναργιλέ σου). 16α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλά! έκφραση αμφισβήτησης για κάτι που μας λένε: «όλο το βράδυ ήμουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. -Καλά!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο. Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία, που επιβάλλει στο συνομιλητή μας να πάψει να μιλάει άλλο. β. με παρατεταμένο το άλφα καλάαα! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, που όταν συνοδεύεται από κούνημα του κεφαλιού επιτείνει την απειλή: «δεν έχω να σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω, τι θα μου κάνεις δηλαδή -Καλάαα!». 18. διατυπώνει δυσμενή ή μειωτική κρίση για κάποιον ή για κάτι: «καλό φίλο έχεις! || καλή γυναίκα διάλεξες! || καλό αυτοκίνητο αγόρασες!». Συνήθως άλλες φορές προτάσσεται και άλλες ακολουθεί το τι να σου πω ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ. Συνών. ωραίος (4). 19α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλό!θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή για κάτι που μας δείχνουν: «κάποια στιγμή σηκώθηκε ο τάδε και τον μαύρισε στο ξύλο. -Καλό! || σ’ αρέσει το καινούριο αυτοκίνητο που αγόρασα; -Καλό!»· βλ. και φρ. καλό ε! β. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο με παρατεταμένο το όμικρον καλόοοο! θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή μας δείχνουν ή όταν εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι που μας εντυπωσίασε πολύ: «σ’ αρέσει το καινούριο μου αυτοκίνητο; -Καλόοο! || ήταν καλό το έργο που είδες; -Καλόοο!». Επίρρ. καλά, α. ευχάριστα, ωραία, συμπαθητικά: «όλοι περάσαμε καλά στην εκδρομή». β. καλώς (βλ. λ.). Υποκορ. καλούλης, -α, -ι κ. καλούλικος, -η κ. -ια, -ο. (Ακολουθούν 657 φρ.)·
- α εσύ είσαι καλός! έκφραση έκπληξης , απορίας ή δυσφορίας για άτομο που λέει ή υποστηρίζει άλλα από αυτά που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως, ή που αναιρεί ξαφνικά τα συμφωνηθέντα·
- α καλάααα!…, α. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει κάτι με την εντύπωση πως μας μεταφέρει κάποιο νέο, ενώ στην πραγματικότητα μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή. β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον, που, ενώ φοβόμαστε πως θα μας πει κάτι που δε μας συμφέρει μας λέει κάτι που είναι εντελώς άσχετο με τους φόβους μας·
- α στο καλό σου! ή άι στο καλό! α. ευχετική έκφραση, ιδίως σε άτομο, που μας έκανε να γελάσουμε με κάτι που μας είπε ή με κάτι που έκανε μόνο και μόνο για να γελάσουμε. Συνήθως συνοδεύεται από χαριεντισμό χτυπώντας τον ελαφρά στο στήθος του με το ένα ή και με τα δυο μας χέρια. β. έκφραση απορίας ή αγανάκτησης: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Άι στο καλό, αυτός δεν έχει να φάει! || άι στο καλό, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!»· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ. διάβολος·
- άι στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- ακούγεται καλά (κάποιος), α. είναι καλά στην υγεία του: «όχι μόνο ακούγεται καλά, αλλά λυγίζει και σίδερα». β. είναι ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος: «έχεις δει εσύ κάποιον που ακούγεται καλά, να μην είναι ευπρόσδεκτος σε κάθε παρέα;»·
- ακούω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «ακούω καλά, θέλεις να χωρίσουμε;»·
- ακούω καλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στο καλό, ρε παιδάκι μου, να κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω! || άμε στο καλό σου, γιατί αν σε πιάσω στα χέρια μου θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!». Συνών. άμε στη δουλειά σου(!)· βλ. και φρ. στο καλό(!)·  
- αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- αν θες (θέλεις) να τα ’χουμε καλά, έκφραση με την οποία θέτουμε προϋποθέσεις για μια καλή σχέση με κάποιον: «αν θες να τα ’χουμε καλά, θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου». Είναι και φορές που η φρ., ακολουθεί τις προϋποθέσεις που τίθενται, ενώ άλλες φορές αυτές οι προϋποθέσεις προτάσσονται: «θέλω να ’ρχεσαι στην ώρα σου, να μην κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά και να ’σαι ευγενικός με τους πελάτες, αν θες να τα ’χουμε καλά || αν θες να τα ’χουμε καλά, πρέπει να τηρείς τους κανόνες της επιχείρησης». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα με όπως σε κοιτώ και την καρδιά μου πάρ’ τη κι αν θες να τα ’χουμε καλά,να μη με λες μπερμπάντη
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. λ. κουβέντα·
- άναψε η συζήτηση για τα καλά, βλ. λ. συζήτηση·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άντε καλά! ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος με την έννοια μην κουράζεσαι να με πείσεις, μην κουράζεσαι να μας πείσεις, σε πιστεύω, σε πιστεύουμε: «όλο το βράδυ όλες οι γυναίκες με γυρόφερναν σαν τρελές, κι έτσι να έκανα το δαχτυλάκι μου, θα ’πεφταν όλες στα πόδια μου. -Άντε καλά!». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται με αλλεπάλληλα ελαφρά χτυπηματάκια με την παλάμη στη ράχη του συνομιλητή·
- άντε καλέ! α. ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «άντε καλέ, που θέλεις να πιστέψω τέτοιες μπαρούφες! || άντε καλέ, που η τάδε είναι η ομορφότερη της παρέας! || άντε καλέ, που τον πίστεψες πως θα σε πάρει μαζί του!». β. ειρωνική επιφωνηματική έκφραση σε θηλυπρεπή που τον βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·  
- άντε στο καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που ξεκινάει για κάπου: «άντε στο καλό και να μου φιλήσεις τους δικούς σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το παιδί μου ή το παιδάκι μου όταν η ευχή δίνεται από ηλικιωμένο άτομο. β. απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στο καλό, πριν με πιάσουν τα νεύρα και σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, κόψε, στρίβε και άντε στο καλό!).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, βλ. λ. Παναγιώταινα·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το καλό, (για προϊόντα) από αυτό που είναι καλής ποιότητας: «θέλω να μου βάλεις ένα κιλό τυρί, αλλά απ’ το καλό || βάλε μου να πιω ένα ουισκάκι, αλλά απ’ το καλό». (Λαϊκό τραγούδι: Μεμέτη μου, Μεμέτη μου, με σε περνώ το ντέρτι μου, φουμάρω μαύρο απ’ το καλό εγώ μαζί με τη Μαριώ
- άρχισε τα καλά (του τάδε), λέγεται ειρωνικά ή και με δυσαρέσκεια ή δυσφορία για κάποιον που μιμείται την κακή συμπεριφορά ή ακολουθεί τις κακές συνήθειες κάποιου: «άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο || άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μπεκροπίνει || άρχισε κι αυτός τα καλά του φίλου του και χαρτοπαίζει»·
- ας είν’ καλά…, έκφραση με την οποία αδιαφορούμε για το κακό ή το δυσάρεστο που πάθαμε και δείχνουμε όλη την προτίμησή μας σε αυτό που αναφέρουμε: «δε με νοιάζει που έχασα τα λεφτά, ας είν’ καλά η υγεία μου»·  
- ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει, ευχετική έκφραση, ιδίως για οικείο άτομο, να είναι καλά στην υγεία του και ας κάνει απρέπειες: «πάλι η γιαγιά σου τα ’βαλε χωρίς λόγο με τη γειτόνισσα. -Ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει»·
- ας είν’ καλά το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- ας είν’ καλά το πείσμα σου! βλ. λ. πείσμα·
- ας είσαι καλά, έκφραση ευχαριστίας σε άτομο που μας βοήθησε: «ας είσαι καλά, φιλαράκι μου, γιατί χωρίς τη βοήθειά σου δε θα κατάφερνα να ξεπεράσω τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν»·
- ας είσαι καλά που…, ειρωνική έκφραση ή έκφραση παράπονου σε άτομο που δε φέρθηκε καλά απέναντί μας, ιδίως που δε μας βοήθησε, ενώ θα μπορούσε να μας βοηθήσει: «τι έμαθα, ήσουν στο νοσοκομείο; -Ας είσαι καλά που ήρθες να με δεις || είναι αλήθεια πως έχασες εκείνη τη δουλειά; -Ας είσαι καλά που με βοήθησες να την πάρω»·
- ας κάνει καλά μόνος του, ας βρει τρόπο μόνος του να συνεχίσει μια δουλειά, μια υπόθεση ή να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται: «όσο μπορούσα να τον βοηθήσω, τον βοήθησα, από δω και πέρα όμως ας κάνει καλά μόνος του»·
- ας τα λέμε καλά, περίπου καλά, σχετικά καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα·
- άσ’ τα να πάνε στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ τα να πάνε στην ευχή(!)·
- άσ’ το να πάει στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ το να πάει στην ευχή(!)·
- άσ’ τον να πάει στο καλό! α. μην τον απασχολείς άλλο, άφησέ τον στην ησυχία του: «αφού ξέρεις πως δε συμμετείχε στον καβγά ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». β. (συμβουλευτικά ή απαξιωτικά για ενοχλητικό ή εριστικό άτομο) μην κάνεις φασαρία και ασ’ τον να φύγει, να ξεκουμπιστεί: «αφού βλέπεις πως είναι ξεροκέφαλος ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του Θεού ή του Θεού και της Παναγίας. Συνών. άσ’ τον να πάει στην ευχή(!)·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτός (εσύ) και τα καλά του (σου), αρνητική έκφραση σε κάποιον ή για κάτι, που παρά τα υποτιθέμενα καλά που μπορεί να έχει ή να κρύβει, εντούτοις μας είναι ανεπιθύμητος. (Δημοτικό τραγούδι: αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου, εσύ και τα καλά σου, σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη)· 
- αχ καλέ! α. θαυμαστικό επιφώνημα εν είδει ταχταρίσματος σε λατρευτό μας πρόσωπο. Συνήθως το καλέ επαναλαμβανόμενο: «αχ, καλέ καλέ τι όμορφο παιδάκι που έχω εγώ!». Συνοδεύεται από χάδια στα μαλλιά ή από ελαφρά τσιμπηματάκια στα μάγουλα. β. ειρωνικό επιφώνημα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας· βλ. και φρ. καλέ άντες(!)·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βασίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- βάζω τα καλά μου, ντύνομαι με τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή, βάζω τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία»·
- βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- βάλ’ το καλά στο νου σου! βλ. λ. νους·
- βγάζει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγήκε σε καλό, (γενικά) ενέργεια ή προσπάθεια εξελίχθηκε θετικά: «αποθήκευε ο κόσμος συνεχώς τρόφιμα κι εντέλει βγήκε σε καλό, γιατί σε λίγο καιρό υπήρξαν θεαματικές ανατιμήσεις»· 
- βλέπω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «ρε παιδιά, βλέπω καλά; Κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βρε άντε στο καλό! ή ρε άντε στο καλό! απειλητική έκφραση με την οποία υποδεικνύουμε σε κάποιον να φύγει από κοντά μας, γιατί μας έχει γίνει πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός, ή για να μην του κάνουμε κάποιο κακό: «βρε άντε στο καλό, που επιμένεις να πεις κι εσύ τη γνώμη σου! || ρε άντε στο καλό μη σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: ρε Γιάννη, άντε στρίβε, ρε άντε στο καλό, γιατί αν σε γραπώσω σου παίρνω το λαιμό). Συνήθως παρατηρείται χειρονομία με το χέρι να τινάζεται με διεύθυνση προς τα μπρος και πλάγια. Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το παιδάκι μου ή το άνθρωπέ μου·  
- βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου! έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έμεινε αμετάπειστο παρά τις συνεχείς μας προσπάθειες να το κάνουμε να αλλάξει γνώμη για κάτι: «βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τον είχα με τις ώρες για ν’ αποσύρει τη μήνυση, αυτός όμως εκεί, τίποτα!»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. λ.μέρα·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βρίσκεται σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- βρίσκομαι στις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός· 
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, βλ. λ. ψάρι·
- γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος ή γελάει καλά, που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- για καλά, βλ. φρ. για τα καλά·
- για καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- για καλό, α. λόγος ή ενέργεια που γίνεται με καλή πρόθεση: «εγώ το ’πα για καλό || εγώ το ’κανα για καλό». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «πήρα για καλό μαζί μου και την ομπρέλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: τις φιλινάδες να προσέχεις για καλό, είναι ζηλιάρες θέλουν πάντα το κακό)· βλ. και φρ. για καλό και για κακό·
- για καλό ήρθες; έκφραση που επιβεβαιώνει τις υποψίες μας πως η επίσκεψη κάποιου ατόμου θα μας στενοχωρήσει: «ήρθα να μου δώσεις κάτι δανεικά. -Για καλό ήρθες; || ήρθα να μου δώσεις τα δανεικά που μου χρωστάς. -Για καλό ήρθες; ». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ, είπα κι εγώ·
- για καλό και για κακό, α. για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρε για καλό και για κακό μαζί του και την ομπρέλα». Θυμηθείτε το διαφημιστικό σλόγκαν Ασφαλιστικής Εταιρείας: «για καλό και για κακό Ασπίς - Πρόνοια». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «επειδή υπάρχουν πολλά κλεφτρόνια στη γειτονιά, έβαλε για καλό και για κακό έναν συναγερμό στο σπίτι του»·
- για καλό μου (σου, του, της κ.λπ.) ή για δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για καλό δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. φρ. για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.). (Λαϊκό τραγούδι: άλλαξε αν θέλεις, για καλό σου, τακτική, θα είσ’ αιτία που θα πάω φυλακή // μη με πάρεις στο λαιμό σου, άκου για καλό δικό σου, θέλω, φως μου, να σε παντρευτώ, θέλω να νοικοκυρευτώ )·
- για να ’χουμε και καλό ρώτημα ή για να ’χουμε καλό ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- για τα καλά, α. πολύ ικανοποιητικά: «ματσώθηκα για τα καλά». β. υπερβολικά: «έφαγα για τα καλά || εξαντλήθηκα για τα καλά». γ. απόλυτα, εντελώς, τελείως: «βολεύτηκα για τα καλά στο δημόσιο». δ. ολοκληρωτικά: «μαλώσαμε για τα καλά και δε θα του ξαναμιλήσω». (Λαϊκό τραγούδι: ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικράκι, ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικρό για τα καλά
- για το καλό, λέγεται για τη δικαιολόγηση χειρονομίας ή πράξης που γίνεται εθιμοτυπικά: «μια κι ήρθε στο σπίτι μου, του τράταρα ένα ουζάκι έτσι για το καλό || αφού μου ’φερε καλά νέα το παιδί, του ’δωσα κι εγώ ένα χαρτζιλικάκι για το καλό»·
- για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.) ή για το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για το καλό το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), για προσωπικό μου (σου, του, της κ.λπ) όφελος, για την προκοπή μου (σου, του, της κ.λπ): «ξέρω πως, ό,τι κάνεις, το κάνεις για το καλό μου και σ’ ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: πολλές φορές σου μίλησα εγώ, για το καλό σου, κι ας ήμουνα το θύμα σου το πρώτο το δικό σου // βάλε μυαλό για το δικό σου το καλό. Άλλαξε γνώμη, άλλαξε και στο τσαρδί σου άραξε
- για το καλό του χρόνου, βλ. λ. χρόνος·
- γίνομαι καλά, γιατρεύομαι, θεραπεύομαι: «είχα ένα πρόβλημα με την υγεία μου, αλλά, έπειτα απ’ τη θεραπεία που έκανα, έγινα καλά»·
- γίνομαι καλός, συμπεριφέρομαι ήπια, με καλοσύνη: «όσο σκληρός κι αν λένε πως είμαι στη δουλειά μου, όταν βλέπω πως όλοι δουλεύουν κανονικά, γίνομαι καλός»·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γράφω στο καλό, βλ. φρ. γράφω στο καθαρό, λ. καθαρός·
- δε βγαίνει σε καλό (κάτι), δεν έχει καλή κατάληξη: «η γκρίνια δε βγαίνει σε καλό». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι· το γρι-γρι-γρι να πάψεις και σε καλό δε βγαίνει
- δε βλέπω καλό, δε βοηθιέμαι, δεν ευεργετούμαι: «τώρα που έπεσα οικονομικά, δε βλέπω καλό από κανέναν
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε γίνεται καλά με τίποτα, α. (για πρόσωπα) έχει πολλά αρνητικά, δε διορθώνεται με τίποτα  ή έχει μεγάλο πάθος σε κάτι, ιδίως όχι καλό, και δεν υπάρχει προοπτική καλυτέρευσής του: «είναι τόσο τρελός, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μεγάλος γυναικάς, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μανιώδης χαρτοπαίχτης, που δε γίνεται καλά με τίποτα». β. (για μηχανήματα) έχει ανεπανόρθωτη βλάβη, είναι πια άχρηστο: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητο, που δε γίνεται καλά με τίποτα»·
- δε θα (σου) βγει σε καλό, η ενέργεια, η πράξη, όπως γίνεται ή όπως έγινε, θα έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος σου: «αυτή η κατάληψη του εργοστασίου που ετοιμάζετε, δε θα σας βγει σε καλό || δε θα σου βγει σε καλό που αντιμιλάς το διευθυντή σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα σου βγούνε σε καλό όλ’ αυτά που κάνεις, αλανιάρικο, κοίταξε να μαζευτείς και μυαλό να βάνεις, παιχνιδιάρικο  
- δε θα τα πάμε καλά, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα υπάρξουν δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος του, επειδή συνεχίζει να ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντά μας ή επειδή, παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις μας, συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός: «αν συνεχίσεις να βάζεις εμπόδια στη δουλειά μου, δε θα τα πάμε καλά || αν, παρά τις συστάσεις μου, συνεχίσεις να ενοχλείς την αδερφή μου, δε θα τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το στο λέω·
- δε θα ’χουμε καλά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δε μας τα λες καλά, έκφραση αμφισβήτησης, δυσφορίας στα λεγόμενα κάποιου, που δεν είναι αυτά που θέλαμε ή που περιμέναμε να ακούσουμε: «δε μας τα λες καλά, γιατί εγώ ξέρω πως αλλιώς έγιναν τα πράγματα || μια και σε βρήκα, δώσε μου εκείνα τα δανεικά που μου χρωστάς. -Δε μας τα λες καλά, γιατί γι’ άλλο πράγμα συναντηθήκαμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δε με βλέπω καλά, α.  έκφραση επίγνωσης για την τιμωρία που με περιμένει: «αν μάθει ο διευθυντής πως έκανα πάλι κοπάνα, δε με βλέπω καλά». β. έκφραση επίγνωσης για την κακή πορεία της υγείας μου: «τον τελευταίο καιρό δε με βλέπω καλά, γι’ αυτό πρέπει να πάω να με δει ο γιατρός μου»· βλ. και φρ. δε σε βλέπω καλά·
- δε μου ’ρχεται καλά να…, έχω δυσκολίες, έχω αναστολές να συμπεριφερθώ ή να ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο, γιατί δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει με την ψυχοσύνθεσή μου, με τη φιλοσοφία μου ή την κατάστασή μου: «δε μου ’ρχεται καλά να πάω μαζί τους στο γλέντι, γιατί πριν δυο μήνες πέθανε ο πατέρας μου || δε μου ’ρχεται καλά να τα βάλω με γέρο άνθρωπο || δε μου ’ρχεται καλά να μην του κάνω παρέα, επειδή είναι φτωχός»·
- δε μου στέκει καλά ή δε μου στέκεται καλά, (για είδη ένδυσης) δεν εφαρμόζει καλά επάνω μου είτε γιατί είναι κακοραμμένο είτε γιατί δεν είναι στα μέτρα μου: «το σακάκι δε μου στέκεται καλά στους ώμους»·
- δε μου φέρθηκε καλά, μου συμπεριφέρθηκε ανάρμοστα ή δε με βοήθησε: «πήγα να του ζητήσω κάτι πληροφορίες για τη δουλειά και δε μου φέρθηκε καλά, γιατί μ’ έβαλε τις φωνές || είμαι πικραμένος μαζί του, γιατί, όταν ζήτησα τη βοήθειά του, δε μου φέρθηκε καλά»·
- δε σε βλέπω καλά, α. η εργασιακή σου θέση είναι επισφαλής ή πρόκειται να σου συμβεί κάποιο κακό για κάποια πράξη ή ενέργειά σου: «αν μάθει ο διευθυντής για το έλλειμμα που υπάρχει στο ταμείο, δε σε βλέπω καλά || αν μάθει ο αδερφός της ότι τα ’χεις μαζί της, δε σε βλέπω καλά». β. από την κακή όψη του προσώπου σου, αντιλαμβάνομαι πως έχεις πρόβλημα υγείας: «να πας να σε κοιτάξει κανένας γιατρός, γιατί τον τελευταίο καιρό δε σε βλέπω καλά»· βλ. και φρ. δε με βλέπω καλά·
- δε στέκει καλά ή δε στέκεται καλά, α. δεν είναι καλά στην υγεία του ή δεν έχει σώας τας φρένας του: «απ’ την όψη του προσώπου του κατάλαβα πως δε στέκει καλά ο τάδε || μη τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν στέκει καλά». β. δε βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «μη του ζητήσεις ούτε ευρώ, γιατί απ’ ότι ξέρω δε στέκεται καλά»· βλ. και φρ. στέκει καλά·
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δε χρωστάει καλό σε κανέναν ή καλό δε χρωστάει σε κανέναν ή σε κανέναν δε χρωστάει καλό, δεν έχει ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας, είναι ανάλγητος, σκληρόκαρδος: «όσο και να ’χεις ανάγκη, δε σε βοηθάει, γιατί δε χρωστάει καλό σε κανέναν». (Τραγούδι: και γράφ’ τον κόσμο στα παλιά σου τα παπούτσια κι έλα κράτα με σφιχτά καλό κανένας δε χρωστά
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- δεν ακούγομαι καλά, α. έχω κάποια κρυφή στενοχώρια, που όμως γίνεται αντιληπτή στους άλλους από τον τρόπο της ομιλίας μου: «όσο και να θέλει να προσποιηθεί τον χαρούμενο, εγώ που τον ξέρω χρόνια καταλαβαίνω πως δεν ακούγεται καλά». β. δε βρίσκομαι καλά στην υγεία μου: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν ακούγομαι καλά»·
- δεν είδα καλό από κανέναν, όλοι μου συμπεριφέρθηκαν εχθρικά ή αδιάφορα, δεν είχα τη βοήθεια κανενός: «όταν μου ’τυχαν κάτι αναποδιές, δεν είδα καλό από κανέναν»·
- δεν είδα μια καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν είμαι καλά, είμαι άρρωστος: «έκανα δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήμουν καλά»·
- δεν είμαστε καλά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε ή για κάτι που βλέπουμε: «έμαθα πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν είμαστε καλά, πριν μια ώρα ήμασταν μαζί! || δεν είμαστε καλά, πάλι σουρωμένος είσαι!». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι για καλό, λέγεται για κάτι που μπορεί να αποβεί σε βάρος μας, που προμηνύει κάτι κακό: «να ξέρεις πως αυτό το υπονοούμενο που πέταξε δεν είναι για καλό». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χαμε τι να ’χαμε δυο αμπάρια να ’χαμε για να ρίχνουμε τ’ αγόρια τ’ άτιμα τα μεσοφόρια που δεν είναι για καλό. Τζουμ τριαλαρό
- δεν είναι δήθεν και καλά, βλ. λ. δήθεν·
- δεν είναι καλά πράγματα αυτά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι καλά στα γνωστικά του, βλ. λ. γνωστικός·
- δεν είναι καλά στα λογικά του, βλ. λ. λογικός·
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν είναι στα καλά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη, παράλογα και, κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δεν είναι στα καλά του ο άνθρωπος!». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν είσαι καλά! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητάει ή μας λέει παράλογα, παράδοξα πράγματα: «δεν είσαι καλά που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη! || δεν είσαι καλά που θα πας κολυμπώντας στο άλλο νησί!»·
- δεν είσαι με τα καλά σου! βλ. φρ. δεν είσαι καλά(!)· 
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν ήρθε για καλό, λέγεται για κάποιον που η παρουσία του σε ένα χώρο προμηνύει καβγά, φασαρία: «απ’ τη στιγμή που έμαθε πως τον κατηγόρησες κι ήρθε στο μπαράκι που συχνάζεις, να ξέρεις πως δεν ήρθε για καλό»·
- δεν κάνει καλό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- δεν πάει καλά, α. (για πρόσωπα) πάσχει πνευματικά, έχει διανοητικό πρόβλημα: «μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν πάει καλά». β. έχει οικονομικές δυσκολίες: «μη ζητάς απ’ αυτόν δανεικά, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά». γ. (για δουλειές, επιχειρήσεις) δεν αποδίδει: «έχει μια βιοτεχνία εσωρούχων, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά και προβληματίζεται αν θα την κρατήσει». δ. (για μηχανήματα) παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη λειτουργία του: «προχτές έβγαλα τ’ αυτοκίνητο απ’ το συνεργείο, αλλά πάλι δεν πάει καλά»·
- δεν παίρνει με το καλό, αντιμετωπίζεται μόνο δυναμικά με λόγια ή με έργα: «πρέπει να του ρίξεις κανένα βρισίδι, γιατί δεν παίρνει με το καλό || πρέπει να τον τραβήξεις ένα χέρι ξύλο, γιατί δεν παίρνει με το καλό»·
- δεν πάμε καλά, (γενικά) η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική ζωή παρουσιάζει προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, είναι δυσοίωνη ή εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει στα εργατικά συνδικάτα, δεν πάμε καλά || απ’ τη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, δεν πάμε καλά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν πας καλά! έκφραση απορίας προς κάποιον που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «δεν πας καλά που θα σου δανείσω δέκα εκατομμύρια, επειδή είσαι γνωστός του φίλου μου!». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- δεν πας καλά, α. δεν είναι η σωστή πορεία, η σωστή κατεύθυνση, δεν είναι ο σωστός δρόμος αυτός που ακολουθείς για να φτάσεις στον προορισμό σου: «δεν πας καλά απ’ αυτόν το δρόμο για το Βαρδάρι». β. δεν είναι ο σωστός, ο ενδεδειγμένος τρόπος αυτός με τον οποίο ενεργείς για να φέρεις σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεσή σου: «δεν πας καλά, αν θέλεις να πάρεις το δάνειο που σου χρειάζεται»·  
- δεν πατάς γερά, βλ. λ. γερός·
- δεν πατάς καλά, βλ. φρ. δεν πατάς γερά·
- δεν περπατάς καλά, δεν ενεργείς, δε συμπεριφέρεσαι σωστά, έντιμα: «απ’ τη μέρα που έμπλεξες μ’ αυτή την παλιοπαρέα, δεν περπατάς καλά». Συνών. περπατάς στραβά·
- δεν τα πάμε καλά, α. δεν υπάρχει αρμονική σχέση μεταξύ μας: «όπου να ’ναι θα χωρίσω με τη γυναίκα μου, γιατί δεν τα πάμε καλά». β. έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «αν έρθει κι ο τάδε, εγώ δεν έρχομαι, γιατί δεν τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν τα πάω καλά με..., α. δεν έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «δεν τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι κουτσομπόλης || δεν τα πάω καλά με το κάπνισμα || δεν τα πάω καλά με το ποτό». β. δε συνηθίζω κάτι: «δεν τα πάω καλά με τις εκδρομές»·
- δεν τα ’χουμε καλά, έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «δεν τα ’χουμε καλά, γι’ αυτό και δε μιλιόμαστε»·
- δεν το βλέπω καλά, (για αντικείμενα) δε βρίσκεται τοποθετημένο σε σίγουρη θέση και υπάρχει φόβος να πάθει κάποια βλάβη: «δεν το βλέπω καλά το κάδρο, όπως το κρέμασες στον τοίχο σε τόσο μικρό καρφάκι || πάρε από δω το βάζο, γιατί δεν το βλέπω καλά»·
- δεν το ’πιασα καλά! ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για να κάνω ένα ταξίδι στο εξωτερικό; -Δεν το ’πιασα καλά!»· βλ. και φρ. α. δεν το ’πιασα καλά. β. δεν το ’πιασα! λ. πιάνω·
- δεν το ’πιασα καλά, δεν κατάλαβα καλά τι ακριβώς μου είπες, επανάλαβε αυτό που είπες, γιατί δεν το άκουσα ή δεν το κατάλαβα καλά: «πέρασε απ’ το μπαράκι ο αδερφός σου και ρωτούσε για σένα. -Δεν το ’πιασα καλά»· βλ. και φρ. δεν το ’πιασα καλά(!)·  
- δεν το ’χω σε καλό, το θεωρώ κακό οιωνό: «δεν το ’χω σε καλό, όταν βλέπω το πρωί μαύρη γάτα»·
- δεν τον βλέπω καλά, έχω την εντύπωση πως δεν είναι καλά στην υγεία του ή πως δεν είναι σε καλή οικονομική κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό δεν τον βλέπω καλά, γιατί όλο βήχει || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί μετά τη ζημιά που έπαθε στο χρηματιστήριο δεν τον βλέπω καλά»·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- δίνω το καλό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- δουλεύω καλά, έχω ικανοποιητική πελατεία, είμαι ευχαριστημένος από την εμπορική κίνηση που κάνω στο μαγαζί μου: «δεν ξέρω οι άλλοι πώς δουλεύουν, πάντως εγώ δουλεύω καλά»·
- ε καλάααα! έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε κάποιον που μας ρωτάει, αν κατορθώσαμε να φέρουμε σε πέρας κάτι που επιδιώκαμε, και μάλιστα δηλώνει πως το κατορθώσαμε με μεγάλη ευκολία: «τι έγινε ρε με την τάδε, την έριξες; -Ε καλάααα! || τι έγινε με τη δουλειά που είχες αναλάβει, την τέλειωσες; -Ε καλάααα!». Συνήθως παρατηρείται χαμόγελο επιτυχίας, που πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
- έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, έγινε και κάτσε καλά μέσα στο κέντρο» β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια κι έγινε το κάτσε καλά». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «μπροστά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, έγινε το κάτσε καλά απ’ τον κόσμο για ένα εισιτήριο, γιατί σε λίγο άρχιζε το ματς». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- εγώ να ’μαι καλά που… ή να ’μαι εγώ καλά  που… ή να ’μαι καλά εγώ που..., δηλώνει την άμεση συμμετοχή ή ενέργειά μας για την επίτευξη κάποιου σκοπού ή για την αποφυγή κάποιας ανεπιθύμητης κατάστασης σε βάρος του συνομιλητή μας ή σε βάρος κάποιου, σε μένα οφείλεται που…: «εγώ να ’μαι καλά που μίλησα στο διευθυντή, γιατί αλλιώς δε θα την έπαιρνε τη δουλειά || να ’μαι εγώ καλά που τον παρακάλεσα και απέσυρε τη μήνυση που είχε σε βάρος σου || να ’μαι καλά εγώ που σε βοήθησα, γιατί αλλιώς δε τη γλίτωνες τη φυλακή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·   
- έδεσε για καλά ή έδεσε για τα καλά, α. (για πρόσωπα) σταθεροποιήθηκε, τακτοποιήθηκε απόλυτα, ιδίως σε κάποια θέση εργασίας: «βολεύτηκε στην τράπεζα κι έδεσε για τα καλά». β. επισκέφτηκε κάποιον σε ένα χώρο και παρέμεινε πολύ περισσότερο από το επιτρεπτό όριο: «ήρθε στο γραφείο μου να πιει έναν καφέ κι έδεσε για καλά». γ. εγκαταστάθηκε μόνιμα σε ένα τόπο: «ήρθε στη Θεσσαλονίκη για δουλειές, και επειδή του άρεσε η πόλη, έδεσε για καλά». δ. (για δουλειές ή υποθέσεις) ύστερα από τις κατάλληλες ενέργειες σταθεροποιήθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα: «μετά το δάνειο που πήρα η δουλειά έδεσε για τα καλά»·
- εδώ οι καλές οι πίπες! βλ. λ. πίπα·
- εδώ το καλό κουλούρι! βλ. λ. κουλούρι·
- εδώ το καλό το γάλα! βλ. λ. γάλα·
- εδώ το καλό το πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είδα καλό (από κάποιον), μου συμπεριφέρθηκε κάποιος με ενδιαφέρον, με αγάπη, με βοήθησε: «στις αναποδιές που μου ’τυχαν, μόνο απ’ τον τάδε είδα καλό»·
- είδες καλά; έλεγξες προσεκτικά(;): «είδες καλά αν τα κλειδιά είναι στο γραφείο μου; || είδες καλά αν κλείδωσα την πόρτα;»·
- είμαι απ’ τους καλούς ή είμαι με τους καλούς, είμαι άνθρωπος του νόμου, είμαι αστυνομικός: «πάψε να φοβάσαι, γιατί είμαι απ’ τους καλούς». Πέρασε σε κοινή χρήση από τα αστυνομικά έργα·
- είμαι καλά, έχω καλή υγεία, είμαι υγιής: «πριν από καιρό είχα κάτι προβλήματα με την καρδιά μου, αλλά τώρα είμαι καλά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καλά, καρδιά μου. Μη μου ανησυχείς. Εγώ, δεν πέφτω χάμου για να με λυπηθείς
- είμαι με τα καλά μου, είμαι ντυμένος με την επίσημη ενδυμασία μου, με τα επίσημα ρούχα μου: «δεν μπορώ να φορτωθώ αυτό το βρομοτσούβαλο, γιατί βλέπεις πως είμαι με τα καλά μου»· βλ. και φρ. είμαι στα καλά μου·
- είμαι σε καλή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είμαι στα καλά μου, βρίσκομαι σε καλή διανοητική κατάσταση, σκέφτομαι λογικά: «μα και βέβαια είμαι στα καλά μου που θέλω πίσω τα λεφτά που σου δάνεισα»· βλ. και φρ. είμαι στις καλές μου·
- είμαι στις καλές μου, είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, είμαι ευδιάθετος, έχω κέφια: «έχουν καταλάβει πως, όταν είμαι στις καλές μου, δεν μπορώ ν’ αρνηθώ τίποτα, κι έρχονται και μου ζητούν τα πιο απίθανα πράγματα»·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι από καλή οικογένεια, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι καλή η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- είναι καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι καλό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- είναι καλός μέχρι βλακείας, βλ. λ. βλακεία·
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές! βλ. λ. φωνή·
- είσαι με τα καλά σου! ή είσαι στα καλά σου! έκφραση αμφισβήτησης για την καλή ψυχολογική ή για την ορθή διανοητική κατάσταση του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «είσαι στα καλά σου, που θέλεις να κάνεις το γύρο του κόσμου με τα πόδια!»· βλ. και φρ. τι λες άνθρωπέ μου; λ. άνθρωπος·
- είχε καλή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε καλό τέλος, βλ. λ. τέλος
- έκανε την καλή του, πλούτισε νόμιμα ή παράνομα: «δούλεψε σκληρά στην ξενιτιά, ώσπου έκανε την καλή του και γύρισε στο χωριό του || μπλέχτηκε στην εισαγωγή κάποιον λαθραίων τσιγάρων, έκανε την καλή του κι αποσύρθηκε»· βλ. και φρ. έπιασε την καλή·
- έλα στα καλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «έλα στα καλά σου, που θέλεις χωρίς δραχμή να μου αρχίσεις επιχειρήσεις». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπιασε τα καλά (του τάδε), βλ. συνηθέστ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- έπιασε την καλή, πλούτισε από παράνομη ιδίως δραστηριότητα: «έμπλεξε με διάφορες σκοτεινές δουλειές της νύχτας κι έπιασε την καλή»· βλ. και φρ. έκανε την καλή του·
- έφυγε μια και καλή, έφυγε για πάντα από έναν τόπο: «παντρεύτηκε στο εξωτερικό κι έφυγε μια και καλή απ’ την Ελλάδα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει και τα καλά του, δεν έχει μόνο ελαττώματα αλλά έχει και προτερήματα: «δεν μπορούμε να τον απορρίψουμε εντελώς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει και τα καλά του»·
- έχει και την καλή πλευρά του ή έχει και τις καλές πλευρές του ή έχει και την καλή του πλευρά ή έχει και τις καλές του πλευρές, βλ. λ.πλευρά·
- έχει καλή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει καλή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καλή μάσα ή έχει καλές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχει καλή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει καλή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει καλό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει καλό κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει καλό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. πόδι·
- έχει καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει καλό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει καλούς τρόπους, βλ. λ. τρόπος·
- έχει όλα τα καλά του, έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό παιδί έχει όλα τα καλά του, γιατί κατάγεται από πλούσια οικογένεια». (Τραγούδι: ο κυρ Μέντιος με την γκρίζα την ουρά δε συνήθιζε καπίστρι να φορά, είχε όλα τα καλά του και τα γαϊδουράγκαθά του, τα ξινά και πονηρά
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει και τις θετικές και τις αρνητικές του πλευρές: «αυτός ο άνθρωπος έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί, όταν είναι στα κέφια του δε χαλάει σε κανέναν χατίρι, όταν όμως έχει στα νεύρα του, δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό || αυτή η λιτότητα έχει τα καλά της, έχει και τα κακά της, γιατί, ενώ περνάμε τώρα δύσκολα, θα ’ρθει καιρός που θα τρώμε με χρυσά κουτάλια || είναι σπουδαίο αυτοκίνητο, δε λέω, αλλά έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί μπορείς να ταξιδεύεις άνετα και με ασφάλεια, αλλά από βενζίνη καίει όσο τρία αυτοκίνητα μαζί»·
- έχει τα καλά (του τάδε), βρίσκεται στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση με τον τάδε ή πάσχει από την ίδια αρρώστια που πάσχει και ο τάδε: «τι έχει ο Θανάσης κι είναι στενοχωρημένος; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, θα χωρίσει κι αυτός με τη γυναίκα του || τι έχει ο Θανάσης και τρέχει όλο στους γιατρούς; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί και σ’ αυτόν παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά»·       
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. λ. κόσμος·
- έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, βλ. λ. μαρτυρία·
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, βλ. λ. στιγμή·
- έχει το καλό ότι…, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το προτέρημα, το πλεονέκτημα ότι…, που απαλύνει κάποιο ελάττωμα που αναφέραμε: «μπορεί να πίνει, αλλά έχει το καλό ότι, όταν πίνει, δεν οδηγεί || μπορεί να περνάμε περίοδο λιτότητας, αλλά αυτή η λιτότητα έχει το καλό ότι θα φέρει την ευημερία || μπορεί να είναι μεγάλο αυτοκίνητο, αλλά έχει το καλό ότι δεν καίει πολύ»·
- εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, βλ. λ. εχθρός·
- έχω καλές βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω καλό σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω τις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- ζω καλά, ζω χωρίς στερήσεις, καλοζώ: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, ζω καλά»·
- η καλή γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, βλ. λ. δουλειά·
- η καλή κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, βλ. λ. μέρα·
- η καλή μεριά, (για υφάσματα), βλ. λ. μεριά·
- η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά, βλ. λ. νοικοκύρης·
- η καλή σου! αναφέρεται μειωτικά για κάποια που ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά της: «ήρθε η καλή σου απρόσκλητη και μας έκανε άνω κάτω!»·
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, βλ. λ. άντρας·
- η νύχτα δε βγάζει σε καλό, βλ. λ. νύχτα·
- η παλιά καλή εποχή! βλ. λ. εποχή·
- η ώρα η καλή! βλ. λ. ώρα·
- ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε μια και καλή, εγκαταστάθηκε μόνιμα σε έναν τόπο: «του άρεσε τόσο πολύ η Θεσσαλονίκη, που ήρθε μια και καλή»·
- θα γίνει και κάτσε καλά ή θα γίνει το κάτσε καλά, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν εξακολουθήσεις να κάνεις φασαρία, θα γίνει το κάτσε καλά». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «πάμε στο γάμο του τάδε, γιατί απ’ ό,τι λένε θα γίνει και κάτσε καλά». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα κάνω καλά εγώ, θα αναλάβω προσωπικά το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, θα αναλάβω, θα επωμισθώ την ευθύνη: «όσο για τα λεφτά που πρέπει να δοθούν, μη στενοχωριέσαι, γιατί θα κάνω καλά εγώ || αν φέρει αντιρρήσεις ο διευθυντής, θα κάνω καλά εγώ»·
- θα σε κάνω καλά, απειλητική έκφραση σε κάποιον με την έννοια του ξυλοδαρμού: «μόλις γυρίσουμε στο σπίτι, παλιόπαιδο, θα σε κάνω καλά»·
- θα τον κάνω καλά εγώ, α. θα αναλάβω προσωπικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εσύ κοίτα να καταφέρεις τον δείνα· τον τάδε θα τον κάνω καλά εγώ». β. θα αναλάβω προσωπικά την τιμωρία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «αν φοβάσαι να τα βάλεις μαζί του, άσ’ τον, γιατί θα τον κάνω καλά εγώ»·
- θα φας καλά! α. ειρωνική έκφραση σε άτομο που έχει την εντύπωση πως μπορεί να πετύχει κάτι, πως μπορεί να κερδίσει κάτι, ιδίως πως μπορεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με κάποια γυναίκα: «πήγαινε να της κάνεις πρόταση να τα φτιάξεις μαζί της και θα φας καλά!». β. (απειλητικά) θα σε διορθώσω, θα σε τιμωρήσω σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «γύρνα το βράδυ στο σπίτι και θα φας καλά!»·
- θέλω το καλό του, ενδιαφέρομαι για την πρόοδό του, για την προκοπή του: «είναι πολύ καλό παιδί, γι’ αυτό θέλω το καλό του»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάθε εμπόδιο για καλό ή κάθε εμπόδιο σε καλό, βλ. λ. εμπόδιο·
- κάθεσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον, στον οποίο πρόκειται να ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κάθεσαι καλά στην καρέκλα σου; βλ. λ. καρέκλα·
- κάθισε καλά, βλ. φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά, δεν κάνω αταξίες, είμαι φρόνιμος: «όποιος δεν κάθεται καλά, θα τρώει ξύλο»· βλ. και φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και καλά, α. δήθεν, τάχα: «τα πάντα βρίσκονταν σε διάλυση και προσπαθούσε να με πείσει ότι και καλά δεν υπήρχε πρόβλημα». β. δηλώνει απαξίωση, άρνηση ή δυσφορία για κάτι το οποίο θεωρούν πως είναι η μόνη επιδίωξή μας: «ναι μωρέ, νομίζεις και καλά πως δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πλούτη και καλά μ’ αρέσει η φτώχεια κι η εργατιά κι αν παντρευτώ με τον καιρό θέλω εργάτη για να βρω
- και καλά μουνιά στους πούτσους μας! ή και καλό μουνί στον πούτσο μας! βλ. λ. μουνί·
- και κάτσε καλά! α. έκφραση υπερβολής για κάτι καλό που συνέβη: «στην εκδρομή περάσαμε και κάτσε καλά!», δηλ. περάσαμε πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ ευχάριστα. β. έκφραση υπερβολής για κάτι κακό που συνέβη: «περάσαμε μια ταλαιπωρία και κάτσε καλά!», δηλ. καταταλαιπωρηθήκαμε. Συνών. και γαμώ!·
- και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, βλ. λ. δεχούμενα·
- καλά… (ακολουθεί χρονικός προσδιορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε έτσι, καλά Χριστούγεννα θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλές… και καλό(…)·
- καλά αποτελέσματα! βλ. λ. αποτέλεσμα·
- καλά γεράματα! βλ. λ. γεράματα·
- καλά δεξίματα! βλ. λ. δέξιμο·
- καλά θα κάνεις να…, α. πρέπει, επιβάλλεται να…: «καλά θα κάνεις να προσέχεις αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν είναι καλός άνθρωπος || καλά θα κάνεις να πας να χαιρετήσεις το νέο διευθυντή, γιατί έτσι είναι το πρέπον». β. λέγεται και υπό τύπον απειλής: «καλά θα κάνεις να πάψεις να ενοχλείς την κόρη μου»·
- καλά και…, βλ. φρ. καλά που(…)·
- καλά και άγια, βλ. λ. άγιος·
- καλά και περίκαλα, βλ. φρ. καλά κι ολόκαλα·
- καλά και όσια, βλ. λ. όσιος·
- καλά και σώνει, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: τι θες τα σούρτα φέρτα μπρος στο σπίτι της, καλά και σώνει πας να μπεις στη μύτη της
- καλά! καλά! έκφραση αμφισβήτησης ή ειρωνείας στα λεγόμενα κάποιου: «το πρωί έπινα καφέ με τον τάδε υπουργό. -Καλά! καλά!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία που με αλλεπάλληλο κούνημα της παλάμης μας προς το μέρος του συνομιλητή μας του επιβάλλουμε να πάψει να μιλάει άλλο ·
- καλά καλά, εντελώς, α. τελείως: «θέλω να τελειώσεις πρώτα καλά καλά τη δουλειά σου, κι ύστερα έλα να κουβεντιάσουμε || έφαγε καλά καλά στο σπίτι κι ύστερα ξεκίνησε για τη νυχτερινή διασκέδασή του». β. πριν ακόμη: «ακόμη δεν έμαθε καλά καλά τι πάει να πει ζωή και θέλει παντρειά». γ. πάρα πολύ καλά: «πέρασες καλά στο πάρτι; -Καλά καλά»·
- καλά καλά δεν…, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως, μόλις κάναμε ή έγινε κάτι, επακολούθησε και κάτι άλλο: «καλά καλά δεν μπήκα το πρωί στο γραφείο μου κι ήρθε ο τάδε να μου ζητήσει δανεικά || καλά καλά δεν ήρθε απ’ το εξωτερικό κι αναγκάστηκε να φύγει αμέσως»· 
- καλά κάνω, α. έκφραση βεβαιότητας για την ορθότητα των ενεργειών μου στην ερώτηση απορίας κάποιου τι κάνεις; (με την έννοια, γιατί ενεργείς με αυτόν τον τρόπο;) ή έκφραση αδιαφορίας στην ίδια ερώτηση, με την έννοια να μη σε ενδιαφέρει πώς ενεργώ: «μα τι κάνεις, δε γίνεται έτσι η δουλειά. -Καλά κάνω || έτσι όπως χειρίζεσαι το θέμα θ’ αποτύχεις. -Καλά κάνω». β. έκφραση αδιαφορίας  για τον κακό χαρακτηρισμό που μας απευθύνει κάποιος: «είσαι μεγάλος τζαναμπέτης. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλος απατεώνας. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλο κορόιδο. -Καλά κάνω»·
- καλά κέρδη! βλ. λ. κέρδος·
- καλά κι ολόκαλα, πάρα πολύ καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν είμαστε καλά στην υγεία μας ή αν πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας·
- καλά κρασιά! βλ. λ. κρασί·
- καλά λέει! βλ. λ. λέω·
- καλά λέει ή καλά τα λέει, βλ. λ. λέω·
- καλά μας τα λες! με τα λόγια φαίνεται εύκολο να πραγματοποιηθεί αυτό που κουβεντιάζουμε, αλλά σίγουρα στην πράξη είναι διαφορετικά: «καλά μας τα λες! Αλλά χωρίς λεφτά σε πληροφορώ πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!»·
- καλά μυαλά! βλ. λ. μυαλό·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, βλ. λ. φαρδομάνικο·
- καλά να πάθει! ή καλά να τα πάθει! έκφραση ικανοποίησης με χαιρέκακη ή εκδικητική διάθεση για άτομο που απέτυχε σε κάποια προσπάθειά του ή που έπαθε κάτι κακό: «το ’μαθες που ο τάδε τράκαρε με τ’ αυτοκίνητό του; -Καλά να πάθει, γιατί δε μου το ’δωσε τότε που του το ζήτησα! || το ’μαθες πως ο τάδε βάρεσε κανόνι; -Καλά να πάθει, γιατί, όταν του ζήτησα κάποτε να με βοηθήσει, μου ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ωχ που δηλώνει την ικανοποίηση και συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία η παλάμη σέρνεται ελαφρά στο στήθος από το λαιμό προς την κοιλιά ή συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία ο αντίχειρας, ο δείκτης και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες τους κινούνται μπροστά στο στήθος από πάνω προς τα κάτω. Αρκετές φορές, παράλληλα με την κίνηση ακούγεται και ο ήχος ελαφριού φιλιού·
- καλά να πάθω ή καλά να τα πάθω, από τη στιγμή που δεν άκουσα κάποιον ή κάποιους που με συμβούλευαν να μην ασχοληθώ με κάποια συγκεκριμένη υπόθεση ή εργασία, τώραπου απέτυχα, ας υποστώ τις συνέπειες. (Λαϊκό τραγούδι: καλά να πάθω, για να δω τώρα ποιος μ’ αγαπάει και ποιος στα μπατιρήματα την πόρτα μου χτυπάει
- καλά να ’σαι! α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνει κάποιος τα λόγια του συνομιλητή του, που έχουν αρνητική σημασία για κάποιον ή για κάτι, σίγουρα: «αυτός, με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε, σίγουρα μια μέρα θα καταλήξει στη φυλακή. -Καλά να ’σαι! || είναι τόσο σαπιοκάραβο που όπου να ’ναι θα βουλιάξει. -Καλά να ’σαι!». β. χωρίς καμιά αμφιβολία, με πλήρη βεβαιότητα: «είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει στην ώρα του; -Καλά να ’σαι, γιατί του είπα πως θα ’ναι κι η τάδε που τη γουστάρει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω παρατεταμένο. Συνών. όπως σε βλέπω και με βλέπεις·
- καλά νιάτα, κακά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·  
- καλά ντε! έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που απαιτεί πιεστικά να κάνουμε κάτι: «στο ’πα χίλιες φορές πως μέχρι το βράδυ θέλω να τελειώσεις τη δουλειά. -Καλά ντε!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μη βαράς ή τι βαράς ή με το μη σπρώχνεις ή τι σπρώχνεις·
- καλά ξεμπερδέματα! βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- καλά ξετελέματα βλ. λ. ξετέλεμα·
- καλά ξυπνητούρια! βλ. λ. ξυπνητούρια·
- καλά πάμε! απογοητευτική διαπίστωση για την πορεία κάποιας εργασίας, διαδικασίας ή υπόθεσης, που δεν εξελίσσεται καθόλου ικανοποιητικά: «μας ακύρωσαν όλες τις παραγγελίες. -Καλά πάμε! || η τράπεζα απέρριψε το δάνειο που ζητήσαμε. -Καλά πάμε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μάλιστα ή το ωραία·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! βλ. λ. πάπας·
- καλά που…, ευτυχώς που…: «είχα μείνει χωρίς λεφτά και καλά που ’ρθε ο τάδε και γλίτωσα το ρεζίλεμα»·
- καλά που το μυρίστηκα, ευτυχώς που το προαισθάνθηκα, που το πρόβλεψα, που το υποπτεύθηκα, ιδίως κάτι κακό: «καλά που το μυρίστηκα πως θα γινόταν φασαρία και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: καλά που την ανθίστηκα τη μόρτικια τη φτιάξη και το μπεγλέρι στο τσαρδί το είχα μπουζουριάσει
- καλά σαράντα! βλ. λ. σαράντα·
- καλά σημάδια ή καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- καλά στερνά! βλ. λ. στερνό·
- καλά στέφανα! βλ. λ. στέφανο·
- καλά στεφανώματα! βλ. λ. στεφανώματα·
- καλά τέλη! βλ. λ. τέλος·
- καλά του ’κανες! έκφραση ικανοποίησης για τη δίκαιη τιμωρία ατόμου από κάποιον: «αφού ενοχλούσε όλον τον κόσμο, καλά του ’κανες και τον πλάκωσες στο ξύλο!». Συνήθως μετά τη φρ. ακούγονται διάφοροι χαρακτηρισμοί όπως του αλήτη, του παλιάνθρωπου (κ.ά.)·
- καλά τώρα! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «η κόρη του τάδε παντρεύεται τον τάδε εργοστασιάρχη. -Καλά τώρα, αυτή είναι κακάσχημη! || ο τάδε μου είπε πως θα χτίσει μια βίλα στη Χαλκιδική. -Καλά τώρα, αυτός με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια!»·  
- καλά Χριστούγεννα!  ειρωνική έκφραση σε κάποιον που, επιτέλους, μετά από καιρό αποφάσισε να ενδιαφερθεί για κάτι, που ή έχει ήδη τελειώσει ή έχει προχωρήσει αρκετά από κάποιον άλλον: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά, θα μου τη δώσετε; -Καλά Χριστούγεννα!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα ή το τώρα που ξύπνησες·
- καλέ άντε(ς)! α. ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι: «αν μου δώσεις εκατό χιλιάδες σήμερα, σε μια βδομάδα θα σου επιστρέψω διακόσιες. -Καλέ άντες!». β. ειρωνικό πείραγμα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Συνήθως συνοδεύεται από τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω και πλάγια, με την παλάμη του ενός χεριού να κάνει μια περιστροφική κίνηση μπροστά στο πρόσωπο και την παλάμη του άλλου χεριού να ακουμπάει διπλωμένη πλάγια στη μέση, τρόπος με τον οποίο μιμούνται οι πούστηδες τις γυναίκες, ή συνοδεύεται από ένα ξεφώνημα που και αυτό μιμείται τη γυναίκα·
- καλέ, αφού δε φυσάει, γιατί κουνιέσαι; βλ. λ. κουνιέμαι·
- καλέ μου άνθρωπε! βλ. λ. άνθρωπος·
- καλέ σώπα! βλ. λ. σώπα·
- καλέ τι μας λες! ή καλέ τι μας λέτε! βλ. λ. λέω·
- καλές… (ακολουθεί χρονική ένδειξη, ώρα), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτό που συμβαίνει θα διαρκέσει, θα παραταθεί αρκετή ακόμη ώρα: «έτσι όπως δουλεύουμε, καλές εφτά θα τελειώσουμε || με την καθυστέρηση που είχαμε, καλές δέκα θα φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. καλά… και καλό(…)·
- καλές γιορτές! βλ. λ. γιορτή·
- καλές διακοπές! βλ. λ. διακοπή·
- καλές τέχνες, βλ. λ. τέχνη·
- καλή… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε με τόσο αργό ρυθμό, καλή Πρωτοχρονιά θα παραδώσουμε τη δουλειά»· 
- καλή ανάπαυση! βλ. λ. ανάπαυση·
- καλή Ανάσταση! βλ. λ. Ανάσταση·
- καλή ανάρρωση! βλ. λ. ανάρρωση·
- καλή αντάμωση! ή καλές αντάμωσες! βλ. λ. αντάμωση·
- καλή αρχή! βλ. λ. αρχή·
- καλή αρχή και καλό τέλος! βλ. λ. αρχή·
- καλή αυριανή! (ενν. ημέρα), βλ. λ. αυριανός·
- καλή βδομάδα! βλ. λ. βδομάδα·
- καλή διαμονή! βλ. λ. διαμονή·
- καλή διασκέδαση! βλ. λ. διασκέδαση·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλή εξήγηση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών), βλ. λ. εξήγηση·
- καλή επιτυχία! βλ. λ. επιτυχία·
- καλή ευκολία! βλ. λ. ευκολία·
- καλή ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, βλ. λ. ζωή·
- καλή ησυχία! βλ. λ. ησυχία·
- καλή καρδιά! βλ. λ. καρδιά·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, βλ. λ. καρδιά·
- καλή κοινωνία! βλ. λ. κοινωνία·
- καλή κυρία! βλ. λ. κυρία·
- καλή λευτεριά! βλ. λ. λευτεριά·
- καλή μοίρα! βλ. λ. μοίρα·
- καλή όρεξη! βλ. λ. όρεξη·
- καλή παρηγοριά! βλ. λ. παρηγοριά·
- καλή πάστα, βλ. λ. πάστα·
- καλή πατρίδα! βλ. λ. πατρίδα·
- καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- καλή πράξη, βλ. λ. πράξη·
- καλή ’σαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλή Σαρακοστή! βλ. λ. σαρακοστή·
- καλή σου μέρα! βλ. λ. μέρα·
- καλή σου νύχτα! βλ. λ. νύχτα·
- καλή τη πίστει, βλ. λ. πίστη·
- καλή του ώρα! βλ. λ. ώρα·
- καλή τύχη! βλ. λ. τύχη·
- καλή φάση, βλ. λ. φάση·
- καλή φώτιση! βλ. λ. φώτιση·
- καλή χρονιά! βλ. λ. χρονιά·
- καλή χωσιά! βλ. λ. χωσιά·
- καλή ψαριά! βλ. λ. ψαριά·
- καλή ψυχή! βλ. λ. ψυχή·
- καλή ώρα σαν..., βλ. λ. ώρα·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), βλ. λ. ώρα·
- καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- καλό… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει , αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε μ’ αυτό το ρυθμό, καλό καλοκαίρι θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλά… και καλές… και καλή(…)·
- καλό ακούγεται, έκφραση με την οποία επικροτούμε αρχικά την πρόταση του συνομιλητή μας, χωρίς όμως να θεωρούμε δεδομένη την αποδοχή μας ή τη συμμετοχή μας: «με τα λεφτά που θα ρίξεις, αν θελήσεις να συνεταιριστείς μαζί μου, θα μπορέσουμε να κατακλείσουμε την αγορά με αυτό το είδος που έχει μεγάλη ζήτηση. -Καλό ακούγεται»· βλ. και φρ. ακούγεται καλά (κάποιος)·
- καλό, ε! έκφραση αυτοθαυμασμού, όταν θεωρούμε πως αυτό που είπαμε ήταν πολύ πετυχημένο, ή έκφραση με την οποία επιζητούμε την επιβεβαίωση του συνομιλητή μας σε αυτό που είπαμε και που το θεωρούμε πολύ πετυχημένο·
- καλό αλλά λίγο, λέγεται για προσφορά που είναι ανεπαρκής ή μέτρια, ιδίως για φαγητό: «ότι φάγαμε ήταν καλό αλλά λίγο || σ’ άρεσε το φαγητό; -Καλό αλλά λίγο»·
- καλό βόλι! βλ. λ. βόλι·
- καλό βράδυ! βλ. λ. βράδυ·
- καλό δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- καλό είναι να υπάρχει, λέγεται για αγορά πράγματος, που μπορεί, όταν το αγοράζουμε, να μη μας είναι απαραίτητο, ενδέχεται όμως κάποτε να μας χρειαστεί: «πάρ’ το τώρα που το βρήκες σε καλή τιμή, γιατί καλό είναι να υπάρχει σ’ ένα σπίτι»·
- καλό ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- καλό και τούτο! βλ. φρ. καλό κι αυτό(!)·
- καλό καλοκαίρι! βλ. λ. καλοκαίρι·
- καλό κατευόδιο! βλ. λ. κατευόδιο·
- καλό κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
- καλό κι αυτό! έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράλογο που μας ζητάει ή που μας λέει κάποιος: «θέλεις να σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη, καλό κι αυτό!»·
- καλό κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- καλό κουμάσι και του λόγου σου! βλ. λ. κουμάσι·
- καλό λέει! (γενικά) πάρα πολύ καλό: «ήταν καλό το φαγητό; -Καλό λέει! || ήταν καλό το έργο; -Καλό λέει!»·
- καλό μεσημέρι! βλ. λ. μεσημέρι·
- καλό μεσημέριασμα! βλ. λ. μεσημέριασμα·
- καλό μήνα! βλ. λ. μήνας·
- καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- καλό ξημέρωμα! βλ. λ. ξημέρωμα·
- καλό παιδί, βλ. λ. παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλό παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- καλό Πάσχα! βλ. λ. Πάσχα·
- καλό ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- καλό ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- καλό στέριωμα! βλ. λ. στέριωμα·
- καλό ταξίδι! ή καλό σου ταξίδι! βλ. λ. ταξίδι·
- καλό τέλος! βλ. λ. τέλος·
- καλό τυχερό! βλ. λ. τυχερό·
- καλό υπόλοιπο! βλ. λ. υπόλοιπο·
- καλό φάρμακο, βλ. λ. φάρμακο·
- καλό χειμώνα! βλ. λ. χειμώνας·
- καλό χερικό, βλ. λ. χερικό·
- καλό(ν) ύπνο! βλ. λ. ύπνος·
- καλός αλλά λίγος, λέγεται για κάποιον που γενικά είναι ανεπαρκής, είναι μέτριος: «καλός είναι ο φίλος σου, αλλά λίγος || καλός μηχανικός αλλά λίγος || καλός συγγραφέας αλλά λίγος»·
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, βλ. λ. Αμερικανός·
- καλός είναι και τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητά παράλογα, παράδοξα πράγματα: «θέλει τόσα λεφτά χωρίς να μου υπογράψει μια απόδειξη; Καλός είναι και τούτος!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά, σαν να ψάχνει ο ομιλών να δει κάποιον για να του δείξει, υποτίθεται, το άτομο στο οποίο αναφέρεται· βλ. και φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός είναι κι αυτός! λέγεται με δυσαρέσκεια για άτομο που δεν αποδείχτηκε καλό, που δεν αποδείχτηκε εντάξει: «καλά, όταν είχες ανάγκη δε σε βοήθησε ούτε ο φίλος σου; -Καλός είναι κι αυτός!»· βλ. και φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός είσαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλός κι άγιος, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι άγιος… (ακολουθεί κύριο όνομα) αλλά…, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι όσιος, βλ. λ. όσιος·
- καλός και τούτος! βλ. φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- καλός κι αυτός! βλ. φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός κύριος! βλ. λ. κύριος·
- καλός μαλάκας και του λόγου σου! βλ. λ. μαλάκας·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, βλ. λ. γάτα·
- καλός πολίτης! βλ. λ. πολίτης·
- καλού κακού, για κάθε πιθανή περίπτωση ή περίσταση, για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρα καλού κακού και το παλτό μαζί μου»·
- καλούς απογόνους! βλ. λ. απόγονος·
- καλούς κληρονόμους! βλ. λ. κληρονόμος·
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε καλά, ενδιαφέρσου, ενεργοποιήσου, βρες τη λύση: «όσο μπορούσα να σε βοηθήσω σε βοήθησα, από δω και πέρα κάνε καλά». Πολλές φορές, άλλοτε μετά το ρ. της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακούγεται το εσύ·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- κάνει καλή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνουν καλό ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω καλές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω καλή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω καλή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω καλό, ενεργώ ευεργετικά στην υγεία, ωφελώ: «τα θαλάσσια μπάνια κάνουν καλό»· (γενικά) επενεργώ ευεργετικά: «αυτός ο άνθρωπος κάνει καλό σε όλους»·
- κάνω την καλή ή την κάνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: ρουλέτα είναι η ζωή και τσόχα η κοινωνία, άλλος την κάνει την καλή κι άλλος δεν έχει μία
- κάνω το καλό, ενεργώ ευεργετικά, επ’ ωφελεία: «όταν μπορώ, κάνω το καλό σ’ όποιον έχει ανάγκη». (Λαϊκό τραγούδι: χάρε μου, σε παρακαλώ, αν θέλεις, κάμε το καλό· ένα κορμί που λιώνει θ’ αναπάψεις – πια δε βαστώ, πια δε βαστώ
- κάνω τον καλό, προσποιούμαι τον καλό: «εμένα μη μου κάνεις τον καλό, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι»·
- κατά καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- κατά τ’ άλλα καλά, βλ. λ. άλλος·
- κάτσε καλά! α. (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) μη συμπεριφέρεσαι ανάρμοστα, άστοχα, μην κάνεις φασαρία, μην ατακτείς: «κάτσε καλά, γιατί θα φας ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουν ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά). Ακούστηκε πολύ ως σύνθημα κατά του υπουργού Παιδείας Γεράσιμου Αρσένη στη διάρκεια των μαθητικών διαδηλώσεων κατά της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του στην Παιδεία: κάτσε καλά, κάτσε καλά, Γεράσιμε, Γεράσιμε, κάτσε καλά(!). β.(για πολλούς) κάτσετε καλά! (Λαϊκό τραγούδι: όμορφα τους μιλήσανε στο καπηλειό του Ντάλα – α! ρε μάγκες, κάτσετε καλά αχ, σαν τα παιδιά τα άλλα)·  
- κι εσύ και το καλό σου, απαξιωτική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι και με ό,τι άλλο καλό συνεπάγεται η επαφή μας μαζί του: «επειδή είσαι πλούσιος, έχεις την εντύπωση ότι μπορείς να μας κάνεις ό,τι θέλεις, ε άντε λοιπόν κι εσύ και το καλό σου». (Δημοτικό τραγούδι: αχ παναθεμά σε, ξενιτιά, τζιβαέρι μου, κι εσύ και το καλό σου,σιγανά, σιγανά, σιγανά πατάω στη γη
- κι ο χορός καλά κρατεί, βλ. λ. χορός·
- κόβω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κοιμάται του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- κοίτα καλά, α. πρόσεχε, πρόσεξε: «κοίτα καλά, γιατί με τις παλιοπαρέες που έμπλεξες θα το φας το κεφάλι σου». β. έλεγξε προσεκτικά: «κοίτα καλά αν ξέχασα τα κλειδιά στο γραφείο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Νικολή, κοίτα καλά μη μας κάναν ζούλα το λουλά, μη μας πήραν το καλάμι κι απομείνουμε χαρμάνι
- κοίταξε καλά! απειλητική έκφραση σε άτομο που συμπεριφέρεται με τρόπο που μας ενοχλεί ή μας θίγει: «κοίταξε καλά, γιατί αν ξανακάνεις φασαρία, θα σε πετάξω έξω απ’ την τάξη! || κοίταξε καλά, γιατί αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες!»·
- κρατήσου καλά! βλ. φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κρατιέμαι καλά, α. έχω πολλά χρήματα: «όσο κρατιέμαι καλά, δεν έχω την ανάγκη κανενός». β. είμαι πολύ καλά στην υγεία μου: «παρ’ όλη την ηλικία μου κρατιέμαι καλά»·
- κρατιέσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον στον οποίο πρόκειται να του ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κάθεσαι καλά(;)·
- λέγε τα καλά να ’ρχονται καλά, ευχετική απάντηση ατόμου στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα· βλ. και λ. καλομελετώ·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λίγα και καλά, βλ. λ. λίγος·
- λίγα λόγια και καλά, βλ. λ. λόγος·
- λίγα χρόνια και καλά, βλ. λ. χρόνος·
- μα καλά..., εισάγει έκφραση απορίας: «μα καλά, έχεις σκοπό να τα βάλεις μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο! || μα καλά, θα διαλύσεις την οικογένειά σου γι’ αυτή την παρδαλή;»·
- μα τι στο καλό! έκφραση έκπληξης ή απορίας για κάτι αρνητικό που διαρκεί: «μα τι στο καλό, πάλι όχι είπε! || μα τι στο καλό, ακόμη δεν ήρθε! || μα τι στο καλό, πάλι βρέχει! || μα το στο καλό, πάλι μεθυσμένος είσαι!»·
- με καλή παρέα και στην Κόλαση, βλ. λ. παρέα·
- με καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- με το καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που αρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με κάτι ή που έχει την πρόθεση να ασχοληθεί επαγγελματικά με κάτι, ή σε κάποιον που μας αναφέρει πως σε λίγο καιρό περιμένει να εξελιχθεί κάτι επ’ ωφελεία του: «αύριο κάνω τα εγκαίνια του μαγαζιού μου. -Με το καλό! || σκέφτομαι να επεκτείνω τη δουλειά μου. -Με το καλό! || σ’ ένα μήνα απολύεται ο γιος μου απ’ το στρατό. -Με το καλό!». β. ευχετική έκφραση σε κάποιον που μας ανακοινώνει πως φεύγει για ταξίδι ή πως πρόκειται να ταξιδέψει: «φεύγω για Ρόδο και τρέχω να προλάβω τ’ αεροπλάνο. -Με το καλό! || την άλλη βδομάδα θα πάω στην Αθήνα για μια δουλειά. -Με το καλό!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό, με ήπιο τρόπο, ήρεμα: «προσπάθησα να τον συμβουλέψω με το καλό, γιατί είναι πολύ νευρικό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: με το καλό δεν πιάνεσαι, με το κακό σε πήρα, με τα μυαλά που κυβερνάς, πάλι θα μείνεις χήρα
- με το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), λέγεται στην περίπτωση που χρησιμοποιούμε το δεξί χέρι ή πόδι, αν είμαστε δεξιόχειρες, ή το αριστερό χέρι ή πόδι, αν είμαστε αριστερόχειρες: «σημάδεψα προσεκτικά κι έριξα την πέτρα με το καλό μου || έστησα την μπάλα και την κλότσησα με το καλό μου»·
- με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι ή για μακροχρόνια απουσία: «πήγαινε τώρα στο στρατό να υπηρετήσεις τη θητεία σου και με το καλό να γυρίσεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να μας μπει και με το καλό να μας βγει, ευχή με διάθεση αστεϊσμού που ανταλλάσσουν δυο άτομα μεταξύ του την πρωτοχρονιά ή την πρώτη του μηνός, με την έννοια ο χρόνος ή ο μήνας που μπαίνει να περάσει χωρίς προβλήματα·
- με το καλό να πας! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που έχει την πρόθεση να αναχωρήσει για κάπου: «όταν τελειώσω το στρατιωτικό μου, θα πάω στη Γερμανία να συνεχίσω τις σπουδές μου. -Με το καλό να πας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να πας και με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι. Πρβλ.: σαν πας στην Καλαμάτα και ’ρθεις με το καλό, φέρε μου ένα μαντίλι να δέσω στο λαιμό (Δημοτικό τραγούδι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- μήπως δε βλέπω καλά; βλ. φρ. βλέπω καλά(;)·
- μια και καλή, α. οριστικά, τελειωτικά: «θέλω να ξεμπερδεύω μια και καλή μαζί σου». (Τραγούδι: κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη μια και καλή θα σε ξεγράψω). β. (για ενέργεια) με μια προσπάθεια, σε μια προσπάθεια: «έριξε στο στόχο του και πέτυχε μια και καλή». γ. συνεχόμενα, όχι τμηματικά: «σήκωσε το ποτήρι του κι ήπιε μια και καλή το ουίσκι»· βλ. και φρ. μια κι έξω, λ. έξω·
- μιλώ καλά; βλ. φρ. τα λέω καλά (;)·
- μόνο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- μου βγήκε σε καλό, η επιλογή που έκανα εξελίχθηκε υπέρ εμού, επ’ ωφελεία μου: «πήρα μέρος στο συνεταιρισμό τους με μισή καρδιά, αλλά στο τέλος μου βγήκε σε καλό, γιατί η δουλειά πήγε περίφημα»·
- μπα σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.) έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι αρνητικό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον ή από κάτι, και που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο: «μπα σε καλό μου, πώς κάνω τέτοια λάθη! || μπα σε καλό σου, πάλι μεθυσμένος είσαι! || μπα σε καλό του, πάλι έμεινε χωρίς λεφτά! || μπα σε καλό σου, πάλι εσύ θα πληρώσεις! || μπα σε καλό του, πάλι έχει δυνατά την τηλεόρασή του!»· βλ. και φρ. σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ)·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, έκφραση με την οποία δηλώνουμε την αρνητική μας στάση ή τοποθέτηση για κάποιον ή για κάτι: «αν δε φέρνεις αντιρρήσεις σ’ αυτό που σου λέει, δε θα σ’ αφήσει ποτέ αβοήθητο. -Να λείπει κι αυτός και το καλό του, που θα χάσω την ανεξαρτησία μου || αν δεν έχεις λεφτά, θα σ’ αγοράσω εγώ τ’ αυτοκίνητο. -Να λείπει κι αυτό το καλό του, γιατί δε θέλω να σκοτωθώ»·
- ναι καλά! βλ. φρ. καλά τώρα(!)·
- να μη δεις καλό, είδος κατάρας, με την έννοια να μην προκόψεις στη ζωή σου·
- … νάν’ καλά, ευχετική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι που μας βοηθάει, μας συμπαραστέκεται ή μας κάνει χαρούμενους ή ευτυχισμένους για κάτι: «αγόρασε ό,τι θέλεις, κούκλα μου, τα λεφτά νάν’ καλά || η υγεία νάν’ καλά κι από λεφτά δουλεύεις και τ΄ αποκτάς || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, νάν’ καλά ο φίλος του που τον περιμάζεψε». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψε βλάμισσα καλά, το πορτοφόλι νάν’ καλά, στα μπουζούκια σ’ έχω φέρει για να σπάσουμε νταλγκά
- να πας στο καλό! α. ευχετική έκφραση κατά την αναχώρηση κάποιου: «αφού ήρθε η ώρα να φύγεις, να πας στο καλό!». (Λαϊκό τραγούδι: μες στα μάτια κοίταξέ με τελευταία πια φορά. Στο καλό να πας, καλή μου, πάντα να περνάς καλά). β. έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας λέει πως θα φύγει, και μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του·
- να ’σαι καλά! α. φιλοφρονητική απάντηση στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος ύστερα από την εξυπηρέτηση που του κάναμε. β. ευχή σε κάποιον για υγεία. (Λαϊκό τραγούδι: καλημέρα, τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά
- να ’σαι καλά που…, α. έκφραση με την οποία επιβραβεύουμε την κίνηση ή την ενέργεια κάποιου, με την έννοια ευτυχώς που…: «να ’σαι καλά που με βοήθησες, γιατί αλλιώς δε θα τη γλίτωνα τη φυλακή». β. λέγεται και με αρνητική διάθεση: «έμαθα πως ήσουν άρρωστος. -Να ’σαι καλά που ήρθες και με είδες!»·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, με δεκαοχτώ βελέντζες, βλ. λ. βελέντζα·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- ναι και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά·
- ντε και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλεις ντε καλά σώνει να πεθάνει δηλαδή
- ξεμπέρδεψα μια και καλή μαζί του, βλ. λ. ξεμπερδεύω·
- ξέρει καλά το ρόλο του, βλ. λ. ρόλος·
- ξεσήκωσε τα καλά (του τάδε), βλ. φρ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- ο αχ καλέ, βλ. λ. αχ·
- ο δρόμος του καλού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός πάντα το καλό, βλ. λ. Θεός·
- ο καλός δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ο καλός καλό δεν έχει, τον έντιμο άνθρωπο δεν τον αφήνουν να προκόψει στη ζωή του: «κοίτα να συμπεριφερθείς ανάλογα σ’ αυτούς που σ’ εχθρεύονται, γιατί ο καλός καλό δεν έχει». (Λαϊκό τραγούδι: ο καλός, ο καλός καλό δεν έχει, μόνος στο σκοτάδι τρέχει. Της καρδιάς, της καρδιάς του το χρυσάφι, το πουλάνε στο σαράφη
- ο καλός καραβοκύρης στην ανεμοζάλη φαίνεται, βλ. λ. καραβοκύρης·
- ο καλός κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο καλός ο γείτονας είναι κι απ’ τον αδελφό σου πιο καλός, βλ. λ. γείτονας·
- ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, βλ. λ. καπετάνιος·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, βλ. λ. λόγος·
- ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο καλός σου, αναφέρεται μειωτικά για κάποιον του οποίου το όνομα ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε: «ήρθε πρωί πρωί ο καλός σου και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, βλ. λ. ποντικός·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- οι παλιές καλές μέρες! βλ. λ. μέρα·
- όλα καλά ή όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. λ. όλος·
- όλα καλά, όλα ανθηρά, βλ. λ. όλος·
- όλα τα καλά, όλα τα υλικά αγαθά: «κουβαλάει στο σπίτι του όλα τα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: ρεμπέτη κι αν αγάπησες, καθόλου μη σε νοιάζει, θα έχεις όλα τα καλά εκείνα που σου τάζει
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- όλο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. ψωριάρης·
- όλος ο καλός ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, βλ. λ. κέρατο·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, βλ. λ. βαθύς·
- όταν με το καλό…, δηλώνει τον ερχομό κάποιας περιόδου που θα έρθει φυσιολογικά: «όταν με το καλό τελειώσεις το Λύκειο, θα σε στείλω για σπουδές στο εξωτερικό». Ακούγεται και σε περίπτωση θανάτου: «όταν με το καλό πεθάνω, όλη η περιουσία μου θα γίνει δική σου», δηλ. όταν πεθάνω φυσιολογικά, πλήρης ημερών·
- όψη, θρέψη καλή, βλ. λ. όψη·
- πάει καλά! α. δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή των λόγων κάποιου: «αφού λες πως σε μια βδομάδα θα μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, πάει καλά!». β. έκφραση που δηλώνει δυσφορία και αφήνει υπονοούμενο για περαιτέρω δυσμενή εξέλιξη: «δε θέλεις να μου πληρώσεις αυτά που μου χρωστάς; Πάει καλά!»·
- πάει καλά, (για ασθενείς) η υγεία του εξελίσσεται ομαλά, βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης: «πήγα στο νοσοκομείο να δω το φίλο μου και διαπίστωσα πως πάει καλά»· βλ. και φρ. πάμε καλά·
- πάει καλά; α. έχει σώας τας φρένας του; είναι καλά στα μυαλά του (;): «πάει καλά, ο άνθρωπος, που θέλει να πάει με τα πόδια στην Αθήνα;». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φίλε, τι ώρα έχεις; -Δώδεκα. -Πάει καλά;»· βλ. και φρ. πας καλά(;)·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- πάλι καλά που…, α. έκφραση ανακούφισης ή ικανοποίησης, που δηλώνει πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει χειρότερα από ό,τι έγιναν: «τρακάραμε μ’ ένα αυτοκίνητο που ερχόταν απ’ την αντίθεση κατεύθυνση, αλλά πάλι καλά που δε σκοτωθήκαμε». β. δηλώνει και ειρωνεία: «δηλαδή, αν δε συμφωνήσεις μ’ αυτά που γράφονται στο συμβόλαιο, δε θα το υπογράψεις; -Πάλι καλά που το κατάλαβες»·
- πάμε καλά, ικανοποιητική διαπίστωση για την πορεία εργασίας, διαδικασίας, υπόθεσης ή γενικά των πραγμάτων που μπορούν να απασχολούν έναν άνθρωπο. Γνωστή και η φρ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή έξω πάμε καλά. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. πάει καλά·
- πάντα καλά, ευχή σε άτομο, που στην ερώτηση πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα, απαντάει καλά·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, βλ. λ. ύπνος·
- πας καλά; α. έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά που πιστεύεις πως αν πέσεις απ’ τον έβδομο όροφο δε θα πάθεις τίποτα; || πας καλά που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου, θέλεις να σου πληρώσω ένα εκατομμύριο;». Μερικές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φιλαράκι, τι ώρα έχεις; -Δέκα. -Πας καλά;». Συνών. πας σωστά(;)· βλ. και φρ. πάει καλά (;)· 
- πας καλά με το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πατώ καλά, βλ. φρ. πατώ γερά, λ. γερός·
- πάω καλά, η υγεία μου, τα οικονομικά μου και γενικά η ζωή μου εξελίσσεται καλά, ομαλά: «κάποτε είχα προβλήματα, αλλά τώρα πάω καλά»·
- πάω καλά; α. είναι σωστή η πορεία, η κατεύθυνσή μου, είναι σωστός ο δρόμος που ακολουθώ για να φτάσω στον προορισμό μου(;): «πάω καλά για το Λευκό Πύργο;». β. είναι σωστός, είναι ενδεδειγμένος ο τρόπος με τον οποίο ενεργώ για να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που ξέρεις, πάω καλά για να πάρω το δάνειο ή μήπως χρειάζεται να κάνω κάτι διαφορετικό;»·
- περνώ καλά ή την περνώ καλά, ζω καλά, ευχάριστα: «δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή μου, γιατί περνώ καλά». (Λαϊκό τραγούδι: τέτοιον άντρα έχω βρει, μάνα μ’, να με παντρευτεί και θα την περνώ καλά μες τα χάδια τα πολλά
- περνώ στο καλό, βλ. φρ. περνώ στο καθαρό, λ. καθαρός·
- περπατώ καλά, συμπεριφέρομαι σωστά, έντιμα: «μάθε να περπατάς καλά, αν θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε μου το αποδείξει πως περπάτησε καλά, όσο και να είμαι ιππότης θα τιμωρηθεί σκληρά
- περπατώ καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πέφτω σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πήγαινε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή, πλουτίζω, ιδίως ανέλπιστα ή ραγδαία, εκμεταλλευόμενος διάφορες ευνοϊκές καταστάσεις: «μόλις βγήκε το κόμμα του, με δυο τρεις καλές δουλειές που πήρε, έπιασε την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: έπαιξα ζάρια κι έχασα όλη τη σιρμαγιά μου· πήγα να πιάσω την καλή κι έμεινα ρέστος και ταπί κι έχασα τα λεφτά μου
- πιαστήκαμε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκαν για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- ποιο καλό; έκφραση αμφισβήτησης στην αναφορά κάποιου ότι μας προέκυψε κάτι καλό: «αφού τον βοήθησες όλο και κάτι καλό θα έκανε για σένα. -Ποιο καλό; Ούτε τα ναύλα δε μου ’δωσε για να γυρίσω πίσω»·
- ποιο το καλό; έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν είχαμε την ανάλογη ευνοϊκή αντιμετώπιση την οποία περιμέναμε ή απαιτούσαμε από κάποιον: «εγώ έγινα θυσία να τον εξυπηρετήσω και ποιο το καλό; Όταν ζήτησα κάποτε τη βοήθειά του έκανε πως δε μας ήξερε»·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; βλ. λ. δρόμος·
- πότε με το καλό; έκφραση ενδιαφέροντος για το συγκεκριμένο χρόνο, όταν μας αναγγέλλει κάποιος αόριστα πως θα επιχειρήσει κάτι ή πως περιμένει να του συμβεί κάποιο ευχάριστο γεγονός: «σκοπεύω να παντρευτώ. -Πότε με το καλό; || σκοπεύω ν’ ανοίξω ένα μπαράκι. -Πότε με το καλό; || σήμερα μου τηλεφώνησε ο γιος μου πως θα ’ρθει απ’ το εξωτερικό. -Πότε με το καλό;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πού στο καλό είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, αλλά δε γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο καλό είναι ο υδραυλικός και τον περιμένω απ’ το μεσημέρι! || πού στο καλό είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο καλό ήσουν! λέγεται επιτιμητικά ή απειλητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε στη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο καλό ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο καλό πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο καλό πήγε ο χαρτοφύλακάς μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο καλό πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο καλό πήγες και σε ψάχνω απ’ το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- πώς στο καλό! α. με ποιο τρόπο: «πώς στο καλό ζουν μέσα σε τόση φτώχεια!». β. (γενικά) έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στο καλό έδειρε αυτόν τον άντρακλα!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς την ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο διάβολο! / πώς στον κόρακα(!)·
- ρε, κανένας (κάνας) καλόοοος! επιφωνηματική έκφραση ή έκφραση απελπισίας στην περίπτωση που αντιμετωπίζει κάποιος συνεχώς άτομα που συμπεριφέρονται παράλογα ή που δε συμπεριφέρονται με τιμιότητα·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- σαν δε μας τα λες καλά! ή σαν να μη μας τα λες καλά! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου. Λέγεται και με κάποια ειρωνική διάθεση: «μου φαίνεται σαν να μη μας τα λες καλά, γιατί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του τάδε, τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά»·
- σαν καλά (να) μ’ ακούγεται! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχικά μας  ικανοποιεί, μας ενδιαφέρει αυτό που μας λέει, που μας προτείνει κάποιος, γιατί έχουμε την εντύπωση πως θα εξελιχθεί προς όφελός μας: «για πες μου περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί σαν καλά μ’ ακούγεται!»·
- σαν καλά (να) μας τα λες! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχίζουμε να αποδεχόμαστε, να συμφωνούμε με τα λεγόμενα κάποιου, που αρχικά είχαμε αμφιβολίες ή δισταγμούς: «τώρα που το καλοσκέφτομαι, έχω την εντύπωση πως σαν καλά μας τα λες!»·
- σαν τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- σε καλή μεριά! βλ. λ. μεριά·
- σε καλή τιμή, βλ. λ. τιμή·
- σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.), α. έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που κάναμε, ενώ δεν έπρεπε ή δε θέλαμε να το κάνουμε: «σε καλό μου, πώς μπόρεσα κι αντιμίλησα στον πατέρα μου! || σε καλό σου, ήταν διαγωγή αυτή! || πώς σε καλό του, είπε τέτοιο λόγο για σένα!». (Λαϊκό τραγούδι: σε καλό μου, Παναγιά μου, πούλησα τον μπαγλαμά μου). β. έκφραση που δηλώνει ευχάριστη έκπληξη για κάτι που λέμε ή μας λένε και που το θεωρούμε ευχάριστο, διασκεδαστικό ή ευρηματικό. γ. ευχετική έκφραση από εμάς τους ίδιους για τον εαυτό μας, επειδή φταρνιστήκαμε, ή σε άτομο που φταρνίστηκε, με την έννοια να έχουμε καλή υγεία, γιατί το φτάρνισμα θεωρείται πρόδρομος κρυολογήματος. Παλαιότερα όμως η ευχετική αυτή έκφραση δινόταν και για το λόγο ότι επικρατούσε η αντίληψη πως κατά τη διάρκεια του φταρνίσματος έβγαιναν ή έμπαιναν διάφορα κακοποιά πνεύματα στον άνθρωπο που είτε με τον ένα τρόπο (βγαίνοντας) είτε με τον άλλο (μπαίνοντας) θα του έκαναν κακό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα. Συνών. γεια μου! (σου! του! της!) / γείτσες(!)·
- σε καλό να μας βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγει το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- σε καλό να μου βγει!  α. ευχή που δίνει κάποιος στον εαυτό του, όταν αντιμετωπίζει διάφορες καταστάσεις, που από τον πολύ κόσμο θεωρούνται διφορούμενα σημάδια. Τέτοιες καταστάσεις που επιδέχονται ευχετική παρέμβαση εκ μέρους μας είναι: όταν μας τρώει (= φαγουρίζει) η δεξιά μας παλάμη, γιατί υπάρχει η αντίληψη, πως θα δώσουμε λεφτά ή πως θα φάμε ξύλο· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη. β.  όταν παίζει το ματοτσίνορό μας, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα δούμε κάποιο άτομο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να δούμε άτομο που είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). γ. όταν φταρνιζόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας θυμάται (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι το άτομο που μας θυμάται να είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). δ. όταν βουίζει το αριστερό μας αφτί, γιατί η αντίληψη είναι πως θα ακούσουμε κάτι κακό· βλ. και φρ. ποιο αφτί μου βουίζει; λ αφτί. ε. όταν μας φαγουρίζει η μύτη ή όταν χασμουριόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας κακομελετάει. στ. όταν γελάμε υπερβολικά, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα μας προκύψει μια μεγάλη στενοχώρια, πως δηλ., θα μας βγει ξινό το γέλιο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να αποφύγουμε κάτι δυσάρεστο). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ Θεέ μου·
- σε καλό σου! ή στο καλό σου! α. έκφραση συμπάθειας σε άτομο που μας διασκεδάζει με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, πάλι μ’ έκανες και γέλασα!». β. έκφραση αγανάκτησης σε άτομο που μας ενοχλεί συστηματικά με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το μπα·
- σκέψου καλά! ή σκέψου το καλά! (προειδοποιητικά ή συμβουλευτικά) πρόσεξε πολύ, πριν αποφασίσεις: «σκέψου καλά, πριν κάνεις αυτόν το συνεταιρισμό μαζί του! || σκέψου το καλά, πριν πάρεις την απόφαση να διακόψεις τις σπουδές σου»· βλ. και φρ. μπα σε καλό σου(!)·
- στα καλά, απόλυτα, εντελώς, τελείως: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος μάλωσαν στα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: στη Δραπετσώνα θα ’ρθω ένα βραδάκι και θα μεθύσω με ούζα στα καλά, θα τραγουδήσω ν’ ακούσεις τι μεράκι τι πόνο έχω για σένα στην καρδιά)· βλ. και φρ. για τα καλά·
- στα καλά καθούμενα ή στα καλά του καθούμενου ή στα καλά του καθουμένου ή στα καλά των καθουμένων, α. εντελώς αναπάντεχα, εντελώς απρόβλεπτα: «κι εκεί που ήμασταν ξαπλαρωμένοι στην αμμουδιά και κάναμε ηλιοθεραπεία, στα καλά καθούμενα μαύρισε ο ουρανός κι άρχισε να βρέχει!». β. χωρίς σοβαρή αφορμή, χωρίς σοβαρό λόγο: «ήρθε στα καλά καθούμενα κι άρχισε να φωνάζει και να μας απειλεί πως θα μας δείρει». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου ’φταιξα αχ, Γιάννη μου, τη στάμνα να μου σπάσεις και στα καλά καθούμενα φωτιά να μου ανάψεις)· βλ. και λ. καθούμενος·
- στέκει καλά ή στέκεται καλά, είναι καλά στην υγεία του ή βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «παρ’ όλα τα χρόνια του στέκεται καλά || είχε κάτι δυσκολίες στη δουλειά του, αλλά τώρα στέκεται πάλι καλά»·
- στην αναβροχιά καλό (είν’) και το χαλάζι, βλ. λ. αναβροχιά·
- στο καλό! α. ευχή ως απάντηση στο αντίο που μας λέει κάποιο άτομο τη στιγμή που φεύγει, και συνοδεύεται από διάφορες χειρονομίες. Ιδιαίτερα, όταν αυτός που φεύγει, ιδίως για ταξίδι, και έχει ήδη απομακρυνθεί, τότε ακολουθούν χειρονομίες, όπως ανέμισμα μαντιλιού στον αέρα, σήκωμα της παλάμης που κινείται ρυθμικά δεξιά αριστερά σκίζοντας με τις κόψεις της τον αέρα ή σήκωμα της παλάμης με τα δάχτυλα να κινούνται αλλεπάλληλα όλα μαζί ή με τα δάχτυλα (δείκτη και μεσαίο) να σχηματίζουν V, που είναι το σήμα της νίκης. (Λαϊκό τραγούδι: στο καλό καημέ μου πικρέ κι αγαπημένε, και μην κλάψεις για μένα ποτέ, οι άντρες δεν κλαίνε, δεν κλαίνε). β. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας είναι ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. (Λαϊκό τραγούδι: αν θες να φύγεις, στο καλό,εγώ δε σε κρατάω, για μένα κάποιος θα βρεθεί, χαμένος δε θα πάω // μη χτυπιέσαι και κάνεις σαν τρελή· έφυγε και πάει το πουλί· δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, φύγε, στρίψε, και άντε στο καλό
- στο καλό και με τη νίκη! βλ. λ. νίκη·
- στο καλό και να μας γράφεις! α. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας ήταν ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. β. αποχαιρετισμός με διάθεση αστεϊσμού, από τη στιγμή που, το άτομο που φεύγει, δεν πάει μακριά ή που θα το ξαναδούμε σε σύντομο χρονικό διάστημα·
- στο καλό κι απ’ το πεζοδρόμιο! βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- στο λέω για καλό σου, σε προειδοποιώ για το συμφέρον σου: «πάψε να κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, στο λέω για καλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι κορίτσι ανήλικο, στο λέω για καλό σου και βάλτο στο μυαλό σου· φωτιά μου βάζεις στην καρδιά κι είμαι πατέρας με παιδιά
- στον παλιό καλό καιρό! βλ. λ. καιρός·
- σύρε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- σώνει και καλά, με το ζόρι, αναγκαστικά, ετσιθελικά: «ήρθε πρωί πρωί και σώνει και καλά ήθελε να του δώσω δανεικά». Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τη γροθιά του ενός χεριού να χτυπάει ρυθμικά μέσα στην ανοιχτή παλάμη του άλλου χεριού. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πονηροί μου κάναν μπλόκο στης γκόμενας το μαχαλά και μου πουλάγαν νταηλίκι να φύγω σώνει και καλά
- τα καλά και συμφέροντα, βλ. λ. συμφέρον·
- τα καλά κόποις κτώνται, βλ. λ. κόπος·
- τα καλά όλου του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, βλ. λ. Γιάννης·
- τα καλά του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- τα λέω καλά; έκφραση με την οποία κλείνει ο ομιλητής την κουβέντα του, σαν να ζητάει από το συνομιλητή του να επιβεβαιώσει την ορθότητα των λόγων του: «κάνε τα πάντα να χωρίσεις την κόρη σου απ’ αυτόν τον αλήτη, γιατί, έτσι πωρωμένος που είναι, θα τη βγάλει στο καλντερίμι. Τα λέω καλά;»·
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- τα πάμε καλά, οι σχέσεις μας είναι αρμονικές: «δεν έχω κανένα παράπονο απ’ το συνέταιρό μου, γιατί απ’ την αρχή του συνεταιρισμού μας τα πάμε καλά»·
- τα πάω καλά με…, έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι καλό παιδί || τα πάω καλά με το ποτό κι αν δεν πιω το βράδυ τα ουισκάκια μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ»·
- τα πήγε καλά, αντεπεξήλθε με επιτυχία σε κάποια δουλειά, υπόθεση ή ενέργειά του ή σε κάτι που του αναθέσαμε να διεκπεραιώσει: «τα πήγε καλά με την καινούρια του δουλειά || τα πήγε καλά στις εξετάσεις που έδωσε || τα πήγε καλά με την υπόθεση που του ανέθεσα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα ’χουμε καλά, βλ. φρ. τα πάμε καλά·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- τέλος καλό, όλα καλά, βλ. λ. τέλος·
- την έπαθα για καλά ή την έπαθα για τα καλά, βλ. φρ. την πάτησα για καλά. (Λαϊκό τραγούδι: φοβάμαι μήπως τηνε πάθω για καλά, κι απ’ την αγάπη μη μου στρίψουν τα μυαλά 
- την πάτησα για καλά ή την πάτησα για τα καλά, α. έπαθα ολοκληρωτική καταστροφή, βρίσκομαι σε αδιέξοδο: «μπλέχτηκα με δουλειά που δεν την ήξερα και την πάτησα για τα καλά». β. ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την πάτησα για τα καλά μαζί της»·
- την ποτίζω καλά, βλ. λ. ποτίζω·
- την ταΐζω καλά, βλ. λ. ταΐζω·
- τι καλά! έκφραση ικανοποίησης για κάτι που μας είναι πολύ αρεστό: «θα είναι και ο τάδε το βράδυ στην παρέα μας. -Τι καλά! || μου είπε ο τάδε να σου δώσω αυτό το ποσό. -Τι καλά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το αχ·
- τι καλά, καλάθια! βλ. λ. καλάθι·
- τι καλά, καλάμια! βλ. λ. καλάμι·
- τι λες καλέ! βλ. λ. λέω·
- τι στο καλό! α. έκφραση που δηλώνει εκνευρισμό ή δυσφορία: «τι στο καλό θέλει τέτοια ώρα μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να κάνει κάτι που θεωρούμε πως του είναι εύκολο ή όταν θέλουμε να του δώσουμε θάρρος να κάνει κάτι που θέλει αλλά διστάζει: «τι στο καλό, δεν μπορείς να πηδήξεις αυτό το μικρό χαντάκι! || εσύ έχεις κάνει τόσα και τόσα και τώρα, τι στο καλό, κωλώνεις σ’ αυτό το τιποτένιο!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο καλό έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο καλό έγινε το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο καλό έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο καλό έγινες τώρα που σε χρειάζομαι!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!) ·
- τι στο καλό έπαθε; α. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη συμπεριφορά κάποιου ατόμου, που, πολλές φορές, μας είναι ακατανόητη: «τι στο καλό έπαθε ο τάδε και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο;». β. (για μηχανήματα) έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για κακή λειτουργία ή για βλάβη, που, πολλές φορές, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «τι στο καλό έπαθε και σβήνει κάθε τόσο η μηχανή;»·
- τι στο καλό ήθελα και… ή τι στο καλό ήθελα να…, έκφραση με την οποία δείχνουμε  πως μετανιώσαμε γι’ αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «τι στο καλό ήθελα να μιλήσω και παρεξηγήθηκα! || τι στο καλό ήθελα να τον φωνάξω στην παρέα μας, αφού ήξερα πως είναι καβγατζής! || τι στο καλό ήθελα και πήγα, αφού ήμουν σίγουρος πως δε θα περνούσα καλά!»·
- τι στο καλό θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στο καλό θέλει πρωί πρωί». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο καλό κάνεις! επιφωνηματική έκφραση απορίας σε κάποιον που ασχολείται με πράγματα που είναι έξω από τις οδηγίες μας ή από την ορθή διαδικασία. Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- τι ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει καλούς ναύτες; βλ. λ. καραβοκύρης·
- το δέκα το καλό, βλ. λ. δέκα·
- το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, βλ. λ. γνώση·
- το δύο το καλό, βλ. λ. δύο·
- το καλό είναι που… ή το καλό είναι πως… ή το καλό είναι ότι, α. το ευχάριστο σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση είναι που…, είναι πως…, είναι ότι: «το καλό είναι που, ενώ ο καιρός ήταν χάλια, ξαφνικά άρχισε ν’ ανοίγει || το καλό είναι πως μια τυχαία συνάντηση εξελίχθηκε σε μεγάλη φιλία || το καλό είναι ότι, κάθε φορά που συναντάω τον τάδε, διασκεδάζω αφάνταστα». β. λέγεται και με αρνητική ή ειρωνική διάθεση: «το καλό είναι ότι, αντί να μου επιστρέψει τα λεφτά που μου χρωστούσε, ήρθε και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), το δεξί χέρι ή πόδι του δεξιόχειρα ή το αριστερό χέρι ή πόδι του αριστερόχειρα: «σήκωσα το καλό μου και του άστραψα μια μπάτσα || σήκωσα το καλό μου και του κοπάνησα μια κλοτσιά»·
- το καλό να λέγεται, α. πρέπει να παραδεχόμαστε κάτι που είναι καλό, που έχει αξία: «τ’ αυτοκίνητό σου είναι πολύ πιο καλό απ’ το δικό μου, το καλό να λέγεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που τρώμε κάποιο πολύ νόστιμο φαγητό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. το σωστό να λέγεται, λ. σωστός κ. το ωραίο να λέγεται, λ. ωραίος·
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το καλό που σου θέλω, α. έκφραση με την οποία προειδοποιούμε κάποιον από ενδιαφέρον να προσέχει τις ενέργειές του: «το καλό που σου θέλω, μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας». β. απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να αλλάξει τακτική απέναντί μας, γιατί θα υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του: «το καλό που σου θέλω, πάψε να ενοχλείς την κόρη μου, γιατί θα σε σαπίσω στο ξύλο»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δεν το χωρίζουν, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, βλ. λ. όνομα·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, βλ. λ. πόδι·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, βλ. λ. πράγμα·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- το ’μαθε καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ’μαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το μοναστήρι να ’ν’ καλά (κι από καλογέρους!), βλ. λ. μοναστήρι·
- το ξέρει καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ξέρει καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το πιο καλό σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι, βλ. λ. σαπούνι·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- το ’χω για καλό ή το ’χω σε καλό, θεωρώ πως είναι καλόςοιωνός κάτι: «το ’χω για καλό όταν δω στον ουρανό να πετάει άσπρο περιστέρι»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έκανα καλά, τον θεράπευσα: «γύρισε σ’ ένα σωρό γιατρούς και μόνο εγώ μπόρεσα και τον έκανα καλά»· βλ. και φρ. τον κάνω καλά·
- τον έμαθα απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον έμαθα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έπιασα με το καλό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό·
- τον έπιασα με το καλό, τον έπιασα με το κακό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό·
- τον κάνω καλά, τον τιθασεύω, τον υποτάσσω, τον νικώ, του επιβάλλομαι: «είναι τόσο άτακτος, που μόνο εσύ μπορείς να τον κάνεις καλά || τον κάνω καλά και μ’ ένα χέρι»· βλ. και φρ. τον έκανα καλά·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον ξέρω απ’ την καλή, γνωρίζω καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική πλευρά: «έλα σε μένα να σου πω τι καπνό φουμάρει αυτός ο τύπος, γιατί τον ξέρω απ’ την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο μου κάνανε πολλές για μάνα και πατέρα, μα ’γω σας ξέρω απ’ την καλή και μην κουράζεσαι, κι εσύ που μας ορκίζεσαι, θα φύγεις κάποια μέρα). Αναφορά  στην εξωτερική πλευρά του υφάσματος·
- τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, γνωρίζω πάρα πολύ καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική του πλευρά: «πάμε να ρωτήσουμε τον τάδε γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον ξέρει απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη». Αναφορά στην εξωτερική και τη μέσα πλευρά του υφάσματος·
- τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- τον πέτυχα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα με το καλό, του συμπεριφέρθηκα με ήπιο, με ευγενικό τρόπο: «τον πήρα με το καλό κι άρχισα να τον συμβουλεύω»·
- τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, δοκίμασα όλες τις τακτικές, όλους τους τρόπους: «τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, αλλά αυτός δεν έλεγε ν’ αλλάξει γνώμη»·
- τον στόλισε για τα καλά, τον καθύβρισε: «τον τσάκωσε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά του και τον στόλισε για τα καλά»·
- τόσο καλά! α. θαυμαστική έκφραση σε κάποιον που μας διηγείται αναλυτικά κάποια επιτυχία του ή ευτυχισμένη στιγμή του: «έμειναν όλοι ενθουσιασμένοι και στο τέλος ένας ένας ήρθαν και μου σφίξανε το χέρι. -Τόσο καλά! || δε θα ξαναπεράσω τόσο όμορφο καλοκαίρι, όπως πέρασα φέτος μ’ αυτή τη γυναίκα. -Τόσο καλά!». β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει αναλυτικά κάποια αποτυχία ή δυστυχία του: «πλημμύρισε το υπόγειο, έγινε βραχυκύκλωμα απ’ τα νερά κι όσες παραγγελίες έστειλα μου τις επέστρεψαν ως απαράδεκτες. -Τόσο καλά!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, βλ. λ. Αβραάμ·
- του δίνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- του ’στριψε για καλά ή του ’στριψε για τα καλά, συμπεριφέρεται εντελώς παράλογα, τρελάθηκε οριστικά: «απ’ τη μέρα που του ’στριψε για καλά, δεν ξέρουμε πώς να του συμπεριφερθούμε || του ’στριψε για τα καλά και τον έκλεισαν στο τρελάδικο»·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές, του μίλησα ντόμπρα και σταράτα ή με συμβουλευτική ή ελεγκτική διάθεση: «τον κάλεσα στο γραφείο μου και του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, για να μην έχει ψευδαισθήσεις». Αναφορά στην εξωτερική και μέσα πλευρά του υφάσματος·
- του τα ’πα μια και καλή, του μίλησα αυστηρά και εφ’ όλης της ύλης: «του τα ’πα μια και καλή για να μην επανέρχομαι στο ίδιο θέμα»·
- του τα ’ψαλα απ’ την καλή, τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «του τα ’ψαλα απ’ την καλή μήπως και βάλει μυαλό, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τράβα στο καλό! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια, δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο, και τράβα στο καλό
- τρώω καλά, α. έχω συνέχεια ερωτικές κατακτήσεις και απολαμβάνω το σεξ: «έχω μπει σε μια παρέα από γυναίκες και τρώω καλά». β. αποκομίζω αρκετά κέρδη από μια δουλειά, από μια επιχείρηση: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και τρώει καλά»·
- τσακώνω την καλή ή την τσακώνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: θα ρίξω πάλι μια ζαριά, ίσως τα οικονομήσω, ή θα τσακώσω την καλή ή όλα θα τ’ αφήσω
- των αγίων τα καλά, βλ. λ. άγιος·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρομαι καλά, συμπεριφέρομαι όπως αρμόζει, με καλοσύνη: «όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση, μόνο ο τάδε μου φέρθηκε καλά». (Λαϊκό τραγούδι: πότε μου φέρεσαι καλά,πότε τα κάνεις χάλια, πότε μας κάνεις το βαρύ και θέλεις παρακάλια
- φέρομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- φορώ τα καλά μου, φορώ τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή φορώ τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία». (Τραγούδι: του παραδείσου τα παιδιά πίνουν τα βράδια τσικουδιά φοράνε τα καλά τους. Ρίχνουν ευχές, ρίχνουν φωνές σε συνειδήσεις ταπεινές του μήκους και του πλάτους
- χαίρω καλής φήμης, βλ. λ. φήμη·
- χειρονομία καλής θελήσεως, βλ. λ. χειρονομία·
- χίλιοι καλοί χωράνε, βλ. λ. χίλιοι·
- χρόνια καλά! βλ. λ. χρόνος·
- ώρα καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος.

Αβραάμ

Αβραάμ, ο, κύρ. όν. [<μτγν. εβρ. Abraham (= πατέρας πολλών εθνών)], ο Αβραάμ·
- απ’ τον καιρό του Αβραάμ, βλ. λ. καιρός·
- οι κόλποι του Αβραάμ, ο Παράδεισος: «πέθανε και πήγε στους κόλπους του Αβραάμ, γιατί ήταν ενάρετος άνθρωπος». Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το του Ισαάκ και του Ιακώβ·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ ή τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, ευχή για μακροημέρευση και πλούσια ζωή: «σου εύχομαι τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ»·
- του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά ή του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, ευχή για ευτυχία και πλούτο: «σου εύχομαι από καρδιάς του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά». Από την ευχή που δίνεται στο ζευγάρι κατά το μυστήριο του γάμου.

άγιος

άγιος, -ία κ. -ια, -ιο, επίθ. [<αρχ. ἅγιος], άγιος. 1. που είναι καλός, τίμιος, ευσεβής, ενάρετος, αγνός: «ο τάδε είναι άγιος άνθρωπος κι όλοι τον υποληπτόμαστε || αποκλείεται να σ’ έβρισε, γιατί αυτός είναι άγιος». 2. που δεν ενοχλεί, που δεν πειράζει, που δεν κάνει κακό σε κανέναν: «ο τάδε είναι άγιος και δεν μπερδεύεται στις διαμάχες της γειτονιάς». 3. οτιδήποτε έχει πολύ μεγάλη ηθική αξία για κάποιον: «κανείς εχθρός δε θα πατήσει τ’ άγια χώματα της πατρίδας μας». 4. προσφώνηση ιερωμένου ή τιτλούχου ή μεταξύ ιερωμένων ή τιτλούχων της Εκκλησίας μας: «πώς τέτοια ώρα απ’ το σπίτι μου, άγιε πατέρα; || άγιε ηγούμενε, σε θέλουν στην Αγία Επιστασία». 5. το αρσ. ως ουσ. ο άγιος, (στη γλώσσα της αργκό) ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα: «μου ’δωσε μια κλωτσιά και με βρήκε κατευθείαν στον άγιο». Επίρρ. άγια. (Ακολουθούν 59 φρ.)·
-Άγια Νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, βλ. λ. χέρι·
- άγιες μέρες, βλ. λ. μέρα·
- Άγιοι Τόποι, βλ. λ. τόπος·
- άγιος Βασίλης ή αγιο-Βασίλης, αυτός που σκορπάει τα λεφτά του, που μοιράζει δώρα, ο χουβαρντάς: «κάποτε ήταν πολύ φτωχός, αλλά τώρα που τα κονόμησε είναι σκέτος αγιο-Βασίλης». Αναφορά στον ομώνυμο άγιο, που φέρνει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς δώρα στα μικρά παιδιά·
- βρήκες άγιο ν’ ανάψεις κερί, λέγεται στην περίπτωση που ενεργούμε άστοχα, ακατάλληλα: «αν τα βρω σκούρα στη δουλειά, θα ζητήσω τη βοήθεια του τάδε. -Βρήκες άγιος ν’ ανάψεις κερί. Αυτός, αγόρι μου, είναι απατεώνας!». Πολλές φορές, άλλοτε μετά το ρ. και άλλοτε μετά το άγιο της φρ.ακολουθεί το κι εσύ·
- γίνομαι σαν τον άγιο, βλ. φρ. γίνομαι σαν τον άγιο Ονούφριο·
- γίνομαι σαν τον άγιο Ονούφριο, αδυνατίζω, εξαντλούμαι πάρα πολύ από υπερβολική κούραση, δίαιτα, νηστεία ή μακροχρόνια αρρώστια: «με τόσο εξαντλητική δίαιτα που έκανε, έγινε σαν τον άγιο Ονούφριο || έμεινε δυο μήνες στην κλινική κι έγινε σαν τον άγιο Ονούφριο»·
- δε δίνει του αγίου θυμίαμα ή δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα, βλ. φρ. δε δίνει του αγίου του νερό·
- δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, είναι πολύ τσιγκούνη, πολύ φιλάργυρος: «απ’ αυτόν μωρέ, πήγες να πάρεις κι εσύ δανεικά; Αυτός δε δίνει του αγίου του νερό». Συνών. δε δίνει ούτε την αμαρτία του / δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό / δε δίνει του αγίου του θυμίαμα ή δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα·
- δεν είμαι άγιος, έκφραση με την οποία θέλει να δικαιολογήσει κάποιος μια ανήθικη πράξη του ή για να δηλώσει πως έπαψε πια να ανέχεται κάτι που μέχρι τώρα απέβαινε σε βάρος του: «μόλις είδα το ταμείο ανοιχτό άπλωσα το χέρι μου, γιατί δεν είμαι άγιος || δεν ανέχομαι άλλο να μ’ εκμεταλλεύεσαι, γιατί δεν είμαι άγιος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κανένας. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν είμαι άγιος για να σε συγχωράω, εσύ να κάνεις σφάλματα κι εγώ να σ’ αγαπάω
- δουλειά και άγιος ο Θεός, βλ. λ. δουλειά·
- ε μα τον άγιο! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα τον άγιο, σταμάτα αυτή την γκρίνια σου!». Συνών. ε μα την αλήθεια! (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το Θεό! / ε μα το ναι(!)·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, έγιναν όλα με το σωστό, με τον ενδεδειγμένο τρόπο: «δεν υπάρχει καμιά εκκρεμότητα μεταξύ μας, γιατί όλα έγιναν καλά κι άγια || είμαι πολύ ευχαριστημένος με τη δουλειά που μου παρέδωσες, γιατί έγιναν όλα καλά κι άγια»·
- έγινε η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, βλ. λ. νύχτα·
- έγινε σαν τον άγιο Γαμώτο, βρίσκεται σε άθλια ψυχολογική κατάσταση, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έγινε σαν τον άγιο Γαμώτο»·
- είχε άγιο ή είχε κι άγιο, α. ήταν πολύ τυχερός και δεν έπαθε κάτι κακό, ιδίως σε κάποιο δυστύχημα, είχε προστάτη: «δε θα γλίτωνε μετά από τέτοιο τρακάρισμα, αν δεν είχε άγιο». β. πέτυχε στη ζωή του ή σε κάποια δραστηριότητά του, όχι μόνο επειδή ήταν άξιος, αλλά επειδή είχε και την εύνοια της τύχης: «είναι έξυπνο και ικανό άτομο, αλλά είχε κι άγιο που πρόκοψε τόσο πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: καλή είν’ η υπομονή, καλό και το κουράγιο, μα πρέπει να ’χεις κι άγιο
- έπεσε η αγία ράβδος, βλ. λ. ράβδος·
- η Αγία Κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος, βλ. λ. επιφοίτηση·
- θα γίνει η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, βλ. λ. νύχτα·
- θα πέσει (η) αγία ράβδος, βλ. λ. ράβδος·
- κάθομαι άγια ή κάθομαι καλά κι άγια, συμπεριφέρομαι σωστά, φρόνιμα, με σύνεση, καθώς πρέπει: «δεν έχω παράπονο απ’ το γιο σου, γιατί, όσο έλειπες, κάθισε καλά κι άγια». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- καλά κι άγια, έκφραση με την οποία επικροτούμε αυτά που είπε ή έκανε κάποιος: «καλά κι άγια του τα ’πες του παλιοαλήτη! || καλά κι άγια αυτά που έκανες μέχρι τώρα και σου εύχομαι να συνεχίσεις με τον ίδιο τρόπο»·
- καλός κι άγιος, είναι καλός και ευσεβής: «καλός κι άγιος αυτός ο άνθρωπος, δε λέω, αλλά με το σταυρό στο χέρι δεν πρόκοψε κανένας στη ζωή του»·
- καλός κι άγιος… (ακολουθεί κύριο όνομα), αλλά…, έκφραση με την οποία θέλουμε να μετριάσουμε την κακή κριτική μας για το άτομο στο οποίο αναφερόμαστε: «καλός κι άγιος ο Τάκης, αλλά πολύ πίνει, ρε παιδάκι μου!»·
- κάνω τον άγιο, βλ. φρ. κάνω τον άγιο Ονούφριο·
- κάνω τον άγιο Ονούφριο, α. προσποιούμαι, υποκρίνομαι τον καλό, τον τίμιο: «κάθε φορά που θέλει να τον βοηθήσουμε, μας κάνει τον άγιο Ονούφριο». β. προσποιούμαι τον ανήξερο, τον αθώο: «κάθε φορά που γίνεται θέμα για τον καβγά, κάνω τον άγιο Ονούφριο, γιατί είχα πάρει κι εγώ μέρος σ’ αυτόν»·
- κατά τον άγιο και το κερί του, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια ενέργεια εξυπηρετεί ή ταιριάζει σε κάποια περίσταση: «τον διευθυντή της τράπεζας που κάθε τόσο μ’ εξυπηρετεί με διάφορα δάνεια, θα του κάνω ένα πολύ ακριβό δώρο, γιατί κατά τον άγιο και το κερί του».. Συνών. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα / κατά τον καιρό και το χορό·   
- … κι άγιος ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- κι ο άγιος θέλει φοβέρα, βλ. λ. φοβέρα·
- κολάζει κι άγιο, (για γυναίκες) είναι προκλητικά ντυμένη ή πολύ όμορφη και προκλητική: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα, κάνω ένα σωρό πονηρές σκέψεις, γιατί, όπως βλέπεις, κολάζει κι άγιο». Συνών. κολάζει και παπά·
- μα τον άγιο! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί για αυτά που λέμε σε κάποιον: «μα τον άγιο, σου λέω, τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς, όπως στα λέω!». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στον Πειραιά στο μουράγιο, είπα να σκοτωθώ, μα τον άγιο). Για έναν που ζει σε πόλη, όταν κάνει αυτόν τον όρκο, υποσυνείδητα τις πιο πολλές φορές αναφέρεται στον πολιούχο άγιο της πόλης στην οποία κατοικεί. Έτσι, στα Επτάνησα, η αναφορά γίνεται στον άγιο Διονύσιο και στον άγιο Σπυρίδωνα, στη Θεσσαλονίκη η αναφορά γίνεται στον άγιο Δημήτριο, στην Πάτρα στον άγιο Ανδρέα και σε άλλες πόλεις σε άλλους. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- μα τον άγιο Κωνσταντίνο! α. όρκος για να γίνουμε πιστευτοί για αυτά που λέμε σε κάποιον: «μα τον άγιο Κωνσταντίνο, δε σου λέω ψέματα!». (Τραγούδι: κι εκεί στου μακελειού την άψη δαγκώνω τα σκοινιά τα λύνω και μα τον άγιο Κωνσταντίνο όλους τους ρίχνω μες στη χάψη δεμένους με τα χέρια πίσω). β. είναι και φορές που ακούγεται χάριν ομοιοκαταληξίας: «είναι αλήθεια πως πήγε ο τάδε στο Λονδίνο; -Μα τον άγιο Κωνσταντίνο! || δε στο δίνω, δε στο δίνω, μα τον άγιο Κωνσταντίνο!». γ. ιδίως σε χρήση από τα παιδιά στο παιχνίδι του κρυφτού, που, όταν το παιδί που τα φυλούσε τελείωνε την προσυμφωνημένη αρίθμηση κατέληγε με τη στερεότυπη φρ. φτου και βγαίνω κι όποιον βλέπω τονε φτύνω, μα τον άγιο Κωνσταντίνο·
- μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, βλ. λ. κερί·
- μην του φύγει το άγιο μύρο, βλ. λ. μύρο·
- μιλώ τίμια κι άγια, μιλώ ακριβοδίκαια, εκφέρω τη γνώμη μου χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, τα λέω ντόμπρα και σταράτα: «σε θέματα δικαιοσύνης δεν παίρνω το μέρος κανενός και μιλώ τίμια κι άγια»·
- ο άγιος (άι) Βασίλης, χαρακτηρισμός ατόμου που πηγαίνει κάπου φορτωμένος με δώρα: «παιδιά, τρέξ’ τε, ήρθε ο παππούς, ήρθε ο άγιος Βασίλης!»·
- ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη, βλ. λ. χωριάτης·
- ούτε του αγίου Βασιλείου δεν ήταν έτσι, έκφραση απόλυτης ικανοποίησης για την καθαριότητα και την τάξη που επικρατεί σε έναν κλειστό ιδίως χώρο: «μόλις έμαθε πως θα ’ρθουν οι φίλοι του να τον επισκεφθούν, έφτιαξε το δωμάτιό του, που ούτε του αγίου Βασιλείου δεν ήταν έτσι». Από το ότι στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, που συμπίπτει με την πρώτη μέρα του χρόνου, συνήθως όλα τα σπίτια λάμπουν από πάστρα·
- περπατώ καλά κι άγια ή περπατώ τίμια κι άγια, ζω, συμπεριφέρομαι με τιμιότητα και δικαιοσύνη, συμπεριφέρομαι όπως πρέπει, όπως αρμόζει σε άγιο άνθρωπο: «δεν έχω να φοβηθώ κανέναν στη ζωή μου, γιατί πάντα περπατώ τίμια κι άγια || απ’ τη μέρα που βγήκε απ’ τη φυλακή, περπατάει τίμια κι άγια»·            
- σ’ άγιο, μικρό και τρελό μην τάξεις, τρεις περιπτώσεις που πρέπει κανείς να το σκέφτεται καλά πριν υποσχεθεί, πριν τάξει κάτι, γιατί θα πρέπει οπωσδήποτε να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του, το τάξιμό του·
- σαν τον άγιο (άι) Βασίλη, λέγεται για κάποιον που πηγαίνει κάπου φορτωμένος με δώρα: «κάθε φορά που έρχεται ο παππούς στο σπίτι, τα εγγόνια του κάνουν τρελές χαρές, γιατί είναι φορτωμένος σαν τον άι Βασίλη»·
- τα Άγια Πάθη, βλ. λ. πάθος·
- τα άγια των αγίων, ο πιο ιερός χώρος του χριστιανικού ναού, όπου η είσοδος επιτρέπεται μόνο στους ιερείς·
- της αγίας καθίστρας, βλ. λ. καθίστρας·
- το άγιο μύρο, βλ. λ. μύρο·
- το άγιο φως, βλ. λ. φως·
- τον άγιο που σε βοηθά, μην τονε προσκυνάς, αυτόν που ούτως ή άλλως σε βοηθά δε χρειάζεται να τον καλοπιάνεις: «κοίταξε να βρεις τρόπο να πλησιάσεις το διευθυντή κι άσε τον υποδιευθυντή που είναι φίλος σου, γιατί τον άγιο που σε βοηθά, μην τονε προσκυνάς»·
- τον έκανα άγιο, τον ικέτευσα, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα άγιο ν’ αποσύρει τη μήνυση, ώσπου στο τέλος ενέδωσε || τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός τίποτα»·
- του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα, βλ. λ. διάβολος·
- του αγίου Μάμα, βλ. φρ. του αγίου Πούτσου ανήμερα·
- του αγίου Ποτέ, βλ. φρ. του αγίου Πούτσου ανήμερα·
- του αγίου Πούτσου, βλ. φρ. του αγίου Πούτσου ανήμερα·
- του αγίου Πούτσου ανήμερα, λέγεται ειρωνικά για οφειλή που ποτέ δε θα επιστραφεί ή για υπόσχεση που ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί ή γενικά ειρωνικά ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει πότε θα πραγματοποιηθεί κάποια παράκληση ή απαίτησή του: «αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον μπαταξή, θα τα πάρεις πίσω του αγίου Πούτσου ανήμερα || αν σου υποσχέθηκε πως θα σε πάρει στη δουλειά του, να είσαι σίγουρος πως θα σε πάρει του αγίου Πούτσου ανήμερα || πότε θα μου επιστρέψεις τα λεφτά που σου δάνεισα; -Του αγίου Πούτσου ανήμερα». Συνών. στις τριάντα δύο του μηνός / τη μέρα που δεν έχει αύριο / το μήνα που δεν έχει Σάββατο / του χρόνου που δεν έχει Σάββατο·
- του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει, λέγεται στην περίπτωση που υποτιμάμε τα ντόπια προϊόντα τα οποία μπορούμε να τα έχουμε σε πρώτη ζήτηση και προτιμάμε προϊόντα τα οποία περιμένουμε να έρθουν από ξένη περιοχή, από ξένο κράτος, μόνο και μόνο για να αποχτήσουμε προϊόντα ξενόφερτα: «είναι κι αυτός της νοοτροπίας πως ό,τι είναι ξένο είναι καλό και δεν εμπιστεύεται τα ελληνικά προϊόντα. -Του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει»· βλ. και φρ. ουδείς προφήτης στον τόπο του, λ. προφήτης· 
- τρεις κι (η) άγια Τριάδα, (για προσπάθειες) έκφραση με την οποία κάποιος, που απέτυχε στις δυο προηγούμενες προσπάθειές του να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ζητάει να επιχειρήσει να επαναλάβει την προσπάθειά του για τρίτη και τελευταία φορά, γιατί έχει την πεποίθηση πως τώρα θα πετύχει, μια και προϋπάρχει η πείρα από τις δυο προηγούμενες φορές· βλ. και φρ. τρίτη και φαρμακερή, λ. τρίτος·
- των αγίων τα καλά, α. αφθονία υλικών αγαθών: «κάθε φορά που πληρώνεται, κουβαλάει στο σπίτι του των αγίων τα καλά». β. απευθύνεται σε κάποιον και ως ευχή: «ο Θεός να σου δίνει των αγίων τα καλά!»·
- φέρομαι καλά κι άγια ή φέρομαι τίμια κι άγια, βλ. φρ. περπατώ καλά κι άγια·
- φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει, βλ. λ. φτωχός.

αέρας

αέρας κ. αγέρας, ο, ουσ. [<αρχ. ἀήρ], ο αέρας. 1. αποτέλεσμα μηδέν, ψεύτικη υπηρεσία ή εκδούλευση: «για αέρα πράμα δε δίνω δραχμή». 2α. χρηματικό ποσό που εισπράττει κάποιος από εκείνον που του εκχώρησε την εμπορική του φίρμα ή τη φίρμα του καταστήματός του: «αν σου παραχωρήσω τη φίρμα μου, τι αέρα θα μου δώσεις;». β. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος για να ξενοικιάσει ένα κατάστημα: «για να ξενοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». γ. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος ιδιοκτήτης για να νοικιάσει κάποιο κατάστημά του σε κάποιον ενδιαφερόμενο: «για να σου νοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». 3. η παραχώρηση του δικαιώματος σε κάποιον να χτίσει σε ένα χτίσμα τους επιπλέον ορόφους πάνω από τον τελευταίο χτισμένο όροφο: «σου δίνω προίκα ένα σπίτι δίπατο μαζί με τον αέρα του». 4. ως επιρρ., πολύ γρήγορα: «μόλις τους σφύριξε κάποιος στ’ αφτί πως έρχονταν να τον πιάσουν, έφυγε αέρας». 5. ως επιθετικό επιφών. αέρααα! χαρακτηριστική επιθετική πολεμική κραυγή των Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο του 1940: «οι Έλληνες μαχητές του 1940 με την ιαχή «αέρααα!» ορμούσαν με γενναιότητα κατά του φασιστικού στρατού του Μουσολίνι, που τον ανάγκασαν σε άτακτη υποχώρηση». (Τραγούδι: ξεκινάει την άλλη μέρα, μα και πάλι ακούει αέρα από τον τσολιά). Ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντ/τος Ευζώνων κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων 1912-1913 (βλ. Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 33). Υποκορ. αεράκι και αγεράκι, το. (Ακολουθούν 137 φρ.)·
- αέρα, αέρα να φύγει η χολέρα! βλ. λ. χολέρα·
- αέρα δέρνω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα καβουρντίζω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα κοπανίζω, δεν καταφέρνω τίποτα, δε φέρνω κανένα αποτέλεσμα σε κάποια προσπάθειά μου, ματαιοπονώ: «απ’ το πρωί προσπαθεί να επιδιορθώσει το πλυντήριο, αλλά μέχρι τώρα αέρα κοπανίζει»·
- αέρα χαβανίζω, βλ. φρ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα λεφτά! α. χρήματα που κερδίσθηκαν χωρίς την διακινδύνευση ιδίων κεφαλαίων: «είναι ασφαλιστής και κερδίζει ένα σωρό λεφτά. -Αέρα λεφτά!». β. χρήματα που δαπανήθηκαν άσκοπα: «έδωσε ένα σωρό λεφτά κι αγόρασε ένα οικόπεδο πάνω στ’ άγρια βουνά. -Αέρα λεφτά! || ό,τι αγοράζω το εξετάζω πολύ καλά, γιατί δε θέλω να δίνω αέρα λεφτά!»·
- αέρα μπανά, (στη γλώσσα της αργκό) αερολογία, αερολογίες: «πες μου αυτό που πραγματικά σκέφτεσαι κι όχι αέρα μπανά»·
- αέρα πατέρα! λέγεται γι’ αυτόν που ενεργεί χωρίς περίσκεψη, τσαπατσούλικα, ασύδοτα: «πώς να μην πέσει έξω η δουλειά, απ’ τη στιγμή που όλοι οι μέτοχοι αέρα πατέρα!»·
- αέρας κοπανιστός, α. λόγια, συζήτηση χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο, βλακείες, αηδίες: «σου μιλούσε τόση ώρα και τι σου ’λεγε; Αέρα κοπανιστό, σου ’λεγε». β. υποσχεμένη παροχή που δεν πραγματοποιήθηκε: «δε μ’ ενδιαφέρει τι σου υποσχέθηκε, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι πήρες αέρα κοπανιστό»·
- αέρας στη διπλή, πολύ ανόητος λόγος: «όλα όσα μας είπες ήταν αέρας στη διπλή». Ίσως αναφορά στη διπλή ταρίφα (βλ. λ.)·
- αέρας στο τετράγωνο, βλ. λ. αέρας στη διπλή·
- αέρας φρέσκος, βλ. συνηθέστ. αέρας κοπανιστός·
- αλλάζω αέρα ή αλλάζω τον αέρα μου, πηγαίνω σε άλλο μέρος από αυτό στο οποίο διαμένω, ιδίως για λόγους υγείας: «ο γιατρός μας συμβούλεψε ν’ αλλάξει το παιδί αέρα, γι’ αυτό θα πάμε στη Χαλκιδική». (Νησιώτικο τραγούδι: στην Πάρο και στη Νάξο τον αέρα μου θ’ αλλάξω
- αλλάζω τον αέρα, ανανεώνω τον αέρα ενός κλειστού χώρου, ανοίγοντας πόρτα ή παράθυρα: «κάθε πρωί η μητέρα αλλάζει τον αέρα του δωματίου μου»·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. φρ. υπάρχει άλλος αέρας·
- ανοίγω τον αέρα, παρέχω αέρα με το άνοιγμα κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «άνοιξε τώρα τον αέρα για να φουσκώσω το λάστιχο»·
- απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, βλ. λ. φουστάνι·
- αρπάζω στον αέρα (κάτι), εκμεταλλεύομαι ταχύτατα κάτι: «όταν καταλάβει πως θ’ αποφέρει κάποια δουλειά, την αρπάζει στον αέρα»·
- αφήνω έναν (λίγο) αέρα, αφήνω (κάποιο) ελεύθερο διάστημα, (κάποιο) περιθώριο: «σ’ αυτό το σημείο πρέπει ν’ αφήσεις έναν αέρα για να περάσουμε το καλώδιο»·
- βγάζει αέρα λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικά του κεφάλαια ή χωρίς να κοπιάζει πολύ: «είναι ασφαλιστής και βγάζει αέρα λεφτά»·
- βγάζω στον αέρα, α. αερίζω κάτι: «κάθε φορά που γυρίζω απ’ την ταβέρνα στο σπίτι, βγάζω στον αέρα τα ρούχα μου, γιατί βρομούν τσικνίλα». β. δημοσιοποιώ, κοινολογώ: «η απόφαση του συμβουλίου θα βγει στον αέρα μετά από μια βδομάδα». γ. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) μεταδίδω από το ραδιόφωνο, παρουσιάζω από την τηλεόραση: «ποιος θα βγάλει στον αέρα τις ειδήσεις των οχτώ;»·
- βγαίνει στον αέρα, (για ειδήσεις) μεταδίδεται από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: «δε θα βγαίνει στον αέρα καμιά είδηση, αν δεν εγκρίνεται πρώτα από μένα || πότε βγήκε στον αέρα αυτή η είδηση;»·
- βγαίνω στον αέρα, (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) αρχίζω να παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «τι ώρα βγαίνω στον αέρα;»·
- βγήκε αέρας, άρχισε να φυσάει: «όλη τη μέρα ο καιρός ήταν καλός, αλλά προς το βράδυ βγήκε αέρας»·
- βρίσκομαι στον αέρα, βλ. φρ. είμαι στον αέρα·
- βρίσκω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. συνηθέστ. κάνω αέρα·
- γλυκός αέρας, που είναι απαλός: «καθώς περπατούσα στην παραλία, ένιωθα έναν γλυκό αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου»·
- δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου, δεν πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για πράγματα που δεν τον αφορούν: «από μικρός έχω μάθει να κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου και δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου». Συνών. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς / τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής·  
- δε με σηκώνει ο αέρας, οι κλιματολογικές συνθήκες επιβαρύνουν την υγεία μου: «πρέπει να εγκατασταθώ στην εξοχή, γιατί δε με σηκώνει ο αέρας της πόλης»· βλ. και φρ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ. κλίμα·
- δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος αέρας! ειρωνική προτροπή σε άτομο που ζητάει ή λέει παράλογα πράγματα ή που τερατολογεί. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μήπως και συνέλθεις·
- διαβολεμένος αέρας, που είναι πολύ δυνατός, ανυπόφορος, τρομερός: «απ’ το πρωί φυσούσε ένας διαβολεμένος αέρας που μας κράτησε στο σπίτι»·
- δίνει άλλον αέρα, λέγεται όταν κάτι προσδίδει σε κάποιον ξεχωριστή άνεση στους τρόπους ή στη συμπεριφορά του, που του δίνει ξεχωριστή γοητεία, θελκτικότητα: «ένα σπορ αυτοκίνητο, δίνει άλλον αέρα στον άντρα || η ομορφιά δίνει άλλον αέρα στη γυναίκα || όσο να πεις, τα λεφτά δίνουν άλλον αέρα στον άνθρωπο || απ’ τη μέρα που του ’πεσαν στο λαχείο εκείνα τα εκατομμύρια, έχει άλλον αέρα || όταν φοράει το καινούριο του κουστούμι, έχει άλλον αέρα || είναι όμορφη γυναίκα, αλλά όταν φοράει την έξωμη τουαλέτα της, έχει άλλον αέρα»·
- δώσ’ του αέρα! (συμβουλευτικά) διώξ’ τον, απομάκρυνέ τον: «δώσ’ του αέρα του αλήτη αφού είναι τόσο συστηματικός κοπανατζής!»·
- έβγαλε αέρα, άρχισε να φυσάει: «μέχρι το μεσημέρι ο καιρός ήταν καλός, τ’ απόγευμα όμως έβγαλε αέρα»·
- έδωσε αέρα λεφτά, πλήρωσε άσκοπα, γιατί η αγορά που έκανε δεν άξιζε: «πήγε κι έδωσε αέρα λεφτά για ένα αυτοκίνητο που είναι σαραβαλιασμένο»·
- έγινε αέρας, (για περιουσία) κατασπαταλήθηκε, εξανεμίστηκε: «είχε βρει μεγάλη περιουσία απ’ τον πατέρα του, αλλά με τα ξενύχτια και τα γλέντια έγινε αέρας»·
- είμαι στον αέρα, α. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «δεν μπορείς να τον δεις αυτή τη στιγμή, γιατί είναι στον αέρα». β. (για αεροπόρους και γενικά για πρόσωπα) πετώ με το αεροπλάνο: «ήμασταν δυο ώρες στον αέρα μέχρι να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»·
- είναι στον αέρα, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει βάση ή κάποιο λογικό έρεισμα: «είναι σίγουρο πως θ’ αποτύχει στην προσπάθειά του, γιατί όλες του οι ενέργειες είναι στον αέρα». β. (για αεροπλάνα) πετάει: «πόσα αεροπλάνα είναι στον αέρα αυτή τη στιγμή;»· βλ. και φρ. είμαι στον αέρα·
- έκοψε ο αέρας, σταμάτησε ή λιγόστεψε: «προς τ’ απόγευμα έκοψε ο αέρας»·
- έπεσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έπιασε αέρα, (για ποδοσφαιριστές) δεν κατάφερε να χτυπήσει την μπάλα με το πόδι του, που χτύπησε στον αέρα: «ήταν μονάχος του μπροστά σε κενή εστία κι έπιασε αέρα ο άχρηστος»·
- έπιασε αέρας, άρχισε να φυσάει: «ξαφνικά έπιασε αέρας»·
- έσπασε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έχει άλλον αέρα, βλ. φρ. δίνει άλλον αέρα·
- έχει έναν ( λίγο) αέρα, δεν ενώνει, δεν εφάπτεται απόλυτα: «σ’ αυτό το σημείο τα σανίδια έχουν έναν αέρα και πρέπει να ενώσουν»·
- έχω αέρα ή έχω έναν αέρα! α. έχω άνεση, θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με άνεση: «είναι καινούριος στην παρέα μας, αλλά έχει έναν αέρα λες και είναι χρόνια!». β. έχω φινέτσα, χάρη: «έχει αέρα αυτή η γυναίκα στο περπάτημά της»·
- έχω έναν αέρα, προπορεύομαι έναντι κάποιου σε μια αναμέτρηση: «από τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, ο τάδε έχει έναν αέρα έναντι του αντιπάλου του»·
- έχω πολύ αέρα, έχω μεγάλη άνεση, μεγάλο θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με μεγάλη άνεση: «αν και καινούριος στην παρέα μας, έχει πολύ αέρα με όλους μας»·
- ζω με αέρα ή ζω με τον αέρα, α. είμαι πολύ φτωχός, άπορος: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, ζει με αέρα». β. τρώω πολύ λίγο, είμαι λιτοδίαιτος: «επειδή φροντίζει τη σιλουέτα του, γι’ αυτό ζει με τον αέρα»·
- ήρθε μ’ έναν αέρα! ήρθε με μια έπαρση, με ένα θάρρος, με ένα θράσος(!): «ήρθε μ’ έναν αέρα και μου ζητούσε δανεικά, λες και τον ήξερα χρόνια!»·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μπορείς να μου κάνεις κανένα κακό, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι: «εσύ θα δείρεις εμένα; Το μόνο που μπορείς είναι να μου τα κάνεις αέρα!»·
- θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου, (απειλητικά) θα σε διώξω, ιδίως από τη δουλειά μου: «αν συνεχίσεις να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου»·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- θα τον πάρει ο αέρας, είναι πάρα πολύ λεπτός, αδύνατος: «βγήκε προχτές απ’ το νοσοκομείο κι αν τον δεις, νομίζεις πως θα τον πάρει ο αέρας»·
- θέλει έναν (λίγο) αέρα, (ιδίως για είδη ένδυσης) χρειάζεται λίγο φάρδος: «είναι καλό το σακάκι σου, αλλά εκεί στις μασχάλες θέλει έναν αέρα, γιατί μου φαίνεται κάπως στενό»·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ. σπουργίτης·
- κάνε μας αέρα ή κάν’ τα μας αέρα (ενν. τα αρχίδια μας), πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί δεν μπορώ να σ’ ακούω άλλο ή γιατί δεν πιστεύω αυτά που μου λες: «κάν’ τα μας αέρα, ρε φίλε, γιατί δε σ’ αντέχω άλλο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κάνω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δεν καταφέρνω να χτυπήσω την μπάλα με το πόδι μου, χτυπώ με το πόδι μου αέρα: «κι ενώ ήταν μοναχός του μπροστά σ’ άδειο τέρμα, έκανε αέρα κι έχασε το γκολ»·
- κάνω αέρα (σε κάποιον ή σε κάτι), φυσώ με το στόμα μου ή δημιουργώ αέρα με άλλο τεχνητό μέσο: «έκανε αέρα πάνω στο σημείο που κάηκε ο φίλος του, φυσώντας δυνατά με το στόμα του || άρχισε να κάνει αέρα μ’ ένα φυσερό για να δυναμώσει τη φωτιά»·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, βλ. λ. κωλοτούμπα·
- καυτός αέρας, που είναι πάρα πολύ θερμός: «στις ακτές της Αφρικής φυσάει καυτός αέρας»·
- κενό αέρος, διαφορά υψομετρικής πίεσης που προκαλεί  στο αεροπλάνο που πετάει απότομη απώλεια του ύψους του: «κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, πέσαμε σε αρκετά κενά αέρος και πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη»·
- κι αέρα στα πανιά σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, πράγμα που μας αφήνει αδιάφορους ή και που μας χαροποιεί. Αποτελεί μέρος της φρ. ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πολύ πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου. Συνών. (και) να μας γράφεις / κι απ’ το πεζοδρόμιο·
- κλείνω τον αέρα, βλ. φρ. κόβω τον αέρα (β)·
- κόβω τον αέρα, α. μετριάζω την ορμή του αέρα με κάποιο τεχνητό μέσο: «έβαλε στο άνοιγμα μια λαμαρίνα για να κόβει τον αέρα». β. διακόπτω την παροχή ή την εξαγωγή αέρα με το κλείσιμο κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «μόλις φούσκωσε το λάστιχο, έκοψε τον αέρα για να μη σκάσει || μόλις ξεφούσκωσε αρκετά το λάστιχο, έβαλε την ασφάλεια για να κόψει τον αέρα»· βλ. και φρ. του κόβω τον αέρα·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. λ. κωλοτούμπα·  
- λόγια του αέρα, βλ. λ. λόγος
- μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα, με την πρώτη ελάχιστη πίεση ή δυσκολία: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με το πρώτο φύσημα τ’ αέρα την κοπάνησε». (Τραγούδι: πόσο γελάστηκα μητέρα, έφυγε εκείνη μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα κι έμεινες πλάι μου με πιο πολλή στοργή, για να γιατρέψεις τη δική μου την πληγή
- μ’ έναν αέρα διαφορά, δηλώνει ελάχιστη απόσταση, ελάχιστη ποσότητα σε περίπτωση συναγωνισμού ή ανταγωνισμού: «ο τάδε δρομέας είναι μπροστά απ’ τον δεύτερο μ’ έναν αέρα διαφορά || ο τάδε υποψήφιος, μετά την καταμέτρηση των μισών ψηφοδελτίων, προηγείται του αντιπάλου του μ’ έναν αέρα διαφορά»· βλ. και φρ. με διαφορά στήθους, λ. στήθος·
- μαλάκωσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- με αέρα; βλ. συνηθέστ. με κώλο; λ. κώλος·
- με αέρα, με άνεση, με ευχέρεια: «μιλούσε με αέρα || κινούνταν με αέρα»·
- με τον αέρα της νίκης, βλ. φρ. με τον αέρα του νικητή·
- με τον αέρα της νιότης, με τη δύναμη, την ορμή, την αυτοπεποίθηση που δίνουν σε κάποιον τα νιάτα: «με τον αέρα της νιότης που διέθετε, είχε την εντύπωση πως μπορούσε να κατακτήσει όλον τον κόσμο»·
- με τον αέρα του νικητή, με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσει, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «ο υποψήφιος για το αξίωμα του προέδρου χαιρετούσε τους παρευρισκομένους με τον αέρα του νικητή || μετά τη συντριπτική νίκη τους, ο αρχηγός της ομάδας μίλησε στους δημοσιογράφους με τον αέρα του νικητή»·
- μιλάει με αέρα ή μιλάει μ’ έναν αέρα! μιλάει με άνεση, με ευκολία,με ευχέρεια: «πάντοτε αυτό το παιδί μιλούσε με αέρα || πριν από λίγο τον βάλαμε στην παρέα μας και μιλάει μ’ έναν αέρα, λες και μας ξέρει χρόνια!»·
- μιλώ στον αέρα, α. μιλώ χωρίς να με ακούει, χωρίς να με προσέχει κανένας: «προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν πώς έπρεπε να ενεργήσουν, αλλά μιλούσε στον αέρα». β. αερολογώ: «δεν τον προσέχει κανείς, γιατί μιλάει στον αέρα»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μου έκανε απολύτως τίποτα από όσα απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου τα ’κανε αέρα»·
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, βλ. λ. γυναίκα·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- πάει να πάρει τον αέρα του, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι·
- παίρνει αέρα, είναι μειωμένης διανοητικής ικανότητας: «μην τον συνερίζεσαι, αν κάνει και καμιά βλακεία, γιατί παίρνει αέρα ο φουκαράς»·
- παίρνει στροφές στον αέρα, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω αέρα, αποκτώ οικειότητα, θάρρος, ξεθαρρεύω: «λίγο να του χαμογελάσεις, αμέσως παίρνει αέρα»·
- παίρνω λίγο αέρα, σταματώ προσωρινά τη δουλειά μου για να ξεκουραστώ: «κάποια στιγμή σταμάτησε το σκάλισμα του κήπου για να πάρει λίγο αέρα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κουράζεται, σταματάει για να πάρει αναπνοή ·
- παίρνω τον αέρα, αποκτώ ευχέρεια σε μια δουλειά ή σε μια διαδικασία, αντιμετωπίζω με άνεση και αυτοπεποίθηση μια κατάσταση: «τώρα που πήρε τον αέρα της δουλειάς, δεν τον σταματάει τίποτα». Συνών. παίρνω το κολάι·
- παίρνω τον αέρα μου, α. κάθομαι και ρεμβάζω στο μπαλκόνι, στη βεράντα, στην ταράτσα ή στο παράθυρο του σπιτιού μου και γενικά σε ανοιχτό χώρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνω τον αέρα μου στο μπαλκόνι του σπιτιού μου». β. πάω μια βόλτα, βολτάρω: «κάθε απόγευμα παίρνω τον αέρα μου στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ώσπου να χειμωνιάσουμε εδώ θα την περάσουμε· θα μας τρώει η ρουτίνα κάθε μέρα, και μονάχα την Κυριακή θα παίρνουμε αέρα, γιατί δε φτάνει ο μισθός να πάμε πέρα-πέρα).γ. πάω στην εξοχή, πάω για παραθερισμό: «το καλοκαίρι θα πάω να πάρω τον αέρα μου στη Χαλκιδική». δ. ξεκουράζομαι ύστερα από εντατική εργασία, κάνω διάλειμμα: «σκοτώθηκε όλο το πρωί μέχρι να βάψει το δωμάτιο και τώρα είναι στην αυλή και παίρνει τον αέρα του». ε. με διώχνουν από τη δουλειά στην οποία εργάζομαι: «το παράκανα με τις κοπάνες, γι’ αυτό κάποια μέρα πήρα τον αέρα μου»· βλ. και φρ. του παίρνω τον αέρα·
- πήγε στον αέρα, αποδείχτηκε μάταιο, άσκοπο, δεν έφερε αποτέλεσμα: «όλη μου η προσπάθεια να τον συνετίσω πήγε στον αέρα || οι συμβουλές μου πήγαν στον αέρα»·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- πήρε αέρας, άρχισε να φυσάει: «τ’ απόγευμα ξαφνικά πήρε αέρας»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε πολύ αέρα, απόκτησε πολλή οικειότητα, πολύ θάρρος, ιδίως χωρίς να του έχει δώσει κανένας αυτό το δικαίωμα: «να πεις του φίλου σου να καθίσει φρόνιμα, γιατί πήρε πολύ αέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, βλ. λ. πουλί·
- πιάνω αέρα, α. τα δάχτυλά μου, οι παλάμες μου κλείνουν χωρίς να καταφέρω να πιάσω κάτι που μου πετάνε από κάποια απόσταση: «μου πέταξε τον αναπτήρα του από τη θέση που καθόταν, αλλά έπιασα αέρα κι έπεσε μέσα στις λάσπες». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. κάνω αέρα·
- πνέει αέρας…, βλ. φρ. φυσάει αέρας(…)·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. φρ. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «ποιος αέρας σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα φουκαρά με τις συμβουλές που σου ’δινα!». Συνών. ποιος δρόμος σ’ έφερε(…)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. φρ. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ(;)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιον λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ(;)·   
- πουλώ αέρα (κοπανιστό), α. κερδίζω χρήματα προσφέροντας ψεύτικες υπηρεσίες ή εκδουλεύσεις: «μπορεί να πουλάει αέρα, αλλά τα κονομάει». β. λέω ανοησίες, λέω ψέματα, αερολογώ: «τους μάζεψε όλους γύρω του και τους πουλούσε αέρα κοπανιστό»·
- ρίχνω στον αέρα, α. πυροβολώ στον αέρα, ιδίως για εκφοβισμό: «οι αστυνομικοί έριξαν στον αέρα για να τον εκφοβίσουν» β. πυροβολώ στον αέρα από ενθουσιασμό: «μόλις η νύφη κι ο γαμπρός βγήκαν απ’ την εκκλησία, οι φίλοι του ζευγαριού άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα»·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- σαν πολύ αέρα σου δώσαμε! ή σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ αέρα δε σου δώσαμε; ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; απειλητική έκφραση σε κάποιον, όταν θέλουμε να του αφαιρέσουμε τη μεγάλη οικειότητα που του δώσαμε ή που ο ίδιος πήρε από μόνος του·
- σηκώθηκε αέρας, άρχισε να φυσάει δυνατά: «ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός και σηκώθηκε αέρας»·
- σκορπίζω στον αέρα, (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλώ ασυλλόγιστα, εξανεμίζω: «του άφησε ο πατέρας του ατράνταχτη περιουσία, αλλά με τις παλιοπαρέες που πήγε κι έμπλεξε, τη σκόρπισε στον αέρα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- στέκεται στον αέρα, α. δεν έχει σταθερή βάση, είναι ετοιμόρροπος: «μετά το σεισμό πολλά σπίτια στέκονται στον αέρα». β. είναι ανεφάρμοστος: «τα επιχειρήματά σου στέκονται στον αέρα»·
- στηρίζεται στον αέρα, βλ. φρ. στέκεται στον αέρα·
- στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει έξω απ’ την πόλη στον καθαρό αέρα»·
- σφυρίζω στον αέρα, προσποιούμαι πως δεν ακούω, πως δεν καταλαβαίνω, αδιαφορώ: «όταν μου λένε κάτι που είναι ενάντια στα συμφέροντά μου, σφυρίζω στον αέρα». (Τραγούδι: κι όσους τα βράδια συναντώ μου λένε καλησπέρα, μα εγώ δεν ξέρω τι να πω, σφυρίζω στον αγέρα
- τινάζω στον αέρα (κάτι), καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: «έβαλαν δυναμίτη και τίναξαν τη γέφυρα στον αέρα»·
- τινάζω στον αέρα (κάποιον ή κάτι), διαλύω, καταστρέφω κάποιον, μια δουλειά, μια επιχείρηση, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση από κακό υπολογισμό ή χειρισμό ή και από αδιαφορία: «είχε για συμβουλάτορά του τον τάδε και τον τίναξε στον αέρα τον άνθρωπο με τις συμβουλές που του ’δινε || τόσα χρόνια σκληροί κόποι και αγώνες για να στήσει ο πατέρας του αυτή τη δουλειά, κι ήρθε ο γιος του και την τίναξε στον αέρα || σχέση πέντε χρόνων και για μια ανοησία την τίναξε στον αέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, θα τινάξεις στον αέρα την αγάπη μας, κάτσε καλά, όλα τελειώνουν μια φορά
- τινάζω τα δίχτυα στον αέρα, βλ. λ. δίχτυ·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, βλ. λ. δουλειά·
- τινάζω την μπάνκα στον αέρα, βλ. λ. μπάνκα·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- το πιάνει (ο) αέρας, το βρίσκει, το χτυπάει: «μην αγοράσεις το βορινό διαμέρισμα, γιατί το πιάνει ο αέρας»·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, τον έδιωξα από τη δουλειά μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, τον έστειλα να πάρει τον αέρα του»·
- του δίνω αέρα, του συμπεριφέρομαι με μεγάλη οικειότητα: «μόλις του δώσαμε λίγο αέρα, άρχισε να κινείται με περισσότερη άνεση μέσα στην παρέα μας || μην του δίνεις πολύ αέρα αυτού του ανθρώπου, γιατί θα σε καβαλικέψει χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- του κόβω τον αέρα, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα, το μεγάλο θάρρος, τον βάζω στη θέση του: «μπήκε μέσα χαμογελαστός κι άρχισε τις χαιρετούρες, όμως ο διευθυντής του του ’κοψε αμέσως τον αέρα». β. τον αποθαρρύνω: «ήθελε να ξανοιχτεί στη δουλειά του, αλλά του ’κοψα τον αέρα». γ. εμποδίζω με το σώμα μου ή με άλλο μέσο τον αέρα να φτάσει σε αυτόν: «μόλις κατάλαβα πως του ’κοβα τον αέρα, έφυγα από μπροστά του»· βλ. και φρ. κόβω τον αέρα·
- του παίρνω τον αέρα, α. του επιβάλλομαι: «βρήκα τον τρόπο και του πήρα τον αέρα». β. παύω να τον φοβάμαι: «από τη μέρα που του πήρε τον αέρα, τον κάνει ό,τι θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- τρελός αέρας, πολύ δυνατός αέρας: «απ’ το πρωί φυσούσε τρελός αέρας και δε βγήκα απ’ το σπίτι μου»·
- τρώω αέρα κοπανιστό, δεν τρώω τίποτα, είτε γιατί δε θέλω είτε γιατί δεν έχω χρήματα να αγοράσω τροφή: «το ’χει ρίξει στη δίαιτα για ν’ αδυνατίσει, και τρώει αέρα κοπανιστό || τον δέρνει τέτοια φτώχεια, που τρώει αέρα κοπανιστό»·
- υπάρχει άλλος αέρας, υπάρχει κάτι που προσδίδει ιδιαίτερα ευχάριστη διάθεση σε ένα άτομο ή ιδιαίτερα ευχάριστη ατμόσφαιρα σε ένα χώρο: «μ’ αρέσει η τάδε παρέα, γιατί αποτελείται από ευγενικούς κι ευχάριστους ανθρώπους, οπότε υπάρχει άλλος αέρας || πηγαίνω και τρώω πάντα στο τάδε μαγαζί, γιατί, εκτός από ωραίο φαγητό, έχει προσεγμένο διάκοσμο και διακριτικό φωτισμό, οπότε υπάρχει άλλος αέρας»·     
- φρέσκος αέρας, ο καθαρός αέρας της εξοχής ή της θάλασσας: «πήγαμε εκδρομή στο βουνό κι αναπνεύσαμε φρέσκο αέρα»·
- φυσάει αέρας…, (με αισιόδοξη διάθεση)επικρατεί κλίμα, διάθεση…: «φυσάει αέρας αλλαγής || φυσάει αέρας ανανέωσης». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένας·
- χάνει αέρα, α. είναι μειωμένης διανοητικής αντίληψης: «μην παίρνεις σοβαρά  αυτά που σου λέει, γιατί χάνει αέρα ο άνθρωπος». β. (για σωλήνες) παρουσιάζει διαφυγή αέρα: «η σωλήνα έκανε μια τρυπίτσα και χάνει αέρα». γ. (για φούσκες, μπάλες ή σαμπρέλες) ξεφουσκώνει λόγω διαφυγής αέρα: «απ’ τη στιγμή που χτύπησε η μπάλα στα σύρματα, χάνει αέρα»·
- χορταίνω αέρα, ζω έντονα, ιδίως με γλέντια και διασκεδάσεις: «από τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, χορταίνει κι αυτός αέρα»·
- χτίζω κάστρα στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω πύργους στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω στον αέρα, οικοδομώ, δημιουργώ πάνω σε σαθρές βάσεις, ματαιοπονώ: «πολλοί με το μυαλό τους χτίζουν κάστρα στον αέρα κι όταν συνέρχονται προσγειώνονται ανώμαλα». Συνών.  χτίζω στην άμμο·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα.

ακαμάτης

ακαμάτης, ο, θηλ. ακαμάτρα κ. ακαμάτισσα, η, ουσ. [<μσν. ἀκαμάτης <α- στερητ. + κάματος]. 1α. αυτός που δε θέλει να εργάζεται, ο τεμπέλης: «ο μεγάλος του ο γιος είναι πολύ εργατικός, αλλά ο μικρός του βγήκε ακαμάτης». β. ειρωνική ή επιτιμητική προσφώνηση σε τεμπέλη: «πού γυρίζεις, ρε ακαμάτη απ’ το πρωί;». (Λαϊκό τραγούδι: ψέματα λες βρε ακαμάτη και μη μου κάνεις την οσία, ποτέ δεν έφερες μια κότα να φάει και η εξουσία
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, λέγεται για γυναίκα που, παρόλα τα αρνητικά της στοιχεία, την άστατη ζωή ή τα ελαττώματά της, καλοπαντρεύεται: «ζούσε τη ζωή της όπως ήθελε, και κανείς δε σκεφτόταν να την πάρει, αλλά την ερωτεύτηκε ένας πλούσιος Γερμανός και την παντρεύτηκε γιατί, όπως λένε, κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή»·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, λέγεται για εκείνους που χωρίς να κάνουν τίποτα, χωρίς να κοπιάσουν, τρέφουν μάταιες ελπίδες για προκοπή: «κάθεται όλη τη μέρα αραχτός σ’ ένα παραλιακό μπαράκι κι ελπίζει να πετύχει στη ζωή του, αλλά με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα»·
- να ’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας μοίρα, βλ. φρ. κάθε ακαμάτρα και τρελή, έχει τη μοίρα την καλή·
- ο ακαμάτης δεν τρώει τ’ αμύγδαλα, για να μην τα σπάσει, ο οκνηρός, ο τεμπέλης προκειμένου να μην κοπιάσει, να μη δουλέψει, θυσιάζει τις απολαύσεις ή το κέρδος του από κάποια εργασία: «ό,τι και να του τάξεις, δεν πάει να δουλέψει, γιατί ο ακαμάτης δεν τρώει τ’ αμύγδαλα, για να μην τα σπάσει». 

άλογο

άλογο, το, ουσ. [<μτγν. ἄλογον, ουσ. του επιθ. ἄλογος], το άλογο. 1. πιόνι του σκακιού που έχει τη μορφή αλόγου: «το άλογο είναι αξιόλογο πιόνι στο σκάκι». 2. ο ίππος ως μονάδα μέτρησης ισχύος μηχανών, ιδίως των αυτοκινήτων: «πόσα άλογα είναι η μηχανή σου;». 3. στον πληθ. τα άλογα και τα αλόγατα, ο ιππόδρομος: «όσα λεφτά βγάζει τα χάνει στ’ άλογα». (Λαϊκό τραγούδι: μολόγα τα, μολόγα τα, τα φράγκα μοιρολόγα τα, τι γίνανε μολόγα τα, χορτάρι για τ’ αλόγατα). Υποκορ. αλογάκι και αλογατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- άλογο κλάνει, δε δίνει κανείς σημασία σε αυτά που λέω ή που λέγονται, υπάρχει τέλεια αδιαφορία: «μια ώρα σου μιλώ κι εσύ, άλογο κλάνει»·
- αλόγου ουρά, βλ. λ. αλογουρά·
- άλογο που δεν εκαβαλίκεψες, ποτέ μην το κατηγορήσεις, ποτέ μην κατηγορήσεις άνθρωπο, αν προηγουμένως δεν τον γνωρίσεις, μην κατηγορείς κάποιον βασιζόμενος σε ξένες κατηγορίες ή πληροφορίες: «να αρνείσαι να εκφέρεις αρνητική γνώμη για άνθρωπο που δεν ξέρεις, γιατί, άλογο που δεν εκαβαλίκεψες., ποτέ μην κατηγορήσεις»·  
- από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, βλ. λ. κάρο·
- βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα! βλ. λ. Τούρκος·
- για τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται σπιρούνια, βλ. λ. σπιρούνι·
- γίνομαι άλογο, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι για να φέρω σε πέρας κάτι: «τον τελευταίο καιρό έγινα άλογο για να καλύψω τις υποχρεώσεις μου». Αναφορά στο άλογο ως υποζύγιο·
- δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, όταν βρισκόμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση, εντείνουμε τις υπάρχουσες δυνάμεις μας, τις υπάρχουσες δυνατότητές μας και δεν πειραματιζόμαστε με νέους τρόπους για να ξεπεράσουμε τη δυσκολία: «πρέπει να ξεπεράσουμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει με τα εφόδια που έχουμε, γιατί δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, κι όταν ξεπεράσουμε την κρίση, βλέπουμε τι θα κάνουμε για το μέλλον»·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, βλ. λ. γαϊδούρι·
- είναι κουτσό άλογο, είναι ανίκανος να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι κουτσό άλογο». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα). Από το ότι ένα άλογο που κουτσαίνει δεν μπορεί ποτέ να έρθει πρώτο στις ιπποδρομίες·
- ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι, ο παράλογος, ο ξέφρενος ενθουσιασμός μας οδηγεί πολλές φορές σε επικίνδυνες ή ακραίες ενέργειες: «πρέπει να μάθεις να συγκρατιέσαι και να ελέγχεις τον εαυτό σου στις μεγάλες χαρές, γιατί ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι»·
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- θα σε κάνω άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- και πράσιν’ άλογα, ανοησίες, βλακείες, πράγματα απίθανα, παράλογα, τερατολογίες: «για τι επιχειρήσεις και πράσιν’ άλογα μου λες, εδώ να φάμε δεν έχουμε». Από το πράσιν’, που δεν αναφέρεται σε χρώμα, αλλά που παρετυμολογεί το ομόηχο πράσσειν, απαρέμφ. του αρχ. ρ. πράττω κ. πράσσω + ἄλογα (= παράλογα), αυτός δηλ. που πράττει παράλογα. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, βλ. λ. γαϊδούρι·
- κούρσα για ένα άλογο, βλ. λ. κούρσα·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·   
- παίζει στ’ άλογα, είναι παίχτης του ιππόδρομου: «δεν του μένει δραχμή, γιατί παίζει στ’ άλογα»·
- πίνει σαν δυο άλογα, πίνει πάρα πολύ, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορείς να τον παραβγείς στο πιοτό, γιατί πίνει σαν δυο άλογα»·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, βλ. λ. γαϊδούρι·
- ταΐζει τ’ άλογα, βλ. λ. φρ. ταΐζει τ’ αλογάκια, λ. αλογάκι·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, ο εργατικός άνθρωπος έχει και τα ανάλογα κέρδη από την εργασία του: «αυτός δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί, το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του»·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον κάνω άλογο, α. τον κάνω ό,τι θέλω, τον υποτάσσω, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε άλογο». Από την εικόνα του καβαλάρη, που έχει απόλυτη εξουσία στο άλογό του. β. τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μαζί της, τον έκανε άλογο». Από την εικόνα του χωρικού που φορτώνει υπερβολικά το άλογό του ή το χρησιμοποιεί σε πολλές σκληρές εργασίες.

Αμερικανός

Αμερικανός κ. Αμερικάνος, ο, θηλ. Αμερικανή κ. Αμερικανίδα κ. Αμερικάνα, η, ουσ. [<αγγλ. American], ο Αμερικανός. 1. ο πλούσιος: «έχει θείο Αμερικάνο». Πρβλ.: μόνο κανένας μπάρμπας σου μπορεί να σ’ αβαντάρει· τα τσεκ απ’ την Αμερική σε βγάζουν παλικάρι (Λαϊκό τραγούδι).Από την εικόνα των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική, που επιδείκνυαν τα πλούτη τους, όταν επισκέπτονταν ύστερα από πολλά χρόνια τη γενέτειρά τους, κι έτσι έμεινε στην αντίληψη του λαού πως ο κάθε Αμερικανός είναι πλούσιος. 2. το αμερικανάκι (βλ. λ.)·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, υπέρμετρη εκδήλωση φιλοαμερικανικών αισθημάτων: «ανάμεσα στους ψευτοσοσιαλιστές και στους ψευτοπροοδευτικούς χίλιες φορές Αμερικανός και μ’ ένα μάτι»· 
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, ακραίο αντιαμερικανικό σύνθημα·
- κάνω τον Αμερικάνο, προσποιούμαι τον ανήξερο, τον αθώο, τον αμέτοχο: «κάθε φορά που γίνεται λόγος για τη ληστεία της τράπεζας, στην οποία είχε πάρει κι αυτός μέρος, κάνει τον Αμερικάνο». Έκφραση που καθιερώθηκε με αυτή την έννοια στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν άρχισαν να γίνονται παγκοσμίως γνωστές οι θηριωδίες των Αμερικανών στρατιωτών στον πόλεμο του Βιετνάμ, και κάθε φορά που γίνεται λόγος γι’ αυτές μπροστά σε Αμερικανό, αυτός προσποιείται τον αθώο ή τον αμέτοχο ή υποστηρίζει πως ο αμερικανικός λαός είχε άγνοια και που, εν τέλει, ξεσηκώθηκε κατά της κυβέρνησής του, όταν αυτές έγιναν γνωστές. Συνών. κάνω τον Γερμανό / κάνω τον Κινέζο·
- ούτε (και) στον Παράδεισο με Αμερικάνο, ακραία εκδήλωση αντιαμερικανικών αισθημάτων: «όσα δολάρια και να μου δώσουν, ούτε και στον Παράδεισο με Αμερικάνο»·
- φονιάδες των λαών, Αμε-ρι-κάνοι! αντιαμερικανικό σύνθημα που ακούγεται συνήθως στις φοιτητικές και εργατικές πορείες.

ανάρρωση

ανάρρωση, η, ουσ. [<μτγν. ἀνάρρωσις], η ανάρρωση·
- καλή ανάρρωση! ευχή σε ασθενή ή σε ασθενή που αναρρώνει.

άνθρωπος

άνθρωπος, ο, ουσ. [<αρχ. ἄνθρωπος], ο άνθρωπος. 1. αυτός που διακατέχεται από ηθικές αρχές και ευγενικά αισθήματα και συμπεριφέρεται στο συνάνθρωπό του με σεβασμό, με αγάπη: «τι να την κάνω εγώ τη μόρφωση που έχεις, απ’ τη στιγμή που δεν είσαι άνθρωπος!». 2. με τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «σήμερα θα βγω με τον άνθρωπό μου || την είδα με τον άνθρωπό της να κάνει βόλτα στην παραλία». 3. ως έκφραση συμπάθειας με την έννοια ο κακόμοιρος, ο κακότυχος, ο δύστυχος: «τον έσπασαν στο ξύλο οι αλήτες τον άνθρωπο». 4. προσφώνηση σε άτομο που δεν γνωρίζουμε το όνομά του: «ποιο δρόμο πρέπει να πάρω, άνθρωπέ μου, για να πάω στο Λευκό Πύργο;». 5. το άτομο ως μονάδα: «πόσους ανθρώπους χωράει αυτή η αίθουσα;». Ακόμα και σήμερα, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε ορισμένες  περιοχές της επαρχίας η λ. άνθρωπος έχει τη σημασία του άντρας κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, τρεις γυναίκες κι ένας φαντάρος». 6α. στον πλ. οι άνθρωποι κ. οι ανθρώποι, το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα: «οι άνθρωποι πηγαίνουν απ’ το στραβό στο χειρότερο». β. (γενικά) ο κόσμος: «κάθε απόγευμα στην παραλία αρκετοί άνθρωποι κάνουν βόλτα». Υποκορ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το κ. ανθρωπάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 243 φρ.)·
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! βλ. λ. άβυσσος·
- αγαθός άνθρωπος, άνθρωπος αφελής, απλοϊκός: «τον βρήκες αγαθό άνθρωπο και τον κοροϊδεύεις»·
- άγιος άνθρωπος, καλός, τίμιος, θρήσκος: «δεν πιστεύω να είπε αυτός κακό για σένα, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι άγιος άνθρωπος»·
- άγουρος άνθρωπος, άτομο του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η σωματική, ιδίως η πνευματική του ανάπτυξη: «δεν μπορεί να πάρει μια σωστή απόφαση, γιατί είναι άγουρος άνθρωπος ακόμα». Αντίθ. ώριμος άνθρωπος·
- άδειος άνθρωπος, που δεν έχει διόλου αισθήματα, που δεν έχει διόλου ψυχική και πνευματική υπόσταση, που δεν έχει ηθικές αξίες: «δεν μπορεί να καταλάβει αυτός από ανθρώπινες σχέσεις, γιατί είναι άδειος άνθρωπος»·
- ακέραιος άνθρωπος, που είναι πολύ έντιμος, πολύ ηθικός, πολύ ευσυνείδητος: «όλοι μέσα στη γειτονιά τον εκτιμούν και τον υπολήπτονται, γιατί είναι ακέραιος άνθρωπος»·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλφα άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, καλός, τίμιος, μπεσαλής: «χάρηκα πολύ που τον γνώρισα, γιατί είναι άλφα άνθρωπος»·
- ανάποδος άνθρωπος, α. που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος». β. άνθρωπος που ρέπει στις αταξίες: «δεν μπορεί να καθίσει μια στιγμή ήσυχος, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος»·
- άνθρωπέ μου! επιτείνει τη δυσφορία ή τη δυσαρέσκειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια! || δε σου ’πα χίλιες φορές, άνθρωπέ μου, να σκέφτεσαι πρώτα και μετά να μιλάς!»· επιτείνει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, πώς δεν πρόσεξες και χτύπησες! || έλα, άνθρωπέ μου, να καθίσεις μαζί μας!»·
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, βλ. λ. σφάλμα·
- άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, που δεν παρουσιάζει καμιά ψυχική ομορφιά·
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; βλ. λ. ακάλεστος·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων, που είναι πάρα πολύ σωστός, που είναι εξαιρετικός, εξαίσιος: «όλοι επιθυμούν την παρέα του, γιατί είναι άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων». Από το ότι τα 24 καράτια δηλώνουν την απόλυτη καθαρότητα του χρυσού·
- άνθρωπος εξώλης και προώλης, βλ. φρ. άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού·
- άνθρωπος καθωσπρέπει, άνθρωπος ευυπόληπτος, ευγενικός, αξιοπρεπής, άψογος, που κινείται και συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες εμφάνισης και συμπεριφοράς: «όλοι θέλουν να κάνουν παρέα μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος καθωσπρέπει»·
- άνθρωπος κατωτάτης υποστάθμης, επιτείνει το άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος κενός περιεχομένου, βλ. φρ. άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο·
- άνθρωπος κλειδί, αυτός που κατέχει καθοριστική θέση σε ένα κόμμα, έναν οργανισμό, μια επιχείρηση ή αυτός, που γνωρίζει αυτό που μπορεί να δώσει τη λύση σε ένα μυστήριο: «άνθρωπος κλειδί της κυβέρνησης είναι ο τάδε || άνθρωπος κλειδί στην υπόθεση της εξαφάνισης του γνωστού επιχειρηματία, είναι ο τάδε»·
- άνθρωπος με αισθήματα, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, που έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «μόνο ένας άνθρωπος με αισθήματα βοηθάει συνήθως το συνάνθρωπό του»· 
- Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο, που διέπεται από άκρως ανθρωπιστικά αισθήματα: «ο ένας του ο γιος είναι μεγάλο κάθαρμα, αλλά ο άλλος είναι Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο»·
- άνθρωπος με βάθος, που έχει ψυχικό και πνευματικό περιεχόμενο, που προβληματίζεται, που δεν μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων: «δίνει πάντα βάση στα λόγια του, γιατί είναι άνθρωπος με βάθος»·
- άνθρωπος με δυο πρόσωπα, που δεν αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο, τον πραγματικό του χαρακτήρα, που συμπεριφέρεται ανάλογα με το συμφέρον του, ο διπρόσωπος, ο διμούτσουνος, ο υποκριτής, ο ψεύτης: «μη δίνεις βάση σ’ αυτόν τον τύπο, γιατί είναι άνθρωπος με δυο πρόσωπα και δεν ξέρεις πότε θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο»·
- άνθρωπος με καρδιά, α. που έχει πλούσιο συναισθηματικό κόσμο: «αν του ζητήσεις να σε βοηθήσει, δε θα σου τ’ αρνηθεί, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά». β. που έχει γενναιότητα, παλικαριά, που είναι γενναίος, άφοβος: «δε φοβάται κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά»·
- άνθρωπος με μυαλό, που είναι συνετός, που έχει φρόνηση: «είναι άνθρωπος με μυαλό και παίρνει πάντοτε σωστές αποφάσεις»·
- άνθρωπος με πυγμή, που είναι δυναμικός, που επιβάλλεται σε ένα κύκλο ατόμων: «για να πάει μπροστά το εργοστάσιο, θα πρέπει  να διευθύνει ένας άνθρωπος με πυγμή»·
- άνθρωπος με χαρακτήρα, που έχει ποιότητα ήθους, συμπεριφοράς, που είναι ηθικός, ακέραιος: «έναν τέτοιο άνθρωπο με χαρακτήρα, όπως είναι ο φίλος μου, όλοι θα ήθελαν να τον έχουν φίλο»·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, οι αδιάντροποι και οι αναιδείς άνθρωποι είναι ενοχλητικοί: «να προσέχεις τους ανθρώπους που διαλέγεις για φίλους σου, γιατί, άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος»·
- άνθρωπος περιωπής, που κατέχει σπουδαία κοινωνική θέση, που είναι μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους, που είναι γενικά αποδεκτός από όλους: «όλοι τον υπολήπτονται, γιατί είναι άνθρωπος περιωπής»·
- άνθρωπος στη θάλασσα! έκφραση στην περίπτωση που πέφτει κάποιος στη θάλασσα από πλοίο που ταξιδεύει·
- άνθρωπος τελευταίας υποστάθμης, βλ. φρ. άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος της αγοράς, που είναι έξυπνος, καπάτσος, ανοιχτομάτης, που είναι του εμπορίου και των συναλλαγών: «μ’ ό,τι κι αν καταπιαστεί, τα καταφέρνει, γιατί είναι άνθρωπος της αγοράς»·
- άνθρωπος της αράδας, που είναι κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ παρέα με ανθρώπους της αράδας»·
- άνθρωπος της δεκάρας (της δραχμής, της πεντάρας, του φράγκου), α. που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω παρτίδες με ανθρώπους της δεκάρας σαν και του λόγου σου». β. είναι και φορές που αναφέρεται σε άνθρωπο υπερβολικά τσιγκούνη·
- άνθρωπος της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος της δράσης, που είναι ενεργητικός, δραστήριος: «δεν μπορεί να καθίσει στιγμή ήσυχος στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος της δράσης»·
- άνθρωπος της εκκλησίας, αυτός που πηγαίνει ανελλιπώς στην εκκλησία για την άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων του και, κατ’ επέκταση, χωρίς να είναι κανόνας ή βέβαιο, ο καλός χριστιανός: «αυτός λέει πάντα την αλήθεια, γιατί είναι άνθρωπος της εκκλησίας»·
- άνθρωπος της εποχής, ο σύγχρονος άνθρωπος που επιδιώκει να ανεβεί επιχειρηματικά και κοινωνικά, που επιδιώκει να αποκτήσει κοινωνική ή πολιτική δύναμη μέσω της δουλειάς και των χρημάτων του, που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τη διαπλοκή προς όφελός του: «ο τάδε ήταν ένας άνθρωπος της εποχής και είχε βλέψεις να κυριαρχήσει στο χώρο των μεταφορών || ένας άνθρωπος της εποχής δε δεσμεύεται μ’ ένα κόμμα, αλλά βοηθάει όσα περισσότερα μπορεί, γιατί θα ’ρθει κάποια μέρα, που θα ζητήσει να του εξαργυρώσουν αυτή του τη βοήθεια»·
- άνθρωπος της θάλασσας, α. ο έμπειρος ναυτικός: «ένας άνθρωπος της θάλασσας ξέρει να παλεύει με τα κύματα». β. (γενικά) ο ναυτικός, ο ψαράς: «έχω γνωστό έναν άνθρωπο της θάλασσας, που μου φέρνει πάντα φρέσκο ψάρι»·
- άνθρωπος της καρπαζιάς, που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, που όλοι τον υποτιμούν και τον εμπαίζουν: «δεν ήταν ποτέ δυνατόν να βάλουμε στην παρέα μας έναν τέτοιον άνθρωπο της καρπαζιάς!»·
- άνθρωπος της μπαμπεσιάς, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «μην του έχεις καθόλου εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος της μπαμπεσιάς και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει»·
- άνθρωπος της νύχτας, α. αυτός που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, ο νυχτόβιος: «όλοι μέσα στην παρέα τους είναι άνθρωποι της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: της νύχτας άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαίωμα να σ’ αγαπώ). β. αυτός που είναι αμφίβολης ηθικής: «δεν πρέπει να ’χεις ποτέ εμπιστοσύνη σ’ έναν άνθρωπο της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς). γ. που εργάζεται σε δουλειές που αναπτύσσουν δραστηριότητα τη νύχτα: «οι άνθρωποι της νύχτας είναι κι αυτοί άνθρωποι που παλεύουν για το νυχτοκάματό τους»·
- άνθρωπος της πένας, ο συγγραφέας: «γενικά οι άνθρωποι της πένας είναι αγαπητοί απ’ το πλατύ κοινό»·
- άνθρωπος της πιάτσας, άνθρωπος καπάτσος, καταφερτζής, ανοιχτομάτης: «δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανένας, γιατί είναι άνθρωπος της πιάτσας»·
- άνθρωπος της πλάκας, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά, άνθρωπος ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «πήγες κι εσύ να πάρεις συμβουλή από έναν άνθρωπο της πλάκας κι ήθελες και να προκόψεις!»·
- άνθρωπος της πόλης, αυτός που δεν μπορεί να ξεκόψει από τους έντονους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής της πόλης, που δεν έχει συνηθίσει ή δεν μπορεί να ζήσει σε αγροτική περιοχή: «με το ρυθμό που έχει μάθει να ζει ο άνθρωπος της πόλης θα τρελαθεί, αν αναγκαστεί να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποιο απομονωμένο χωριό || εγώ είμαι άνθρωπος της πόλης και δεν μπορώ να κάνω χωρίς θόρυβο, χωρίς ένταση, χωρίς καυσαέριο, βρε αδερφέ, κατάλαβες;»·
- άνθρωπος της πουτάνας, άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πριν μπλέξει μ’ αυτόν τον άνθρωπο της πουτάνας, ήταν μια χαρά παιδί»·
- άνθρωπος της πουτανιάς, α. που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έχει μπλέξει μ’ έναν άνθρωπο της πουτανιάς και πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο». β. ο πουτανιάρης (βλ. λ.)·
- άνθρωπος της πουστιάς, που δεν μπορεί να του έχει κανείς εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έδωσε βάση στα λόγια του, χωρίς να ξέρει ότι είναι άνθρωπος της πουστιάς»·
- άνθρωπος της σειράς, α. άνθρωπος κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ του παρέα με ανθρώπους της σειράς». β. που είναι τακτικός, τυπικός, νοικοκύρης: «ο ένας του γιος είναι μεγάλος τσαπατσούλης, ενώ ο άλλος είναι άνθρωπος της σειράς»·
- άνθρωπος της σφαλιάρας, βλ. φρ. άνθρωπος της καρπαζιάς·
- άνθρωπος της τσόχας, ο μανιώδης χαρτοπαίχτης ή ο μανιώδης παίχτης ζαριών: «έχεις δει ποτέ κανέναν άνθρωπο της τσόχας να κάνει λεφτά;»·
- άνθρωπος της φυλακής, αυτός που μπαινοβγαίνει στη φυλακή: «δεν τον πολυβλέπουνε στην οικογένειά του, γιατί είναι άνθρωπος της φυλακής»·
- άνθρωπος της ψυχής, που είναι πονόψυχος: «αν όντως έχεις ανάγκη από βοήθεια, θα σε βοηθήσει ο τάδε, γιατί είναι άνθρωπος της ψυχής»·
- άνθρωπος του βιβλίου, που αγαπάει το διάβασμα, ο φιλαναγνώστης: «έχει μια τεράστια βιβλιοθήκη στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος του βιβλίου»·
- άνθρωπος του διαβόλου, α. που είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός: «κάποια μέρα θα μπλέξεις, αφού κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο του διαβόλου». β. ο διαβολάνθρωπος (βλ. λ. )·
- άνθρωπος του δρόμου, ο αλήτης: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του δρόμου, πάει απ’ το κακό στο χειρότερο αυτό το παιδί»·
- άνθρωπος του έλα να δεις, α. ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «είναι άνθρωπος του έλα να δεις, γι’ αυτό μην μπλέκεις μαζί του». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πάντρεψε την κόρη του μ’ έναν άνθρωπο του έλα να δεις και τώρα τραβάει τα μαλλιά του»·
- άνθρωπος του Θεού, α. ο ενάρετος, ο ευλαβής, ο θρήσκος: «δε βλαστημάει ποτέ, γιατί είναι άνθρωπος του Θεού». β. ο κληρικός: «ποτέ δε βρίζει τα θεία μπροστά σ’ έναν άνθρωπο του Θεού»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, α. αυτός που ανήκει στην υψηλή κοινωνία, στην αριστοκρατία, ο αριστοκράτης: «ήταν στη δεξίωση μόνο άνθρωποι του καλού κόσμου». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας εντελώς το αντίθετο, ιδίως τον απατεώνα·
- άνθρωπος του καναπέ, άνθρωπος που είναι καλομαθημένος και τεμπέλης: «πήγε κι έκανε δουλειά μ’ έναν άνθρωπο του καναπέ, και περίμενε να προκόψει!»·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, άνθρωπος πάρα πολύ καλός, εξαιρετικός: «πρώτη φορά που γνώρισες κι εσύ έναν άνθρωπο του κάτσε καλά»· βλ. και φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος του καφενείου, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο καφενείο, που ξοδεύει τις ώρες του στο καφενείο, που είναι τακτικός θαμώνας του καφενείου, ο καφενόβιος: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έγινε άνθρωπος του καφενείου || απ’ τη μέρα που βγήκε στη σύνταξη, έγινε κι αυτός άνθρωπος του καφενείου»·
- άνθρωπος του κερατά, ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του κερατά, σίγουρα θα καταστραφεί»·
- άνθρωπος του κλότσου και του μπάτσου, άνθρωπος χωρίς καμιά υπόληψη, που όλοι τον υποτιμούν, τον περιφρονούν, που τον φέρονται με σκληρό, με βάναυσο τρόπο: «πάει να σκάσει ο πατέρας της απ’ το κακό του, γιατί θέλει να παντρευτεί μ’ έναν άνθρωπο του κλότσου και του μπάτσου»·
- άνθρωπος του κόσμου, α. ο κοσμικός, ο κοσμοπολίτης: «σαν άνθρωπος του κόσμου που είναι, πηγαίνει κάθε τόσο σε χορούς και δεξιώσεις». β. που είναι ανεκτικός, που συμπεριφέρεται ευγενικά, που του αρέσει η συναναστροφή, οι παρέες: «δεν πιστεύω να σε αποπάρει, γιατί είναι άνθρωπος του κόσμου || είναι πρόσχαρος κι ευγενικός και γενικά είναι άνθρωπος του κόσμου»·
- άνθρωπος του κρασιού, βλ. συνηθέστ. άνθρωπος του ποτηριού·
- άνθρωπος του λαού, (ιδίως για πολιτικούς) που προέρχεται από το λαό, που έχει λαϊκή καταγωγή ή που ενδιαφέρεται σοβαρά για τα προβλήματα του λαού: «απ’ όλους τους πολιτικούς των τελευταίων χρόνων μόνο ο τάδε είναι άνθρωπος του λαού και γι’ αυτό, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, παίρνει τις περισσότερες ψήφους απ’ όλους»· βλ. και φρ. παιδί του λαού, λ. παιδί·
- άνθρωπος του λιμανιού, α. ο λιμενεργάτης: «οι άνθρωποι του λιμανιού δουλεύουν πολύ σκληρά για να βγάλουν το ψωμί τους». β. (υποτιμητικά ή υβριστικά) που συμπεριφέρεται ανάγωγα, χυδαία, που είναι χαμηλού επιπέδου: «οι άνθρωποι του λιμανιού συνήθως δεν έχουν ούτε ευγένεια ούτε τρόπους»·
- άνθρωπος του μπαρ, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στα μπαρ, που ξοδεύει τις ώρες του στα μπαρ, που είναι τακτικός θαμώνας των μπαρ, ο μπαρόβιος: «ψάξε στα μπαράκια του κέντρου κι εκεί κάπου θα τον βρεις, γιατί είναι άνθρωπος του μπαρ»·
- άνθρωπος του πεζοδρομίου, α. άνθρωπος έξυπνος, πολύ έμπειρος: «δεν μπορείς να ξεγελάσεις εύκολα τους ανθρώπους του πεζοδρομίου». β. άνθρωπος που ανήκει, που προέρχεται από τον υπόκοσμο: «οι άνθρωποι του πεζοδρομίου έχουν δικό τους κώδικα τιμής»· βλ. λ. και φρ. άνθρωπος του δρόμου·
- άνθρωπος του ποτηριού, α. που του αρέσει το ποτό, που του αρέσει να πίνει: «όλοι μέσα στην παρέα του είναι άνθρωποι του ποτηριού και κάθε βράδυ τα πίνουν στο ταβερνάκι της γειτονιάς τους». β. ο πότης, ο μπεκρής: «δεν τη θέλανε για νύφη, επειδή ο πατέρας της ήταν άνθρωπος του ποτηριού»·
- άνθρωπος του σαλονιού ή άνθρωπος των σαλονιών, που είναι της καλής κοινωνίας, των κοσμικών κύκλων, ο κοσμικός: «σαν άνθρωπος του σαλονιού που είναι, τον γνωρίζει όλη η αριστοκρατία»·
- άνθρωπος του σιναφιού, που ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα, ιδίως παράνομη, που ανήκει στον ίδιο χώρο: «οι άνθρωποι του σιναφιού υποστηρίζονται μεταξύ τους || να ρωτήσουμε και τον τάδε, που είναι άνθρωπος του σιναφιού»·
- άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, α. ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «έμπλεξε μ’ έναν άνθρωπο του σκοινιού και του παλουκιού κι έχει συνέχεια τραβήγματα με τις αστυνομίες». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος, εντελώς φαύλος, εξώλης και προώλης, που του χρειάζεται δηλ. κρέμασμα ή ανασκολοπισμός: «μετά το γάμο του αποδείχτηκε άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού»·
- άνθρωπος του σπιτιού, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο σπίτι του με την οικογένειά του, ο σπιτόγατος: «δεν έρχεται μαζί μας στις βραδινές εξόδους μας, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. είναι άνθρωπος του σπιτιού·
- άνθρωπος του υποκόσμου, αυτός που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας έξω από τους ηθικούς και κοινωνικούς νόμους της, ο παράνομος: «δεν έχω δει άνθρωπο του υποκόσμου που να μην έχει κακό τέλος»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος των άκρων, που ενεργεί υπέρμετρα, υπερβολικά, που φτάνει μια υπόθεση μέχρι το τέλος της από πείσμα ή για λόγους αντεκδίκησης: «πρόσεχε μην του κάνεις καμιά πουστιά, γιατί είναι άνθρωπος των άκρων και θα σε κυνηγήσει, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι»·
- άνθρωπος των γραμμάτων, α. που ασχολείται με τη φιλολογία ή τη λογοτεχνία, που είναι φιλόλογος ή λογοτέχνης: «τον έναν του το γιο τον έκανε τεχνίτη, ενώ τον άλλον άνθρωπο των γραμμάτων». β. (γενικά) αυτός που είναι πολύ μορφωμένος: «είναι λάτρης της μουσικής και άνθρωπος των γραμμάτων»·
- άνθρωπος των τύπων, α. που δεν είναι εκδηλωτικός, που συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να τηρούνται τα προσχήματα: «είναι άνθρωπος των τύπων και δεν ξανοίγεται εύκολα με τους άλλους». β. που είναι σχολαστικός, γραφειοκράτης: «έπεσα πάνω σ’ έναν άνθρωπο των τύπων και για μια υπογραφή μου άλλαξε την Παναγία»·
- άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, που είναι χαμηλού ηθικού επιπέδου, που είναι αχρείος, φαύλος: «δεν τον βάλαμε στην παρέα μας, γιατί είναι άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης»·
- άνθρωπος χαμηλών τόνων, που συμπεριφέρεται ή συνδιαλέγεται ήρεμα, χωρίς να παρουσιάζει εξάρσεις: «γενικά στη ζωή του υπήρξε άνθρωπος χαμηλών τόνων»·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, που είναι σκληρός, άκαρδος: «γνώρισα πολλούς σκληρούς ανθρώπους στη ζωή μου, αλλά τέτοιον άνθρωπο χωρίς καρδιά πρώτη μου φορά γνωρίζω»·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, ο άμυαλος: «πέφτει από γκάφα σε γκάφα, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς μυαλό»·
- άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, που δεν έχει πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: «δεν έχει καμιά ηθική αξία μέσα του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο»·
- άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, που είναι άβουλος, που άγεται και φέρεται από τον καθένα χωρίς μεγάλη δυσκολία: «η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα»·
- άνθρωπος χωρίς συνείδηση, που είναι ασυνείδητος: «ξέχνα πως είσαι φίλος του και μην υπολογίζεις στη βοήθειά του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς συνείδηση»· 
- ανοιχτός άνθρωπος, α. άνθρωπος ευχάριστος, πρόσχαρος, καταδεκτικός: «όλοι τον θέλουν στην παρέα τους, γιατί είναι ανοιχτός άνθρωπος». β. που δημιουργεί με ευκολία νέες παρέες, νέες συναναστροφές: «δεν είναι καθόλου δύσκολος στις παρέες του, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος». γ. που είναι πρόθυμος να συζητήσει και να προβληματιστεί σε καθετί καινούργιο, που είναι ανοιχτόμυαλος, σύγχρονος, μοντέρνος: «δεν είναι καθόλου δογματικός, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος»·
- ανώτερος άνθρωπος, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο και για το λόγο αυτό δεν κρατάει κακίες, δεν έχει μνησικακία: «τον έχουν όλοι σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί είναι ανώτερος άνθρωπος»·
- ατόφιος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, ειλικρινής, ντόμπρος: «υπάρχουν δυστυχώς λίγοι ατόφιοι άνθρωποι σαν και το φίλο σου»·
- βέρος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, αληθινός, ντόμπρος: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι βέρος άνθρωπος και δεν πρόκειται ποτέ να με πουλήσει»·
- βήτα άνθρωπος, που δεν είναι εντάξει, που δεν είναι καθώς πρέπει: «δεν τον θέλουμε στην παρέα μας, γιατί είναι βήτα άνθρωπος». Αναφορά στο εμπόρευμα βήτα διαλογής·
- βρήκες άνθρωπο! αμφισβήτηση στα λόγια κάποιου που μας λέει ότι βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για να του τελειώσει κάποια δουλειά του, ενώ εμείς είμαστε σίγουροι για την ανικανότητα ή την ακαταλληλότητά του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- βρίσκω τον άνθρωπο, α. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια συγκεκριμένη δουλειά, που αδυνατούσα να την τελειώσω: «ήταν πολύ μπερδεμένη δουλειά, αλλά βρήκε τον άνθρωπο για να του την τελειώσει». β. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια παράνομη δουλειά: «αν θέλεις να ξεκάνεις τον τάδε, μπορώ να σου βρω τον άνθρωπο να τακτοποιήσει την υπόθεση»·
- βρίσκω τον άνθρωπό μου, βρίσκω τον ερωτικό μου σύντροφο, το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη μέρα που βρήκε τον άνθρωπό του, δεν πηγαίνει μ’ άλλη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου, προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- βρόμικος άνθρωπος, α. που ζει ή που ενεργεί ανήθικα, πρόστυχα, επιλήψιμα: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος». β. ο απατεώνας: «δε συνεργάζεται κανένας μαζί του, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος»·
- γαμάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι πάρα πολύ ωραίος, πάρα πολύ όμορφος, πάρα πολύ καλός, πάρα πολύ εντάξει: «προχτές γνώρισα ένα πολύ γαμάτο άνθρωπο, που θα τον φέρω να τον γνωρίσει και η παρέα μου»·
- γαμιστερός άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος·
- γαρμπάτος άνθρωπος, που είναι κομψοντυμένος, που ενδιαφέρεται για το κομψό ντύσιμο: «προσέχει πάντα το ντύσιμο του, γιατί είναι γαρμπάτος άνθρωπος»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, α. εκνευρίζομαι πάρα πολύ, παραφρονώ: «όταν του θίξεις την τιμή της αδερφής του, γίνεται άλλος άνθρωπος». β. αλλάζω ριζικά προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «μόλις βλέπει τη μάνα του, γίνεται άλλος άνθρωπος και κάθεται σούζα || μόλις πιει κάτι παραπάνω, γίνεται άλλος άνθρωπος κι αρχίζει τη φασαρία»·
- γίνομαι άνθρωπος (σωστός), α. αποβάλλω τα ελαττώματά μου, διορθώνομαι: «επιτέλους, έγινες άνθρωπος μετά από τόσες συμβουλές»· ευπρεπίζομαι: «μετά το μπάνιο και το ξύρισμα, έβαλε καινούρια ρούχα κι έγινε άνθρωπος σωστός». β. βελτιώνομαι ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έγινε άνθρωπος σωστός». γ. γίνομαι κοινωνικός: «σιγά σιγά ξανοίχτηκε με τις παρέες κι έγινε κι αυτός άνθρωπος». δ. φέρομαι κόσμια: «για γίνε άνθρωπος, γιατί εδώ δεν είναι όπως ήξερες στους δρόμους»·
- γκαγκάν άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι εύθυμος, ευχάριστος, καθώς πρέπει: «έναν τέτοιο γκαγκάν άνθρωπο, τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας»·
- γκανιάν άνθρωπος, που μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί, που μπορεί να ποντάρει επάνω του, που πρέπει να τον θεωρεί σίγουρο ως προς τη συμπεριφορά του: «σε τέτοιο γκανιάν άνθρωπο, μπορείς να εμπιστευτείς άφοβα τον πόνο σου». Από την ορολογία του ιπποδρόμου, όπου το γκανιάν άλογο είναι αυτό που τερματίζει πρώτο στην κούρσα·
- γκαραντί άνθρωπος, που είναι σίγουρος, σταθερός στις σχέσεις του, που κρατάει το λόγο του, που είναι εγγυημένος ως προς το χαρακτήρα του: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, γιατί είναι γκαραντί άνθρωπος». Αναφορά στην εγγύηση που δίνει η κατασκευάστρια εταιρία σε αυτόν που αγοράζει το προϊόν της·
- γλυκανάλατος άνθρωπος, που δεν είναι ευχάριστος, που είναι ανούσιος, σαχλός: «πώς να βάλεις τέτοιον γλυκανάλατο άνθρωπο στην παρέα σου!»·
- γλυκός άνθρωπος, που είναι τρυφερός, αγαπητός, αξιαγάπητος, χαριτωμένος: «είναι τόσο γλυκός άνθρωπος, που δεν μπορείς να του αρνηθείς τίποτα»·
- γουστόζικος άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός: «τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας, γιατί είναι γουστόζικος άνθρωπος και περνάμε ωραία μαζί του»·
- δε βλέπω άνθρωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «κάνει τόσο κρύο, που δε βλέπεις άνθρωπο στους δρόμους»·
- δε βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δε βλέπω άνθρωπο·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. λ. μάτι·
- δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, με τις πράξεις του ή τη συμπεριφορά του ξεσηκώνει, σκανδαλίζει, βάζει σε πειρασμό τους άλλους: «αποφασίσαμε για ένα διάστημα να σταματήσουμε τις βραδινές εξόδους μας και ν’ ασχοληθούμε με τις οικογένειές μας, όμως, αυτός ο αφιλότιμος, δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, γιατί κάθε βράδυ, μας παρασέρνει  και πηγαίνουμε στα μπουζούκια || δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει αυτή η γυναίκα, γιατί κυκλοφορεί πάντα μ’ ένα πολύ προκλητικό ντύσιμο»·
- δεν είμαι άνθρωπος εγώ; ή δεν είμαι άνθρωπος κι εγώ; ή δεν είμαστε άνθρωποι εμείς; ή δεν είμαστε άνθρωποι κι εμείς; βλ. φρ. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; (Λαϊκό τραγούδι: γιατί να γεννηθώ φτωχός παράπονο με πιάνει, δεν είμαι άνθρωπος εγώ, μάνα δε μ’ έχει κάνει;). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι άνθρωπος να… ή δεν είναι άνθρωπος που…, δε συνηθίζει, δεν είναι του χαρακτήρα του να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που δηλώνει το ρήμα: «δεν είναι άνθρωπος να χολοσκάει με τον ξένο πόνο || δεν είναι άνθρωπος που αρνιέται τη βοήθειά του || δεν είναι άνθρωπος που μπορεί να πει ψέματα»·
- δεν είναι καθαρός άνθρωπος, είναι μπλεγμένος σε ύποπτες, σε παράνομες υποθέσεις, είναι απατεώνας: «μην του δείχνεις εμπιστοσύνη, γιατί δεν είναι καθαρός άνθρωπος»·
- δεν έχω δει ανθρώπου πρόσωπο, δεν είδα απολύτως κανέναν: «εδώ και μια βδομάδα κλείστηκε στο σπίτι και δεν έχει δει ανθρώπου πρόσωπο»·
- δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, δεν έχω κανένα πρόβλημα, καμιά διένεξη, καμιά διαφορά με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, γιατί να μη του μιλάω; || αυτός είναι που σε κατηγόρησε; -Όχι, δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. δεν έχω τίποτα εναντίον (κάποιου), λ. τίποτα·
- δεν πατάει άνθρωπος, στον χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος δεν παρατηρείται εμπορική κίνηση, γενικά, δεν παρατηρείται κίνηση, δεν πηγαίνει κανένας: «άνοιξε ένα ωραίο μπαράκι στη γειτονιά μου, αλλά, επειδή είναι απόμερο, δεν πατάει άνθρωπος || το χειμώνα με τα κρύα η παραλία είναι έρημη, γιατί δεν πατάει άνθρωπος»·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, δεν μπορεί να το σκεφτεί, να το συλλάβει ή να το κατανοήσει: «έχει τέτοιες δυνατότητες σήμερα η τεχνολογία, που δεν το φτάνει ανθρώπου νους»·
- δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, βλ. λ. σόι·
- δεν υπάρχει άνθρωπος, δεν υπάρχει κανένας, επικρατεί ερημιά: «και να φωνάξω δε θα μ’ ακούσει κανένας, αφού δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ όλη την περιοχή»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι (ενν. για να δει αυτά που κάνεις και αν είναι καλά, να σε υποστηρίξει ή, αν είναι κακά, να σε συμβουλέψει): «δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει πως με λίγη βοήθεια θα πάει μπροστά αυτό το παιδί; || δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει τις βλακείες που κάνει αυτός ο άνθρωπος και να τον συμβουλέψει;»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δεν υπάρχει άνθρωπος·
- διαβολεμένος άνθρωπος, βλ. λ. διαβολάνθρωπος·
- δικαιώματα του ανθρώπου, βλ. φρ. ανθρώπινα δικαιώματα, βλ. λ. ανθρώπινος·
- διφορούμενος άνθρωπος, που δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά αν είναι καλός ή κακός·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, βλ. λ. Θεός·
- έγινε άνθρωπος! ειρωνική αμφισβήτηση για την αλλαγή προς το καλύτερο ή για την οικονομική βελτίωση κάποιου που μας αναφέρει κάποιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και κλείνει με το τώρα κι αυτός: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έγινε το καλύτερο παιδί. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος, σαν να μην ξέρουμε πως ξενοκοιμάται! || σώθηκε απ’ τη μέρα που κέρδισε στο τζόκερ. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος τώρα κι αυτός, σαν να μην ξέρουμε πως δεν έχει σκοπό να ξεχρεώσει τα χρέη του!»·
- έγινε ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. έγινε το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;), α. έκφραση με την οποία εκφράζει κάποιος το παράπονό του για την απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του: «γιατί, ρε παιδιά, δε με παίρνετε κι εμένα μαζί σας, εγώ άνθρωπος δεν είμαι;». β.έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ, ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω να τα σπάσω κι εγώ στα μπουζούκια, εγώ δεν είμαι άνθρωπος;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δηλαδή. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; ή εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. λ. νους·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, βλ. λ. μυαλό·
- είναι ανάποδος άνθρωπος, έχει κακό χαρακτήρα, είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε μαζί του, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος και θα σου δημιουργήσει προβλήματα»·
- είναι άνθρωποί μου, είναι δικοί μου, υποτακτικοί μου, μπράβοι μου, βρίσκονται στη δούλεψή μου: «αφού ήξερες πως είναι άνθρωποί μου, γιατί δεν τους άφησες να περάσουν;»·
- είναι άνθρωπος, είναι σωστός, καλός, καλοπροαίρετος, έχει ψυχικά χαρίσματα: «όσο για το φίλο σου, μάλιστα, αυτός είναι άνθρωπος»·
- είναι άνθρωπος κακής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος σπαθί, βλ. λ. σπαθί·
- είναι άνθρωπος της κατάστασης, είναι άνθρωπος που πρόσκειται ή που είναι έμπιστος της κυβέρνησης ή κάποιας άλλης εξουσίας: «αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, ν’ απευθυνθείς στον τάδε, που είναι άνθρωπος της κατάστασης»·
- είναι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, αν και έχει όλον τον καιρό μπροστά του για να τελειώσει ή να διεκπεραιώσει μια δουλειά ή μια υπόθεση, συνηθίζει να ενεργοποιείται έντονα λίγο πριν εκπνεύσει η διορία που είχε, και προφταίνει να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει: «ως γνωστό, οι Έλληνες είναι άνθρωποι της τελευταίας στιγμής κι εκεί που φαίνεται πως θα εκτεθούν, στο τέλος τα δίνουν όλα και βγαίνουν ασπροπρόσωποι, όπως έγινε και με την Ολυμπιάδα»·  
- είναι άνθρωπος του και πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του σπιτιού, ανήκει στο συγγενικό περιβάλλον, είναι συγγενής, οικείος: «έρχεται και μ’ επισκέπτεται οποιαδήποτε ώρα, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. άνθρωπος του σπιτιού·
- είναι άνθρωπος του συμφέροντος, είναι συμφεροντολόγος: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος του συμφέροντος και θα προσπαθήσει να σε ρίξει»·
- είναι άνθρωπος του τάδε, α. πρόσκειται στον τάδε ή κατευθύνεται από τον τάδε: «είναι άνθρωπος του διευθυντή». β. είναι υποτακτικός του τάδε, είναι μπράβος του, βρίσκεται στη δούλεψή του: «απ’ ό,τι ξέρω, είναι άνθρωπος του λεσχιάρχη»·
- είναι άνθρωπος των καταστάσεων, δεν έχει πολιτική ιδεολογία και πηγαίνει πάντοτε με το κόμμα που καταλαμβάνει την εξουσία: «δεν πολυενδιαφέρεται για τα πολιτικά, γιατί είναι άνθρωπος των καταστάσεων»·
- είναι άρρωστος ο άνθρωπος! βλ. λ. άρρωστος·
- είναι δικός μας άνθρωπος, α. ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς ή στο ίδιο σινάφι με το δικό μας, ιδίως παράνομο: «μίλα αβέρτα, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος». β. είναι του στενού μας περιβάλλοντος: «δεν πρέπει να ξεχάσουμε να προσκαλέσουμε και τον τάδε, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος»·
- είναι δικός μου άνθρωπος, α. είναι άνθρωπος του συγγενικού μου περιβάλλοντος: «από εδώ ο φίλος μου κι από δω να σε γνωρίσω τον τάδε, που είναι δικός μου άνθρωπος». β. είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης μου, της δούλεψής μου, υποτακτικός μου, μπράβος μου, της συμμορίας μου: «όσοι είναι δικοί μου άνθρωποι, ορκίζονται στ’ όνομά μου»·
- είναι δύσκολος άνθρωπος, είναι στρυφνός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος: «δεν μπορείς να τον ανεχτείς για πολύ καιρό, γιατί είναι δύσκολος άνθρωπος»·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι να φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- είναι ο άνθρωπός μας, είναι αυτός που υποπτευόμαστε, αυτός που θεωρούμε ύποπτο: «έχω την εντύπωση πως εκείνος που περπατάει με το κεφάλι κατεβασμένο, είναι ο άνθρωπός μας». Ο πλ., γιατί υποτίθεται πως παρακολουθείται από την αστυνομία ή από την Ασφάλεια· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μου·
- είναι ο άνθρωπός μου, α. είναι ο (η) σύζυγός μου, ο ερωμένος μου, ο γκόμενός μου, η ερωμένη μου, η γκόμενά μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατί ’ναι βλέπεις ο άνθρωπός μου). β. είναι ο κατάλληλος, ο ιδανικός για να φέρει σε πέρας μια δουλειά, ιδίως παράνομη: «έχω την εντύπωση πως ο τάδε είναι ο άνθρωπος μου για να μου περάσει τα λαθραία απ’ το τελωνείο»· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μας·
- είναι ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. είναι το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, βλ. λ. Θεός·
- εσύ δεν είσαι άνθρωπος, απαξιωτική έκφραση σε βάρος κάποιου ανθρώπου χωρίς αισθήματα: «έκανα τα πάντα να σε βοηθήσω, αλλά εσύ δεν είσαι άνθρωπος να καταλάβεις τις θυσίες του άλλου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ δεν είσαι άνθρωπος τον πόνο μου να νιώσεις, μια μέρα δεν ξημέρωσε χωρίς να με πληγώσεις
- έχει τους ανθρώπους του, έχει τους πληροφοριοδότες του: «ό,τι και να κάνει ο ανταγωνιστής του το μαθαίνει αμέσως, γιατί έχει τους ανθρώπους του»· 
- έχω τον άνθρωπο, βλ. φρ. έχω τον κατάλληλο άνθρωπο, λ. κατάλληλος·
- ζω σαν άνθρωπος, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- ζωντανός άνθρωπος, που είναι πολύ ενεργητικός, που ζει τη ζωή του με γλέντια και διασκεδάσεις: «να καλέσεις και τον τάδε στο πάρτι σου, γιατί είναι ζωντανός άνθρωπος και θα μας δώσει κέφι»·
- η κοινή των ανθρώπων μοίρα, ο θάνατος: «όλοι μας κάποτε υποκύπτουμε στην κοινή των ανθρώπων μοίρα». Συνών. το κοινό χρέος / το μοιραίο·
- θα φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- θα φταρνίζεται ο άνθρωπος! έκφραση που λέγεται, όταν σε μια συζήτηση αναφέρεται εκ παραδρομής συχνά πυκνά το όνομα κάποιου που είναι απών·
- ίσιος άνθρωπος, ο ευθύς στο χαρακτήρα, ο ειλικρινής, ο ντόμπρος: «όλοι τον εκτιμούν, γιατί είναι ίσιος άνθρωπος»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- καλέ μου άνθρωπε! α. προσφώνηση με παρακλητική διάθεση σε άτομο του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά: «καλέ μου άνθρωπε, μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, τι ώρα έχεις;». β. προσφώνηση σε άτομο με προτρεπτική ή απολογητική διάθεση, ιδίως σε περιπτώσεις που προσπαθούμε να επαναφέρουμε μια έντονη συζήτηση σε ήπιο κλίμα: «μη φωνάζεις, καλέ μου άνθρωπε, γιατί με τις φωνές δε θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε || καλέ μου άνθρωπε, αυτό που είπα το είπα μόνο και μόνο για το καλό σου». Από την αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Θανάση Βέγγου· 
- κλειστός άνθρωπος, που δεν είναι εκδηλωτικός, που είναι κλεισμένος στον εαυτό του, που είναι εσωστρεφής: «δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις τι νιώθει ή τι σκέφτεται, γιατί είναι κλειστός άνθρωπος»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μαλακός άνθρωπος, που είναι ήπιος, πράος: «δεν τον έχω δει ποτέ ν’ αγριεύει, γιατί είναι μαλακός άνθρωπος»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! μια εντελώς φαλλοκρατική αντιμετώπιση της γυναίκας από τον άντρα, αλλά και υποτιμητική στάση του προς τους παθητικούς ομοφυλόφιλους: «δεν κουβεντιάζω ποτέ σοβαρά θέματα με τη γυναίκα μου, γιατί με άνθρωπο που γαμάς, τι κουβέντα να κάνεις!»·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με λάθος άνθρωπο έμπλεξες ή με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή έμπλεξες με λάθος άνθρωπο ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. λ. λάθος·
- μετρημένος άνθρωπος, που είναι συνετός: «είναι μετρημένος άνθρωπος και όλοι ζητούν τη συμβουλή του»·
- μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος, βλ. λ. πήχη·
- μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας  πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, βλ. λ. πορδή·
- μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος, βλ. λ. σταλιά·
- μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, βλ. λ. φορά·
- μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος, βλ. λ. φτυσιά·
- μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος, βλ. λ. φυσηξιά·
- μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος, βλ. λ. χαψιά·
- μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος, βλ. λ. μερίδα·
- μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μισός άνθρωπος, α. ο ανάπηρος: «έπεσε θύμα τροχαίου κι έμεινε μισός άνθρωπος». β. ο μικροκαμωμένος, η μισή μερίδα: «μισός άνθρωπος, ο αφιλότιμος, και θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα!»·
- μοναχικός άνθρωπος, βλ. συνηθέστ. μοναχικός τύπος, λ. τύπος·
- μπόσικος άνθρωπος, ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος: «μη συμβουλεύεσαι τον τάδε, γιατί είναι μπόσικος άνθρωπος και δεν πρέπει να δίνεις βάση στα λόγια του»·
- μυστήριος άνθρωπος, που συμπεριφέρεται περίεργα, παράξενα, ακατανόητα: «είναι μυστήριος άνθρωπος, γι’ αυτό δεν έχει πολλές συμπάθειες μέσα στη γειτονιά»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, είδος κατάρας με την έννοια να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια δυσκολίες και προβλήματα·
- νοικοκύρης άνθρωπος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- νορμάλ άνθρωπος, α. που ζει φυσιολογικά σε μια σειρά και τάξη, που δεν έχει εξάρσεις στη ζωή του: «επειδή είναι γυναίκα που θέλει να κάνει οικογένεια, παντρεύτηκε ένα νορμάλ άνθρωπο». β. (και για τα δυο φύλα) που δεν έχει σεξουαλικές διαστροφές: «δεν παίρνει μέρος στις παρτούζες των φίλων του, γιατί είναι νορμάλ άνθρωπος»·
- ντόμπρος άνθρωπος, που είναι ευθύς, ειλικρινής, ίσιος: «επειδή είναι ντόμπρος άνθρωπος, λέει πάντα την αλήθεια»·
- … ο άνθρωπος! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον που έπαθε κάτι κακό: «βρε, τι κακό που έπαθε στα καλά καθούμενα ο άνθρωπος! || τι να σου κάνει ο άνθρωπος μ’ όλ’ αυτά τα βάσανα που έχει περάσει!»·
- ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, χαρακτηρίζει άτομα απλά, συνηθισμένα, ανώνυμα, άτομα που συναντάει κανείς καθημερινά στη ζωή του: «δεν το περίμενε ποτέ κανείς από έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας να εναντιωθεί με τόσο θάρρος σε κοτζάμ υπουργό». Πρβλ.: μ’ αυτό το εισιτήριο που πάω να ταξιδέψω στη διπλανή σας πόρτα πιο ράκος θα επιστρέψω (Λαϊκό τραγούδι). Από το ότι, συνήθως, οι επώνυμοι και οι σπουδαίοι ζουν απομακρυσμένοι και απρόσιτοι·
- ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, λέγεται με έμφαση γι’ αυτόν που αφήνει τις υποχρεώσεις του να σωρεύονται και βιάζεται να τις εκπληρώσει την τελευταία στιγμή: «ο Έλληνας χαρακτηρίζεται ως ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής»·
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, βλ. λ. κατάλληλος·
- ο μέσος άνθρωπος, αυτός που στα πλαίσια μιας κοινωνίας συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας: «ο μέσος άνθρωπος στην Ελλάδα δεν έχει και πολύ καλή σχέση με το βιβλίο»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οικογενειάρχης άνθρωπος, βλ. λ. οικογενειάρχης·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου! βλ. λ. μυαλό·
- παστρικός άνθρωπος, α. που είναι καθαρός, νοικοκυρεμένος, αγνός, τίμιος: «είναι παστρικός άνθρωπος κι όλες του τις δουλειές τις κάνει με μεγάλη προσοχή και με το σταυρό στο χέρι». β. (ειρωνικά) άνθρωπος κακοήθης, φαύλος, παλιάνθρωπος: «έμαθα και για σένα τι παστρικός άνθρωπος που είσαι!»·
- πεζός άνθρωπος, που γενικά δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, ο συνηθισμένος, ο βαρετός: «τον χώρισε, γιατί ήταν πολύ πεζός άνθρωπος κι έπληττε φοβερά μαζί του»·
- πέθανε σαν άνθρωπος, πέθανε αξιοπρεπώς: «πέθανε σαν άνθρωπος ανάμεσα στους γιους και τις νύφες του»·
- περίληψη ανθρώπου, βλ. λ. περίληψη·
- πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, πρέπει να είναι έμφυτο, φυσικό του κάτι για να ενεργεί με τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί: «πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να βοηθάει τους συνανθρώπους του, αλλιώς τους προσπερνάει αδιάφορα». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να κάνει αδικίες μα κι όσοι ζουν με την ψευτιά μαζί τους δεν τα παίρνουν και στη ζωή μας μοναχά οι καλοσύνες μένουν)· βλ. και φρ. πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, λ. μέσα·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, βλ. λ. ψυχή·
- ρηχός άνθρωπος, που δεν έχει αισθήματα, που δεν έχει ψυχική και πνευματική υπόσταση: «πώς μπορεί να νιώσει τον πόνο σου ένας τόσο ρηχός άνθρωπος!»·
- σαν άνθρωποι, όπως αρμόζει, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους, σε πολιτισμένο περιβάλλον: «πέρνα απ’ το σπίτι μου το βράδυ για να μιλήσουμε σαν άνθρωποι»·
- σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημά μας: «μέθυσα μια φορά, σαν άνθρωπος κι εγώ || σαν άνθρωπος κι εγώ παραφέρθηκα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθισε φίλε να σου πω αυτό που έχω πάθει, γιατί σαν άνθρωπος κι εγώ έκανα κάτι λάθη). β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν άνθρωπος κι εγώ ήθελα ένα αυτοκίνητο και για το λόγο αυτό πούλησα μια γκαρσονιερίτσα που είχα, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ·  
- σαν ένας άνθρωπος, όλοι μαζί, ενωμένοι: «όλοι οι εργαζόμενοι σαν ένας άνθρωπος απαίτησαν απ’ την εργοδοσία καλύτερη ποιότητα ζωής»·
- σκληρός άνθρωπος, που δεν έχει αγάπη και καλοσύνη για τους συνανθρώπους του, που δε συμπονεί τους άλλους, που είναι σκληρόκαρδος: «από έναν τόσο σκληρό άνθρωπο σαν κι αυτόν, μην περιμένεις ούτε κατανόηση ούτε βοήθεια»·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό·
- στραβός άνθρωπος, που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να κάνεις λεπτό μαζί του, γιατί είναι στραβός άνθρωπος»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, ο αξιοπρεπής άνθρωπος κρατάει πάντα το λόγο του: «τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, κι αφού σου ’δωσε το λόγο του πως θα σε βοηθήσει, θα το κάνει»·  
- τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, βλ. λ. λάθος·
- τι άνθρωπος είσαι! α. έκφραση δυσφορίας για κάποιον που δε μένει ποτέ ευχαριστημένος: «αμάν πια, όλο φέρε και φέρε, τι άνθρωπος είσαι!». β. έκφραση δυσφορίας για τη σκληρότητα που επιδεικνύει κάποιος: «τι άνθρωπος είσαι, που θέλεις να κλείσεις τον άνθρωπο φυλακή επειδή σου χρωστάει εκατό ευρώ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το Παναγία μου ή το Χριστέ μου ή το Θεέ μου και κλείνει με το ρε·
- τι άνθρωπος κι αυτός! α. λέγεται με θαυμασμό για τα ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα κάποιου. β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τον κακό χαρακτήρα κάποιου ή για τις κακές ή άστοχες ενέργειες του·
- τι είδους άνθρωπος είναι; βλ. λ. είδος·
- τι θες άνθρωπέ μου! επιθετική έκφραση σε άτομο που επιμένει να προσπαθεί να μας πείσει για κάτι ή για να του δώσουμε κάτι, ενώ εμείς δεν έχουμε αυτή τη διάθεση: «τι θες άνθρωπέ μου και με σκας! Αφού σου είπα, πως δεν έχω αυτά τα λεφτά που μου ζητάς»·
- τι κάνει ο άνθρωπος! α. λέγεται με θαυμασμό για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι καλλιεργημένος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι σουρωμένος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άλλος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άνθρωπος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα σπουδαία λόγια που λέει κάποιος: «πω πω, τι λέει ο άνθρωπος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άνθρωπος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι λες άνθρωπέ μου! έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή διαμαρτυρίας σε άτομο, που μας ανακοινώνει κάτι που μας είναι αδύνατο να το πιστέψουμε, ή που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «σ’ έψαχνα για να σου πω πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Τι λες άνθρωπέ μου! Πριν μια ώρα κουβέντιαζα μαζί του! || θα ’ρθω αύριο να μου δώσεις πέντε εκατομμύρια και τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα. -Τι λες άνθρωπέ μου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το είσαι με τα καλά σου(;)· 
- τι λογής άνθρωπος είναι; βλ. λ. λογής·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, έκφραση που δηλώνει τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: «τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα. Χτες το βράδυ γλεντούσαμε παρέα με τον τάδε και το πρωί πήγε από έμφραγμα καραμπινάτο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. συνηθέστ. τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα·  
- τι σόι άνθρωπος είναι, βλ. λ. σόι·
- τι σου είναι ο άνθρωπος! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να πετύχει, να κατορθώσει ο άνθρωπος: «προχώρησε τόσο πολύ η επιστήμη, που μέχρι και οι άντρες, λέει, θα μπορούν να γεννούν παιδιά. -Τι σου είναι ο άνθρωπος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι φτιαξιά άνθρωπος είναι; βλ. λ. φτιαξιά·
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
- το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί, βλ. λ. πρόσωπο·
- τον κάνω άνθρωπο, τον κάνω να αποβάλει τα ελαττώματά του, τον μορφώνω, τον διορθώνω και γενικά τον ευπρεπίζω, τον κάνω να φέρεται κόσμια ως κοινωνικός άνθρωπος: «ήταν πολύ στραβόξυλο, αλλά, αυτή η γυναίκα που τον παντρεύτηκε, μπόρεσε και τον έκανε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σε κάνω άνθρωπο σύντροφό μου στη ζωή μα γι’ αγάπη τόσο όμορφη δεν επλάστηκες εσύ // σπουδάζει γιο μονάκριβο μακριά στη Γερμανία, για να τον κάνει άνθρωπο μέσα στην κοινωνία
- τρώει άνθρωπο! α. είναι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είναι εξοργισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μη του ζητήσεις καμιά χάρη αυτή τη στιγμή, γιατί τρώει άνθρωπο!». β. υπερασπίζεται σθεναρά αυτό που τον ενδιαφέρει απόλυτα: «γι’ αυτόν μπορείς να πεις ό,τι θες, αλλά αν κάνεις να πεις κάτι για τη γυναίκα του, τρώει άνθρωπο!»·
- υπάρχουν άνθρωποι γι’ άνθρωποι ή υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι, υπάρχουν λογής λογής άνθρωποι και άξιοι και ανάξιοι και καλοί και κακοί: «στη ζωή δεν είναι όλοι ίδιοι, γιατί υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι»·
- υπόδειγμα ανθρώπου, βλ. λ. υπόδειγμα·
- υπόλοιπο ανθρώπου, βλ. λ. υπόλοιπο·
- υποψία ανθρώπου, βλ. λ. υποψία·
- φακάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος· βλ. και λ. φακάτος·
- χοντρός άνθρωπος, βλ. λ. χοντράνθρωπος·
- χρυσός άνθρωπος, που είναι πολύ καλός, καλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος: «γνώρισα έναν χρυσό άνθρωπο και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν πεθάνω θα με κλάψουν και θα λένε τι παλικάρι και τι άνθρωπος χρυσός, τώρα πληγώνουν την καρδιά μου και την καίνε και από τις πίκρες έχω μείνει ο μισός
- ώριμος άνθρωπος, που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, στο μέγιστο σημείο της σωματικής, ιδίως της πνευματικής του ανάπτυξης: «τώρα που είναι ώριμος άνθρωπος, μπορεί να παντρευτεί || είναι ώριμος άνθρωπος και μπορεί να κρίνει μόνος του τι πρέπει να κάνει και τι όχι». Αντίθ άγουρος άνθρωπος.

άντρας

άντρας κ. άνδρας, ο, γεν. άντρα κ. άνδρα κ. αντρού, του, πλ. άντρες κ. άνδρες κ. άντρηδες κ. άντρηδοι κ. αντράδες, οι, ουσ. [από την αιτιατ. ἄνδρα του αρχ. ἀνήρ], ο άντρας: «δε θ’ αφήσουμε τις παστρικές να μας κλέψουν τους αντράδες μας || όλοι οι άντρηδοι πρέπει να ξηγιούνται σπαθί». 1. ο άντρας ως το ισχυρότερο φύλο σε σύγκριση με τη γυναίκα: «όταν μιλάει ο άντρας, εσύ θα κάθεσαι προσοχή!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω). 2.ο σύζυγος: «είδα την αδερφή σου με τον άντρα της στην αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: Μαρία με τα κίτρινα, ποιον αγαπάς καλύτερα, τον άντρα σου ή το γείτονα). 3. ο γενναίος, το παλικάρι: «ο τάδε είναι πολύ άντρας και δε φοβάται κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω, και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω). 4. ο καθώς πρέπει, ο κύριος: «είναι πολύ άντρας και συμπεριφέρεται πάντα όμορφα κι ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: στα όπα όπα σ’ είχα και σε ζηλεύανε, να βρούνε τέτοιον άντρα κι άλλες γυρεύανε). 5. ο επιβήτορας, ο γαμιάς: «είναι τόσο άντρας, που δεν άφησε καμιά γυναίκα απήδηχτη στη γειτονιά». 6. ο απλός στρατιώτης, ο οπλίτης: «έχει υπό τις διαταγές του πενήντα άντρες». 7. (στη γλώσσα του στρατού) στον πλ. χωρίς άρθρο και συνήθως στον τύπο άνδρες! προειδοποιητικό επιφώνημα, με το οποίο ο επικεφαλής φέρνει τους στρατιώτες του σε εγρήγορση, για να εκτελέσουν το κυρίως παράγγελμα που θα ακολουθήσει: «άνδρες! Προσοχή!».Υποκορ. αντράκι, το κ. αντρούλης, ο (βλ. λ.). Μεγεθ. αντράκλα, η κ. άντρακλας κ. αντρούκλας, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- αλλάζει άντρες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τους άντρες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- αν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε ή αν είσαι άντρας, έλα να μετρηθούμε, αν τολμάς, αν έχει θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε: «άσε τις φοβέρες και τα λόγια κι αν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε». Πρβλ.: αν είσαι άντρας τσιφλικά έβγα ψηλά στ’ αλώνι να ’χεις και να ’χω ένα γκρα να μετρηθούμε μόνοι (Λαϊκό τραγούδι)· 
- άντρα θέλω, τώρα τον θέλω ή άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, επιθυμία για άμεση ενέργεια, για άμεση πραγματοποίηση: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, άντρα θέλω, τώρα τον θέλω || μη του τάξεις τίποτα, γιατί είναι άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, και θα σου γίνει κολλητσίδα μέχρι να του το δώσεις»·
- άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε μ’ ωφελούν τα βότανα, βλ. λ. γκαστρώνομαι·
- άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε με φελούν τα ξόρκια, βλ. λ. γκαστρώνομαι·
- άντρας δυο μέτρα, ή δυο μέτρα άντρας, άντρας πολύ ψηλός, αλλά συνήθως λέγεται με υποτιμητική διάθεση: «σαν δεν ντρέπεσαι, δυο μέτρα άντρας και να κάνεις τέτοιες βλακείες!». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα πράγματα, κοίτα πράγματα, άντρας δυο μέτρα έβαλες τα κλάματα
- άντρας μ’ εφτά καντάρια αρχίδια, βλ. λ. καντάρι·
- άντρας με κάτι αρχίδια να! βλ. λ. αρχίδι·
- άντρας με καρδιά, άντρας άφοβος, γενναίος: «δε φοβάται κανέναν, γιατί είναι άντρας με καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: τσακιρισμένος μια βραδιά κι ως ήταν άντρας με καρδιά τον βάρεσε η τρέλα και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές ξεσήκωσε τις γειτονιές κι έσπασε δυο μπορντέλα
- άντρας με τα όλα του, έκφραση που θέλει να τονίσει τα χαρίσματα, τα πλεονεκτήματα ενός άντρα (ομορφιά, αθλητικό παράστημα, γενναιότητα, καλά αισθήματα) άσχετα αν είναι πλούσιος ή όχι: «μπορεί να είναι φτωχός, αλλά είναι άντρας με τα όλα του»·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- (βάζει) κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. συνηθέστ. (βάζει) κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες·
- (βάζει) κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. λ. μυλωνάς·
- βρίσκω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) συνδέομαι ερωτικά με έναν άντρα που είναι όπως ακριβώς τον ήθελα, όπως τον ονειρευόμουν: «είναι πάρα πολύ ευτυχισμένη, γιατί βρήκε τον άντρα της ζωής της»·
- βρίσκω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- για κόψε έναν άντρα! α. υποτιμητική έκφραση σε άντρα που διατείνεται πως είναι άφοβος, γενναίος: «για κόψε έναν άντρα που θέλει να τα βάλει μαζί μου!». β. υποτιμητική έκφραση σε άντρα που είναι πολύ κοντός, πολύ αδύνατος, πολύ μικροκαμωμένος: «για κόψε έναν άντρα που, αν φυσήξει αέρας, θα τον πάρει και θα τον σηκώσει!». Συνήθως η φρ. συνοδεύεται και από χειρονομία με το χέρι να δείχνει υποτιμητικά τον άντρα για τον οποίο γίνεται λόγος·
- γνήσιος άντρας, που είναι πρότυπο για την αρσενική συμπεριφορά του και για την εν γένει στάση στη ζωή που χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, μεγαλοσύνη και δίκαια αντιμετώπιση προς συνανθρώπους του: «λίγοι είναι σήμερα σαν κι αυτόν γνήσιοι άντρες»·
- γνωρίζω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- γνωρίζω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- δε γνώρισε άντρα, (για γυναίκες) δεν είχε ερωτικό δεσμό με άντρα, δεν έχει συνουσιαστεί και, κατ’ επέκταση, είναι παρθένα: «έγινε είκοσι πέντε χρονών κοπέλα κι ακόμη δε γνώρισε άντρα»·
- δεν έχει άντρα, (για γυναίκες) είναι ανύπαντρη: «η μόνη απ’ την παρέα μας που δεν έχει άντρα είναι η τάδε»·
- δημόσιος άντρας, αυτός που ασχολείται συστηματικά με τα πολιτικά, με την πολιτική: «ένας δημόσιος άντρας πρέπει να ’ναι άμεμπτος, αλλά πού!»·
- δώσ’ μου, κυρά, τον άντρα σου κι εσύ κράτα τον κόπανο, βλ. λ. κόπανος·
- ενός ανδρός αρχή, βλ. λ. αρχή·
- έχασε τον άντρα της, (για γυναίκες) είναι χήρα: «έχασε τον άντρα της σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα»·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, λέγεται στην περίπτωση που οι σύζυγοι απατούν ο ένας  τον άλλον: «αυτοί το ’χουν λύσει το πρόβλημα της συζυγικής πίστης κι έχουν υιοθετήσει το έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα»· 
- έχω άντρα, (για γυναίκες) είμαι παντρεμένη: «δε μ’ ενδιαφέρει κανένας άντρας, γιατί έχω άντρα». (Λαϊκό τραγούδι: έχει το κορίτσι άντρα παλικάρι ξακουστό, Θοδωράκης το όνομά μου κι όπου λάχει περπατώ
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, ευχή γυναίκας για να πετύχει στο γάμο της, για να βρει καλό σύζυγο: «ένα παρακαλώ πρωί βράδυ το Θεό, η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει»·
- κάνω τον άντρα, α. προσποιούμαι τον γενναίο, τον ατρόμητο: «έκανε τον άντρα σ’ έναν άγνωστο και τις μάζεψε». β. ισχυρίζομαι πως είμαι επιβήτορας, πως είμαι γαμιάς: «αυτός κάνει τον άντρα, αλλά καμιά γυναίκα δε θέλει να πάει μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: καθόσουνα στον καφενέ και έκανες τον άντρα κι η γκόμενά σου τριγυρνά τώρα με άλλον μάγκα
- κλάσαν οι άντρες και βγήκες εσύ, α. υποτιμητική έκφραση σε κάποιον άντρα που διατείνεται πως είναι άφοβος, γενναίος. β. υποτιμητική παρατήρηση σε άντρα που είναι πολύ κοντός, πολύ αδύνατος, πολύ μικροκαμωμένος·
- κοιμάμαι με άντρα, (για γυναίκες) συνουσιάζομαι: «είναι απελευθερωμένη γυναίκα και κοιμάται μ’ όποιον άντρα της κάνει κέφι»· 
- κόρη μου, κατά τον άντρα σου να σειέται η ποδιά σου, βλ. λ. κόρη·
- κόψε άντρα! βλ. φρ. για κόψε έναν άντρα(!)·
- ξαπλώνω με άντρα, (για γυναίκες) βλ. φρ. κοιμάμαι με άντρα·
- ο άντρας θέλει κλάσιμο και η μαγκιά λουστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- ο άντρας του σπιτιού, α. ο σύζυγος, ο νοικοκύρης: «αν είναι μέσα ο άντρας του σπιτιού, θέλω να του πω κάτι». β. ο άντρας (ανεξαρτήτου ηλικίας) ως προστάτης της οικογένειας μετά το χαμό του συζύγου: «τώρα, που πέθανε ο πατέρας σου, εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού»·
- ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας, ο άντρας εκείνος που έχει μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες, διαμορφώνει κακό χαρακτήρα: «επειδή είναι ομορφόπαιδο, δεν πάει να πει πως είναι και καλός, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως, ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας». Από το ότι ένας όμορφος και πετυχημένος εραστής, από τη στιγμή που οι γυναίκες του κάνουν όλα τα χατίρια, αντανακλά αυτό στο χαρακτήρα του, που σταδιακά γίνεται απαιτητικός και αυταρχικός· 
- ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου, λέγεται για τις γυναίκες εκείνες που είναι ειλικρινείς με τους άντρες τους και τους αποδίδουν την κάθε επιτυχία και το κάθε αγαθό που απολαμβάνουν: «εγώ δεν είμαι αυτές τις αχάριστες γυναίκες γιατί εγώ, ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- παίρνω (για) άντρα, (για γυναίκες) παντρεύομαι: «παντρεύεται η κόρη του και παίρνει για άντρα τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε μου δώσει η μάνα σου σπίτι στην Αλεξάντρα, και αυτοκίνητο κλειστό, δε θα με πάρεις άντρα
- πηγαίνω με άντρα, (για γυναίκα) συνουσιάζομαι: «αυτή η ζωντοχήρα έχει πάει μ’ όλους τους άντρες της γειτονιάς»·
- στάθηκε άντρας, βλ. φρ. φάνηκε άντρας·
- της έφαγε τον άντρα, (για γυναίκες) ξελόγιασε τον άντρα κάποιας άλλης γυναίκας και σύναψε μαζί του ερωτική σχέση ή τον παντρεύτηκε: «αυτή που βλέπεις, της έφαγε τον άντρα η καλύτερή της φίλη»·  
- το κρατάει για την τιμή του αντρού της, βλ. λ. τιμή·
- τον άντρα μου θωρούνε κι εμένανε τιμούνε, η γυναίκα που έχει άξιο και πετυχημένο άντρα, υπολογίζεται από το περιβάλλον της: «ας μην ήταν ο άντρας μου εφοπλιστής και σας έλεγα εγώ πώς θα με φέρονταν, γιατί τώρα τον άντρα μου θωρούνε κι εμένανε τιμούνε»·  
- τον άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, βλ. λ. κερατώνω·
- τον κάνω άντρα, (για γυναίκες) είμαι η πρώτη που του μαθαίνω τα μυστικά του έρωτα: «δεν μπορεί να την ξεχάσει αυτή τη γυναίκα, γιατί είναι η πρώτη που τον έκανε άντρα»·
- τον κάνω άντρα μου, (για γυναίκες) τον παντρεύομαι: «μόνο αν θ’ αγαπήσω κάποιον, θα τον κάνω άντρα μου»·
- φάνηκε άντρας, έδειξε ανδρεία, θάρρος ή υπευθυνότητα: «όλοι τους αποδείχτηκαν φοβιτσιάρηδες, γιατί όταν κινδύνεψα, μόνο ο τάδε φάνηκε άντρας || στις δύσκολες στιγμές, όταν οι άλλοι τα είχαν χάσει και δεν ήξεραν τι να κάνουν, ο τάδε φάνηκε άντρας, γιατί μπόρεσε και τους οργάνωσε»·
- φέρθηκε σαν άντρας, βλ. φρ. φάνηκε άντρας· 
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.

αρνί

αρνί, το, ουσ. [<αρχ. ἀρνίον, υποκορ. του ἀρήν], το αρνί. Υποκορ. αρνάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- απ’ του διαβόλου την αυλή μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί, βλ. λ. διάβολος·
- αρνί που βλέπει ο Θεός ο λύκος δεν το τρώει, όποιος έχει την προστασία του Θεού, δε φοβάται τους κακούς·
- αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι (απ’ τη στάνη, απ’ τη στρούγκα, απ’ το μαντρί), το τρώει ο λύκος, όταν απομακρύνεται κάποιος από ένα σύνολο οργανωμένων ανθρώπων, κινδυνεύει να καταστραφεί. Γνωστός εκφοβισμός του Ευάγγ. Αβέρωφ προς τους αμφισβητίες βουλευτές του κόμματος της Ν. Δημοκρατίας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ήδη είχε χάσει την κυβέρνηση·
- αρνί του γάλακτος, βλ. συνηθέστ. αρνάκι του γάλακτος·
- γκαστρωμένο μουνί, ξεροψημένο αρνί, βλ. λ. μουνί·
- έγινε αρνί, βλ. συνηθέστ. έγινε αρνάκι, λ. αρνάκι·
- είναι άκακο αρνί, βλ. συνηθέστ. είναι άκακο αρνάκι, λ. αρνάκι·
- είναι σαν αρνί, βλ. συνηθέστ. είναι σαν αρνάκι, λ. αρνάκι·
- κάθε αρνί απ’ το ποδάρι του κρέμεται, έρχεται κάποτε η στιγμή που ο καθένας υφίσταται τις συνέπειες των πράξεων του: «τώρα κάνε ό,τι θες, αλλά να θυμάσαι πως κάθε αρνί απ’ το ποδάρι του κρέμεται»·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί παρά τ’ αρνί, μεταξύ δυο ζημιών, η μικρότερη είναι προτιμότερη: «έπεσα σ’ ένα βαθύ χαντάκι και τ’ αυτοκίνητό μου έγινε χάλια, αλλά κάλλιο να χάσεις το μαλλί παρά τ’ αρνί, γιατί είχα τύχη και γλίτωσα μόνο με μερικές αμυχές»·
- ...κι ας ψοφήσουν χίλι’ αρνιά, έκφραση με την οποία επιτείνουμε το μέγεθος της αγάπης ή του ενδιαφέροντος που έχουμε για κάποιον ή για κάτι, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα: «ας είναι καλά η γυναικούλα μου κι ας ψοφήσουν χίλι’ αρνιά || ας κάνω εγώ το ταξίδι που θέλω κι ας ψοφήσουν χιλι’ αρνιά»·
- κοιμάται σαν αρνί ή κοιμάται σαν τ’ αρνί, βλ. συνηθέστ. κοιμάται σαν αρνάκι, λ. αρνάκι·
- μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί, υπάρχουν άνθρωποι που είναι μαθημένοι στην κακομεταχείριση και στην εκμετάλλευση και το υπονοούμενο είναι πως, δεν τους κάνει πια καμιά εντύπωση γιατί έχουν συνηθίσει στη δυστυχία τους: «όσο και να μ’ εκμεταλλεύονται τι άλλο θα κάνουν μήπως, ψυχή θα πάρουν; Μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί»·
- με τ’ αρνί είσαι ή με το λύκο; βλ. λ. λύκος·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; λέγεται στην περίπτωση, όταν για κάποια καταστροφή, για κάποια συμφορά αίτιος είναι κάποιος ισχυρός και εμείς από πρόθεση ή από κακή πληροφόρηση αποδίδουμε τις ευθύνες σε κάποιον που είναι αδύναμος: «φταίει το Ιράκ και όχι οι Αμερικάνοι που η τιμή του πετρελαίου πήγε στα ύψη. -Σπουδαία λογική έχεις! Ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό;»· 
- ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει, βλ. λ. λύκος·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, η ανοχή των καλών στους κακούς, έχει επικίνδυνες επιπτώσεις: «από δω και πέρα θα σκληρύνω τη στάση μου, γιατί, όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος»·
- τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά, πρέπει κανείς να ασχολείται με τις δικές του υποθέσεις, τα δικά του προβλήματα και να μην ανακατεύεται με τα ξένα: «με την τακτική που ακολουθεί στη δουλειά του θα καταστραφεί, αλλά τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει αν καεί / δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής·
- το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δε το χωρίζουν, τους καλούς, τους χρήσιμους ανθρώπους, δεν τους διώχνουν από μια ομάδα, δεν τους εξοστρακίζουν από την κοινωνία: «οι καλοί και άξιοι άνθρωποι πρέπει να βοηθιούνται απ’ το κράτους για να διαπρέπουν στον τόπο τους κι όχι να φεύγουν στο εξωτερικό γιατί, το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δε το χωρίζουν»· 
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, ο καλός, ο καλόβολος, ο πράος άνθρωπος δε χάνει ποτέ: «να είσαι καλός και φρόνιμος στη ζωή σου, γιατί πρέπει να ξέρεις, πως το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει»·
- το σκυλί αρνί δε γεννάει, ένας κακός άνθρωπος δεν μπορεί να αφήσει καλούς απογόνους ή να κάνει καλά έργα: «απατεώνας ο πατέρας, απατεώνας έγινε κι ο γιος αφού, το σκυλί αρνί δε γεννάει»·
- τον έκανα αρνί, βλ συνηθέστ. τον έκανα αρνάκι, λ. αρνάκι·
- τον έσφαξε σαν αρνί, λέγεται για σφαγή ανυπεράσπιστου ή αδύναμου ανθρώπου: «πάνω στο μεθύσι του πήρε το μαχαίρι και τον έσφαξε σαν αρνί τον άμοιρο τον γεροντάκο». (Λαϊκό τραγούδι: στη Μαγνησιά που φτάσαμε οι μπέηδες προστάζουν, με τη σειρά μας πέρνουνε και σαν αρνιά μας σφάζουν). Συνών. τον έσφαξε σαν κατσίκι / τον έσφαξε σαν τραγί·
- τρώει έν’ αρνί στην καθισιά, τρώει πάρα πολύ, είναι αχόρταγος, αδηφάγος: «πώς να μη γίνει εκατό κιλά, αφού τρώει έν’ αρνί στην καθισιά!»·
- τρώει του φτωχού τ’ αρνί, βλ. λ. φτωχός.

αρχή

αρχή, η, ουσ. [<αρχ. ἀρχή], η αρχή. 1. η αφετηρία, η έναρξη: «η αρχή της σχολικής περιόδου γίνεται κατά το μήνα Σεπτέμβριο». 2. η εξουσία, η κυβέρνηση: «το τάδε κόμμα βρίσκεται στην αρχή δυο συνεχείς τετραετίες». 3α. στον πλ. οι αρχές, οι εκπρόσωποι της πολιτικής, διοικητικής, εκτελεστικής, αστυνομικής εξουσίας και γενικά οι ανώτεροι αξιωματούχοι: «τη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση παρακολούθησαν οι αρχές του έθνους». (Λαϊκό τραγούδι: με κυνηγάνε μυστικοί, με τις αρχές τα βάζω. Για σένα και τα σίδερα της φυλακής τα σπάζω!). β. οι ηθικοί κανόνες που ρυθμίζουν την εν γένει ζωή και συμπεριφορά ενός ατόμου: «στα χρόνια μας οι νέοι είχαν αρχές και σέβονταν τους ηλικιωμένους». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- ακόμα στην αρχή είμαστε ή είμαστε ακόμα στην αρχή, έκφραση για να τονίσουμε πως θα ακολουθήσουν και άλλες ωραίες ή δύσκολες στιγμές ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: στα γαλανά της νύχτας μάκρη στόμα με στόμα ως την ψυχή. Με τους καημούς δεν βρίσκεις άκρη κι είμαστ’ ακόμα στην αρχή 
- άντε απ’ την αρχή! ή άντε κι απ’ την αρχή! βλ. συνηθέστ. φτου απ’ την αρχή(!)·
- απ’ την αρχή, αμέσως, ευθύς, απ’ την πρώτη στιγμή: «απ’ την αρχή κατάλαβα πως δεν ήταν καλός άνθρωπος»·
- απ’ την αρχή ως το τέλος, α. σε όλη την εξελικτική πορεία μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «απ’ την αρχή ως το τέλος πήγε στραβά η δουλειά || απ’ την αρχή ως το τέλος, μας έλεγε ψέματα»· συνεχώς: «απ’ την αρχή ως το τέλος μιλούσε με το διπλανό του || απ’ την αρχή ως το τέλος γελούσε και μας κορόιδευε»·
- από μιας αρχής, βλ. φρ. απ’ την αρχή·
- αρχή αρχή, ακριβώς από εκεί από όπου αρχίζει κάτι: «στάσου εκεί, αρχή αρχή του κράσπεδου, για να μετρήσω ακριβώς την απόσταση»· βλ. και φρ. στην αρχή·
- αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω, βλ. λ. αρχηγός·
- αρχίζω απ’ την αρχή, βλ. φρ. ξαναρχίζω απ’ την αρχή·
- αρχίζω πάλι απ’ την αρχή, επαναλαμβάνω μια προσπάθειά μου αρχίζοντας από μηδενική βάση: «όταν αποτυχαίνω σε κάποια προσπάθειά μου, ανασκουμπώνομαι κι αρχίζω πάλι απ’ την αρχή»·
- δε βρίσκω ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. φρ. δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος·
- δεν έχει αρχή και τέλος, βλ. φρ. δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος·
- δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος, λέγεται για πράγματα ασυνάρτητα, μπερδεμένα, περίπλοκα: «διαβάζω ένα βιβλίο και δεν μπορώ να βγάλω άκρη, γιατί δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος || δεν αποφασίζω να βάλω μια τάξη στο υπόγειο, γιατί εκεί μέσα δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος»·
- είναι από σπίτι με αρχές, βλ. λ. σπίτι·
- είναι αρχή μου, αποτελεί για μένα θεμελιώδη ηθική αξία: «είναι αρχή μου να μην προδίδω τους φίλους μου»·
- είναι ζήτημα αρχής, πρόκειται για κάτι που το θεωρώ ηθικό και ρυθμίζει την εν γένει συμπεριφορά μου: «για μένα είναι ζήτημα αρχής να μην υπεισέρχομαι στα προσωπικά των άλλων»·
- είναι παλαιών αρχών, εξακολουθεί να είναι προσκολλημένος στα παλιά πρότυπα, έχει σκουριασμένες ιδέες, δεν είναι μοντέρνος, σύγχρονος: «δεν μπορεί να καταλάβει τη νοοτροπία της σύγχρονης γενιάς, γιατί είναι παλαιών αρχών»·
- είναι το τέλος μου και η αρχή (μου), (για πρόσωπα) είναι το παν για μένα: «αυτή η γυναίκα είναι για μένα το τέλος μου και η αρχή». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι το άλφα μου και το ωμέγα μου είσαι το τέλος μου και η αρχή, η κάθε σκέψη μου κι όλα τα έργα μου απ’ την αγάπη σου παίρνουν ψυχή
- ενός ανδρός αρχή, λέγεται στην περίπτωση που η εξουσία ασκείται από ένα μόνο πρόσωπο: «στη δημοκρατία δεν ισχύει το ενός ανδρός αρχή»·
- η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, μια καλή αρχή σε κάποια προσπάθεια ή έργο βάζει τα θεμέλια για την αίσια κατάληξη του·
- (η) αρχή και (το) τέλος, οτιδήποτε έχει τη μεγαλύτερη σημασία για κάτι, το παν, το άλφα και το ωμέγα: «η αρχή και το τέλος της υπόθεσης, αν θέλουμε να πετύχουμε, είναι να δεχθεί να χρηματοδοτήσει τη δουλειά μας ο τάδε»·
- η αρχή του κακού, η αρχική αιτία που οδήγησε κάποιον σε καταστροφή: «η αρχή του κακού για τον ξεπεσμό σου ήταν η στιγμή που άρχισες να παίζεις χαρτιά»·
- η αρχή του τέλους, η πρώτη αιτία μιας καταστροφής που εξελίσσεται ραγδαία: «αυτή η άστοχη κίνηση που έκανες ήταν η αρχή του τέλους για την επιχείρησή σου». (Λαϊκό τραγούδι:  επιτέλους, επιτέλους, έφτασ’ η αρχή του τέλους
- κάθε αρχή και δύσκολη, το πρώτο, το αρχικό στάδιο κάθε προσπάθειας για την επίτευξη ενός σκοπού, είναι και το πιο δύσκολο: «στην αρχή της δουλειάς θα συναντήσουμε διάφορες δυσκολίες, γιατί κάθε αρχή και δύσκολη»·
- καλή αρχή! α. ευχή σε κάποιον που ετοιμάζεται να ξεκινήσει μια δουλειά ή μια υπόθεση να έχει ευνοϊκή αρχή. β. λέγεται και ειρωνικά για κάποιον που, μετά από καιρό, αρχίζει πάλι να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με αρνητικό τρόπο ή για ηλικιωμένο άτομο, που αρχίζει να έχει τα πρώτα προβλήματα υγείας και έχουμε τη σιγουριά πως η κατάστασή του θα επιδεινωθεί: «για ένα διάστημα είχε κόψει το πιοτό, αλλά τον είδα πάλι καθισμένο στο μπαράκι με μια μπουκάλα ουίσκι μπροστά του. -Καλή αρχή! || μόλις βγήκα στη σύνταξη, άρχισαν τα διάφορα πονάκια. -Καλή αρχή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- καλή αρχή και καλό τέλος! ευχή σε κάποιον που ετοιμάζεται να ξεκινήσει μια δουλειά ή μια υπόθεση, να έχει ευνοϊκή αρχή και εύκολο και πετυχημένο τέλος: «αύριο βάζω μπρος την καινούρια μου δουλειά. -Καλή αρχή και καλό τέλος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- κάνω αρχή ή κάνω την αρχή, αρχίζω: «αύριο κάνω αρχή στην καινούρια μου δουλειά || ποιος θα κάνει την αρχή να τραγουδήσει;»·
- κάνω κακή αρχή, αρχίζω άσχημα κάποια προσπάθειά για την επίτευξη ενός σκοπού: «ξεκίνησα με πολλές φιλοδοξίες αυτή τη δουλειά, αλλά έκανα κακή αρχή κι απέτυχα»·
- κάνω καλή αρχή, αρχίζω καλά κάποια προσπάθειά μου για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «αφού έκανε καλή αρχή στη δουλειά του, σίγουρα θα πετύχει, γιατί η αρχή είναι το ήμισυ του παντός»·
- κάνω μια νέα αρχή, επιχειρώ εκ νέου να δημιουργήσω τη ζωή μου: «μετά τη χρεοκοπία του. όλοι οι φίλοι του τον ενισχύουν οικονομικά για να μπορέσει να κάνει μια νέα αρχή»·
- κατ’ αρχάς, αρχικά: «κατ’ αρχάς θέλω να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθειά σου»·
- κατ’ αρχήν, (ιδίως για κείμενο, πρόταση κ.λπ.) στα βασικά του σημεία: «συμφωνώ κατ’ αρχήν μ’ αυτό το νομοσχέδιο, έχω όμως ορισμένες επιφυλάξεις, που πρέπει να συζητηθούν»· βλ. και φρ. κατ’ αρχάς·
- ξαναρχίζω απ’ την αρχή, επαναλαμβάνω μια προσπάθειά μου αρχίζοντας από μηδενική βάση: «έπεσε έξω, αλλά σκέφτεται να ξαναρχίσει απ’ την αρχή». (Τραγούδι: δε θα τη βρεις τη συνταγή για να σωθείς, όσο τα παλιά κι αν τα σκαλίζεις, το ξέρεις πάντα απ’ την αρχή θα ξαναρχίζεις και θα ’σαι πάντα, θα ’σαι πάντα ατζαμής
- πάλι απ’ την αρχή! βλ. φρ. φτου απ’ την αρχή! (Λαϊκό τραγούδι: είχα αράξει όμορφα πριν να βρεθείς μπροστά μου, μα τώρα πάλι απ’ την αρχή ταλαιπωρίες στην ψυχή και ντέρτια στην καρδιά μου
- στην αρχή ή στις αρχές, στο πρώτο διάστημα, στις πρώτες στιγμές, αρχικά: «στην αρχή η μέρα ήταν καλή, αλλά στη συνέχεια χάλασε ο καιρός || στις αρχές νόμισα πως ήταν εύκολη δουλειά, αλλά στη συνέχεια αποδείχτηκε πολύ δύσκολη»·
- φτου, απ’ την αρχή! ή φτου, κι απ’ την αρχή! α. δηλώνει την επανάληψη μιας δουλειάς, ενέργειας ή διαδικασίας, λόγω αποτυχίας της προηγούμενης προσπάθειας ή επειδή μας άρεσε: «αφού χάλασε η δουλειά, φτου κι απ’ την αρχή! || αφού δεν πέρασες στο πανεπιστήμιο, φτου κι απ’ την αρχή πάλι διάβασμα!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ μια τέτοια νύχτα τη λαχτάρισα· φτου, κι απ’ την αρχή, και παίρνω αμπάριζα!). β.λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, μετά από καιρό, αρχίζει πάλι να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με αρνητικό τρόπο: «είχε ορκιστεί πως θα κόψει τα χαρτιά, αλλά φτου κι απ’ την αρχή τον είδα πάλι να μπαίνει στη λέσχη!». Από την εικόνα του ατόμου που ανασκουμπώνεται και φτύνει τις παλάμες του για να αρχίσει μια εργασία.

Αύγουστος

Αύγουστος, ο, ουσ. [<μτγν. Αὔγουστος <λατιν. Augustus], ο μήνας Αύγουστος. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα, βλ. λ. χειμώνας·
- από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεγκούνι, βλ. λ. σεγκούνι·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, από το ότι τον Αύγουστο υπάρχουν πάρα πολλά φρούτα, οι μεγάλες καλοκαιριάτικες ζέστες αρχίζουν να υποχωρούν καθώς εμφανίζονται τα μελτέμια, και το κυριότερο, είναι ότι μεγάλο μέρος των εργαζομένων κάνει χρήση της άδειάς του·
- Αύγουστος άβροχος, μούστος άμετρος, βλ. λ. άβροχος·
- ζήσε Μάη (μου) να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι ή ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι, βλ. λ. τριφύλλι·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- μήτε Μάρτης καλοκαίρι μήτε Αύγουστος χειμώνας, βλ. λ. Μάρτης·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, με δεκαοχτώ βελέντζες, βλ. λ. βελέντζα·
- όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
- τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα.

βαθύς

βαθύς, -ιά, -ύ, επίθ. [<αρχ. βαθύς], βαθύς. 1α. που έχει βάθος: «βαθύς ποταμός || βαθιά θάλασσα || βαθύ πηγάδι». β. που προχωρεί, που εισχωρεί σε βάθος: «ο πλάτανος έχει βαθιές ρίζες». 2. που φτάνει στο ουσιαστικό νόημα των πραγμάτων, που δε μένει στην επιφάνεια, που είναι διεισδυτικός: «ο τάδε είναι βαθύς γνώστης των προβλημάτων της υπαίθρου || δεν καταλαβαίνεις πάντα τι λέει, γιατί τα λόγια του έχουν βαθιά νοήματα». 3. (για έπιπλα) που είναι με τέτοιο τρόπο κατασκευασμένο, ώστε να κάθεται κάποιος πολύ μαλακά και αναπαυτικά, έχοντας παράλληλα την εντύπωση πως, την ώρα που κάθεται, βουλιάζει: «βαθύς καναπές || βαθιά πολυθρόνα». 4. το ουδ. ως ουσ. το βαθύ, ο γκρεμός: «δεν πρέπει να προχωρήσουμε απ’ αυτό το μονοπάτι, γιατί πιο πέρα υπάρχει ένα βαθύ, που είναι απέραστο». Επίρρ. βαθιά, α. σε μεγάλο βάθος: «το μονοπατάκι προχωρούσε βαθιά μέσα στο δάσος». β. σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ, έντονα: «είμαι βαθιά συγκινημένος που με βοήθησες || είμαι βαθιά πικραμένος απ’ την αδιαφορία σου». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αρμενίζω βαθύ ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- αρμενίζω σε βαθιά νερά, βλ. λ. νερό·
- αρμενίζω στα βαθιά (ενν. νερά), (στη γλώσσα της αργκό) καταπιάνομαι με δουλειές που είναι πέρα από τις γνώσεις μου και τις δραστηριότητές μου ή πέρα από τις ικανότητές μου και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αποτύχω: «όσο είχα το μαγαζάκι μου, τα κονομούσα μια χαρά, μόλις όμως άρχισα ν’ αρμενίζω στα βαθιά, είμαι όλο προβλήματα»·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βαθιά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·
- βαθιά μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- βαθιά σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- βαθιά υπόκλιση, βλ. λ. υπόκλιση·
- βαθιά χαράματα, βλ. λ. χαράματα·
- βαθύ κάθισμα, βλ. λ. κάθισμα·
- βαθύ μυστήριο, βλ. λ. μυστήριο·
- βαθύς ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- είναι βαθιά νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- έχει βαθιά μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει βαθύ πάγκο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. πάγκος·
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- κοιμάμαι βαθιά, δεν ξυπνώ εύκολα: «όσο θόρυβο και να κάνεις δεν πρόκειται να ξυπνήσει, γιατί κοιμάται βαθιά»·
- κολυμπώ στα βαθιά, βλ. φρ. αρμενίζω στα βαθιά·
- μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, βλ. λ. σιτάρι·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, (για τάβλι) έκφραση παίχτη που αφήνει ένα πιασμένο αντίπαλο πούλι για να πιάσει ένα άλλο, που βρίσκεται πιο κοντά προς τη μάνα, εννοώντας ότι με αυτό το νέο πιάσιμο, εξασφαλίζει περισσότερο τη νίκη του. Η έκφραση με καθαρά σεξουαλικό υπονοούμενο. Επίσης ακούγεται πολλές φορές και ως ιαχή στα γήπεδα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ, που απευθύνεται προς τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας από τους οπαδούς της ομάδας που κερδίζει με μεγάλη διαφορά στο σκορ. Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με τα δυο τα χέρια να τεντώνονται ψηλά και με σφιγμένες τις γροθιές, να έρχονται με δύναμη στα πλάγια της μέσης από τη μια και την άλλη πλευρά, στο ύψος περίπου των γεννητικών οργάνων, σαν να πιάνει κανείς κάποιον και να του επιβάλει άγρια τη σεξουαλική πράξη·
- παίρνω βαθιά αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- παίρνω βαθιά ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- πάω (στα) βαθιά (ενν. νερά), ξανοίγομαι στη θάλασσα, ιδίως κολυμπώντας: «μην πας βαθιά, γιατί θα πνιγείς»·
- πέφτω στα βαθιά (ενν. νερά), καταπιάνομαι με δουλειές που είναι πέρα από τις γνώσεις μου και τις δραστηριότητές μου ή πέρα από τις ικανότητές μου, και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αποτύχω: «το ’χει μανία να πέφτει στα βαθιά και, όταν την πάθει, χτυπάει το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: και να καταστραφώ εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά μυαλό δεν έχω πια
- σκοτάδι βαθύ, βλ. λ. σκοτάδι·
- στα βαθιά (ενν. νερά), που έχουν μεγάλο βάθος: «δεν κολυμπάει στα βαθιά, γιατί δεν ξέρει καλό κολύμπι»·
- τα ψηλά βουνά έχουν και βαθιές χαράδρες, βλ. λ. βουνό·
- το βαθύ κράτος, βλ. λ. κράτος·
- το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, βλ. λ. ποτάμι·
- τον έχω σε βαθιά εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση.

βάση

βάση, η, ουσ. [<αρχ. βάσις <βαίνω], η βάση. 1. ο καθημερινός τόπος, χώρος συγκέντρωσης των φίλων (καφενείο, λέσχη, ουζερί, παμπ, μπαρ, ζαχαροπλαστείο, πάρκο, πλατεία): «πάω να ρίξω μια ματιά στη βάση μας, μήπως και πετύχω τον τάδε». 2. η θεμελιώδης αρχή πάνω στην οποία στηρίζεται η ύπαρξη ενός συνόλου: «η οικογένεια είναι η βάση της κοινωνίας». 3. το κύριο στοιχείο, συστατικό ενός συνόλου: «η ντομάτα είναι η βάση της σάλτσας || η βάση πολλών γλυκισμάτων είναι η σοκολάτα». 4. το κατώτατο όριο βαθμολογίας που όμως εξασφαλίζει την επιτυχία: «στα χρόνια μας, στο γυμνάσιο η βάση ήταν το 10 και το άριστα το 20, ενώ για το πανεπιστήμιο η βάση είναι το 5 και το άριστα το 10». 5. το σύνολο των μελών ή των ψηφοφόρων ενός κόμματος σε αντιδιαστολή με την ηγεσία του: «η βάση του κόμματος διαφωνεί με την πολιτική που χάραξε η ηγεσία όσον αφορά το συνταξιοδοτικό». 6. στρατιωτική εγκατάσταση: «αεροπορική βάση || η βάση του πυροβολικού». 7. στον πλ. οι βάσεις, α. η κατώτερη βαθμολογία που πρέπει να συγκεντρώσει ο υποψήφιος για να εισαχθεί στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα: «την άλλη βδομάδα το υπουργείο Παιδείας θα ανακοινώσει τις βάσεις της θεωρητικής κατεύθυνσης». β. στρατιωτικές εγκαταστάσεις μεγάλης δύναμης σε άλλη χώρα: «οι Αμερικάνικες βάσεις στη Σούδα της Κρήτης || έξω οι βάσεις του θανάτου (πρώην πασοκικό σύνθημα και μόνιμο αίτημα του Κ.Κ.Ε.)». (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- από μηδενική βάση, (για συνομιλίες) χωρίς να θεωρείται τίποτα δεδομένο, χωρίς να είναι τίποτα αποφασισμένο: «οι δυο πλευρές προσήλθαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αποφασισμένοι να συζητήσουν το θέμα από μηδενική βάση»·
- βάζω βάση, βλ. συνηθέστ. δίνω βάση·
- βάζω τη βάση, (για εκπαιδευτικούς) βαθμολογώ με το κατώτατο όριο επιτυχίας: «έγραψα άσχημα στο διαγώνισμα κι ο καθηγητής μου ’βαλε χαριστικά τη βάση»·
- βάζω τις βάσεις, δημιουργώ τις απαραίτητες πνευματικές ή υλικές προϋποθέσεις για να προχωρήσω με επιτυχία στη ζωή μου: «από τώρα που είσαι μικρός πρέπει να βάλεις τις βάσεις, αν θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου»·
- βάλε βάση, βλ. συνηθέστ. δώσε βάση. (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ κυρ-πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω)·
- γυρίζω στη βάση μου, βλ. φρ. επιστρέφω στη βάση μου·
- (δεν) έχει βάση, (δεν) έχει σχέση με την πραγματικότητα, (δεν) ευσταθεί: «αυτός που λες δεν έχει βάση, γιατί αλλιώς έγιναν τα πράγματα»·
- (δεν) έχω τις βάσεις, α. (δεν) έχω τις απαραίτητες προϋποθέσεις ή ικανότητες να αναλάβω ή να φέρω σε πέρας κάτι: «δεν ξέρω γι’ αυτόν που μου λες, αλλά γι’ αυτόν που σου λέω εγώ έχει τις βάσεις και ν’ αναλάβει και να τελειώσει τη δουλειά». β. (για γνώσεις) (δεν) έχω τη στοιχειώδη μόρφωση: «δεν μπορώ να πω ότι είναι μορφωμένος άνθρωπος, αλλά έχει τις βάσεις»·
- δίνω βάση, α. προσέχω, ακούω προσεκτικά αυτά που μου λένε: «πάντα δίνω βάση, όταν μου μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος από μένα». β. βασίζομαι, υπολογίζω, εμπιστεύομαι κάποιον: «μόνο σ’ αυτόν τον άνθρωπο δίνω βάση μέσα στην αγορά, γιατί ξέρει και κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: ο κόσμος όλος σε κατακρίνει κανείς δε σου ’χει εμπιστοσύνη, μα εγώ σε σένα έδωσα βάση και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει)·
- δίνω βάση στα λόγια του, τα εμπιστεύομαι, τα υπολογίζω, επαναπαύομαι σε αυτά που μου λέει: «είναι ντόμπρος άνθρωπος, γι’ αυτό δίνω πάντα βάση στα λόγια του»·
- δίνω τη βάση, (για εκπαιδευτικούς) βαθμολογώ, ιδίως χατιρικά με το κατώτατο όριο επιτυχίας: «δεν έγραψε καλά στο διαγώνισμα, αλλά, επειδή ήταν το τελευταίο μάθημα που είχε, του ’δωσα τη βάση»·
- δώσε βάση, α. πρόσεξε, άκουσε προσεκτικά. (Λαϊκό τραγούδι: όταν παίζει το μπουζούκι, δώσε βάση στην πενιά). β. βασίσου, υπολόγισε, εμπιστεύσου το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «μην εμπιστεύεσαι κανέναν, αλλά σ’ αυτόν τον άνθρωπο δώσε βάση»·
- επί εικοσιτετραώρου βάσεως, βλ. φρ. σε εικοσιτετράωρη βάση·
- επί μονίμου βάσεως, μόνιμα, σταθερά: «δουλεύει στο τάδε εργοστάσιο επί μονίμου βάσεως»·
- επιστρέφω στη βάση μου, α. επιστρέφω, ιδίως στο σπίτι μου: «δε θέλει να ξενοκοιμάται και κάθε βράδυ επιστρέφει στη βάση του». β. επιστρέφω στο μόνιμο τόπο διαμονής μου, στην πόλη μου, στην πατρίδα μου: «ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία στην επαρχία, επέστρεψε πάλι στη βάση του || αφού ταλαιπωρήθηκε για χρόνια στην ξενιτιά, επέστρεψε στη βάση του». γ. πεθαίνω, με την έννοια ότι επιστρέφω στο χώμα από το οποίο σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση είμαι πλασμένος: «όλοι μας αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουμε στη βάση μας». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισε ο Χάρος να καλεί τώρα την κλάση μου χτες βράδυ χάσαμε το φίλο μας τον Τάσο. Ήρθ’ ο καιρός να επιστρέψω για τη βάση μου κι απ’ τον αγώνα της ζωής να ξαποστάσω
- έχω γερές βάσεις, κατέχω τα κατάλληλα πνευματικά ή υλικά εφόδια για να προχωρήσω και να πετύχω στη ζωή μου: «μερίμνησε ο πατέρας μου για μένα κι έτσι έχω γερές βάσεις για να συνεχίσω το έργο του»·
- έχω καλές βάσεις, έχω καλή ανατροφή: «μεγάλωσε μέσα σε μια σωστή οικογένεια κι έχει καλές βάσεις»·
- κατά βάση, κυρίως, βασικά, στα κύρια σημεία: «αν είναι τα πράγματα έτσι όπως μου τα λες, δε βλέπω να διαφωνούμε, γιατί κατά βάση συμπίπτουν οι απόψεις μας»· βλ. και φρ. στη βάση·
- παίρνω τη βάση, (για σπουδαστές), βαθμολογούμαι με την κατώτατη βαθμολογία, που όμως μου εξασφαλίζει την επιτυχία: «δεν έγραψα καλά στις εξετάσεις, αλλά ευτυχώς πήρα τη βάση και πέρασα τη χρονιά»·
- πιάνω τη βάση, (για σπουδαστές) βλ. φρ. παίρνω τη βάση·
- σε εικοσιτετράωρη βάση, σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου: «το εργοστάσιο δουλεύει σε εικοσιτετράωρη βάση»·
- σε μόνιμη βάση, βλ. φρ. επί μονίμου βάσεως·
- στη βάση (+ γεν.), έχοντας ως προϋπόθεση: «όλες οι κρατικές υπηρεσίες θα πρέπει να λειτουργούν στη βάση της εξυπηρέτησης των Ελλήνων πολιτών»·
- στη βάση του, στο κύριο, στο βασικό μέρος, βασικά: «θα μπορούσα να πω πως στη βάση του το επιχείρημά σου είναι σωστό»· βλ. και φρ. κατά βάση.

βελέντζα

βελέντζα, η, ουσ. [<τουρκ. velençe <βλάχ. venlentza]. 1. χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό σε διάφορα χρώματα, που το χρησιμοποιούμε ως κλινοσκέπασμα: «το χωριό μου βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο, γι’ αυτό ακόμη και καλοκαιριάτικα βράδια σκεπαζόμαστε με βελέντζες». 2. (στη γλώσσα της αργκό) η σύζυγος και γενικά η γυναίκα: «αν δεν έχω βελέντζα μαζί μου, δεν πάω πουθενά». Από την εικόνα του άντρα που χρησιμοποιεί τη βελέντζα για να ζεσταθεί, όπως κάνει πολλές φορές και με τη γυναίκα·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, με δεκαοχτώ βελέντζες, είδος κατάρας με την έννοια να αρρωστήσεις από ελονοσία και να κρυώνεις, να τρέμεις, να τουρτουρίζεις από τους πυρετούς, τις θέρμες της ελονοσίας.

βλακεία

βλακεία, η, ουσ. [<αρχ. βλακεία]. 1. η ιδιότητα του βλάκα: «η βλακεία του δεν περιγράφεται! || μήπως περίμενες να ενεργήσει σωστά με τη βλακεία που έχει;». 2. συνήθως στον πλ. οι βλακείες,  πράξεις, ενέργειες ή λόγια ανόητα, χαζά: «μα τι βλακείες είναι αυτές!»·
- αν ήταν η βλακεία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, ειρωνική ή επιτιμητική έκφραση με την οποία συγχωρούμε κάποιον, επειδή λόγω μειωμένης νοημοσύνης δεν έχει συναίσθηση των πράξεών του: «ό,τι και να σου πω, ρε παιδάκι μου, δε θα μπορέσεις να καταλάβεις το κακό που μου ’χεις κάνει, γι’ αυτό απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας»·
- βλακεία που τον δέρνει! ή τον δέρνει μια βλακεία! είναι πολύ βλάκας: «με τη βλακεία που τον δέρνει πώς θέλεις να προκόψει στη ζωή του;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι βλακεία(!)·
- βλακεία το ανάγνωσμα ή βλακείες το ανάγνωσμα, βλ. λ. ανάγνωσμα·
- είναι καλός μέχρι βλακείας, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι τόσο καλό, που το εκμεταλλεύονται όλοι: «είπαμε να ’ναι καλός ο άνθρωπος, αλλά αυτός το παράκανε, ρε παιδάκι μου, γιατί είναι καλός μέχρι βλακείας!»·
- κάνω βλακεία ή κάνω βλακείες, κάνω ανοησία, ανοησίες: «πάψε να κάνεις βλακείες, γιατί δε σε αντέχω άλλο»·
- κάνω τη βλακεία, (ιδ. για άντρα) παντρεύομαι: «επειδή σε πήραν τα χρόνια, σε συμβουλεύω να κάνεις κι εσύ τη βλακεία, γιατί σε λίγο δε θα σε θέλει καμιά γυναίκα»·
- λέω βλακεία ή λέω βλακείες, λέω ανοησία, ανοησίες: «πάψε να λες βλακείες, γιατί θα σε βγάλω έξω»·
- πήρε όσκαρ βλακείας, βλ. λ. όσκαρ·
- φόρος βλακείας, βλ. λ. φόρος.

γαμπρός

γαμπρός, ο, ουσ. [<αρχ. γαμβρός], ο γαμπρός. 1α. αυτός που κατά τις εξόδους του, ιδίως τις νυχτερινές, φροντίζει πάρα πολύ την εμφάνισή του: «κάθε φορά που βγαίνει για διασκέδαση, είναι σαν γαμπρός».β. στον πλ. οι γαμπροί, (ειρωνικά) οι καλοντυμένοι νεαροί, που πηγαίνουν στα μπαρ ή στα μπουζουκτσίδικα και επιδιώκουν να συνάψουν ερωτικές σχέσεις με τις μπαργούμεν ή τις τραγουδίστριες: «απ’ τη μέρα που έφερε εκείνες τις Γεωργιανές, γέμισε το μπαρ του από γαμπρούς». 2. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι, ιδίως να προβεί σε κάποια αγορά: «αν εξακολουθείς να θέλεις να πουλήσεις το διαμέρισμά σου, σου ’χω έτοιμο γαμπρό». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- από γενιά να ’ν’ ο γαμπρός και να ’ναι φημισμένος, λέγεται στην περίπτωση που επιδιώκουμε τον καλύτερο συνδυασμό για το άτομο που θέλουμε να πάρουμε στη δούλεψή μας: «όποιον παίρνει στη δουλειά του, τον περνάει από κόσκινο, γιατί, σύμφωνα με την τακτική του, από γενιά να ’ν’ ο γαμπρός και να ’ναι φημισμένος»·
- για το γαμπρό κι ο κόκορας γεννά αβγό, δηλώνει πως για το χατίρι του γαμπρού, ιδίως όταν βρίσκεται στο στάδιο του αρραβώνα, όλα γίνονται, κάθε επιθυμία του πραγματοποιείται από τα πεθερικά του: «απ’ τη μέρα που αρραβωνιάστηκε την κόρη τους, τον έχουν στα όπα όπα, γιατί για το γαμπρό κι ο κόκορας γεννά αβγό»·
- ήρθε (πήγε) σαν γαμπρός, ήρθε (πήγε) ντυμένος πολύ επίσημα: «τον προσκάλεσα στο πάρτι μου κι ήρθε σαν γαμπρός || τον έστειλα στο σπίτι της κουνιάδας μου και πήγε σαν γαμπρός»·
- και γαμπρός! ευχή σε ανύπαντρο άντρα που είχε μια σπουδαία επιτυχία να τη συμπληρώσει ή να την ολοκληρώσει και με έναν γάμο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε ή το του χρόνου ή άιντε και του χρόνου ή άντε και του χρόνου·
- καλορίζικος ο γαμπρός! ευχή που δίνεται στους οικείους της νύφης·
- καμαρώνει σαν γαμπρός, νιώθει πολύ περήφανος, πολύ ικανοποιημένος και το δείχνει με την έκφρασή του: «κάθε φορά που στέκεται δίπλα στον αρχηγό του κόμματος, καμαρώνει σαν γαμπρός»·
- ντύνομαι γαμπρός, παντρεύομαι: «ήμουν τρία χρόνια αρραβωνιασμένος μαζί της και την Κυριακή ντύνομαι γαμπρός». (Λαϊκό τραγούδι: εργένης είναι κι ο Χριστός κορόιδο δεν επιάστηκε, ούτε που ντύθηκε γαμπρός ούτε π’ αρραβωνιάστηκε
- ντύνομαι σαν γαμπρός, ντύνομαι πολύ επίσημα, φορώ τα καλά μου: «κάθε φορά που πηγαίνω στα μπουζούκια, ντύνομαι σαν γαμπρός». (Λαϊκό τραγούδι: όταν θα φύγεις και κλείσεις την πόρτα, θ’ ανάψω τα φώτα, θα ντυθώ γαμπρός κι από δω και μπρος…
- ντύνουν το γαμπρό, τον βοηθούν να ντυθεί με το επίσημο κουστούμι του γάμου του: «μέσα στο δωμάτιο είναι οι φίλοι και ντύνουν το γαμπρό»·
- όλη η βρομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, βλ. λ. νύφη·
- όρσε γαμπρέ κουφέτα! ειρωνική ή υβριστική επιφωνηματική έκφραση, για να δηλώσουμε την έντονη αντίρρησή μας στα λόγια ή στην επιθυμία κάποιου, και  συνοδεύεται από μούντζα ή συνοδεύει τη μούντζα: «όρσε γαμπρέ κουφέτα, που έγιναν τα πράγματα έτσι όπως μας τα λες! || όρσε γαμπρέ κουφέτα, που θα σ’ αφήσω να περάσεις πρώτος!». Συνήθως, για περισσότερη έμφαση, η μούντζα δίνεται και με τα δυο χέρια με τη μια παλάμη να έρχεται και να χτυπάει με δύναμη πάνω στην εξωτερική επιφάνεια της άλλης παλάμης. Πολλές φορές, αντί της φρ. παρατηρείται μόνο η χειρονομία·
- ούτε γαμπρός να ντυνόσουν! έκφραση αγανάκτησης σε άντρα που καθυστερεί πολύ, προσέχοντας το ντύσιμό του, και μας έχει αναγκάζει να τον περιμένουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αναφορά στην προετοιμασία του γαμπρού πριν από την τελετή του γάμου·
- ούτε γαμπρός να στολιζόσουν! βλ. φρ. ούτε γαμπρός να ντυνόσουν(!)·
- ποιος παινάει το γαμπρό; Η κλανιάρα η πεθερά, ο έπαινος σε συγγενικό πρόσωπο είναι πολλές φορές χωρίς αξία: «να παίνευε κάποιος άλλος το γιο του, θα τον πίστευα αλλά, γι’ αυτόν θα πω: ποιος παινάει το γαμπρό; Η κλανιάρα η πεθερά»·
- πολύφερνος γαμπρός, άντρας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου, για τον οποίο, λόγω της ομορφιάς του ή του πλούτου του, εκδηλώνουν το ενδιαφέρον να τον παντρευτούν πολλές ανάλογες γυναίκες: «απ’ τη μέρα που άρχισε να κάνει κοσμική ζωή, είναι απ’ τους πιο πολύφερνους γαμπρούς, γιατί και πολύ ομορφόπαιδο είναι και το εργοστάσιο του πατέρα του θα κληρονομήσει»·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό, α. προειδοποιητική έκφραση, που λέγεται με ελαφρά ειρωνικό ή απειλητικό τόνο σε κάποιον που ενεργεί απερίσκεπτα ή επιπόλαια, και έχει την έννοια ότι θα εμφανιστούν αργότερα τα κακά επακόλουθα των ενεργειών του: «τώρα δε μ’ ακούς και κάνεις του κεφαλιού σου, αλλά θα ’ρθει η μέρα που θα το μετανιώσεις, γιατί στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό || μην παραγγέλνεις πολλά και ακριβά πράγματα, γιατί στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό». β. προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, που άρχισε μια δουλειά, να μην ξεθαρρέψει που στα πρώτα στάδιά της του φαίνεται εύκολη, γιατί οι δυσκολίες της θα φανούν αργότερα: «έχε το νου σου στη δουλειά και μην ξεθαρρεύεις που άρχισε εύκολα, γιατί στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό».  Συνών. πίσω είναι τα φίδια με τις ουρές / πίσω έχει η αχλάδα την ουρά·
- στολίζομαι σαν γαμπρός, βλ. φρ. ντύνομαι σαν γαμπρός·
- στολίζουν το γαμπρό, βλ. συνηθέστ. ντύνουν το γαμπρό·
- το χαρτί και το μελάνι τον καλό γαμπρό τον κάνει, ο μορφωμένος άντρας είναι γαμπρός περιζήτητος: «τώρα που είσαι σε ηλικία γάμου, κόρη μου, να μη βλέπεις την ομορφιά στον άντρα και να θυμάσαι πως το χαρτί και το μελάνι τον καλό γαμπρό τον κάνει»·
- χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται, τίποτε δε μπορεί να πετύχει κανείς, αν δεν υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις: «για να ξεκινήσει η δουλειά, χρειάζονται λεφτά, γιατί χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται».

γείτονας

γείτονας, ο, γεν. γείτονα κ. γειτόνου, του, πλ. γείτονες κ. γειτόνοι, οι,  θηλ. γειτόνισσα, η, ουσ. [<μσν. γείτονας <αρχ. γείτων]. 1. αυτός που κατοικεί στην ίδια γειτονιά με έναν άλλον: «είμαστε γειτόνοι απ’ τα παιδικά μας χρόνια». (Λαϊκό τραγούδι: Μαρία με τα κίτρινα ποιον αγαπάς καλύτερα, τον άντρα σου ή το γείτονα // τους γειτόνους ερωτώ: πούν’ η αγάπη μ’ π’ αγαπώ; είναι μέσα και κοιμάται κι εσένανε θυμάται). 2. στον πλ. οι γείτονες, ο γειτονικός λαός: «οι Έλληνες θέλουν να ζήσουν ειρηνικά με τους γείτονές τους». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, προϋπόθεση για μια ήσυχη και ευχάριστη διαμονή σε ένα καινούριο σπίτι είναι η καλή γειτονιά, ο καλός γείτονας: «θέλει ν’ αγοράσει ένα διαμέρισμα για την κόρη που παντρεύεται κι έχει τρελαθεί στο ψάξιμο, γιατί, άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα»·
- ο γείτονας! ειρωνική απάντηση σε συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο, όταν χτυπάμε την πόρτα του σπιτιού του και ρωτάει, πριν ακόμη ανοίξει την πόρτα, ποιος είναι; Λέγεται με την έννοια ποιος θέλεις να είναι; ή ποιος μπορεί να είναι; Συνών. ο γαλατάς! / ο Λέλος ο γιατρός! / ο Μιμίκος ο γιατρός! / ο παπάς της ενορίας(!)·
- ο κακός ο χρόνος φεύγει, ο κακός ο γείτονας δε φεύγει, δηλώνει πως ο κακός ο γείτονας είναι μεγάλη πληγή: «πρόσεχε πού θέλεις ν’ αγοράσεις σπίτι, γιατί ο κακός ο χρόνος φεύγει, ο κακός ο γείτονας δε φεύγει»·  
- ο καλός ο γείτονας είναι κι απ’ τον αδελφό σου πιο καλός, πολλές φορές ο γείτονας, επειδή βρίσκεται κοντά μας, δίπλα μας, είναι πιο χρήσιμος και από τους πιο στενούς συγγενείς μας: «εγώ είμαι πολύ τυχερός που έχω καλό γείτονα, γιατί ο καλός γείτονας είναι κι απ’ τον αδελφό πιο καλός»·
- ποιον να ρωτήσω, το γείτονα; έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιο άτομο που το ρωτάμε να μας πληροφορήσει για τα όσα κακά διαδραματίστηκαν μέσα σε ένα χώρο κατά την απουσία μας, επειδή γνωρίζουμε πως είναι γνώστης της κατάστασης και μας απαντάει με το γιατί ρωτάς εμένα; Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ τότε·
- ποιος φταίει, ο γείτονας; έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιο άτομο που του καταλογίζουμε την ευθύνη για κάτι κακό που έγινε και αντιδράει με το δε φταίω εγώ. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ τότε·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, βλ. λ. Θεός·
- σε ποιον να το ρίξω, στο γείτονα; έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιο άτομο που του καταλογίζουμε την ευθύνη για κάτι κακό που έγινε και αντιδράει με το γιατί το ρίχνεις σε μένα; Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ τότε·
- της γειτόνισσας τ’ αβγά είναι πάντα πιο μεγάλα, βλ. λ. αβγό·
- του γείτονα, ειρωνική απάντηση σε οικείο πρόσωπο, που μας ρωτάει ποιανού είναι κάτι, από τη στιγμή που είναι ολοφάνερο πως είναι δικό μας·
- του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, βλ. λ. ρούχο·

γεράματα

γεράματα, τα, ουσ. [<μτγν. γηράματα, πλ του ουσ. γήραμα <γηρῶ <γηράσκω], η γεροντική ηλικία, τα γηρατειά. (Τραγούδι: μέσα στους δρόμους να κυλιόμαστε με γεια μας με χαρά μας, να ’χουμε κάτι να θυμόμαστε για τα γεράματά μας
- βαθιά γεράματα, προχωρημένη ηλικία: «πέθανε σε βαθιά γεράματα»·
- καλά γεράματα! α. ευχή σε νιόπαντρο ζευγάρι για σταθερή, μόνιμη και αδιατάρακτη συμβίωση. Συνών. καλά στερνά! (α) / στεριωμένα! (ενν. τα στέφανα του γάμου) / στεριωμένοι! β. ευχή σε κάποιον να ζήσει ευτυχισμένα και ανώδυνα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. γ. έκφραση με την οποία δυσανασχετούμε ή δείχνουμε τη δυσαρέσκειά μας, επειδή θα μας δοθεί κάτι πάρα πολύ αργά: «αν μου το δώσεις τότε που μου λες, καλά γεράματα!». δ. (ειρωνικά) τώρα που το κατάλαβες, τώρα που το αντιλήφθηκες, χάθηκε η ευκαιρία: «ήρθα για τη δουλειά που έγραφαν οι μικρές αγγελίες. -Τώρα που ήρθες, καλά γεράματα, γιατί τη δουλειά την πήρε άλλος!»·
- καλά νιάτα, κακά γεράματα, τα συνεχή γλέντια και ξενύχτια, οι συνεχείς διασκεδάσεις που κάνει κανείς, όταν είναι νέος, θα έχουν βλαβερές συνέπειες στην υγεία του, όταν θα γεράσει·   
- με τσάκισαν τα γεράματα, με κατέβαλαν, με εξουθένωσαν: «κάποτε ήμουν όμορφος κι ωραίος, αλλά τώρα με τσάκισαν τα γεράματα»·
- τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα, όλα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους, στον καιρό τους, στην κατάλληλη στιγμή ή ηλικία. Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι.

Γιάννης

Γιάννης, ο, κύρ. όν. [<Ιωάννης], ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα όχι μόνο στην ελληνική αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου // γεια σου Γιάννη τι χαμπάρια, γιατί είσαι λυπημένος (Λαϊκό τραγούδι).Υποκορ. Γιαννάκης, ο. (Τραγούδι: νοσταλγώ το μικρό το αμαξάκι τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως και θυμάμαι τις κυρίες του Γιαννάκη και τον έρωτα που ήτανε κρυφός). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «αν κάνουμε αυτή τη δουλειά, θα τρελαθούμε στα λεφτά και θ’ αγοράσω ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε || δεν αγοράζω αυτοκίνητο, γιατί μπορεί να τρακάρω και να σκοτωθώ. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε». Η φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη (βλ. Τάκη Ναστούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 39). Συνών. το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μον’ η Μαριώ το Γιάννη, λέγεται για κείνους τους γονείς που επαινούν υπερβολικά τα παιδιά τους: «όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, δεν κάνει άλλο απ’ το παινεύει το γιο του. -Άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη»·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «ποτέ σου δε με βοήθησες και να πιάσει τόπο η βοήθειά σου, γιατί μια ζωή, αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις». Συνών. αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο·   
- γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, έκφραση, που δηλώνει τέλεια έλλειψη συνεννόησης (αφού παίρνουμε απάντηση άσχετη με αυτό που ρωτάμε): «εγώ τον ρωτούσα για το πώς πάει η δουλειά κι αυτός μου ’λεγε τι ρούχα θα φορέσει το βράδυ στο χορό. -Γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω»·
- Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει, βλ. συνηθέστ. χαιρέτα μας τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει, λ. πλάτανος·
- Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω, από το ότι ο Γιάννης, όπως και ο Γιώργος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, είναι συνήθως καλό παιδί. Βέβαια, πολλές φορές, αλλάζουμε το όνομα και χρησιμοποιούμε το όνομα που μας ενδιαφέρει·
- Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι, (γενικά) δεν υπάρχει καμιά περίπτωση εξέλιξής του λόγω της ελαττωμένης του νοημοσύνης: «όσο και να το βοηθήσεις αυτό το παιδί, Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι»·
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που επιδιώκει να είναι ο κύριος ωφελημένος από κάποια δουλειά ή ενέργειά του και, κατ’ επέκταση, ο ατομιστής, ο φιλοτομαριστής: «είναι πολιτικός μηχανικός ο τύπος, κάνει και τον εργολάβο και, όπως έχουν τα πράγματα, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Η φράση προέρχεται από μια εθνοσυνέλευση στο αρχαίο θέατρο του Άργους, στην οποία ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τα είχε κανονίσει όλα προς όφελός του. Συνών. ο καθένας για (την) πάρτη του / ο καθένας για τον εαυτό του. β. τα έχουν κανονίσει με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα κέρδη ή οφέλη να μένουν σε στενό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο: «έχει μια δουλίτσα με τη γυναίκα του, έβαλε τώρα συνεταίρους και τα παιδιά του που μεγάλωσαν κι όπως καταλαβαίνεις, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει»·
- Γιάννης πήγε Γιάννης γύρισε (ήρθε) ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε (ήρθε), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την παραμικρή πρόοδο ή εξέλιξη σε μια δουλειά ή υπόθεση που του αναθέσαμε: «τον έστειλα μέχρι την τράπεζα να διακανονίσει τις δόσεις για ένα δάνειο που πήρα, αλλά Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε»·
- έχει κι ο Γιάννης καΐκι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που καμαρώνει ένα ασήμαντο απόκτημά του ή το επιδεικνύει για πολύ σπουδαίο: «παιδιά, αγόρασα αυτοκίνητο. -Έχει κι ο Γιάννης καΐκι»·
- καλημέρα Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, βλ. φρ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει ή να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει, λέγεται για κείνον που, ενώ πρώτα θεληματικά ή άθελα μας κάνει κάποιο κακό, προθυμοποιείται εκ των υστέρων να επανορθώσει: «εντάξει, ρε φίλε, τι φωνάζεις; Ό,τι ζημιά σου ’κανα θα στην αποκαταστήσω. -Να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει»·
- ο Γιάννης που περπατάει, (χάριν αστεϊσμού) το ουίσκι Johnnie Walker: «όση ώρα σε περίμενα, ήπια ένα Γιάννη που περπατάει || βάλε μου να πιω, σε παρακαλώ, ένα Γιάννη που περπατάει»·
- όχι Γιάννης, Γιαννάκης, λέγεται με ειρωνική διάθεση για πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους ουσιώδη διαφορά: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, απλά είπα πως πρέπει να τον προσέχουμε. -΄Όχι Γιάννης, Γιαννάκης». Συνών. δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ·
- πίσω Γιάννη τα καράβια, λέγεται ειρωνικά γι’ αυτόν που αρχίζει να λέει ή να υποστηρίζει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως: «επέμενε να τιμωρηθεί ο ένοχος, αλλά, μόλις αποκαλύφθηκε πως ήταν ο φίλος του, πίσω Γιάννη τα καράβια»·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. φρ. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, α. λέγεται ειρωνικά για φιλάσθενο άτομο: «τι κάνει ο παππούς σου; -Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί». β. λέγεται ειρωνικά για κείνον που πάντα βρίσκει μια δικαιολογία για να αποφύγει κάποια δουλειά, που θέλουμε να του αναθέσουμε: «γιατί δεν έστειλες τον τάδε να ετοιμάσει την παραγγελία; -Γιατί, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί»·
- σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, λέγεται ειρωνικά σε κείνον που ονομάζεται Γιάννης, και το υπονοούμενο είναι πως είναι ελαφρόμυαλος, πως μειονεκτεί πνευματικά και για το λόγο αυτό πέφτει συνεχώς σε γκάφες ή συνεχώς τον κοροϊδεύουν, τον ξεγελούν, τον εξαπατούν. Ίσως από το ότι το όνομα Γιάννης είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα. Πρβλ.: βρε Γιάννη, τον Σωτήρη να τονε σέβεσαι κι απ’ τους σαράντα πέντε δε μοιάζει σ’ ένανε (Λαϊκό τραγούδι)·
- σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, έκφραση με την οποία πιστοποιείται το πόσο συνηθισμένο είναι αυτό το όνομα στην Ελλάδα·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, λέγεται στην περίπτωση που αγαπάμε τα καλά, ιδίως τα χρήματα, ορισμένων ανθρώπων αλλά τους ίδιους τους αντιπαθούμε ή στην περίπτωση που το μόνο που μας νοιάζει από έναν άνθρωπο είναι το κέρδος που θα βγάλουμε, το όφελος που θα έχουμε από τη συναναστροφή μας μαζί του αλλά τον ίσιο δεν τον εκτιμούμε, δεν τον θέλουμε για συντροφιά, για παρέα: «όταν έχεις ανάγκη αμάν βοήθα, κι όταν είσαι μια χαρά ούτε μας χαιρετάς, γιατί κι εσύ σαν τους άλλους έγινες, τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε»·
- τι Γιάννης τι Γιαννάκης; βλ. φρ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. συνηθέστ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, λέγεται στην περίπτωση που οι δυσκολίες της ζωής σε ένα άτομο έχουν γίνει πια καθημερινό φαινόμενο·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, α. λέγεται στην περίπτωση που δυο άτομα βρίσκονται σε έχθρα ή σε αντιπαλότητα και, ωστόσο, δεν προβαίνει κανείς σε κάποια δυναμική ενέργεια εναντίον του άλλου γιατί, ο καθένας από την πλευρά του, υπολογίζει σοβαρά τη δύναμη ή την ικανότητα του αντιπάλου του: «είναι καιρό που βρίσκονται στα μαχαίρια, αλλά κάθονται στ’ αβγά τους, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη». β. λέγεται επίσης στην περίπτωση ισορροπίας τρόμου: «οι δυο υπερδυνάμεις δεν τολμούν να συγκρουστούν, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη».

γινάτι

γινάτι κ. ινάτι, το, ουσ. [<τουρκ. inat]. 1. η ανένδοτη ή παράλογη εμμονή σε μια γνώμη ή ενέργεια, η ισχυρογνωμοσύνη, το πείσμα: «το γινάτι δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν». 2. στον πλ. τα γινάτια, τα καμώματα, τα νάζια. (Λαϊκό τραγούδι: δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια, δεν ποθώ τα ολόγλυκά σου μάτια). Συνών. πείσμα. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αμάν το γινάτι σου! ή αμάν αυτό το γινάτι σου! έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για το πείσμα κάποιου, που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια: «αμάν αυτό το γινάτι σου! Ξέχνα, επιτέλους, αυτό που είπα, αφού σου ζήτησα χίλιες φορές συγνώμη!»·
-από γινάτι, βλ. φρ. για (το) γινάτι·
- ας είν’ καλά το γινάτι του! έκφραση που δηλώνει πως θα ξεπεράσουμε τη δυσκολία που έχουμε, παρόλο που αρνείται πεισματικά να μας βοηθήσει το άτομο από το οποίο ζητάμε βοήθεια, ή και, αν δεν την ξεπεράσουμε, το μόνο που θα κερδίσει το άτομο αυτό θα είναι η επαλήθευση της μνησικακίας του·
- βάζω γινάτι, βλ. φρ. το βάζω γινάτι·
- βαστώ γινάτι, βλ. φρ. κρατώ γινάτι·
- γαϊδουρινό γινάτι, βλ. συνηθέστ. γαϊδουρινό πείσμα, λ. πείσμα·
- για (το) γινάτι, μόνο και μόνο επειδή πεισμώσαμε, μόνο και μόνο από εγωιστική επιμονή, από ισχυρογνωμοσύνη: «επειδή δε δεχτήκατε να πάμε εκεί που πρότεινα, για γινάτι κι εγώ δε θα ’ρθω μαζί σας». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- έχει γινάτι, είναι πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα, γιατί έχει γινάτι αυτός ο άνθρωπος»·
- κάνω γινάτια, κάνω πείσματα, καμώματα, νάζια: «αφού ξέρω πως μ’ αγαπάς, γιατί κάνεις γινάτια;». (Λαϊκό τραγούδι: γινάτια μη μου κάνεις μη θες να με πεθάνεις, βρε χήρα δε λυπάσαι κακιά πανάθεμά σε;
- κρατώ γινάτι, διατηρώ, τρέφω μνησικακία για κάποιον: «μην του πας πολύ κόντρα και τον εκνευρίσεις, γιατί κρατάει γινάτι και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί του»·
- με γινάτι, με ανένδοτη ή παράλογη επιμονή σε μια γνώμη ή ενέργεια: «άρχισε να δουλεύει με γινάτι τη δουλειά για να την παραδώσει μέσα στις προθεσμίες που είχε  υποσχεθεί». (Λαϊκό τραγούδι: τηνε διώχνω με γινάτι και την άλλη μέρα νάτη, έρχεται με ποντικάκια και μου κάνει κορδελάκια
- με πιάνει το γινάτι, γίνομαι ισχυρογνώμων, επιμένω σε κάτι από αντίδραση, πεισμώνω: «όταν με πιάνει το γινάτι, μην προσπαθείς να μ’ αλλάξεις γνώμη, γιατί δε θα καταφέρεις τίποτα»·
- το βάζω γινάτι, πεισμώνω: «όταν το βάλει γινάτι, δε λέει να βάλει μπουκιά στο στόμα του». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου μου φτάνει για κρεβάτι, αφού την πόρτα σου την άφησες κλειστή. Θα μείνω έξω, μια που το ’βαλες γινάτι κι από το κρύο η καρδιά μου θα σβηστεί)·
- το βάζω γινάτι να…, αποφασίζω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι οπωσδήποτε: «το ’βαλε γινάτι να πάρει φέτος το πτυχίο του»·
- το γινάτι βγάζει μάτι, η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει αυτόν που την έχει: «πάψε να πηγαίνεις κόντρα σε αυτόν τον άνθρωπο, γιατί το γινάτι βγάζει μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε σου μάθαν όμως κάτι, το γινάτι βγάζει μάτι
- τον βάζω γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι·
- τον έχω γινάτι, θέλω, επιδιώκω να του κάνω κακό, τον εχθρεύομαι: «τον έχω τέτοιο γινάτι απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, που, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον λιώσω»·
- του βαστώ γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι·
- του κρατώ γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι.

γιος

γιος, ο, ουσ. [<αρχ. υἱός], ο γιος. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα, όσο και να αγαπήσει κανείς το γαμπρό του ή τη νύφη του, δε θα μπορέσει ποτέ να τους αγαπήσει όσο και το παιδί του: «θα ήταν ψέμα αν υποστήριζα πως δεν αγαπώ το γαμπρό μου, όμως γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα»·
- είναι γιος του πατέρα του, έχει πάρει όλα τα προσόντα ή όλα τα ελαττώματα του πατέρα του, είναι ολόιδιος ο πατέρας του: «δείχνει πως θα γίνει κι αυτός μεγάλος και τρανός, αφού είναι γιος του πατέρα του || πώς να μη γίνει χαρτοπαίχτης αυτό το παιδί, αφού είναι γιος του πατέρα του»·
- είναι μάνας γιος, βλ. λ. μάνα·
- είναι πουτάνας γιος, βλ. λ. πουτάνα·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. φρ. καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα(!)·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! α. έκφραση θαυμασμού για άτομο που έχει συνέχεια επιτυχίες στη δουλειά και στη ζωή του γενικά: «καλά, ποιος είσαι, ρε παιδάκι μου, ο γιος του πάρ’ τα όλα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το είσαι. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που επιδιώκει να καρπωθεί όλα τα κέρδη ή όλες τις επιτυχίες από μια δουλειά ή από μια υπόθεση, και βέβαια εμείς δεν είμαστε διατεθειμένοι να το αφήσουμε να πραγματοποιήσει το σκοπό του. Αναφορά στο τυχερό παιχνίδι πάρ’ τα όλα·
- κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και νοικοκύρη, βλ. λ. μάνα·
- ο γιος του Αιόλου, βλ. συνηθέστ. ο γιος του ανέμου·
- ο γιος του ανέμου, χαρακτηρισμός αθλητή ταχύτητας δρόμου, ιδίως μικρών αποστάσεων, που είναι ταχύτατος: «ο Έλληνας σπρίντερ των διακοσίων μέτρων Κώστας Κεντέρης, που έκανε την εμφάνισή του στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2000 στο Σίδνεϊ, χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ο γιος του ανέμου»·
- πάει από πατέρα σε γιο ή πάει απ’ τον πατέρα στο γιο, βλ. λ. πατέρας·
- περνάει από πατέρα σε γιο ή περνάει απ’ τον πατέρα στο γιο, βλ. λ. πατέρας·
- πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου! α. επίκληση απελπισίας στη μητέρα μας, όταν βρισκόμαστε σε δεινή θέση. (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, βρε παλιοκόριτσο, με πήρες στο λαιμό σου. Πού είσαι, μάνα μου, να ιδείς το γιος σου!). β. λέγεται και για τον εντελώς αντίθετο λόγο: «ε ρε, δόξες και μεγαλεία! Πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου!»· βλ. και φρ. πού είσαι μάνα να με δεις! λ. μάνα·  
- πουτάνας γιος, βλ. λ. πουτάνα·
- σε παντρεύω γιε μου και κρίμα στα κουφέτα, βλ. λ. κουφέτο·
- της γερακίνας γιος, βλ. λ. γερακίνα.

γλώσσα

γλώσσα, η, ουσ. [<αρχ. γλῶσσα], η γλώσσα. 1. η αυθάδεια, η αθυροστομία, η φλυαρία: «για δες γλώσσα ο πιτσιρικάς, χωρίς καμιά ντροπή!». 2. η γνώση μιας ξένης γλώσσας: «θέλεις να πας στη Γαλλία αλλά δε μου είπες· σκαμπάζεις τίποτα από γλώσσα;». (Εβραίικο τραγούδι: τέσσερις γλώσσες μιλώ, τους πουλάω παραμύθια χίλια δυο και τους γίνομαι τσιμπούρι να τους πάρω το μασούρι). 3. οποιοδήποτε μέσο βοηθάει στη συνεννόηση: «η γλώσσα του κορμιού || η γλώσσα των κωφαλάλων αποτελείται από διάφορες εκφραστικές χειρονομίες, που γίνονται με τα δάχτυλα, με τα χέρια». 4. ειδικό κομμάτι δέρματος που ξεκινάει από το εσωτερικό του παπουτσιού και καλύπτει το κουντεπιέ του ποδιού. 5. είδος ψαριού: «για να νιώσεις τη μεγάλη νοστιμιά της γλώσσας πρέπει να τη φας τηγανητή». Υποκορ. γλωσσίτσα κ. γλωσσούλα, η (βλ. λ.) και γλωσσάκι, το. (Ακολουθούν 150 φρ.)·
- αγοραία γλώσσα, η χυδαία, η πρόστυχη γλώσσα, που χρησιμοποιείται με ευκολία από τους λαϊκούς ανθρώπους, από τους ανθρώπους της πιάτσας: «από μικρός μεγάλωσε στους δρόμους και χρησιμοποιεί τόσο αγοραία γλώσσα, που σε κάνει να κοκκινίζεις όταν τον ακούς να μιλάει»·
- ακονίζω τη γλώσσα μου, προετοιμάζομαι να μιλήσω για πολλή ώρα, ιδίως σε έντονο, σε οξύτατο τόνο: «μέχρι να ’ρθει η σειρά ν’ ανεβώ στο βήμα, ακόνιζα τη γλώσσα μου, γιατί έπρεπε να τους τα πω μια και καλή»·
- αμάν αυτή η γλώσσα σου! βλ. φρ. αμάν αυτό το στόμα σου! λ. στόμα·
- αμολάω τη γλώσσα μου, α. λέω απροκάλυπτα αυτά που ξέρω, ιδίως όχι αρεστά για κάποιον: «κοίτα μην αμολήσω τη γλώσσα μου, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας!». β. ομολογώ, προδίδω: «τη στιγμή που είχαμε πιστέψει πως τη γλιτώσαμε, αμόλησε τη γλώσσα του ο τάδε και μας έκαψε»·
- από γλώσσα, παπούτσι, χαρακτηρίζει άτομο που μιλάει σκληρά, επιθετικά, υβριστικά: «είναι καλό παιδί, αλλά από γλώσσα, παπούτσι». Από παρομοίωση της γλώσσας με τη σόλα του παπουτσιού·
- από γλώσσα τι κάνεις; ή από γλώσσα πώς πας; ή από γλώσσα πώς τα πας; μιλάς κάποια ξένη γλώσσα ή τη γλώσσα για την οποία γίνεται λόγος(;): «λέω να σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία, αλλά δε μου είπες, από γλώσσα πώς πας;»·
- βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου, βλ. λ. χαλινάρι·
- βαστώ τη γλώσσα μου, δε μιλώ, δεν προδίδω κάποιο μυστικό ή κάτι που ξέρω και που ενοχοποιεί κάποιον: «παρ’ όλα τα λεφτά που του ’δωσε ο τάδε, για να του πει τι είχαμε κουβεντιάσει, βάσταξε τη γλώσσα του και δεν του είπε τίποτα || παρόλο το ξύλο που του ’δωσαν στην Ασφάλεια, βάσταξε τη γλώσσα του και δε μας αποκάλυψε»·
- βγάζω γλώσσα, αυθαδιάζω, αντιμιλώ: «μη βγάζεις γλώσσα σε μένα, γιατί έχεις τα μισά μου χρόνια!». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να κάνεις πια σε μένα την καμπόσα, κάθισε φρόνιμα και μη μου βγάζεις γλώσσα
- βγάζω γλώσσα ένα πήχη ή βγάζω γλώσσα μια πήχη, βλ. φρ. βγάζω γλώσσα μια πιθαμή·
- βγάζω γλώσσα μια πιθαμή, αντιμιλώ, αυθαδιάζω πάρα πολύ: «πρόσεχε πώς του μιλάς, γιατί με το παραμικρό βγάζει γλώσσα μια πιθαμή»·
- βρήκαμε κοινή γλώσσα, υπήρξε αλληλοκατανόηση μεταξύ μας, συμπέσανε οι γνώμες μας, οι απόψεις μας, συνεννοηθήκαμε: «η συζήτηση με τον τάδε υπήρξε ευχάριστη κι εποικοδομητική, γιατί βρήκαμε κοινή γλώσσα»·
- γάνιασε η γλώσσα μου, κουράστηκα, ταλαιπωρήθηκα μιλώντας ασταμάτητα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «γάνιασε η γλώσσα μου να σε συμβουλεύω, όμως μυαλό δεν μπόρεσα να σου βάλω». Από το ότι, όταν κάποιος μιλάει πολύ, η γλώσσα του πιάνει ένα λευκό επίχρισμα, που παρομοιάζεται με τη γανάδα·
- για μάζεψε τη γλώσσα σου! απειλητική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προκλητικά ή υβριστικά εναντίον μας ή εναντίον προσώπου που μας ενδιαφέρει, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τη γλώσσα σου, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές!». Το για τονισμένο·
- για συμμάζεψε τη γλώσσα σου! βλ. φρ. για μάζεψε τη γλώσσα σου! Το για τονισμένο·  
- γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «η μικρή του η κόρη σε παίρνει το κεφάλι με την πολυλογία της, ενώ η μεγάλη γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στον ισχυρισμό κάποιου πως ο τάδε είναι ολιγόλογος: «ποιος δε μιλάει ο τάδε; Τι να σου πω, γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει!»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, οι αυθάδεις και οι πολυλογάδες, που έχουν την εντύπωση πως λένε σπουδαία πράγματα, είναι συνήθως άμυαλοι: «τι να πεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που στιγμή δεν κλείνει το στόμα του! Γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι»·  
- γλώσσα που την έχει! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα(!)·
- γλώσσα του πεζοδρομίου, βλ. φρ. αγοραία γλώσσα· 
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. φρ. γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι·
- δαγκάνω τη γλώσσα μου, προσπαθώ να συγκρατηθώ για να μη μιλήσω, γιατί θα πω πράγματα κακά ή δυσάρεστα για κάποιον: «όση ώρα αυτός παίνευε τον εαυτό του, ο φίλος του, που τον ξέρει σαν κάλπικη δεκάρα, δάγκανε τη γλώσσα του για να μην τον ξεμπροστιάσει»·
- δάγκασε τη γλώσσα σου! αποτρεπτική έκφραση για να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε κάποιος να συμβεί σε βάρος μας: «έτσι όπως τρέχεις με τ’ αυτοκίνητο, θα σκοτωθούμε. -Δάγκασε τη γλώσσα σου!»·
- δάγκασε τη γλώσσα του, ένιωσε πολύ άσχημα, γιατί, χωρίς να το θέλει, είπε κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί, ή αποκάλυψε κάτι που δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί: «μόλις κατάλαβε πως αυτόν που κατηγορούσε ήταν δίπλα του, δάγκασε τη γλώσσα του || μόλις του ξέφυγε πάνω στην κουβέντα το μυστικό που του είχε εμπιστευθεί ο τάδε, δάγκασε τη γλώσσα του». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον, όταν δαγκάνει τη γλώσσα του·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. φρ. δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, μιλάει ακατάσχετα, χωρίς να αφήνει κάποιον άλλον να μιλήσει: «όταν αρχίζει και μιλάει, δε λέει να βάλει τη γλώσσα στο στόμα του»·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·  
- δε βαστώ τη γλώσσα μου, α. μιλώ άπρεπα, απερίσκεπτα: «όταν νευριάζω, δε βαστώ τη γλώσσα μου». β. μιλώ άκαιρα: «να ’σαι δίπλα μου να με προσέχεις, όταν μιλώ, γιατί ξεχνιέμαι κάθε τόσο και δε βαστώ τη γλώσσα μου». γ. δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό: «μη μου εμπιστευτείς τίποτα, γιατί δε βαστώ τη γλώσσα μου και μπορεί να το ξεφουρνίσω»·
- δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα! έκφραση μεταμέλειας για κάτι που είπαμε: «πέταξες τη βλακεία σου κι έβαλες τους ανθρώπους να μαλώσουν. -Δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα!»·
- δε σταματά η γλώσσα του, μιλάει ακατάσχετα: «όταν αρχίζει να μιλάει, δεν προλαβαίνει να πει τίποτα κανένας άλλος, γιατί δε σταματά η γλώσσα του»·
- δέθηκε η γλώσσα μου, βλ. φρ. μου δέθηκε η γλώσσα·
- δεν έτρωγα τη γλώσσα μου! βλ. φρ. δεν κατάπινα τη γλώσσα μου(!)·
- δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! α. έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πόσο πολύ μετανιώσαμε, που μελετούσαμε κάτι κακό για κάποιον, γιατί τελικά το έπαθε: «εγώ του το ’λεγα πως θα σκοτωθεί, έτσι όπως τρέχει με τ’ αυτοκίνητό του, αλλά δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! Πάει ο άνθρωπος!». β. μετάνιωσα που μίλησα, που πήρα μέρος σε κάποια συζήτηση: «δεν κατάπινα τη γλώσσα μου, που μίλησα και στενοχώρησα τον άνθρωπο!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλύτερα·
- δεν κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. φρ. δε βαστώ τη γλώσσα μου·
- δεν πάει η γλώσσα μου να…, δυσκολεύομαι, διστάζω να πω, να εκφράσω κάτι, ιδίως κάτι που είναι κακό συνήθως εναντίον κάποιου ή κάποιων: «δεν πάει η γλώσσα μου να κατηγορήσω τον τάδε, γιατί είναι φίλος μου || δεν πάει η γλώσσα μου να μιλήσω εναντίον του κόμματός μου, γιατί μέσα σ’ αυτό ανδρώθηκα || δεν πάει η γλώσσα μου να μιλήσω κατά των πολιτικών μου συντρόφων»·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- έβγαλε μια γλώσσα να! αντιμίλησε προκλητικά, αυθαδίασε πάρα πολύ: «εγώ του ’πα να προσέχει για το καλό του, κι αυτός έβγαλε μια γλώσσα να!». Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το ένα χέρι να έρχεται και να δείχνει πιο πάνω από τον καρπό του άλλου χεριού, ή συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες να απομακρύνονται αισθητά η μια από την άλλη, θέλοντας να καθορίσουν ένα μεγάλο μέγεθος·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παντόφλα! βλ. λ. έβγαλε μια γλώσσα να(!)·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. έβγαλε μια γλώσσα να(!)·
- είναι άσχημη γλώσσα, βλ. φρ. έχει άσχημη γλώσσα·
- είναι κακιά γλώσσα, βλ. φρ. έχει κακιά γλώσσα·
- είναι καλή γλώσσα, βλ. φρ. έχει καλή γλώσσα·
- είναι κοφτερή γλώσσα, βλ. φρ. έχει κοφτερή γλώσσα·
- είναι μια γλώσσα! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα(!)·
- έχει άσχημη γλώσσα, α. αντιμιλά προκλητικά, είναι αυθάδης: «μην του πας κόντρα, γιατί έχει άσχημη γλώσσα». β. είναι αισχρολόγος, βρομόγλωσσος: «όταν αρχίζει να βρίζει, σε κάνει να κοκκινίζεις, γιατί έχει άσχημη γλώσσα»·
- έχει γανωμένη γλώσσα, μπορεί να πιει κάποιο ρόφημα, όσο ζεστό και αν είναι αυτό: «μόλις του σερβίρουν τον καφέ, τον πίνει μονορούφι, λες κι έχει γανωμένη γλώσσα»·
- έχει γλυκιά γλώσσα, είναι γλυκομίλητος: «είναι πολύ ευγενικό παιδί κι έχει γλυκιά γλώσσα». (Λαϊκό τραγούδι: ααα αχ, αφράτη μου κοκόνα, μέσα πω πω, απ’ τη Δραπετσώνα. Με πέθανε αυτή η γλυκιά σου γλώσσα, τα σκέρτσα σου τα τόσα 
- έχει κακιά γλώσσα, α. είναι κακεντρεχής, φθονερός: «αν θέλεις να μάθεις κάτι για κάποιον, μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί έχει κακιά γλώσσα και θα σου πει τα χειρότερα πράγματα». β. είναι αισχρολόγος, βρομόστομος: «μην του εναντιώνεσαι, γιατί έχει τόσο κακιά γλώσσα, που, αν αρχίσει, θα κοκκινίσεις ολόκληρος». γ. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ό,τι κακομελετάει, συμβαίνει, ιδίως στους άλλους: «έχει τόσο κακιά γλώσσα, που, όταν αρχίσει να σε κακομελετάει, είναι αδύνατο να μη σου τύχει κάποιο κακό»· βλ. και φρ. έχει άσχημη γλώσσα·
- έχει καλή γλώσσα, α. είναι ευγενικός και γλυκομίλητος: «μ’ αρέσει ν’ ακούω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει καλή γλώσσα». β. είναι καλός αγορητής: «ο Ανδρέας Παπανδρέου, είχε πολύ καλή γλώσσα»· βλ. και φρ. έχει στρωτή γλώσσα·
- έχει κοφτερή γλώσσα, λέει πάντα θαρρετά τη γνώμη του, την άποψή του, όσο και αν δε συμφέρει ή όσο και αν στενοχωρεί ή πληγώνει κάποιον: «όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα, πηγαίνουμε στον τάδε να μας λύσει τη διαφορά, γιατί έχει κοφτερή γλώσσα και λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη»·
- έχει μακριά γλώσσα, αντιμιλάει προκλητικά, αυθαδιάζει πολύ: «είναι όμορφη γυναίκα, δε λέω, αλλά έχει μακριά γλώσσα και χάνει απ’ την ομορφιά της»·
- έχει μεγάλη γλώσσα, βλ. φρ. έχει μακριά γλώσσα·  
- έχει μια γλώσσα! α. αντιμιλά προκλητικά, είναι πολύ αυθάδης: «μην του κάνεις καμιά παρατήρηση, γιατί έχει μια γλώσσα, Θεός να σε φυλάει!». β. είναι πολύ αισχρολόγος, βρομόγλωσσος: «προς Θεού, μην ανοίξει το στόμα του, γιατί έχει μια γλώσσα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το μα τι γλώσσα! ή με το Θεός να σε φυλάει(!)·
- έχει μια γλώσσα να! αντιμιλά προκλητικά, είναι πολύ αυθάδης. Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το ένα χέρι να έρχεται και να δείχνει πάνω από τον καρπό του άλλου χεριού ή συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες να απομακρύνονται αισθητά η μια από την άλλη, θέλοντας να καθορίσουν ένα μεγάλο μέγεθος·
- έχει μια γλώσσα σαν παντόφλα! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα να(!)·
- έχει μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα να(!)·
- έχει στρωτή γλώσσα, α. (για λογοτεχνικά κείμενα) είναι καλογραμμένο: «είναι ενδιαφέρον βιβλίο κι έχει στρωτή γλώσσα». β. (για συγγραφείς) γράφει καλά, κατανοητά: «διαβάζω ευχάριστα τον τάδε συγγραφέα, γιατί έχει στρωτή γλώσσα»·
- έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γρόσα·
- η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, με την ευγένεια μπορούμε να κατορθώσουμε και τα πιο δύσκολα πράγματα, με την ευγένεια ανοίγουν όλες οι πόρτες: «δεν πρέπει να ’σαι αυταρχικός κι απότομος με τους συνανθρώπους σου, αλλά απλός και γλυκομίλητος αν θέλεις να πετύχεις γιατί, αν θες να ξέρεις, η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα». Συνών. ο γλυκομίλητος μπορεί να θηλάσει και λέαινα·
- η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, τα λόγια που λέει κάποιος μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα, να προξενήσουν πολύ μεγάλο κακό, πολύ μεγάλη πίκρα σε κάποιον: «να ’σαι προσεκτικός, όταν μιλάς στους συνανθρώπους σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». (Λαϊκό τραγούδι: στους κάμπους ο Αντύπας τρέχει βάζει φωτιές, καρδιές φλογίζει. Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, η γλώσσα κόκαλα τσακίζει)· βλ. και φρ. ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται·
- η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια, μερικές φορές καθώς μιλάει κάποιος, στη ροή του λόγου του ξεχνιέται και λέει την αλήθεια που δεν έπρεπε να ειπωθεί: «έπιασαν τον ψευδομάρτυρα στην κουβέντα κι έτσι όπως τον ρωτούσαν συνεχώς του ξέφυγε κι είπε την αλήθεια, γιατί μερικές φορές η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια»·  
- η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, κουράστηκα υπερβολικά, είτε για να φέρω σε πέρας κάποια χειρονακτική εργασία είτε από έντονο τρέξιμο: «η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, μέχρι να τελειώσω το φράχτη της αυλής || η γλώσσα μου έγινε γραβάτα τρέχοντας τόση ώρα κάτω απ’ τον ήλιο». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κουραστεί υπερβολικά, ιδίως τρέχοντας, η γλώσσα του κρέμεται έξω από το στόμα του, πράγμα που παρομοιάζεται με γραβάτα, που πέφτει πάνω στο στήθος του άντρα·
- η γλώσσα μου έγινε παπούτσι ή η γλώσσα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι·
- η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι ή η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι, έγινε σκληρή, τραχιά στην αφή της, ιδίως από υπερβολικό κάπνισμα ή υπερβολική οινοποσία: «όλο το βράδυ πίναμε και καπνίζαμε κι η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι». Από παρομοίωση με την τραχιά σόλα του παπουτσιού, ιδίως του τσαρουχιού·
- η γλώσσα μου έγινε φιόγκος, βλ. φρ. η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος·
- η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη από έκπληξη ή φόβο: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μόλις μου μίλησε, η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος || μου είχαν πει ψέματα πως είχε πεθάνει ο τάδε και, μόλις τον είδα ξαφνικά μπροστά μου, η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος»·
- η γλώσσα της κόβει και ράβει, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ φλύαρη, ζαλίζει τους πάντες με τη φλυαρία της: «αν αρχίσει να μιλάει, σου ’ρχεται ζαλάδα, γιατί η γλώσσα της κόβει και ράβει». Η αναφορά στη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως οι γυναίκες, είναι πιο φλύαρες από τους άντρες, ωστόσο,, ισχύει και γι’ αυτούς·
- η γλώσσα της μαγκιάς, βλ. λ. μαγκιά·
- η γλώσσα της πάει ροδάνι, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, όχι μόνο είναι φλύαρη αλλά μιλάει και πολύ γρήγορα: «δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί η γλώσσα της πάει ροδάνι». Από τον τροχό της κλωστικής μηχανής, που περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα και η αναφορά στη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως οι γυναίκες είναι πιο φλύαρες από τους άντρες, ωστόσο, ισχύει και γι’ αυτούς·
- η γλώσσα της πιάτσας, βλ. λ. πιάτσα·
- η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο, ο άνθρωπος πολλές φορές εξυψώνεται στα μάτια των άλλων με τον τρόπο που μιλάει: «να μιλάς πάντα γλυκά κι ευγενικά στους άλλους, γιατί η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο»·
- η γλώσσα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του είναι μέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του θέλει κόντεμα, πρέπει κάποιος να τον χαλιναγωγήσει, γιατί μιλάει άπρεπα, προκλητικά ή επιθετικά: «ο φίλος σου είναι πολύ αθυρόστομος, γι’ αυτό η γλώσσα του θέλει κόντεμα»·
- η γλώσσα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος ή, όταν αναφέρεται σε κάποιον, μιλάει με τα καλύτερα λόγια: «χαίρεσαι ν’ ακούς αυτόν τον άνθρωπο να μιλάει, γιατί η γλώσσα του στάζει μέλι || κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, η γλώσσα του στάζει μέλι»·
- η γλώσσα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει φαρμάκι, μιλάει με πολλή κακία, με πολλή κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «είναι τόσο κακός άνθρωπος, που για όλους η γλώσσα του στάζει φαρμάκι»·
- η γλώσσα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του σπάει κόκαλα, είναι αμείλικτος, όσον αφορά τη γνώμη του, τα λεγόμενά του: «δε χαρίζεται σε κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος που η γλώσσα του σπάει κόκαλα»·
- η καλή η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. φρ. η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα·
- η λανθάνουσα γλώσσα λέει πάντα την αλήθεια, λέγεται σε κείνον που, όταν μιλάει από παραδρομή ή από απροσεξία, του ξεφεύγει αυτό που θέλει να αποκρύψει και που για μας είναι αυτό ακριβώς που αντιπροσωπεύει την αλήθεια·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου κόψω τη γλώσσα, απειλητική παρατήρηση σε κάποιον να πάψει να μιλάει υποτιμητικά ή υβριστικά για μένα ή για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «αν ξαναπείς για μένα τέτοιες αηδίες, θα σου κόψω τη γλώσσα»·
- θα σου ψαλιδίσω τη γλώσσα, ηπιότερη έκφραση από την αμέσως παραπάνω·
- θέλει στρώσιμο η γλώσσα ή θέλει στρώσιμο η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. φρ. θέλει χτένισμα η γλώσσα·
- θέλει χτένισμα η γλώσσα ή θέλει χτένισμα η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία, προκειμένου να του δοθεί, από γλωσσική άποψη, τελειότερη ή η τελειωτική μορφή του: «τελείωσα ένα διήγημα, αλλά δεν το ’στειλα ακόμη σε κανένα περιοδικό, γιατί θέλει χτένισμα η γλώσσα του»·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κατάπια τη γλώσσα μου, α. δεν μπόρεσα, δεν τόλμησα να εκφράσω τη γνώμη μου ή την αντίθεσή μου: «μόλις μου ’βαλε ο διευθυντής μου τις φωνές, κατάπια τη γλώσσα μου και δεν είπα τίποτα». β. αποστομώθηκα: «όταν ο άλλος απέδειξε με ντοκουμέντα πως έλεγα ψέματα, κατάπια τη γλώσσα μου». γ. δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, ιδίως από έκπληξη ή φόβο: «είχε μια γκομενάρα δίπλα του, που, όταν μου τη σύστησε, κατάπια τη γλώσσα μου || μόλις αγρίεψε ο άλλος και τράβηξε μαχαίρι, κατάπια τη γλώσσα μου»·
- κόλλησε η γλώσσα μου, στέγνωσε το στόμα μου από υπερβολική δίψα ή συνεχή ομιλία και έχω φτάσει σε σημείο να μην μπορώ να μιλήσω άλλο ή μιλώ με μεγάλη δυσκολία: «κόλλησε η γλώσσα μου απ’ τη δίψα || μιλούσα μια ώρα συνεχώς και στο τέλος κόλλησε η γλώσσα μου και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη»·
- κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. φρ. βαστώ τη γλώσσα μου·
- κρέμασε η γλώσσα μου, κουράστηκα πολύ, λαχάνιασα πολύ, ιδίως από εξαντλητικό τρέξιμο: «οι άλλοι ήταν πολύ μπροστά και κρέμασε η γλώσσα μου μέχρι να τους φτάσω». Από την εικόνα του σκύλου που, ύστερα από εξαντλητικό τρέξιμο, αφήνει τη γλώσσα του να κρέμεται έξω από το στόμα του·
- λέει η γλώσσα της πολλά ή λέει πολλά η γλώσσα της, μιλάει πολύ και, κατ’ επέκταση, είναι κουτσομπόλα: «δεν αφήνει άνθρωπο να σταυρώσει λέξη, γιατί λέει η γλώσσα της πολλά || μην αντιληφθεί η τάδε καμιά αταξία σου, γιατί λέει πολλά η γλώσσα της και θα το μάθουν κι οι πέτρες». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα η γλώσσα σου λέει πολλά,σαν τη γαλιάντρα που κελαηδά. Θα σου φύγω βρε γαλιάντρα και θα μείνεις δίχως άντρα
- λύθηκε η γλώσσα μου ή μου λύθηκε η γλώσσα, α. ύστερα από ένα διάστημα δισταγμού, άρχισα να μιλώ με ευκολία: «μόλις πέρασε λίγη ώρα και μπήκα στο πνεύμα της κουβέντας, λύθηκε η γλώσσα μου». β. ύστερα από ένα διάστημα φόβου, άρχισα να μιλώ με θάρρος: «μόλις είδα τους φίλους μου να ’ρχονται, μου λύθηκε η γλώσσα και του τα ’πα χύμα και τσουβαλάτα». γ. ύστερα από ένα διάστημα σιωπής, άρχισα να μιλώ ασταμάτητα: «μόλις λύθηκε η γλώσσα μου, δεν προλάβαινε κανείς να πάρει σειρά για να μιλήσει»·
- μάζεψε τη γλώσσα σου, απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μιλάει υποτιμητικά ή υβριστικά σε μας ή και σε πρόσωπο που μας ενδιαφέρει: «αρκετά έκανα υπομονή ν’ ακούω τις βλακείες σου, γι’ αυτό μάζεψε τη γλώσσα σου να μην πλακωθούμε στις μπουνιές». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για τονισμένο·
- μάλλιασε η γλώσσα μου, μιλούσα ασταμάτητα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον, αλλά συνήθως χωρίς αποτέλεσμα: «μάλλιασε η γλώσσα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός το δικό του»·
- με τρώει η γλώσσα μου, είμαι έτοιμος να πω κάτι που δεν πρέπει να ειπωθεί, είμαι έτοιμος να αποκαλύψω κάποιο μυστικό: «από ώρα με τρώει η γλώσσα μου να πω αυτό που κανένας δεν τολμάει να πει || ώρα τώρα με τρώει η γλώσσα μου ν’ αποκαλύψω τι απατεώνας είναι»·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «φέρ’ τε μου κάποιον άλλον να διαπραγματευτώ μαζί του, γιατί μ’ αυτόν μιλάμε άλλη γλώσσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλες φορές ακολουθεί το μου φαίνεται·
- μιλάμε την ίδια γλώσσα, συμφωνούμε, συνεννοούμαστε: «με τον τάδε δεν έχω ποτέ πρόβλημα, γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα»·
- μιλώ με απλή γλώσσα ή μιλώ σε απλή γλώσσα, μιλώ απλά, κατανοητά: «θέλω να καταλαβαίνεις αμέσως τι σου λέω, γιατί μιλώ με απλή γλώσσα»·
- μιλώ με τη γλώσσα της λογικής, μιλώ λογικά: «όταν μιλά κανείς με τη γλώσσα της λογικής, δεν έχει να φοβάται τίποτα»·
- μιλώ τη γλώσσα της αλήθειας, μιλώ με ειλικρίνεια: «δε θέλω να πάρω το μέρος κανενός, γι’ αυτό θα μιλήσω τη γλώσσα της αλήθειας»·
- μου βγήκε η γλώσσα, κουράστηκα, λαχάνιασα, ιδίως από τρέξιμο: «μου βγήκε η γλώσσα, μέχρι να σε φτάσω»·
- μου βγήκε η γλώσσα απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή·
- μου βγήκε η γλώσσα ανάποδα, βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή· βλ. και φρ. κρέμασε η γλώσσα μου·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πήχη, βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, κουράστηκα πολύ, λαχάνιασα πολύ, ιδίως από εξαντλητικό τρέξιμο: «μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, μέχρι να προφτάσω το λεωφορείο στη στάση». Από την εικόνα του σκύλου, που όταν τρέχει πολύ, βγαίνει από την κούραση η γλώσσα του έξω από το στόμα του·
- μου δέθηκε η γλώσσα, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη από έκπληξη ή από φόβο: «μόλις μου σύστησε τη γυναικάρα που συνόδευε, μου δέθηκε η γλώσσα και δεν μπορούσα να πω τίποτα || την ώρα που πήγα να μιλήσω, με κοίταξε ο άλλος τόσο άγρια, που μου δέθηκε η γλώσσα»·
- μου δένουν τη γλώσσα, με υποχρεώνουν, με εξαναγκάζουν να μη μιλήσω: «μ’ εκβίαζαν πως θα ’βγαζαν τ’ άπλυτά μου στη φόρα, κι έτσι μου ’δεσαν τη γλώσσα και δεν μπορούσα να πω πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα»·
- μπερδεύεται η γλώσσα μου, δυσκολεύομαι να αρθρώσω τις λέξεις: «δεν μπορώ να πω γρήγορα κανέναν γλωσσοδέτη, γιατί μπερδεύεται η γλώσσα μου»· βλ. και φρ. μπερδεύω τη γλώσσα μου·
- μπερδεύω τη γλώσσα μου, συγχέω τα λόγια μου από ταραχή ή από πρόθεση να αποκρύψω κάτι: «όταν άρχισε να μπερδεύει τη γλώσσα του, κατάλαβα πως κάποιον λάκκο έχει η φάβα». Χάριν αστεϊσμού, η φρ. αυτή εκφέρεται και γλωσσεύω την μπέρδα μου·
- να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας, (συμβουλευτικά) να σκέφτεσαι πολύ, πριν μιλήσεις: «πρέπει να λες μετρημένες κουβέντες εκεί που θα πας και να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας σου»· βλ. και φρ. πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό·
- να μου κοπεί η γλώσσα, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα αποκαλύψει αυτό που θέλει να του εμπιστευτεί ή αυτό που του εμπιστεύτηκε κάποιος: «θέλω να σου πω κάτι, αλλά δε θέλω να το πεις σε κανέναν -Να μου κοπεί η γλώσσα || δε θέλω να πεις σε κανέναν αυτό που σου εμπιστεύτηκα. -Να μου κοπεί η γλώσσα»·
- να μου κόψεις τη γλώσσα, έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε τη βεβαιότητα σε κάποιον πως τα πράγματα θα γίνουν ακριβώς έτσι όπως του τα λέμε: «αν δεν έρθει σε λίγο να σου ζητήσει συγγνώμη, να μου κόψεις τη γλώσσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα.. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα, να σου ’λεγα καμπόσα κι αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβες τη γλώσσα
- να φας τη γλώσσα σου! βλ. φρ. που να φας τη γλώσσα σου(!)·
- νεκρές γλώσσες, αυτές που δε μιλιούνται από κανέναν: «οι γλώσσες των αρχαίων λαών της Μεσοποταμίας είναι νεκρές γλώσσες»·
- ξεράθηκε η γλώσσα μου, βλ. φρ. ξεράθηκε το στόμα μου, λ. στόμα·
- ξύλινη γλώσσα, ομιλία, συνήθως κομματικού περιεχομένου, με μονότονα επαναλαμβανόμενες και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο κομματικές θέσεις, η ανούσια πολιτική συνθηματολογία: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλησε πάλι σε ξύλινη γλώσσα»·
- οι κακές γλώσσες, (γενικά) οι κουτσομπόλες, οι κουτσομπόληδες, το κουτσομπολιό, που γίνεται με κακεντρέχεια: «οι κακές γλώσσες λένε πως άρχισες πάλι να χαρτοπαίζεις»·
- όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του, αυτός που μπορεί και ελέγχει τα νεύρα του, γιατί πάνω στα νεύρα του λέει κανείς σκληρές κουβέντες, γλιτώνει από οδυνηρές περιπέτειες: «όταν τον νευριάσουν, κάνει υπομονή και δε λέει κουβέντα, γιατί όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του»·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ότι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, πολλές φορές τα λόγια που λέμε για κάποιον μπορούν να προκαλέσουν ανυπολόγιστη ψυχική ή ψυχολογική ζημιά: «να προσέχεις πώς μιλάς για τους άλλους, γιατί ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται»· βλ. και φρ. η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει·
- πέφτω στη γλώσσα (κάποιου), με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει κάποιος: «αν πέσεις στη γλώσσα του, θα σε κάνει άνω κάτω»·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, άρχισε να μιλάει ασταμάτητα και χωρίς δισταγμό: «όταν πήρε η γλώσσα του δρόμο, μίλησε για όλους και για όλα, χωρίς φόβο και πάθος»·
- που να φας τη γλώσσα σου! α. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που, τη στιγμή που κάποιος μελετάει κάτι κακό σε βάρος μας, αυτό μας συμβαίνει: «πρόσεχε μη χτυπήσεις το δάχτυλό σου, έτσι όπως καρφώνεις το καρφί στον τοίχο. -Ωχ, που να φας τη γλώσσα σου!». β. αποτρεπτική έκφραση να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε να συμβεί σε βάρος μας: «πρόσεχε μην πέσεις, έτσι όπως ανεβαίνεις στη σκάλα. -Που να φας τη γλώσσα σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, (συμβουλευτικά) να μη μιλάς, να μην εκφέρεις κάποια γνώμη, αν πρώτα δε σκεφτείς καλά τι πρέπει να πεις: «όταν πρέπει να δώσεις σε κάποιον το λόγο σου, πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, γιατί μπορεί μετέπειτα να βγεις εκτεθειμένος»· βλ. και φρ. να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας·
- πρόσεχε τη γλώσσα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε άτομο να είναι κόσμιο στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε θα είναι μόνο οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τη γλώσσα σου!». β. απειλητική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας, ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «δε θ’ ανεχτώ άλλες κατηγορίες ούτε για μένα ούτε για το φίλο μου, γι’ αυτό πρόσεχε τη γλώσσα σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- πρόσεχε τη γλώσσα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «αν αποφασίσεις να συνεργαστείς μαζί του, ένα σου λέω, πρόσεχε τη γλώσσα του». Συνών. πρόσεχε το στόμα του·  
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; βλ. λ. γάτα·
- στην άκρη της γλώσσας μου το ’χω, λέγεται στην περίπτωση που πλησιάζουμε να θυμηθούμε κάτι, που στριφογυρίζει στο μυαλό μας αόριστα, αλλά που δεν μπορούμε να θυμηθούμε επακριβώς τι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ μωρέ, ενώ συνήθως παρατηρείται χειρονομία κατά την οποία το χέρι κινείται ανεπαίσθητα προς το στόμα, προς την άκρη της γλώσσας·
- στρώνω τη γλώσσα ή στρώνω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. φρ. χτενίζω τη γλώσσα·
- το λέει και κολλάει η γλώσσα του, μιλάει με λαχτάρα, θαυμαστικά για κάποιον ή για κάτι: «αγαπάει πάρα πολύ το γαμπρό του και κάθε φορά που αναφέρεται στ’ όνομά του, το λέει και κολλάει η γλώσσα του || του αρέσει μόνο το τάδε αυτοκίνητο, αφού, το λέει και κολλάει η γλώσσα του»·
- τον παίρνω στη γλώσσα μου, βλ. φρ. τον πιάνω στη γλώσσα μου·
- τον πιάνω στη γλώσσα μου, τον κατηγορώ, τον κακολογώ, τον διαβάλλω: «αυτός μπορεί να λέει ό,τι θέλει, αλλά, αν τον πιάσω στη γλώσσα μου, δε θα ξέρει πού να κρυφτεί». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ·
- του βγάζω γλώσσα, του αντιμιλώ: «αφού είδες πως ήταν γέρος άνθρωπος, δεν έπρεπε να του βγάλεις γλώσσα»·
- του βγάζω τη γλώσσα, τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ: «όποιον παίρνω στη δουλειά μου, του βγάζω τη γλώσσα || του ’βγαλα τη γλώσσα, μέχρι να του επιστρέψω τα δανεικά»· β και φρ. του βγάζω τη γλώσσα μου·
- του βγάζω τη γλώσσα ανάποδα, τον εξουθενώνω, τον πεθαίνω στην κούραση: «τον πήρα μαζί μου σε μια μετακόμιση και του ’βγαλα τη γλώσσα ανάποδα»·
- του βγάζω τη γλώσσα απ’ έξω ή του βγάζω τη γλώσσα απ’ όξω ή του βγάζω τη γλώσσα έξω ή του βγάζω τη γλώσσα όξω, τον κατακουράζω, τον καταταλαιπωρώ: «θέλησε να ’ρθει να με βοηθήσει στη δουλειά μου και του ’βγαλα τη γλώσσα απ’ όξω του φουκαρά! || του ’βγαλα τη γλώσσα απ’ έξω, μέχρι να του επιστρέψω τα δανεικά»·
- του βγάζω τη γλώσσα μου, τον κοροϊδεύω, τον περιπαίζω, τον περιγελώ: «κάθισε απέναντί του και του ’βγαζε συνέχεια τη γλώσσα του». (Λαϊκό τραγούδι: τρέχω να το πιάσω κάτω απ’ τα γιαπιά, τη γλωσσίτσα βγάζει, να με σκάσει θέλει πια
- τρέχει η γλώσσα, (για λογοτεχνικά κείμενα) είναι πολύ καλογραμμένο και διαβάζεται με άνεση, με ευχαρίστηση: «ευχαριστιέσαι να διαβάζεις βιβλίο, όταν τρέχει η γλώσσα» ·
- τρέχει η γλώσσα του, α. είναι πολύ φλύαρος: «έτσι όπως τρέχει η γλώσσα του, δεν αφήνει σε κανέναν να πάρει το λόγο». β. είναι προπέτης: «πάντα έχω τη διάθεση να του προσφέρω, αλλά μου τη δίνει, γιατί τρέχει η γλώσσα του». γ. (για συγγραφείς) είναι καλός συγγραφέας, διαβάζεται ευχάριστα: «έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του τάδε συγγραφέα, γιατί τρέχει η γλώσσα του». Συνών. έχει καλή πένα·
- τροχίζω τη γλώσσα μου, βλ. φρ. ακονίζω τη γλώσσα μου·
- φάε τη γλώσσα σου! βλ. φρ. δάγκασε τη γλώσσα σου!
- φοβάμαι τη γλώσσα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, φοβάμαι μήπως αρχίσει να αναφέρεται στο όνομά μου, γιατί μπορεί να με κακολογήσει ή να αποκαλύψει κάτι που ξέρει για μένα, πράγμα που δε μου είναι επιθυμητό: «δε θέλω ν’ αρχίσει ν’ αναφέρεται στο πρόσωπό μου, γιατί κάποτε του εμπιστεύθηκα κάτι και φοβάμαι τη γλώσσα του»·
- χτενίζω τη γλώσσα ή χτενίζω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) το επεξεργάζομαι από την αρχή, για να διορθώσω τυχόν συντακτικά λάθη ή να του δώσω τελειότερη ή τελειωτική μορφή: «έχω τελειώσει ένα μυθιστόρημα, αλλά δε θα το παραδώσω ακόμη στον εκδότη μου, γιατί θέλω να χτενίσω τη γλώσσα».

γνωστικός

γνωστικός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [ουδ. του επιθ. γνωστικός], γνωστικός. 1. που δεν έχει διανοητικά προβλήματα, που είναι συνετός, λογικός: «είναι ένας ήρεμος και γνωστικός οικογενειάρχης». 2. στον πλ. τα γνωστικά, το μυαλό, ο νους, η κρίση, η λογική, και με τις προσωπικές αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των·
- δεν είναι καλά στα γνωστικά του, βλ. φρ. δεν είναι στα γνωστικά του·
- δεν είναι στα γνωστικά του, δε σκέφτεται σωστά, λογικά ή έχει διανοητικά προβλήματα και κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε : «δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά που λέει, γιατί δεν είναι στα γνωστικά του ο φουκαράς». Συνών. δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- έλα στα γνωστικά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «με την οικονομική κρίση που υπάρχει, δεν είναι καιρός για εμπορικά ανοίγματα, έλα στα γνωστικά σου». Συνών. έλα στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, βλ. λ. βιος·
- έχασε τα γνωστικά του, βλ. συνηθέστ. έχασε τα λογικά του, λ. λογικός·     
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- ως να συλλογιστεί ο γνωστικός, περνά το γεφύρι ο τρελός, ο τολμηρός, ο ριψοκίνδυνος άνθρωπος πετυχαίνει κάτι γρηγορότερα από ό,τι ο γνωστικός, που λόγω φρονιμάδας και περίσκεψης είναι διστακτικός: «μελετούσε από δω τη δουλειά, μελετούσε από κει τη δουλειά, όμως ο ανταγωνιστής του την ανέλαβε με μια τολμηρή πρόταση, γιατί, ως να συλλογιστεί ο γνωστικός, περνά το γεφύρι ο τρελός».

γουρούνι

γουρούνι, το, θηλ. γουρούνα, η, ουσ. [<μσν. γουρούνιν, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἡ γρῶνα], το γουρούνι. 1. (υβριστικά) άντρας χοντρός και υπερβολικά βρομερός: «κάθισε δίπλα μου ένα γουρούνι, που βρομοκοπούσε απ’ την απλυσιά». 2. άνθρωπος ανάγωγος, άξεστος, αναίσθητος, αισχρός: «δεν τον θέλει κανείς στην παρέα του, γιατί, όπου και να πάει, φέρεται σαν γουρούνι». 3α. άντρας άσχημος και κακός: «πώς κάνεις παρέα μ’ αυτό το γουρούνι!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα: «έλα δω, ρε γουρούνι, τι κάθισες κι είπες για μένα;». γ. υβριστικός χαρακτηρισμός του άντρα από γυναίκα: «πανάθεμά σε γουρούνι, πάλι μεθυσμένος μου κουβαλήθηκες;». Τέλος, είναι γνωστό σε όλους το σύνθημα που πρωτακούστηκε στις φοιτητικές διαδηλώσεις αμέσως μετά τη μεταπολίτευση το 1974: μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, και, τελικά, η λ. επικράτησε να χαρακτηρίζει υβριστικά τον αστυνομικό: «είδες εσύ ποτέ σου κανένα γουρούνι να ’χει καλή συμπεριφορά απέναντι στον πολίτη;». 4. (στη γλώσσα της φυλακής) αυτός που είναι χοντρός και βρόμικος: «αν κάτσει απάνω σου αυτό το γουρούνι ή θα σε λιώσει ή θα σκάσεις απ’ τη βρόμα». Υποκορ. γουρουνάκι, το (βλ. λ.)· βλ. και λ. γουρούνα. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- αγοράζω γουρούνι στο σακί ή παίρνω γουρούνι στο σακί, αγοράζω κάτι χωρίς να εξετάσω την ποιότητα ή την καταλληλότητά του: «τον ξεγέλασαν, γιατί αγόρασε γουρούνι στο σακί»· βλ. και φρ. παίρνω γουρούνι στο σακί·
- από γουρούνι δε γίνεται γούνα, δεν μπορεί να προσδοκά, να προσβλέπει κανείς σε κάποιο καλό από κακό άνθρωπο: «μην απορείς που σου φέρθηκε σκάρτα, γιατί από γουρούνι δε γίνεται γούνα»·
- δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού, δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι, όταν δεν έχεις τα κατάλληλα μέσα: «για να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου πρέπει να ’χω και τ’ απαραίτητα εργαλεία, γιατί δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού»·
- Εβραίοι, γουρούνια, θα γίνεται σαπούνια, βλ. λ. Εβραίος· 
- ζουν σαν γουρούνια ή ζουν σαν τα γουρούνια, λέγεται για ομάδα ατόμων, ιδίως για οικογένεια, που ζουν μέσαστη βρομιά: «δεν ξαναπάω στο σπίτι τους, γιατί ζουν σαν τα γουρούνια»·
- και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι, βλ. φρ. σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι·
- κυλιέται σαν γουρούνι ή κυλιέται σαν το γουρούνι, α. είναι πάντοτε βρόμικος: «δεν είναι να του δώσεις καινούρια ρούχα, γιατί κυλιέται σαν γουρούνι». β. ζει μέσα στη διαφθορά και την ακολασία: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κυλιέται σαν γουρούνι με τις παλιοπαρέες του και δεν ακούει κανέναν»·
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στο βούρκο ή κυλίστηκε σαν το γουρούνι στο βούρκο, βλ. φρ. κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη·
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη ή κυλίστηκε σα το γουρούνι στη λάσπη, ξέπεσε στην έσχατη διαφθορά: «ήταν τόσο καλό παιδί, όμως με τις παρέες που έμπλεξε κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη». Αναφορά στο φυσικό περιβάλλον του γουρουνιού·
-όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη,α. λέγεται γι’ αυτούς που ανήκουν στον ίδιο περιβάλλον ή στον ίδιο συντεχνιακό χώρο και έχουν κοινό τρόπο συμπεριφοράς, ιδίως άπρεπο, κακό, αφερέγγυο: «έκανα νεύμα σε τέσσερις πέντε ταξιτζήδες να σταματήσουν να με πάρουν, αλλά όλοι με αγνόησαν επιδεικτικά, λες κι ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη, γιατί, βλέπεις, όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». β. λέγεται και υβριστικά από τις γυναίκες, όταν αναφέρονται στους άντρες: «γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος στο σπίτι του κι έσπαζε στο ξύλο τη γυναίκα του. -Όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». Στην τελευταία περίπτωση, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το εμ·
- όλα τα γουρούνια μια μύτη έχουνε, βλ. φρ. όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη·
- όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. σκατά·
- παίρνω γουρούνι στο σακί, ενεργώ χωρίς προηγούμενη σκέψη, ενεργώ άστοχα, επιπόλαια, απερίσκεπτα: «πρέπει να γνωρίσω πρώτα πολύ καλά τη γυναίκα που θ’ αποφασίσω να παντρευτώ, γιατί δεν παίρνω γουρούνι στο σακί»· βλ. και φρ. αγοράζω γουρούνι στο σακί·
- σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, ματαιοπονούμε, όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε κάποιον που έχει έμφυτα ελαττώματα: «αποφάσισα να πάψω να τον συμβουλεύω και να μην ασχοληθώ ξανά μαζί του, γιατί σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι». Συνών. τον αράπη (σαν) κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς·
- σεξιστικό γουρούνι, υποτιμητικός ή και υβριστικός χαρακτηρισμός άντρα από φεμινίστρια: «μόλις κατάλαβε πόσο σεξιστικό γουρούνι ήταν, τον διαβολόστειλε». Συνών. φαλλοκρατικό γουρούνι·
- στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βγάζει πολύ δυνατές και διαπεραστικές κραυγές: «όταν νευριάσει, στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι || λίγο να χτυπήσει κάπου, στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι»·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, λέγεται όταν κάτι καλό, κάτι εξαίσιο πέφτει σε ανάξια χέρια: «ήταν άσχετος με τα οικονομικά αλλά βρήκε την καλύτερη θέση μέσα στην τράπεζα, γιατί τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια || ήταν άξεστος κι αγράμματος κι όμως παντρεύτηκε το καλύτερο κορίτσι γιατί, όπως φαίνεται, τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια»·   
- τραγουδάει σαν να σφάζουν γουρούνι, (ειρωνικά) λέγεται για τραγουδιστή, που έχει διαπεραστική και φάλτσα φωνή: «έφεραν στο κέντρο έναν καινούριο τραγουδιστή, που τραγουδάει σαν να σφάζουν γουρούνι»·
- τρώει σαν γουρούνι ή τρώει σαν το γουρούνι, τρώει πάρα πολύ και χωρίς να ακολουθεί τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, ενώ, συνήθως, μουγκρίζει υπόκωφα από την ευχαρίστηση: «μ’ έκανε ρεζίλι που τον πήρα στο γεύμα που παρέθεσε ο τάδε, γιατί έτρωγε σαν γουρούνι». Συνών. τρώει σαν ζώο·
- τσιρίζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. φρ. στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι·
- φαλλοκρατικό γουρούνι, υποτιμητικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός άντρα, ιδίως από φεμινίστρια: «όλα τα φαλλοκρατικά γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». Συνών. σεξιστικό γουρούνι·
- φωνάζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. συνηθέστ. στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι.

δαχτυλάκι

δαχτυλάκι κ. δακτυλάκι το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. δάχτυλο], το μικρό δάχτυλο των χεριών ή των ποδιών: «κάποιος με πάτησε στο λεωφορείο και μου πονάει το δαχτυλάκι μου». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βάζω το δαχτυλάκι μου ή βάζω κι εγώ το δαχτυλάκι μου, α. επεμβαίνω κρυφά, βοηθώ, ιδίως μεροληπτικά, κάποιον: «δε θα ’παιρνε τη δουλειά, αν δεν έβαζες το δαχτυλάκι σου». β. είμαι συνυπεύθυνος, ιδίως για κάτι κακό: «εδώ που τα λέμε, αν δεν έβαζες κι εσύ το δαχτυλάκι σου, δε θα χρεοκοπούσε ο άνθρωπος»·
- βάλε μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βάλε μου τόσο όσο είναι και το πάχος ενός δάχτυλου και, κατ’ επέκταση, βάλε μου μια ελάχιστη ποσότητα: «βάλε μου κι εμένα ένα δαχτυλάκι απ’ αυτό το ουίσκι || θέλεις να σου βάλω απ’ αυτό το ουίσκι; -Ένα δαχτυλάκι». Εδώ συνήθως, χάριν αστεϊσμού, παίζεται το εξής θέατρο από εκείνον που του ζητούν να σερβίρει: θέλεις ένα δαχτυλάκι, πώς; Έτσι; και δείχνει το δάχτυλό του σε οριζόντια θέση ή έτσι; και δείχνει το δάχτυλό του κάθετα·
- δεν κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου ή δεν κουνάω ούτε το μικρό μου το δαχτυλάκι, δεν κάνω την παραμικρή προσπάθεια για να πετύχω κάτι ή την παραμικρή ενέργεια για να βοηθήσω κάποιον ή για να αποτρέψω κάτι: «πώς θέλεις να προκόψεις, απ’ τη στιγμή που δεν κουνάς ούτε το δαχτυλάκι σου! || εδώ εγώ πνίγομαι απ’ τη δουλειά κι αυτός δεν κουνάει ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι να με βοηθήσει || ενώ μπορούσε ν’ αποτρέψει το μάλωμα, δεν κούνησε ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι». Συνοδεύεται από ελαφρό κούνημα του μικρού δάχτυλου·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι, δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί του, γιατί, γενικά, είναι κατά πολύ ανώτερός σου: «όσο και να καυχιέσαι, δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του». Συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου. Συνών. δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι·
- ένα δαχτυλάκι, ελάχιστη ποσότητα, ιδίως ποτού: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το ποτό, αλλά ένα δαχτυλάκι μου το επιτρέπει»·
- έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, α. με την παραμικρή μου προσπάθεια: «έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, μπορώ να τον βάλω αμέσως σε μια θέση στο δημόσιο». β. με την παραμικρή μου θέληση: «έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, θα ’ρθει και θα πέσει στα πόδια μου || έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, έχω ό,τι θελήσω». Συνοδεύεται από ελαφρό κούνημα του μικρού δάχτυλου· βλ. και φρ. έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, λ. δάχτυλο·
- κρύβομαι πίσω απ’ το δαχτυλάκι μου, βλ. συνηθέστ. κρύβομαι πίσω απ’ το δάχτυλό μου, λ. δάχτυλο·
- με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, με μεγάλη ευχέρεια: «εσύ μπορείς να νικήσεις τον τάδε; -Με το μικρό μου δαχτυλάκι»·
- το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, φέρω σε πέρας με μεγάλη ευχέρεια αυτό που μου αναθέτουν: «αυτό που μου λες, το κάνω με το μικρό μου δαχτυλάκι». Πολλές φορές, συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου·
- το καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. συνηθέστ. το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- το μπορώ με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, τον καταβάλλω, τον νικώ με μεγάλη ευχέρεια: «αυτόν που μου δείχνεις τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι». Πολλές φορές, συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου·
- τον καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. συνηθέστ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον παλεύω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του ή φτάνει να κουνήσει το μικρό του το δαχτυλάκι, είναι τόσο ισχυρός ή τόσο αγαπητός, που, και η παραμικρή επιθυμία που εκδηλώνει, γίνεται αμέσως από τους άλλους πράξη: «τον αγαπούν τόσο πολύ, που, ό,τι και να θελήσει, γίνεται αμέσως, φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του».  

δέκα

δέκα, (οι, τα, το), άκλ. απόλ. αριθμητ. [<αρχ. δέκα], δέκα· (ιδίως για μαθητική βαθμολογία) η ανώτερη βαθμολόγηση στην επίδοση κάποιου μαθητή: «στον έλεγχό του σ’ όλα τα μαθήματα είχε δέκα». (Ακολουθούν 37 φρ.)· 
- άλλαξε δέκα χρώματα, βλ. λ. χρώμα·
- αξίζει για δέκα, (για πρόσωπα, πράγματα ή ενέργειες), έχει πάρα πολύ μεγάλη αξία, σημασία ή δύναμη: «έχει μια γυναίκα που αξίζει για δέκα || αγόρασε ένα αυτοκίνητο που αξίζει για δέκα». (Λαϊκό τραγούδι: ήμουν μικρό κι ανήλικο κι έμπλεξα με γυναίκα· μια μαχαιριά μου έδωσες, που άξιζε για δέκα
- δέκα δέκα, ανά δέκα: «πες τους να ’ρχονται δέκα δέκα»·
- δέκα θα σου δίνω και μία θα μετράς (ενν. μπάτσες, μπουνιές, ξυλιές κ.λπ.), απειλητική έκφραση σε κάποιον, πως θα τον δείρουμε πάρα πολύ, πως θα τον εξουθενώσουμε στο ξύλο: «άσε ήσυχη την κόρη μου, γιατί, αν σε περιλάβω, δέκα θα σου δίνω και μία θα μετράς».
- δέκα με τόνο, (για γνώσεις, διαγώνισμα ή κάποια επίδοση) η ανώτερη, η άριστη βαθμολόγηση: «στο διαγώνισμα που γράψαμε πήρα δέκα με τόνο»·
- δέκα στον παρά, (για πράγματα ή πρόσωπα), βλ. λ. παράς·
- δουλεύει για δέκα, βλ. λ. δουλεύω·
- είναι από δέκα γαβ γαβ και πάνω, βλ. λ. γαβ·
- είναι για δέκα ζωές (κάτι), βλ. λ. ζωή·
- έχει ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- θα μετρήσω μέχρι το δέκα ή θα μετρήσω ως το δέκα, έκφραση με την οποία δίνουμε συγκεκριμένη προθεσμία σε κάποιον να κάνει κάτι: «θα μετρήσω μέχρι το δέκα κι αν δε φύγεις, θα σε σπάσω στο ξύλο». Από την εικόνα του διαιτητή που, όταν κατά τη διάρκεια πυγμαχικού αγώνα ο ένας από τους δυο πυγμάχους πέσει κάτω ύστερα από χτύπημα του αντιπάλου του, μετράει μέχρι το δέκα, για να του δώσει την ευκαιρία να συνέλθει από το χτύπημα και να σηκωθεί για να συνεχίσει τον αγώνα·
- θα τρώμε με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- κάθε τρεις και δέκα, βλ. λ. κάθε·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, βλ. λ. χέρι·
- κάνει για δέκα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει μεγάλη αξία, είναι ικανότατος ή είναι πάρα πολύ δυνατός: «αυτός ο υπάλληλός μου κάνει για δέκα || ο καθηγητής μας κάνει για δέκα || αν τύχει, μπορεί να τα βάλει με όσους θέλεις, γιατί κάνει για δέκα»·
- με άριστα το δέκα, βλ. λ. άριστα·
- με ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- οι δέκα εντολές, βλ. λ. εντολή·
- οι δέκα πληγές του Φαραώ, βλ. λ. πληγή·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει, βλ. λ. μέρα·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- οχτώ στις δέκα, πάρα πολύ συχνά: «δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του και, οχτώ στις δέκα, φεύγει απ’ το σπίτι του χωρίς να πάρει μαζί του λεφτά»·
- παίρνει ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- παίρνω δέκα, (ιδίως για μαθητική βαθμολογία) βαθμολογούμαι με την ανώτερη βαθμολογία: «στο μάθημα της Ιστορίας πήρα δέκα». (Λαϊκό τραγούδι: πάντοτε στο τετράδιο βαθμό έπαιρνα δέκα κι αν στη ζωή πήρα μηδέν, τα φταίει μια γυναίκα
- πάρε δέκα! έκφραση αγανάκτησης, που συνοδεύεται από μούντζωμα και με τις δυο παλάμες ή με τη μια παλάμη προτεταμένη και την άλλη να έρχεται να χτυπάει με δύναμη πίσω από την πρώτη. Εδώ, βέβαια, η φρ. κλείνει πολλές φορές, αν όχι πάντα, με το ρε μαλάκα·
- πιάσε δέκα! βλ. φρ. πάρε δέκα(!)·
- σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! ή σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! βλ. λ. σκασίλα·
- σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί! ή σκασίλα μας μικρή και δέκα ποντικοί! βλ. λ. σκασίλα·
- στ’ αρχίδια μας (μου) και δέκ’ αβγά Τουρκίας, βλ. λ. αρχίδι·
- στο παρά δέκα, λίγο πριν γίνει κάτι, ιδίως κακό, οριστικά και τελεσίδικα: «τον πρόλαβα στο παρά δέκα, πριν υπογράψει το συμβόλαιο και σώθηκε ο άνθρωπος!»·
- το δέκα το καλό, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το δέκα καρό: «το δέκα το καλό στην ξερή μετρά για τρεις πόντους». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο παίχτης που φέρει στη ράχη της φανέλας του τον αριθμό δέκα και που θεωρείται πολύ ικανός, ο παίχτης που παίζει στη θέση «σέντερ φορ» και που οργανώνει το επιθετικό παιχνίδι, το δεκάρι: «σήμερα το δέκα το καλό πέταξε δυο γκολάκια». γ. (γενικά) άτομο που παίζει πρωτεύοντα ρόλο σε μια δουλειά ή υπόθεση: «το δέκα το καλό της επιχείρησης είναι ο τάδε». δ. (ειδικά για γυναίκες) πολύ όμορφη γυναίκα: «αν είναι όμορφη η γυναίκα του; Το δέκα το καλό σου λέω!»·  
- το κάνει κάθε τρεις και δέκα, βλ. λ. κάθε·
- το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων, βλ. λ. παιχνίδι·
- του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα, βλ. λ. διάβολος·
- του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο, βλ. λ. πιάτο·
- τρώει για δέκα, τρώει πάρα πολύ (όσο δέκα άτομα μαζί): «έχει γίνει εκατό κιλά, γιατί τον τελευταίο καιρό άνοιξε η όρεξή του και τρώει για δέκα». (Λαϊκό τραγούδι: στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ και μου δώσαν για γυναίκα που ’τρωγε ψωμί για δέκα). Ακούγεται και για δυο ή για τέσσερις·
- τρώει με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα.

δέντρο

δέντρο, το, ουσ. [αρχ. δέντρον], το δέντρο. Υποκορ. δεντράκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος, βλ. φρ. για το δέντρο χάνει το δάσος·
- για το δέντρο χάνει το δάσος, α. λέγεται στην περίπτωση που ασχολείται κάποιος με τις λεπτομέρειες μιας υπόθεσης και αφήνει να του διαφύγει η ουσία: «ενώ υπάρχουν τόσο σοβαρά προβλήματα, κάθεται και ασχολείται με μικρολεπτομέρειες και για το δέντρο χάνει το δάσος». β. λέγεται στην περίπτωση που, για να μην υποβληθεί κάποιος σε μικρή δαπάνη, ιδίως λόγω οικονομίας, παθαίνει μεγαλύτερη ζημιά: «όταν τον πιάνει η μανία της οικονομίας, για το δέντρο χάνει το δάσος κι ύστερα από λίγο ξηλώνεται κανονικά»·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, όσο καλός και αν είναι ένας άνθρωπος, έχει και αυτός τα ελαττώματά του: «μπορεί να είναι καλός άνθρωπος, αλλά έχει το ελάττωμα της ευθυνοφοβίας και ταλαιπωρεί τον κόσμο, γιατί, βλέπεις, δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους». Συνών. δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα / δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι / δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια ·
- δέντρο που λυγά, δε σπάζει, αυτός που ξέρει, που έχει την ικανότητα να ελίσσεται, αποφεύγει τις κακοτοπιές, τους κινδύνους: «μην είσαι απόλυτος στη ζωή σου και να μάθεις να έχεις πολιτική, γιατί δέντρο που λυγά, δε σπάζει»·
- κάνει το δέντρο, (για ηθοποιούς, ιδίως του θεάτρου) (ειρωνικά ή υποτιμητικά) είναι βουβό πρόσωπο: «περηφανεύεται ότι είναι ηθοποιός, αλλά, σ’ όλα τα έργα που τον έχω δει, κάνει το δέντρο»·      
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, βλ. λ. Θεός·
- πετροβολούν το δέντρο που έχει καρπούς, επιτίθεται κανείς κατηγορώντας κακόβουλα κάποιον που συνήθως αξίζει: «έγινε διευθυντής με την αξία του κι αν τον κατηγορούν, είναι γνωστό πως πετροβολούν το δέντρο που έχει καρπούς». Από την εικόνα του περαστικού συνήθως ατόμου που πετά πέτρες σε κάποιο οπωροφόρο δέντρο για να πάρει να φάει τους καρπούς που θα πέσουν. Πρβλ. δέντρο που όλοι το πετροβολούν, είναι αυτό που έχει για να δώσει, τον αϊτό πολλοί πυροβολούν, μα δύσκολα κανείς να τον σκοτώσει (Λαϊκό τραγούδι)·    
- το δέντρο με μια τσεκουριά δεν κόβεται, απαιτείται επιμονή και υπομονή, συνεχείς προσπάθειες για να φτάσει κανείς στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία: «θα πρέπει να κοπιάσεις πολύ για να πετύχεις στη ζωή σου, γιατί το δέντρο με μια τσεκουριά δεν κόβεται»·
- το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, βλ. λ. γνώση·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, α. ο καλός και ικανός άνθρωπος συνεχώς εξελίσσεται, αποδίδει περισσότερο με την πάροδο του χρόνου: «ξεκίνησε από το χωριό του ένα τίποτα και τώρα παίρνει το ένα πτυχίο μετά το άλλο, γιατί το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, πλαταίνει ο ίσκιος του». β. μια επιχείρηση, από τη στιγμή που μεγαλώνει, αποδίδει περισσότερα κέρδη: «στην αρχή είχε ένα μαγαζάκι, μετά το έκανε μπακάλικο, μετά μεγάλο σούπερ μάρκετ και χέστηκε ο άνθρωπος στα λεφτά, γιατί το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του»·
- χριστουγεννιάτικο δέντρο, μικρό έλατο ή πεύκο ή μεγάλο κλαδί από έλατο ή πεύκο, αληθινό ή πλαστικό, που την περίοδο των Χριστουγέννων το στολίζουν με παραστάσεις από τη γέννηση του Χριστού, με διάφορα στολίδια, παιχνίδια ή δώρα, που συνήθως χαρίζονται στα μικρά παιδιά με την αλλαγή του χρόνου·
- ψήφισαν και τα δέντρα, (για εκλογές) έγινε εκτεταμένη νοθεία: «στις εκλογές του 1961 για να επανεκλεγεί η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., ψήφισαν και τα δέντρα».

δεχούμενα

δεχούμενα, τα, ουσ. [πλ. ουδ. μτχ. του ρ. δέχομαι], οτιδήποτε γίνεται δεκτό, αποδεκτό, οτιδήποτε είναι ευπρόσδεκτο: «ό,τι και να μου πεις είναι δεχούμενα»·
- και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, λέγεται με παρηγορητική και θυμοσοφική διάθεση με σκοπό να ενθαρρύνει κάποιον που του έτυχε μια αναποδιά ή ατυχία στη ζωή του, καθώς υπογραμμίζει ότι στη ζωή υπάρχουν και καλές και κακές στιγμές και ότι, όπως είναι ευπρόσδεκτα τα καλά που μας έρχονται, έτσι θα πρέπει να υπομένουμε και τις τυχόν αναποδιές. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α, μην είσαι αχάριστος ή α, μην είσαι πλεονέκτης ή α, μην τα θες κι όλα δικά σου ή α, μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας.

δήθεν

δήθεν, επίρρ. [<αρχ. δῆθεν <δὴ + κατάλ. -θεν], δήθεν. 1. λέγεται ειρωνικά για να δηλώσουμε πως κάποια ενέργεια δεν είναι αληθινή, πως είναι προσποιητή, ψεύτικη: «πέρασε απ’ το μπαράκι, δήθεν τυχαία, για να δει αν είναι μέσα ο γκόμενός της || πήγε να πάρει άδεια απ’ το διευθυντή, δήθεν πως είναι άρρωστος». 2. ως επίθ. με άρθρο οι δήθεν, αυτό που προβάλλουν χαρακτηριστικά ή ιδιότητες ανύπαρκτες: «όλοι αυτοί οι δήθεν δημοκρατικοί κόλλησαν στην κυβέρνηση και περνούν ζωή και κότα με τις αργομισθίες τους». (Λαϊκό τραγούδι: όλους τους δήθεν άσ’ τους να λένε, λογαριασμό δε θα τους δώσω πια ξανά, έχω βαδίσει δρόμους που καίνε κι έχω περάσει δρόμους και στενά)· βλ. και λ. τάχα·
- δεν είναι δήθεν και καλά, δεν είναι προσποιητά αυτά που λέω, δεν είναι ψέματα: «ήθελα κι εγώ να πάρω μέρος σ’ αυτή τη δουλειά κι αυτό που σου λέω δεν είναι δήθεν και καλά, αλλά η πραγματική αλήθεια»·
- είναι δήθεν, (στη νεοαργκό) προσπαθεί να παρουσιάσει ψεύτικα χαρακτηριστικά ή ανύπαρκτες ιδιότητες για να προσδώσει στον εαυτό του μια καλύτερη εικόνα: «δεν ξέρω αν είναι δήθεν, πάντως εμένα μου φαίνεται σωστός άνθρωπος || όλοι αυτοί που είναι δήθεν και κυκλοφορούν στα κοσμικά σαλόνια, μου τη δίνουν στα νεύρα»·
- κάνει δήθεν πως… ή κάνει δήθεν ότι…, παριστάνει, προσποιείται πως…, παριστάνει, προσποιείται ότι…: «κάνει δήθεν πως πονάει, για να τραβήξει την προσοχή μου || κάνει δήθεν ότι φεύγει, για να δει πώς θ’ αντιδράσω»·
- κάνω τον τάχαμ δήθεν, βλ. λ. τάχα·
- τάχαμ(ου) δήθεν, βλ. λ. τάχα.    

διάβολος

διάβολος κ. διάολος, ο, πλ. διάβολοι κ. διάολοι κ. διαβόλοι κ. διαόλοι, οι κ. διαβόλια κ. διαόλια, τα, ουσ. [<διάβολος (=συκοφάντης) <διαβάλλω], ο διάβολος. 1. άνθρωπος με σκοτεινές και κακές προθέσεις, ο δόλιος, ο ύπουλος, ο κακεντρεχής, ο  μοχθηρός, ο σατανικός, που μηχανορραφεί σε βάρος άλλων, που επιδιώκει το κακό τους, την καταστροφή τους: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν το διάβολο, κατάστρεψε τη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα την πάθω, όπως την έχουν πάθει όλοι, γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι). 2. άνθρωπος με οξυμμένη διάνοια, δραστηριότητα, πειθώ, ο πανέξυπνος, ο τετραπέρατος, ο καπάτσος, που πάντα βρίσκει τρόπο να ξεμπλέξει από κάποια δυσκολία: «είναι διάολος στη δουλειά του || είναι τόσο διάβολος, που πάντα βρίσκει τον τρόπο να πετύχει αυτό που επιδιώκει || αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, ανάθεσέ την στον τάδε, που είναι διάβολος». 3. πρόσωπο ή πράγμα που μας προκαλεί αναστάτωση, εκνευρισμό ή φθορά: «ήρθε πρωί πρωί στο σπίτι αυτός ο διάβολος ο κουνιάδος μου, κι ήθελε να κάνουμε κουβέντα για τα κληρονομικά || τι διάβολος είναι αυτός, που με ξεκουφαίνει τόση ώρα;». (Τραγούδι: όχι λέμε στην πρέζα, όχι σ’ αυτόν το διάολο, όχι λέμε στην πρέζα, όχι και στα σκληρά). 4α. ως επιφών. διάβολε! τέλος πάντων, επιτέλους: «διάβολε, κάνε μου τη χάρη να σταματήσεις αυτή τη γκρίνια!». β. έκφραση που δηλώνει μεγάλο θυμό ή εκνευρισμό: «διάβολε, πού ήσουν όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν! || θα σταματήσεις, επιτέλους, διάβολε αυτή την γκρίνια;». Υποκορ. διαβολάκι, το κ. διαβολάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 111 φρ.)·
- α στο διάβολο! ή άι στο διάβολο! α.  έκφραση αγανάκτησης ατόμου που συναντάει συνέχεια δυσκολίες στη δουλειά του ή γενικά που συναντάει δυσκολίες στη ζωή του: «άι στο διάβολο, όλα τα δύσκολα σε μένα θα τύχουν!». β. έκφραση ανακούφισης ατόμου που, επιτέλους, έφερε σε πέρας κάποια δύσκολη δουλειά ή που απαλλάχτηκε από κάποια δύσκολη δουλειά ή γενικά που πέρασαν οι δύσκολες μέρες και άρχισαν τα πράγματα στη ζωή του να του έρχονται ευνοϊκά: «άι στο διάβολο, τέλειωσα επιτέλους και μ’ αυτή τη γάγγραινα!». γ. ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής του ατόμου, εκφράζει έκπληξη ή αμφισβήτηση για καλό ή για κακό: «ο τάδε αγόρασε Μερσεντές. -Άι στο διάολο, αυτός μέχρι τα χτες δεν είχε να φάει! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Άι στο διάβολο, μέχρι πριν λίγο ήμασταν μαζί!». δ. έκφραση ειρωνείας σε κάποιον που μας λέει απίθανα ή απίστευτα πράγματα: «με παρακαλούσε η Μιμή Ντενίση να τα φτιάξει μαζί μου. -Άι στο διάβολο!». Πολλές φορές, στις δυο παραπάνω περιπτώσεις, της φρ. προτάσσεται το ε. ε.έκφραση δυσφορίας σε κάποιο ενοχλητικό άτομο με την έννοια να μας αφήσει ήσυχους, να πάψει να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί: «άι στο διάβολο, απάλλαξέ μας επιτέλους απ’ την παρουσία σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου ή το ρε φίλε. στ. έκφραση εκνευρισμού και θυμού, ιδίως συχνή σε καβγάδες: «άι στο διάολο, που θα κάτσω ν’ ασχοληθώ κι άλλο μαζί σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε το βρε ή το μωρέ, και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το λέω ’γω. Συνών. α στην ευχή! ή άι στην ευχή!  / α στην οργή! ή άι στην οργή! / α στο δαίμονα! ή άι στο δαίμονα! / α στο καλό! ή άι στο καλό! / α στον κόρακα! ή άι στον κόρακα(!). Τέλος, κατάρα με την οποία στέλνουμε κάποιον στο διάβολο·
- αλλά βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια... ή αλλά βλέπεις ο διάβολος κι η σκούφια του Μιχάλη…, έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε κάποιο ατόπημά μας ή κάποια αποτυχία μας λόγω απροσδόκητων συμπτώσεων: «εγώ δεν είχα σκοπό ν’ απατήσω τη γυναίκα μου, αλλά βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια...», εννοείται με ξεγέλασαν και την απάτησα. Πρβλ.: ο διάβολος την έβαλε κι η σκούφια του Μιχάλη, προτού να κλείσει μια πληγή, να μου ανοίξει άλλη (Λαϊκό τραγούδι)·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), αν παρ’ ελπίδα γίνουν όλα έτσι όπως τα θέλω, αν τελικά επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες μου, χωρίς να έχω προηγουμένως βάσιμες υποψίες ή ενδείξεις για κάτι τέτοιο: «αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του και μου πέσει το λαχείο, θα τρελαθώ στα ταξίδια». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε ·
- άνθρωπος του διαβόλου, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, από έναν δύστροπο, από έναν κακότροπο, κακόπιστο άνθρωπο ό,τι μπορέσει να πάρει κανείς κέρδος είναι: «ό,τι και να σου δώσει αυτό το στραβόξυλο, πάρ’ το, γιατί απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, κέρδος είναι»·
- απ’ του διαβόλου την αυλή, μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί, απόφευγε τους κακούς, τους κακόπιστους ανθρώπους, και όταν ακόμα είσαι σίγουρος πως δεν μπορούν να σε βλάψουν: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους παλιοαλήτες, γιατί απ’ του διαβόλου την αυλή, μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί»·
- άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πάει ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών. άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στην οργή! / άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! / άσ’ τα να πάνε στον κόρακα(!)·
- άσ’ το να πάει στο διάβολο! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ το: «αφού βλέπεις πως το μηχάνημα δε λειτουργεί, άσ’ το να πάει στο διάβολο!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα κομμάτια! / άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το να πάει στην οργή! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
- άσ’ τον να πάει στο διάβολο! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον, άφησέ τον: «αφού βλέπεις πως είναι παλιάνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο διάβολο!». Συνών. άσ’ τον να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει στην οργή! / άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στον κόρακα(!)·
- βλέπω το διάβολό μου, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «από μικρό παιδί βλέπω το διάβολό μου κάθε μέρα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου / βλέπω του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. είδα το διάβολό μου·
- βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα, αυτή την ώρα που επικοινωνούμε (τηλέφωνο, αλληλογραφία), σου μιλώ (σου γράφω), από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, από πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «δεν προλαβαίνω να ’ρθω τόσο γρήγορα, γιατί αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- βρίσκω το διάβολό μου, α. έχω να κάνω με άνθρωπο καταχθόνιο ή πανέξυπνο ή ασχολούμαι με πολύ δύσκολη δουλειά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, βρήκα το διάβολό μου, γιατί έχω συνέχεια προβλήματα μαζί του || μπλέχτηκα με μια δουλειά, που δεν την κάτεχα, και βρήκα το διάβολό μου. (Λαϊκό τραγούδι: μες την Αθήνα ξενυχτώ για σένα βρε μικρό μου και κάθε μέρα εγώ για σε, βρ’ αμάν, αμάν βρίσκω το διάβολό μου). β. καταταλαιπωρούμαι από κάποια κατάσταση ή σχέση, μπλέκομαι σε απρόσμενες δυσκολίες: «αποφάσισα να χτίσω κι εγώ ένα εξοχικό και βρήκα το διάβολό μου || έμπλεξα μ’ αυτή την τρελοπαντιέρα και βρήκα τον διάβολό μου»·
- δεν πάει στο διάβολο! δε νοιάζομαι, δεν ενδιαφέρομαι διόλου για κάποιον ή για κάτι: «αφού δεν ακούει τις συμβουλές σου, δεν πάει στο διάβολο! || αφού δεν ήταν δικό σου ο αναπτήρας, δεν πάει στο διάβολο!»·
- δεν πα(ς) στο διάβολο! α. δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις ή τι θα απογίνεις ή πού θα πας: «όσον καιρό σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες πήγαιναν στου γάιδαρου τον κώλο, γι’ αυτό δεν πας στο διάβολο!». Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. β. έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας απειλεί πως θα φύγει από το μέρος που βρισκόμαστε ή γενικά πως θα αποχωρήσει από κάπου: «αν επιμένεις περισσότερο στις θέσεις σου, εγώ θα φύγω. -Δεν πας στο διάβολο! || αν δε μου δώσεις τα λεφτά που θέλω, θα φύγω απ’ το συνεταιρισμό. -Δεν πας στο διάβολο!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λέω ’γω, και είναι αρκετές φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. γ. άφησέ με ήσυχο, μη με σκοτίζεις, μη με ενοχλείς περισσότερο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε, βρε ή το μωρέ και κλείνει με το λέω ’γω, και είναι αρκετές φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Τις πιο πολλές φορές, το τελικό σίγμα του ρ. δεν ακούγεται·
- δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ κάποιος άνθρωπος δείχνει όλη τη διάθεση να βάλει πρόγραμμα στη ζωή του και να συνετιστεί, εντούτοις, είναι πολλοί αυτοί που τον δελεάζουν και τον παρασύρουν στην άστατη ζωή: «το παιδί κάνει κάθε τόσο προσπάθειες να νοικοκυρευτεί, αλλά δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, γιατί όλο και κάποιος απ’ την παλιοπαρέα του το παρασέρνει». Συνών. η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει / κάνει η πούτσα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει·
- διαβόλοι και τριβόλοι, χαρακτηρίζει τους επικίνδυνους ανθρώπους, τα κακοποιά στοιχεία: «έμπλεξε στη ζωή του με διαβόλους και τριβόλους κι απορώ πώς γλίτωσε τη φυλακή!». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα το Γεράσιμο από το Αργοστόλι, που μου ’δωσαν παράσημο διαβόλοι και τριβόλοι πώς μ’ έμπλεξες κυρά μου, πώς μ’ έκανες κυρά να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά
- διαβόλοι, τριβόλοι, περιληπτική έννοια, που χρησιμοποιούμε για να συμπεριλάβουμε στο λόγο μας ανθρώπους διαφόρων τάξεων, ειδικοτήτων, εθνικοτήτων που συνοδεύουν, χωρίς να κατονομάζονται ακριβώς, αυτούς που έχουμε ήδη αναφέρει με το όνομα τους . Η περιληπτική έννοια εξηγείται, είτε γιατί η αναλυτική θα αποτελούσε πλεονασμό είτε γιατί δεν αξίζει τον κόπο είτε γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός της φράσης μας: «βέβαια, ήταν κι άλλοι μαζεμένοι στη δεξίωση, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, διαβόλοι, τριβόλοι || εκτός απ’ αυτούς που σας είπα, συναντήσαμε Γάλλους, Άγγλους, Πορτογάλους, διαβόλους, τριβόλους, δεν μπορέσαμε όμως να συνεννοηθούμε με κανέναν»· βλ. και φρ. διαβόλια τριβόλια, λ. διαβόλια·
- δικηγόρος του διαβόλου, α. λέγεται για κάποιον που αγωνίζεται να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενους ή σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις, ή που προσπαθεί να τους τα συμβιβάσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται: «να δεις που στο τέλος όλοι θα τα βρουν μεταξύ τους κι όπως συμβαίνει πάντα, ο μόνος που θα βγει εκτεθειμένος θα είναι ο δικηγόρος του διαβόλου». β. αυτός που δεν υπηρετεί στην πραγματικότητα τη δικαιοσύνη και την αλήθεια αλλά το συμφέρον του, αυτός που διαστρεβλώνει τα γεγονότα, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα σοφιστικά και πειστικά για να υπερασπιστεί κάτι ή κάποιον: «αφού το βλέπεις ξεκάθαρα πως έχεις άδικο, γιατί συνεχίζεις να το παίζεις δικηγόρος του διαβόλου;» βλ. φρ. κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος την ουρά του, α. λέγεται σε περίπτωση ανεξήγητης αναστάτωσης ή ανεξήγητης διχόνοιας που προκαλείται, ιδίως σε μια παρέα ή οικογένεια, και που αποδίδεται στην παρέμβαση διαβολικών δυνάμεων, στο χτύπημα της ουράς του διαβόλου: «μα τι έγινε ξαφνικά και μπερδευτήκαμε όλοι έτσι στα καλά καθούμενα! Έβαλε ο διάβολος την ουρά του;». Από τη θρησκευτική εικονογραφία, όπου, συνήθως, η ουρά του διαβόλου παρουσιάζεται να καταλήγει σε αιχμή βέλους και υπονοείται ότι με το χτύπημά της, δημιούργησε αναστάτωση σε μια ομήγυρη ή στο άτομο που δέχτηκε το χτύπημά της. β. λέγεται για άτομο που αρχίζει ξαφνικά να ενεργεί παράλογα ή ερειστικά: «ξαφνικά, άλλαξε εντελώς στάση και συμπεριφορά απέναντί μας, λες κι έβαλε ο διάβολος την ουρά του». (Λαϊκό τραγούδι: έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι και σου πήρε τα μυαλά σου μέσα απ’ το κεφάλι). γ. η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ περιμέναμε να εξελιχθεί ομαλά, ξαφνικά μας δημιουργεί προβλήματα (λες και παρενέβη ο διάβολος): «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά, στράβωσε η δουλειά, λες κι έβαλε ο διάβολος την ουρά του»·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. φρ. έβαλε ο διάβολος την ουρά του. Εδώ γίνεται αναφορά στο κακό ποδαρικό (βλ. λ.)·
- είδα το διάβολό μου, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από του χάρου τα δόντια: «έπεσα με τ’ αυτοκίνητο πάνω στην κολόνα κι είδα το διάβολό μου». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου / είδα του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. βλέπω το διάβολό μου ·
- είμαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. φρ. βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα·
- είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, μένει ή κατάγεται από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «αυτός είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, πώς να ’ρθει εδώ; || ήρθε στην πόλη μας από μια χώρα που είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- είναι για το διάβολο πεσκέσι, το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ κακής ποιότητας: «αγόρασε μια τηλεόραση, που είναι για το διάβολο πεσκέσι». Πρόκειται δηλαδή για πράγμα που το προορίζουμε ως δώρο στο διάβολο, οπότε αποκλείεται να είναι καλής ποιότητας· βλ. και φρ. είναι του διαβόλου πεσκέσι·
- είναι διάβολος με κέρατα, είναι πολύ κακός, πολύ πανούργος και μοχθηρός: «σε συμβουλεύω να τον προσέχεις πολύ, γιατί είναι διάβολος με κέρατα και μπορεί να σου κάνει μεγάλη ζημιά»·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι διάβολος σωστός ή είναι σωστός διάβολος, λέγεται για πολύ δραστήριο, για πολύ έξυπνο άτομο: «ό,τι δουλειά και να του αναθέσεις, την τελειώνει στο πι και φι, γιατί είναι διάβολος σωστός»· βλ. και φρ. είναι διάβολος με κέρατα·
- είναι διαβόλου γέννα, α. είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός, είναι άτομο που επιδιώκει πάντα το κακό του άλλου: «μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι διαβόλου γέννα και θα ’χεις μπλεξίματα». β. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, αλλά χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του για να εξαπατά τους άλλους: «μην κάνεις συνεταιρισμό μαζί του, γιατί είναι διαβόλου γέννα και θα σε ρίξει»·
- είναι διαβόλου θηλυκό, βλ. λ. διαβολοθήλυκο·
- είναι διαβόλου κάλτσα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα. Εδώ ίσως υπολανθάνει η εικόνα του παράνομου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της δράσης του φοράει στο κεφάλι του μια νάιλον κάλτσα, που αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, για να μην μπορεί να αναγνωριστεί, προσδίνοντας παράλληλα σ’ αυτά και μια διαβολική όψη·
- είναι διαβόλου σπέρμα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι διαβόλου σπορά, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι διαβόλου φύτρα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος, είναι πολύ κακός, πολύ μοχθηρός και μας παρουσιάζεται με ανθρώπινο παρουσιαστικό, για να πετύχει κάποιο σκοπό του σε βάρος μας: «μην πιστεύεις τα περί φιλίας και τα παρόμοια που σου λέει, γιατί είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος και θα σου τη φέρει χωρίς να το καταλάβεις». Πολλές φορές το ο τονισμένο·
- είναι σκέτος διάβολος, έκφραση με την οποία δίνουμε έμφαση στις θετικές ή αρνητικές ικανότητες κάποιου: «είναι σκέτος διάβολος στις εμπορικές επιχειρήσεις || είναι σκέτος διάβολος στις απατεωνιές»·
- είναι του διαβόλου πεσκέσι, είναι πολύ ανήθικος, δόλιος και επικίνδυνος: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι του διαβόλου πεσκέσι και δε θα καταλάβεις πότε θα σου κάνει το κακό». Πρόκειται δηλαδή για άτομο που μας έκανε δώρο ο διάβολος, οπότε αποκλείεται να είναι καλός· βλ. και φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι·
- έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα, έρχομαι από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, από πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «να κάτσω λίγο να ξεκουραστώ, γιατί έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), α. μετά από καιρό αναμονής ή μετά από αλλεπάλληλες ατυχίες ή δυσκολίες, ήρθαν όλα έτσι όπως τα ήθελα ή όπως τα περίμενα, πέρασαν πια οι δυσκολίες: «μετά από τόσα κεσάτια, έσπασε ο διάβολος το πόδι του και πήρα εκείνη τη δουλειά». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται του ρ. και άλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το επιτέλους. β. δε δημιουργήθηκε η νέα δυσκολία ή το νέο εμπόδιο που αναμενόταν, ή ξεπεράστηκε η δυσκολία ή το εμπόδιο που είχε προκύψει: «έσπασε ο διάβολος το πόδι του και δεν έπεσε κι η γέφυρα απ’ τις πλημμύρες || έσπασε ο διάβολος το πόδι του και του ’πεσε ο πυρετός». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται του ρ. και άλλοτε ακολουθεί το ρ. της φρ. το ευτυχώς·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. φρ. αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του)·
- έχει το διάβολο μέσα του, α. είναι ικανότατος, πανέξυπνος, τετραπέρατος, δαιμόνιος: «ό,τι δουλειά και να του αναθέσεις, την φέρνει σε πέρας, γιατί έχει το διάβολο μέσα του». β. είναι ανήσυχος, δεν μπορεί να παραμείνει άπραγος, θέλει πάντα να ασχολείται με κάτι, έχει ακατάβλητη ενεργητικότητα: «απ’ την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι αργά το βράδυ, όλο και με κάτι θέλει ν’ ασχολείται, γιατί έχει το διάβολο μέσα του». Συνών. έχει το δαίμονα μέσα του / έχει το σατανά μέσα του·
- η βδομάδα του διαβόλου, βλ. λ. διαβολοβδομάδα·
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, βλ. λ. γυναίκα·
- η σκούφια του είναι γεμάτη διαβόλους, βλ. λ. σκούφια·
- θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθούμε πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά: «αν ξαναπιάσεις την οικογένειά μου στο στόμα σου, θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει!»·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα! θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά, όπως σου αξίζει: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το που σε γένναγαν ή που σε γέννησαν ή που σε πέταγαν·
- θέλει ν’ αγιάσει, αλλά δεν τον αφήνουν οι διαβόλοι, βλ. φρ. δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ θέλουμε να κάνουμε ενάρετη ζωή, μας εμποδίζουν οι ισχυρές σεξουαλικές μας επιθυμίες·
- κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα, το σπίτι μου βρίσκεται σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «δεν μπορούμε να τον επισκεφτούμε εύκολα, γιατί κάθεται στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, α. προσπαθώ να κρατήσω τις ισορροπίες ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενους ή ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις ή προσπαθώ να τους τα συμβιβάσω όσο πιο ανώδυνα γίνεται: «επιτέλους, βρείτε τα, ρε παιδιά, γιατί κουράστηκα τόσον καιρό να κάνω το δικηγόρο του διαβόλου». β. υπερασπίζομαι τα δικά μου συμφέροντα ή κάποιου άλλου, χωρίς να σημαίνει πως έχω πάντα δίκιο: «μια και πληρώνομαι απ’ την τάδε εταιρία, είμαι υποχρεωμένος να κάνω το δικηγόρου του διαβόλου κι ό,τι αποφασίσει το δικαστήριο». γ. παρεμβαίνω σε μια συζήτηση και υποστηρίζω μια άποψη που ανατρέπει τις ισορροπίες της κουβέντας, χωρίς να σημαίνει πως είναι απαραίτητα αυτή που υιοθετώ στη ζωή μου και γενικά, παίρνω θέση αντίθετη από αυτή που πιστεύω: «με συγχωρείτε, που θα κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, αλλά γιατί δε σκέφτεστε μα τον βάλετε φυλακή;»·
- κάνω το συνήγορο του διαβόλου, βλ. φρ. κάνω το δικηγόρο του διαβόλου·
- μένω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. φρ. κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα·
- μπήκε ο διάβολος μέσα του, άρχισε ξαφνικά να συμπεριφέρεται εχθρικά ή παράλογα προς τους άλλους, αλλά και προς τον εαυτό του: «ήταν τόσο συνετό παιδί και ξαφνικά άρχισε να κάνει ένα σωρό τρελά πράγματα, λες και μπήκε ο διάβολος μέσα του»·
- να με παρ’ ο διάβολος! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει με τον εαυτό του: «να με παρ’ ο διάβολος, όλο βλακείες κάνω!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να με πάρει. Συνών. να με πάρ’ η ευχή! / να με πάρ’ η οργή! / να με πάρ’ ο δαίμονας! / να με πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πάρ’ ο διάβολος! (γενικά) έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «να παρ’ ο διάβολος, τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: να πάρει ο διάβολος, κι απόψε πάλι τα ίδια, οι νοσταλγίες μου οι άρρωστες με ζώσανε σαν φίδια). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το φτου και πιο σπάνια το που, ενώ είναι φορές που ακούγεται και φτου, που και κλείνει πάλι με το να πάρει. Συνών. να πάρ’ η ευχή! / να πάρ’ η οργή! / να πάρ’ ο δαίμονας! / να πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να σε παρ’ ο διάβολος! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει με κάποιον: «να σε παρ’ ο διάβολος, σταμάτα, επιτέλους, αυτή την γκρίνια!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να σε πάρει. Συνών. να σε πάρ’ η ευχή! / να σε πάρ’ η οργή! / να σε πάρ’ ο δαίμονας! / να σε πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πας στο διάβολο! α. δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις, τι θα απογίνεις ή πού θα πας. Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω . Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε, και είναι φορές που, μετά το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε, ακούγεται για περισσότερη έμφαση και το κι ακόμα παραπέρα. β. λέγεται και ως κατάρα. (Λαϊκό τραγούδι: άιντα δε σε θέλω πια στο διάβολο να πας κι εσύ κι η μαμάκα σου κι ο πούστης π’ αγαπάς). Συνών. να πας στ’ ανάθεμα! / να πας στα κομμάτια! / να πας στα τσακίδια! / να πας στα τσακίδια! / να πας στον αγύριστο! / να πας στον εξαποδώ(!)·
- να πας στου διαβόλου τη μάνα! έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε, και είναι αρκετές φορές που, μετά το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε, ακούγεται για περισσότερη έμφαση και το κι ακόμα παραπέρα·
- ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί πουλούσε, λέγεται για τους παμπόνηρους, τους καπάτσους, που μπορούν να καταφέρνουν τα πάντα με την εξυπνάδα τους: «μα πώς χωρίς τίποτα τα καταφέρνει αυτός ο άνθρωπος να βγάζει λεφτά; -Ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί πουλούσε, αγόρι μου!»·
- ο διάβολος δε χαλάει τη φωλιά του, ο κακοποιός, ο παράνομος, ο εκτός νόμου άνθρωπος, δε βλάπτει αυτόν που τον βοηθάει, που τον υποθάλπει: «όλοι οι απατεώνες αλληλοϋποστηρίζονται, γιατί ο διάβολος δε χαλάει τη φωλιά του»·
- ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να κάνει, τότε ασχολείται με οτιδήποτε για να περάσει η ώρα του ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, κάνει ανοησίες, απερισκεψίες·
- ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε, λέγεται για εκείνους, που, όταν ήταν νέοι έκαναν έκλυτη ζωή και, μόλις γέρασαν, απαρνήθηκαν λόγω αδυναμίας τα εγκόσμια ή έγιναν υποχρεωτικά ευσεβείς: «όταν ήταν νέος οργίαζε, και τώρα που μεγάλωσε, τη βγάζει στο μπαλκόνι του. -Ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε || στα νιάτα του ήταν μέσα σ’ όλες τις ανωμαλίες, και τώρα που μεγάλωσε, δε φεύγει απ’ την εκκλησία. -Ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε»· βλ. και φρ. όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, δηλώνει πως η γυναίκα είναι πολυμήχανη και σε συνδυασμό με την ομορφιά της γίνεται, πολλές φορές, επικίνδυνη: «εγώ δεν κάνω το μάγκα στη γυναίκα, κι όταν δημιουργείται κάποια διαφορά μεταξύ μας προσπαθώ με ήρεμο τρόπο να τα συμβιβάσω, γιατί ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε»·  
- ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, πρέπει να ενεργεί κανείς με μεγάλη υπευθυνότητα και σωφροσύνη, να επαγρυπνεί συνέχεια, γιατί δεν ξέρει πώς και πότε θα ξεσπάσει το κακό: «πρόσεχε να μελετήσεις καλά τα συμβόλαια, πριν τα υπογράψεις, γιατί ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια»·
- ο διάβολος να σκάσει! (ενν. εγώ θα το κάνω), οπωσδήποτε, το δίχως άλλο: «ο διάβολος να σκάσει, εγώ θα την παντρευτώ!»·
- ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο, λέγεται γι’ αυτούς που οργανώνουν παρασκηνιακά διάφορες σκευωρίες, διάφορες συνωμοσίες: «τον βλέπεις έτσι κύριο και ήρεμο άνθρωπο, αλλά κινείται μυστικά κι αθόρυβα κι είναι ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει, ο έξυπνος άνθρωπος ζει φρόνιμα όταν αντιληφθεί πως εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις του: «άσε τα κοριτσόπουλα μπάρμπα Γιώργο, γιατί, όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει». Συνών. σαν γεράσει η αλεπού, γίνεται καλογριά· βλ. και φρ. ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. φρ. απ’ του διαβόλου την αυλή μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί·
- πάει κατά διαβόλου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πάει στο διάβολο, είναι κάπως ανεκτό: «το να ’ρχεται κάθε τόσο και να τον βοηθάω, πάει στο διάβολο, αλλά να ’ναι κι αχάριστος από πάνω, ε, αυτό πάει πολύ!»·
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, βλ. λ. παπάς·
- πάω κατά διαβόλου, α. βαδίζω προς την καταστροφή, χάνομαι, καταστρέφομαι ηθικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτή την παρέα, πάει κατά διαβόλου αυτό το παιδί». β. καταστρέφομαι οικονομικά, χρεοκοπώ: «όταν καταπιάστηκε με δουλειά που δεν τη γνώριζε, πήγε κατά διαβόλου». γ. τσακώνομαι διαρκώς με κάποιον, δεν ταιριάζουν τα χνότα μας, ερχόμαστε σε σύγκρουση: «από τότε που γύρισα απ’ τη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζα, πάμε κατά διαβόλου με τους γονείς μου»·
- πάω στου διαβόλου τη μάνα, έχω να κάνω πολύ μακρινή πορεία, μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου: «ξεκίνησα πολύ πρωί, γιατί έπρεπε να πάω στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της πορείας, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- πεταλώνει και το διάβολο, είναι ικανότατος, πανέξυπνος, πολύ καπάτσος: «δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πεταλώνει και το διάβολο»·
- πήγε στο διάβολο, α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε. β. έκφραση ανακούφισης για την αναχώρηση ύστερα από πολλή ώρα κάποιου ανεπιθύμητου προσώπου από το χώρο μας. Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Συνών. πήγε στ’ ανάθεμα! / πήγε στα κομμάτια! / πήγε στα τσακίδια / πήγε στα τσακίδια! / πήγε στον αγύριστο! / πήγε στον εξαποδώ(!)·
- πήγαινε στο διάβολο! βλ. φρ. άι στο διάβολο(!)·
- πούλησε (και) την ψυχή του στο διάβολο, βλ. λ. ψυχή·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει βάλει με τον εαυτό του: «που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει, όλο βλακείες κάνω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει! έκφραση εκνευρισμένου ή  αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει βάλει με κάποιον: «που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει, όλο μέσ’ στα πόδια μου μπλέκεσαι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πού στο διάβολο είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο διάβολο είναι ο υδραυλικός και τον περιμένω από το μεσημέρι! || πού στο διάβολο είναι το στιλό μου και δεν έχω να γράψω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο καλό είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο διάβολο ήσουν! λέγεται επιτιμητικά ή απειλητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο διάβολο ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / που στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο διάβολο πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο διάβολο πήγε το στιλό μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο διάβολο πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο διάβολο πήγες και σ’ έψαχνα όλο το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πώς στο διάβολο! α. με ποιο τρόπο: «πώς στο διάβολο ζουν μέσα σε τόση φτώχεια, είναι άξιο απορίας!». β. (γενικά) έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στο διάβολο τα κατάφερες κι ήρθες με τέτοιο παλιόκαιρο!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς στην ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο καλό! / πώς στον κόρακα(!)·
- σκάει διάβολο ή σκάει και διάβολο, α. είναι ή γίνεται πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός με την επιμονή του για να πετύχει κάτι από κάποιον: «αν δεν του δώσεις αυτό που του ’ταξες, σκάει διάβολο μέχρι να το πετύχει». β. δυσκολεύεται πολύ να κατανοήσει κάτι που του λέμε, είναι πολύ αργόστροφος: «μέχρι να καταλάβει τι του λες, σκάει διάβολο»·
- σκάσε διάβολε! α. επιτέλους, πάψε να μιλάς: «σκάσε διάβολε, γιατί δεν αντέχω άλλο τη γκρίνια σου!». β. έκφραση αγανάκτησης από συνεχιζόμενο φτέρνισμα δικό μας ή διπλανού μας, που έχει γίνει πια ενοχλητικό, αλλά λέγεται και με εξορκιστική διάθεση·
- στο διάβολο! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να μας αφήσει ήσυχους, να πάψει να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί. Συνών. στ’ ανάθεμα! / στα κομμάτια! / στα τσακίδια(!)·
- στου διαβόλου τη μάνα, α. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού μένεις ή πού πας και εννοεί μια πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο. β. απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου πού να πάω.Αν ο ερωτώμενος θέλει να επιτείνει το μέγεθος της αδιαφορίας του, τότε η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα ·
- τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα. (Λαϊκό τραγούδι: στου διαβόλου τα ’γραψα όλα το κατάστιχο και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο). Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα στου διαβόλου το κατάστιχο (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «τζάμπα μιλάς, γιατί όσα λες τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τάζει της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι, βλ. λ. κερί·
- τι στο διάβολο! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στο διάβολο κάνει τόση ώρα και δεν έρχεται». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο καλό! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο διάβολο έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο διάβολο έγινε ο αναπτήρας μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο καλό έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο διάβολο έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο διάβολο έγινες όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο καλό έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!)·
- τι στο διάβολο θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στο διάβολο θέλει;». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο καλό θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο διάβολο κάνεις! έκφραση απορίας για κάποιον που ασχολείται με πράγματα έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο καλό κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- το τρίγωνο του διαβόλου, βλ. λ. τρίγωνο·
- το ’φερε ο διάβολος, βλ. συνηθέστ. το ’φερε η κακιά ώρα, λ. ώρα·
- τον (το) αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι, λέγεται σε περίπτωση που ένα άτομο επιδιώκει με κάθε τρόπο να μην συναντήσει κάποιον ή που αποφεύγει συστηματικά μια κατάσταση λόγω υπερβολικής απέχθειας: «αν θα ’ναι κι ο τάδε, δε θα ’ρθει, γιατί τον αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι || έχει τόσο πολύ υποφέρει μέσα στα νοσοκομεία από διάφορες αρρώστιες που, όταν χρειαστεί να πάει επίσκεψη σε νοσοκομείο, το αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι». Από το ότι ο διάβολος, σύμφωνα με τη σχετική φιλολογία, αποφεύγει συστηματικά το λιβάνι, γιατί, καθώς αυτό έχει ένα χαρακτηριστικό άρωμα, χρησιμοποιείται σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις·
- τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα σ’ εκτιμώ βαθύτατα, αλλά τον φίλο σου τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «αν σου είπε πως θέλει νε με δείρει, πες του πως τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον έχω στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. φρ. τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο·
- τον καβαλίκεψαν οι διαβόλοι, άρχισε να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, τρελά, δαιμονισμένα: «εκεί που καθόμασταν ήσυχα και μιλούσαμε, ξαφνικά τον καβαλίκεψαν οι διαβόλοι και δεν άφησε τίποτα όρθιο μέσ’ στο μαγαζί»·
- τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε, α. τιμωρήθηκε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις τον έπιασαν να βάζει χέρι στο ταμείο, τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε». β. έπαθε μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά, καταστράφηκε οικονομικά: «έμπλεξε με κάτι απατεώνες για να κάνουν δήθεν κάτι δουλειές, και τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τον πατέρα ή με το τον πατέρα και τη μάνα. (Τραγούδι: ποιος ξέρει τώρα να μου πει ποιαν αποφράδα μέρα μας πήρε και μας σήκωσε ο διάολος τον πατέρα; Και οι δεσποτάδες νταχτιρντί και γύρω γύρω όλοι μπουκάραν οι Οθωμανοί και πήρανε την Πόλη
- τον πιάνει ο διάβολος, ενεργεί σαν τρελός, σαν δαιμονισμένος: «όταν τον πιάνει ο διάβολος, είναι να μην κάθεσαι κοντά του, γιατί δεν ξέρεις τι θα σου προκύψει»·
- τον έστειλα κατά διαβόλου, βλ. φρ. τον έστειλα στο διάβολο·
- τον έστειλα στο διάβολο, α. τον έδιωξα ύστερα από ακατάσχετο υβρεολόγιο, τον διαβολόστειλα: «μ’ είχε φέρει μέχρι δω πάνω με τις ανοησίες του, και τον έστειλα στο διάβολο». β. έπαψα να ενδιαφέρομαι για κάποιον, αδιαφορώ τελείως: «αφού δεν εννοούσε να βάλει μυαλό, τον έστειλα κι εγώ στο διάβολο». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της αδιαφορίας μας, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Συνών. τον έστειλα στ’ ανάθεμα / τον έστειλα στα τσακίδια·
- τον στέλνω στου διαβόλου τη μάνα, α. τον στέλνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο. β. (συνήθως για στρατιωτικούς ή δημόσιους υπαλλήλους) τον μεταθέτω σε κάποια πολύ μακρινή πόλη ή χωριό, του κάνω δυσμενή μετάθεση: «η υπηρεσία του τον έστειλε στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- τον (το) φοβάται, όπως ο διάβολος το λιβάνι, βλ. φρ. τον (το) αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι·
- του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα, πρέπει να καλοπιάνει κανείς περισσότερο κάποιο επικίνδυνο άτομο, από το οποίο ενδέχεται να πάθει κάποιο κακό παρά ένα καλό και αγαθό άτομο: «αν είναι μούτρο, όπως λες, αυτός που νοίκιασε το διπλανό διαμέρισμα, για καλό και για κακό του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα»·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, τιμωρήθηκε πολύ σκληρά, όπως του άξιζε, παραδειγματικά: «μόλις τον έπιασε τ’ αφεντικό του να κάνει πάλι κοπάνα, του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το που τον γένναγαν ή το που τον γέννησαν ή το που τον πέταγαν·
- τραβώ το διάβολό μου, παιδεύομαι πάρα πολύ, καταταλαιπωρούμαι: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα, τραβώ το διάβολό μου, γιατί η γυναίκα μου μου βγήκε πολύ γκρινιάρα || τράβηξα το διάβολό μου, μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μες την ταβέρνα ξενυχτώ για σένα, βρε μικρό μου, και κάθε μέρα εγώ για σε τραβώ το διάβολό μου
- τρέχω στου διαβόλου τη μάνα, πηγαίνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «τρέχω στου διαβόλου τη μάνα για να πλασάρω το εμπόρευμα». Πολλές φορές, για να επιτείνει το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Η φρ. συνήθως λέγεται από εμπόρους ή πλασιέ·
- φτάνω στου διαβόλου τη μάνα, φτάνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «ξεκίνησε για ένα ταξιδάκι κι έφτασε στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Η φρ. συνήθως λέγεται από εμπόρους, πλασιέ ή ταξιδευτές.

διάθεση

διάθεση, η, ουσ. [<αρχ. διάθεσις <διατίθημι], η διάθεση· η προθυμία, η όρεξη για κάτι: «σήμερα μου λείπει η διάθεση για οτιδήποτε». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- (δε) γνωρίζω τις διαθέσεις του, α. (δε) γνωρίζω τι αισθήματα τρέφει για μένα ή για κάποιον: «δείχνει να με συμπαθεί, αλλά δε γνωρίζω τις πραγματικές διαθέσεις του». β. (δε) γνωρίζω τους σκοπούς του, τις προθέσεις του: «ήρθε απρόσκλητος στη συγκέντρωση και δε γνωρίζω τις διαθέσεις του»·
- (δεν) έχω διάθεση, α. (δε) βρίσκομαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, (δεν) έχω όρεξη για κάτι: «σταμάτα τ’ αστεία, γιατί δεν έχω διάθεση». β. (δεν) έχω όρεξη να φάω: «μη μου βάλεις άλλο φαγητό, γιατί δεν έχω διάθεση»·
- (δεν) έχω διάθεση να… ή (δεν) έχω τη διάθεση να…, (δεν) έχω το σκοπό, (δεν) έχω την πρόθεση, (δεν) προτίθεμαι να…: «σε παρακαλώ φύγε, γιατί δεν έχω τη διάθεση ν’ ασχοληθώ άλλο μαζί σου || από δω και πέρα δεν έχω τη διάθεση να βοηθήσω κανέναν»·
- (δεν) ξέρω τις διαθέσεις του, βλ. φρ. (δε) γνωρίζω τις διαθέσεις του·
- είμαι στη διάθεση σου, μπορείς να υπολογίζεις σε μένα, μπορείς να με χρησιμοποιήσεις όπως ή όπου νομίζεις: «να ξέρεις πως, όποτε με χρειαστείς, είμαι στη διάθεση σου»·
- είναι στη διάθεσή σου, (για πράγματα ή μηχανήματα) μπορώ να σου το δώσω για να το χρησιμοποιήσεις όποτε και όπως θέλεις: «όποτε θελήσεις να πας διακοπές, το σπίτι μου στη Χαλκιδική είναι στη διάθεσή σου || αν το χρειάζεσαι, το αυτοκίνητό μου είναι στη διάθεσή σου»·
- έχει άγρια διάθεση ή έχει άγριες διαθέσεις, έχει την πρόθεση, την όρεξη να ξεφαντώσει στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως: «μην πας μαζί του στα μπουζούκια, γιατί σήμερα έχει άγριες διαθέσεις»· βλ. και φρ. ήρθε μ’ άγρια διάθεση·
- έχει άσχημη διάθεση ή έχει άσχημες διαθέσεις, βλ. φρ. έχει άγρια διάθεση·
- έχει κακή διάθεση ή έχει κακές διαθέσεις, βλ. φρ. έχει άγρια διάθεση·
- έχω αγαθή διάθεση ή έχω αγαθές διαθέσεις, βλ. φρ. έχω καλή διάθεση·
- έχω καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, α. έχω σκοπό, έχω την πρόθεση να φέρω σε αίσιο τέλος κάποια ερωτική μου σχέση: «κύριε τάδε, θέλω να κουβεντιάσουμε για την κόρη σου, γιατί έχω καλές διαθέσεις». β. βρίσκομαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «βλέπω πως έχει καλές διαθέσεις, γιατί απ’ το πρωί χαμογελάει»·
- έχω όλη την καλή διάθεση να…, πρόσκειμαι πολύ ευνοϊκά σε κάποιον ή σε κάποια υπόθεση και είμαι έτοιμος να κουβεντιάσω για να βρεθεί κάποια λύση: «έχω όλη την καλή διάθεση να σε βοηθήσω, αν είσαι σωστός στις υποχρεώσεις σου || έχω όλη την καλή διάθεση να κουβεντιάσουμε την υπόθεσή σου για να βρούμε μια ικανοποιητική λύση»·
- ήρθα μ’ αγαθή διάθεση ή ήρθα μ’ αγαθές διαθέσεις, βλ. φρ. ήρθα με καλή διάθεση·
- ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, ήρθα με πρόθεση να ξεκαθαρίσω με πολιτισμένο, με συμβιβαστικό τρόπο κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «ήρθα με καλές διαθέσεις για να λύσουμε, επιτέλους, κάθε διαφορά μας»·
- ήρθε μ’ άγρια διάθεση ή ήρθε μ’ άγριες διαθέσεις, ήρθε με την πρόθεση να κάνει φασαρία ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «πες στον τάδε να μην πάει στο καφενείο, γιατί ήρθε ο αδερφός της γκόμενάς του μ’ άγριες διαθέσεις»· βλ. και φρ. έχει άγρια διάθεση·
- ήρθε μ’ άσχημη διάθεση ή ήρθε μ’ άσχημες διαθέσεις, βλ. φρ. ήρθε μ’ άγρια διάθεση·
- ήρθε με κακή διάθεση ή ήρθε με κακές διαθέσεις, βλ. φρ. ήρθε μ’ άγρια διάθεση·
- ήρθε με καλή διάθεση ή ήρθε με καλές διαθέσεις, ήρθε με πρόθεση να ξεκαθαρίσει με πολιτισμένο, με συμβιβαστικό τρόπο κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «άφησε τα πείσματα κι άκουσέ τον τι θέλει να σου πει, γιατί ήρθε με καλή διάθεση»·
- με διάθεση να… ή με τη διάθεση να…, επίτηδες, σκόπιμα: «όλα όσα είπε, τα είπε με τη διάθεση να σε στενοχωρήσει || έφυγε με τη διάθεση να σε προσβάλει».

διασκέδαση

διασκέδαση, η, ουσ. [<μτγν. διασκέδασης], η διασκέδαση·
- καλή διασκέδαση! ευχή σε κάποιον ή σε κάποιους που πηγαίνουν να διασκεδάσουν.

δουλειά

δουλειά, η, ουσ. [<μσν. δουλειά <αρχ. δουλεία (= σκλαβιά) <δουλεύω ]. 1α. η έμμισθη εργασία, το επάγγελμα: «η δουλειά του είναι μηχανικός αυτοκινήτων». (Λαϊκά τραγούδια: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά // μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). β. ο χώρος όπου δουλεύει κανείς: «πηγαίνω στη δουλειά μου». 2. η ασχολία, η υποχρέωση: «σήμερα έχω πολλές δουλειές, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να δω ένα φίλο μου, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, κι ύστερα να περάσω απ’ το ράφτη μου για πρόβα». 3. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, γενικά η επιχείρηση: «είναι υπάλληλος στη δουλειά του τάδε || τον τελευταίο χρόνο έκανε μια καλή δουλειά κι έβγαλε πολλά φράγκα». 4. η απασχόληση: «όταν δεν έχει κάποια δουλειά να περνάει την ώρα του, ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων». Υποκορ. δουλίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 925 φρ.)·
- αβανταδόρικη δουλειά ή αβανταδόρικες δουλειές, α. επάγγελμα που παρέχει σε αυτόν που το ασκεί διάφορα πλεονεκτήματα για κοινωνική προβολή: «ο πολιτικός μηχανικός, όσο να πεις, είναι αβανταδόρικη δουλειά». β. δουλειά από την οποία μπορεί κανείς να αποκομίσει οικονομικά οφέλη: «ασχολείται μόνο με αβανταδόρικες δουλειές»·
- αβασάνιστη δουλειά, που προγραμματίστηκε, που σχεδιάστηκε, που εκτελέστηκε χωρίς έλεγχο, χωρίς πολύ σκέψη, και, ως εκ τούτου, δουλειά τη διακρίνει προχειρότητα, τσαπατσουλιά: «έκανε αβασάνιστη δουλειά και την πάτησε»·
- αβάσταχτη δουλειά, α. που είναι πάρα πολύ κουραστική, που δεν μπορεί κανείς να την αντέξει: «το να ’σαι χαμάλης στο λιμάνι είναι αβάσταχτη δουλειά». β. δουλειά συνεχής και έντονη, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί κανείς να την αντέξει για πολύ: «δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, πάντως εγώ στην περίοδο των γιορτών είχα αβάσταχτη δουλειά»·
- αβγάτισαν οι δουλειές του, αυξήθηκαν οι δουλειές του, μεγάλωσαν, του απέφεραν σημαντικά κέρδη: «έπεσε σε καλή περίοδο και με λίγη τύχη αβγάτισαν οι δουλειές του»·
- αβέρτα δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «όλον αυτόν το μήνα είχα αβέρτα δουλειά»·
- αεριτζίδικη δουλειά ή αεριτζίδικες δουλειές, α. ευκαιριακή δουλειά, δουλειά τέτοια ώστε, αυτός που την κάνει, δε διακινδυνεύει προσωπικά κεφάλαια: «κάθε φορά που μυρίζεται αεριτζίδικη δουλειά, κάνει πώς και πώς να πάρει κι αυτός μέρος» β. δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «γυρίζει μέσ’ στην πιάτσα και κάνει αεριτζίδικες δουλειές»· βλ. και φρ. δουλειές του ποδαριού. γ.ψεύτικη εκδούλευση ή υπηρεσία: «εγώ για αεριτζίδικες δουλειές δε δίνω δεκάρα»·
- αθόρυβη δουλειά ή αθόρυβες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία, που δεν προκαλεί θόρυβο, που δεν ενοχλεί: «έχουμε δίπλα μας ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, αλλά ευτυχώς είναι αθόρυβη δουλειά». β. δουλειά που γίνεται με μυστικότητα και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να είναι ύποπτη ή παράνομη: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει αθόρυβες δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου·
- άι στη δουλειά σου! βλ. φρ. άντε στη δουλειά σου!
- αλαλούμ δουλειά, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικη δουλειά·
- αλαμπουρνέζικη δουλειά, α. επιχείρηση χωρίς σειρά και τάξη, που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πώς να μη χρεοκοπήσει με τέτοια αλαμπουρνέζικη δουλειά που είχε!». β. τεχνική ιδίως εργασία, που είναι πολύ κακή: «μου ’πατε πως είναι καλός μηχανικός, αλλά μου ’κανε αλαμπουρνέζικη δουλειά»·
- αλήτικη δουλειά ή αλήτικες δουλειές, συμπεριφορά ανάρμοστη και κατακριτέα: «άσε, επιτέλους, αυτές τις αλήτικες δουλειές και γίνε άνθρωπος!»·
- αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, δουλεύει εξαντλητικά: «όταν αποφασίζει να δουλέψει, αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δουλεύει σκληρά, ιδρώνει πολύ και για το λόγο αυτό είναι αναγκασμένο να αλλάζει φανέλα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη δουλειά δεν είχα! Εγώ καίγομαι να στείλω τις παραγγελίες || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη δουλειά δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με βοηθήσεις στην μετακόμιση; -Άλλη δουλειά δεν έχω! || μην ξεχάσεις, όταν θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη δουλειά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη δουλειά κι αυτή! έκφραση απορίας ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε και το βρίσκουμε απαράδεκτο ή παράλογο: «θέλω οπωσδήποτε να ’ρθεις την Κυριακή να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλη δουλειά κι αυτή! Μα δε σου είπα πως θα πάω εκδρομή με την οικογένειά μου;»·
- αλμπάνικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό που μου σύστησες, γιατί την προηγούμενη φορά μου έκανε πολύ αλμπάνικη δουλειά». Από το ότι, το να καρφώνει κανείς τα πέταλα στις οπλές των ζώων, που είναι η δουλειά του αλμπάνη, δεν απαιτεί καμιά επιδεξιότητα, καμιά τέχνη·
- άμε στη δουλειά σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στη δουλειά σου, ρε παιδάκι μου, μη με βάλεις σε κανέναν μπελά!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου·τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου).Συνών. άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου(!)·
- αμοντάριστη δουλειά, α. (για μηχανήματα) που ακόμα δε συναρμολογήθηκε: «απ’ το πρωί έχω μοντάρει τρεις μηχανές, αλλά έχω και μια αμοντάριστη δουλειά και πρέπει να καθίσω να τη μοντάρω». β. (γενικά) δουλειά που βρίσκεται ακόμα στα σχέδια, στην επεξεργασία της, που ακόμα δεν είναι έτοιμη να αρχίσει η πραγματοποίησή της: «έχει μια αμοντάριστη δουλειά κι έχει τρελαθεί στο τρέξιμο»·
- αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σάββατο, λέγεται ειρωνικά ή συμβουλευτικά για άτομα που είναι αναβλητικά, γιατί, αν δεν αρχίσει έγκαιρα η δουλειά που έχουν αναλάβει, δε θα τελειώσει στην ώρα της: «άσε τις αναβλητικότητες, γιατί αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο». Από το ότι παλιότερα αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα το Σάββατο είναι ημέρα πληρωμών, οπότε πρέπει να έχει τελειώσει η δουλειά για να αρχίσουν το Σάββατο οι διάφορες πληρωμές·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, α. για να παραχθεί έργο, απαιτούνται χρόνος και κόπος: «συγκεντρώσου στη δουλειά σου και δούλεψε, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». β. χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις κι εσύ αυτά που έχουν οι άλλοι, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, έκφραση που θέλει να τονίσει τις δυσκολίες και τις πίκρες της δουλειάς, την καταναγκαστική φύση της, το ότι συχνά γίνεται από ανάγκη και όχι από επιλογή·
- ανέβηκε η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, μετά από περίοδο κάμψης παρατηρείται στην αγορά εμπορική κίνηση: «κατά τη διάρκεια των γιορτών ανέβηκε η δουλειά»·
- άνετη δουλειά, εργασία, ιδίως γραφείου, που διεκπεραιώνεται χωρίς κούραση: «δουλεύει σε μια άνετη δουλειά και μας έρχεται πάντοτε ξεκούραστος και ορεξάτος»·
- ανθίζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, (ειρωνικά) αυτός που αναλαμβάνει ή που του φορτώνουν πολλές και διάφορες δουλειές ή ευθύνες: «όταν θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από κάποια δουλειά τη φορτώνουμε στον τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές || για περισσότερα θα σε κατατοπίσει ο τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές»·
- άνθρωπος της δουλειάς, α. αυτός που είναι εργατικός, που του αρέσει η δουλειά: «ό,τι και να του αναθέσω να κάνει, δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς». β. αυτός που έχει πείρα σε μια συγκεκριμένη εργασία: «πρέπει να ρωτήσουμε και τον τάδε αν φταίνε τα μπουζί που δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς»·
- ανιαρή δουλειά, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως προς τη διαδικασία της, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο και νωθρό τρόπο, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «δουλεύει σε μια τόσο ανιαρή δουλειά, που δε βλέπει την ώρα να σηκωθεί να φύγει»·
- ανοίγω δουλειά, α. ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «άνοιξε δουλειά με είδη προικός». Συνών. ανοίγω μαγαζί / ανοίγω κατάστημα. β. αρχίζω να συναλλάσσομαι, αρχίζω να εμπορεύομαι: «άνοιξα δουλειά με το εξωτερικό»· βλ. και φρ. ανοίγω δουλειές ·
- ανοίγω δουλειές, α. αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι, ιδίως στο σπίτι μου, με κύριο σκοπό να γεμίσω τις ελεύθερες ώρες μου: «κάθε τόσο, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, ανοίγω διάφορες δουλειές στο σπίτι, για να περνάει η ώρα μου». β. από άστοχη ενέργειά μου δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «άνοιξα δουλειές απ’ τη μέρα που μπλέχτηκα μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- ανοίγω τη δουλειά μου, αρχίζω να δουλεύω στην επιχείρησή μου, στο κατάστημά μου, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε πρωί ανοίγω τη δουλειά μου στις οχτώ»·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «έχω σκοπό ν’ ανοίξω τις δουλειές μου και στο χώρο του ιματισμού»·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με πιθανότητα κακών συνεπειών: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια παλιοδουλειά κι άνοιξε δουλείες με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία για ανάκριση»·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, ύστερα από περίοδο κάμψης στην αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική εμπορική κίνηση, γίνεται αλισβερίσι: «την περίοδο των γιορτών άνοιξαν οι δουλειές»·
- άντε στη δουλειά σου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στη δουλειά σου, μην έχουμε μαλώματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την εργασία και την οικογένειά του. (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε, τη ζωή σου ζήσε, και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι, που περνάνε τη ζωή τους δίχως να χαρούν σταλιά από τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά)· 
- απατεωνίστικη δουλειά ή απατεωνίστικες δουλειές, ενέργεια που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται προς εξαπάτηση: «ένα ρεμάλι μόνο απατεωνίστικες δουλειές μπορεί να σκαρώνει»·
- απίθανη δουλειά, δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε απίθανη δουλειά»·  
- απίθανη δουλειά ή απίθανες δουλειές, δουλειά εντελώς ιδιόρρυθμη, ιδιότυπη, που δεν τη συναντάει κανείς εύκολα ή συχνά: «δουλεύει σε μια απίθανη δουλειά, που δεν ξέρω να σου πω τι ακριβώς είναι || υπάρχουν διάφορες απίθανες δουλειές, που ούτε καν μπορεί να τις βάλει ο νους του ανθρώπου»·
- από δουλειά άλλο τίποτα, α. υπάρχειδουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «οι άλλοι παραπονιούνται πως έχουν κεσάτια, αλλά εγώ από δουλειά άλλο τίποτα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το μυαλό του συνεχώς στη δουλειά, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, από δουλειά άλλο τίποτα αυτό το παιδί»·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά: «όλοι παραπονιούνται πως έχουν αναδουλειές, εγώ όμως, δόξα σοι ο Θεός, από δουλειά να φαν’ κι οι κότες»·
- από δουλειά ούτε λόγος, υπάρχει δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «έχω διάφορα προβλήματα στην προσωπική μου ζωή μου αλλά, ευτυχώς, από δουλειά ούτε λόγος»·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, α. υπάρχει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά: «κατά την περίοδο των γιορτών από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται». β. δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση κάποιου για δουλειά: «τρελαίνεται για γλέντια και διασκεδάσεις, αλλά από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται»·
- απτάλικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ απτάλικη δουλειά». Λόγω γλωσσικής ευκολίας ακούγεται απντάλικη δουλειά·
- αρπακολλατζίδικη δουλειά ή αρπακολλατζίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε βιαστικά, επιπόλαια, με προχειρότητα: «μη διανοηθείς να μου κάνεις αρπακολλατζίδικη δουλειά, γιατί δε θα πάρεις δραχμή». β. υπόθεση ή συμφωνία που κλείνεται αμέσως, επιπόλαια, απρόσεκτα: «θα μ’ αφήσεις ένα διάστημα να εξετάσω καλά αυτό που μου προτείνεις, γιατί δε μ’ αρέσουν οι αρπακολλατζίδικες δουλειές»·
-αρπακολλίστικη δουλειά ή αρπακολλίστικες δουλειές, βλ. φρ. αρπακολλατζίδικη δουλειά·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον, πως θα αναλάβουμε ή θα διεκπεραιώσουμε εμείς μια δουλειά ή υπόθεσή του, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί ή δεν τολμάει να αναλάβει αυτός: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και για τα υπόλοιπα άσ’ τη δουλειά απάνω μου»·
- ασταμάτητη δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «την περίοδο του καλοκαιριού άνοιξα ένα μπαράκι στην παραλία κι είχα ασταμάτητη δουλειά απ’ τη νεολαία και τους τουρίστες»·
- αστεία δουλειά, α. δουλειά ή ενέργεια που δεν παρουσιάζει την παραμικρή δυσκολία, που είναι πανεύκολη: «αυτό που μου ανάθεσες να κάνω είναι αστεία δουλειά για μένα». β. δουλειά, επιχείρηση, χωρίς καμιά σοβαρότητα, που δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική εξέλιξης ή κέρδους: «απασχολείται σε μια αστεία δουλειά, κι επειδή φοβάται πως θα κλείσει, ψάχνει να βρει κάποια άλλη»·
- ασυντόνιστη δουλειά, δουλειά που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, που δεν κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο ή δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος ή έμπειρος να τη συντονίζει, να τη διευθύνει: «πώς να μην πέσει έξω με τέτοια ασυντόνιστη δουλειά που είχε!»·
- άσχετη δουλειά ή άσχετες δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, απασχόληση, ενέργεια ή λόγος, που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες: «φτιάχνει λουλούδια από χαρτί και τα μοσχοπουλάει. -Υπάρχουν ακόμα τέτοιες άσχετες δουλειές; || θα πάμε να τον βρούμε όλοι μαζί για να του εκθέσουμε το πρόβλημα. -Άσχετη δουλειά, γιατί ο καθένας έχει διαφορετικό πρόβλημα || εγώ λέω να ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο. -Άσχετη δουλειά, γιατί εσύ μπορείς να λες ό,τι θες»·
- άσχημη δουλειά ή άσχημες δουλειές, κατάσταση ενοχλητική ή επιζήμια: «έπαθε άσχημη δουλειά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές
- ατζαμίδικη δουλειά ή ατζαμίδικες δουλειές, α.εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε από αδέξιο τεχνίτη, από αδέξιο μάστορα: «δεν ξαναπάω τ’ αυτοκίνητό μου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ ατζαμίδικη δουλειά || του παρήγγειλα να μου φτιάξει μια βιβλιοθήκη και μου ’κανε ατζαμίδικη δουλειά, γιατί είχε στραβά ράφια». β. αδέξιος χειρισμός μιας υπόθεσης: «έπρεπε να τον καλοπιάσεις και να του μιλήσεις με ευγένεια για να προωθήσει την υπόθεσή σου, γιατί με τις φωνές και με παρόμοιες ατζαμίδικες δουλειές, φέρνει κανείς το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα»·
- άτιμη δουλειά, που είναι δύσκολη, που δυσκολεύει κατά την εκτέλεσή της: «έχω μπλεχτεί με μια άτιμη δουλειά, που βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα»·
- ατράνταχτη δουλειά, επιχείρηση με απόλυτη σοβαρότητα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που κανείς ή τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει: «ο πατέρας του του έχει αφήσει μια ατράνταχτη δουλειά, που θεωρείται απ’ τις μεγαλύτερες του τόπου μας»·
- αυτή είναι δουλειά! α. έκφραση ικανοποίησης για δουλειά που παρουσιάζει σοβαρότητα ή οικονομικό ενδιαφέρον: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη η ψιλικατζίδικη που μου ’λεγες την άλλη φορά!». β. έκφραση ικανοποίησης για εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη που μου ’κανε ο προηγούμενος μηχανικός!»·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. συνηθέστ. εδώ είναι η δουλειά·
- αυτή ( αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! α. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία που μας παρουσιάζεται με απόλυτη σοβαρότητα ή που παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον: «αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με εμπόριο χρυσού. -Αυτή κι αν δεν είναι δουλειά!». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη, πολλή ευαισθησία και πολύ μεράκι: «ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να τελειώσω αυτή τη μακέτα, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. -Μπράβο σου, ρε φίλε, αυτή κι αν είναι δουλειά!»·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, που μου αναθέτει κάποιος να τελειώσω ή να διεκπεραιώσω, είναι πάρα πολύ εύκολη για μένα: «θα σου τελειώσει τη δουλειά στο άψε σβήσε, γιατί αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, η δουλειά ή η ενέργεια για την οποία γίνεται λόγος, απαιτεί κάποιον πολύ ικανό ή τολμηρό: «δεν μπορεί ο καθένας να γίνει οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια || δεν μπορεί ο καθένας να δουλεύει στα λατομεία, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια»·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. φρ. αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση που μου προτείνει κάποιος έχω την εντύπωση πως είναι πολύ δύσκολο για μένα να την τελειώσω, να τη διεκπεραιώσω και για το λόγο αυτό, τις πιο πολλές φορές δεν την αναλαμβάνω: «αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, γι’ αυτό θα σε συμβούλευα να την αναθέσεις σε κάποιον άλλον»·
- (αυτό) είναι δική μου δουλειά, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «το αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δική μου δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου δουλειά·
- αυτός είναι η δουλειά, σε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτόν εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να πλευρίσουμε το διευθυντή για να πάρουμε την ανάθεση του έργου, γιατί αυτός είναι η δουλειά». Συνήθως για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλη·
- αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, καταστρέφομαι, καταστρεφόμαστε οικονομικά: «εντατικοποιήστε τις δυνάμεις σας παιδιά, γιατί αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας». Η χρήση της φρ. πολλή σπάνια και μόνο από τους παλιούς ανθρώπους της πιάτσας και τους ηλικιωμένους·
- άχαρη δουλειά ή άχαρες δουλειές, α. δουλειά μονότονη, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «κάνει τόσο άχαρη δουλειά, που πολλές φορές τον παίρνει ο ύπνος». β. δουλειά που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους δημόσιους βόθρους. -Άχαρη δουλειά, μωρ’ αδερφάκι μου!». γ. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έχει γίνει χωρίς τέχνη και μεράκι: «μετά από πολλά μου ’φερε τη μακέτα που του ζήτησα, αλλά μου ’κανε πολύ άχαρη δουλειά»·
- αχμάκικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και μεράκι, χωρίς φαντασία: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ αχμάκικη δουλειά»·
- βαβουρατζίδικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι θορυβώδης: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο, που είναι πολύ βαβουρατζίδικη δουλειά, και κάθε μεσημέρι δεν μπορώ να κλείσω μάτι». β. επιχείρηση εμπορική ή βιοτεχνική στην οποία απασχολούνται πολλά άτομα: «το σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου, που βρίσκεται στη γειτονιά μου, είναι βαβουρατζίδικη δουλειά και δίνει ψωμί σε πενήντα άτομα». γ. δουλειά, ιδίως εμπορική, που συναλλάσσεται με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ τα νεύρα του είναι τεντωμένα, γιατί δουλεύει στο σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου που είναι βαβουρατζίδικη δουλειά γιατί έχει πολλή πελατεία»·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), επιβαρύνω με πρόσθετη εργασία κάποιον, απασχολώ κάποιον παρά τη θέλησή του: «μου έχεις γίνει φόβος και τρόμος, γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, με βάζεις σε δουλειές»·
- βάλτωσαν οι δουλειές, δεν παρατηρείται στην αγορά η παραμικρή εμπορική συναλλαγή, το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων βάλτωσαν οι δουλειές»· βλ. και φρ. βάλτωσε η δουλειά·
- βάλτωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο, δεν προχωράει παραπέρα, δεν εξελίσσεται: «έμεινα από μετρητά κι έτσι βάλτωσε η δουλειά || αρρώστησε σοβαρά ο δικηγόρος μου κι έτσι βάλτωσε η δουλειά που του είχα αναθέσει»· βλ. και φρ. βάλτωσαν οι δουλειές·
- βαρβάτη δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πολύ αποδοτική, πολύ κερδοφόρα: «ο πατέρας του του άφησε μια βαρβάτη δουλειά κι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής του». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε τέλεια και μας ικανοποιεί απόλυτα: «ο μηχανικός μου ’κανε βαρβάτη δουλειά»·
- βαρετή δουλειά, βλ. συνηθέστ. ανιαρή δουλειά·
- βαριά δουλειά! πολύ δύσκολη υπόθεση, περίπτωση που θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη, μεγάλη ψυχική αντοχή: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Βαριά δουλειά!»·
- βαριά δουλειά, χειρονακτική ιδίως εργασία που απαιτεί από τον εργαζόμενο μυϊκή δύναμη ή σωματική αντοχή, δουλειά που είναι πολύ κουραστική ή πολύ ανθυγιεινή: «δουλεύει σε κείνον τον τομέα που έχουν βάλει τις πιο βαριές δουλειές του εργοστασίου». Για τέτοιες δουλειές, που ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, υπάρχει ξεχωριστή μισθολογική ή συνταξιοδοτική μεταχείριση. Πρβλ.: η αγάπη θέλει προϋπηρεσία, μεροκάματο, ξενύχτι και νταλκά, θέλει Ι.Κ.Α., μια ζωή στην ανεργία, στα βαρέα ένσημα και στ’ ανθυγιεινά (Τραγούδι)·
- βαριά δουλειά (είναι) η καλογερική, α. είναι δύσκολη η εργένικη ζωή: «καλή είναι η εργένικη ζωή, δε λέω, αλλά το βράδυ, που γυρίζεις στο σπίτι και μένεις ολομόναχος, καταλαβαίνεις πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική || αρρώστησε και δεν έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίσει, γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο. -Βαριά δουλειά η καλογερική». Από το ότι είναι δύσκολη υπόθεση ο μοναχικός βίος και, κατ’ επέκταση, είναι δύσκολη η άγαμη ζωή. β. είναι βαρύ το έργο ή το καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «στριμώχτηκε τον τελευταίο καιρό για να πάρει το πτυχίο του, και διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς να βγαίνει ούτε για μια βόλτα απ’ το σπίτι του. -Βαριά δουλειά η καλογερική». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που, ενώ είναι μαθημένος στην άνεση και στην καλοπέραση, υποχρεώνεται ξαφνικά να εργαστεί σκληρά και να ζει λιτά, χωρίς εξόδους και γλέντια, πράγμα που του προξενεί στενοχώρια, δυσφορία: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βγάζω δουλειά, παράγω ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «όταν δουλεύω με όρεξη βγάζω δουλειά || είναι απ’ τους λίγους εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο που βγάζει δουλειά χωρίς να τον πιέζει κανένας»·
- βγάζω τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω: «μόλις βγάλεις τη δουλειά, είσαι ελεύθερος να φύγεις»·
- βγαίνει δουλειά, παράγεται ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, βγαίνει δουλειά, γιατί τους έχω όλους οργανωμένους μια χαρά»· βλ. και φρ. βγαίνει η δουλειά·
- βγαίνει (έτσι) δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- βγαίνει ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. συνηθέστ. γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά(;)·
- βγαίνει η δουλειά, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά μου, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά μου·
- βιρτουόζικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με μεγάλη  δεξιοτεχνία, φαντασία και μεράκι: «ο τάδε μηχανικός κάνει πάντα βιρτουόζικη δουλειά || ο τάδε ζωγράφος έκανε βιρτουόζικη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά, την επιβλέπω: «όσο θα λείπω, θέλω να βλέπεις τη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά μου, είμαι προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε από όσα γίνονται ή διαδραματίζονται γύρω μου: «σεισμός να γίνεται, βομβαρδισμός να γίνεται, ό,τι και να γίνεται, εγώ βλέπω τη δουλειά μου»·
- βραχυκύκλωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση συνάντησε απρόσμενη δυσκολία, απρόσμενο εμπόδιο και σταμάτησε να εξελίσσεται προσωρινά ή και οριστικά: «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά βραχυκύκλωσε η δουλειά και μας έδεσε τα χέρια»·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βρήκε από κάποιον έτοιμη δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική: «αυτός είναι πολύ τυχερός, γιατί βρήκε στημένη δουλειά απ’ τον πατέρα του || κι εσύ, αν έβρισκες δουλειά στημένη, δε θα κουραζόσουν τόσο πολύ στη ζωή σου για να δημιουργήσεις αυτά που δημιούργησες»·
- βρήκε στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, ανέλαβε κάποια επιχείρηση, ιδίως εμπορική εν ενεργεία, που εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «είναι τυχερός, γιατί βρήκε στρωμένη δουλειά απ’ την οικογένειά του || όποιος βρίσκει δουλειά στρωμένη, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, μπορεί κι εύκολα να την καταστρέψει»·
- βρόμα η δουλειά! αρχίζουν να διαφαίνονται σοβαρές δυσκολίες, σοβαροί κίνδυνοι σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με τον τρόπο που ατή διαμορφώνεται: «αν αρχίσουν, όπως λένε, την ένορκη διοικητική εξέταση για να εντοπίσουν αυτόν που έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης, βρόμα η δουλειά! || λένε πως θα γίνει πάλι υποτίμηση της δραχμής. -Βρόμα η δουλειά!»· βλ. και φρ. είναι βρόμα η δουλειά ·
- βρομά η δουλειά, η δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, δεν είναι τίμια, δεν είναι νόμιμη, είναι παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί βλέπω πως βρωμά η δουλειά»·
- βρόμικη δουλειά ή βρόμικες δουλειές, α. εργασία που διεκπεραιώνεται σε βρόμικο, σε ανθυγιεινό περιβάλλον: «το να ’σαι υπάλληλος καθαριότητας του δήμου είναι βρόμικη δουλειά». β. δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, που δεν είναι τίμια, που δεν είναι νόμιμη, που είναι παράνομη: «εμένα βγάλε με απ’ έξω, γιατί δε μπλέκομαι σε βρόμικες δουλειές». γ. (στη γλώσσα της αργκό) η δολοφονία: «ξέρει έναν χάλια μάγκα που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές της πιάτσας»·
- βρόμισε η δουλειά, α. δουλειά που, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται με αυτήν όλο και περισσότεροι, οπότε έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που βρόμισε η δουλειά, τώρα πήγε κι αυτός ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». β. δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, διέρρευσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά στον ανταγωνιστή μου, θα την παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με άλλη». γ. δουλειά ή υπόθεση που, ενώ εξελισσόταν ομαλά, έπαψε να συμφέρουσα και επιτυχημένη: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά που είχε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- βρόμισε τη δουλειά, δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, κάποιος την πρόδωσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «δεν ξέρω ποιος βρόμισε τη δουλειά στον ανταγωνιστή μου!»·
- γαμημένη δουλειά, α. δουλειά ή υπόθεση που έχει ή που παρουσιάζει συνέχεια μεγάλες δυσκολίες: «μπλέχτηκα πριν από καιρό με μια γαμημένη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω ακόμα». β. δουλειά που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, είτε γιατί ασκείται από πολλούς είτε γιατί έχει εξαντλήσει ή δεν προσελκύει άλλο το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού: «μην ανοίξεις βιντεοκλάμπ, γιατί απ’ τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι ιδιωτικές τηλεοράσεις είναι γαμημένη δουλειά, αφού ο κόσμος δεν ξέρει πια ποιο πρόγραμμα να πρωτοδιαλέξει»·
- γαμήσι δουλειά, βλ. φρ. είναι γαμήσι η δουλειά·
- γίνεται δουλειά, παρατηρείται σοβαρή, μεθοδευμένη προσπάθεια σε κάποιο χώρο με καλά αποτελέσματα: «τα τελευταία χρόνια, γίνεται δουλειά στο χώρο του κλασικού αθλητισμού || αυτό που θέλω να μου πεις είναι αν γίνεται σήμερα δουλειά στα ελληνικά πανεπιστήμια»· βλ. και φρ. γίνεται η δουλειά·
- γίνεται (έτσι) δουλειά! σοβαρή αμφισβήτηση για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «τη μια ο ένας την κάνει κοπάνα, την άλλη ο άλλος παίρνει άδεια απ’ τη σημαία, άλλος δεν έρχεται καθόλου κι άλλος ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει, ε, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται έτσι δουλειά! || μ’ όλο αυτό το απεργιακό κύμα που σαρώνει τον τελευταίο καιρό τον τόπο μας, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται δουλειά!»·
- γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση, για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «θέλω να δεις καλά τα σχέδια και να μου πεις, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; || θέλω να μ’ απαντήσεις ντόμπρα και σταράτα, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά να προωθήσεις την αίτηση που έκανα για τη δανειοδότησή μου;»·
- γίνεται η δουλειά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ ό,τι βλέπω στα σχέδια, γίνεται η δουλειά || απ’ ότι ξέρω, γίνεται η δουλειά να βάλεις την αίτησή μου στο σωστό δρόμο»·
- γίνεται η δουλειά μου, η δουλειά μου, η εργασία μου, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά: «έχω τόσο ευσυνείδητο προσωπικό, που, όσο καιρό και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, γίνεται η δουλειά μου»·
- γκαγκάν δουλειά ή δουλειά γκαγκάν, βλ. φρ. η δουλειά είναι γκαγκάν·
- γκαντέμιασε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, άρχισαν να παρουσιάζονται αλλεπάλληλες ατυχίες και κινδυνεύει να περιέλθει σε αδιέξοδο ή και να αποτύχει οριστικά: «εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά κι είπα ν’ ανασάνω λίγο, ξαφνικά γκαντέμιασε η δουλειά κι έχασα την ηρεμία μου»·
- γκαντέμικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει συνεχείς ατυχίες, συνεχείς δυσκολίες, και για το λόγο αυτό μας προξενεί ψυχική δυσφορία: «έμπλεξα με μια γκαντέμικη δουλειά, που μ’ έχει σπάσει τα νεύρα»·
- γκαραντί δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που έχει εξασφαλισμένη επιτυχία, που είναι οργανωμένη πάνω σε στέρεες, σε εγγυημένες βάσεις: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια γκαραντί δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εγγυημένη: «κάνει γκαραντί δουλειά αυτός ο μηχανικός»·
- γούρνιασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ προχωρούσε ομαλά, έπαψε πια να εξελίσσεται, περιήλθε σε στασιμότητα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά γούρνιασε η δουλειά κι έχω στα καλά καθούμενα σοβαρά προβλήματα». Από την εικόνα των τρεχούμενων νερών, που, όταν συγκεντρώνονται στη γούρνα, παραμένουν στάσιμα·
- γραφική δουλειά, βλ. συνηθέστ. δουλειά γραφείου·
- γρουσούζικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που συναντάει συνέχεια ατυχίες, δυσκολίες, προβλήματα: «έμπλεξα με μια γρουσούζικη δουλειά και δεν ξέρω πότε θα ξεμπλέξω»·
- δε γίνεται έτσι δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση πως με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη: «εδώ μέσα κάνει ο καθένας του κεφαλιού του κι ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, πως δε γίνεται έτσι δουλειά»·
- δε γίνεται έτσι η δουλειά, είναι λανθασμένος ο τρόπος που ακολουθείται για να εξελιχθεί ή να περατωθεί κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αν θέλεις να τελειώσεις αυτό που άρχισες, άλλαξε τακτική, γιατί δε γίνεται έτσι η δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, α. έχω συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «απ’ το πρωί δε σήκωσα κεφάλι απ’ τη δουλειά». β. έχω το μυαλό μου συνέχεια στη δουλειά, δουλεύω εντατικά: «όταν αποφασίσει να δουλέψει, δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, είμαι απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε άλλο: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά του»·
- δε σταυρώνει σε δουλειά ή δε σταυρώνει σε μια δουλειά, αλλάζει συνεχώς θέση εργασίας, δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια θέση εργασίας: «είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος, γι’ αυτό δε σταυρώνει σε μια δουλειά»·
- δε σταυρώνω δουλειά, δεν μπορώ να βρω, να αναλάβω κάποια εργασία, ιδίως ως τεχνίτης: «όλοι παίρνουν ένα σωρό δουλειές κι εγώ δε σταυρώνω δουλειά!»·
- δε στεριώνει σε δουλειά ή δε στεριώνει σε μια δουλειά, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, να μείνει για πολύ καιρό σε μια θέση εργασίας: «είναι τόσο άτυχος άνθρωπος, που δε στεριώνει σε δουλειά || είναι τόσο νευρικός άνθρωπος, που δε στεριώνει σε μια δουλειά»·
- δε χαμπαρίζει από δουλειά, βλ. φρ. είναι άσχετος από δουλειά·
- δε χαμπαρίζει στη δουλειά, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει τίποτα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τη δουλειά του: «μπορεί να είσαι φίλος του, αλλά, αν κάνεις πως πας να τον ανταγωνιστείς, θα σε λιώσει, γιατί δε χαμπαρίζει στη δουλειά»·
- δεν έγινε έτσι η δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) (η) δουλειά σου, να μη σε ενδιαφέρει, να μη σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα, γιατί υπάρχουν άλλοι που ενδιαφέρονται ή που ασχολούνται με αυτό, γιατί είναι έξω από τις αρμοδιότητές σου: «μη σε απασχολεί η μεταφορά των εμπορευμάτων, γιατί δεν είναι δουλειά σου αυτή»·
- δεν είναι για δουλειά, λέγεται για άνθρωπο τεμπέλη, που δεν έχει καμιά διάθεση να εργαστεί: «του έχω δώσει ένα σωρό ευκαιρίες, αλλά δεν είναι για δουλειά ο άνθρωπος»·
- δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου δουλειά να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν είναι δική μου δουλειά». Συνών. δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι δουλειά αυτή! ή δεν είναι αυτή δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δεν είναι δουλειά αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι δουλειά αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια! || δεν είναι δουλειά αυτή, κάθε μεσημέρι την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση της ασυδοσίας ή νοοτροπίας που επικρατεί σε κάποιο εργασιακό ιδίως χώρο και, κατ’ επέκταση, κατηγορηματική δήλωση για την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους της επιχείρησης. Συνήθως, μια τέτοια επιχείρηση χαρακτηρίζεται καφενείο, από το ότι πηγαίνει και φεύγει ο καθένας ό,τι ώρα θέλει, μπουρδέλο ή κωλοχανείο, για να καταδείξει την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους, ή και σκορποχώρι, για να δώσει την εικόνα της διάλυσης: «απ’ τη μέρα που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, δεν είναι δουλειά αυτή, αυτή ’ναι καφενείο (μπουρδέλο, κωλοχανείο, σκορποχώρι)». Πρβλ. λ.: όταν μπαίνουν στην καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά είναι καφενείο (Λαϊκό τραγούδι)·
- δεν είναι δουλειά σου να..., α. δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει στην επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική θέση σου να...: «δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ διευθυντής ν’ ασχολείσαι με τέτοιες μικροϋποθέσεις || δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ γιατρός να συναναστρέφεσαι με τους παρακατιανούς». β. δεν υπάρχει λόγος να ...: «δεν είναι δουλειά σου να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό το άτομο». γ. δεν είναι της αρμοδιότητάς σου να ...: «δεν είναι δουλειά σου ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό το θέμα»·
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική, δεν έγινε, δε φτιάχτηκε σωστά, έχει ή παρουσιάζει προβλήματα: «δεν έγινε εντάξει η δουλειά, γιατί με την πρώτη βροχή πλημμυρίζουμε»·
- δεν είναι έτσι η δουλειά, η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν έγινε ή δεν εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο που αναφέρεται: «βέβαια, μπορείς να λες την άποψή σου, αλλά δεν είναι έτσι η δουλειά». Συνών. δεν είναι έτσι τα πράγματα·
- δεν είναι της δουλειάς, δε γνωρίζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς, είναι άσχετος με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην τον λαμβάνεις υπόψη σου, γιατί δεν είναι της δουλειάς ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βοηθήσει || μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί δεν είναι της δουλειάς»·
- δεν είναι τούτη δουλειά! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, λέγεται για άτομο που ασχολείται επί πολύ καιρό με κάτι εντελώς αναποτελεσματικά: «τι έγινε με τον τάδε; Έστησε επιτέλους εκείνη την επιχείρηση που ονειρευόταν; -Δεν είχε  δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί για κλώσιμο, ασχολία δύσκολη και χρονοβόρα·
- δεν έχει καμιά δουλειά, το συγκεκριμένο άτομο ή η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κουβεντιάζουμε: «μην μπερδεύεις και τον τάδε, γιατί δεν έχει καμιά δουλειά μ’ αυτή την υπόθεση || δεν έχει καμιά δουλειά η τιμιότητα όταν απειλείται το συμφέρον του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουνε μάθει να πονώ γι’ αυτό η καρδιά μου αντέχει, κι αν φύγεις ή μ’ απαρνηθείς, στη μάνα σου μην ορκιστείς, η μάνα στην αγάπη μας καμιά δουλειά δεν έχει
- δεν έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, α. ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι η θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, δεν είναι ο χώρος, όπου μπορείς να ασκείς τις αρμοδιότητές σου: «ό,τι και να πεις, δε θα σ’ ακούσει κανένας, γιατί δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ». β. βρίσκεσαι σε περιβάλλον άσχετο με το επαγγελματικό, οικονομικό ή κοινωνικό σου επίπεδο: «δεν έχεις δουλειά εδώ, γιατί αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους»·
- δεν έχεις καμιά δουλειά να..., η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι στη δικαιοδοσία σου, στην αρμοδιότητά σου: «δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ασχολείσαι μ’ αυτή την υπόθεση, αφού ξέρεις πως την έχει αναλάβει άλλος»· βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά σου να(…)·
- δεν έχω δουλειά, είμαι άνεργος: «είναι πέντε μήνες τώρα που δεν έχω δουλειά»·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, α. είμαι τελείως αναρμόδιος: «δεν μπορώ να σας πω τη γνώμη μου, γιατί δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με το θέμα που συζητάτε». β. δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που συζητείται ή παρουσιάζεται, το αγνοώ τελείως: «δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τη ληστεία || δεν έχω καμιά δουλειά εγώ μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δεν κάνεις καμιά δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά(!)·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! η υπόθεση ή η κατάσταση όπως έγινε ή όπως διαμορφώθηκε, δεν έχει προηγούμενο, δεν ξανάγινε ποτέ στο παρελθόν, είναι πρωτόγνωρη, δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπου νους: «έστειλε το γιο του στο νοσοκομείο απ’ το ξύλο, γιατί πήγε σινεμά χωρίς να τον ρωτήσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! || τον έστειλε φυλακή, επειδή του χρωστούσε είκοσι χιλιάδες και δεν είχε να του τις δώσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το ε όχι·
- δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! α. έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό ή ενοχλητικό και έχει την έννοια επιτέλους άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς, μη με σκοτίζεις περισσότερο. β. επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει απίθανα πράγματα ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «θέλω να μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα, γιατί το δικό μου το ’χω στο γκαράζ. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! || αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάδες, θα σου δώσω σε μια βδομάδα πεντακόσιες. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε, το μωρέ ή το ρε και κλείνει με το λέω ’γω, ενώ είναι και φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Η δουλειά που υπονοούμε να πάει να κάνει αυτός που μας ενοχλεί, είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, είναι πολύ εργατικός: «όταν αρχίσει να δουλεύει δεν πιάνεται στη δουλειά»·βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, είναι ασύγκριτος σε αυτό που καταγίνεται: «δεν τον αλλάζω με τίποτε αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν πιάνεται στη δουλειά του»· βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά του·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν την καλοβλέπω τη δουλειά·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά·
- δεν την καλοβλέπω τη δουλειά, α. θεωρώ πως κάτι είναι ύποπτο ή επικίνδυνο σε μια δουλειά: «απ’ τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». β. έχω την εντύπωση πως κάποια δουλειά είναι ύποπτη ή παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». γ. έχω την εντύπωση πως μια δουλειά ή επιχείρηση δεν εξελίσσεται ομαλά, πως υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «αν δεν βρεις κάποιον χρηματοδότη, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά»·
- δική σου δουλειά, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιον απ’ τους δυο προτείνεις να πάρω στο γραφείο μου; -Δική σου δουλειά || ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δική σου δουλειά». Συνών. δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- δουλειά για γέλια, α. που είναι πάρα πολύ εύκολη, που είναι πανεύκολη: «μου ανέθεσε να κάνω μια δουλειά που είναι για γέλια». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «λέγατε πως είναι καλός μπογιατζής, όμως μου ’κανε μια δουλειά για γέλια»·
- δουλειά για κλάματα, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εντελώς πρόχειρη, κακόγουστη, κακότεχνη: «ήταν τόσο ανεύθυνος υδραυλικός, που μου ’κανε μια δουλειά για κλάματα»·
- δουλειά γραφείου, που διεκπεραιώνεται μέσα σε γραφείο και που συνήθως είναι γραφική: «δουλεύει σε μια εμπορική επιχείρηση και κάνει δουλειά γραφείου»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Πρβλ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. φρ. δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του , βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δε έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά είν’ αυτή! α. έντονη αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα ή το κύρος κάποιας επιχείρησης: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δουλειά είν’ αυτή!». β. υποτιμητική έκφραση για κάποια δουλειά που τη θεωρούμε ανάξια λόγου, ασήμαντη: «γιατί δε θέλεις να προσληφθείς σ’ αυτό το εργοστάσιο; -Δουλειά είν’ αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ. γ.έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δουλειά είν’ αυτή, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δουλειά είν’ αυτή, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || δουλειά είν’ αυτή, να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ!». Πολλές φορές, πριν, και συνηθέστερα μετά τη φρ. ακούγεται και το όχι πες μου σε παρακαλώ·βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! η δουλειά, η εργασία ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, και για το λόγο αυτό πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση: «τη μια μου λείπουν οι πρώτες ύλες,, την άλλη δεν επαρκούν οι εργάτες, πλάκωσαν κι από πάνω οι απεργίες, δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ ή το ε όχι πες μου ή το ε πες μου ή το ε πες μου σε παρακαλώ·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. φρ. από δουλειά άλλο τίποτα·
- δουλειά κι αυτή! α. δουλειά ή απασχόληση, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που είναι ανιαρή, βαρετή: «η δουλειά του είναι να συνοδεύει κάθε πρωί απ’ το σπίτι στο σχολείο τα παιδιά του τάδε, κι όταν σχολνούν, να τα συνοδεύει πάλι μέχρι το σπίτι. -Δουλειά κι αυτή!». β. εργασία που παρουσιάζει ιδιαίτερες ή σπάνιες δυσκολίες και που δεν μπορεί ή δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους βόθρους του δήμου. -Δουλειά κι αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το μωρέ και πιο σπάνια το ρε·
- δουλειά με το κομμάτι, εργασία που αμείβεται ανάλογα με τον αριθμό παραγωγής του προϊόντος το οποίο παραδίδεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη: «δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που δίνουν δουλειά με το κομμάτι». Το είδος αυτό της δουλειάς έγινε γνωστό από τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας·
- δουλειά μια φορά! έκφραση θαυμασμού για επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «είδες τι σύγχρονο εργοστάσιο; -Δουλειά μια φορά! || βλέπεις με πόση τέχνη είναι καμωμένο αυτό το δαχτυλίδι; -Δουλειά μια φορά!»· βλ. και φρ. δουλειά κι αυτή(!)·
- δουλειά μπασκλάς ή μπασκλάς δουλειά, δουλειά εμπορική ή τεχνική ανάξια λόγου, τιποτένια, κατωτέρας ποιότητας: «για να μη λέει με τι ασχολείται, σκέψου τι δουλειά μπασκλάς θα έχει || δε ξαναπάω σε κείνον τον μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ μπασκλάς δουλειά»·
- δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, έκφραση απελπισμένου άνεργου, που δεν ενδιαφέρεται για το είδος ή την ποιότητα της δουλειάς, αρκεί να δουλέψει: «θα μπορείς να κατεβαίνεις και να καθαρίζεις τους βόθρους; -Δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά ρουτίνας, α. εργασία ή απασχόληση που επαναλαμβάνεται μονότονα, μηχανικά, δουλειά πληκτική, ανιαρή: «δεν μπορεί ν’ απασχοληθεί με δουλειά ρουτίνας, γιατί τον πιάνουν τα νεύρα». β. δουλειά που από άποψη διεκπεραίωσης ή συναλλαγής δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «σήμερα η μέρα πέρασε ξεκούραστα, γιατί είχαμε δουλειά ρουτίνας»·
- δουλειά σου! βλ. φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- δουλειά σου και δουλειά μου! έκφραση δυσαρέσκειας για την ανάμιξη κάποιου σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του: «επιτέλους, πάψε να ενδιαφέρεσαι για το τι κάνω. Δουλειά σου και δουλειά μου!»·
- δουλειά στο γόνα, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά στο γόνατο, δουλειά, ιδίως τεχνική, χειροτεχνική ή πνευματική, που έγινε βιαστικά, πρόχειρα, η προχειροδουλειά: «πώς να μη σου βάλει τις φωνές, αφού κάνει μπαμ από μακριά πως είναι δουλειά στο γόνατο». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται πάνω στο γόνατο, υποδηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη· βλ. και φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά τέλος, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αναγγέλλει κάποιος εργοδότης πως όλες οι κενές θέσεις εργασίας συμπληρώθηκαν, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να περιμένουν άλλο·
- δουλειά τζάμι ή τζάμι δουλειά, τεχνική ιδίως εργασία, που είναι καθαρή, παστρική και που εντυπωσιάζει με την τελειότητά της: «επειδή μου ’φερε δουλειά τζάμι, τον πλήρωσα κι εγώ κάτι παραπάνω»·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, α. ύποπτη, παράνομη δραστηριότητα: «δεν τον έχουν και σε πολύ εκτίμηση μέσα στη γειτονιά, γιατί ξέρουν πως είναι μπλεγμένος με δουλειές της νύχτας». β. επίσης ως δουλειά της νύχτας αναφέρεται και η απασχόληση σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, μπαρ, παμπ, η απασχόληση κάποιου σε θέση νυχτοφύλακα, γενικά η μόνιμη απασχόληση κάποιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. γ. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς υπευθυνότητα, που έγινε βιαστικά, όπως όπως (ενν. πως αυτός που την έκανε, δούλευε μέσα στο σκοτάδι και δεν έβλεπε: «σου το ’πα χίλιες φορές πως, αν μου ξαναφέρεις δουλειά της νύχτας, δε θα τη δεχτώ». Πρβλ.: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, α. εργασία που είναι πολύ εύκολη: «μου ανέθεσε μια δουλειά και την τέλειωσα μέσα σε μισή ώρα, γιατί ήταν δουλειά της πλάκας». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση ανάξια λόγου, ασήμαντη, επειδή δεν παρουσιάζει κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, επειδή είναι ανοργάνωτη: «γιατί να ρίξω λεφτά σε μια δουλειά της πλάκας, αφού υπάρχουν άλλες που μπορώ να τα κονομήσω; || έχει μια δουλειά της πλάκας και μας παριστάνει το βιομήχανο». γ. (γενικά) πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη τεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει γρήγορα, μου ’φερε της πλάκας δουλειά»·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας λέει ότι πρέπει να φύγει ή ότι δεν μπορεί να έρθει κάπου, γιατί έχει δουλειά. Το υπονοούμενο της φρ. είναι, ότι η δουλειά που προβάλλει ως δικαιολογία είναι ερωτική. Συνών. καφέ το λέμε τώρα(!)·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, ενέργειες που επιφέρουν διχόνοιες, έριδες, που είναι καταστροφικές: «αφήστε τις γκρίνιες και τα μαλώματα, γιατί αυτά είναι δουλειές του διαβόλου»·
- δουλειά του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, δουλειές που προγραμματίζονται ή που συμφωνούνται πάνω σε στιγμές ευφορίας ή ενθουσιασμού ή χάριν εντυπωσιασμού, που όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν: «πώς να του ’χω εμπιστοσύνη, αφού είναι μόνο για δουλειές του καφενείου». Από την εικόνα των θαμώνων του καφενείου, που μιλούν με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα και που τα ξεχνούν, από τη στιγμή που φεύγουν·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, δουλειά ή ενέργεια απερίσκεπτη, επιπόλαιη, βιαστική και χωρίς προγραμματισμό: «δεν προκόβει κανείς στη ζωή του με βιασύνη και με δουλειές του κεφαλιού»·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση, ιδίως εμπορική, που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον και από άποψη σοβαρότητας και από άποψη κέρδους, που είναι εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «δεν μπλέκεται ποτέ με δουλειές του κώλου». β. γενικά πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να προλάβει τις προθεσμίες, μας έφερε του κώλου δουλειά»·
- δουλειά του ποδαριού ή δουλειές του ποδαριού, δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος. Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές: «πέρασε η εποχή που μπορούσε κανείς με δουλειές του ποδαριού να ζήσει οικογένεια»· βλ. και φρ. δουλειά στο πόδι ·
- δουλειές του σπιτιού, α. τα οικιακά: «αυτός έχει ένα εμπορικό και η γυναίκα του ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού». β. (γενικά) κάθε απασχόληση σχετική με το νοικοκυριό: «επειδή δουλεύουν και οι δυο, βοηθάει και ο άντρας στις δουλειές του σπιτιού, όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά του»·
- δουλεύω μια δουλειά, τη σχεδιάζω, βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας ή της επεξεργασίας της: «είναι καιρός τώρα που δουλεύω μια δουλειά, αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σας την ανακοινώσω»·
- δύσκολη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και, μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το νομίζεις ·
- έγινε η δουλειά, επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «τι έγινε με την τάδε, την κατάφερες; -Έγινε η δουλειά»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, α. η υπόθεση ή η εμπορική επιχείρηση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες από κακό υπολογισμό ή κακή διαχείριση, και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «απ’ τη στιγμή που άρχισαν ν’ ανακατεύονται στο εργοστάσιο όλοι οι συγγενείς, έγινε κώλος η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι κακόγουστη, κακότεχνη: «βιάστηκε ο μηχανικός να μου παραδώσει τα σχέδια κι έγινε κώλος η δουλειά»·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, την ανέλαβε κάποιος με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, την ανέθεσαν σε κάποιον χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός, χατιρικά, γιατί είχε κάποιον γνωστό ή άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «πάψε να ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, γιατί έγινε μαϊμού η δουλειά απ’ τον τάδε || μην προσπαθήσεις να πάρεις καμιά κρατική ανάθεση, γιατί όλες οι δουλειές γίνονται μαϊμού»·
- έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. συνηθέστ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας, βλ. φρ. έγινε μουνί καπέλο η δουλειά·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, α. η υπόθεση ή η εργασία παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες, είτε από κακό υπολογισμό είτε από κακή διαχείριση, και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «απ’ τη μέρα που άρχισαν να μπερδεύονται με το εργοστάσιο όλοι οι κληρονόμοι, έγινε μουνί καπέλο η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «βιαζόταν να προλάβει τις προθεσμίες που είχε δώσει κι η δουλειά έγινε μουνί καπέλο»·
- έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας, χρεοκόπησε, απέτυχε οριστικά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες έγινε μπάχαλο η δουλειά || λίγο έλειψα από τη θέση μου κι η δουλειά έγινε μπάχαλο!»·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση παρουσιάζει τέτοιο μπέρδεμα, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «δεν υπήρχε κάποιος στην επιχείρηση να πάρει μια σωστή απόφαση κι έγινε μύλος η δουλειά || ο ένας ο  μάρτυρας έλεγε το μακρύ του, ο άλλος κατέθετε το κοντό του και στο τέλος η δουλειά έγινε μύλος»·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας και δεν προσελκύει πια το ενδιαφέρον κανενός: «από καθαρά κακή διαχείριση έγινε νιανιά η δουλειά || έχουμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες, που καλύτερα να χωρίσουμε, γιατί η δουλειά έγινε νιανιά κι είναι κρίμα να ταλαιπωρούμαστε». Από την εικόνα της βρεφικής τροφής, που είναι λιωμένη, ή από το φαγητό, που κάποιος το ανακάτωσε τόσο πολύ, που το έκανε σαν πολτό και δεν τρώγεται·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, απέτυχε, χρεοκόπησε: «απ’ τη μέρα που άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων, έγινε πετρέλαιο η δουλειά, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο || δεν ενδιαφέρομαι περισσότερο, γιατί η δουλειά έγινε πετρέλαιο»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε κακόγουστη, κακότεχνη: «απ’ τη στιγμή που βιαζόσουν, έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά || τώρα που η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, παράτα την και ξεκίνα καμιά άλλη»·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. φρ. έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, α. διαδόθηκε πάρα πολύ, επήλθε κορεσμός και δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί ασχολούνται με αυτή πάρα πολλοί: «τώρα που έγινε σούπα η δουλειά, τώρα του ’ρθε η φαεινή ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». Από το ότι η σούπα είναι ένα πάρα πολύ διαδομένο φαγητό. β. η δουλειά ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς και, κατ’ επέκταση, απέτυχε: «είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έγινε σούπα η δουλειά». Από το ότι η σούπα είναι ρευστή ως φαγητό·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας: «χίλιοι δυο μπερδεύτηκαν, ο ένας με το μακρύ του κι ο άλλος με το κοντό του, ώσπου έγινε τουρλού η δουλειά». Από την εικόνα του ομώνυμου φαγητού, που αποτελείται από μικρά κομμάτια διάφορων λαχανικών·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. φρ. έγινε τουρλού η δουλειά·
- εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ είναι δουλειά, επιθετική έκφραση σε άτομο που απασχολεί κάποιον υπάλληλο ή εργάτη στο χώρο της εργασίας του εν ώρα δουλειάς, να τον αφήσει απερίσπαστο στη δουλειά του: «αν έχετε να πείτε κάτι, να περιμένεις να τελειώσει τη βάρδια του και πάτε όπου θέλετε να μιλήσετε, γιατί εδώ είναι δουλειά». Πολλές φορές, ακολουθούν βρισιές όπως το, δεν είναι της μάνας σου το μουνί ή το δεν είναι της αδερφής σου ο κώλος ή το δεν είναι της γιαγιάς σου το καφεκούτι·
- εδώ είναι η δουλειά! ή εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. συνηθέστ. εδώ κολλάει η δουλειά(!)·
- εδώ είναι η δουλειά ή εδώ είναι όλη η δουλειά, σε αυτό ειδικά το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται η ουσία της δουλειάς, σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτό εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να βρεθεί η εγγύηση για να πάρουμε το έργο, γιατί εδώ είναι όλη η δουλειά»· βλ. και φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά! αυτό που μου λες δεν είναι σοβαρό εμπόδιο, ούτε είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ώστε συνεχιστεί η δουλειά ή η υπόθεση: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, καθυστερεί να υπογράψει την έγκριση του δανείου. -Σιγά το πράγμα, εδώ κολλάει η δουλειά!»·
- εδώ κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, αυτό το συγκεκριμένο σημείο, αυτό το συγκεκριμένο άτομο, αυτός ο συγκεκριμένος λόγος είναι που εμποδίζει την εξέλιξη της υπόθεσης ή της εργασίας: «πρέπει να πείσουμε τον διευθυντή να εγκρίνει την επιχορήγηση, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά || πρέπει ν’ αλλάξεις μπουζί, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά και δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και φρ. εδώ είναι η δουλειά·
- είμαι κάργα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά· 
- είμαι πηγμένος στη δουλειά, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος στη δουλειά·
- είμαι πνιγμένος στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, έχω πάρα πολλές υποθέσεις να διεκπεραιώσω: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί είμαι πνιγμένος στη δουλειά»·
- είμαι τίγκα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι φίσκα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «την περίοδο των γιορτών ήμουν φίσκα από δουλειά»·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, που πρέπει να την τελειώσω και να την παραδώσω, ή έχω να διεκπεραιώσω πολλή δουλειά, ιδίως γραφική: «χάθηκε απ’ την παρέα μας, γιατί είναι φορτωμένος από δουλειά και πρέπει να την παραδώσει || είμαι φορτωμένος με δουλειά και πρέπει να κάνω υπερωρίες στο γραφείο για να φύγει απ’ τα χέρια μου»·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε τη στιγμή που μας το αναφέρουν, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι πιο σοβαρό ή επείγον: «πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε επέκταση του εργοστασίου σου. -Είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; Εδώ ψάχνω λεφτά για να πληρώσω το προσωπικό!»·
- είναι αετός στη δουλειά του, είναι ικανότατος, ιδίως στην τέχνη που ασκεί ως επάγγελμα: «δεν αλλάζω μηχανικό, γιατί σ’ αυτόν που πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου είναι αετός στη δουλειά του»·
- είναι άπιαστος στη δουλειά, είναι ασυναγώνιστος στην εργατικότητα: «όταν αρχίζει να δουλεύει, είναι άπιαστος στη δουλειά»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται στη δουλειά·
- είναι άπιαστος στη δουλειά του, είναι ασυναγώνιστος, ικανότατος σε μια δουλειά ή μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που είναι άπιαστος στη δουλειά του»·
- είναι άσος στη δουλειά του, είναι άριστος σε μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «βρήκα έναν ηλεκτρολόγο, που είναι άσος στη δουλειά του»· 
- είναι άσχετος από δουλειά, δεν έχει καλή σχέση με την εργασία, είναι τεμπέλης: «βρήκε έτοιμη περιουσία απ’ τον πατέρα του, γι’ αυτό είναι άσχετος από δουλειά»·
- είναι άσχετος με τη δουλειά, α. δεν έχει καμιά πείρα με τη συγκεκριμένη δουλειά που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε τη γνώμη του, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά». β. δεν έχει καμιά ανάμειξη με την υπόθεση, ιδίως παράνομη, που έγινε ή που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να τον κατηγορούμε άδικα, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά»·
- είναι βλαστήμια η δουλειά ή η δουλειά είναι βλαστήμια, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ κουραστική (που, όταν δηλ. την κάνει αυτός που την έχει αναλάβει, βλαστημάει συνέχεια από τις δυσκολίες που παρουσιάζει ή από την κούραση που υφίσταται): «τη θεώρησα εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία της ανακάλυψα πως είναι βλαστήμια η δουλειά»·
- είναι βρόμα η δουλειά ή η δουλειά είναι βρόμα, δεν είναι τίμια, είναι παράνομη, και ως εκ τούτου επιφέρει ποινικές κυρώσεις: «εγώ δεν παίρνω μέρος γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η δουλειά είναι βρόμα»·
- είναι γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι μπερδεμένη και δύσκολη, με πολλά και συνεχιζόμενα: «όταν την ανέλαβα, είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε πως είναι γαμήσι η δουλειά»·
- είναι για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, δεν είναι αποδεκτή, είναι απαράδεκτη: «ήταν μέσα στην προθεσμία που συμφωνήσαμε, αλλά είναι για πέταμα η δουλειά που μου έφερε»·
- είναι για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ. φρ. είναι για πέταμα η δουλειά·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά του: «όχι μόνο είναι πολύ εργατικό παιδί, αλλά είναι και διάβολος στη δουλειά του»·
- είναι δική μου δουλειά, α. είναι της αρμοδιότητάς μου, είναι μέσα στα καθήκοντά μου: «ο έλεγχος της κάθε βάρδιας είναι δική μου δουλειά». β. είναι προσωπική μου υπόθεση: «είναι δική μου δουλειά πώς θα ενεργήσω για να βγω απ’ την κρίση». (Τραγούδι: και δουλειά δικιά μου και πολύ μαγκιά μου κι ας με τρώει χρόνια αυτός ο φόβος. Στου σκοινιού τη μέση κι όλοι λεν, θα πέσει μα ποτέ δεν πέφτει αυτός, ο Γιώργος).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά·
- είναι δουλειά αυτή! βλ. φρ. δουλειά είναι αυτή(!)·
- είναι δουλειά (του τάδε), α. η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, και που είναι κακή, επιβλαβής ή παράνομη, έγινε από τον τάδε: «η πρόκληση της πυρκαγιάς είναι δουλειά των εμπρηστών || η ληστεία είναι σίγουρα δουλειά του τάδε». β. η επιχείρηση για την οποία γίνεται λόγος, ανήκει στον τάδε: «όλο αυτό το συγκρότημα που βλέπεις, είναι δουλειά του τάδε». γ. είναι υποχρέωση ή καθήκον του τάδε: «οι παραγγελίες του εργοστασίου είναι δουλειά του τάδε»·
- είναι εξπέρ στη δουλειά του, είναι πολύ ειδικός, ιδίως στην τέχνη που εξασκεί ή στο επάγγελμά του: «στα υδραυλικά ο τάδε είναι εξπέρ στη δουλειά του || όσον αφορά στα μηχανολογικά, είναι εξπέρ στη δουλειά του»·
- είναι η καλύτερη δουλειά, έκφραση επιδοκιμασίας γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται κάποιος και που τον συμφέρει ή του αρέσει: «να εισπράττεις κάθε μήνα τα νοίκια, είναι η καλύτερη δουλειά || να πηγαίνεις το πρωί να πίνεις τον καφέ σου σ’ ένα απ’ τα μπαράκια της παραλίας, είναι η καλύτερη δουλειά». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά)· 
- είναι καζίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι καζίκι, βλ. φρ. είναι μανίκι η δουλειά·
- είναι κάλμα η δουλειά ή είναι κάλμα οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι καλμαρισμένη η δουλειά ή είναι καλμαρισμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι λαμόγια η δουλειά ή η δουλειά είναι λαμόγια, είναι ύποπτη, παράνομη: «πρόσεχε να μην μπλέξεις, γιατί είναι λαμόγια η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι λαμόγια, διέλυσε το συνεταιρισμό»·
- είναι λεοντάρι στη δουλειά, δουλεύει σκληρά και ακούραστα. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ εργάτης τιμημένος , όπως όλ’ η εργατιά, και τεχνίτης ξακουσμένος, λεοντάρι στη δουλειά
- είναι λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, η δουλειά ή η υπόθεση είναι τόσο δύσκολη, που, αν μπλέξει κανείς, δε θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα: «μην πάρεις μέρος, γιατί είναι λούκι η δουλειά»·
- είναι μανίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι μανίκι, είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «νόμιζα πως ήταν εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι μανίκι»·
- είναι οικογενειακή μας δουλειά, η υπόθεση ή η διένεξη είναι αποκλειστικά θέμα της οικογένειάς μας: «δε θέλω να μπερδεύεσαι, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι οικογενειακή μας δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά· βλ. και φρ. οικογενειακή δουλειά·
- είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι), η δουλειά ή η υπόθεση γίνεται με μεγάλη ευκολία, είναι πανεύκολη: «θα σου την τελειώσω πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σου υποσχέθηκα, γιατί είναι παιχνιδάκι η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι παιχνιδάκι, έκανε πώς και πώς για να την αναλάβει»·
- είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, α. αυτό που αναφέρεται ή προτείνεται είναι εντελώς ψέμα: «μην πιστεύεις πως θα σε βοηθήσει, γιατί είναι παραμύθι η δουλειά». β. η ενέργεια που γίνεται, έχει ως κύριο σκοπό την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου ή κάποιων: «μου ζητούσε να συνεταιριστούμε για να κάνουμε εισαγωγές, αλλά κατάλαβα πως όλη η δουλειά είναι παραμύθι και πως το μόνο που ήθελε ήταν να μου φάει τα λεφτά»·
- είναι πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, παρατηρείται ανυπαρξία εμπορικών συναλλαγών, υπάρχει πλήρης στασιμότητα στην αγορά, δε γίνεται καθόλου αλισβερίσι: «απ’ τη στιγμή που η μια απεργία διαδέχεται την άλλη, πώς να μην είναι πεθαμένες οι δουλειές!»·
- είναι πεθαμός η δουλειά ή η δουλειά είναι πεθαμός, είναι πολύ κουραστική, είναι εξαντλητική: «μόνο όποιος έχει δουλέψει στις οικοδομές, ξέρει πως είναι πεθαμός η δουλειά»·
- είναι πεσμένη η δουλειά ή είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ. φρ. είναι διάβολος στη δουλειά του·
- είναι σιγουρεμένη η δουλειά ή η δουλειά είναι σιγουρεμένη, α. η δουλειά ή η υπόθεση έχει εξασφαλισμένη επιτυχία: «είναι σιγουρεμένη η δουλειά, γι’ αυτό θα την αναλάβω || απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, είναι σιγουρεμένη η δουλειά». β. είναι σίγουρο ότι θα μας ανατεθεί: «δεν έχω καμιά ανησυχία, γιατί είναι σιγουρεμένη η δουλειά»·
- είναι σίγουρη δουλειά ή η δουλειά είναι σίγουρη, είναι δουλειά που δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει και που θα αποδώσει οπωσδήποτε κέρδη: «ρίξε όσα λεφτά θέλεις σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σίγουρη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως είναι σίγουρη η δουλειά, δε δίστασε να βάλει τα λεφτά του»·
- είναι σκοτωμένη η δουλειά ή είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι πεθαμένη η δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά,, δουλεύει ακούραστα: «ό,τι δουλειά και να του δώσεις δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά || δεν τον είδα ποτέ να κουράζεται, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά»·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, προσέχει πάρα πολύ τη δουλειά του, είναι πολύ αυστηρός σε θέματα που έχουν σχέση με η δουλειά του: «όταν έχει δουλειά, δε θέλει να τον ενοχλούν, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά του». Από την εικόνα του σκυλιού-φύλακα·
- είναι σπασμένη η δουλειά ή είναι σπασμένες οι δουλειές, δεν παρουσιάζει ικανοποιητική εισπρακτική κίνηση, δε γίνονται πολλές συναλλαγές, αρκετό αλισβερίσι: «κάθε καλοκαίρι είναι σπασμένη η δουλειά || όταν είναι σπασμένες οι δουλειές, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει κανένα ταξιδάκι»·
- είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του, είναι πολύ εξειδικευμένος στη δουλειά που κάνει, και για το λόγο αυτό φέρνει πάντα το σωστό αποτέλεσμα: «το αυτοκίνητό μου το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του || αν θέλεις να βγάλεις το διαζύγιό σου με τις μικρότερες απώλειες, να προτιμήσεις τον τάδε δικηγόρο, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του»·
- είναι στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, η δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, είναι σίγουρη, σταθερή: «μια θέση στο δημόσιο είναι στάνταρ δουλειά»·
- είναι στάνταρ η δουλειά ή η δουλειά είναι στάνταρ, είναι δουλειά που δεν έχει φόβο αποτυχίας, που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «πρέπει να πάρεις κι εσύ μέρος στο συνεταιρισμό που σου πρότειναν, γιατί είναι στάνταρ η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι στάνταρ, δεν την αφήνει με τίποτα να του ξεφύγει»· βλ. και φρ. είναι στάνταρ δουλειά·
- είναι στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία: «θα ρίξουμε λίγα λεφτουδάκια και θα πάρουμε πόντους, γιατί είναι στημένη δουλειά || μόνο αν είναι δουλειά στημένη, ενδιαφέρεται να πάρει κάποια μετοχή»· βλ. και φρ. είναι στημένη η δουλειά·
- είναι στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, είναι προσχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκτεθεί, να αποτύχει ή να πάθει κακό κάποιος: «μην πάρεις μετοχές της τάδε εταιρείας, γιατί είναι στημένη η δουλειά και θα χάσεις τα λεφτά σου || μόλις κατάλαβε πως ήταν η δουλειά στημένη, τα μάζεψε και την κοπάνησε»· βλ. και φρ. είναι στημένη δουλειά·
- είναι στρωμένη δουλειά ή είναι δουλειά στρωμένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία και εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «θα πάρω μερικές μετοχές, γιατί είναι στρωμένη δουλειά και δεν έχω να φοβάμαι τίποτα || απ’ τη στιγμή που είναι δουλειά στρωμένη, σου συνιστώ ανεπιφύλακτα να πάρεις κι εσύ μερικές μετοχές»·    
- είναι τζόγος η δουλειά ή η δουλειά είναι τζόγος, δουλειά ή υπόθεση που η επιτυχία της εξαρτάται από την τύχη: «εγώ δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως είναι τζόγος η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι τζόγος, τα μαζεύει και φεύγει»·
- είναι της δουλειάς, α. συμμετέχει στη δουλειά που πραγματοποιείται ή συζητείται, συνήθως ύποπτη ή παράνομη ή ανήκει στον ίδιο παράνομο κύκλο: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί ο τύπος είναι της δουλειάς». β. είναι γνώστης ή κατέχει τη δουλειά ή την τέχνη που συζητείται: «αν θέλεις, να ρωτήσουμε και τον τάδε που είναι της δουλειάς»·
- είναι της δουλειάς μου, ανήκει στη δούλεψή μου, στην επιχείρησή μου, στο εργατικό ή υπαλληλικό μου προσωπικό: «όποιος είναι της δουλειάς μου, μπορεί να περάσει χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «είναι τρέλα δουλειά αυτή που μου ’κανε ο μηχανικός που μου σύστησες»· βλ. και φρ. είναι τρέλα η δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, α. εγχείρημα παράτολμο, επικίνδυνο: «μην επιχειρήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γιατί είναι τρέλα η δουλειά». β. επικρατεί μεγάλη φασαρία, ιδίως από αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο σούπερ μάρκετ που δουλεύω η δουλειά είναι τρέλα»· βλ. και φρ. είναι τρέλα δουλειά·
- είναι τσακάλι στη δουλειά, δουλεύει ακούραστα: «αυτός ο άνθρωπος δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά»·
- είναι τσακάλι στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά που κάνει: «σε μηχανολογικά θέματα δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά του»·  
- είναι τσιβί η δουλειά ή η δουλειά είναι τσιβί, βλ. φρ. είναι καζίκι η δουλειά·
- είναι τυφλοσούρτης η δουλειά ή η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, εργασία, ιδίως τεχνική, που γίνεται μηχανικά και χωρίς κόπο: «τελείωσα στο άψε σβήσε αυτό που μου ανέθεσε να κάνω, γιατί η δουλειά ήταν τυφλοσούρτης || όταν η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, τελειώνει στο τάκα τάκα»·
- είναι ψώνιο δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «στην τάδε γκαλερί παρουσιάζει τα τελευταία του έργα, που είναι ψώνιο δουλειά»·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έκανα κώλο τη δουλειά, α. η δουλειά από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «ακολούθησα τις συμβουλές του τάδε κι έκανα κώλο τη δουλειά». β. έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα  κώλο τη δουλειά»·
- έκανα λάσπη τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαϊμού τη δουλειά, την ανέλαβα με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, μου την ανέθεσαν, χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός ή χατιρικά, γιατί είχα κάποιον γνωστό ή κάποια άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «είχα ένα γνωστό βουλευτή κι έκανα μαϊμού τη δουλειά»·
- έκανα μαμούκαλα τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καλλιγραφίας τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά, α. από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «κάποια στιγμή το ’ριξα στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά». β. έκανα πολύ κακότεχνη, πολύ κακόγουστη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιαζόμουν να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά»·
- έκανα μουνί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μπάχαλο τη δουλειά, αποδιοργάνωσα τελείως μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπέρδεψα τόσο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποτύχει, ή τη χρεοκόπησα: «είχα το μυαλό μου όλο στα γλέντια κι έκανα μπάχαλο τη δουλειά»·
- έκανα μπουρδέλο τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, αναστάτωσα, μπέρδεψα μια δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «τον τελευταίο καιρό είχα συνέχεια το νου μου στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έκανα μύλο τη δουλειά || θέλησα να μεσολαβήσω για να συμβιβαστούν, αλλά από κακό χειρισμό έκανα μύλο τη δουλειά και τώρα βρίσκονται στα δικαστήρια»·
- έκανα νιανιά τη δουλειά, την έφερα σε τέτοια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον, που να είναι πια άχρηστη, αποτυχημένη: «θέλησα να χρησιμοποιήσω νέες μεθόδους κι έκανα νιανιά τη δουλειά»·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να παραδώσω τα σχέδια στον πελάτη μου κι έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά»·
- έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά·
- έκανα σκατά τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα σούπα τη δουλειά, την αποδιοργάνωσα τόσο, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, τη χάλασα, την κατέστρεψα: «θέλησα να εφαρμόσω νέες μέθοδες στην επιχείρηση κι έκανα σούπα τη δουλειά·
- έκανα τουρλού τη δουλειά, μπέρδεψα τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση, που κινδυνεύει ν’ αποτύχει: «δεν ξαναπιάστηκα με παρόμοια κατασκευή κι έκανα τουρλού τη δουλειά || δεν ήμουν γνώστης της υπόθεσης κι έκανα τουρλού τη δουλειά»·
- έκανα τουρσί τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα τουρλού τη δουλειά·
- έκατσε η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. φρ. κάθισε η δουλειά·
- έκλεισαν οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η εμπορική κίνηση, για κάποιο λόγο παρουσιάζει κάμψη ή πλήρη στασιμότητα: «τον τελευταίο καιρό, με τις αλλεπάλληλες απεργίες που γίνονται, έκλεισαν οι δουλειές»·
- έκλεισε η δουλειά, α. συμφωνήθηκε: «μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις έκλεισε η δουλειά». β. χρεοκόπησε ή για διάφορους λόγους έπαψε να υπάρχει: «πράγματι, υπήρχε στη γωνιά ένα εμπορικό, αλλά είναι μήνες τώρα που έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή || όντως, υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο απέναντι απ’ το περίπτερο, αλλά έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, βγήκε στη σύνταξη»·
- έκοψαν οι δουλειές ή έκοψε η δουλειά, βλ. φρ. έσπασαν οι δουλειές·
- έμεινε πίσω η δουλειά ή η δουλειά έμεινε πίσω, α. η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, για διάφορους λόγους καθυστέρησε να προχωρήσει με ικανοποιητικό ρυθμό: «έκαναν απεργία οι εργάτες του κι έμεινε πίσω η δουλειά || καθυστέρησαν να του στείλουν τα υλικά που παράγγειλε κι έμεινε πίσω η δουλειά». β. για διάφορους λόγους η υπόθεση καθυστέρησε να διεκπεραιωθεί: «έλειπε ο διευθυντής, που ήταν να υπογράψει την έγκριση του δανείου μου, κι έμεινε πίσω η δουλειά»·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ μπορούμε να επιδιορθώσουμε ή να επισκευάσουμε κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ξεγνοιάσουμε μια και καλή από αυτό, εντούτοις, το αφήνουμε και μας ταλαιπωρεί, χωρίς να επεμβαίνουμε: «είχα μήνες το καζανάκι στο μπάνιο με διαρροή και μας εκνεύριζε με το θόρυβο που έκανε, ώσπου φώναξα έναν υδραυλικό και μέσα σε δυο τρία λεπτά το επιδιόρθωσε κι ησύχασα. -Ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά»· 
- εξωτερικές δουλειές ή εξωτερική δουλειά, απασχόληση εκτός του χώρου της επιχείρησης, ιδίως εκτός του χώρου κάποιου γραφείου: «έχω προσλάβει στο γραφείο κι έναν νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές»·
- έπαθα μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, μου συνέβη κάτι πολύ επιζήμιο·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έσπασαν οι δουλειές·
- έπεσε δουλειά, παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «το καλοκαίρι με τους τουρίστες έπεσε δουλειά»·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, παρατηρείται πολύ έντονη και συνεχής εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται πολύ ικανοποιητικό αλισβερίσι: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έπεσε δουλειά με το τσουβάλι»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή η δουλειά έπεσε έξω, χρεοκόπησε είτε από έλλειψη συναλλαγών είτε από κακή οργάνωση είτε από κακό χειρισμό: «έπεσε έξω η δουλειά, γιατί, μόλις την ξεκίνησε, άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων || η δουλειά έπεσε έξω, γιατί ο καθένας απ’ τους συνεταίρους, έκανε του κεφαλιού του!»·
- έσπασαν οι δουλειές ή έσπασε η δουλειά, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει, έσπασε η δουλειά»·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. φρ. έτσι την έκοψα τη δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, έτσι υπολογίζω, υποθέτω πως πρέπει να είναι η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος: «πολλά μαλώματα, πολλές γκρίνιες, να δεις πως θα πάνε για χωρισμό, γιατί έτσι την έχω κόψει τη δουλειά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως·
- ευκαιριακή δουλειά, απασχόληση ή δουλειά που δεν είναι μόνιμη, συστηματική, αλλά που γίνεται, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία: «του ’τυχε μια ευκαιριακή δουλειά και τρέχει να την τελειώσει»·
- εύκολη δουλειά είναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση και δηλώνει ότι η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι καθόλου εύκολη: «για να συνεχιστεί η δουλειά, χρειάζονται επειγόντως δέκα εκατομμύρια. -Εύκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και άλλοτε η φρ. κλείνει με το νομίζεις, ενώ υπάρχουν και φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και κλείνει ταυτόχρονα με το νομίζεις·
- έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δε βρίσκεται πια υπό τον έλεγχό μου, δε βρίσκεται πια στη δικαιοδοσία μου: «πρέπει ν’ αποταθείτε στο τάδε γραφείο, γιατί έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά»·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, α. εξακολουθεί να μη διαθέτει ελεύθερο χρόνο, εξακολουθεί να είναι απασχολημένος: «δε θα ’ρθει μαζί μας, γιατί έχει ακόμα δουλειά». β. (ιδίως για τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο) βλ. φρ. θέλει ακόμα δουλειά·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. συνηθέστ. έχει δουλειές με φούντες·
- έχει δουλειές με φούντες, α. έχει συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς κι έχει δουλειές με φούντες». β. (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με κακές συνέπειες σε βάρος του: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια βρομοδουλειά κι έχει τώρα δουλειές με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία». γ. έχει διάφορες πιεστικές υποθέσεις, που πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν: «παντρεύει σε δυο μήνες την κόρη του κι έχει δουλειές με φούντες για να προλάβει να στήσει το σπιτικό της»·
- έχει καλή δουλειά, έχει δουλειά που αποδίδει, που αφήνει κέρδος: «ζει άνετα με την οικογένειά του, γιατί έχει καλή δουλειά»·
- έχει κόζι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας, έχει προϋποθέσεις που, αν τις εκμεταλλευτούμε σωστά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας: «εγώ θα πάρω μέρος, γιατί βλέπω πως έχει κόζι η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, μπορεί για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα να αποφέρει κέρδη: «χαζός είμαι να την κλείσω, αφού έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να περατωθεί ή για να δώσει καρπούς: «μη σκέφτεσαι από τώρα κέρδη, γιατί έχει μέλλον ακόμα η δουλειά»·
- έχει μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, μπορεί να μην αποδίδει αρκετά τώρα, που βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο, αλλά μελλοντικά προβλέπεται να είναι πολύ κερδοφόρα: «θα στείλω το γιο μου να μάθει κομπιούτερ, γιατί έχει μέλλον η δουλειά || μόλις καταλάβει πως η δουλειά έχει μέλλον, δε διστάζει να ρίξει ένα ποσό, γιατί έχει την υπομονή να περιμένει»·
- έχει ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, δεν είναι βέβαιη η επιτυχία της, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει: «σε προειδοποιώ πως έχει ρίσκο η δουλειά που σκέφτεσαι να κάνεις και να μη λες ύστερα πως δε σε προειδοποίησα || παρόλο που η συγκεκριμένη δουλειά έχει ρίσκο, αποφάσισε να την κάνει»·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά ή έχει δουλειά σιγουρεμένη, έχει σταθερή θέση εργασίας ή σταθερή πελατεία: «κατάφερε ο πατέρας του και τον έβαλε στο δημόσιο κι έτσι έχει σιγουρεμένη δουλειά || βρήκε έτοιμο μαγαζί απ’ τον πατέρα του κι έχει δουλειά σιγουρεμένη»·
- έχει σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, έχει μόνιμη θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο, έχει σίγουρη δουλειά»·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά ή η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει μια σταθερή κίνηση, γιατί άλλοτε παρατηρείται πολλή δουλειά, άλλοτε λίγη και άλλοτε καθόλου: «δεν ξέρει πόσο προσωπικό να κρατήσει, γιατί έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά». β. η δουλειά, ιδίως εμπορική, έχει επιτυχίες και αποτυχίες, παρουσιάζει κέρδη και ζημίες: «όταν η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, πρέπει να ’χεις πάντα ένα χρηματικό απόθεμα για κάποια δύσκολη στιγμή»· βλ. και φρ. σκαμπανεβάζει η δουλειά·
- έχει σταθερή δουλειά ή έχει δουλειά σταθερή, έχει μόνιμη θέση εργασίας και δεν υπάρχει φόβος να απολυθεί ή έχει συνεχή δουλειά, συνεχή πελατεία, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να τη χάσει: «ο κάθε δημόσιος υπάλληλος έχει σταθερή δουλειά και δε φοβάται τι θα ξημερώσει αύριο || έστησε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι έχει δουλειά σταθερή»·
- έχει στάνταρ δουλειά ή έχει δουλειά στάνταρ, α. έχει σίγουρη, σταθερή θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο έχει στάνταρ δουλειά». β. έχει σταθερή δουλειά από άποψη πελατείας: «κάθε μήνα κόβει καλά λεφτά, γιατί έχει δουλειά στάνταρ»·
- έχει στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που βρίσκεται από καιρό εν ενεργεία: «είναι χαρούμενος, γιατί η κόρη του βρήκε ένα καλό παιδί, που έχει και στημένη δουλειά || απ’ τη στιγμή που έχει δουλειά στημένη, μπορεί ν’ αρχίσει να σκέφτεται και το γάμο»·
- έχει στρωμένη δουλειά ή έχει δουλειά στρωμένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, χωρίς δυσκολίες ή δυσλειτουργίες: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί έχει στρωμένη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά || είναι ο πιο ήρεμος της παρέας μας, γιατί έχει δουλειά στρωμένη κι όλα πηγαίνουν μια χαρά»·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψωμί η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι πολύ κερδοφόρα: «θέλω να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτόν το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψώνιο δουλειά, α. έχει υπερβολική δουλειά: «έχει ένα μπαράκι σ’ ένα νησί και κάθε καλοκαίρι έχει ψώνιο δουλειά». β. ασκεί επάγγελμα που θεωρείται προνομιούχο, που λόγω του ενδιαφέροντός του, ιδίως του οικονομικού, επιθυμεί ο καθένας: «ο τάδε έχει ψώνιο δουλειά κι όχι σαν κι εσένα, που σέρνεσαι όλη μέρα μέσ’ στο δρόμο για ένα ξεροκόμματο!»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, είναι πολύ εργατικός, είναι λάτρης της εργασίας: «είναι το πέμπτο καλοκαίρι που δεν παίρνει άδεια, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά και δε θέλει να κάθεται || βρήκα έναν υπάλληλο, που έχει με τη δουλειά ψώνιο και δουλεύει για δέκα»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του ψώνιο, είναι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, αγαπάει πολύ τη δουλειά με την οποία ασχολείται: «κάθεται μέχρι αργά στο μαγαζί του κι όλο κάτι κάνει, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά του || ανοίγει το μαγαζί του πρωί πρωί και το κλείνει αργά το βράδυ, γιατί έχει με τη δουλειά του ψώνιο»·
- έχω δουλειά, δεν έχω λεύτερο χρόνο, δεν έχω διαθέσιμο καιρό, είμαι απασχολημένος: «δεν μπορώ να ’ρθω να σε βοηθήσω, γιατί έχω δουλειά»·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, έχω συνεχή, υπερβολική δουλειά: «την περίοδο των γιορτών είχα δουλειά με το τσουβάλι»·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, έχω εξαντλητική, εξοντωτική δουλειά: «όλα τα μαγαζιά κάθονταν κι εγώ είχα δουλειά του σκοτωμού»·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. φρ. είμαι κάργα από δουλειά·
- έχω νορμάλ δουλειά, α. έχω δουλειά κανονική, φυσιολογική, χωρίς εξάρσεις ή σκαμπανεβάσματα: «δεν ξέρω αν οι άλλοι δουλεύουν πολύ ή λίγο, εγώ πάντως έχω νορμάλ δουλειά». β. ασχολούμαι με κάποια δουλειά που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: «είμαι στο λογιστήριο μιας επιχείρησης κι έχω νορμάλ δουλειά»·
- έχω σερί δουλειά, έχω συνεχή δουλειά, χωρίς διακοπές: «μετά τη διαφήμιση που έκανα στην τηλεόραση, έχω σερί δουλειά»·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω μια δουλειά: «έχω στα σκαριά μια δουλειά και θα σου την αποκαλύψω μόλις την ετοιμάσω»·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι τίγκα από δουλειά·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, έχω πάρα πολύ δουλειά: «νοίκιασα ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι έχω τρελή δουλειά»·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- ζάβωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να εξελίσσεται ομαλά, έχει προβλήματα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, ζάβωσε η δουλειά || άλλα συμβούλεψαν το μάρτυρα να πει στη δίκη, άλλα είπε αυτός κι έτσι ζάβωσε η δουλειά»·
- ζορίζομαι απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη φέρω σε πέρας: «πήρε κι άλλους υπαλλήλους, γιατί ζορίζεται απ’ τη δουλειά»·
- ζορίζομαι στη δουλειά (μου), αντιμετωπίζω οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «δεν  μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι στη δουλειά μου»·
- ζόρικη δουλειά, α. δουλειά που παρουσιάζει δυσκολίες κατά την εξέλιξη ή τη διεκπεραίωσή της: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά που παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που θεωρείται προνομιούχα ή που μας ταιριάζει πολύ: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και νομίζω πως θα τα κονομήσω καλά || αυτές είναι ζόρικες δουλειές, κι όχι σαν τη δική σου, που τραβιέσαι απ’ τ’ άγρια χαράματα μέσα στους δρόμους»·
- ζουμερή δουλειά, δουλειά ή υπόθεση με σημαντικό κέρδος ή όφελος: «είχε καιρό ν’ ασχοληθεί με παρόμοια ζουμερή δουλειά κι έπεσε με τα μούτρα να την τελειώσει»·
- ζυγιάζω τη δουλειά, μελετώ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν την αναλάβω: «δεν κάνει ποτέ καμιά ενέργεια, αν δε ζυγιάσει πρώτα καλά τη δουλειά»·
- η δουλειά γίνεται για να..., η συγκεκριμένη ενέργεια έχει ως κύριο στόχο, στοχεύει σε...: «όλη η δουλειά γίνεται για να ευαισθητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, όταν γνωρίζουμε την τεχνική με την οποία μπορούμε να φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε δεν κοπιάζουμε πολύ και κερδίζουμε περισσότερα: «πάψε να ταλαιπωρείσαι και βρες το κουμπί της δουλειάς για να την τελειώσεις γρήγορα, γιατί η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο»·
- η δουλειά δεν είναι ντροπή ή η δουλειά ντροπή δεν έχει, καμιά τίμια δουλειά δε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «δεν ντρέπομαι να κάνω καμιά τίμια δουλειά, γιατί η δουλειά ντροπή δεν έχει»·
- η δουλειά έγινε αβαβά ή έγινε αβαβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση ξέφυγε από τη σοβαρότητα που παρουσίαζε και εξελίχθηκε σε ατέλειωτο κουβεντολόι, είναι μόνο για να γίνεται κουβέντα και όχι πράξη: «απ’ τη στιγμή που μπερδεύτηκαν ένα σωρό άνθρωποι, ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του, η δουλειά έγινε αβαβά || απ’ τη στιγμή που έγινε αβαβά η δουλειά, εγώ καλύτερα να φεύγω, γιατί έχω κι άλλες ασχολίες»·
- η δουλειά είναι αβαβά ή είναι αβαβά η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά έγινε αβαβά·
- η δουλειά είναι για τα πανηγύρια ή είναι για τα πανηγύρια η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, είναι πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη:  «η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, γι’ αυτό αρνούμαι να την παραλάβω || δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί είναι για τα πανηγύρια η δουλειά που μου παρέδωσε»· βλ. και φρ. πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά·
- η δουλειά είναι γκαγκάν ή είναι γκαγκάν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, είναι εξαιρετική: «είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, γιατί η δουλειά που μου ’φερες, είναι γκαγκάν || απ’ τη στιγμή που είναι γκαγκάν η δουλειά που μου παρέδωσες, θα σε πληρώσω και κάτι παραπάνω απ’ αυτά που συμφωνήσαμε»· βλ. και λ. γκαγκάν·
- η δουλειά είναι να..., ο κύριος στόχος μιας ενέργειάς μας αποβλέπει σε…: «η δουλειά είναι να τα κονομήσουμε, γι’ αυτό άσε τις μεγάλες ιδέες || η δουλειά είναι να βάλουμε και τον τάδε στο κόλπο, γιατί ξέρει όλα τα κατατόπια»·
- η δουλειά είναι οκέι ή είναι οκέι η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση, εξελίχθηκε με επιτυχία, έφτασε σε αίσιο τέλος: «δε θέλω να στενοχωριέσαι άλλο, γιατί η δουλειά είναι οκέι || είναι οκέι η δουλειά ή θα ’χουμε πάλι φασαρίες!». β. η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε πάνω στις σωστές προδιαγραφές: «όταν η δουλειά που μου φέρνουν είναι οκέι, τότε κι εγώ πληρώνω κάτι παραπάνω || για έλεγξε, είναι οκέι η δουλειά ή μήπως θα ’χουμε τίποτα παρατράγουδα;». γ. η δουλειά ή η υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα από άποψη νομιμότητας: «μπορείς να συνεταιριστείς μαζί του, γιατί η δουλεία είναι όκει || μόνο αν είναι οκέι η δουλειά, θα μπω συνεταίρος, γιατί δε θέλω μπλεξίματα με τις αστυνομίες»·
- η δουλειά είναι παλούκι ή είναι παλούκι η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «στην αρχή μου φάνηκε εύκολη, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι παλούκι || όταν είναι παλούκι η δουλειά, βάζει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει κάθε δυσκολία»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, απαιτεί αφοσίωση στο έργο και εργατικότητα: «έχεις αναλάβει μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτή η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο»·
- η δουλειά κάνει νερά ή κάνει νερά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, η εξέλιξή της δεν είναι πια ομαλή, εμφανίζονται απειλητικά εμπόδια ή προβλήματα και υπάρχει φόβος να αποτύχει: «πολύ φοβάμαι τον τελευταίο καιρό, γιατί μ’ όλες αυτές τις απεργίες η δουλειά κάνει νερά || όταν κάνει νερά η δουλειά, συγκεντρώνεται απάνω της για να βρει τρόπο να τη διορθώσει». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν έχει ρωγμές, βάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει·
- η δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, γενικά οι επαγγελματικές μου υποθέσεις μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, ευχή για την ευόδωση των εργασιών ή των υποθέσεων κάποιου·
- η δουλειά πάει άσφαλτο ή πάει άσφαλτο η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται εύκολα, γρήγορα και με επιτυχία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε διευθυντής, η δουλειά πάει άσφαλτο || όταν έχεις τέτοιον διευθυντή στο τιμόνι του εργοστασίου, πάει άσφαλτο η δουλειά». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που κινείται με σιγουριά και άνεση σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο από ό,τι σε χωματόδρομο·
- η δουλειά πάει για φούντο ή πάει για φούντο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται πολύ άσχημα, προδιαγράφεται ο καταποντισμός της, η χρεοκοπία της: «αν εξακολουθήσει να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, με μαθηματική ακρίβεια η δουλειά πάει για φούντο || με τέτοια μεγάλη ζωή που κάνει, πάει για φούντο η δουλειά»·
- η δουλειά πάει γόνα ή πάει γόνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- η δουλειά πάει γόνατο ή πάει γόνατο η δουλειά, η δουλειά είναι ασταμάτητη και προοδεύει, εξελίσσεται συνεχώς: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το μαγαζί του, η δουλειά πάει γόνατο || είναι μέσα στη χαρά του, γιατί τον τελευταίο καιρό πάει γόνατο η δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς εξυπηρετεί συνεχώς πολλούς πελάτες, το είδος που εμπορεύεται τελειώνει αμέσως και, καθώς μεταφέρει αδιάκοπα νέο εμπόρευμα από την αποθήκη του, βαρυφορτώνεται τόσο, που κατά τη μεταφορά χρησιμοποιεί και τα γόνατά του για να μην του πέσει· βλ. και φρ. δουλειά στο γόνατο·
- η δουλειά πάει κατά διαβόλου ή πάει κατά διαβόλου η δουλειά, η δουλειά βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή χρεοκόπησε ήδη: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί μ’ αυτή την πετρελαϊκή κρίση η δουλειά πάει κατά διαβόλου || έπρεπε να προσέξεις, πριν συμβεί το κακό, αλλά από τη στιγμή που πάει κατά διαβόλου η δουλειά, κοίτα να βρεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο»·
- η δουλειά πάει κορδέλα ή πάει κορδέλα η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και με ασταμάτητο ρυθμό: «στην αρχή είχα μερικά προβλήματα, αλλά τώρα η δουλειά πάει κορδέλα || κάθε φορά που πάει κορδέλα η δουλειά, γελάνε και τα μουστάκια του». Από την εικόνα της βιομηχανικής κορδέλας που δουλεύει ασταμάτητα·
- η δουλειά πάει κορδόνι ή πάει κορδόνι η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει κορδέλα·
- η δουλειά πάει κουπί ή πάει κουπί η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έχει ομαλή και απρόσκοπτη εξέλιξη: «απ’ την ημέρα που ανέλαβε ο γιος του τη διεύθυνση του εργοστασίου, η δουλειά πάει κουπί || μην τυχόν, τώρα που πάει κουπί η δουλειά, μου αρχίσεις κι εσύ τη μεγάλη ζωή, γιατί όσο δύσκολο είναι να χτίσεις, τόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις». Από την εικόνα των κωπηλατών αθλητικής λέμβου, που κωπηλατούν ρυθμικά·
- η δουλειά πάει με τα τέσσερα ή πάει με τα τέσσερα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά, παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις: «μου ’τυχαν χίλιες δυο απρόβλεπτες δυσκολίες, γι’ αυτό η δουλειά πάει με τα τέσσερα || κάθε φορά που πάει με τα τέσσερα η δουλειά, δε μιλιέται». Από την εικόνα του νηπίου που, καθώς μπουσουλάει, προχωράει αργά και προβληματικά·
- η δουλειά πάει μια χαρά ή πάει μια χαρά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ικανοποιητικά και ομαλά: «δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό η δουλειά πάει μια χαρά || έχει βρει έναν σπουδαίο μηχανικό και πάει μια χαρά η δουλειά»·
- η δουλειά πάει μπροστά ή πάει μπροστά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, η δουλειά πάει μπροστά || αν πάει μπροστά η δουλειά, θα έχετε όλοι σας και το ανάλογο πριμ»·
- η δουλειά πάει νορμάλ ή πάει νορμάλ η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά, φυσιολογικά: «δεν έχω κανένα πρόβλημα, γιατί η δουλειά πάει νορμάλ || μια και πάει νορμάλ η δουλειά, εγώ θα μπορέσω να κάνω ένα ταξιδάκι»·
- η δουλειά πάει πρίμα ή πάει πρίμα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται γρήγορα και ευνοϊκά: «στην αρχή είχα κάτι δυσκολίες, αλλά τώρα η δουλειά πάει πρίμα || σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν, έχω την εντύπωση πως στο εφετείο πάει πρίμα η δουλειά». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που έχει πρίμα τον άνεμο και κινείται γρήγορα·
- η δουλειά πάει ραβάνι ή πάει ραβάνι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται σύμφωνα με την επιθυμία μου: «δεν έχω κανένα παράπονο, γιατί η δουλειά πάει ραβάνι || γιατί να μην είναι χαρούμενος, απ’ τη στιγμή που πάει ραβάνι η δουλειά!»·
- η δουλειά πάει ρολόι ή πάει ρολόι η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, χωρίς εμπόδια: «όταν υπάρχει κοινωνική ησυχία, η δουλειά πάει ρολόι || πώς να πάει ρολόι η δουλειά, ρε παιδάκι μου, μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει;»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί υπερβολικά ή εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «είχες πει πως θα τελείωνες την άλλη εβδομάδα, αλλά εγώ βλέπω πως η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα και θα τον φάμε κι αυτόν το μήνα || είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά και δε θα προλάβει να την παραδώσει στην ημερομηνία που υποσχέθηκε». Από την εικόνα του κάβουρα, που είναι πολύ αργοκίνητος·
- η δουλειά πάει σε μάκρος ή πάει σε μάκρος η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση παρατείνεται, χρονοτριβεί υπερβολικά ή αποκαλύπτεται πιο δύσκολη ή πιο περίπλοκη από ό,τι στην αρχή φανταζόμασταν: «πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί η δουλειά πάει σε μάκρος και θα πληρώσουμε ποινική ρήτρα || απ’ ότι βλέπω, πάει σε μάκρος η δουλειά και δεν προβλέπεται να ξεμπερδέψουμε εύκολα»·
- η δουλειά πάει σερί ή πάει σερί η δουλειά, η εργασία, τεχνική ή παραγωγική, συνεχίζεται, εξελίσσεται ομαλά και χωρίς διαλείμματα: «όταν η δουλειά πάει σερί, είναι μέσ’ στη χαρά του || έχω βρει μια πατέντα και πάει σερί η δουλειά»·
- η δουλειά πάει σημειωτόν ή πάει σημειωτόν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα ή, αν εξελίσσεται, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα κονδύλια, η δουλειά πάει σημειωτόν || δεν ήρθαν ακόμη να καταθέσουν τρεις μάρτυρες και πάει σημειωτόν η δουλειά»·
- η δουλειά πάει στρωτά ή πάει στρωτά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «δεν είχαμε προβλήματα, γιατί η δουλειά πάει στρωτά || απ’ τη στιγμή που πάει στρωτά η δουλειά, μη φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά πήγε αμόντε ή πήγε αμόντε η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η επιχείρηση απέτυχε, χάλασε, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια που καταβλήθηκε: «σκοτώθηκε να στήσει αυτή την επιχείρηση, αλλά από έναν κακό χειρισμό η δουλειά πήγε αμόντε || τον πούλησε ο χρηματοδότης του και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε πίσω ή πήγε πίσω η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί για κάποιο λόγο και δεν εξελίσσεται, παρουσιάζει στασιμότητα: «πέσαμε πάνω στις απεργίες κι η δουλειά πήγε πίσω || για ένα διάστημα δεν είχα μόνιμους εργάτες, γι’ αυτό πήγε πίσω η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στραβά ή πήγε στραβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίχθηκε ομαλά, όπως αναμενόταν: «από ένα κακό χειρισμό η δουλειά πήγε στραβά και τώρα τραβάει τα μαλλιά του || δεν μπορώ να καταλάβω τι έφταιξε και πήγε στραβά η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στράφι ή πήγε στράφι η δουλειά, απότυχε εντελώς, καταστράφηκε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τα ξενύχτια, η δουλειά πήγε στράφι || τη μέρα που τελείωνα άρχισαν οι πλημμύρες και πήγε στράφι η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε τζάμπα (και βερεσέ) ή πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, α. η εργασία δεν απέδωσε κανένα κέρδος, κανένα όφελος, έγινε μάταια: «η δουλειά πήγε τζάμπα και βερεσέ, γιατί ο τύπος που μου την είχε αναθέσει την κοπάνησε στο εξωτερικό || τόση προσπάθεια να τελειώσω στην ώρα μου και πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά». β. (γενικά) η προσπάθεια δεν απέδωσε: «όλοι θελήσαμε να τον συμβουλέψουμε, αλλά πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της ή πήρε το δρόμο της η δουλειά, μετά τις αρχικές δυσκολίες ή προσπάθειες η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «στην αρχή δυσκολεύτηκα μέχρι να τη στρώσω, αλλά τώρα η δουλειά πήρε το δρόμο της || απ’ τη στιγμή που πήρε το δρόμο της η δουλειά, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά σηκώνει νερό ή σηκώνει νερό η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να αποβεί περισσότερο κερδοφόρα από ό,τι περιμέναμε: «η προσωπική μου γνώμη είναι να μην τα παρατήσουμε τώρα, γιατί, όπως βλέπω, η δουλειά σηκώνει νερό || μόλις αντιλήφθηκε πως σηκώνει νερό η δουλειά, έκανε σαν τρελός να πάρει κι αυτός μέρος». Από την εικόνα του οινοπαραγωγού, που βάζει νερό στο κρασί ή σε άλλο ποτό για να αυξήσει την ποσότητά του και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. β. η δουλειά  ή η υπόθεση χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί η δουλειά σηκώνει νερό || πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις περιπτώσεις, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η δουλειά». γ. η υπόθεση έφτασε σε επικίνδυνο στάδιο, σε επικίνδυνο σημείο, η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει με δυναμικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που σου ’βρισε τη μάνα, σηκώνει νερό η δουλειά». Από την εικόνα του πελάτη που κατάλαβε πως πίνει νερωμένο κρασί και αντιδρά δυναμικά·
- η δουλειά τέλος, η εργασία περατώθηκε: «αφεντικό, ώρα να με πληρώσεις, γιατί η δουλειά τέλος»· βλ. και φρ. δουλειά τέλος·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει υπερβολική, ασταμάτητη δουλειά: «χάθηκε απ’ την πιάτσα, γιατί τον τελευταίο καιρό η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας το εντελώς αντίθετο: «ο τάδε έχει πολύ δουλειά. -Δε βλέπεις, τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, γι’ αυτό είναι όλη μέρα στο καφενείο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ! ή το ναι μωρέ·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου, που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ, γιατί η καλή δουλειά αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, παρατήρηση που απευθύνεται σε άτομο που δουλεύει εξοντωτικά, και έχει την έννοια πως αυτό, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας του: «έτσι όπως δουλεύεις δεν κάνεις καλά, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη»·
- η πρώτη μου δουλειά είναι να…, η πρώτη μου επιδίωξη, η πρώτη μου φροντίδα, η προτεραιότητα που δίνω είναι να…: «μόλις παίρνω το μισθό μου, η πρώτη μου δουλειά είναι να πληρώσω τα χρέη μου || όταν πάω σε μια μεγάλη πόλη, η πρώτη μου δουλειά είναι να επισκεφθώ το μουσείο της»·
- θα πάει μακριά η δουλειά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η αφόρητη κατάσταση; αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «θα πάει μακριά η δουλειά μ’ αυτή την γκρίνια σου;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει πολύ μακριά(;) ·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε στο θέμα που μας απασχολεί: «αν υπάρχει καλή πρόθεση, θα τη βρούμε τη δουλειά, αλλιώς, όσο και να κουβεντιάζουμε, δε θα βγάλουμε άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά θα τη βρούμε, τη δουλειά θα τη βρούμε και ξανά δε θα πούμε πώς πετούν τα πουλιά
- θανατερή δουλειά, βλ. φρ. θανατηφόρα δουλειά·
- θανατηφόρα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι εξαιρετική: «μου παρέδωσε μια τόσο θανατηφόρα δουλειά, που φιλοτιμήθηκα και του ’δωσα παραπάνω απ’ όσα συμφωνήσαμε»·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία: «δεν μπορώ να σου παραδώσω τη μακέτα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά || δεν μπορώ να παρουσιάσω τον πίνακα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά». Πρβλ.: για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ (από το Άξιον εστί του Οδ. Ελύτη)·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, η δουλειά για να έχει επιτυχία, αίσιο τέλος, πρέπει να γίνεται με ρυθμό, με σύστημα: «για να γίνει καλή η δουλειά, θέλει τέμπο»·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, για να πετύχει μια δουλειά, απαιτείται επίμονο κυνηγητό και συνεχής εγρήγορση: «δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στιγμή, γιατί μέχρι το τέλος θέλει τσακαλίκι η δουλειά για να πετύχει»·
- καβάφικη δουλειά ή καβάφικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική που είναι κακότεχνη, κακοφτιαγμένη: «πήγα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, αλλά δε θα το ξαναπάω, γιατί μου ’κανε καβάφικη δουλειά || για να γίνει καλή η δουλειά θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί εγώ δε θέλω να ’χω σχέση με καβάφικες δουλειές»·
- καζάντισε απ’ τη δουλειά, αποκόμισε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, από την εργασία του, πλούτισε, έκανε μεγάλη περιουσία: «τόσα χρόνια στα ξένα, καζάντισε απ’ τη δουλειά»·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. συνηθέστ. παστρική δουλειά·
- καθαρίζω απ’ τη δουλειά (μου), α. κερδίζω από τη δουλειά μου, από την εργασία μου: «εγώ καθαρίζω απ’ τη δουλειά μου μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες το μήνα». β. τελειώνω, σχολνώ από τη δουλειά μου: «δεν μπορώ να σε συναντήσω πιο νωρίς απ’ τις τρεις, γιατί εκείνη την ώρα καθαρίζω απ’ τη δουλειά»·
- καθαρίζω τη δουλειά, α. τη φέρω σε πέρας, την ολοκληρώνω: «μπορώ να καθαρίσω τη δουλειά μέσα σε δυο μήνες». β. αναλαμβάνω ως ειδικός ή ως μεσάζοντας να τη φέρω σε πέρας, να τη διεκπεραιώσω: «μόνο ο τάδε μπορεί να σου καθαρίσει τη δουλειά»·
- καθάρισε η δουλειά, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες καθάρισε η δουλειά». β. η υπόθεση που εκκρεμούσε τακτοποιήθηκε: «τώρα που καθάρισε η δουλειά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μπορούμε να ξαναγίνουμε φίλοι»·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, κάθε δουλειά ή υπόθεση έχει τον ιδιαίτερο τρόπο για να γίνει εύκολα, γρήγορα και σωστά: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και τέλειωσες μια τόση περίπλοκη δουλειά; -Κάθε δουλειά θέλει το κολάι της»·
- κάθισε η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης: «μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάθισαν οι δουλειές»·
- καθιστική δουλειά, που ο εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να τη διεκπεραιώνει καθιστός και ως τέτοια αναφέρεται συνήθως η δουλειά που διεκπεραιώνεται σε γραφείο: «επειδή κάνει καθιστική δουλειά, αποφάσισε να περπατάει κάθε απόγευμα δυο χιλιόμετρα για άσκηση»·
- και γαμώ τη δουλειά! α. έκφραση θαυμασμού για τη σοβαρότητα ή την οικονομική ευρωστία που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια επιχείρηση: «βρήκε μια θέση στο τάδε εργοστάσιο, που είναι και γαμώ τη δουλειά!». β. έκφραση θαυμασμού για την αρτιότητα ή την πληρότητα που παρουσιάζει μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «μου παρέδωσε τα σχέδια της οικοδομής, που ήταν και γαμώ τη δουλειά!»·
- καϊμάκι δουλειά, βλ. συνηθέστ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- καϊμακλίδικη δουλειά ή καϊμακλίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «βέβαια, καθυστέρησε λίγο, αλλά στο τέλος μου ’φερε καϊμακλίδικη δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που αποφέρει σπουδαίο κέρδος: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια καϊμακλίδικη δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα στη ζωή του»·
- καλαμπουρτζίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. αστεία δουλειά·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! ευχή για πετυχημένη και κερδοφόρα εξέλιξη των εργασιών νεοσύστατης επιχείρησης ή εμπορικού καταστήματος·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλλιτεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με μεράκι και ευαισθησία: «ο εργολάβος μου παρέδωσε καλλιτεχνική δουλειά». β. κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την πολύ λεπτή και καλαίσθητη εργασία της: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα, που είχε πολύ καλλιτεχνική δουλειά επάνω της». γ. δουλειά, εργασία, που είναι σχετική με τις καλές τέχνες (γραφιστική || διακοσμητική || χορευτική || εικαστική || θεατρική || κινηματογραφική || λογοτεχνική || μουσική || τυπογραφική δουλειά)·
- κάνε δουλειά σου! α. (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάμε να δούμε, ρε παιδιά, γιατί μαζεύτηκε εκεί τόσος κόσμος; -Κάνε δουλειά σου! || ποιοι μαλώνουν, ρε φίλε, εκεί κάτω; -Κάνε δουλειά σου!». Συνών. πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου(!). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας πάτησε ή μας έσπρωξε βίαια, χωρίς βέβαια να το θέλει, και μας ζητά συγνώμη Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε τη δουλειά σου(!)·
- κάνε καμιά δουλειά, (ειρωνικά ή προκλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου, μη με ενοχλείς. Η δουλειά που υπονοείται να κάνει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε και πιο σπάνια το μωρέ·
- κάνε τη δουλειά σου! προτρεπτική έκφραση σε άτομο που το πετυχαίνουμε να ασχολείται με κάτι, ιδίως  επιλήψιμο, να μη διακόψει να κάνει αυτό με το οποίο ασχολείται και να συνεχίσει ανεπηρέαστο. (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας μη χαλάτε την καρδιά σας).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο  σπάνια κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- κάνει δουλειά, α. είναι ικανός με αυτό που ασχολείται: «πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου πάντα στον ίδιο μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά». β. παράγει ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «είναι απ’ τους λίγους εργάτες του εργοστασίου σ’ αυτόν τον τομέα, που κάνει δουλειά χωρίς να τον ζορίζει κανείς». γ. (για πράγματα, εργαλεία ή μηχανήματα) βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του και κάνω δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, δεν είναι καθόλου καλός στη δουλειά που κάνει, κάνει δουλειά κατώτερης ποιότητας: «δεν εμπιστεύεται κανένας αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά μπασκλάς || μην του εμπιστευτείς το παραμικρό, γιατί κάνει μπασκλάς δουλειά»·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, απασχολείται σε εργασία μονότονη, μηχανική, πληκτική, που δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «θέλει ν’ αλλάξει δουλειά, γιατί εκεί όπου εργάζεται κάνει δουλειά ρουτίνας κι έχουν σπάσει τα νεύρα του»·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, δεν είναι καλός τεχνίτης ή καλλιτέχνης και κάνει δουλειά βιαστική και πρόχειρη, προχειροδουλειά: «δεν τον εμπιστεύεται κανένας, γιατί κάνει δουλειά στο γόνατο || αν εξακολουθήσεις να κάνεις δουλειά στο γόνατο, στο τέλος δε θα σε υπολήπτεται κανείς ως συγγραφέα». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται στο γόνατο, δηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. κάνει δουλειά στο γόνατο·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, κάνει δουλειά πρόχειρη και κακότεχνη: «δεν πιστεύω να σπούδασε πουθενά την ηλεκτρολογία, γιατί κάνει δουλειά της πλάκας || απ’ τη στιγμή που κάνει της πλάκας δουλειά, δεν είναι καθόλου περίεργο που έμεινε άνεργος»·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, α. ασχολείται με δουλειά που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον από άποψη σοβαρότητας ή κέρδους, ασχολείται με δουλειά εντελώς ανάξια λόγου: «δεν έχει πει ποτέ σε κανέναν το αντικείμενο της εργασίας του κι όλοι υποθέτουμε πως κάνει δουλειά του κώλου». β. είναι κακός τεχνίτης, κακός καλλιτέχνης: «δεν ξαναπαίρνω τον τάδε υδραυλικό, γιατί κάνει δουλειά του κώλου || θέλησε να πρωτοτυπήσει πάνω στην πίστα κι έκανε του κώλου δουλειά»·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, ασχολείται με δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «μπορεί να μην έμαθε κάποια τέχνη, αλλά κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και τα κονομάει μια χαρά». Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη, καθώς και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές· βλ. και φρ. κάνει δουλειά στο πόδι·
- κάνει μισές δουλειές, αφήνει συνήθως στη μέση τις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεται ή κάνει μια δουλειά με βιασύνη, και για το λόγο αυτό δεν την κάνει καλά, δεν την κάνει όπως πρέπει να γίνει: «δε σου συνιστώ αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει μισές δουλειές κι ύστερα θα ’χεις τρεξίματα»·
- κάνει τη δουλειά του (της), α. (για πράγματα εργαλεία ή μηχανήματα) εξυπηρετεί αυτόν που το χειρίζεται: «έχω ένα παλιό αυτοκίνητο, αλλά κάνει τη δουλειά του, γιατί με πηγαίνει όπου θέλω || έχω μια ξυριστική μηχανή που δεν είναι γνωστής φίρμας, αλλά κάνει τη δουλειά της, γιατί ξυρίζομαι μια χαρά || δεν είναι κανένα σπουδαίο πολύφωτο, αλλά κάνει τη δουλειά του». β. εξυπηρετεί αυτόν που το χρειάζεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και ας μην είναι το ιδανικό μέσο: «βολεύεσαι μ’ αυτή την τανάλια να καρφώσεις το καρφί στον τοίχο; -Κάνει τη δουλειά της»· βλ. και φρ. κάνω τη δουλειά μου·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. συνηθέστ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, (για πρόσωπα, εργαλεία ή μηχανήματα) είναι κατάλληλος για το λόγο που τον θέλω: «δεν είναι πολύ έξυπνος υπάλληλος, αλλά κάνει τη δουλειά μου || σε βολεύει αυτό το κατσαβίδι για να ξεβιδώσεις τη βίδα; -Κάνει τη δουλειά μου»· 
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, α. συναλλάσσομαι: «κάθε μέρα κάνω δουλειά μ’ ένα σωρό κόσμο». β. συνεργάζομαι: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο κάνω δουλειές εδώ και δυο χρόνια». γ. έχω αρκετά έσοδα, κέρδη από τη δουλειά που κάνω: «δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, πάντως εγώ κάνω δουλειά όλο το χρόνο κι έτσι ζω άνετα»· βλ. και φρ. κάνει δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, ενεργώ χωρίς να συμβουλεύομαι κανέναν, ενεργώ απερίσκεπτα, επιπόλαια, βιαστικά και χωρίς προγραμματισμό: «ρώτα πρώτα και κανέναν που ξέρει, ρε παιδάκι μου, και μην κάνεις δουλειές του κεφαλιού σου!»·
- κάνω κρα για δουλειά, ποθώ, λαχταρώ, επιδιώκω μετά μανίας να βρω εργασία: «δυο μήνες τώρα κάνω κρα για δουλειά, αλλά, όποια πόρτα κι αν χτύπησα, έμεινε κλειστή»·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, α. ενεργώ με μυστικότητα: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει κρυφά τις δουλειές του». β. δε γνωρίζει κανένας τις ερωτικές μου δραστηριότητες: «όταν πρόκειται για γυναικοδουλειά, κάνω κρυφά τη δουλειά μου, γιατί είμαι και παντρεμένος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Θωμά, μπάρμπα Θωμά, που κάνεις τις δουλειές κρυφά
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, α. δουλεύω με ευχαρίστηση, με προθυμία τη δουλειά που κάνω: «βρίσκομαι σε ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον κι έτσι κάνω μια χαρά τη δουλειά μου». β. (για εργαλεία ή μηχανήματα) με εξυπηρετεί απόλυτα: «μ’ αυτόν τον κόφτη κάνω μια χαρά τη δουλειά μου»·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω να για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας για λογαριασμό κάποιου κάποια παράνομη δουλειά ή υπόθεση, ιδίως να σκοτώσω κάποιον: «έχει έναν αδίστακτο παλιάνθρωπο για να κάνει τις βρόμικες δουλειές του»·
- κάνω τη δουλειά μου, α. βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να προωθήσω ή να διεκπεραιώσω μια υπόθεσή μου, βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να εξυπηρετηθώ: «όταν χρειάζεται, πάντα βρίσκω  τρόπο να κάνω τη δουλειά μου». β. δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα εκτός από τη δουλειά μου: «ο κόσμος να χαλάει, εγώ κάνω τη δουλειά μου». γ. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της υποσχόταν χίλια δυο και μόλις έκανε τη δουλειά του την παράτησε τη φουκαριάρα». δ. αφοδεύω, χέζω: «πάω λίγο μέχρι την τουαλέτα να κάνω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. κάνει τη δουλειά του·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, α. είμαι γραφειοκράτης στην υπηρεσία μου: «ό,τι και να μου υποσχεθείτε, θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω». β. δεν αποδέχομαι εύκολα αλλαγές, νεωτερισμούς στον τρόπο εργασίας μου, ακολουθώ το δικό μου, συνήθως παραδοσιακό, τρόπο, δεν ανέχομαι παρεμβάσεις στο αντικείμενο της εργασίας μου: «θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, κι αν δε σ’ αρέσει, όταν τελειώσω, να πας σε άλλο μάστορα». Πολλές φορές, μετά το όπως ακούγεται το εγώ·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, αποκομίζω πολλά κέρδη από κάποια δουλειά ή δραστηριότητά μου: «έχει ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και κάνει χρυσές δουλειές || είναι μεσάζων σε διάφορες αγοραπωλησίες και κάνει χρυσές δουλειές»·
- καπακλίδικη δουλειά ή καπακλίδικες δουλειές, βλ. φρ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- κατεβαίνω στη δουλειά (μου), πηγαίνω να εργαστώ στο χώρο εργασίας μου (κατάστημα, γραφείο) κάποια καθορισμένη ώρα: «κάθε μέρα κατεβαίνω στη δουλειά μου στις οχτώ». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή τα πιο πολλά γραφεία και καταστήματα βρίσκονται συνήθως στο κέντρο της πόλης και οι κατοικίες περιμετρικά του·
- κερατένια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες ή που διεκπεραιώνεται με μεγάλη δυσκολία: «μπλέχτηκα με μια κερατένια δουλειά και τόσον καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω»·
- κλείνω δουλειές, είμαι μεσάζοντας, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας: «είναι μάνα να κλείνει δουλειές»·
- κλείνω (μια, τη) δουλειά, διαπραγματεύομαι, προσπαθώ να συμφωνήσω μια δουλειά, μια εργασία, προσπαθώ να πετύχω μια συμφωνία: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κλείνει μια δουλειά με κάποιον»·
- κλείνω τη δουλειά μου, α. θεωρώ ασύμφορη την επιχείρησή μου και αναστέλλω τη λειτουργία της: «αφού δεν υπήρχε προοπτική εξέλιξης, έκλεισα κι εγώ τη δουλειά μου». β. χρεοκοπώ την επιχείρησή μου: «με τόσα έξοδα που έκανε, πώς να μην κλείσει τη δουλειά του!». γ. διακόπτω στο κατάστημα μου την ημερήσια συναλλαγή με το καταναλωτικό κοινό, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε μέρα κλείνω τη δουλειά μου στις πέντε τ’ απόγευμα»·
- κόβομαι στη δουλειά, εργάζομαι πολύ σκληρά, έχω πάρα πολλή δουλειά και κουράζομαι υπερβολικά: «δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ πάντως όλο το χρόνο κόβομαι στη δουλειά, γι’ αυτό κι έχω μεγάλη ανάγκη από διακοπές»·
- κοίτα δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. συνηθέστ. κάνε δουλειά σου! (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’ άλλα μη ρωτάτε
- κοιτάζω τη δουλειά μου, α. δεν ενδιαφέρομαι, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, γιατί εγώ κοιτάζω τη δουλειά μου». β. είμαι προσηλωμένος σε αυτό που κάνω: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του». γ. είμαι γραφειοκρατικός στην εργασία μου, ενεργώ σύμφωνα με τους κανονισμούς: «δεν του αλλάζεις μυαλά, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του, ό,τι και να του τάξεις»·
- κόλλησε η δουλειά, η υπόθεση ή η εργασία αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό εμπόδιο ή δυσκολία, που δεν επιτρέπει την εξέλιξή της: «κόλλησε η δουλειά, γιατί λείπει ο διευθυντής για να υπογράψει τις προσλήψεις || απ’ τη στιγμή που έκαναν κατάληψη το εργοστάσιο, κόλλησε η δουλειά»·
- κόλλησε η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, παρατηρείται εμπορική απραξία στην αγορά: «απ’ τη στιγμή που δεν κυκλοφορεί χρήμα, κόλλησαν οι δουλειές»·
- κολομπαρεμένη δουλειά ή κολομπαρεμένες δουλειές, δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτή: «μη μπλέκεσαι με τα μπαράκια, γιατί είναι κολομπαρεμένη δουλειά»·
- κολομπαρίστικη δουλειά ή κολομπαρίστικες δουλειές, επιχείρηση χωρίς καμιά σοβαρότητα ή κύρος, ασήμαντη, τιποτένια: «έχει μια κολομπαρίστικη δουλειά και περνιέται για βιομήχανος»·
- κομπιναδόρικη δουλειά ή κομπιναδόρικες δουλειές, δουλειά ή επιχείρηση παράνομη και με μικρή χρονική διάρκεια: «είναι τίμιος άνθρωπος και δεν ασχολείται με κομπιναδόρικες δουλειές || όσοι μπλέχτηκαν με κομπιναδόρικες δουλειές, αργά ή γρήγορα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας»·
- κονομημένη δουλειά, εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που βρίσκεται σε άριστη οικονομική κατάσταση: «δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί ο πατέρας του, πριν πεθάνει, του άφησε μια κονομημένη δουλειά»·
- κοντρολαρισμένη δουλειά, που ελέγχεται απόλυτα και, κατά συνέπεια, που εξελίσσεται ικανοποιητικά: «αν σου προτείνει συνεταιρισμό καν’ τον με  κλειστά τα μάτια, γιατί έχει κοντρολαρισμένη δουλειά»·
- κόπηκε η δουλειά ή κόπηκαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις πέρασαν οι γιορτές, κόπηκαν οι δουλειές»·
- κουκούτσι δουλειά, πλήρης εμπορική απραξία: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες κουκούτσι δουλειά την τελευταία βδομάδα»·
- κουραστική δουλειά, α. εργασία που δημιουργεί σωματική ή πνευματική κούραση: «είναι κουραστική δουλειά να ’σαι οικοδόμος || είναι κουραστική δουλειά η συγγραφή ενός βιβλίου». β. ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «σα να ’γινε κουραστική δουλειά, κάθε λίγο και λιγάκι να ’ρχεσαι και να μου ζητάς δανεικά. Δε νομίζεις; || κατάντησε κουραστική δουλειά, κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών και να μη μ’ αφήνεις να κοιμηθώ»·
- κουτσαίνει η δουλειά, παρουσιάζει προβλήματα, η εξέλιξή της δεν είναι ομαλή: «μόλις τέλειωσαν τα χρήματα, άρχισε να κουτσαίνει η δουλειά»·
- κυλάει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά: «όταν όλα δουλεύουν ρολόι, πώς να μην κυλάει η δουλειά;»·
- λάσκαρε η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης η άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις έφυγαν οι τουρίστες απ’ το νησί, λάσκαρε η δουλειά»·
- λασκάρω απ’ τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- λάσπη η δουλειά, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά·
- λάσπωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα και κινδυνεύει να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «με τόσες απεργίες που γίνονται κάθε μέρα, λάσπωσε η δουλειά». Από την εικόνα της λάσπης που λόγω της σύνθεσής της βρίσκεται σε πλήρη ακινησία·
- λαστιχάρει η δουλειά, παίρνει διάρκεια για κάποιο λόγο: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοτάξιο, λαστιχάρει η δουλειά || είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γι’ αυτό εδώ και μερικές μέρες λαστιχάρει η δουλειά»·
- λοβιτουρατζίδικη δουλειά ή λοβιτουρατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται με αθέμιτα μέσα, ή ενέργεια που γίνεται παρασκηνιακά με σκοπό το κέρδος: «μόλις ανέλαβε τις προμήθειες του εργοστασίου, άρχισε τις λοβιτουρατζίδικες δουλειές || ό,τι θα γίνεται ή θα λέγεται, θα ’ναι φανερά, γιατί δε μ’ αρέσουν οι λοβιτουρατζίδικες δουλειές»·
- μάγκικη δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. φρ. μαγκιόρικη δουλειά·
- μαγκιόρικη δουλειά ή μαγκιόρικες δουλειές, α. επιχείρηση πάνω σε σωστές προδιαγραφές και σε ευχάριστο περιβάλλον: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί βρήκε θέση σε μια μαγκιόρικη δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός μου ’κανε πολύ μαγκιόρικη δουλειά»·
- μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς, με τη συνεχή ενασχόληση και την πάροδο του χρόνου αποκτώ τις ιδιαίτερες γνώσεις που χρειάζονται για τη σωστή και επωφελή άσκηση της δουλειάς μου, της τέχνης μου, του επαγγέλματός μου: «αν δε μάθω πρώτα καλά τα μυστικά της δουλειάς, δεν έχω σκοπό ν’ αναλάβω το παραμικρό»·
- μαλακισμένη δουλειά ή μαλακισμένες δουλειές, α. δουλειά εμπορική ή βιομηχανική χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα, χωρίς το παραμικρό οικονομικό ενδιαφέρον: «έχει μια μαλακισμένη δουλειά και νομίζει πως είναι ο Ωνάσης || δεν έχω διάθεση να χάνω τον καιρό μου σε μαλακισμένες δουλειές». β. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, απαράδεκτη: «έχεις την εντύπωση πως θα παραλάβω μια τόσο μαλακισμένη δουλειά;». γ. υπόθεση που προκαλεί έντονη θλίψη ή αγανάκτηση: «σαν δεν ντρέπεστε λίγο, δυο αδέρφια και να μαλώνετε σαν τα προγόνια! Για αφήστε αυτές τις μαλακισμένες δουλειές και δώστε τα χέρια να μονοιάσετε!»·
- μαμούκαλα δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκατά δουλειά(!)·
- μανουρατζίδικη δουλειά ή μανουρατζίδικες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία που προκαλεί θόρυβο, φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα συνεργείο αυτοκινήτων και δε σου λέω τίποτα, πολύ μανουρατζίδικη δουλειά!». β. εμπορική δουλειά που έχει σχέση με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ έχω ένα κεφάλι καζάνι, γιατί δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μανουρατζίδικη δουλειά είναι!». γ. χειροτεχνική ιδίως εργασία που είναι πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί: «η δουλειά του ρολογά είναι πολύ μανουρατζίδικη δουλειά»·
- μανούριασε η δουλειά, α. στη δουλειά ή στην υπόθεση παρατηρείται έντονη διχόνοια ή γκρίνια: «σκέφτομαι να πάρω το ποσοστό μου και να φύγω, γιατί μανούριασε η δουλειά || δεν πατάω το πόδι μου στην παρέα, γιατί τον τελευταίο καιρό μανούριασε η δουλειά κι ο ένας βρίζει τον άλλον». β. στη δουλειά παρατηρούνται μεγάλα εμπόδια, μεγάλες δυσκολίες: «ενώ μέχρι τώρα πήγαινε μια χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά, μανούριασε η δουλειά»·
- μάπα δουλειά, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, που είναι για πέταμα: «τον είχα προειδοποιήσει πως, αν μου ξανάφερνε μάπα δουλειά, δε θα την παραλάμβανα»·
- ματζίριασε η δουλειά ή ματζίριασαν οι δουλειές, παρατηρείται πολύ φτωχική εμπορική κίνηση: «με τόσες απεργίες που γίνονται τον τελευταίο καιρό, ματζίριασε η δουλειά || μετά τις γιορτές ματζίριασαν οι δουλειές»·
- ματζίρικη δουλειά ή ματζίρικες δουλειές, α. τεχνική εργασία χωρίς διόλου φαντασία και με έντονη φτωχική κατασκευή: «του ’δωσα όλα τα στοιχεία κι όλες τις δυνατότητες για μια σωστή εργασία κι αυτός είτε από άγνοια είτε από τσιγκουνιά, μου ’κανε την πιο ματζίρικη δουλειά». β. επιχείρηση που από άποψη υποδομής ή οικονομικής προοπτικής δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον, που φυτοζωεί: «αν είναι να στήσουμε μια μοντέρνα επιχείρηση, τότε ευχαρίστως να συνεταιριστούμε, αλλιώς, δεν έχω διάθεση να μπερδευτώ με ματζίρικες δουλειές»·
- μαφιόζικη δουλειά ή μαφιόζικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με ύποπτο, παράνομο τρόπο, παράνομη δουλειά: «δεν μπλέκομαι σε μαφιόζικες δουλειές κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- με καβάλησε η δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «δεν μπορώ να πάρω άλλες παραγγελίες, γιατί ήδη με καβάλησε η δουλειά και δουλεύω και τα βράδια»·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, α. έχω τόσο πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «έχω τόσες πολλές παραγγελίες, που με πήρε από κάτω η δουλειά». β. πελάγωσα, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω: «μόλις την πλησίασα και ήταν να της μιλήσω, με πήρε από κάτω η δουλειά και δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου»·
- με πλάκωσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. με καβάλησε η δουλειά·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, α. όταν λείπουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «θέλησε να στήσει ολόκληρη εξαγωγική εταιρεία χωρίς δραχμή και βέβαια απέτυχε, σαν να μην ήξερε ο χαζός πως με πορδές δε γίνονται δουλειές». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, απαιτείται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «δεν άνοιξε βιβλίο και κόπηκε πάλι στις εξετάσεις, γιατί με πορδές δουλειές δε γίνονται». Συνών. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά, με απέλυσαν: «επειδή είχε πρόβλημα η επιχείρηση, με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά»·
- μεγάλη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, βγαίνεις για να πας στη δουλειά σου και με το πρώτο βήμα που κάνεις σκάει μια μπόμπα δίπλα σου και σε κάνει κομμάτια. -Μεγάλη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το νομίζεις ·
- μεγάλη δουλειά! α. αμφισβήτηση με ειρωνική διάθεση για τη δυσκολία ή την ιδιαιτερότητα που ισχυρίζεται κάποιος πως παρουσιάζει μια εργασία ή μια υπόθεση: «ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεταφέρεις αυτό το μπαούλο στον έκτο όροφο! -Μεγάλη δουλειά! || ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να διοργανώσεις μια εκδρομή! -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ. β.πολύ δύσκολη υπόθεση, πολύ δύσκολη περίπτωση: «μέσα σε μια βδομάδα έχασε όλη του την περιουσία που τη μάζευε ολόκληρη ζωή. -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πω πω·
- μεγάλη δουλειά, α. περιστασιακή, πρόσκαιρη επιχείρηση, ιδίως παράνομη, με μεγάλα κέρδη: «ετοιμάζει από καιρό μια μεγάλη δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο». Συνών. μεγάλο κόλπο. β.εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με ευρύ κύκλο εμπορικών ή άλλων συναλλαγών: «είναι τόσο μεγάλη δουλειά, που επηρεάζει σημαντικά όλη την αγορά»·
- μεγαλώνω τη δουλειά μου, την επεκτείνω: «ψάχνει να βρει συνεταίρο για να μεγαλώσει τη δουλειά του»·
- μεγάλωσε η δουλειά του! ή μεγάλωσαν οι δουλειές του! λέγεται ειρωνικά για κάποιον που μετά από κάποια πρόσκαιρη επιτυχία του συμπεριφέρεται σαν να είναι σπουδαίος, που μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μεγάλωσε η δουλειά του και δε μας χαιρετάει! || απ’ τη μέρα που τον έδειξαν στην τηλεόραση, μεγάλωσαν οι δουλειές του και δε μας μιλάει!»·
- μερακλίδικη δουλειά ή μερακλίδικες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία με γούστο και μεράκι: «πήγα τ’ αυτοκίνητο στο τάδε συνεργείο και μου ’καναν πολύ μερακλίδικη δουλειά || πολύ χαίρομαι όταν παραλαμβάνω μερακλίδικες δουλειές»·
- μεσοβέζικη δουλειά ή μεσοβέζικες δουλειές, υπόθεση που παρουσιάζεται μια με τον έναν τρόπο και μια με άλλον διαφορετικό, υπόθεση που δεν παρουσιάζεται με ειλικρίνεια: «ξεκαθάρισε επιτέλους τη θέση σου και άσε αυτές τις μεσοβέζικες δουλειές»·
- μετράω τη δουλειά, τη μελετώ, την υπολογίζω με προσοχή: «αν δε μετρήσει πρώτα καλά τη δουλειά, δεν αποφασίζει να την αναλάβει»·
- μην την ψάχνεις τη δουλειά, α. μην τη σκέφτεσαι, μην την εξετάζεις, γιατί η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, είναι αυτονόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις απ’ την τράπεζα, έλα να υπογράψουμε και μην την ψάχνεις τη δουλειά», δηλ. είναι σίγουρο πως θα πετύχει η δουλειά. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι για το οποίο δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα ή άκρη: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν εντελώς τ’ αντίθετα, γι’ αυτό σου λέω, μην την ψάχνεις τη δουλειά»·
- μην την ψειρίζεις τη δουλειά, (για τεχνικές, καλλιτεχνικές ή κατασκευαστικές εργασίες) μην την καθυστερείς λεπτολογώντας την: «παράδωσέ μου, επιτέλους, αυτό το βιβλίο και μην την ψειρίζεις τη δουλειά || έλα, ρε παιδάκι μου, τελείωνε μ’ αυτή την κατασκευή και μην την ψειρίζεις τη δουλειά». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το περισσότερο· βλ. και φρ. μην την ψάχνεις τη δουλειά·    
- μίζερη δουλειά ή μίζερες δουλειές, α. φτωχή εμπορική δουλειά χωρίς προοπτική εξέλιξης: «έχει μια μίζερη δουλειά, που όπου να ’ναι, θα κλείσει». β. κατασκευή που έγινε με πολύ ευτελή υλικά: «από καθαρή τσιγκουνιά έκανε μίζερη δουλειά»·
- μιζέριασε η δουλειά, έχασε το εμπορικό της ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες των τραπεζών μιζέριασε η δουλειά, γιατί ο κόσμος δεν έχει μετρητά»·
- μονταρισμένη δουλειά, επιχείρηση που δουλεύει απρόσκοπτα, γιατί είναι στημένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, πάνω σε γερές βάσεις: «έχει τόσο μονταρισμένη δουλειά, που, και να λείψει ένα διάστημα, όλα δουλεύουν ρολόι»·
- μοντάρω μια δουλειά, α. οργανώνω μια δουλειά, μια επιχείρηση: «ξέρω ότι εδώ και καιρό μοντάρει μια δουλειά, αλλά τι ακριβώς, θα σε γελάσω». β. οργανώνω ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «μοντάρει καιρό μια καινούρια δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο»· βλ. και φρ. μοντάρω τη δουλειά ·
- μοντάρω τη δουλειά, συναρμολογώ κάποιο μηχάνημα που το είχα διαλύσει στα επιμέρους του τμήματα: «αφού πρώτα διέλυσα τη μηχανή και διόρθωσα τη βλάβη, θ’ αρχίσω αύριο να μοντάρω πάλι τη δουλειά»· βλ κ. φρ. μοντάρω μια δουλειά·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε δουλειές ο ηλίθιος»·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου την έκανε τη δουλειά, α. μου προξένησε ζημιά, ιδίως χωρίς να το περιμένω, με  ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά μου την έκανε τη δουλειά και μ’ άδειασε το ταμείο». β. (και για τα δυο φύλα) με απάτησε, με κεράτωσε: «εγώ της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη κι αυτή μου την έκανε τη δουλειά μ’ ένα φίλο μου»·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. φρ. μου την έκανε τη δουλειά·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, τα έχουν προσχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα πάρω μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί ξέρω πως μου την έχουν στημένη τη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβες πως σου την έχουν τη δουλειά στημένη, είναι καλύτερα να μην πας στο μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ιδίως αθέμιτο, που ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα εγώ τη δουλειά, την ανέλαβε αυτός: «τα ’κανε πλακάκια με τον διευθυντή και μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια»·
- μου χάλασε τη δουλειά, έγινε αίτιος αποτυχίας σε κάποια επαγγελματική μου διαπραγμάτευση, σε κάποια ερωτική μου επιδίωξη ή σχέση: «πήγε και μαρτύρησε στον υποψήφιο συνεταίρο μου πως έχω λερωμένο ποινικό μητρώο και μου χάλασε τη δουλειά || πήγε και κάρφωσε στην γκόμενά μου πως είμαι παντρεμένος και μου χάλασε τη δουλειά, γιατί μετά απ’ αυτό με διαβολόστειλε η γυναίκα»·
- μου(ν)τζούρικη δουλειά, εργασία μηχανουργείου ή συνεργείου αυτοκινήτων, επειδή, όσοι εργάζονται εκεί, λόγω της μουτζούρας λερώνουν τα ρούχα και τα χέρια τους: «αν δε μάθεις γράμματα, θα σε στείλω να μάθεις καμιά μουτζούρικη δουλειά»·
- μουλωχτή δουλειά ή μουλωχτές δουλειές, δουλειά που γίνεται αθόρυβα ή στα κρυφά,  ιδίως σε στενό κύκλο ανθρώπων: «είναι υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα, αλλά ασχολείται και μ’ άλλες μουλωχτές δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ·
- μούχλιασε η δουλειά, α. εμπορική επιχείρηση που βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «δεν τον νοιάζει κι αν μούχλιασε η δουλειά, γιατί έχει ένα σωρό ακίνητα». β. η υπόθεση έχασε πια εντελώς το ενδιαφέρον της: «τώρα που ξύπνησες, μούχλιασε η δουλειά, γιατί αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο»·
- μπάζει η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονα προβλήματα: «πρέπει να βρούμε κάποιον να μας χρηματοδοτήσει, γιατί μπάζει η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που μπάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει ή από την εικόνα του παραθύρου που μπάζει αέρα και δημιουργεί προβλήματα·
- μπαίνω στα μυστικά της δουλειάς, βλ. φρ. μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς·
- μπαμπάτσικη δουλειά ή μπαμπάτσικες δουλειές, επιχείρηση πολύ κερδοφόρα, επιχείρηση με ευρύ κύκλο εργασιών: «η χαρά του είναι που θ’ αφήσει στα παιδιά του μια μπαμπάτσικη δουλειά»·
- μπαμπέσικη δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, ενέργεια ύπουλη, χτύπημα πισώπλατο: «έπρεπε να το φανταστώ ποιος ενέργησε μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο, γιατί αυτός είναι μαθημένος στις μπαμπέσικες δουλειές»·
- μπάνικη δουλειά ή μπάνικες δουλειές, α. επιχείρηση εντυπωσιακή σε υποδομή και κέρδη: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μπάνικη δουλειά και δεν έχει ανάγκη από κανέναν || ασχολείται μόνο με μπάνικες δουλειές». β. τεχνική, κατασκευαστική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με τέχνη: «ο μηχανικός έκανε μπάνικη δουλειά || ο ζωγράφος έκανε μπάνικη δουλειά»·
- μπασταρδεμένη δουλειά ή μπασταρδεμένες δουλειές, α. μπερδεμένη υπόθεση, νόθα κατάσταση: «ήταν τόσο μπασταρδεμένη δουλειά, που έπεσαν δέκα δικηγόροι να την ξεδιαλύνουν». β. δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτήν: «ξέχνα το μπαράκι, είναι μπασταρδεμένη δουλειά, δε βλέπεις που σε κάθε γειτονιά υπάρχουν από κάνα δυο τρία;»·
- μπαστάρδεψε η δουλειά ή μπαστάρδεψαν οι δουλειές, δεν παρουσιάζει πια κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, ψεύτισε, στην αγορά παρατηρείται εμπορική απραξία: «τώρα που μπαστάρδεψε η δουλειά, τώρα ενδιαφέρθηκε κι αυτός ν’ ασχοληθεί με τα βιντεοκλάμπ || τον τελευταίο καιρό μπαστάρδεψαν οι δουλειές, γιατί, με την ακρίβεια που παρατηρείται, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον»·
- μπαστάρδικη δουλειά ή μπαστάρδικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπασταρδεμένη δουλειά·
- μπατάκικη δουλειά ή μπατάκικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπαταξίδικη δουλειά·
- μπατάλικη δουλειά ή μπατάλικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι χοντροκομμένη, χωρίς γούστο και χάρη: «του ’δωσα την ευκαιρία να προβληθεί με τη δουλειά που του ανέθεσα κι αυτός έκανε μπατάλικη δουλειά»·
- μπαταξίδικη δουλειά ή μπαταξίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση χωρίς καμιά φερεγγυότητα: «δεν τον πιστώνει κανείς μέσα στην αγορά, γιατί έχει μπαταξίδικη δουλειά και κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα»·
- μπατάρισε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε εντελώς, χρεοκόπησε: «μετά από τόση γκρίνια που έπεσε στους συνεταίρους, μπατάρισε η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν βάζει νερό ή είναι φορτωμένη, γέρνει, μπατάρει·
- μπατιρημένη δουλειά, που δεν αποδίδει το παραμικρό οικονομικό κέρδος: «πήγε και μπήκε συνέταιρος ο βλάκας σε μια μπατιρημένη δουλειά κι έχασε τα λεφτά του». Πρβλ.: μπατιρημένο κουρείο Σάββατο βράδυ χωρίς δουλειά (Ντ. Χριστιανόπουλος)·
- μπατίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «έκανε στάση πληρωμών, γιατί μπατίρισε η δουλειά που είχε»·
- μπελαλίδικη δουλειά ή μπελαλίδικες δουλειές, δουλειά που παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, μεγάλους μπελάδες, ως προς την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωσή της και, για το λόγο αυτό, δυσάρεστη: «επειδή δε μιλάω, όλες τις μπελαλίδικες δουλειές τις φορτώνουν επάνω μου»·
- μπερδεμένη δουλειά ή μπερδεμένες δουλειές, α. δουλειά ή η υπόθεση που είναι περιπλεγμένη, που παρουσιάζει δυσκολίες λόγω κακών χειρισμών, ή είναι γενικά πολυσύνθετη: «είναι τόσο μπερδεμένη δουλειά, που πρέπει να προσλάβει τρεις λογιστές για να βγάλουν άκρη». β. δουλειά ή επιχείρηση ύποπτη, που δεν παρουσιάζει διαφάνεια στους χειρισμούς της: «δεν παίρνω μέρος σε μπερδεμένες δουλειές, γι’ αυτό έχω το κούτελό μου καθαρό στην αγορά»·
- μπερδεύω τη δουλειά, δημιουργώ λανθασμένη εντύπωση για κάποιον ή για κάτι: «πώς μπέρδεψες τη δουλειά, ρε παιδάκι μου, και δεν κατάλαβες ότι έδιωχνες τον καλύτερό σου υπάλληλο;»· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τη δουλειά·
- μπερεκετλίδικη δουλειά ή μπερεκετλίδικες δουλειές, επιχείρηση που αποφέρει ικανοποιητικό κέρδος: «έχει μια μπερεκετλίδικη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά»·
- μπερμπάντικη δουλειά ή μπερμπάντικες δουλειές, η ενασχόληση με τα ερωτικά, το μπλέξιμο σε γυναικοδουλειές, η μπερμπαντοδουλειά: «αν και είναι παντρεμένος, μπερδεύεται κάθε τόσο σε μπερμπάντικες δουλειές»·
- μπιτ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- μπλόκαρε η δουλειά ή μπλοκάρισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ή διεκπεραιωνόταν ομαλά, ξαφνικά, για απρόβλεπτους λόγους ή αιτίες, περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα: «μπλόκαρε η δουλειά, γιατί έχουμε διακοπή ρεύματος || μπλοκάρισε η δουλειά, γιατί οι απεργοί έκαναν κατάληψη στο εργοστάσιο»·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- μπουρδουκλώνω τη δουλειά, α. δημιουργώ επίτηδες σύγχυση σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «από εδώ είχε, από εκεί είχε, την μπουρδούκλωσε τη δουλειά και βγήκε λάδι». β. καλύπτω κρυφά μια αταξία ή παρατυπία: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τη δουλειά για να μη μάθει τίποτα ο διευθυντής»·
- μπουρδούκλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η δουλειά, συνάντησε ξαφνικά εμπόδια και έπαψε να εξελίσσεται: «του ’φυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και μπουρδούκλωσε η δουλειά, γιατί του έλειπαν χέρια για να τη συνεχίσει»·
- μυγιάζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυρίζομαι τη δουλειά, βλ. φρ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυστήρια δουλειά! α. έκφραση απορίας για τις επιπλοκές που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τις οποίες παρά τις έντονες προσπάθειές μας, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «εδώ και δυο βδομάδες έφαγα τα λυσσιακά μου να βρω πού υπάρχει το πρόβλημα και δεν μπορώ να βρω τίποτα. -Μυστήρια δουλειά!». β. έκφραση απορίας για το είδος εργασιών κάποιας επιχείρησης ή για τη φύση μιας υπόθεσης που παραμένουν άγνωστες: «έχει πέντε γραφεία μ’ ένα σωρό υπαλλήλους, αλλά κανείς δεν ξέρει με τι ακριβώς ασχολείται. -Μυστήρια δουλειά!»·
- μυστήρια δουλειά ή μυστήριες δουλειές, α. δουλειά ύποπτη, σκοτεινή, παράνομη: «έχει μια μυστήρια δουλειά και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με τι ασχολείται || δεν μπλέκεται με μυστήριες δουλειές, γιατί λατρεύει τη διαφάνεια». β. δουλειά εντελώς ασυνήθιστη, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη χαρακτηρίσει ή να την κατατάξει σε ένα κύκλο: «κάνει μια μυστήρια δουλειά, που δεν μπορώ να στην εξηγήσω, ξέρω όμως ότι κερδίζει πολλά»·
- να δουλειά! κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που, ενώ του είχαμε υποσχεθεί κάποια θέση εργασίας ή την ανάθεση κάποιας δουλειάς, στο τέλος για κάποιο λόγο αθετήσαμε την υπόσχεσή μας: «αφού με κατηγόρησες, να δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία επιδεικνύουμε τον αντίχειρά μας ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας ή από χειρονομία κατά την οποία η χούφτα πιάνει τα αρχίδια μας και τα προβάλλει προς το μέρος του συνομιλητή μας·
- να κοιτάς τη δουλειά σου! προτρεπτική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που αναμειγνύεται απρόσκλητος σε μια υπόθεση: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνουμε και να κοιτάς τη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και είναι φορές που κλείνει με το ορίστε μας(!)·
- νααα, δουλειά! έκφραση θαυμασμού για την ύπαρξη έντονης εμπορικής κίνησης ή συναλλαγής: «εσείς δεν ξέρω τι κάνετε, αλλά αυτός, νααα δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δάχτυλα του χεριού ενώνονται επανειλημμένα στις άκρες τους προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας·
 - νάκα δουλειά ή νάκατα δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) δεν έχει, δεν υπάρχει δουλειά: «αφού άργησες να ’ρθεις, νάκα δουλειά, γιατί πρόλαβαν και την πήραν άλλοι»·
- ναυάγησε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε τελείως, ματαιώθηκε: «ήταν να συνεργαστούμε, αλλά την τελευταία στιγμή ναυάγησε η δουλειά, γιατί δεν τα βρήκαμε στα ποσοστά»·
- ναυαγώ τη δουλειά, γίνομαι αίτιος της αποτυχίας ή της καταστροφής μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «όσες φορές του έχουν αναθέσει κάτι, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ναυαγεί τη δουλειά»·
- νέκρωσε η δουλειά ή νέκρωσαν οι δουλειές, υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που νέκρωσαν οι δουλειές»·
- νεταρισμένη δουλειά, που είναι τελειωμένη, διεκπεραιωμένη: «η δουλειά είναι νεταρισμένη και μπορείς να την παραλάβεις ό,τι ώρα θέλεις»·
- νετάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω, σχολνώ: «τι ώρα νετάρεις απ’ τη δουλειά για να περάσω να σε πάρω;»·
- νετάρω μια δουλειά ή νετάρω τη δουλειά, α. διεκπεραιώνω μια υπόθεση ως μεσάζων: «μόλις νετάρω τη δουλειά ενός φίλου μου, θ’ ασχοληθώ και με τη δική σου υπόθεση». β. φέρω σε πέρας μια εργασία: «σε μια βδομάδα νετάρω μια δουλειά που την είχα αρχίσει πριν από πολύ καιρό»·
- νοικοκυρεμένη δουλειά ή νοικοκυρεμένες δουλειές, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που διακρίνεται από τάξη και συνέπεια: «έχει μια νοικοκυρεμένη δουλειά, που τη ζηλεύουν πολλοί». β. ενέργεια που τη διακρίνει τιμιότητα, σύνεση, διαφάνεια: «θα κουβεντιάσουμε όλες τις λεπτομέρειες πριν αποφασίσουμε, γιατί μ’ αρέσουν νοικοκυρεμένες δουλειές»·
- νοικοκυρίστικη δουλειά ή νοικοκυρίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- νταραβερτζίδικη δουλειά ή νταραβερτζίδικες δουλειές, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, που βάζει σε μπελάδες, σε τρεξίματα αυτόν ή αυτούς που ασχολούνται με αυτή: «έχω μπλέξει σε μια νταραβερτζίδικη δουλειά και γυρνάω κάθε βράδυ στο σπίτι μου μ’ ένα κεφάλι καζάνι || αποφεύγει τις νταραβερτζίδικες δουλειές, όπως ο διάβολος το λιβάνι»·
- ντιπ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- ξαμολιέμαι για δουλειά (ενν. να βρω), αρχίζω συστηματικά να ψάχνω να βρω εργασία: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο όπου δούλευε, ξαμολήθηκε για δουλειά»·
- ξεζούμισε η δουλειά, εξάντλησε κάθε οικονομικό ενδιαφέρον που είχε: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε η δουλειά που έκανε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- ξεζούμισε τη δουλειά, την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην αποδίδει άλλο: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε τη δουλειά που είχε, βρήκε ένα κορόιδο και του την πάσαρε»·
- ξεζουμίζομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξελιγώνομαι στη δουλειά·
- ξεθεώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεκαθαρίζω μια δουλειά ή ξεκαθαρίζω τη δουλειά, εξιχνιάζω μια σκοτεινή ή παράνομη υπόθεση: «η αστυνομία δεν ξεκαθάρισε ακόμα τη δουλειά σχετικά με τη ληστεία της τράπεζας»·
- ξεκούρντιστη δουλειά, εμπορική ιδίως επιχείρηση που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω κακού συντονισμού: «λογικό να γίνεται αλαλούμ σε μια τόσο ξεκούρντιστη δουλειά!»·
- ξεκωλώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι, εξαντλούμαι από υπερβολική ή πολύ κοπιαστική εργασία: «όλη τη μέρα σήμερα ξεκωλώθηκα στη δουλειά»·
- ξελασκάρω απ’ τη δουλειά, χαλαρώνω, παύω να έχω εντατική δουλειά και, κατ’ επέκταση, ελευθερώνομαι, τελειώνω από τη δουλειά μου: «μόλις ξελασκάρω απ’ τη δουλειά που έχω, θα πιάσω τη δική σου παραγγελία || λογαριάζω να ξελασκάρω απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε το απόγευμα και θα περάσω τότε να τα πούμε»·
- ξελιγώνομαι στη δουλειά, εξαντλούμαι τελείως από τη δουλειά με την οποία ασχολούμαι: «έχω βάλει σκοπό να μαζέψω κάτι λεφτά και ξελιγώνομαι στη δουλειά»·
- ξεμπερδεύω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλέκω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλόκαρε η δουλειά ή ξεμπλοκάρισε η δουλειά, μετά από προσωρινή στασιμότητα, που προήλθε από απρόβλεπτους ιδίως λόγους ή παράγοντες, άρχισε πάλι να εξελίσσεται ομαλά: «αφού λύθηκε η κατάληψη του εργοστασίου, ξεμπλοκάρισε η δουλειά κι άρχισε κανονικά η αποστολή των εμπορευμάτων»·
- ξεπατώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκεπάζω τη δουλειά, αποκαλύπτω κάποια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μετά από έρευνες που έκανε, ξεσκέπασε τη δουλειά με τα πλαστά τιμολόγια»·
- ξεσκίζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «όταν έρχονται οι γιορτές των Χριστουγέννων, ξεσκίζομαι στη δουλειά»· βλ. και φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. φρ. ξεσκίζομαι στη δουλειά·
- ξεφορτώνομαι τη δουλειά, α. εγκαταλείπω ανειλημμένη εργασία ή υποχρέωση για διάφορους λόγους: «πρέπει να ξεφορτωθώ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως δεν μπορώ πια να τη φέρω σε πέρας». β. αρχίζω σταδιακά να τη διεκπεραιώνω: «απ’ τη στιγμή που έβαλε το κεφάλι του κάτω, άρχισε σιγά σιγά να ξεφορτώνεται τη δουλειά»·
- ξεφουρνίζω τη δουλειά, αποκαλύπτω εργασία που γινόταν κρυφά, προδίδω κάτι που ήταν μυστικό: «για να μάθουν τόσο γρήγορα με τι ασχολούμαστε, σίγουρα κάποιος από μας τους ξεφούρνισε τη δουλειά || είχα μια γκόμενα κι αυτός ο ηλίθιος πήγε και ξεφούρνισε τη δουλειά στη γυναίκα μου»·
- ξεφούσκωσε η δουλειά, α. μετά από περίοδο έντονης εμπορικής κίνησης επήλθε φυσιολογική κάμψη: «αμέσως μετά από τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεφούσκωσε η δουλειά». β. υπόθεση που είχε συζητηθεί ή διαφημιστεί έντονα, αποδείχτηκε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «μετά από τόσο ντόρο που έγινε απ’ την κυβέρνηση για την αύξηση των μισθών και των συντάξεων, στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή ξεφούσκωσε η δουλειά, γιατί οι αυξήσεις που δόθηκαν μόλις που πλησιάζουν το ένα τοις εκατό»·
- ξέφτισε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε η δουλειά·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, για κάποιο λόγο δεν μπορώ να την ελέγξω: «ενώ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ξαφνικά ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω!»·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, λέγεται στην περίπτωση που άλλος κουράζεται για την επίτευξη ενός έργου και άλλος επωφελείται·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο  Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει αναδουλειές, επανέρχεται σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή που μπορεί και να έχουν ξεχαστεί. Συνών. ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει / ο μουφλούζης αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, ο καθένας πρέπει να ασχολείται με αυτό που ξέρει να κάνει: «από μικρός ασχολούμαι μόνο με πράγματα που ξέρω, γιατί ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του». Από το ότι ο βλάχος ως κτηνοτρόφος είναι δεινός στην παρασκευή τυριού·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, πετυχαίνει στη δουλειά του αυτός που έχει μάθει να την κάνει μόνος του: «δεν επιδίωξε ποτέ συνεταιρισμό με κανέναν, γιατί ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του»·
- οι δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αρνητικά: «είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί οι δουλειές μου πάνε άσχημα κι οι υποχρεώσεις τρέχουν || τον τελευταίο καιρό γενικά πάνε άσχημα οι δουλειές μου»·
- οικογενειακή δουλειά, επιχείρηση που είναι κατανεμημένη στα μέλη κάποιας οικογένειας, δουλειά που διεκπεραιώνεται από τα μέλη κάποιας οικογένειας: «δε θέλουν κανέναν συνέταιρο, γιατί θέλουν να την κρατήσουν οικογενειακή δουλειά»· βλ. και φρ. είναι οικογενειακή μας δουλειά·
- όμορφη δουλειά, εργασία κατασκευαστική, ιδίως χειροποίητη που έγινε με τέχνη και μεράκι: «για δες πόση όμορφη δουλειά έχει αυτή το δαχτυλίδι!»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, είναι επικίνδυνο να αφήνει κάποιος στη μέση τη δουλειά με την οποία καταπιάνεται και να ψάχνει για νέες δουλειές: «τέλειωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις αρχίσει κι ύστερα ψάξε γι’ άλλη, γιατί όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει». Από το ότι, τα φασόλια, επειδή είναι βαρύ φαγητό, δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους προβλήματα·
- όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, η οικογένεια του εργατικού ανθρώπου ζει χωρίς άγχος και στερήσεις: «απ’ τη στιγμή που απόκτησες οικογένεια, να ’χεις το νου σου συνέχεια στη δουλειά, γιατί, όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του»·
- πάγαινε στη δουλειά σου! (ειρωνικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, ξεκουμπίσου, απομακρύνσου: «τι έγινε δω, ρε φίλε, κι είναι τόσος κόσμος μαζεμένος; -Πάγαινε στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε άι·
- πάει η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «αφού δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα κανένα πρόβλημα, πώς να μην πάει η δουλειά;». β. απέτυχε, καταστράφηκε, χρεοκόπησε: «από ένα κακό χειρισμό πάει η δουλειά»·
- πάει μακριά η δουλειά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πάει μακριά η δουλειά, ρε παιδιά, μ’ αυτόν το θόρυβο και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει πολύ μακριά·
- παζαρτζίδικη δουλειά ή παζαρτζίδικες δουλειές, α. δουλειά ασήμαντη, χωρίς σοβαρότητα, ανάξια λόγου: «ξεκίνησε από μια παζαρτζίδικη δουλειά και τώρα έγινε μεγάλος και τρανός». Αναφορά στο μικροπωλητή που γυρίζει στα παζάρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του. β. (γενικά) ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την αγοραπωλησία, για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας: «θα διαβάσουμε το συμφωνητικό και θα το υπογράψουμε την ίδια ώρα, γιατί δε μ’ αρέσουν οι παζαρτζίδικες δουλειές»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, μικρός ή ανεξαρτήτου ηλικίας άτομο που σε ένα εργασιακό χώρο ή σε μια παρέα χρησιμοποιείται από τους άλλους για διάφορα θελήματα: «αν σου τέλειωσαν τα τσιγάρα, έχουμε στο γραφείο ένα παιδί για όλες τις δουλειές και μπορεί να πάει να σου πάρει»·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, α. αναλαμβάνω να την επιβλέπω, να τη συνεχίσω ή να τη φέρω σε πέρας: «όσο καιρό θα λείπεις, θα πάρω απάνω μου τη δουλειά». β. επωμίζομαι τις ευθύνες ή τις κυρώσεις μιας υπόθεσης: «πες του να μη φοβάται, γιατί παίρνω τη δουλειά απάνω μου»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, α. λόγω φόρτου εργασίας ή πίεσης χρόνου τμήμα της δουλειάς μου, ιδίως γραφικής, τη μεταφέρω και τη διεκπεραιώνω στο σπίτι: «έχει πέσει πολλή δουλειά στο γραφείο και για να προλάβω, παίρνω πολλές φορές δουλειά στο σπίτι». β. (ειρωνικά) λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος μεταφέρει στο σπίτι του τα προβλήματα της δουλειάς του και με τη στάση του τα μεταδίδει και στην οικογένειά του: «μα τι έχεις και μου μιλάς απότομα; -Έχω διάφορα προβλήματα με τη δουλειά μου. -Μα εσύ, μέχρι τώρα, δεν έπαιρνες δουλειά στο σπίτι!»·
- παίρνω κάβο τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ κάποια υπόθεση, ιδίως πριν αυτή αποβεί σε βάρος μου: «ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά με διάφορες υποσχέσεις, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα τη δουλειά και τους διαβολόστειλα»·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, α. την ξεκινώ πάνω σε λανθασμένες βάσεις ή προδιαγραφές: «θα πρέπει να πήρα στραβά τη δουλειά για να σκαλώσει έτσι απότομα». β. παρεξηγώ τις καλές προθέσεις ή ενέργειες κάποιου: «ό,τι κι αν είπα κι ό,τι κι αν έκανα, ήταν μόνο και μόνο για το καλό σου, εσύ όμως πήρες στραβά τη δουλειά»·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, αναλαμβάνω να διευθύνω ή να διεκπεραιώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη μέρα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του ο τάδε, όλα μέσα στο εργοστάσιο δουλεύουν ρολόι || μόλις πήρα τη δουλειά στα χέρια μου, τακτοποίησα κάθε εκκρεμότητα»·   
- παλεύεται η δουλειά, υπάρχει ακόμη προοπτική για ένα καλό αποτέλεσμα σε μια δουλειά ή υπόθεση, δε χάθηκε οριστικά: «μην απογοητεύεσαι από τη ζημιά που έγινε, γιατί παλεύεται η δουλειά»·
- παλεύω τη δουλειά, αγωνίζομαι, προσπαθώ να τη φέρω σε πέρας: «έχω διάφορα προβλήματα, αλλά παλεύω τη δουλειά και θα σου την παραδώσω τη μέρα που σου υποσχέθηκα»·
- πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου! (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «άσε με στην ησυχία μου και πάνε στη δουλειά σου!»(Λαϊκό τραγούδι: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει). Συνών. κάνε δουλειά σου! (α)·
- πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά ή πανηγυρ(ι)τζίδικες δουλειές, δουλειά ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια, ιδίως δουλειά πρόχειρη και ευκαιριακή: «ένας άνθρωπος του δικού του οικονομικού επιπέδου δεν μπερδεύεται ποτέ σε πανηγυρτζίδικες δουλειές». Από την εικόνα του μικροπωλητή, που γυρίζει σε διάφορα πανηγύρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του· βλ. και φρ. η δουλειά είναι για τα πανηγύρια·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, κατά τη στιγμή ή κατά την περίοδο που μια δουλειά ή μια υπόθεση βρίσκεται στο κρίσιμο για την ολοκλήρωσή της σημείο ή στο πιο αποδοτικό σημείο της, τότε που υπάρχει μεγάλη ένταση, κίνηση, πάρε δώσε: «πέρασε κατά τις δώδεκα απ’ το μαγαζί, αλλά ήμουν πάνω στο φόρτε της δουλειάς και του ’πα να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να τα πούμε σαν άνθρωποι»·
- παπατζίδικη δουλειά ή παπατζίδικες δουλειές, δουλειά ύποπτη, παράνομη: «ένας έντιμος άνθρωπος δεν μπλέκεται ποτέ με παπατζίδικες δουλειές»· βλ. και λ. παπατζής·
- παράγινε η δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «παράγινε η δουλειά να καλύπτω τις κοπάνες σου! || παράγινε η δουλειά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ·
- παραμιλώ απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που τα έχω χάσει, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «σ’ όλη την περίοδο των γιορτών παραμιλούσα απ’ τη δουλειά»·
- πασαλίδικη δουλειά ή πασαλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται ή διεκπεραιώνεται πολύ ξεκούραστα και μέσα σε ευχάριστο περιβάλλον: «τον βλέπεις πάντα ευδιάθετο και ξεκούραστο, γιατί δουλεύει σε μια πασαλίδικη δουλειά». Αναφορά στην άνετη ζωή του πασά·
- πασάρω τη δουλειά, α. μεταβιβάζω μια δουλειά ή μια υπόθεση, την παραχωρώ για διάφορους λόγους σε κάποιον άλλον: «όταν τα βρίσκει μπαστούνια, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον || όταν είναι πολύ απασχολημένος, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον». β. αναθέτω εργασία σε κάποιον με όχι διαφανείς διαδικασίες, αναθέτω εργασία χατιρικά σε κάποιον: «είχε κάποιο φίλο βουλευτή που του πάσαρε τη δουλειά»·
- παστρική δουλειά ή παστρικές δουλειές, α. δουλειά ή υπόθεση που συζητιέται ή συμφωνείται με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα και δεν παρουσιάζει δυσάρεστες εκπλήξεις ή υπαναχωρήσεις κατά την εξέλιξή της, καθαρή δουλειά: «αυτό που μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι που θέλει να κάνει πάντα παστρικές δουλειές». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις). β. επιχείρηση  που παρουσιάζεται καθαρή και νοικοκυρεμένη: «δουλεύει σε μια παστρική δουλειά». γ. δουλειά που είναι τίμια: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί είναι παστρική δουλειά». δ. δουλειά που διεκπεραιώνεται σε άνετο, υγιεινό και ευπρεπισμένο περιβάλλον: «οι τραπεζικοί έχουν απ’ τις πιο παστρικές δουλειές». ε. τεχνική εργασία που προτείνεται ή παραδίδεται σε κάποιον με μεθοδικότητα και με όλες τις σωστές προδιαγραφές: «χρόνια είχαν να μου παρουσιάσουν τόσο παστρική δουλειά»·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, εργάζομαι πολύ εντατικά, πολύ σκληρά: «όλη τη μέρα πατάει σκληρή δουλειά, γιατί έχει να θρέψει πέντε στόματα»·
- πάτωσε η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή τεχνική, δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη, βρίσκεται σε στασιμότητα: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι καταλήψεις, ήρθε και πάτωσε η δουλειά»·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πεθαμενατζίδικη δουλειά ή πεθαμενατζίδικες δουλειές, α. δουλειά που είναι επιφορτισμένη με την ταφή των νεκρών, το γραφείο κηδειών ή το γραφείο τελετών, όπως καθιερώθηκε να λέγεται από τη δεκαετία του 1960: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά, κι εδώ ταιριάζει απόλυτα αυτό που λένε, ο θάνατός σου η ζωή μου». β. επιχείρηση χωρίς διόλου προοπτική κέρδους ή εξέλιξης, που βρίσκεται σε πλήρη απραξία, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά κι έχει ταράξει τον κόσμο στα δανεικά». γ. βαρετή δουλειά, που δεν απαιτεί ενεργητικότητα, ευελιξία: «τι περιμένεις από άνθρωπο που έκανε τόσα χρόνια πεθαμενατζίδικη δουλειά, μπορεί να προκόψει στην αγορά;»·
- περπατά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «όταν υπάρχει εργασιακή και κοινωνική ηρεμία περπατά η δουλειά»·
- πεταμένη δουλειά, α. εργασία που έγινε άσκοπα ή που έγινε πολύ κακότεχνη: «τόση κούραση για πεταμένη δουλειά || τι πεταμένη δουλειά είναι αυτή που μου ’κανες;». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση εντελώς ασήμαντη, εντελώς ανάξια λόγου: «έχει μια πεταμένη δουλειά και μας κάνει το βιομήχανο»·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πέφτει σκυλίσια δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, συνήθως η εργασία είναι πολύ σκληρή, γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «δε μένει κανείς για πολύ καιρό σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί πέφτει σκυλίσια δουλειά»·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω εντατικά, αφοσιώνομαι στη δουλειά: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεκουράσει τον πατέρα του»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να τελειώσω μια δουλειά: «είχε μια ποινική ρήτρα κι έπεσε μονός διπλός στη δουλειά για να την παραδώσει στην ημερομηνία που έπρεπε»·
- πήγε αμόντε η δουλειά, έγινε άδικα, ανώφελα: «τόσος κόπος για να την τελειώσω και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- πηδιέμαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πήζω απ’ τη δουλειά ή πήζω στη δουλειά, δουλεύω τόσο πολύ, έχω τόσο πολλή δουλειά, που μου προκαλεί ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοια δουλειά, που το μισό χρόνο κάθομαι, αλλά τον άλλο μισό πήζω στη δουλειά»·
- πιάνω δουλειά, α. βρίσκω θέση εργασίας, αρχίζω να εργάζομαι: «είχε ένα γνωστό στο υπουργείο κι έπιασε δουλειά ως δασοφύλακας». β. ξεκινάω την ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα πιάνω δουλειά στις εφτά το πρωί»·
- πιασάδικη δουλειά ή πιασάδικες δουλειές, βλ. φρ. πιασάρικη δουλειά·
- πιασάρικη δουλειά ή πιασάρικες δουλειές, α. δουλειά που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «ασχολείται μόνο με πιασάρικες δουλειές». β. δουλειά, ιδίως θέση εργασίας στο δημόσιο, όπου αυτός που την κατέχει είναι εκτεθειμένος στη δωροδοκία: «είναι σε μια πιασάρικη δουλειά στο υπουργείο συγκοινωνιών και μέσα σε δυο χρόνια έχει χτίσει ολόκληρη βίλα»·
- πλακώνομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πλακώνω τη δουλειά, ασχολούμαι μαζί της εντατικά: «μόλις πλάκωσα τη δουλειά, μέσα σε λίγες ώρες την είχα τελειώσει»·
- πλάκωσε δουλειά, α. παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική κίνηση: «σε μια περίοδο που κανονικά θα ’πρεπε να χτυπάμε μύγες, πλάκωσε δουλειά». β. παρατηρείται αιφνίδια αυξημένη προσέλευση πελατών σ’ ένα εμπορικό κατάστημα; «όλο το πρωί δεν είχε πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί, προς το μεσημέρι όμως πλάκωσε δουλειά»·
- πληκτική δουλειά, βλ. φρ. ανιαρή δουλειά·
- πνίγεται στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκοτώνεται στη δουλειά(!)·
- πνίγομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «κάθε καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, πνίγομαι στη δουλειά»·
- ποδαράτη δουλειά ή ποδαράτες δουλειές, βλ. φρ. δουλειά στο πόδι·
- πού γίνεται η δουλειά! ποιο είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο παρουσιάζεται η δυσκολία, το εμπόδιο στη δουλειά ή στην υπόθεση που μου αναφέρεις: «μου μιλάς τόση ώρα για δυσκολίες και προβλήματα και δε μου ’πες ακόμα πού συγκεκριμένα γίνεται η δουλειά!»·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «πού θα πάει αυτή η δουλειά, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, κάθε μεσημέρι, την ώρα που θέλω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·        
- πού την πας τη δουλειά! ποιος είναι ο σκοπός σου, τι επιδιώκεις, μέχρι πού είσαι διατεθειμένος να φτάσεις: «πού την πας τη δουλειά και συμπεριφέρεσαι ξαφνικά με τόσο απαράδεκτο τρόπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το μπορείς να μου πεις·
- πούστικη δουλειά ή πούστικες δουλειές, α. εργασία ή υπόθεση που παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και για το λόγο αυτό, δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «μπλέχτηκα χωρίς να το καταλάβω με μια πούστικη δουλειά και τόσο καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά ή υπόθεση που δε διακρίνεται για τη διαφάνειά της: «αν θέλεις να κάνουμε συνεταιρισμό, θα τα βάλουμε όλα επί τάπητος, γιατί δε μ’ αρέσουν οι πούστικες δουλειές». γ. υπόθεση ή κατάσταση που ενδέχεται να είναι επικίνδυνη, να εκθέσει δημοσίως αυτόν που συμμετέχει: «δεν μπλέκομαι σε πούστικες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο || δεν μπερδεύομαι με πούστικες δουλειές, γιατί έχω κακιά πείρα». δ. ύπουλη συμπεριφορά: «είμαστε χρόνια φίλοι και δεν περίμενα από σένα τέτοια πούστικη δουλειά»·
- πουτανιάρικη δουλειά ή πουτανιάρικες δουλειές, δουλειά που είναι στημένη με έξυπνο, με εντυπωσιακό τρόπο, που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, άσχετα αν αξίζει ή όχι: «είναι μάνα στο να στήνει πουτανιάρικες δουλειές»·
- πουτανίστικη δουλειά ή πουτανίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- πρόκοψε η δουλειά, εξελίχθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα και αποδίδει οικονομικά: «έβαλε όλα τα δυνατά του κι όλες τις γνώσεις του, ώσπου στο τέλος πρόκοψε η δουλειά»· βλ. και φρ. την πρόκοψε τη δουλειά(!)·
- πρόκοψε στη δουλειά, πέτυχε οικονομικά ή επαγγελματικά: «απ’ τη στιγμή που άφησε τις κακές παρέες, πρόκοψε στη δουλειά»·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, πρόλαβα λίγο πριν πραγματοποιηθεί κάτι τελεσίδικα, ιδίως κάτι κακό: «του την είχαν στημένη να υπογράψει ένα συμβόλαιο που δεν τον συνέφερε καθόλου, αλλά ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά και γλίτωσε ο άνθρωπος»·
- πρόλαβα στο τσαφ τη δουλειά, βλ. φρ. πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά·
- προσεγμένη δουλειά ή προσεγμένες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με φροντίδα, προσοχή και υπευθυνότητα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα στ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό γιατί κάνει προσεγμένη δουλειά»·
- πρόσεχε μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε μην την πάθεις τη δουλειά, προτροπή σε κάποιον να είναι προσεκτικός σε κάποια ενέργειά του, για να μην πάθει κάποια σοβαρή ζημιά: «τον τελευταίο καιρό βλέπω πως κάνεις παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό, πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά». Το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να προσέχει να ην υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- προσωπική δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή αναφέρεται στην ιδιωτική του ζωή: «όλο αυτό το συγκρότημα είναι προσωπική δουλειά του τάδε || έχει μάθει να μη μπλέκεται στις προσωπικές δουλειές των άλλων»·
- προσωπική σου δουλειά, βλ. λ. δική σου δουλειά·
- πρόχειρη δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που γίνεται βιαστικά και χωρίς σκέψη, η προχειροδουλειά: «διέκοψα κάθε συνεργασία μαζί του, γιατί μου παρέδιδε συνέχεια πρόχειρες δουλειές». β. δουλειά εμπορική ή τεχνική, που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, αλλά στην προσωπική απασχόληση: «απ’ τον καιρό που βγήκε στη σύνταξη έστησε μια πρόχειρη δουλειά για να περνάει την ώρα του»·
- προχωράει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά, οδεύει προς το τέρμα της: «παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, προχωράει η δουλειά || παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω με τους εργάτες, προχωράει η δουλειά»·
- προχωρώ τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω ομαλά, κανονικά: «παρά τη χρηματική στενότητα που αντιμετωπίζω, προχωρώ τη δουλειά, μη στενοχωριέσαι»·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; ερώτηση ενδιαφέροντος από κάποιον για την πορεία της δουλειάς μας, των εργασιών μας. (Λαϊκό τραγούδι: γεια σας φίλοι, τι χαμπάρια, δε μου λέτε πώς περνάτε, πώς πηγαίνουν οι δουλειές σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; λέγεται με επιθετική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά: «πώς τη βλέπεις τη δουλειά; Αν θέλεις να πλακωθούμε στο ξύλο, πολύ ευχαρίστως»·
- πώς την είδες τη δουλειά; α. τι νομίζεις, τι φαντάζεσαι, ποια είναι η γνώμη σου για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή για τη συγκεκριμένη υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που τον ξέρεις, απ’ αυτά που είπε πώς την είδες τη δουλειά, θα με βοηθήσει; || εσύ που τους ξέρεις καλά, πώς την είδες τη δουλειά; Θα ξαναγαπήσουν ή το πηγαίνουν για χωρισμό;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται επιθετικά: «πώς την είδες τη δουλειά, νομίζεις πως σε φοβάμαι;»·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. φρ. πώς τη βλέπεις τη δουλειά(;)·  
- ράβε ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει, λέγεται γι’ αυτούς που επανέρχονται μάταια στην ίδια ασχολία·
- ραχατλίδικη δουλειά ή ραχατλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με απεριόριστη άνεση, που διεκπεραιώνεται χωρίς καθόλου βιασύνη ή χωρίς καθόλου πίεση: «κάθε βράδυ μας έρχεται ξεκούραστος, γιατί δουλεύει σε μια ραχατλίδικη δουλειά»·
- ρέβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- ρεγουλαρισμένη δουλειά, επιχείρηση που λειτουργεί ομαλά, χωρίς προβλήματα, που λειτουργεί απρόσκοπτα, ή εργασία σχεδιασμένη πάνω σε σωστές βάσεις και γι’ αυτό αποτελεσματική, αποδοτική, σταθερή: «όποτε θέλει, ταξιδεύει στο εξωτερικό, γιατί έχει μια ρεγουλαρισμένη δουλειά και δε φοβάται μήπως του δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα»·
- ρισκάρω τη δουλειά, τη διακινδυνεύω με κάποιο παράτολμο εγχείρημά μου: «οι  καιροί είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δε ρισκάρω τη δουλειά με νέα ανοίγματα στην αγορά»·
- ρίχνει σκυλίσια δουλειά, δουλεύει πολύ σκληρά, δουλεύει μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όλη τη μέρα ρίχνει σκυλίσια δουλειά στα λατομεία για να θρέψει την οικογένειά του»·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- ρίχνω δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πατώ δουλειά·
- ρίχνω έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, τη χρεοκοπώ: «είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έριξε έξω τη δουλειά»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, επενδύω χρήματα σε μια εργασία ή επιχείρηση: «αν δεν έριχνε λεφτά στη δουλειά ο φίλος του, θα χρεοκοπούσε»·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά, ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά στη δουλειά: «πρέπει να μαζέψω ορισμένα χρήματα για το γάμο της κόρης μου, γι’ αυτό έριξα όλο το βάρος μου στη δουλειά»·
- ρίχνω πίσω τη δουλειά, την αναβάλλω, την καθυστερώ: «επειδή δεν του πλήρωσαν την προκαταβολή που συμφώνησαν, έριξε πίσω τη δουλειά»·
- ρολάρει η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται αργά, αλλά ομαλά: «στην αρχή είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα άρχισε να ρολάρει η δουλειά»·
- ρουτινιάρικη δουλειά ή ρουτινιάρικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. δουλειά ρουτίνας·
- ρουφιάνα δουλειά, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- σακατεύομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σακουλεύομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- σαματατζίδικη δουλειά ή σαματατζίδικες δουλειές, α. δουλειά ή εργασία που κατά την εκτέλεσή της προκαλεί μεγάλο θόρυβο ή φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο και δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάω, γιατί δεν υπάρχει πιο σαματατζίδικη δουλειά!». β. δουλειά, ιδίως εμπορική, που έχει να κάνει με πολύ κόσμο: «αν δουλέψεις κι εσύ σε σούπερ μάρκετ, θα καταλάβεις πόσο σαματατζίδικη δουλειά είναι, ιδίως το Σάββατο»·
- σε δουλειά να βρισκόμαστε, α. ανώφελη απασχόληση, που δεν είναι αναγκαία, αλλά που γίνεται μόνο και μόνο να σκοτώνει κανείς την ώρα του: «άρχισα να βάφω πάλι τα κάγκελα της αυλής μου, σε δουλειά να βρισκόμαστε». β. λόγια, κουβεντολόι χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα: «απορείς κι εσύ τι λέμε τόση ώρα, σε δουλειά να βρισκόμαστε». γ. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώνεται να κάνει κάτι που του είναι ανεπιθύμητο ή που το κρίνει ανώφελο: «μ’ έβαλε να ελέγξω για τρίτη φορά τα τιμολόγια, σε δουλειά να βρισκόμαστε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ή το έτσι ή το μόνο και μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! βλ. φρ. σπουδαία δουλειά(!)·
- σιγουρεύω τη δουλειά, εξασφαλίζω μια δουλειά ή μια υπόθεση από τυχόν κινδύνους: «πριν υπογράψω το συμβόλαιο, το δίνω πρώτα στο δικηγόρο μου να το ελέγξει για να σιγουρέψω τη δουλειά»·
- σκάλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο ή κάποια δυσκολία κι έπαψε να εξελίσσεται προσωρινά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες μου λείπουν πολλοί εργάτες, γι’ αυτό σκάλωσε η δουλειά»·
- σκαμπανεβάζει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει σταθερή εμπορική κίνηση, άλλοτε παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση και άλλοτε όχι: «δεν μπορώ να υπολογίσω σωστά τις παραγγελίες που πρέπει να κάνω, γιατί τον τελευταίο καιρό σκαμπανεβάζει η δουλειά»·
- σκάρτη δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε με προχειρότητα και για το λόγο αυτό είναι ελαττωματική: «αν έβλεπες τα σχέδια, ακόμη κι εσύ που είσαι άσχετος θα καταλάβαινες πόσο σκάρτη δουλειά είχε κάνει»·
- σκαρφίζομαι μια δουλειά, επινοώ, εφευρίσκω μια δουλειά: «κάθε τόσο σκαρφίζεται  και μια δουλειά για να τα κονομήσει»·
- σκαρώνω μια δουλειά, οργανώνω μια ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «έμαθα πως ο τάδε σκαρώνει μια δουλειά, που έχει καλή κονόμα».(Λαϊκό τραγούδι: δυο κουτσαβάκια πιάσανε στο καπηλειό του Ντάλα, γιατί σκαρώσανε δουλειές αχ, και πράματα μεγάλα)· βλ. και φρ. του σκαρώνω μια δουλειά ·
- σκατά δουλειά! ήταν ψέμα πως υπάρχει δουλειά, πως υπάρχει εργασία, ήταν ψεύτικη η υπόσχεση ή η διάδοση πως θα δοθούν θέσεις εργασίας: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε νέες θέσεις εργασίας, αλλά μέχρι τώρα σκατά  δουλειά! || ήθελε να τα φτιάξει με την αδερφή μου και μου υποσχόταν μια θέση στο εργοστάσιό του, αλλά, όταν έφαγε απ’ αυτή τη χυλόπιτα, εγώ σκατά δουλειά!»·
- σκατατζίδικη δουλειά, δουλειά σχετική με τις εκκενώσεις βόθρων: «αφού γέμισε ο βόθρος του σπιτιού σου, θα βρεις κάποιον που έχει σκατατζίδικη δουλειά για να στον αδειάσει»·
- σκατένια δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά και, κατ’ επέκταση, πρόχειρα: «αν μου ξαναφέρεις τέτοια σκατένια δουλειά, θα στη φέρω στη μάπα». β. δουλειά, ιδίως τεχνική, που μας δημιουργεί πολλά δυσάρεστα προβλήματα: «έχει μπλέξει με μια σκατένια δουλειά και τραβάει τα μαλλιά του»·
- σκατιάρικη δουλειά, επιχείρηση ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει κι αυτός μια σκατιάρικη δουλειά και φαντάζεται πως είναι βιομήχανος»·
- σκάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε στασιμότητα και κατ’ επέκταση, απέτυχε: «δεν είχε το νου του στην επιχείρηση, γι’ αυτό σκάτωσε η δουλειά»·
- σκεπάζω τη δουλειά, αποσιωπώ, συγκαλύπτω ένοχη, επιλήψιμη ή παράνομη πράξη: «είναι τελευταία φορά που σκεπάζω τη δουλειά, γιατί στο εξής θα αναφέρω στη διεύθυνση κάθε παράβασή σου»·
- σκίζομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «έχω ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι σκίζομαι στη δουλειά»·
- σκιτζίδικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη, που έγινε με προχειρότητα, με αδεξιότητα: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου κάνει συνέχεια σκιτζίδικη δουλειά»·
- σκληρή δουλειά, εργασία κοπιαστική, επίπονη: «είναι πολύ σκληρή δουλειά να δουλεύεις στα νταμάρια»·
- σκόνταψε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, συνάντησε κάποιο εμπόδιο, κάποια δυσκολία κι έπαψε προσωρινά  να εξελίσσεται: «θα ξεκινούσα αύριο με τα συνεργεία, αλλά σκόνταψε η δουλειά στην πολεοδομία»·
- σκόρπισε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε εντελώς, διαλύθηκε, χρεοκόπησε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του όλο στα γλέντια, σκόρπισε η δουλειά»·
- σκοτεινή δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, εργασία ή υπόθεση ύποπτη, παράνομη: «κάνει σκοτεινές δουλειές και κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι || απ’ τη στιγμή που έχει επέμβει ο εισαγγελέας, θα πρέπει να είναι πολύ σκοτεινή δουλειά»·
- σκοτώνεται στη δουλειά! ή σκοτώθηκε στη δουλειά! ειρωνική έκφραση αμφισβήτησης σε άτομο που υποστηρίζει πως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ δουλειά ή εργάζεται πάρα πολύ σκληρά: «ο τάδε δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. -Σκοτώνεται στη δουλειά! Εγώ, πάντως, τον βλέπω συνέχεια αραχτό στο μπαράκι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το ναι ρε ή το σιγά ρε·
- σκοτωμένη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που ανέλαβε να τη φέρει κάποιος σε πέρας έναντι μηδαμινής αμοιβής, έναντι ελάχιστου κέρδους: «πήρα μια σκοτωμένη δουλειά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται το προσωπικό μου»·
- σκοτώνομαι στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά στην τεχνική ή εμπορική δουλειά που κάνω, καταβάλλομαι, καταπονούμαι, είτε γιατί είναι πολύ κοπιαστική είτε γιατί υπάρχει τόση κίνηση, που εργάζομαι συνεχώς, γενικά εργάζομαι εξαντλητικά: «δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ κι όλη τη βδομάδα σκοτώνεται στη δουλειά || απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά, γιατί θέλει να ξεχρεώσει ένα διαμερισματάκι που αγόρασε»·
- σκυλίσια δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, που γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε δούλεψε λιμενεργάτης, δεν μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει σκυλίσια δουλειά»·
- σουτάρισε η δουλειά, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται, σουτάρισε η δουλειά»·
- σπάτσα η δουλειά, τέλειωσε η δουλειά, διεκπεραιώθηκε η υπόθεση: «τι έγινε με κείνο που σου ’χα αναθέσει; -Σπάτσα η δουλειά». Το σπάτσα, συγκοπή του ρ. σπατσάρω·
- σπατσάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω από τη δουλειά όπου εργάζομαι, σχολνώ: «θα ’ρθω να σε βρω κατά τις τέσσερις που σπατσάρω απ’ τη δουλειά»·
- σπατσάρω τη δουλειά, τελειώνω, περατώνω, διεκπεραιώνω μια εργασία ή μια υπόθεση: «σε δυο βδομάδες υπολογίζω να σπατσάρω τη δουλειά»·
- σπάω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σπέσιαλ δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση οργανωμένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, η οποία αμείβει ικανοποιητικά όλους όσοι απασχολούνται σε αυτή: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω σε μια σπέσιαλ δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που εντυπωσιάζει με την πληρότητα ή την αρτιότητά της, που είναι γενικά αποδεκτή: «μου παρέδωσε μια πολύ σπέσιαλ δουλειά»·
- σπιτικές δουλειές, βλ. φρ. δουλειές του σπιτιού·
- σπουδαία δουλειά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που είναι να κουμαντάρεις ολόκληρο περίπτερο; -Σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ κι άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία τα λάχανα / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα(!)·
- σπουδαία δουλειά, βλ. συνηθέστ. σπέσιαλ δουλειά·
- σταμάτησε η δουλειά, έπαψε να προοδεύει, να εξελίσσεται, βρίσκεται σε στασιμότητα για διάφορους λόγους: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν λεφτά σταμάτησε η δουλειά || μετά την κατάληψη του εργοστασίου απ’ τους εργάτες, σταμάτησε η δουλειά»·
- σταματώ απ’ τη δουλειά, διακόπτω την εργασία μου μετά από τη συμπλήρωση του εργασιακού ωραρίου: «κάθε μέρα σταματώ απ’ τη δουλειά μου στις τέσσερις τ’ απόγευμα»·
- σταματώ τη δουλειά, για διάφορους λόγους διακόπτω προσωρινά την εργασία που έχω αναλάβει: «επειδή δε μου ’δινε λεφτά ν’ αγοράσω τα υλικά, σταμάτησα τη δουλειά και θα τη συνεχίσω αργότερα»·
- σταντάρω τη δουλειά, α. επιβεβαιώνω τους όρους συμφωνίας της, τη σιγουρεύω: «αν δε σταντάρω πρώτα τη δουλειά, δεν αρχίζω καμιά εργασία». β. υπολογίζω προσεχτικά τις δυσκολίες ή τις ιδιαιτερότητες που τυχόν έχει: «έχει μαζέψει τους συμβούλους του και σταντάρει τη δουλειά που του έχουν προτείνει»·
- στενάχωρη δουλειά, δουλειά ή εργασία που προκαλεί στενοχώρια: «οπωσδήποτε η δουλειά σ’ ένα γραφείο κηδειών είναι στενάχωρη δουλειά»·
- στήνω μια δουλειά, βλ. φρ. μοντάρω μια δουλειά· βλ. και φρ. του στήνω μια δουλειά·
- στραβώνομαι απ’ τη δουλειά ή στραβώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι με εργασία, ιδίως χειροτεχνική, που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, ή ασχολούμαι με εργασία κάτω από όχι ικανοποιητικό φωτισμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρή κούραση στα μάτια μου: «είναι μοδίστρα και όλη μέρα στραβώνεται στη δουλειά || στραβώθηκα απ’ τη δουλειά που κάνω, γιατί στο τούνελ που δουλεύω χρησιμοποιούμε για φωτισμό γκαζόλαμπες»·
- στράβωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο και άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα: «πώς να μη στραβώσει η δουλειά μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται κάθε μέρα!»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά, αναγκάζομαι να δουλέψω εντατικά ή δουλεύω εντατικά: «επειδή είχε πολλές παραγγελίες, στριμώχτηκε στη δουλειά για να προλάβει να τις παραδώσει όλες || δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ και ειδικά κάθε Σάββατο στριμώχνεται στη δουλειά»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά μου, αντιμετωπίζω προβλήματα, ιδίως οικονομικά: «μην του ζητήσεις δανεικά, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τον τελευταίο καιρό στριμώχνεται στη δουλειά του»·
- στρωμένη δουλειά, βλ. φρ. βρήκε στρωμένη δουλειά·
- στρώνομαι στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω ή να ασχολούμαι με κάτι συστηματικά και μεθοδικά: «στρώθηκε στη δουλειά για να ξεχρεώσει τ’ αυτοκίνητο που πήρε || μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, στρώθηκε στη δουλειά για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο»·
- στρώνω τη δουλειά, κάνω τις ενδεδειγμένες ενέργειες για να φέρω μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε ομαλή εξέλιξη ή λειτουργία: «επειδή είναι ειδικός στην οργάνωση επιχειρήσεων, του ανέθεσαν να στρώσει τη δουλειά»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. φρ. στρώνομαι στη δουλειά·
- στρωτή δουλειά, εμπορική κυρίως επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «αλίμονο από μας, γιατί αυτός έχει στρωτή δουλειά και δεν έχει σκοτούρες στο κεφάλι του»·
- συγκεντρώνομαι στη δουλειά, αφοσιώνομαι απερίσπαστος στη δουλειά που κάνω: «όταν συγκεντρώνεται στη δουλειά, δε σηκώνει κεφάλι, ο κόσμος να χαλάσει!»·
- συμμαζεμένη δουλειά, βλ. φρ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- σωστή δουλειά ή σωστές δουλειές, α. επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τις σωστές προδιαγραφές: «μπορεί να μην είναι μεγάλη επιχείρηση, αλλά είναι σωστή δουλειά || τώρα μάλιστα, μου ’κανες σωστή δουλειά, κι όχι όπως την άλλη φορά, που ήταν για πέταμα ». β. δουλειά ή υπόθεση που συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε με ειλικρίνεια και με διαφανείς διαδικασίες: «αν θέλεις να συνεργαστούμε, θα κάνουμε σωστές δουλειές για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο»·
- τα καταφέρνω στη δουλειά, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς με την οποία ασχολούμαι: «παρόλο που είναι καινούριος, τα καταφέρνει στη δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. ακολουθεί το μια χαρά και πιο σπάνια η φρ. κλείνει με το μια χαρά ·
- τα μυστικά της δουλειάς, η γνώση γύρω από μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα, που δεν πρέπει να γίνεται γνωστή, ιδίως στους ανταγωνιστές: «δε θα σου πω πώς ακριβώς το κάνω, γιατί είναι τα μυστικά της δουλειάς»·
- τα ρούχα της δουλειάς, τα ρούχα που φορούν οι εργάτες, οι μηχανικοί αυτοκινήτων και άλλοι που ασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες: «τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάσπες || τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάδια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θαμπώνομαι, χρυσάφια κι αν φοράς, κι ας με βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς, ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η λεβεντιά, τα νιάτα μου
- τα στάνταρ της δουλειάς, τα σταθερά, τα σίγουρα, τα συνηθισμένα που χρειάζονται σε μια δουλειά ή εργασία: «δεν μπορώ να σου βγάλω κοστολόγιο, αν δεν έχω τα στάνταρ της δουλειάς»·
- τα τυχερά της δουλειάς, διάφορα επιπλέον ωφελήματα κάποιου από τη δουλειά του, το επάγγελμά του, ιδίως αυτά που έχουν σχέση με τη γυναίκα ή τα ερωτικά: «δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο και κάθε τόσο βγάζει καινούρια γκόμενα. Τα τυχερά της δουλειάς, βλέπεις». Συνών. τα τυχερά του επαγγέλματος·
- τέλεια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη, όρεξη και μεράκι: «αυτός ο μηχανικός σου παραδίδει πάντοτε τέλεια δουλειά»·
- τελειωμένη δουλειά, υπόθεση που συμφωνήθηκε, που διεκπεραιώθηκε ή που είναι σίγουρο πως θα ολοκληρωθεί: «αφού είναι τελειωμένη δουλειά, ας δώσουμε τα χέρια || απ’ αυτή τη στιγμή δε θέλω να στενοχωριέσαι και πες πως είναι τελειωμένη δουλειά αυτό που σ’ ενδιαφέρει»·
- τελμάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε αδιέξοδο, σε στασιμότητα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες τελμάτωσε η δουλειά»·
- τεμπέλικη δουλειά, δουλειά ξεκούραστη και χωρίς ευθύνες: «ένα κομματόσκυλο του κερατά ήταν και το κόμμα τον έβαλε σ’ αυτή την τεμπέλικη δουλειά, για να εξαργυρώσει τις αφίσες που είχε κολλήσει μέχρι τώρα»·
- τεχνητή δουλειά, υπόθεση που διαμορφώθηκε επιτήδεια, έξυπνα, με σκοπό να εξαπατήσει κάποιον: «όλος αυτός ο θόρυβος για την υποτίμηση δήθεν της δραχμής είναι τεχνητή δουλειά των κερδοσκόπων»·
- τεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως κατασκευαστική ή επιδιορθωτική, που έγινε με μεράκι και τέχνη: «ο μηχανικός έκανε τεχνική δουλειά στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο». β. δουλειά που διεκπεραιώνεται από τεχνικό γραφείο: «ανέθεσε την τεχνική δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο κι αυτός ανέλαβε όλες τις άλλες»·
- τζάμπα δουλειά, που έγινε χωρίς να αποφέρει κάποιο κέρδος ή όφελος, που έγινε μάταια ή που έγινε δωρεάν: «εγώ δεν κάνω ποτέ τζάμπα δουλειά»·
- τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. φρ. τζάμπα δουλειά·
- τζαναμπέτικη δουλειά ή τζαναμπέτικες δουλειές, εργασία, τεχνική ή κατασκευαστική, ή υπόθεση που έχει ή δημιουργεί πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: «έμπλεξα με μια τζαναμπέτικη δουλειά και δεν ξέρω πώς και πότε θα την τελειώσω»·
- τζίφος η δουλειά, (γενικά) η υπόθεση ή η δουλειά απέτυχε: «μας είχε υποσχεθεί πως θα έβαζε την υπογραφή του για να πάρουμε το δάνειο, αλλά την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και τζίφος η δουλειά»·
- τη βρήκαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη μάθαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε απ’ τη δουλειά, έφυγε χωρίς άδεια από τη δουλειά του: «έχει προβλήματα με τ’ αφεντικό του, γιατί χτες τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά και τον πήρε χαμπάρι»·
- τη σκαπούλαρε τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε τη δουλειά, α. γλίτωσε από κάποιο κίνδυνο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα χαντάκι, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά με μερικές γρατζουνιές». β. γλίτωσε από κάποια ανεπιθύμητη εργασία που ήθελε να του αναθέσει κάποιος: «ήθελε ο διευθυντής να του δώσει να ενημερώσει το βιβλίο ταμείου, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά, γιατί αναβλήθηκε ο έλεγχος»·
- τη σκάτωσα τη δουλειά, την οδήγησα σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «επιχείρησα να εφαρμόσω νέες μεθόδους και τη σκάτωσα τη δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια απ’ τη δουλειά, δεν πήγα, την έκανα κοπάνα: «την Κυριακή το βράδυ έγινα τύφλα στο μεθύσι, γι’ αυτό τη Δευτέρα την έκανα λαμόγια απ’ τη  δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, ανέλαβα μια εργασία με όχι διαφανείς διαδικασίες: «είχα ένα φίλο βουλευτή και την έκανα λαμόγια τη δουλειά»·
- (την) έκλεισα τη δουλειά, α. τη συμφώνησα: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις την έκλεισα τη δουλειά». β. τη χρεοκόπησα: «είχα πολύ κακή διαχείριση, γι’ αυτό την έκλεισα τη δουλειά». γ. έθεσα εκτός λειτουργίας μια επιχείρηση, ανέστειλα οριστικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ τη στιγμή που δεν παρουσίαζε το παραμικρό κέρδος, την έκλεισα τη δουλειά»·
- την έπαθε τη δουλειά, α. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «δεν άκουγε τις συμβουλές μου να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα και την έπαθε τη δουλειά». β. (για γυναίκες) υπέστη τη σεξουαλική πράξη: «πίστεψε πως την αγαπούσε κι ένα βράδυ την έπαθε τη δουλειά»·
- την έψησα τη δουλειά, πέτυχα να την αναλάβω: «έκανα σκληρές διαπραγματεύσεις αλλά στο τέλος την έψησα τη δουλειά»·
- την έψησαν τη δουλειά, συμφώνησαν μια δουλειά ή μια υπόθεση στα κρυφά, χωρίς διαφανείς διαδικασίες: «μην ενδιαφέρεσαι άλλο για κείνη την εργολαβία, γιατί την έψησαν τη δουλειά οι κομματικοί παρατρεχάμενοι»·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι ξέρω, την κάνει τη δουλειά από μικρό παιδί»·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του (της)·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, κάνει μια δουλειά παρά τη θέλησή του, χωρίς όρεξη, σαν να κάνει αγγαρεία: «όταν του βάζουν να κάνει κάτι με το ζόρι, την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι»·
- την πήδηξα τη δουλειά, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο που είχε διαγραφεί: «το φορτηγό ερχόταν ίσια επάνω μου, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή έκανα ένα ζιγκ ζαγκ και την πήδηξα τη δουλειά»·
- την πρόκοψε τη δουλειά! (ειρωνικά) την οδήγησε σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, την πρόκοψε τη δουλειά! || μια φορά είπα κι εγώ να του αναθέσω μια υπόθεση και την πρόκοψε τη δουλειά!»·
- την τρέχω τη δουλειά, δουλεύω εντατικά για να τελειώσω: «επειδή πλησιάζει η προθεσμία παράδοσης, την τρέχω τη δουλειά»·
- την τσίτωσε τη δουλειά, πέθανε, σκοτώθηκε: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητο του πάνω σ’ ένα τοίχο και την τσίτωσε τη δουλειά»·
- την τσόλιασε τη δουλειά, κουκούλωσε, σκέπασε μια δουλειά ή μια υπόθεση που ήταν παράνομη: «τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κλέβει, αλλά την τσόλιασε τη δουλειά ο θείος του ο βουλευτής και τη γλίτωσε»·
- της τη σκάρωσα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- της την έκανα τη δουλειά, (για γυναίκες) την ξεγέλασα και κατάφερα να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχα, από κει την είχα, στο τέλος της την έκανα τη δουλειά»·
- της την έφτιαξα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! δεν υπάρχει απολύτως καμιά σχέση: «τι δουλειά έχει να κάνει αυτό που λέω ’γω μ’ αυτό που λες εσύ!»·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα·
- τι δουλειά έχεις εδώ; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου σε αυτό το χώρο που βρισκόμαστε; Όταν λέγεται υπό τύπον ελέγχου, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για πες μου·
- τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν; τι είδους δοσοληψίες έχεις μαζί του, ποιος είναι ο λόγος που τον συναναστρέφεσαι; Λέγεται συνήθως με επιθετική ή επιτιμητική διάθεση: «τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν που δεν έχει ούτε κοινωνική ούτε επαγγελματική σχέση μαζί σου;»·
- τι δουλειά έχεις να..., βλ. φρ. δεν είναι δουλειά σου να(...)·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. συνηθέστ. δεν έχω καμιά δουλειά εγώ·
- τι δουλειά κάνεις; ποιες είναι οι επαγγελματικές σου δραστηριότητες, ποιο είναι το επάγγελμα που ασκείς(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι δουλειά κάνεις;»·
- τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά κι αυτή(!)·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, α. χρεοκοπώ μια επιχείρηση: «με τα ανοίγματα που έκανε, τίναξε τη δουλειά στον αέρα». β. φέρνω σε αδιέξοδο μια υπόθεση, γίνομαι αιτία να διαλυθεί μια συμφωνία: «είχε παράλογες απαιτήσεις και τίναξε τη δουλειά στον αέρα»·
- το ρίχνω στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με τη δουλειά, με την εργασία: «αποφάσισε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και το ’ριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στη δουλειά ·
- το στρώνω στη δουλειά, βλ. φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον αλαλιάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον βάζω σε μια δουλειά, μεσολαβώ για να βρει εργασία ή τον διορίζω σε κάποια θέση εργασίας: «μόλις απολυθεί ο γιος σου απ’ το στρατό, έχω τον τρόπο να τον βάλω σε μια δουλειά»·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον ζουρλαίνω στη δουλειά,, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ζώνω στη δουλειά, τον εξαναγκάζω, τον υποχρεώνω να εργαστεί: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον έζωσε στη δουλειά»·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, τον απολύω: «επειδή όλη μέρα έκανε κοπάνα, τον έκοψα κι εγώ απ’ τη δουλειά»· βλ. και φρ. του κόβω τη δουλειά·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ματώνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεθεώνω στη δουλειά,, βλ. φρ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεκάνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·    
- τον ξετινάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·   
- τον πεθαίνω στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, εξοντωτικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον πέθανε στη δουλειά»·
- τον πήδηξα στη δουλειά, του ανέθεσα τόσο δύσκολη ή τόσο κοπιαστική εργασία, που τον εξάντλησα: «σε σένα μπορεί να μην είχε όρεξη να δουλέψει, αλλά μόλις ήρθε στο πόστο μου, τον πήδηξα στη δουλειά»·
- τον πλακώνω στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον πνίγω στη δουλειά, του δίνω πάρα πολλή δουλειά είτε ως φίλος ή πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή παραπονιόταν πως είχε κεσάτια, τον έπνιξα στη δουλειά || τον έπνιξε στη δουλειά τ’ αφεντικό και δεν μπορούσε να φύγει, αν δε την τελείωνε»·
- τον ρίχνω στη δουλειά, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως σε κάποια συμφωνία: «πήγε μεθυσμένος να υπογράψει τα συμβόλαια κι ο άλλος τον έριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον σακατεύω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σαπίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σκοτώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σταματώ απ’ τη δουλειά μου, τον παύω, τον απολύω: «έκανε συνέχεια κοπάνα, γι’ αυτό τον σταμάτησα απ’ τη δουλειά»·
- τον στέλνω στη δουλειά του, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απομακρύνω, αφού προηγουμένως τον έχω ξεγελάσει, τον εξαπάτησα: «του ’φαγαν όλα τα λεφτά στα ζάρια κι ύστερα τον έστειλαν στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, του καημένου του Σωτήρη άιντε, του τη σκάσαν στο γεφύρι, και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του
- τον στριμώχνω στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον στρίμωξε στη δουλειά»·
- τον στρώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον στριμώχνω στη δουλειά·
- τον ταράζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τεζάρω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρόμαξε  η δουλειά, είναι εξαιρετικά εργατικός, είναι πολύ δουλευταράς: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, τον τρόμαξε η δουλειά»·
- τον τσακίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον φοβήθηκε η δουλειά, βλ. φρ. τον τρόμαξε  η δουλειά·
- τον φορτώνω με δουλειά ή του φορτώνω δουλειά, δίνω σε κάποιον να διεκπεραιώσει πολλή εργασία, ιδίως τεχνική είτε ως πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή κλαιγόταν πως δεν είχε δουλειά, τον φόρτωσα με δουλειά για δυο μήνες»· βλ. και φρ. του φορτώνω τη δουλειά·
- του αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα πρέκια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, τον εξουθενώνω στη δουλειά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα βοηθό μου, του άλλαξα τα φώτα στη δουλειά»·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον Ανανία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του ’κανα τη δουλειά ή του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού πήγαινε να μου κάνει τον πονηρό, του την έκανα κι εγώ τη δουλειά και θα με θυμάται χρόνια»· βλ. και φρ. της την έκανα τη δουλειά·
- του καταφέρνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του κόβω τη δουλειά, α. του αφαιρώ, του παίρνω μέρος από τη δουλειά του, ιδίως ως ανταγωνιστής: «απ’ τη μέρα που έριξε κι ο άλλος παρόμοιο είδος στην αγορά, του ’κοψε τη δουλειά». β. εμποδίζω την ομαλή εξέλιξη της εργασίας κάποιου: «κάθε φορά που βάζει το καροτσάκι του μπροστά στη βιτρίνα του τάδε, οι πελάτες δεν μπορούν να δουν το εμπόρευμα και του κόβει τη δουλειά»·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πάω πίσω τη δουλειά, βλ. φρ. του ρίχνω πίσω τη δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του ρίχνω πίσω τη δουλειά, καθυστερώ τη δουλειά που μου είχε παραγγείλει κάποιος: «επειδή δε μου πλήρωσε τη δεύτερη δόση, του ’ριξα πίσω τη δουλειά»·
- του σκαρώνω μια δουλειά, δημιουργώ φάρσα ή δυσάρεστη κατάσταση σε βάρος του: «του σκάρωσαν μια δουλειά, που γέλασε μαζί του και το παρδαλό κατσίκι»·
- του σκάρωσα τη δουλειά ή του τη σκάρωσα τη δουλειά, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, του τη σκάρωσα τη δουλειά με τον τρόπο μου και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του στήνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του τελειώνω τη δουλειά, μεσολαβώ για να διεκπεραιωθεί κάποια υπόθεσή του: «μόλις του τελειώσω τη δουλειά που του υποσχέθηκα, θ’ ασχοληθώ και με το δικό σου πρόβλημα»·
- του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα, του δημιούργησα πρόβλημα: «ήθελε να περνιέται πιο μάγκας από μένα, μέχρι που του την έκανα τη δουλειά και τώρα, όταν με βλέπει, αλλάζει δρόμο || αφού πάντα με κατηγορεί, του την έκανα τη δουλειά και τον κάρφωσα στο διευθυντή για τις κοπάνες που κάνει»·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενώ ήταν εντελώς σίγουρος πως θα την αναλάβει την, ανέλαβα εγώ: «την τελευταία στιγμή κι ενώ δεν το περίμενε, μειοδότησα και του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά»·
- του ’φαγα τη δουλειά, ενώ ήταν να την αναλάβει, την ανέλαβα εγώ: «ήμουν πιο συγκροτημένος απ’ τον ανταγωνιστή μου, γι’ αυτό και του ’φαγα τη δουλειά»·
- του ’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. φρ. του ’κανα τη δουλειά·
- του φορτώνω τη δουλειά, α. τον ενοχοποιώ για παράνομη πράξη, χωρίς να είναι ο ίδιος υπεύθυνος: «έπρεπε να καλύψουν στα γρήγορα τη ζημιά, γι’ αυτό βρήκαν τον κακομοίρη τον υπάλληλο και του φόρτωσαν τη δουλειά, κι έτσι βγήκαν αυτοί λάδι». β. αναθέτω σε κάποιον να διεκπεραιώσει τη δουλειά που έχω: «το ’χει βρει ο δικός σου το κόλπο, φορτώνει τη δουλειά στη γυναίκα του κι αυτός γυρνάει και το παίζει γκόμενος»·
- του φτιάχνω μια δουλειά, βλ. φρ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου, και αν είσαι παλικάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. φρ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- τραβιέμαι απ’ τη δουλειά, α. παύω να συμμετέχω, αποχωρώ: «εμένα μη με υπολογίζετε, γιατί τραβιέμαι απ’ τη δουλειά». β. (γενικά) βγαίνω στη σύνταξη: «είναι δυο χρόνια τώρα που τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά»·
- τραβιέμαι με μια δουλειά, αγωνίζομαι να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, που μου παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα ή δυσκολίες: «εδώ και τρεις μήνες τραβιέμαι με μια δουλειά και δεν μπορώ ακόμα να την τελειώσω»·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, πηγαίνω στη δουλειά μου: «σηκώθηκε πολύ πρωί και τράβηξε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: παιχνιδιάρα μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι, με τα νάζια σου, ξανθιά, πώς ξεμυαλίζομαι σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκες τα μυαλά μου
- τρελαίνομαι με τη δουλειά, είμαι πολύ εργατικός, δε λέω ποτέ όχι, όταν πρόκειται για δουλειά: «ότι δουλειά και να κάνω, δεν κουράζομαι καθόλου, γιατί τρελαίνομαι με τη δουλειά»·
- τρελαίνομαι στη δουλειά, έχω ασταμάτητη δουλειά, τόσο, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «κάθε καλοκαίρι στο νησί, με τους τουρίστες που έρχονται, τρελαίνομαι στη δουλειά»·
- τρέναρε η δουλειά ή τρενάρισε η δουλειά, η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστέρησε για κάποιο λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή μας: «είχα δυο τρεις απανωτές απεργίες, γι’ αυτό τρενάρισε η δουλειά»·
- τρενάρω τη δουλειά, την καθυστερώ σκόπιμα: «αφού δε με πληρώνει τις δόσεις που συμφωνήσαμε, τρενάρω κι εγώ τη δουλειά»·
- τρέχει η δουλειά, α. εξελίσσεται γρήγορα χωρίς προβλήματα ή εμπόδια: «παρά την κοινωνική αναταραχή που υπήρξε τους τελευταίους μήνες, έτρεξε η δουλειά και την τελείωσα στην ώρα της». β. υπάρχει ικανοποιητική δουλειά, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά από μια προσωρινή κάμψη άρχισε πάλι να τρέχει η δουλειά»·
- τρίφτηκε στη δουλειά, γνωρίζει τα μυστικά μιας εργασίας, γιατί ασχολείται με αυτή πολύ καιρό: «του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτω συνέχεια τα δύσκολα, γιατί τρίφτηκε στη δουλειά από μικρός»·
- τρομερή δουλειά, βλ. φρ. φοβερή δουλειά·
- τρυπώνω σε μια δουλειά, βρίσκω τον τρόπο να βρω θέση εργασίας, βολεύομαι σε μια δουλειά: «μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε και τρύπωσε σε μια δουλειά»·
- τσακίζομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- τσάκισε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, αντιμετωπίζει στη συνέχεια τόσο σοβαρές δυσκολίες, που κινδυνεύει να αποτύχει: «ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, κάποιος του σφύριξε για τις παγίδες που έκρυβε, κι έτσι τσάκισε η δουλειά, γιατί θέλησε να το ξανασκεφτεί»·
- τσακίσου στη δουλειά! (προτρεπτικά ή απειλητικά) πήγαινε να δουλέψεις, γύρνα στη θέση εργασίας σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπρος κι άλλες φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το γρήγορα·
- τσαπατσούλικη δουλειά ή τσαπατσούλικες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε πολύ βιαστικά, με μεγάλη προχειρότητα: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει, μου ’κανε πολύ τσαπατσούλικη δουλειά». β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από βιασύνη και προχειρότητα: «πάνω στον ενθουσιασμό του κάνει τσαπατσούλικες δουλειές»·
- τσιρικιτζίδικη δουλειά ή τσιρικιτζίδικες δουλειές, ψιλοδουλειές, μικροδουλειές νόμιμες ή παράνομες: «είναι σοβαρός επιχειρηματίας και δεν καταπιάνεται με τσιρικιτζίδικες δουλειές»·
- τσίφτικη δουλειά ή τσίφτικες δουλειές, εργασία, ιδίως κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι, ή εμπορική επιχείρηση που αποδίδει ικανοποιητικά: «έχω γνωρίσει ένα μηχανικό που κάνει πολύ τσίφτικη δουλειά»·
- τσορμπατζίδικη δουλειά ή τσορμπατζίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση ή εμπορική συναλλαγή που αποφέρει μεγάλο κέρδος: «ασχολείται μόνο με τσορμπατζίδικες δουλειές»·
- τσουλάει η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική εξελίσσεται, αργά αλλά ομαλά: «πιο καλά να τσουλάει η δουλειά παρά να μην ξέρεις τι σου γίνεται»·
- φάβα η δουλειά, εργασία που δε μας δόθηκε, ενώ μας την είχε υποσχεθεί κάποιος: «είχα έτοιμο συνεργείο για ν’ αρχίσει να δουλεύει, όμως την τελευταία στιγμή αποδείχθηκε φάβα η δουλειά»·
- φαλίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «με τις απανωτές απεργίες τον τελευταίο καιρό, φαλίρισε η δουλειά»·
- φαλίρω τη δουλειά, τη χρεοκοπώ: «είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις και φαλίρισε τη δουλειά»·
- φασαριόζικη δουλειά ή φασαριόζικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. φασαρτζίδικη δουλειά·
- φασαρτζίδικη δουλειά ή φασαρτζίδικες δουλειές, που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της δημιουργεί φασαρία ή θόρυβο ή που εξαιτίας της δημιουργείται θόρυβος ή παρατηρείται αναστάτωση: «δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο και κάθε μέρα είναι με πονοκέφαλο, γιατί είναι πολύ φασαρτζίδικη δουλειά»·
- φιάσκο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε: «ξεκίνησα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά στην πορεία συνάντησα τόσο απρόσμενες δυσκολίες, που στο τέλος φιάσκο η δουλειά»·
- φλομώνω στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, ζαλίζομαι από την πολλή δουλειά: «στην περίοδο των γιορτών, φλόμωσα στη δουλειά»·
- φλούδα η δουλειά, η προσπάθεια ή η υπόθεση δεν είχε αίσιο τέλος: «θέλησα να μεσολαβήσω για να τους μονοιάσω, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί κι οι δυο τους είναι αγύριστα κεφάλια || είπα να μαζέψω όλους τους παλιόφιλους να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί ο καθένας είχε τα προβλήματά του»·
- φοβερή δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική, δουλειά εμπορική ή άλλη επιχείρηση που είναι μεγάλη και ισχυρή τόσο από άποψη υποδομής όσο και από άποψη κέρδους: «του άφησε ο πατέρας του μια φοβερή δουλειά, που, ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»·
- φόρτσα δουλειά, δουλειά εντατική και κουραστική: «όλη τη βδομάδα είχαμε φόρτσα δουλειά»·
- φορτσάρω τη δουλειά, αρχίζω να την προχωρώ εντατικά: «αναγκάστηκε να φορτσάρει τη δουλειά τελευταία στιγμή, γιατί το ’χε ρίξει πολύ έξω και θα καθυστερούσε»·
- φορτώνομαι δουλειά ή φορτώνομαι με δουλειά, αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας πολλές διαφορετικές εργασίες, ιδίως τεχνικές: «δε φορτώνομαι άλλη δουλειά, γιατί θέλω να τελειώσω πρώτα αυτές που έχω αναλάβει»·
- φορτώνομαι τη δουλειά, α. αναλαμβάνω να τη φέρω σε πέρας: «κάθε φορά που σταυρώνει τα χέρια, φορτώνομαι τη δουλειά για να μην εκτεθεί». β. ενοχοποιούμαι ή δέχομαι να ενοχοποιηθώ: «για να μην τον διώξουν απ’ το εργοστάσιο για το λάθος που έκανε, φορτώθηκα τη δουλειά, μια κι είχα τη συμπάθεια του διευθυντή μας»·
- φορτώνω τη δουλειά στον κόκορα, δεν ασχολούμαι με τη δουλειά που έχω αναλάβει να φέρω σε πέρας, τεμπελιάζω: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τη μια φορτώνει τη δουλειά στον κόκορα και την άλλη πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά»·
- φουλάρω από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «το καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, φουλάρω από δουλειά»·
- φουντάρω τη δουλειά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση, τη χρεοκοπώ: «φουντάρισε τη δουλειά, γιατί είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και τις διασκεδάσεις»·
- φουριόζικη δουλειά ή φουριόζικες δουλειές, οτιδήποτε γίνεται με φούρια, με πίεση, με βιασύνη: «όλες οι φουριόζικες δουλειές παρουσιάζουν προβλήματα»·
- φράκαρα από δουλειά ή φρακάρισα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη διεκπεραιώσω: «τις γιορτές είχε τέτοια κίνηση, που φράκαρα από δουλειά»·
- φράκαρε η δουλειά ή φρακάρισε η δουλειά, σταμάτησε να εξελίσσεται λόγω κάποιου εμποδίου: «μου έφυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και φράκαρε η δουλειά μέχρι να βρω αντικαταστάτες»·
- φρέναρε η δουλειά ή φρενάρισε η δουλειά, σταμάτησε να υπάρχει δουλειά ή να εξελίσσεται, ή άρχισε να επιβραδύνει: «μετά τις γιορτές φρενάρισε η δουλειά || οι εργάτες έκαναν επίσχεση εργασίας και φρενάρισε η δουλειά»·
- φτουράει η δουλειά, εξελίσσεται γοργά, έχει επιτυχία: «έχω οικογενειακά προβλήματα, αλλά ευτυχώς που φτουράει η δουλειά και ξεχνιέμαι»·
- χαβαλέ δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλεδίστικη δουλειά ή χαβαλεδίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλετζίδικη δουλειά ή χαβαλετζίδικες δουλειές, α. εργασία που δεν ευχαριστεί αυτόν που την κάνει, γιατί δεν αποφέρει σπουδαίο κέρδος, και για το λόγο αυτό την κάνει χωρίς όρεξη, ή τη διακόπτει με την πρώτη ευκαιρία: «είμαι μπλεγμένος με μια χαβαλετζίδικη δουλειά, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα». β. εργασία που γίνεται από κάποιον μόνο και μόνο για να περνάει την ώρα του: «όταν δεν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω, έχω μια χαβαλετζίδικη δουλειά για να περνάω την ώρα μου»·
- χαζοβιόλικη δουλειά ή χαζοβιόλικες δουλειές, δουλειά ή εργασία ανάξια λόγου, ιδίως  τεχνική, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έγινε όπως όπως: «έχει μια χαζοβιόλικη δουλειά και παριστάνει το βιομήχανο || μου ’κανε μια χαζοβιόλικη δουλειά, που του την έφερα στο κεφάλι»·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, τώρα που ενδιαφέρθηκες να ασχοληθείς με αυτή την εργασία ή με αυτή την υπόθεση, είναι πλέον αργά, γιατί ή την έχουν αναθέσει σε άλλον ή έχει χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που ξύπνησες, χαιρέτα μας τη δουλειά, γιατί την πήρε άλλος»·
- χαϊρλίδικη δουλειά ή χαϊρλίδικες δουλειές, α. επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα για κέρδος: «άμα τη δουλέψεις σωστά, θα βγάλεις καλά λεφτά, γιατί είναι χαϊρλίδικη δουλειά». β. λέγεται και σαν ευχή για την ευόδωση των εργασιών κάποιας νεοσύστατης επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. το άντε ή το άιντε·
- χάλασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να φτάσει σε αίσιο τέλος: «την τελευταία στιγμή αναίρεσε όλες τις υποσχέσεις του και χάλασε η δουλειά»·
- χαλώ τη δουλειά μου, την αποδιοργανώνω, τη χρεοκοπώ: «το ’ριξε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις και χάλασε τη δουλειά του»·
- χαμαλίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμάλικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμαλίστικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως χειρονακτική, που λόγω της φύσεώς της δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «επειδή δε μιλάω, μου αναθέτουν όλες τις χαμαλίστικες δουλειές». β. υπόθεση που, για να διεκπεραιωθεί, απαιτείται συνεχής απασχόληση, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βαρετή και κοπιαστική δουλειά: «μου ανέθεσε μια χαμαλίστικη δουλειά κι έχω τρελαθεί στο τρέξιμο για να του την τελειώσω»·
- χάνομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά, δεν ξέρω με ποια εργασία από αυτές που έχω αναλάβει πρέπει να πρωτοασχοληθώ: «τον τελευταίο καιρό έκοψε απ’ την παρέα, γιατί χάνεται στη δουλειά»·
- χαντούμικη δουλειά ή χαντούμικες δουλειές, που δεν αποφέρει το παραμικρό κέρδος, επιχείρηση εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει μια χαντούμικη δουλειά κι είναι αποφασισμένος να την κλείσει || δεν μπλέκεται με χαντούμικες δουλειές, γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, α. ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα μια εργασία, για κάποιο λόγο την ανέθεσαν σε άλλον: «καθυστέρησα δέκα λεπτά να συναντήσω τον διευθυντή κι έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά». β. ενώ ήμουν ο κύριος μέτοχος σε κάποια επιχείρηση, για διάφορους λόγους έχασα το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών ή και ολόκληρη την επιχείρηση: «έπαιρνε συνέχεια δανεικά, κι όταν έφτασε καιρός να τα γυρίσει πίσω, έχασε μέσ’ απ’ τα χέρια του τη δουλειά για να τους ξοφλήσει»·
- χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι: «επέβαλαν πολιτική λιτότητας στο εργοστάσιο που δούλευα κι έχασα τη δουλειά μου με τις απολύσεις που έκαναν»·
- χαράμι δουλειά ή χαράμικη δουλειά, εργασία που δεν απέδωσε οικονομικό όφελος, που έγινε μάταια, που πήγε στο βρόντο: «κάθε φορά που κάνει χαράμικη δουλειά, τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο»·
- χαραμτζίδικη δουλειά ή χαραμτζίδικες δουλειές, υπόθεση που δε συζητείται με ειλικρίνεια, που κρύβει δολιότητα, που περιέχει κίνδυνο απάτης: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, γιατί δε μ’ αρέσουν χαραμτζίδικες δουλειές»·
- χάρμα δουλειά, εργασία, α. δουλειά τεχνική ή καλλιτεχνική που έγινε με φαντασία και μεράκι, που γενικά γίνεται αποδεκτή με θαυμασμό: «τον προτιμάει πολύς κόσμος, γιατί κάνει χάρμα δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που χαρακτηρίζεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την τιμιότητα και τη συνέπειά της: «είναι πολύ τυχερός, γιατί ο πατέρας του του άφησε μια χάρμα δουλειά || ήταν καιρό άνεργος, αλλά τελικά, ο τυχερός, βρήκε θέση σε μια χάρμα δουλειά»·
- χασομέρι δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν εξελίσσεται με γοργό ρυθμό: «αμάν, Θεούλη μου, τι χασομέρι δουλειά είναι αυτή με την οποία μπλέχτηκα!»·
- χέζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «δεν προλαβαίνει να ’ρθει  στην παρέα μας, γιατί τον τελευταίο καιρό χέζεται στη δουλειά»·
- χέστηκε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να συμφωνηθεί: «τη στιγμή που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έθεσε καινούριους όρους και χέστηκε η δουλειά || τη μέρα που πήγε να περάσουν βέρες, ζήτησε προίκα ακόμα ένα διαμέρισμα και χέστηκε η δουλειά»·
- χοντρή δουλειά, δουλειά νόμιμη ή παράνομη που αποφέρει πολλά κέρδη: «έμπλεξε με μια χοντρή δουλειά και χέστηκε στο τάλιρο || ετοιμάζει μια χοντρή δουλειά»·
- χτυπημένη δουλειά, δουλειά ή επάγγελμα που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από άλλους ή γιατί υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: «μην ανοίγεις βιντεοκλάπ, γιατί είναι χτυπημένη δουλειά»·
- χωλαίνει η δουλειά, α. η εργασία, ιδίως τεχνική, δεν προχωράει, δεν εξελίσσεται κανονικά: «με τόσες απανωτές απεργίες άρχισε να χωλαίνει η δουλειά». β. εμπορική επιχείρηση που δε λειτουργεί κανονικά, που υπολειτουργεί: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, χωλαίνει η δουλειά». Από την εικόνα του χωλού ανθρώπου, που κουτσαίνει·
- ψεύτικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά ή που έγινε με μεγάλη προχειρότητα και δεν παρουσιάζει καμιά στερεότητα: «μου ’κανε ψεύτικη δουλειά ο υδραυλικός και μέσα σ’ ένα χρόνο έβαλα πάλι μαστόρους»·
- ψεύτισε η δουλειά, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον: «κάποτε είχε βιντεοκλάμπ και κέρδιζε καλά λεφτά, αλλά τον τελευταίο καιρό ψεύτισε η δουλειά»·
- ψήνω τη δουλειά ή ψήνω μια δουλειά ή την ψήνω τη δουλειά, α. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι με σκοπό να τον εξαπατήσω: «να δεις πως την ψήνει τη δουλειά και πως στο τέλος θα τον βάλει στο χέρι». β. προετοιμάζω κάποια δουλειά: «ψήνει μια δουλειά, αλλά κανείς δεν ξέρει τι». γ. (και για τα δυο φύλα) με διάφορες ενέργειες προσπαθώ να δημιουργήσω ερωτικό δεσμό: «ξέρει να ψήνει τη δουλειά και να δεις πως στο τέλος θα τα φτιάξει μαζί της»·
- ψιλή δουλειά, κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την υπομονετική και καλαίσθητη εργασία της και που πολλές φορές παρουσιάζει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον ή και καλλιτεχνική αξία: «αγόρασα ακριβά το δαχτυλίδι, αλλά έχει επάνω του πολύ ψιλή δουλειά»·
- ψιλικατζίδικη δουλειά ή ψιλικατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, δουλειά ανάξια λόγου, ασήμαντη: «ένας μεγαλοεργολάβος δεν μπερδεύεται με ψιλικατζίδικες δουλειές». Από το επάγγελμα του ψιλικατζή που εμπορεύεται πράγματα ασήμαντης αξίας, τα ψιλικά·
- ψοφάει στη δουλειά, έχει πάρα πολύ δουλειά και για το λόγο αυτό κουράζεται πάρα πολύ: «τις τελευταίες μέρες ξέκοψε απ’ την παρέα, γιατί ψοφάει στη δουλειά»·
- ψυλλιάζομαι τη δουλειά, α. προαισθάνομαι, προβλέπω, υποπτεύομαι ιδίως κάτι που υπάρχει κίνδυνος να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι απατεώνας και δε συνεταιρίστηκα μαζί του || ευτυχώς ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως θα γίνει φασαρία και την κοπανήσαμε». β. ανακαλύπτω, καταλαβαίνω: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι καρφί κι έτσι, κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας, αλλάζουμε κουβέντα»·
- ψώνιο δουλειά! έκφραση θαυμασμού για τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, που έγινε με μεγάλη τέχνη, ευαισθησία και μεράκι, και είναι γενικά αποδεκτή από όλους: «μπορεί ν’ άργησε να τελειώσει, αλλά έκανε ψώνιο δουλειά!»·
- ωραία δουλειά! έκφραση με την οποία αμφισβητούμε το θαυμασμό που δείχνει κάποιος για μια δουλειά ή μια υπόθεση: «δεν υπάρχει πιο ωραίο απ’ το να κάθεσαι και να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο. -Ωραία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σιγά μωρέ ή το σιγά ρε και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε.

δρόμος

δρόμος, ο, ουσ. [<αρχ. δρόμος (= τρέξιμο) <δραμεῖν, απαρέμφ. αόρ. β΄ του ρ. τρέχω], ο δρόμος. 1. η διάρκεια μιας πορείας: «στο δρόμο για το σπίτι του είπε όλα τα καθέκαστα». 2. η διαδρομή ανάμεσα σε δυο σημεία, η μετάβαση και η επιστροφή: «έκανα πολλούς δρόμους μέχρι να ολοκληρώσω τη μετακόμιση || μου ’μειναν ακόμη δυο δρόμοι για να μεταφέρω όλο το εμπόρευμα». 3. η διαδρομή που ακολουθεί κάποιος για να φτάσει στον προορισμό του: «μπέρδεψα το δρόμο κι άργησα να ’ρθω || δεν μπορώ να βρω το δρόμο για να ’ρθω στο σπίτι σου». 4. το τρέξιμο: «θέλησα να ’ρθω γρήγορα και λαχάνιασα απ’ το δρόμο». 5. ως επιφών. δρόμο! φύγε, φύγετε αμέσως, φύγε, φύγετε γρήγορα. 6. (για μουσική) μελωδικός τρόπος πάνω στον οποίο χτίζεται ένα κομμάτι.. Συνών. μακάμι. 7. (στη ναυτική γλώσσα) η ταχύτητα του πλοίου: «ο πλοίαρχος έδωσε εντολή για μισό δρόμο», δηλ. για ελάττωση της ταχύτητας. 8. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που διακινεί τα λαθραία: «είχα ένα κάρο πράμα στην καβάτζα, αλλά δεν πέρασε ο δρόμος να τα πάρει». Υποκορ. δρομάκος, ο κ. δρομάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 199 φρ.)·
- αγώνας δρόμου, βλ. λ. αγώνας·
- αλλάζουν οι δρόμοι μας, α. παίρνουμε διαφορετικές κατευθύνσεις: «μέχρι εδώ ήρθαμε μαζί, από δω και πέρα όμως αλλάζουν οι δρόμοι μας». β. χωρίζουμε, διαλύουμε τον ερωτικό ή το φιλικό δεσμό μας, ακολουθούμε διαφορετική πορεία στη ζωή μας: «μια και δεν μπορέσαμε να κάνουμε χωριό, αλλάζουν οι δρόμοι μας». (Λαϊκό τραγούδι: άκου πώς κλαίει ο μπαγλαμάς, δεν ήταν η χαρά για μας. Δάκρυ τα τέλια στάζουνε, οι δρόμοι μας αλλάζουνε
- αλλάζω δρόμο, α. ενεργώ, συμπεριφέρομαι διαφορετικά απ’ ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «αν δεν αλλάξεις δρόμο, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή; Και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή;). Συνών. αλλάζω βιολί / αλλάζω σκοπό / αλλάζω τακτική. β.ενώ βαδίζω πάνω σε μια οδό, ξαφνικά, αλλάζω κατεύθυνση, επειδή είδα κάποιον, και, κατ’ επέκταση, αποφεύγω συστηματικά να συναντήσω κάποιο άτομο: «μόλις τον βλέπει, αλλάζει δρόμο, γιατί του χρωστάει ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. αλλάζω το δρόμο μου·
- αλλάζω το δρόμο μου, παρεκτρέπομαι ηθικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες, άλλαξε το δρόμο του αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή, και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή
- αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο, δεν ασχολείται με κάτι, αν δεν έχει οικονομικά κίνητρα, οικονομικά οφέλη: «τις μεγάλες ιδέες τις αφήνει για τους ιδεολόγους, γιατί αυτός, αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που δεν κινείται, όταν δεν πνέει αέρας· 
- αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω, αν αποτύχεις σε μια δουλειά, ή ζήτα τη συνδρομή κάποιου έμπειρου ή παράτησέ την για να έχεις λιγότερη ζημιά: «στις δουλειές σου πρέπει να είσαι αποφασιστικός κι αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω»·
- αν με φέρει ο δρόμος (μου), αν περάσω συμπτωματικά από κάποιο σημείο, από κάποιο μέρος: «αν με φέρει ο δρόμος απ’ τη γειτονιά σου, θα ’ρθω απ’ το σπίτι σου να σε δω»· 
- ανάμεσα στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ο ίσιος δρόμος, βλ. φρ. ο μέσος δρόμος·
- άνθρωπος του δρόμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω δρόμο, α. παραμερίζω δεξιά αριστερά το πλήθος, τα εμπόδια με τα χέρια μου και προχωρώ: «άνοιγε δρόμο μέσα στο συνωστισμό και προχωρούσε με κόπο || άνοιγε δρόμο ανάμεσα απ’ την πυκνή βλάστηση || άνοιγε δρόμο ανάμεσα απ’ τους εχθρούς και προχωρούσε». (Επαναστατικό τραγούδι: με το ντουφέκι μου στον ώμο σε πόλεις, κάμπους και βουνά, της λευτεριάς ανοίγω δρόμο, της στρώνω βάγια και περνά).β. δημιουργώ πέρασμα σε δύσβατη περιοχή: «μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι άνοιγε δρόμο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση». γ. αναπτύσσω ταχύτητα, ιδίως με το αυτοκίνητο ή τη μοτοσικλέτα μου: «έξω απ’ την Κατερίνη άνοιξα δρόμο και σε λίγο ήμουν στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. ανοίγω το δρόμο και του ανοίγω το δρόμο·
- ανοίγω νέους δρόμους, α. πρωτοτυπώ, πρωτοπορώ: «στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης υπήρξαν πολλοί άξιοι δάσκαλοι, που άνοιξαν νέους δρόμους στην Παιδεία». β. δημιουργώ νέες προοπτικές για πολλούς: «η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στα δυο κράτη άνοιξε νέους δρόμους στο εμπόριο»·
- ανοίγω το δρόμο, α. καθαρίζω το δρόμο από τα εμπόδια που είχε και τον παραδίδω πάλι στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα άνοιξαν το δρόμο απ’ τα χιόνια και η συγκοινωνία διεξάγεται ομαλά». β. (για πρόσωπα) είμαι πρωτοπόρος σε έναν τομέα, συμβάλλω στην πρόοδο, στην εξέλιξη, εγκαινιάζω μια νέα συμπεριφορά ή ανακαλύπτω πρώτος κάτι: «πολλοί άξιοι επιστήμονες άνοιξαν το δρόμο στο χώρο της ιατρικής επ’ ωφελεία του ανθρώπου». γ. ξεκαθαρίζω ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση νωρίτερα από κάποιον άλλον, με αποτέλεσμα να επωφεληθεί αργότερα και αυτός: «ευτυχώς είχα μια μεγαλύτερη αδερφή, που έβγαινε τα βράδια μέχρι αργά, κι έτσι μου άνοιξε το δρόμο να ξενυχτώ κι εγώ || η αποδέσμευση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων άνοιξε το δρόμο σε πολλούς ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων, να κρατούν ανοιχτά τα μαγαζιά τους μέχρι τις πρωινές ώρες»·
- άνοιξε ο δρόμος, α. ελευθερώθηκε από την κυκλοφορία των οχημάτων, παρατηρείται αισθητά ομαλή κυκλοφορία των οχημάτων: «το πρωί που κατέβαινα στη δουλειά, στο δρόμο υπήρχε μποτιλιάρισμα, αλλά κατά τις δέκα, όπως μου είπαν, άνοιξε ο δρόμος». β. καθαρίστηκε από τα εμπόδια που είχαν προκύψει και παραδόθηκε πάλι στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα καθάρισαν τους βράχους που έπεσαν απ’ τη διπλανή πλαγιά κι έτσι άνοιξε ο δρόμος»·
- απόμεινε στους πέντε δρόμους, βλ. φρ. έμεινε στους πέντε δρόμους·
- απομένω στους πέντε δρόμους, βλ. φρ. είμαι στους πέντε δρόμους·
- αφήνω δρόμο, παραμερίζω: «τον είδα που ερχόταν βιαστικά, γι’ αυτό άφησα δρόμο να περάσει»·
- αφήνω στο δρόμο (κάποιον), εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο στο δρόμο: «άφησε στο δρόμο χτυπημένο άνθρωπο κι έφυγε»· βλ. και φρ. πετώ στο δρόμο·
- αφήνω στους πέντε δρόμους, εγκαταλείπω κάποιον, ιδίως την οικογένειά μου, χωρίς να έχει οικονομικούς πόρους, στέγη και προστασία: «άφησε την οικογένειά του στους πέντε δρόμους κι εξαφανίστηκε με μια γκόμενα». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγες και με άφησες οχ, μέσα στους πέντε δρόμους· μάρτυρες έχω τους γειτόνους
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, ακολουθώ τη χριστιανική διδασκαλία: «είναι καλός και δίκαιος άνθρωπος κι από μικρός βαδίζει το δρόμο του Θεού»·
- βαδίζω στον ίσιο δρόμο ή βαδίζω τον ίσιο δρόμο, βλ. φρ. βαδίζω στον καλό δρόμο·
- βαδίζω στον κακό δρόμο ή βαδίζω τον κακό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον κακό ή βαδίζω το δρόμο τον κακό, ζω στην αλητεία, στην παρανομία, στη διαφθορά: «όποιος βαδίζει στο δρόμο τον κακό, δεν έχει καλό τέλος»·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βαδίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, ζω σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες, είμαι νομοταγής: «ποτέ κανένας δε μ’ ενόχλησε, γιατί βαδίζω στο δρόμο τον καλό»·
- βγάζω στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. βγάζω στο κλαρί, λ. κλαρί·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- βγαίνω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς) εκτρέπομαι από την ομαλή πορεία μου: «κάποια στιγμή αφαιρέθηκα έτσι όπως οδηγούσα, και βγήκα απ’ το δρόμο»·
- βγαίνω απ’ το δρόμο μου, εκτρέπομαι από το πρόγραμμά μου: «απ’ τη μέρα που βγήκες απ’ το δρόμο σου, αντιμετωπίζεις συνέχεια προβλήματα»·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. φρ. φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού·
- βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι ηθικά ή παύω να είμαι νομοταγής: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με κάτι αλήτες, βγήκε απ’ τον ίσιο δρόμο»·
- βγαίνω στο δρόμο ή βγαίνω στους δρόμους, διαδηλώνω δυναμικά για κάποιο αίτημά μου ή διαδηλώνω την αντίθεσή μου σε κάτι: «η σκληρή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έβγαλε στο δρόμο τους συνταξιούχους, που ζητούν αύξηση των συντάξεών τους || οι εγκληματικοί βομβαρδισμοί του Ν.Α.Τ.Ο. εναντίον των αμάχων στη Σερβία έβγαλαν στους δρόμους τον κόσμο, αξιώνοντας την κατάπαυση των αεροπορικών επιδρομών». (Επαναστατικό τραγούδι: παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, γυναίκες και άντρες με όπλα στους ώμους
- βγαίνω στους δρόμους, περιπλανιέμαι στην πόλη. (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μες τους δρόμους βγήκα για καινούρια γκόμενα, πάλι μόνο μου με βλέπω για τα βράδια τα επόμενα)· βλ. και φρ. βγαίνω στο δρόμο·
- βρίσκεται σε σωστό δρόμο ή βρίσκεται στο σωστό δρόμο, α. ακολουθεί σωστή τακτική, προκειμένου να δώσει λύση σε κάτι, να ανακαλύψει κάτι ή να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «ο ανακριτής βρίσκεται σε σωστό δρόμο, όσον αφορά την εξιχνίαση του εγκλήματος || ο αρχιτέκτονας με διαβεβαίωσε πως τα σχέδια βρίσκονται στο σωστό δρόμο». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) εξελίσσεται σύμφωνα με το προδιαγεγραμμένο σχέδιο: «οι εργασίες βρίσκονται σε σωστό δρόμο»·
- βρίσκεται στο δρόμο, βλ. φρ. είναι στο δρόμο·
- βρίσκεται στο δρόμο για…, βλ. φρ. είναι στο δρόμο για(…)·
- βρίσκω δρόμο, βρίσκω διέξοδο: «αν δεν έβρισκα δρόμο ανάμεσα στους θάμνους, θα περιπλανιόμασταν ακόμα μέσα στο δάσος»·
- βρίσκω το δρόμο, προσανατολίζομαι, βρίσκω τη σωστή κατεύθυνση: «δεν μπορούσα να βρω το δρόμο μέσα στη νύχτα»·
- βρίσκω το δρόμο μου, α. μετά από ένα διάστημα στην αλητεία ή στην παρανομία, επανέρχομαι στο σωστό δρόμο, ομαλοποιώ τη ζωή μου: «απ’ τη μέρα που ξέκοψε από κείνη την παρέα, βρήκε πάλι το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό, μη νοιάζεσαι τι κάνω. Εκεί που έφτασες δε φτάνω Κλειδώσου πίσω από την πόρτα κι εγώ το δρόμο μου θα βρω). β. κατασταλάζω επαγγελματικά: «μη στενοχωριέσαι για το γιο σου, νέος είναι ακόμα, θα βρει το δρόμο του»· βλ. και φρ. παίρνω το δρόμο μου·
- για το δρόμο, οτιδήποτε παίρνει κάποιος για να το χρησιμοποιήσει στη διάρκεια μιας διαδρομής, μιας πορείας: «η μητέρα του του ετοίμασε κάνα δυο σάντουιτς για το δρόμο». (Τραγούδι: το δισάκι του στον ώμο για το δρόμο για το δρόμο). Για τους ανθρώπους της νύχτας και ειδικά για τους μπαρόβιους, είναι γνωστό πως την ώρα που έφευγαν από τα μπαρ έπαιρναν μαζί τους και ένα ποτήρι με ουίσκι για να το πιουν κατά την πορεία τους για κάπου, ιδίως για το σπίτι τους·
- γυναίκα του δρόμου, βλ. λ. γυναίκα·
- γυρίζω στους δρόμους, περιπλανιέμαι άσκοπα εδώ κι εκεί και, κατ’ επέκταση, αλητεύω: «αντί να γυρίζεις όλη μέρα στους δρόμους, στρώσε τον κώλο σου κάτω να περάσεις κανένα μάθημα στο Πανεπιστήμιο!». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτα φύγε από δω, με πλήγωσες και σου ζητώ ελεημοσύνη, ζητιάνος τώρα αληθινός γυρνώ στους δρόμους σαν τρελός και σαν χαμίνι
- γυρίζω στους πέντε δρόμους, είμαι εγκαταλελειμμένος από όλους, είμαι πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον ξέχασαν όλοι και γυρίζει στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου, γιατί να με γεννήσεις, βάσανα να νιώσω και στερήσεις, στην ψευτιά αυτού του κόσμου να ’μαι πάντα μοναχός μου, μέσ’ στους πέντε δρόμους να γυρνώ
- δε βρίσκονται τα λεφτά στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δε βρίσκονται τα χρήματα στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα χρήματα, βλ. λ. χρήματα·
- δείχνω το δρόμο (σε κάποιον), α. πληροφορώ, κατατοπίζω κάποιον ποια διεύθυνση να ακολουθήσει για να φτάσει στον προορισμό του: «με σταμάτησε κάποιος άγνωστος και με παρακάλεσε να του δείξω το δρόμο για το σιδηροδρομικό σταθμό». β. επιχειρώ πρώτος κάτι καλό και δίνω το παράδειγμα σε άλλους που ακολουθούν να το επαναλάβουν: «η εθνική νέων με τη νίκη της, έδειξε το δρόμο στην εθνική ανδρών»· βλ. και φρ. χαράζω το δρόμο·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, αναγκαστική εφαρμογή ή δράση λόγω έλλειψης εναλλακτικής λύσης: «πρέπει να καταλάβετε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος, γιατί σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα σας ή μονοιάζετε και μοιράζεστε την περιουσία του ή, αν δε γίνει αυτό, την αφήνει σε κάποιο ίδρυμα. Διαλέγετε και παίρνετε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία, στην περίπτωσή μας όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος). Συνών. δεν υπάρχει άλλος τρόπος·
- δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, βλ. λ. ψυχή·
- δουλεύει ο δρόμος, βρίσκεται στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα καθάρισαν τις πέτρες από τις κατολισθήσεις κι απ’ το μεσημέρι δουλεύει πάλι ο δρόμος»·
- δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, λέγεται για άτομο που βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση, σε συνεχή πορεία. (Λαϊκό τραγούδι: δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω σε βουνά και σε γκρεμνό. Κι όμως ζω και τυραννιέμαι στον δικό της τον καημό). Συνήθως χρησιμοποιείται κατά τη διήγηση παραμυθιού, και μάλιστα πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- δρόμος μετ’ εμποδίων, προσπάθεια ή επιδίωξη που αντιμετωπίζει ή που αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, πολλά εμπόδια: «κατάφερα να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι, αλλά ήταν για μένα δρόμος μετ’ εμποδίων». Από το ομώνυμο άθλημα, κατά το οποίο οι δρομείς διατρέχουν μια απόσταση υπερπηδώντας παράλληλα και κάποια εμπόδια·
- δρόμος χωρίς επιστροφή, κατάσταση που οδηγεί στη σίγουρη καταστροφή: «ο δρόμος των ναρκωτικών είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή»·
- δρόμος χωρίς τέλος, κατάσταση που διαιωνίζεται αρνητικά: «η χαρτοπαιξία είναι ένας δρόμος χωρίς τέλος»·
- δώσ’ το δρόμο! (για πράγματα) πέταξέ το, αχρήστευσέ το: «δώσ’ το δρόμο αυτό το ρολόι, που είναι απ’ τον καιρό του Νώε!»·
- δώσ’ τον (την) δρόμο! (για πρόσωπα) διώξ’ τον, διώξ’ την: «αφού είναι μεθύστακας, δώσ’ τον δρόμο! || αφού δεν ταιριάζετε δώσ’ την δρόμο!»·
- δώσ’ του δρόμο! φύγε, απομακρύνσου γρήγορα: «δώσ’ του δρόμο, γιατί έρχονται να σε πιάσουν!»·
- είμαι στο δρόμο, α. βρίσκομαι σε κίνηση, σε πορεία, βαδίζω σε κάποιον δρόμο, και, κατ’ επέκταση, έρχομαι, πηγαίνω: «δεν μπορούσα να σε ειδοποιήσω, γιατί ήμουν στο δρόμο || θα τα πούμε άλλη φορά, γιατί τώρα είμαι στο δρόμο για τη δουλειά». β. δεν έχω δουλειά, δεν έχω θέση εργασίας: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο, είμαι στο δρόμο». γ. δεν έχω σπίτι να μείνω μόνιμα: «μετά απ’ τους σεισμούς είμαι στο δρόμο, γιατί το σπίτι μου κρίθηκε κόκκινο και κοιμάμαι πότε στον έναν και πότε στον άλλον»·
- είμαι σε σωστό δρόμο ή είμαι στο σωστό δρόμο, βρίσκομαι στη σωστή πορεία για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: «στην αρχή δυσκολεύτηκα λίγο, αλλά τώρα είμαι στο σωστό δρόμο και η υπόθεσή μου εξελίσσεται κανονικά»·
- είμαι στους πέντε δρόμους, είμαι εγκαταλελειμμένος από όλους και πάμφτωχος, είμαι χωρίς στέγη και προστασία: «έπεσαν έξω οι δουλειές μου, με χώρισε η γυναίκα μου, με ξέχασαν οι φίλοι μου και τώρα είμαι στους πέντε δρόμους»·
- είναι ανοιχτός ο δρόμος, α. δεν έχει εμπόδια, μπορεί κανείς να τον περάσει ελεύθερα, μπορεί κανείς να τον διαβεί άφοβα: «μόλις έστριψαν τη γωνία, το ’βαλαν στα πόδια, γιατί ήταν ανοιχτός ο δρόμος || τ’ αυτοκίνητα κινούνται ομαλά, γιατί είναι ανοιχτός ο δρόμος». β. υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές, προβλέπεται καλή εξέλιξη: «τέλειωσε εσύ τις σπουδές και μην ανησυχείς, γιατί μετά είναι ανοιχτός ο δρόμος»·
- είναι από δρόμο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μόλις έχει επιστρέψει από κάπου μακριά, από κάποιο ταξίδι: «αφήστε τον άνθρωπο λίγο να ξεκουραστεί, γιατί είναι από δρόμο»·
- είναι για δρόμο, α.(για πρόσωπα) είναι έτοιμος να αναχωρήσει για κάπου: «είναι στο δωμάτιό του κι ετοιμάζει τη βαλίτσα του, γιατί είναι για δρόμο». β. έχω την πρόθεση να διώξω από κοντά μου το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «απ’ όλη την παρέα μας είναι για δρόμο ο τάδε, γιατί μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά»· βλ. και φρ. το ’χω για δρόμο·
- είναι γυαλί ο δρόμος ή ο δρόμος είναι γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- είναι ένας του δρόμου, (για άντρες) δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο διάστημα στο σπίτι του, του αρέσει να γυρίζει μέσα στους δρόμους, και, κατ’ επέκταση, είναι αλήτης: «τον τελευταίο καιρό τον βλέπω σπάνια, γιατί κάνει παρέα με τον τάδε, που είναι ένας του δρόμου»·
- είναι καθρέφτης ο δρόμος ή ο δρόμος είναι καθρέφτης, βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι μια του δρόμου, (για γυναίκες) είναι πόρνη: «άφησε την τάδε, που είναι κορίτσι, από σπίτι και τα ’φτιαξε με κείνη την άλλη, που είναι μια του δρόμου»·
- είναι ο μόνος δρόμος, δεν υπάρχει άλλος τρόπος ενέργειας για την επίτευξη κάποιου σκοπού, αποτελεί μονόδρομο: «απεργία είναι ο μόνος δρόμος για την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων μας». Πρβλ.: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι, αντίσταση και πάλη (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα)·
- είναι στο δρόμο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έρχεται ή πηγαίνει κάπου: «θ’ αργήσει να ’ρθει ο τάδε; -Είναι στο δρόμο || θα πρέπει να φτάσει όπου να ’ναι, γιατί είναι στο δρόμο»·
- είναι στο δρόμο για…, πηγαίνει, κινείται προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «έφυγε πριν από ώρα απ’ το σπίτι και τώρα σίγουρα θα είναι στο δρόμο για τη Θεσσαλονίκη»·
- είναι τζάμι ο δρόμος ή ο δρόμος είναι τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- έμεινα στο δρόμο, (για οδηγούς αυτοκινήτων) σταμάτησα την πορεία μου υποχρεωτικά από μηχανική βλάβη του αυτοκινήτου μου ή από άλλη αιτία: «όπως ερχόμουνα απ’ τα Μουδανιά, έμεινα στο δρόμο από σαζμάν || έμεινα στο δρόμο από βενζίνα»·
- έμεινε στο δρόμο, (για αυτοκίνητα) έπαθε μηχανική βλάβη και ακινητοποιήθηκε: «μετά την πρώτη στροφή των Μουδανιών τ’ αμάξι μου έμεινε στο δρόμο από διαφορικό»·
- έμεινε στους πέντε δρόμους, έμεινε ολομόναχος, πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «κάποτε είχε λεφτά με ουρά, αλλά τα ’χασε όλα στα χαρτιά κι έμεινε στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται! Από φίλους παρανόμους, έμεινε στους πέντε δρόμους!)· βλ. και φρ. είμαι στους πέντε δρόμους·
- ένα τσιγάρο δρόμος, η απόσταση που διανύει κανείς, ιδίως με τα πόδια, και που διαρκεί όσο και το κάπνισμα ενός τσιγάρου: «δεν είναι μακριά, μπορώ να σου πω ότι είναι ένα τσιγάρο δρόμος»·
- ένας δρόμος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας δρόμος, κατοικούμε στην ίδια γειτονιά, είμαστε γείτονες, τα σπίτια μας είναι αντικριστά: «μα και βέβαια τον ξέρω τον άνθρωπο, αφού μας χωρίζει ένας δρόμος»·
- έχω πολύ δρόμο ακόμα, βρίσκομαι ακόμα πολύ μακριά από τον προορισμό μου, χρειάζεται να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια ακόμα για την επίτευξη κάποιου σκοπού μου: «έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη || μέχρι τώρα τα πράγματα πάνε καλά, αλλά έχω πολύ δρόμο ακόμα για να πάρω το πτυχίο μου»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της, βλ. λ. δουλειά·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- και πάρε και δρόμο! επιτείνει την έκφραση πάρε δρόμο! (βλ. φρ.). (Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο,και τράβα στο καλό
- και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρα τα ή και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρησέ τα (ενν. τα λεφτά), (συμβουλευτικά) δεν πρέπει να φεύγεις χωρίς να μετρήσεις μπροστά του τα χρήματα που σου έδωσε κάποιος από κάποια συναλλαγή σας, γιατί, ως γνωστό, εκ της απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται· βλ. και λ. ταμείο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- καινούριος δρόμος, το νέο ξεκίνημα, η νέα αρχή, ο νέος προσανατολισμός: «κατάλαβε πως με τις αλητείες δεν είχε προκοπή, γι’ αυτό ξεκίνησε έναν καινούριο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: το παρελθόν το πονηρό το βλέπω με τρόμο, θέλω να ζήσω να χαρώ σ’ έναν καινούριο δρόμο
- καλό δρόμο! ευχή σε κάποιον που αποχωρεί από κάπου για να πάει στο σπίτι του ή ευχή σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε ή άντε και·
- κατεβαίνω στο δρόμο ή κατεβαίνω στους δρόμους, βλ. φρ. βγαίνω στο δρόμο·
- κλείνω το δρόμο, τοποθετώ εμπόδιο ή παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στο δρόμο που βαδίζει κάποιος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τον διαβεί: «με τις κατολισθήσεις έπεσαν πολλά βράχια κι έκλεισαν το δρόμο για τρεις μέρες || έχουν κλείσει οι αστυνόμοι τους κεντρικούς δρόμους, γιατί περιμένουν επισήμους || οι στρατιώτες μας έκλεισαν το δρόμο στον εχθρό και σταμάτησαν την προέλασή του»· βλ. και φρ. του κλείνω το δρόμο·
- κόβω δρόμο, ακολουθώ συντομότερη πορεία για να φτάσω στον προορισμό μου: «άφησε τη δημοσιά κι έκοψε δρόμο μεσ’ απ’ το δάσος»·
- κόβω το δρόμο, βλ. φρ. κλείνω το δρόμο·
- μ’ άφησε δρόμους, με προσπέρασε και προηγείται κατά πολύ: «με τέτοια αυτοκινητάρα που έχει, πώς να μη μ’ αφήσει δρόμους!»·
- μ’ άφησε στο δρόμο, α. (για αυτοκίνητα) έπαθε μηχανική βλάβη, ακινητοποιήθηκε: «θα πάω τ’ αυτοκίνητο για σέρβις, γιατί προχτές, όπως γυρνούσα απ’ τα Μουδανιά, μ’ άφησε στο δρόμο». β. (για πρόσωπα) με εγκατέλειψε αβοήθητο: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με την πρώτη δυσκολία μ’ άφησε στο δρόμο»· βλ. και φρ. αφήνω στο δρόμο (κάποιον)·
- μ’ έριξε στο δρόμο, με εγκατέλειψε και με άφησε αβοήθητο και άστεγο: «μόλις μου ’φαγε τα λεφτά μ’ έριξε στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ κι αν καταστράφηκα, θα ξαναγίνω πάλι. Κι αν τη ζωή μου χάλασα και μ’ έριξες στο δρόμο, σαν παλικάρι θα σταθώ στου χωρισμού τον πόνο
- μ’ έφαγαν οι δρόμοι, κουράστηκα υπερβολικά περπατώντας, ιδίως ψάχνοντας, να βρω κάποιον ή κάτι: «μ’ έφαγαν οι δρόμοι μέχρι να σε βρω || μ’ έφαγαν οι δρόμοι μέχρι να βρω τη διεύθυνσή σου». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθα προχτές με το Μηνά για να σ’ αλλάξω γνώμη, μα δεν σε βρήκα πουθενά και μ’ έφαγαν οι δρόμοι)· βλ. και φρ. με τρώνε οι δρόμοι·
- μ’ έφαγαν οι πέντε δρόμοι, επιτείνει της έννοια της παραπάνω φρ.: «μ’ έφαγαν οι πέντε δρόμοι, μέχρι να σε βρω». (Λαϊκό τραγούδι: έκανα λάθος και σου ζήτησα συγνώμη. Έκανα λάθος και μετάνιωσα πολύ. Γιατί μ’ αφήνεις να με φάν’ οι πέντε δρόμοι μη με κρατάς μακριά απ’ το φιλί
- μαζεύω απ’ το δρόμο (κάποιον ή κάτι), α. παρέχω σε κάποιον προστασία, στέγη και τα μέσα της διαβίωσής του: «αν δεν τον μάζευε ο φίλος του απ’ το δρόμο, όταν χρεοκόπησε, θα πέθαινε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι». (για γονείς) βρίσκω το παιδί μου που παίζει στο δρόμο και το φέρνω στο σπίτι: «επειδή βράδιασε, βγήκε να μαζέψει απ’ το δρόμο το γιο της». (Τραγούδι: ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω κι αν με γυρέψεις, είμαι ακόμα στην αλάνα, ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω, μη με μαζεύεις απ’ το δρόμο ακόμη μάνα).β. βρίσκω τυχαία κάτι στο δρόμο και το παίρνω: «όπως ερχόμουν, μάζεψα απ’ το δρόμο έναν αναπτήρα»·
- με πέταξαν στο δρόμο, με έδιωξαν απροκάλυπτα από τη δουλειά μου, από τη θέση εργασίας που κατείχα: «επειδή δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του εργοστασίου, με πέταξαν στο δρόμο μαζί με δέκα άλλους»·
- με πέταξε στο δρόμο, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ή του καταστήματος που είχα με ενοίκιο, με έκανε εκβιαστικά έξωση: «απ’ τη στιγμή που δεν είχα να του δώσω την αύξηση που μου ζητούσε στο νοίκι, με πέταξε στο δρόμο»·
- με τρώνε οι δρόμοι, χάνω πολύτιμο χρόνο από κάτι, επειδή αναγκάζομαι να διανύω μεγάλες αποστάσεις: «η δουλειά μου βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση απ’ το σπίτι μου και, κάθε μέρα δουλειά σπίτι, με τρώνε οι δρόμοι»· βλ. και φρ. τον έφαγαν οι δρόμοι·
- με φέρνει ο δρόμος, περνώ συμπτωματικά, τυχαία από κάποιο σημείο, από κάποιο μέρος: «δε θέλω να ’χεις παράπονο, γιατί κάθε φορά που με φέρνει ο δρόμος απ’ τη γειτονιά σου, έρχομαι και σε βλέπω»·
- μεγαλώνω στους δρόμους, ζω χωρίς οικογενειακή φροντίδα και προστασία: «από μικρό παιδί μεγάλωσε στους δρόμους κι όμως έγινε μεγάλος και τρανός»·
- μένω στο δρόμο, α. βρίσκομαι χωρίς εργασία, χωρίς δουλειά: «πολύ θα μείνουν στο δρόμο με την οικονομική κρίση που έρχεται». β. δεν έχω μόνιμη κατοικία, μόνιμη στέγη: «μετά απ’ τους σεισμούς, μένω στο δρόμο, γιατί γκρεμίστηκε το σπίτι μου και κοιμάμαι πότε στη μάνα μου και πότε στον αδερφό μου»· βλ. και φρ. μ’ άφησε στο δρόμο·
- μένω στους δρόμους, βλ. φρ. μένω στους πέντε δρόμους·
- μένω στους πέντε δρόμους, μένω πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, μένει στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: στους πέντε δρόμους έμεινα και σπίτι δε γνωρίζω. Μάνα μου που σε πίκρανα και σ’ είχα φαρμακώσει, τ’ ήσουν για μένα στη ζωή αργά το έχω νιώσει
- μην κόβεις το δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο, βλ. λ. δάχτυλο·
- μια τσιγάρα δρόμος, βλ. συνηθέστ. ένα τσιγάρο δρόμος·
- μπαίνω στο δρόμου μου, βλ. φρ. παίρνω το δρόμο μου·
- μπαμπάκι ο δρόμος σου! βλ. λ. μπαμπάκι·
- μπήκε σε σωστό δρόμο ή μπήκε στο σωστό δρόμο, βλ. φρ. βρίσκεται σε σωστό δρόμο·
- μπήκε στο δρόμο της, (για δουλειές ή υποθέσεις) μετά από ένα διάστημα δυσκολιών εξελίσσεται κανονικά, εξελίσσεται ομαλά: «στην αρχή είχα κάποια προβλήματα με τη δουλειά μου, αλλά τώρα μπήκε στο δρόμο της»·
- ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από τον τόπο ή από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε, και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις ό,τι ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι, μας είναι αδιάφορη η φυγή σου, η αποχώρησή σου·
- ο δρόμος που γελάει, χαρακτηρισμός παγωμένου δρόμου: «να φοβάσαι το δρόμο που γελάει και οδηγείς με μεγάλη προσοχή»·
- ο δρόμος της αγάπης, βλ. φρ. ο δρόμος του Θεού·
- ο δρόμος της αμαρτίας, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή που δε συμβαδίζει με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας: «ο δρόμος της αμαρτίας οδηγεί στο πυρ το εξώτερο»·
- ο δρόμος της απωλείας, βλ. φρ. ο δρόμος της αμαρτίας·
- ο δρόμος της αρετής, η ηθική ως επιλογή ζωής: «πολλοί τον αναφέρουν, αλλά λίγοι είναι αυτοί που περπατούν το δρόμο της αρετής»·
- ο δρόμος της αρετής και της κακίας, ο δρόμος της ηθικής και της διαφθοράς ως δίλημμα στη ζωή του ανθρώπου. Από την ελληνική μυθολογία. Πρβλ.: μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό, κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει (Λαϊκό τραγούδι)·
- ο δρόμος της ζωής, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή: «ο δρόμος της ζωής έχει πολλές δυσκολίες». (Λαϊκό τραγούδι: χαράματα γεννήθηκα, χαράματα πεθαίνω. Εδώ τελειώνει φαίνεται ο δρόμος της ζωής μου, ο στεναγμός, τα δάκρυα, το δράμα της ψυχής μου
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες, στη ζωή του κανείς δε γνωρίζει μόνο επιτυχίες: «πρέπει να φιλοσοφήσεις αυτή την αποτυχία σου, γιατί ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες»·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. φρ. ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα, βλ. φρ. ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, στη ζωή του αντιμετωπίζει κανείς δυσκολίες, στενοχώριες: «πρέπει να ’σαι συγκεντρωμένος κι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσεις τα χειρότερα, γιατί ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα»·
- ο δρόμος της κακίας, η ανηθικότητα ως επιλογή ζωής: «όσοι ακολουθούν το δρόμο της κακίας, δεν έχουν καλό τέλος»·
- ο δρόμος της καμήλας, βλ. λ. καμήλα·
- ο δρόμος της παρανομίας, η παρεκτροπή από τη νομιμότητα: «όσοι ακολουθούν το δρόμο της παρανομίας συνήθως δεν έχουν καλό τέλος»·
- ο δρόμος του Θεού, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή σύμφωνα με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας: «ο δρόμος του Θεού, οδηγεί στην αιώνια ζωή»·
- ο δρόμος του κακού, η κακία ως επιλογή ζωής: «ο δρόμος του κακού είναι η κόλαση της επίγειας ζωής»·
- ο δρόμος του καλού, η καλοσύνη ως επιλογή ζωής: «ο δρόμος του καλού προσφέρει ευτυχία και γαλήνη σ’ αυτόν που τον ακολουθεί»·
- ο δύσκολος δρόμος, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή με προβλήματα, με δυσχέρειες: «όταν βρισκόμουν στο δύσκολο δρόμο, κανείς δεν ήρθε να με βοηθήσει». (Λαϊκό τραγούδι: κάνε υπομονή και κράτα και στο δύσκολο το δρόμο με χαμόγελο περπάτα
- ο ίσιος δρόμος, ο τίμιος δρόμος της ζωής: «άφησε τις κακές παρέες του και ξαναμπήκε στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: είναι της μάνας τ’ όνομα αγάπη και λατρεία, ο ίσιος δρόμος στη ζωή, η ζεστασιά στα κρύα
- ο κακός δρόμος, η πορεία του ανθρώπου μέσα στην αλητεία, την παρανομία: «ο κακός δρόμος έχει καταστρέψει πολλούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: υπήρξα πάντα φίλος σου και πάντα σ’ αγαπούσα και στον κακό το δρόμο σου σε παρακολουθούσα
- ο καλός δρόμος, βλ. φρ. ο ίσιος δρόμος. (Λαϊκό τραγούδι: να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό για να ’σαι πάντα μες στο δρόμο τον καλό)·
- ο μεγάλος δρόμος, η κεντρική λεωφόρος ή η εθνική οδός: «στο τρίτο στενό, όπως πας, θα στρίψεις αριστερά και θα βγεις στο μεγάλο δρόμο || στο μεγάλο δρόμο τ’ αυτοκίνητα αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπω τις κούρσες να περνούν απ’ το μεγάλο δρόμο και συ το ξέρω πως γελάς με το δικό μου πόνο
- ο μέσος δρόμος, τακτική, δράση που αποφεύγει τις ακραίες καταστάσεις: «για να μην έχουμε συγκρούσεις, ενδείκνυται ο μέσος δρόμος»·
- ο παράνομος δρόμος, βλ. φρ. ο δρόμος της παρανομίας. (Λαϊκό τραγούδι: στους δρόμους τους παράνομους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- ο στραβός δρόμος, α. η παρεκτροπή από τη νομιμότητα, η παρανομία, η αλητεία ως επιλογή ζωής: «στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι στο στραβό δρόμο, αργότερα θα χτυπάει το κεφάλι του». β. ο λανθασμένος τρόπος αντιμετώπισης ενός προβλήματος, η λανθασμένη στάση: «ξανασκέψου το θέμα κι άφησε το στραβό δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: πόσες φορές δεν μ’ έκανε το πείσμα σου να κλάψω, μα το στραβό το δρόμο σου δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω
- ο τίμιος δρόμος, ο ενστερνισμός της τιμιότητας και της δικαιοσύνης στην πορεία της ζωής: «ο τίμιος δρόμος ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου»·
- ο τρίτος δρόμος, α. (ιδίως στην πολιτική) η εναλλακτική λύση, μια άλλη πολιτική επιλογή προς το σοσιαλισμό: «ο τρίτος δρόμος είναι η πιο σωστή επιλογή για την ομαλή μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό». β. (γενικά) η εναλλακτική λύση: «σίγουρα θα υπάρχει κάποιος τρίτος δρόμος για να λύσετε τις διαφορές σας»·
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν (στη Ρώμη), λέγεται στην περίπτωση που, όποια διαδικασία και αν χρησιμοποιήσει κάποιος, θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα: «επειδή δυσκόλεψαν τα πράγματα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην περικοπή των εξόδων || δεν έχουμε επιλογή ενέργειας, γιατί όπως βλέπετε, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». (Λαϊκό τραγούδι: πού να πάω, πού να πάω, πού να πάω, όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε σένα π’ αγαπάω). Αναφορά στην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα του τότε γνωστού κόσμου·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
- παιδί του δρόμου, το αλητόπαιδο: «σου το ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω να κάνεις παρέα με παιδιά του δρόμου»·
- παίρνω άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο το δρόμο, βλ. συνηθέστ. παίρνω κακό δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: πήρες τον άσχημο το δρόμο τώρα πια, πήρες το δρόμο τον κακό τον κολασμένο. Της αμαρτίας πήρες την κατηφοριά που θα σε κάνει ένα κορμί δυστυχισμένο)·
- παίρνω δρόμο, φεύγω, α. αποχωρώ από ένα χώρο ή από μια συντροφιά: «παιδιά, εγώ παίρνω δρόμο, γιατί άργησα». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω δρόμο και δρομάκι κλαίγοντας στο γυρισμό κι έγινε πικρό φαρμάκι το κρασί τ’ αποψινό). β. φεύγω γρήγορα, το βάζω στα πόδια: «μόλις είδε να ’ρχονται οι αστυνομικοί, πήρε δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπώ -της λέω- και γελά, παίρνει δρόμο και δε μου μιλά).γ. απολύομαι, εκδιώκομαι από την εργασία μου: «σε προειδοποιώ πως, αν ξανακάνεις κοπάνα, θα πάρεις δρόμο». δ. (για ερωτική σχέση) διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, φεύγω ή με διώχνει το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη στιγμή που άρχισε να μου αντιμιλάει, πήρα δρόμο || ερωτεύτηκε κάποιον άλλον και πήρα δρόμο»·
- παίρνω ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο το δρόμο, βλ. φρ. παίρνω καλό δρόμο·
- παίρνω κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον κακό, καταλήγω να ζω στην αλητεία, στην παρανομία, στη διαφθορά: «έμπλεξε με τους αλήτες και πήρε τον κακό δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζητάς να φύγω χωρίς να το σκεφτώ, γιατί μπορεί να πάρω το δρόμο τον κακό
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, επιλέγω να ζήσω σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες, να είμαι νομοταγής: «όποιος παίρνει τον καλό δρόμο, δεν έχει να φοβάται τίποτα»·
- παίρνω το δρόμο, κατευθύνομαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «μόλις βγήκα απ’ το μπαράκι, πήρα το δρόμο για το σπίτι μου». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω το δρόμο δε σταματώ δε με χωράει πια πουθενά, στο ταβερνάκι για να καθίσω και η καρέκλα ζητάει λεφτά). Πολλές φορές, ιδίως σε διηγήσεις παραμυθιών, όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε μια μεγάλη πορεία που ξεκινάει ο ήρωας για να φτάσει κάπου, υπάρχει και ο εξής τύπος; Παίρνω το δρόμο το δρομί, δρομί το μονοπάτι·
- παίρνω το δρόμο μου, κατασταλάζω σε αυτό με το οποίο θέλω πραγματικά να ασχοληθώ επαγγελματικά στη ζωή μου και το θέτω σε ενέργεια: «τώρα που έμαθε τη δουλειά και πήρε το δρόμο του, είμαι ήσυχος γι’ αυτό το παιδί»·
- παίρνω το δρόμο πίσω, επιστρέφω: «μετά από πολλά χρόνια στην ξενιτιά, πήρε το δρόμο πίσω για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: στο τζάκι της αγάπης μας, σκάλισε πριν να σβήσω, κι αν βρεις μια σπίθα μόνο μια, να καίει για μένα στη γωνιά, πάρε το δρόμο πίσω
- παίρνω τους δρόμους, α. περιπλανιέμαι μέσα στους δρόμους, ιδίως για να βρω κάποιον: «μόλις έφτασε στην πόλη του, πήρε τους δρόμους να βρει τους φίλους του». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τους δρόμους μια βραδιά και τους γνωστούς ρωτούσα για το κορίτσι μου που αγαπούσα στην Ελευσίνα μια φορά ). β. ξεκινώ μια περιπλάνηση, μια αναζήτηση χωρίς να ξέρω πού πάω ή τι ψάχνω, φεύγω από κάπου: «το δήλωσα καθαρά, θα πάρω τους δρόμους κι όπου με βγάλει η τύχη μου». γ. τρελαίνομαι: «μόλις έπιασε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του καλύτερού του φίλου, πήρε τους δρόμους»·
- πάνω στο δρόμο, εντελώς στην άκρη, πλάι στο δρόμο, πολύ κοντά στο δρόμο: «το σπίτι του βρίσκεται πάνω στο δρόμο και δεν μπορεί να κοιμηθεί απ’ τη φασαρία». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ακριβώς και παρατηρείται χειρονομία με την οποία, η παλάμη, κινείται με την κόψη της προς τα κάτω, δείχνοντας, υποτίθεται, το ακριβές σημείο·
- παράλληλοι δρόμοι, επαγγελματική, πολιτική ή άλλη πορεία που συμβαδίζει με τα ενδιαφέροντα κάποιου άλλου: « εμείς οι δυο πρέπει να συνεννοούμαστε και να υποστηριζόμαστε, γιατί βαδίζουμε σε παράλληλους δρόμους»· 
- πάρε δρόμο! (απειλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάρε δρόμο, γιατί θα φας μπάτσες!»·
- πατάει και τρέμει ο δρόμος, από όπου περνάει προκαλεί το δέος, γιατί είναι πολύ γενναίος: «αυτός, αγόρι μου, να φοβηθεί! Αυτός πατάει και τρέμει ο δρόμος». (Λαϊκό τραγούδι: μες τα Βουρλά κατσιρματζής, αντάμης και κοντραμπατζής και της Τουρκιάς ο τρόμος, καβάλα σε λιγνό φαρί το μάτι του θολό βαρύ πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
- περαστικός δρόμος, δρόμος πολυσύχναστος: «το σπίτι μου είναι σ’ έναν περαστικό δρόμο και δεν μπορώ να βρω ησυχία»·
- πετώ στο δρόμο (κάποιον), α. κάνω σε κάποιον εκβιαστικά έξωση: «είναι τόσο σκληρός άνθρωπος, που, αν του καθυστερήσεις ένα μήνα το νοίκι, δεν το ’χει σε τίποτα να σε πετάξει στο δρόμο». β. αφήνω κάποιον χωρίς στέγη και οικονομική βοήθεια: «για μια πεταλουδίτσα της νύχτας, πέταξε στο δρόμο γυναίκα και παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα κουρέλι πια σωστό, αφού με έχεις κάνει, στους πέντε δρόμους με πετάς κι άλλης κοιτάς φουστάνι).γ. (για χρήματα) τα κατασπαταλώ: «βρήκε λεφτά απ’ τον πατέρα του και τα πετάει στο δρόμο». δ. (για αντικείμενα ή μηχανήματα) το αχρηστεύω: «πέταξα στο δρόμο το ψυγείο μας κι αγόρασα καινούριο»·
- πήγε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ.λ. σκυλί·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, βλ. λ. γλώσσα·
- πήρε στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό το δρόμο, α. λέγεται για άνθρωπο που μπήκε στην παρανομία, που ζει στην αλητεία, στη διαφθορά: «από τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο, πήρε το στραβό δρόμο». β. (για υποθέσεις, δουλειές, επιχειρήσεις) πήρε δυσάρεστη τροπή, εξελίχθηκε άσχημα χωρίς να το περιμένουμε: «η υπόθεση ξεκίνησε σαν αστείο, αλλά πήρε στραβό δρόμο και τώρα θα λύσουμε τις διαφορές μας στα δικαστήρια || απ’ την αρχή φάνηκε πως η δουλειά πήρε το στραβό δρόμο και τώρα που ξυπνήσαμε δε γίνεται τίποτα»·
- πήρε το δρόμο της η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάνω τους δρόμους, περιπλανιέμαι ψάχνοντας να βρω κάποιον ή κάτι: «άργησε να γυρίσει η κόρη του στο σπίτι κι έπιασε τους δρόμους να τη βρει || έπιασα τους δρόμους να βρω ένα ανταλλακτικό για τ’ αυτοκίνητό μου, αλλά δεν το βρήκα πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγε έφυγε, έφυγε την έχω χάσει και γυρνώ και ρωτώ και τους δρόμους έχω πιάσει
- ποιος δρόμος σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «μωρέ, φουκαρά μου, ποιος δρόμος σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα με τις οικονομικές συμβουλές μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος δρόμος σ’ έφερε στην αγκαλιά μου να κλάψεις και να πληγωθείς, μέσα στην άπονη, σκληρή καρδιά μου μονάχα δάκρυα θα βρεις).Συνών. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)· 
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιο λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ(;)·    
- σέρνομαι στους δρόμους, κυκλοφορώ εξαθλιωμένος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, σέρνεται στους δρόμους σαν τον τελευταίο αλήτη || κάθε βράδυ γίνεται τύφλα και σέρνεται στους δρόμους, μέχρι να βρει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: ψιλή βροχή, ψιλή βροχή κι εσύ κοιμάσαι μοναχή κι εγώ στους δρόμους σέρνομαι κι από τ’ αγιάζει δέρνομαι
- σπέρνει παιδιά στο δρόμο, βλ. λ. σπέρνω·
- στα μισά του δρόμου ή στου δρόμου τα μισά, στη μέση μιας διαδρομής ή μιας προσπάθειας: «ξεκίνησα για τη Χαλκιδική, αλλά στα μισά του δρόμου έμεινα από βενζίνη || η δουλειά ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αλλά στα μισά του δρόμου άρχισαν τα προβλήματα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό ξεκινήσαμε κι οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- στη μέση του δρόμου, σε ανοιχτό, σε υπαίθριο χώρο και μπροστά σε κόσμο: «τον έπιασε στη μέση του δρόμου και τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών»·
- στο δρόμο, καθώς πηγαίνω ή έρχομαι από κάπου: «γύρισα στο σπίτι, γιατί στο δρόμο για το γραφείο μου αντιλήφθηκα πως δεν είχα πάρει μαζί μου το πορτοφόλι». (Λαϊκό τραγούδι: έλα πιάσε με απ’ τον ώμο κι όπα πρώτα το δεξί, κι αν μου κουραστείς στο δρόμο θα σε βάλω σε ταξί
- τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο, βλ. λ. λεφτά·
- τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο, βλ. λ. χρήματα·
- την (τον) δίνω δρόμο, διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που είχα μαζί της (του), την (τον) διώχνω: «αφού δεν έλεγε ν’ αφήσει την γκρίνια της, την έδωσα δρόμο κι ησύχασα || αφού δεν εννοούσε να κόψει το ποτό, τον έδωσα δρόμο και βρήκα την υγειά μου»·
- της δίνω δρόμο (ενν. της μοτοσικλέτας), αναπτύσσω ταχύτητα: «κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική, της δίνω δρόμο»·
- το δίνω δρόμο, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) το αχρηστεύω, το πετώ, το πουλώ: «ήταν παλιό το ψυγείο μας και το ’δωσα δρόμο || ήταν τόσο παλιό τ’ αυτοκίνητό μου, που το ’δωσα δρόμο»·
- το παίρνει ο δρόμος, (για κτίσματα ή οικόπεδα) περνάει από αυτό η χάραξη κάποιου νέου δρόμου οπότε απαλλοτριώνεται: «είχα ένα σπιτάκι σε κείνη την περιοχή, αλλά το πήρε ο δρόμος». (Τραγούδι: τρεις φωνές στο σύρμα μου κι ένας τροχονόμος, κι ό,τι είχα κτήμα μου μου το παίρνει ο δρόμος)· 
- το ’χω για δρόμο, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) έχω την πρόθεση να το αχρηστεύσω, να το πετάξω ή να το πουλήσω: «αν θες μπορείς να πάρεις αυτό το κομοδίνο, γιατί το ’χω για δρόμο»·
- τον αφήνω δρόμους, τον ξεπερνώ κατά πολύ σε μια αναμέτρηση ταχύτητας είτε με τα πόδια είτε με το αυτοκίνητο: «θέλησε να παραβγούμε στο τρέξιμο και τον άφησα δρόμους || παραβγήκαμε με τ’ αυτοκίνητά μας και τον άφησα δρόμους»·
- τον βάζω στον ίσιο δρόμο, τον οδηγώ στον ηθικό, στον τίμιο δρόμο της ζωής, τον βγάζω από την παρανομία όπου ζει: «εσένα σε υπολογίζει, γι’ αυτό είσαι ο μόνος που μπορείς να τον τραβήξεις απ’ την αλητεία και να τον βάλεις στον ίσιο δρόμο»·
- τον βγάζω απ’ τον ίσιο δρόμο, τον κάνω να παρεκτραπεί ηθικά, τον οδηγώ στην παρανομία: «έμπλεξε με κάτι αλήτες και τον έβγαλαν απ’ τον ίσιο δρόμο»·
- τον βγάζω στο δρόμο, του κάνω έξωση από το διαμέρισμα ή το κατάστημα που του νοικιάζω: «επειδή ήταν κακοπληρωτής, τον έβγαλα στο δρόμο»·
- τον βρήκες το δρόμο; ειρωνική έκφραση σε άτομο, που μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα επιστρέφει στο σπίτι του·
- τον έφαγαν οι δρόμοι, καταστράφηκε, ιδίως από την άστατη ζωή που έκανε: «έμπλεξε στην αλητεία και τον έφαγαν οι δρόμοι». (Λαϊκό τραγούδι: να φύγεις πριν καταστραφείς, είναι νωρίς ακόμη, προτού να γίνεις θύμα μου, προτού σε φαν’ οι δρόμοι)· βλ. και φρ. τον τρώνε οι δρόμοι·
- τον πέταξε σαν σκυλί στο δρόμο ή τον πέταξε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ. λ. σκυλί·
- τον πετώ στο δρόμο, α. τον διώχνω, τον απολύω από την επιχείρησή μου, από τη δουλειά μου: «μόλις δει πως κάποιος εργάτης δεν του κάνει, τον πετάει στο δρόμο». β. του κάνω εκβιαστικά έξωση από το διαμέρισμα ή το κατάστημα που του νοικιάζω: «δεν του έδινε την αύξηση που του ζητούσε και τον πέταξε στο δρόμο»·
- τον τρώνε οι δρόμοι, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μετακινείται συνεχώς για λόγους δουλειάς, πράγμα που τον καταπονεί: «είναι πλασιέ και όλη τη μέρα τον τρώνε οι δρόμοι, για να μπορέσει να θρέψει την οικογένειά του»· βλ. και φρ. τον έφαγαν οι δρόμοι·
- τον φέρνω στον ίσιο δρόμο, τον βγάζω από την παρανομία και τον οδηγώ στον τίμιο δρόμο της ζωής: «χάλασε πολύ αυτό το παιδί και κανείς δεν μπορεί να τον φέρει στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί πονάς και βασανίζεσαι, κουτή, και προσπαθείς στον ίσιο δρόμο να με φέρεις,της αμαρτίας έχω πάρει το στρατί, γι’ αυτό για μένα άδικα μην υποφέρεις
- του ανοίγω το δρόμο, α. του προετοιμάζω το έδαφος για να επιτύχει κάτι: «ο πεθερός του του ανοίγει το δρόμο για να γίνει βουλευτής» β. τον βοηθάω να ξεπεράσει ένα πρόβλημα, τον βγάζω από τις δυσκολίες του: «αν δεν του άνοιγα εγώ το δρόμο να ξεφύγει, θα ήταν ακόμα στην πρέζα»·
- του αφήνω (το) δρόμο, παραμερίζω, πηγαίνω στην άκρη για να περάσει αυτός που με ακολουθεί, ιδίως με το αυτοκίνητό του: «μου αναβόσβηνε συνέχεια τα φώτα του για να περάσει, γι’ αυτό κι εγώ του άφησα το δρόμο»·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω δρόμο (ενν. του αυτοκινήτου), αναπτύσσω ταχύτητα: «κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική του δίνω δρόμο»·
- του δίνω δρόμο, φεύγω από κάπου με ταχύτητα: «μόλις είδα να ’ρχονται οι αστυνομικοί, του ’δωσα δρόμο»· - του κάνω δρόμο, παραμερίζω το πλήθος δεξιά αριστερά με τα χέρια μου για να περάσει κάποιος: «μπήκε μπροστά και του άνοιγε το δρόμο μέσ’ στο συνωστισμό»· βλ. και φρ. του αφήνω (το) δρόμο·
- του κλείνω το δρόμο, α. τον εμποδίζω, διακόπτω με το σώμα μου ή με κάποιο άλλο μέσο την πορεία του: «όταν οι αστυνομικοί έμαθαν πως ο δραπέτης κινούνταν με κλεμμένο αυτοκίνητο προς τη Θεσσαλονίκη, τοποθέτησαν μια νταλίκα πάνω στο οδόστρωμα και του ’κλεισαν το δρόμο || οι αγρότες, μόλις πληροφορήθηκαν πως κατέφθαναν οι αστυνομικοί με τις κλούβες, τοποθέτησαν πάνω στο οδόστρωμα κορμούς δέντρων και τους έκλεισαν το δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: κι ελόγου τους κι ελόγου μου μου κλείσανε το δρόμο μου και μου αντισταθήκαν, μα όμως δε ρωτήξανε το Σταύρακα πως θίξανε και στραπατσαριστήκαν). β. ενεργώ, επεμβαίνω ανασταλτικά στην εξέλιξη κάποιου, τον μπλοκάρω: «αυτό το πάθος του για τα χαρτιά, θα του κλείσει το δρόμο για το βουλευτιλίκι»·
- του κόβω το δρόμο, βλ. φρ. του κλείνω το δρόμο·
- τους βγάζω στο δρόμο, (ιδίως για οικογένεια) τους κάνω υποχρεωτικά έξωση:  «επειδή χρειαζόμουν το διαμέρισμα για την κόρη μου που παντρεύτηκε, τους έβγαλα στο δρόμο»·
- τους πετώ στο δρόμο, (ιδίως για οικογένεια) τους κάνω εκβιαστικά έξωση από το διαμέρισμα που τους νοικιάζω: «επειδή είχαν δυο σκυλιά μέσ’ στο διαμέρισμα και ξεσήκωναν όλη την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους, τους πέταξα στο δρόμο»·
- τραβώ το δρόμο μου, α. ακολουθώ το δικό μου τρόπο ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ το δρόμο μου τραβώ μ’ ένα παράπονο πικρό και λέω δεν πειράζει ). β. φεύγω από κάπου ή από κάποιον, διακόπτω μια σχέση, αρχίζω νέα ζωή: «διαρκώς την απειλούσε πως θα τραβήξει το δρόμο του || χώρισαν κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις αλλάξει και μ’ έχεις κάψει· την προσβολή σου δε θα τη δεχτώ· δεν αντέχω, κυρά μου, δε βαστώ και το δρόμο μου τραβώ). γ. ασχολούμαι με την πρόοδο της δουλειάς μου ή των διάφορων υποθέσεών μου: «απ’ τη μέρα που ξέκοψε απ’ τις παλιοπαρέες, τραβάει το δρόμο του και προκόβει μια χαρά»·
- τρέχω στους δρόμους, βρίσκομαι σε διαρκές τρέξιμο αναζητώντας κάποιον ή κάτι: «απ’ το πρωί τρέχει ο καημένος στους δρόμους να βρει λεφτά για να καλύψει την επιταγή του || μόλις έμαθε πως ήρθε ο φίλος του στην πόλη μας, τρέχει στους δρόμους να τον βρει». (Λαϊκό τραγούδι: με πνίγει απόψε η μοναξιά και παίρνω σβάρνα τα καπηλειά· τρέχω στους δρόμους, εδώ κι εκεί, κανείς δεν ξέρει πού να ’σαι εσύ
- τριγυρνώ στους δρόμους, περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους: «επειδή δεν έχει δουλειά, όλη τη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες ξενυχτώ χωρίς ελπίδα, έρημος στους δρόμους τριγυρνώ,μπρος στου παραθύρου σου τη γρίλια τις θλιμμένες ώρες μου περνώ
- υπάρχει κι άλλος δρόμος, α. μπορούμε να ενεργήσουμε ή να δράσουμε με άλλο σύστημα, υπάρχει εναλλακτική λύση: «απ’ τη στιγμή που δεν τα συμφωνήσαμε, υπάρχει κι άλλος δρόμος να βρω το δίκιο μου». β. πολλές φορές, λέγεται με απειλητική διάθεση ή υπονοεί πως θα ενεργήσουμε με παράνομα ή αθέμιτα μέσα: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς, σου λέω να φυλάγεσαι, γιατί υπάρχει κι άλλος δρόμος». Συνών. υπάρχει κι άλλος τρόπος·
- φεύγω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς), βλ. φρ. βγαίνω απ’ το δρόμο·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, απομακρύνομαι από τη χριστιανική διδασκαλία: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ εκείνον τον αλήτη, έφυγε απ’ το δρόμο του Θεού»·
- φεύγω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: ξέφυγα, ξέφυγα από τον ίσιο δρόμο,σου ’δωσα μανούλα μου τον πιο μεγάλο πόνο)·
- χάνω το δρόμο (μου), α. αποπροσανατολίζομαι: «μπλέχτηκα μέσα σε κάτι στενάκια κι έχασα το δρόμο μου». β. βγαίνω από τη σωστή πορεία της ζωής μου: «με τόσα προβλήματα που είχε, πώς να μη χάσει το δρόμο του ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: πού πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα το χάσεις,καρδιά μου μοναχή
- χαράζω νέους δρόμους, βλ. φρ. ανοίγω νέους δρόμους·
- χαράζω το δρόμο, επιχειρώ πρώτος κάτι νέο, ενδιαφέρον, πρωτότυπο ή ριζοσπαστικό και με μιμούνται οι άλλοι, πρωτοπορώ: «εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης»·
- χαράζω το δρόμο μου, προδιαγράφω ή αποφασίζω κάποια πορεία μου, ιδίως επαγγελματική: «απ’ τη στιγμή που μπήκε στην ιατρική σχολή, χάραξε το δρόμο του αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: μα η βαριά μου η ειρκτή πολλά μ’ έχει διδάξει, έμαθα πώς να συγχωρώ, γι’ αυτό και δεν την τιμωρώ, ας φύγει και το δρόμο της μονάχη ας χαράξει
- χωρίζουν οι δρόμοι μας, α. ακολουθούμε διαφορετική πορεία στη ζωή μας, χωρίζουμε: «ένα διάστημα ζούσαμε χωρίς προβλήματα, αλλά απ’ τη μέρα που άρχισαν οι γκρίνιες χώρισαν οι δρόμοι μας». (Λαϊκό τραγούδι: με πλήγωσε ο χωρισμός κι ο πόνος έγινε καημός, οι δρόμοι μας χωρίσαν, τα μάτια μου δακρύσαν). β.διακόπτουμε αναγκαστικά μια φιλία ή μια συνεργασία: «κάποτε κάναμε πολλή παρέα, αλλά απ’ τη μέρα που εγκαταστάθηκε σ’ άλλη πόλη, χώρισαν οι δρόμοι μας». γ. ακολουθούμε ξεχωριστή οδική πορεία, γιατί έχουμε διαφορετικό προορισμό: «εγώ θέλω να πάω στη Νομαρχία, αλλά, αφού εσύ θέλεις να πας στο Δημαρχείο που είναι στην αντίθετη πλευρά χωρίζουν οι δρόμοι μας»·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! α. ευχή που δίνουμε σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι ή που ξεκινάει κάποια δουλειά, με την έννοια να μη συναντήσει κανένα εμπόδιο στην πορεία του, να του έρθουν όλα εύκολα, όλα ευνοϊκά: «την Κυριακή λέω να πάω μέχρι το χωριό να δω τους συγγενείς μου. -Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! || τον άλλο μήνα ξεκινάω μια καινούρια δουλειά. -Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας απειλεί πως θα αποχωρήσει από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε ή από κάποια κοινή προσπάθεια, όταν μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του. Από το ότι το γυαλί έχει λεία επιφάνεια και δε συναντά κανένα εμπόδιο ή καμιά δυσκολία το άτομο που πορεύεται σε παρόμοιο δρόμο. Συνών. μπαμπάκι ο δρόμος σου!   

εαυτός

εαυτός, ο, αυτοπαθ. αντων. [<μσν. ἑαυτός <αρχ. ἑαυτοῦ], ο εαυτός· στις πλάγιες πτώσεις ενικού και πληθυντικού δηλώνει πως το ίδιο πρόσωπο ενεργεί και πάσχει ταυτόχρονα: «δεν κάνει άλλο από το να τιμωρεί τον εαυτό του». Υποκορ. εαυτούλης, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- αφ’ εαυτού μου (σου, του κ.λπ.), με δική μου (σου, του κ.λπ.) πρωτοβουλία, χωρίς να μου υποδείξει ή να με πιέσει κανένας: «ό,τι έκανα, το ’κανα αφ’ εαυτού μου || το ευχάριστο είναι ότι ήρθε αφ’ εαυτού του να μου ζητήσει συγνώμη»· 
- αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου ή αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, συμπεριφέρομαι αυθόρμητα και φυσικά: «οι πιο πολλοί άνθρωποι πάνω στο γλέντι αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο και παρουσιάζουν τον πραγματικό τους χαρακτήρα»· 
- βγαίνω εκτός εαυτού, βλ. φρ. γίνομαι εκτός εαυτού·
- βιάζω τον εαυτό μου, εντείνω τις προσπάθειές μου για να πετύχω ή για να τελειώσω κάτι, βάζω τα δυνατά μου, κάνω τ’ αδύνατα δυνατά: «επειδή δε μ’ έπαιρναν οι προθεσμίες που είχα, βίασα τον εαυτό μου για να τελειώσω τη δουλειά στην ώρα της». (Λαϊκό τραγούδι: πόσες φορές δεν βίασα τον εαυτό μου για να τον πείσω πως μαζί δεν θα ταιριάζαμε, να κάνουμε χωριό, που λες, άκου τα τώρα και μην κλαις, γιατί χωρίς τον ξενοδόχο λογαριάζαμε
- βρίσκω τον εαυτό μου, επανέρχομαι σε καλή σωματική ή ψυχολογική κατάσταση, ξαναβρίσκω την ευεξία μου, την ψυχική μου ηρεμία, συνέρχομαι ύστερα από σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία: «με τη γυμναστική και την καλή διατροφή βρήκα τον εαυτό μου || μόνο όταν κατάφερα να τον ξεχρεώσω, βρήκα τον εαυτό του || μόνο ύστερα από πολλά χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου, βρήκα τον εαυτό μου». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έδιωξα να βρω τον εαυτό μου κι είπα το μαρτύριο πως τέλειωσε εδώ). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάλι· βλ. και φρ. έρχομαι στον εαυτό μου·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή σωματική ή ψυχική μου κατάσταση: «μόλις έκοψα τα ποτά και τα ξενύχτια, βρήκα τον παλιό καλό μου εαυτό». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάλι·  
- γίνομαι εκτός εαυτού, εκνευρίζομαι, νευριάζω πάρα πολύ: «όταν τον ακούω να λέει τέτοιες βλακείες, γίνομαι εκτός εαυτού»·
- έγινε σκιά του εαυτού του, βλ. λ. σκιά·
- δείχνω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, εντείνω τις προσπάθειές μου για να εντυπωσιάσω κάποιον ή κάποιους: «επειδή ήθελα να μπω στον κύκλο τους, έδειξα τον καλό μου εαυτό»·   
- δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό, αποδίδω τα μέγιστα για να εντυπωσιάσω κάποιον ή κάποιους: «μόνο όταν έδειξα τον καλύτερό μου εαυτό, μπόρεσα και μπήκα στην παρέα τους»·
- δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, εκθέτω, παρουσιάζω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα που πραγματικά έχω, καλό ή κακό: «μέχρι να τους δείξω τον πραγματικό μου εαυτό, ήταν όλοι κουμπωμένοι μαζί μου || στην αρχή μας ήταν πολύ ευχάριστος, αλλά, μόλις μας έδειξε τον πραγματικό του εαυτό, τον διώξαμε απ’ την παρέα μας». Συνών. δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- δεν επιτρέπω τον εαυτό μου ή δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου (να πει ή να κάνει κάτι), αρνούμαι, δε δέχομαι, δεν τον αφήνω να κάνει ή να προβεί σε κάτι: «δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να συμπεριφέρεται με αγένεια || δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου να λέει βλακείες και να γελάνε οι άλλοι || δεν επιτρέπω τον εαυτό μου να κάνει λάθη»·
- δίνω τον εαυτό μου, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι κάπου ή σε κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, έδωσε τον εαυτό του σ’ αυτή τη γυναίκα || έδωσε τον εαυτό του σ’ αυτή τη δουλειά και στο τέλος πέτυχε»·
- έγινε φάντασμα του εαυτού του, βλ. λ. φάντασμα·
- είμαι εκτός εαυτού, είμαι πολύ εκνευρισμένος, πολύ νευριασμένος: «μην του μιλάς, γιατί είναι εκτός εαυτού»·
- είμαι κύριος του εαυτού μου, δεν έχω την ανάγκη ή δεν υπάγομαι στην εξουσία κανενός, είμαι αυτεξούσιος: «όσο είμαι κύριος του εαυτού μου, δε φοβάμαι κανέναν»·
- είναι κλεισμένος στον εαυτό του, δεν είναι εκδηλωτικός, είναι αποξενωμένος από τον κόσμο, είναι εσωστρεφές άτομο: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι κλεισμένος στον εαυτό του»·
- είναι όλο(ς) ιδέα για τον εαυτό του, βλ. φρ. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του·
- είναι πάντα ο εαυτός του, συμπεριφέρεται πάντα απλά, φυσικά, δεν προσποιείται: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο είσαι εντελώς σίγουρος, γιατί είναι πάντα ο εαυτός του κι ξέρεις πώς να του συμπεριφερθείς»·
- έρχομαι στον εαυτό μου, α. συνέρχομαι, ηρεμώ, βρίσκω τον εαυτό μου: «μόνο όταν δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, ήρθα πάλι στον εαυτό μου». β. ξαναβρίσκω την πνευματική διαύγεια που είχα πρώτα: «όταν μπόρεσα να έρθω στον εαυτό μου, τότε μόνο κατάλαβα τι μεγάλο λάθος είχα κάνει!»·
- έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, εμπιστεύομαι τις δυνάμεις μου, τις ικανότητές μου: «ποτέ δεν κωλώνω στη ζωή μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου»·
- καταδικάζω τον εαυτό μου, με πράξεις, ενέργειες ή παραλείψεις μου οδηγούμαι στην καταστροφή, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο μ’ αυτούς τους όρους, είναι σαν να καταδικάζω τον εαυτό μου»·
- κατάντησε σκιά του εαυτού του, βλ. λ. σκιά·
- κλείνομαι στον εαυτό μου, α. δε λέω, δεν εξωτερικεύω τις σκέψεις μου: «απ’ τη μέρα που κλείστηκε στον εαυτό του, δε λέει ποτέ τη γνώμη του». β. μένω οικειοθελώς περιορισμένος σε κάποιο χώρο, δε βγαίνω έξω, αποξενώνομαι από τον κόσμο: «έχει αηδιάσει με όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, γι’ αυτό κλείστηκε στον εαυτό του»·
- κρύβω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό·
- κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό, κρατώ στάση αναμονής, δεν εκθέτω, δεν παρουσιάζω, δεν εκδηλώνω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα μου, καλό ή κακό: «όλο το χρονικό διάστημα που βρισκόμουν ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, έκρυβα τον πραγματικό μου εαυτό». Συνών. κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, να μιλάς λίγο και να σκέφτεσαι πολύ, αν θέλεις να βγαίνεις κερδισμένος: «τώρα που θα πας στην ξενιτιά, αν θέλεις να προκόψεις, λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου»·
- λέω στον εαυτό μου, μονολογώ, σκέφτομαι: «κάθε τόσο λέω στον εαυτό μου να κόψω το τσιγάρο, αλλά το βλέπω κάπως δύσκολο»·
- μιλάει με τον εαυτό του, παραμιλάει, είτε γιατί έχει πολλά προβλήματα είτε γιατί είναι ελαφρόμυαλος: «αφού τον βλέπεις να μιλάει με τον εαυτό του, παναπεί πώς κάτι δεν πάει καλά με τη δουλειά του ή με το σπίτι του || μη του δίνεις σημασία αυτουνού, γιατί μιλάει με τον εαυτό του»·
- να είσαι ο εαυτός σου, (συμβουλευτικά) να συμπεριφέρεσαι απλά και φυσικά, να μην προσποιείσαι: «εκεί που θα πας, να είσαι ο εαυτός σου και να δεις πως θα σε συμπαθήσουν αμέσως, γιατί είσαι καλό παιδί»·
- ξαναβρίσκω το χαμένο μου εαυτό, ξαναβρίσκω την ψυχική μου ισορροπία, την ψυχική μου γαλήνη: «για ένα διάστημα, μετά το θάνατο του πατέρα μου, κόντευα να τρελαθώ, αλλά με τον καιρό ξαναβρήκα τον χαμένο μου εαυτό»·
- ξεπέρασε τον εαυτό του ή ξεπέρασε τον ίδιο του τον εαυτό, υπερέβαλε τις δυνάμεις του για να πετύχει κάτι: «δεν το περίμενε κανείς πως θα περνούσε στο πανεπιστήμιο, αλλά υπερέβαλε τον ίδιο του τον εαυτό και πέρασε απ’ τους πρώτους»·
- ο άλλος εαυτός μου ή ο άλλος μου εαυτός, λέγεται για τον άνθρωπο που μας συμπληρώνει ως ύπαρξη, ως οντότητα, ο αχώριστος σύντροφος, ιδίως ο ερωτικός: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, έγινε ο άλλος μου εαυτός». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο άνθρωπος αυτός, ήταν ο άλλος μου εαυτός 
- ο δεύτερος εαυτός μου ή ο δεύτερός μου εαυτός, λέγεται συνήθως για έξη, καλή ή κακή, που δεν μπορούμε να την αποβάλουμε: «η χαρτοπαιξία έγινε δυστυχώς ο δεύτερος εαυτός μου || απ’ τη μέρα που αγόρασα κομπιούτερ στο γιο μου, μπήκε στο διαδίκτυο και του έγινε ο δεύτερός του εαυτός». (Λαϊκό τραγούδι: κι ας μην της το ’πα κι ας μην το ’μαθε ποτέ, εγωισμέ μου, πόσο μίσος σε κρατάω, εγωισμέ μου δεύτερέ μου εαυτέ)·   
- ο καθένας για τον εαυτό του, βλ. φρ. ο καθένας για την πάρτη του, λ. πάρτη·
- ο σώζων εαυτόν σωθήτω, λέγεται σε περίπτωση γενικού κινδύνου (ναυάγιο), όπου ο καθένας δικαιούται, αν μπορεί, να σωθεί, χωρίς να ενδιαφερθεί για τη σωτηρία των άλλων: «μέσα στο γενικό πανικό, ακούστηκε η ταραγμένη φωνή του καπετάνιου: ο σώζων εαυτόν σωθήτω»·
- όπως σε φέρει το φέρον φέρσου και φέρε, μην αδημονείς, και τον εαυτόν σου λυπείς και το φέρον σε φέρει, βλ. λ. φέρνω·
- περιποιούμαι τον εαυτό μου, φροντίζω την εξωτερική μου εμφάνιση, καλλωπίζομαι: «πριν βγει έξω, περιποιείται πάντα τον εαυτό της»·
- πιέζω τον εαυτό μου, εντείνω τις προσπάθειές μου, βάζω όλα τα δυνατά μου προκειμένου να πετύχω κάτι: «έχω αποφασίσει να πιέσω τον εαυτό μου, για να πάρω τη χρονιά αυτή το πτυχίο μου»·
- πιστεύω στον εαυτό μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου·
- πώς νιώθεις τον εαυτό σου; πώς είσαι; πώς είναι η υγεία σου(;): «σε βλέπω κάπως χλομό, πώς νιώθεις τον εαυτό σου;»·
- τρώγεται με τον εαυτό του, γκρινιάζει συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε στο γραφείο, τρώγεται με τον εαυτό του και μας έσπασε τα νεύρα»·
- φανερώνω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. φανερώνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- φανερώνω τον πραγματικό μου εαυτό, βλ. φρ. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- φάνηκε ο αληθινός μου εαυτός, βλ. φρ. φάνηκε ο πραγματικός μου εαυτός·
- φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός, αποκαλύφθηκε ο πραγματικός μου χαρακτήρας, καλός ή κακός: «με την πρώτη δυσκολία που μας έτυχε φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός, γιατί μας εγκατέλειψε χωρίς βοήθεια». Συνών. φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο·
- χάνω τον εαυτό μου, α. χάνω την ψυχική μου ηρεμία: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, έχασε τον εαυτό του». β. εκνευρίζομαι, νευριάζω πολύ: «όταν χάνει τον εαυτό του, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει». γ. λιποθυμώ: «εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε, έχασε τον εαυτό του και σωριάστηκε στο χώμα»·
- χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου, δεν μπορώ να κυριαρχήσω στα νεύρα μου και ξεσπώ βίαια: «κάθε φορά που χάνει τον έλεγχο του εαυτού του, γίνεται επικίνδυνος».

εμπόδιο

εμπόδιο, το, ουσ. [<αρχ. ἐμπόδιον], το εμπόδιο·
- βάζω εμπόδια (σε κάποιον), παρεμβάλλομαι, δημιουργώ συστηματικά προβλήματα σε κάποιον για να μην πετύχει το στόχο του, το σκοπό του, τον σαμποτάρω: «επειδή δε με χωνεύει, βάζει συνεχώς εμπόδια στη δουλειά μου»·
- δρόμος μετ’ εμποδίων, βλ. λ. δρόμος·
- είμαι εμπόδιο (σε κάποιον), βλ. φρ. στέκομαι εμπόδιο (σε κάποιον)·
- κάθε εμπόδιο για καλό ή κάθε εμπόδιο σε καλό, η αισιόδοξη άποψη μιας δυσκολίας, ενός εμποδίου στη δουλειά ή σε κάποια διαδικασία πως, εν τέλει, θα εξελιχθεί επ’ ωφελεία μας: «μπορεί να μην υπέγραψε ο διευθυντής την αίτησή μας για το δάνειο, αλλά δεν πειράζει, κάθε εμπόδιο σε καλό»·
- μετ’ εμποδίων, λέγεται για κάθε προσπάθεια ή επιδίωξη κατά την οποία παρουσιάζονται πολλά προβλήματα, πολλά εμπόδια: «κατάφερα κι εγώ να χτίσω, μετ’ εμποδίων, ένα σπιτάκι». (Λαϊκό τραγούδι: βίος ανθόσπαρτος αλλά μετ’ εμποδίων, της τρέλας έρωτες σαφώς εκτός ορίων
- στέκομαι εμπόδιο (σε κάποιον), εμποδίζω κάποιον, παρεμβάλλομαι, ώστε να μην μπορεί να πετύχει το στόχο του, το σκοπό του, τον σαμποτάρω: «θα γινόταν από καιρό υποδιευθυντής της εταιρίας, αλλά στέκεται εμπόδιο ο διευθυντής του, που αντιδρά συνεχώς».

ζαριά

ζαριά, η, ουσ. [<ζάρι + κατάλ. -ιά]. 1. το παίξιμο, το ρίξιμο των ζαριών από τον παίχτη: «στην τελευταία ζαριά ποντάρισε όλα τα λεφτά του». 2. παρακινδυνευμένη επιχείρηση, παράτολμο εγχείρημα, όπου όλα εναποτίθενται στην τύχη, χωρίς άλλες εγγυήσεις: «αν θέλεις τη γνώμη μου, πρόσεχε, γιατί η δουλειά που πας να κάνεις είναι ζαριά»·
- κάθεται η ζαριά, πετυχαίνω, φέρνω σε αίσιο τέλος παρακινδυνευμένη επιχείρηση ή τολμηρό σχέδιο: «αναλαμβάνει τις πιο παρακινδυνευμένες δουλειές, αλλά είναι κωλόφαρδος, γιατί πάντα κάθεται η ζαριά». Από την εικόνα του παίχτη που ποντάρει μεγάλο χρηματικό ποσό και φέρνει ζαριά που κερδίζει· βλ. και φρ. κάθισε η ζαριά·
- κάθισε η ζαριά, ήρθε ακριβώς αυτή που ήθελα: «μόνο με εξάρες θα κέρδιζα το παιχνίδι, κι όμως, κάθισε η ζαριά και παραλίγο να μου ’φερνε ο άλλος το τάβλι κολάρο»· βλ. και φρ. κάθεται η ζαριά·
- κακή ζαριά, η ζαριά που δεν κερδίζει και γενικά η ατυχία, η κακοδαιμονία στη ζωή: «με γονάτισαν οι κακές ζαριές και δε μπορώ ν’ αντέξω άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: κόβω δυο άστρα, τα ρίχνω ζάρια και όπως πάντα κακή ζαριά. Άσε τα λόγια και τα παζάρια η αγάπη θέλει παλικαριά
- καλή ζαριά, η ζαριά που κερδίζει και γενικά η επιτυχία, η τύχη στη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: μες τον Πράσινο το Μύλο μου τα παίρναν’ τακτικά, μα τους τα ’χω πάρει πίσω από μια καλή ζαριά
- όλα είναι μια ζαριά, (γενικά) όλα στη ζωή είναι θέμα τύχης: «αφού όλα είναι μια ζαριά, πάμε μπρος κι ο Θεός βοηθός»·
- όμοια ζαριά, η περίπτωση που και τα δυο ζάρια μετά το ρίξιμο από τον παίχτη δείχνουν στην ορατή επιφάνειά τους τον ίδιο αριθμό, οι διπλές: «δεν υπάρχει περίπτωση να τον κερδίσω, γιατί μ’ έχει τρελάνει στις όμοιες ζαριές»·
- όπως κάτσει η ζαριά, βλ. φρ. ό,τι φέρει η ζαριά·
- ό,τι φέρει η ζαριά, ό,τι φέρει η τύχη, ό,τι προκύψει: «εγώ θα κάνω αυτή τη δουλειά κι ό,τι φέρει η ζαριά». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή για να γλεντήσεις, μια κι αξίζει έναν παρά, πρέπει να την μπεγλερήσεις κι ό,τι φέρει η ζαριά
- παίζω μια ζαριά (κάτι), δεν το υπολογίζω, μου είναι αδιάφορο: «φιλία χρόνων την έπαιξε μια ζαριά για μια γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ ανδρικό φιλότιμό μου το ’χεις παίξει μια ζαριά,φύγε πονηρή σουπιά). Από την εικόνα του παίχτη που παίζει ό,τι έχει και δεν έχει πάνω σε μια ζαριά χωρίς να νοιάζεται αν θα χάσει·  
- ρίχνω τη ζαριά, βλ. φρ. ρίχνω τα ζάρια, λ. ζάρι. (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην κρύα σου καρδιά χωρίς στιγμή να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερα δύο κι άσο).

Θεός

Θεός, ο, ουσ. [<αρχ. θεός], ο Θεός. 1. κάθε πρόσωπο που λατρεύουμε ή που σεβόμαστε υπερβολικά: «έχει τον πατέρα του σαν Θεό». (Τραγούδι: ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, αγαπούλα μου, φως μου, δε σκεφτόσουν πως ήσουνα μόνο εσύ ο Θεός μου). 2. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, ο παντογνώστης: «ποιος είσαι, ρε παιδάκι μου, Θεός είσαι που ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα έτσι;». 3. θαυμαστικός χαρακτηρισμός του Κ. Καραμανλή από τους πολιτικούς φίλους του και ειρωνικός από τους πολιτικούς αντιπάλους του: «όλοι περιμένουν με αγωνία τι θα δηλώσει ο Θεός για την πολιτική κατάσταση». 4. αυτός που είναι πολύ ικανός σε αυτό με το οποίο ασχολείται: «ο Ν. Γκάλης υπήρξε ο Θεός του μπάσκετ», εξ ου και οι θαυμαστικές ιαχές των οπαδών της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης, όπου έπαιζε παλιότερα ο Γκάλης: είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός. Υποκορ. Θεούλης, ο και Θεουλάκης, ο· βλ. και λ. θεός. (Ακολουθούν 257 φρ.)·
- αδικία απ’ το Θεό, βλ. λ. αδικία·
- άι στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- άκρη Θεού, βλ. λ. άκρη·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, άλλα θέλουν, επιθυμούν οι άνθρωποι και άλλα ο Θεός αποφασίζει: «είχα αποφασίσει να πάω με την οικογένειά μου διακοπές, όμως αρρώστησε η γυναίκα μου, γιατί, βλέπεις, άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει». Πρβλ. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει·  
- αν θέλει ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- αν μιλάς στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, ο άνθρωπος θεωρεί φυσικό να απορρίπτει ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει·
- Ανάσταση Θεέ μου! (Θεούλη μου!), βλ. λ. Ανάσταση·
- ανθρωπάκι του Θεού, βλ. λ. ανθρωπάκι·
- άνθρωπος του Θεού, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άντε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- απ’ τη νύχτα του Θεού, από τα άγρια μεσάνυχτα: «σηκώθηκε απ’ τη νύχτα του Θεού να πάει στη δουλειά του»·
- απ’ το Θεό να το ’βρεις! α. ευχή σε κάποιον να του ανταποδώσει ο Θεός το καλό που μας έκανε. «απ’ το Θεό να το ’βρεις, παιδάκι μου, για το καλό που μου ’κανες!» β. πιο συχνά ως κατάρα σε κάποιον να τιμωρηθεί από το Θεό για το κακό που μας έκανε. (Δημοτικό τραγούδι: ο πόλεμος αρχίνησε στο τέλος του Οχτώβρη κι ο κερατάς ο Μουσουλή (= Μουσολίνης) απ’ το Θεό να το ’βρει
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «ε ρε και να σου τύχαινε, λέει, το λαχείο! -Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί!». Είναι και φορές που λέγεται και με παικτική διάθεση στον τύπο απ’ το στόμα σου και στου Θεού το ους(!)·
- από Θεού, βλ. συνηθέστ. εκ Θεού·
- αρνάκι του Θεού, βλ. λ. αρνάκι·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- ας μην (το) δώσει ο Θεός, έκφραση με την οποία απευχόμαστε να συμβεί το κακό για το οποίο γίνεται λόγος: «ας μην το δώσει ο Θεός να πάθεις κι εσύ το κακό που έπαθα εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: είναι σαράκι φοβερό το πάθος το δικό μου κι ας μην το δώσει ο Θεός ούτε και στον εχθρό μου
- ας τον κρίνει ο Θεός, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον στην κρίση του Θεού επειδή αδυνατούμε να τον κρίνουμε ή αδυνατούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αμαρτίας του: «αφού χτυπάει τους γέρους γονείς του, ας τον κρίνει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: με ντρόπιασε στους φίλους μου, πήγε να με πεθάνει· ας τηνε κρίνει ο Θεός, γι’ αυτά που μου ’χει κάνει
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκομαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- γαμώ το Θεό μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «όλα τα λάθη, γαμώ το Θεό μου, εγώ θα τα κάνω!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το Θεό σου! ή σου γαμώ το Θεό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πάψε, γαμώ το Θεό σου, αυτή την γκρίνια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως παραπάνω κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, βλ. λ. αύριο·
- για (τ’) όνομα του Θεού! α. παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «για όνομα του Θεού, κάνε κάτι να βοηθήσουμε το παιδί!». β. παρακλητική έκφραση για την αποτροπή κάποιου κακού ή δυσκολίας: «για όνομα του Θεού, μη μας συμβεί κανένα ατύχημα, γιατί στην ερημιά που βρισκόμαστε, χαθήκαμε». γ. έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για κάτι κακό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον: «για τ’ όνομα του Θεού, κόψε επιτέλους αυτό το πιοτό, γιατί θα σε καταστρέψει! || για όνομα του Θεού, μην έχεις κάθε μεσημέρι το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών, γιατί θέλουμε να κοιμηθούμε!». δ. έκφραση έκπληξης ή αμφισβήτησης για κάτι που βλέπουμε ή που μας λένε: «για όνομα του Θεού, είναι σόι πράγματα να μαλώνουν τ’ αδέρφια! || για όνομα του Θεού, γίνονται σήμερα αυτά που λες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το και της Παναγίας·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, λ. πουλί·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- για το Θεό! βλ. φρ. προς Θεού(!)·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, α. αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα, δεν έχω προκοπή: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, δε βλέπει Θεού πρόσωπο». β. είμαι πολύ άτυχος: «σε μένα θα τύχει το λαχείο που δε βλέπω Θεού πρόσωπο!». γ. ζω σε σκοτεινό, σε υπόγειο χώρο, όπου δε φτάνει ο ήλιος: «μένει σ’ ένα υπόγειο διαμερισματάκι και δε βλέπει Θεού πρόσωπο»· βλ. και φρ. δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο·
- δε με σώζει ούτε (ο) Θεός ή δε με σώνει κι ο Θεός, δεν υπάρχει από πουθενά σωτηρία, η καταδίκη μου είναι τελεσίδικη: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξα με τα ναρκωτικά, δε με σώζει ούτε Θεός || έχω τόσα πολλά χρέη, που δε με σώζει ούτε ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: όπως έχω καταντήσει δε με σώνει κι ο Θεός·έχω γίνει μέσ’ στον κόσμο, αχ, ένας ζωντανός νεκρός
- δε φοβάται (ούτε) Θεό, δε σέβεται το Θεό και, κατ’ επέκταση, είναι εντελώς αδίστακτος: «μπορεί για εκατό ευρώ να σε κλείσει φυλακή, γιατί δε φοβάται ούτε Θεό αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: αναστενάζω δε γροικάς, κλαίω δε με λυπάσαι, δεν είσαι μάνας γέννημα ούτε Θεό φοβάσαι
- δε χάνει κανέναν ο Θεός ή κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, έκφραση αισιοδοξίας και συμπαράστασης σε δυστυχισμένο άτομο, που του υπενθυμίζουμε τη μεγαλοσύνη και το αμέριστο ενδιαφέρον του Θεού προς τον άνθρωπο: «βέβαια, σου ’τυχαν πολλές ατυχίες μαζί, αλλά κάνε κουράγιο, γιατί δε χάνει κανέναν ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: ας λένε πως δε χάνει κανέναν ο Θεός,μ’ αδίκησε ο κόσμος, με ξέχασε κι αυτός
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, έκφραση παράπονου από κάποιον, που έχει περιπέσει σε μεγάλη δυσκολία, σε αδιέξοδο·
- δεν έχει Θεό ή δεν έχει το Θεό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αχαρακτήριστο, αλλοπρόσαλλο, αναξιόπιστο: «μπροστά σ’ όλους τους επισήμους σκάλιζε με το δάχτυλο τη μύτη του. -Δεν έχει το Θεό του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδίστακτο: «μην ξανοίγεσαι πολύ σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν έχει το Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε βραδάκι με γελάς, γιατί Θεό δεν έχεις·σε περιμένω για να ’ρθεις, μα συ με άλλον τρέχεις
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, στερεότυπη μοιρολατρική έκφραση, όταν αντιμετωπίζουμε μεγάλες φυσικές καταστροφές ή μεγάλες ατυχίες στη ζωή μας·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, δεν ξέρω πώς ακριβώς συμπεριφέρεται, δε γνωρίζω το χαρακτήρα του: «φαίνεται για καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει»·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «σ’ όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε Θεού πρόσωπο»·
- δόξα να ’χει ο Θεός ή δόξα τω Θεώ ή δόξα σοι ο Θεός, δοξαστική επίκληση στο Θεό, όταν είμαστε ευχαριστημένοι από την πορεία των πραγμάτων στη ζωή μας ή ως απάντηση ικανοποίησης στην ερώτηση κάποιου τι γίνεσαι ή τι γίνεται ή τι κάνεις ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα κέφια ή πώς πάνε τα πράγματα. (Λαϊκό τραγούδι: πέτρα την πέτρα ολημερίς χτίζω και δε σε φτάνω, ήλιε μου πόσο είσαι πάνω και δόξα τω Θεώ).Συνών. δόξα ο γιαραμπής ή δόξα τω γιαραμπή·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, μόνο αυτά που μας δίνει ο Θεός έχουν αξία, όπως υγεία, τύχη, μακροζωία κ.ά., ενώ των ανθρώπων που είναι υλικές προσφορές δεν αξίζουν τίποτα: «δε με νοιάζει για τα πλούτη σου, γιατί, δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου, τίποτα δεν είναι»·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. λ. δουλειά·
- δώρο Θεού, βλ. λ. δώρο·
- ε μα το Θεό! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα το Θεό, σταμάτα αυτές τις αγριοφωνάρες σου!». Συνών. ε μα την αλήθεια (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- ε ρε τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
 - έδωσε ο Θεός και…, ευδόκησε: «έδωσε ο Θεός κι έγινε καλά ο άνθρωπος || έδωσε ο Θεός και κατάλαβε το λάθος του»· βλ. και φρ. έκανε ο Θεός και(…)·
- είμαι Θεός, είμαι ο πρώτος και καλύτερος, ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους ή έχω αυτή την εντύπωση: «όταν ήμουν νέος, μέσα στην παρέα μας ήμουν Θεός κι όλοι έκαναν αυτό που τους έλεγα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός, θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος
- είμαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- είναι αμαρτία απ’ το Θεό, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι βαρεμένος απ’ το Θεό, είναι ανόητος, βλάκας ή τρελός εκ γενετής: «τι να τον βαρέσεις, δε βλέπεις που είναι βαρεμένος απ’ το Θεό!»·
- είναι ευλογία Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- είναι, Θεέ μου, φύλαγε, α. είναι πολύ επικίνδυνος: «είναι ένας απατεώνας, ο Θεός να σε φυλάει». β. έχει ένα ελάττωμα σε μεγάλο βαθμό: «είναι ένας μπεκρής, ο Θεός να σε φυλάει». γ. η ασθένεια για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ επικίνδυνη: «απ’ τη στιγμή που δεν έχει βρεθεί ακόμα το φάρμακο για το έιτζ, είναι Θεέ μου φύλαγε»·
- είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά, λέγεται για κείνους που δρουν ή συμπεριφέρονται ανεξέλεγκτα, απάνθρωπα, και έχει την έννοια πως θα τιμωρηθούν από το Θεό (ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾶ): «με βρήκες αδύναμο και μ’ εκμεταλλεύεσαι, όμως θέλω να ξέρεις πως είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο που με πέταξες κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι
- είναι κρίμα απ’ το Θεό, βλ. λ. κρίμα·
- είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό, είναι εγκαταλελειμμένος από όλους και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτόν: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- είναι ο Θεός να σε φυλάει, βλ. φρ. είναι, Θεέ μου, φύλαγε·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, βλ. λ. χέρι·
- είναι σταλμένος απ’ το Θεό, είναι ουρανοκατέβατος, απροσδόκητος, δραστικότατος για καλό ή για κακό: «στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου με βοήθησε ένας παλιόφιλος, λες κι ήταν σταλμένος απ’ το Θεό || τούτη η βροχή είναι σταλμένη απ’ το Θεό || τέτοιο κακό, να ξέρεις, είναι σταλμένο απ’ το Θεό, μήπως και βάλουμε λίγο μυαλό»·
- είναι χαρά Θεού, βλ. λ. χαρά·
- είχε Θεό, υπήρξε πολύ τυχερός, ιδίως στην περίπτωση κάποιου ατυχήματος: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε Θεό ο άνθρωπος, και τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές»·
- εκ Θεού, που προέρχεται από το Θεό: «αυτή η βροχή ήταν δώρο εκ Θεού || αυτός ο σεισμός ήταν τιμωρία εκ Θεού»·
- εκ Θεού άρξασθαι, σε κάθε ενέργεια ή σε κάθε καινούρια αρχή να επιδιώκεις την ευλογία του Θεού: «αύριο κάνει αγιασμό στο καινούριο του μαγαζί, γιατί εκ Θεού άρξασθαι». Κατάλοιπο του αρχ. ἐκ Διὸς ἄρξασθε· βλ. και φρ. όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει·
- έκανε ο Θεός και…, έκφραση ανακούφισης, επιτέλους: «έκανε ο Θεός κι επέστρεψε κάποια ώρα στο σπίτι ο γιος του, κι έτσι ησύχασε ο άνθρωπος || προς τ’ απόγευμα, έκανε ο Θεός και σταμάτησε ο Βαρδάρης»· βλ. και φρ. έδωσε ο Θεός και(…)·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, λίγο πριν απαλλαγούμε από κάποια δυσκολία, από κάποια στενοχώρια και θα ανακουφιζόμασταν, εμφανίστηκε άλλη·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, λέγεται στην περίπτωση που είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς κάτι (εκτός από το Θεό): «ένας Θεός ξέρει τι στενοχώριες περνάει αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες ως το κόκαλο, σκέψου πού μ’ έχεις φέρει και πού θα καταλήξουμε ένας Θεός το ξέρει). Συνών. Κύριος οίδε(!)·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς..., δηλώνει αδυναμία για υπεύθυνη και σαφή πληροφόρηση: «ένας Θεός ξέρει αν αποφασίσει να ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πότε θα ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται τώρα || ένας Θεός ξέρει πώς θα ’ρθει με τέτοιον παλιόκαιρο»·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, έκφραση που δηλώνει ηθική δέσμευση: «υπόσχομαι ενώπιον Θεού και ανθρώπων πως ποτέ δε θα σ’ αφήσω αβοήθητο»·
- ερημιά Θεού, βλ. λ. ερημιά·
- έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξεκίνησαν όλοι για τη δουλειά»·
- έφτασαν στο Θεό, (για τιμές καταναλωτικών αγαπών) έχουν πολύ μεγάλη, εξωφρενική άνοδο: «αν βγεις στη λαϊκή με τριάντα ευρώ, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις σχεδόν τίποτα, γιατί οι τιμές έφτασαν στο Θεό»·
- έχει ο Θεός! α. έκφραση αισιοδοξίας ή έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρηγορήσουμε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ιδίως οικονομική, με την έννοια ότι ο Θεός δεν θα τον αφήσει έτσι. (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιώτα μου, νταγιάντα κι έχει ο Θεός). β. μοιρολατρική έκφραση για κάποια δυσκολία που μας προέκυψε και εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο Θεό, προσδοκώντας τη βοήθειά του: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά θα χρεοκοπήσουμε. -Έχει ο Θεός!»·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου, λ. κόσμος·
- ζει κρυφά απ’ το Θεό, είναι εξαφανισμένος από την πιάτσα, ζει σε πλήρη αφάνεια: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε πως ήταν καταχραστής, ζει κρυφά απ’ το Θεό || έχει σιχαθεί τόσο πολύ τους ανθρώπους, που ζει κρυφά απ’ το Θεό»·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η βασιλεία του Θεού, βλ. λ. βασιλεία·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- ήμαρτον Θεέ μου! επιφώνημα έκπληξης ή αγανάκτησης: «ήμαρτον Θεέ μου, γίνονται αυτά τα πράγματα! || ήμαρτον Θεέ μου, πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το καταλάβεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει την πρόταση με την οποία αναφερθήκαμε άσχημα σε κάποιον ή τον κατηγορήσαμε, σαν να ζητάμε τη συγγνώμη του Θεού για αυτή μας την ενέργεια: «είναι τόσο κακός, που κάθε βράδυ γυρίζει σουρωμένος και δέρνει τη γυναίκα του, ήμαρτον Θεέ μου!» και συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα·
- θα μας δει ο Θεός, επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δε συμπεριφέρεται σωστά στους συνανθρώπους του ή που ζει επιδεικτικά, σπάταλα σε μια γενικά δύσκολη εποχή και έχει την έννοια πως θα τον τιμωρήσει ο Θεός: «δεν είναι σωστό, με τόση φτώχεια που υπάρχει γύρω σου να κάνεις εσύ τόσο προκλητική ζωή, θα μας δει ο Θεός». Ο πλ. και όταν ο ομιλητής απευθύνεται μόνο σε ένα άτομο·
- θα μας κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση που ακούγεται ιδίως από ηλικιωμένους για νεαρούς που προκαλούν δημόσια με τη συμπεριφορά τους·
- θα σε κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που αδικεί απροκάλυπτα κάποιον, επιτιμητική έκφραση σε κάποιον με την οποία του υπενθυμίζουμε τη θεία δίκη: «δεν είναι σωστό να φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στους γονείς σου, γιατί θα σε κάψει ο Θεός»·
- θα σε τιμωρήσει ο Θεός, τελικά δε θα γλιτώσεις την τιμωρία: «μπορεί να τη γλίτωσες στο δικαστήριο με τους ψευδομάρτυρες που κουβάλησες, όμως στο τέλος δε θα τη γλιτώσεις, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις καταστρέψει το ζωή μου, μ’ έκανες κουρέλι εντελώς, κι αν θα τη γλιτώσεις από μένα, θα σε τιμωρήσει ο Θεός)· 
- Θεέ και Κύριε! έκφραση απορίας, έκπληξης ή αγανάκτησης, για κάτι που βλέπουμε ή ακούμε·
- Θεέ βόηθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή Θεέ βοήθα! ή βοήθα Θεέ μου! επίκληση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ βόηθα να γίνει το παιδί μου καλά! || βόηθα Θεέ μου, να πετύχω στη δουλειά μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή Βαγγελίστρα βοήθα! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου! / Χριστέ βόηθα! ή βόηθα Χριστέ μου! ή Χριστέ βοήθα! ή βοήθα Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου! κ. Θε μου! ή Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! ή Θε μου Μεγαλοδύναμε! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «Θεέ μου, πώς δεν κατάλαβα ότι ήταν παλιάνθρωπος! || Θεέ μου, πάλι κέρδισε το λαχείο! || Θεέ μου, τι γυναικάρα είναι αυτή! || Θεέ μου, θα σκοτωθούμε! || Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, κάνε να γίνει καλά το παιδί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι λέω στ’ αλήθεια, Θεέ μου, δεν μπορώ να σε χάσω ποτέ μου // κι ύστερα με πιάσαν, Θε μου,κάτι κλάματα, που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα // Θεέ μου Μεγαλοδύναμε που είσαι ψηλά εκεί πάνω, ρίξε μου λίγο τουμπεκί στον αργιλέ μου απάνω).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά μου! ή Παναγία μου! / Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), παράκληση στο Θεό να επέμβει υπέρ ημών σε κάποια δύσκολη στιγμή που περνάμε ή να επέμβει γενικά για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση που επικρατεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, (Θεούλη μου) κάνε να…, παρακλητική έκφραση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ μου, κάνε να βρει ο άντρας μου δουλειά || Θεούλη μου, κάνε να περάσει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο»·
- Θεέ μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, έκφραση απηυδισμένου ατόμου από τη συνεχιζόμενη κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! λέγεται με αγανάκτηση ή έκπληξη στο άκουσμα παράδοξων πληροφοριών, μεγάλης ανοησίας ή ασύστολης ψευδολογίας που μας λέει κάποιος, ή για παράξενα ή παράδοξα πράγματα που βλέπουμε·
- Θεέ μου σχώρα με, έκφραση με την οποία ζητάμε τη συγχώρεση του Θεού, όταν ανακοινώνουμε σε κάποιον τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες κάποιου, ή ακόμα, όταν αναφερόμαστε στις δικές μας: «είναι μπεκρής, χαρτοπαίχτης, παιδεραστής, Θεέ μου σχώρα με». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν στον έρωτα λυγίσω, Θεέ μου σχώρα με,κι άμα πιω κι άμα μεθύσω, παρηγόρα με).Παρατηρείται σταυροκόπημα, ενώ, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου φύλαγε! επίκληση στο Θεός για προστασία: «Θεέ μου φύλαγε το παιδί από κάθε κακό!». Συνών. παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! / Χριστέ μου φύλαγε(!)· βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, οι ενέργειες του Θεού ή κάποιου ισχυρού ατόμου είναι ανεξέλεγκτες, δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε ή να τις σχολιάζουμε: «άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει || με τόσο χρήμα που διαθέτει, άνθρωπέ μου, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει»·
- Θεός να φυλάει βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον, να συγχωρεθούν όλοι όσοι έχουν πεθάνει στην οικογένειά του, αλλά να συγχωρεθεί και αυτός ο ίδιος, όταν πεθάνει. Λέγεται ιδίως από τους ζητιάνους στο δρόμο ή έξω από τις εκκλησίες και τα νεκροταφεία μετά την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή και πριν από αυτή, όταν μας τη ζητούν με τη στερεότυπη φρ. μια βοήθεια χριστιανοί, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σας·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, ευχετική αναφορά σε εκλιπόντα που κάποτε μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε σοβαρά, να συγχωρεθεί για ό,τι κακό μπορεί να έχει κάνει στη ζωή του: «καλά που ήταν και ο τάδε, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, που με βοήθησε και γλίτωσα τη φυλακή»·
- Θεός σχωρέσ’ το, (ειρωνικά για πράγματα) χάθηκε ή καταστράφηκε ή σίγουρα θα καταστραφεί: «ακόμα για κείνο τ’ αυτοκίνητο που είχα μιλάς, πάει, Θεός σχωρέσ’ το || αφού έδωσες τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν τον ατζαμή, Θεός σχωρέσ’ το»·
- Θεός σχωρέσ’ τον, α. ευχή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του εκλιπόντος. β. δηλώνει πως κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, πως σίγουρα θα πεθάνει: «αφού έχει καθολικό καρκίνο ο άνθρωπος, Θεός σχωρέσ’ τον»·
- Θεός φυλάξοι! ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του τάδε κι έγινε στάχτη. -Θεός φυλάξοι! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια, Θεός φυλάξοι!». Συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα. Συνών. έξω από δω! / έξω από μας! / μακριά από δω! / μακριά από μας(!)· βλ. και φρ. Θεέ μου φύλαγε(!)·
- Θεού θέλοντος, αν θέλει ο Θεός, θα γίνει κάτι που επιθυμώ: «Θεού θέλοντος, όλα θα πάνε καλά»·βλ. και φρ. με το θέλημα του Θεού, λ. θέλημα·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και αν ευνοεί η γενική κατάσταση που επικρατεί για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος όλα θα πάνε καλά»·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, με τη βοήθεια του Θεού, τη γενική κατάσταση που επικρατεί, αλλά και την καλή πορεία της υγείας μου για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, θα πάω φέτος να κάνω κι εγώ διακοπές στην πολυδιαφημισμένη Χαλκιδική»·   
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, ενήργησε όπως σε καθοδηγήσει ο Θεός ή, εντέλει, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα: «εγώ σου είπα πώς έχει η κατάσταση, από δω και πέρα κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός»·
- κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, για όλους μεριμνεί ο Θεός: «μη στενοχωριέσαι και όλα θα περάσουν, γιατί κανέναν δε χάνει ο Θεός»·
- … κι άγιος ο Θεός, έκφραση που δηλώνει πως κάτι καλό ή κακόεπαναλαμβάνεται κι έχει διάρκεια: «δουλειά κι άγιος ο Θεός || τεμπελιά κι άγιος ο Θεός»·
- κι ο Θεός βοηθός, ευχετική επίκληση για θεϊκή βοήθεια, ιδίως με την έναρξη κάποιας εργασίας ή προσπάθειας που είναι αμφιβόλου αποτελέσματος: «εγώ θα ξεκινήσω τη δουλειά κι ο Θεός βοηθός»· βλ. και φρ. ο Θεός βοηθός(!)·
- μα το Θεό! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε σε κάποιον: «μα το Θεό, δε σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και σκέφτομαι, μα το Θεό,στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, ο όρκος δίνεται μετά την απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου και είναι φορές που συνοδεύεται και από σταυροκόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω· βλ. και φρ. να με κάψει ο Θεός(!)·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, λέγεται για τόπο πολύ απομονωμένο, απομακρυσμένο, ή για άνθρωπο που ζει απομονωμένος: «εδώ που ήρθα, ζω μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα, και να πεθάνω, κανείς δε θα το μάθει»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μάρτυς μου ο Θεός, έκφραση για να βεβαιώσουμε κάποιον πως του λέμε αλήθεια: «μάρτυς μου ο Θεός, όλα έγιναν ακριβώς έτσι όπως στα λέω»·
- μας ξέχασε ο Θεός, λέγεται στην περίπτωση που γενικά συμβαίνουν πολλά δεινά μαζεμένα:  «απ’ τη μια οι σεισμοί, απ’ την άλλη οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες από δω, τα δυστυχήματα από κει, μας ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, ξαφνικά συμπεριφέρθηκα ανόητα, άστοχα, απερίσκεπτα, επιπόλαια, τρελά, όπως ποτέ δε συμπεριφερόμουν: «κάποια στιγμή με πήρε ο Θεός τα μυαλά και τους έκανα άνω κάτω με τις αγριοφωνάρες μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το λες και·
- με στράβωσε ο Θεός, βλ. φρ. με πήρε ο Θεός τα μυαλά·
- με το ευλογητός ο Θεός ημών, με την αρχή, με το ξεκίνημα μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κάποιας διαδικασίας: «τον πήρα για μια δουλειά που είχα κλείσει και με το ευλογητός ο Θεός ημών ήθελε να τον πληρώσω! || με το ευλογητός ο Θεός ημών της ακροαματικής διαδικασίας, φάνηκε αμέσως ποιος ήταν ο αθώος και ποιος ο ένοχος». Αναφορά στην εκκλησιαστική φρ. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ  εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, με την οποία αρχίζει η κάθε ακολουθία·    
- με το θέλημα του Θεού, βλ. λ. θέλημα·
- με του Θεού τη χάρη, με τη βοήθεια, με την ευσπλαχνία του Θεού: «με του Θεού τη χάρη πέρασα όλες τις δυσκολίες που μου έτυχαν στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι
- μένω στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- μετά φόβου Θεού, βλ. λ. φόβος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, δε βρήκα από κανέναν και από πουθενά βοήθεια, κυνηγήθηκα από τους πάντες: «ένα διάστημα δεν είχα πού την κεφαλήν κλίνη· μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύσηξ’ ο βοριάς της παρηγοριάς πάνω στο κορμί μου, άλλαξ’ ο καιρός μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου). Συνήθως λέγεται με παράπονο ή με ένα αίσθημα εγκατάλειψης·
- μη για όνομα του Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως παράτολμο ή κακό: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού!». Τις περισσότερες φορές, δικαιολογούμε και το λόγο για τον οποίο αποτρέπουμε το συνομιλητή μας να προβεί στην πράξη που δηλώνει: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί θα σκοτωθούμε! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί έχει μικρά παιδιά να θρέψει!»·
- μη για το Θεό! βλ. φρ. μη για όνομα του Θεού(!)·
- μια χαρά Θεού ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου βγαίνει ο Θεός, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός κάθε μέρα στη δουλειά». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου ’ρχεται, μα το Θεό να… ή μα το Θεό, μου ’ρχεται να…, λέγεται στην περίπτωση που ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα νιώθουμε έντονη και ισχυρή την τάση να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον παλιάνθρωπο, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να τον σπάσω στο ξύλο || κάθε φορά που βλέπω αυτόν το φουκαρά, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να βάλω τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και μου ’ρχεται, μα το Θεό, στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- να έχεις την ευλογία του Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- να έχεις την ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- να με κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να με κάψει! είδος όρκου για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον, αναφορά στη θεϊκή τιμωρία για να τονίσουμε τις καλές μας προθέσεις: «αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, να με κάψει ο Θεός! || αν κάνω εγώ αυτό το πράγμα, να με κάψει ο Θεός!»·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, λέγεται ως ευχή σε κάποιον, γιατί ο άνθρωπος σε μια δύσκολη στιγμή έχει απεριόριστη αντοχή, οπότε το υπονοούμενο είναι πως, αν του δώσει ο Θεός όσα μπορεί να αντέξει, τότε θα του δώσει πάρα πολλές δυσκολίες· 
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, είδος κατάρας με την έννοια, να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο»·
- να μην (το) δώσει ο Θεός, βλ. φρ. ας μην (το) δώσει ο Θεός·
- να σε κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να σε κάψει! είδος κατάρας που απευθύνουμε εναντίον κάποιου·
- νεράκι του Θεού, βλ. λ. νεράκι·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, μετά από περίοδο δυσκολιών, άρχισε να βελτιώνεται η κατάσταση μου, άρχισα πάλι να ευημερώ: «μετά τη βοήθεια που δέχθηκα απ’ το φίλο μου, ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο»·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, ο Θεός δεν τιμωρεί τυχαία τους ανθρώπους: «ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει, και νομίζει πως ο Θεός ρίχνει την τιμωρία και σ’ όποιον πάει, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει»·
- ο δούλος (η δούλη) του Θεού, βλ. λ. δούλος·
- ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και το νοικοκύρη, δεν υπάρχει περίπτωση να αδικήσει κανείς κάποιον και να μην το πληρώσει αργά ή γρήγορα·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, ηπιότερη έκφραση του ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε (βλ. φρ.)·
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. συνηθέστ. ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, χαρακτηριστική έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του, καθώς βλέπει άλλους να πορεύονται με επιτυχία και προκοπή·
- ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί, ο Θεός μπορεί να αργεί πολλές φορές να επέμβει για βοήθεια ή για τιμωρία, αλλά σίγουρα κάποτε επεμβαίνει: «κάποια μέρα θα τιμωρηθείς από τη θεία δικαιοσύνη για το κακό που μου έχεις κάνει, γιατί ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί»·
- ο Θεός ας με συχωρέσει ή ο Θεός να με συχωρέσει, βλ. φρ. Θεέ μου σχώρα με·
- ο Θεός βοηθός! παράκληση ατόμου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να το βοηθήσει· βλ. και φρ. κι ο Θεός βοηθός·
- ο Θεός είναι μεγάλος! α. παρηγορητική υπενθύμιση της μακροθυμίας του Θεού σε περίπτωση απογοήτευσης ή υπενθύμιση της σωτήριας βοήθειας του Θεού σε περίπτωση μεγάλης δυστυχίας: «κάνε λίγο υπομονή και να δεις που όλα θα περάσουν, γιατί ο Θεός είναι μεγάλος». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σε πήρε κάποιος άλλος, ο Θεός είναι μεγάλος). β. δηλώνει πίστη πως τα πράγματα θα διορθωθούν: «μπορεί να περνάω δύσκολες μέρες, αλά ο Θεός είναι μεγάλος κι όλα θα φτιάξουν!»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! μόνο ο Θεός κι εγώ γνωρίζουμε τι βάσανα και τι δυσκολίες πέρασα για να πετύχω κάτι: «ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι πέρασα για ν’ αγοράσω αυτό το σπιτάκι! || ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι τράβηξα για να σπουδάσω τα παιδιά μου!»·
- ο Θεός κι η ψυχή του, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον εντελώς ελεύθερο να αποφασίσει για θέμα που μας αφορά ή και που αφορά τον ίδιο και που έχει μια διάθεση δυσπιστίας για το αν ενεργήσει σωστά, όπως πρέπει: «εγώ πάντως του ζήτησα συγνώμη. Από εκεί και πέρα ο Θεός κι η ψυχή του || εγώ, ό,τι συμβουλή ήταν να του δώσω, του την έδωσα, τώρα το τι θα κάνει, ο Θεός κι η ψυχή του»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «δεν ξέρεις πόσο θέλω να γίνει καλά ο πατέρας σου! -Ο Θεός κι ο λόγος σου! || ε ρε και να σου τύχει το λαχείο που αγόρασες! -Ο Θεός κι ο λόγος σου!»·
- ο Θεός μαζί σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που βρίσκεται στο ξεκίνημα μιας ενέργειάς του·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει. (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει αν… (Λαϊκό τραγούδι: κάποιο τρένο θα περάσει απ’ τη ζωή μας βιαστικό, τη βαλίτσα μας στο χέρι κι ο Θεός μονάχα ξέρει πού θα κάνουμε σταθμό
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του, ευχή σε κάποιον που πέθανε·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), παράκληση κάποιου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να τον βοηθήσει·
- ο Θεός να δώσει! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «πολύ θα χαρώ, αν περάσει ο γιος σου στο πανεπιστήμιο! -Ο Θεός να δώσει»·
- ο Θεός να ευδοκήσει! βλ. φρ. ο Θεός να δώσει(!)·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. φρ. ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!)·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, ευχή να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφέρομαι ή να μην είναι έτσι το κακό που λέω για κάποιον, μακάρι να διαψευστώ: «άκουσα πως ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη || ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά έμαθα πως η τάδε του τα φοράει του φίλου μας»·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό ή ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό, λέγεται στην περίπτωση που απευχόμαστε να συμβεί και σε μας το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε: «έμεινε ολομόναχος στη ζωή, γιατί έχασε όλη του την οικογένεια σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. -Ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό»·
- ο Θεός να μη το δώσει, ευχή για να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφερόμαστε·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, έκφραση με την οποία δείχνουμε την υπέρμετρη αγάπη μας σε πολυαγαπημένο μας πρόσωπο·
- ο Θεός να σ’ ευλογεί, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να έχει την ευλογία του Θεού: «ο Θεός να σ’ ευλογεί, φίλε μου, που με βοήθησες»·
- ο Θεός να σε καλοδρομίζει, ευχή σε κάποιον που πρόκειται να ταξιδέψει·
- ο Θεός να σε πληρώσει ή ο Θεός να στο πληρώσει, ευχή ατόμου, που βοηθήσαμε, να αποζημιωθούμε από το Θεό ή κατάρα ατόμου, που του κάναμε κάποιο κακό, να τιμωρηθούμε από το Θεό·
- ο Θεός να σε φυλάει, ευχή σε κάποιον να έχει την προστασία του Θεού: «ο Θεός να σε φυλάει απ’ τους κακούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: Σακραμέντο και Νοτάη ο Θεός να σε φυλάει. Πέρασα κι από το Φρίσκο όλο μπελαλήδες βρίσκω
- ο Θεός να σε φωτίσει ή να σε φωτίσει ο Θεός ευχή σε κάποιον να τον καθοδηγήσει ο Θεός, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει με τον ορθό, το σωστό, τον ενδεδειγμένο τρόπο, να τον βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση: «τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, γι’ αυτό εύχομαι να σε φωτίσει ο Θεός να κάνεις το σωστό»·
- ο Θεός να σου δίνει φώτιση, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να τον καθοδηγεί ο Θεός, ώστε να ενεργεί ορθά, σωστά, ώστε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, ο Θεός να σου δίνει φώτιση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλή·
- ο Θεός να στα φέρει δεξιά ή ο Θεός να τα φέρει δεξιά, ευχή σε κάποιον, που βασανίζεται από κάποιο πρόβλημα, να βρεθεί ευνοϊκή λύση, να έχει αίσια κατάληξη·
- ο Θεός να στα φέρνει (πάντα) δεξιά, ευχή σε κάποιον, που μας πληροφορεί πως γενικά όλα τα πράγματα στη ζωή του πηγαίνουν ευνοϊκά, να συνεχίσουν να πηγαίνουν ευνοϊκά, ή ευχή σε κάποιον, που μας βοήθησε, να είναι ευτυχισμένος, χωρίς προβλήματα·
- ο Θεός να το κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά χρηστικότητα είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω ακαταλληλότητας ή, και αν την έχει, είναι μηδαμινή ή και επικίνδυνη:  «αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ο Θεός να το κάνει αυτοκίνητο, γιατί φοβάσαι και να μπεις μέσα || αγόρασε ένα διαμέρισμα, αλλά ο Θεός να το κάνει διαμέρισμα, γιατί είναι στο υπόγειο μιας παλιάς οικοδομής»·
- ο Θεός να τον κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δεν έχει καμιά από τις ιδιότητες που το αποδίδουν ή, και αν τις έχει, είναι μηδαμινές: «θα πάω στο γιατρό μου για μια εξέταση. -Ο Θεός να τον κάνει γιατρό αυτόν τον κομπογιαννίτη || έδωσα την υπόθεσή μου σ’ έναν δικηγόρο, αλλά ο Θεός να τον κάνει δικηγόρο, γιατί είναι απ’ τους μεγαλύτερους χασοδίκες»·
- ο Θεός να φυλάει! βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- ο Θεός ο ίδιος να… ή ο ίδιος ο Θεός να…, δηλώνει εμμονή σε κάποια απόφασή μας: «ο Θεός ο ίδιος να μου το πει, εγώ δεν αποσύρω τη μήνυση που του ’κανα || ο Θεός ο ίδιος να με παρακαλέσει να μην πάω, εγώ θα πάω για να του μπω στο μάτι»·
- ο Θεός πάντα το καλό, ευχετική προσφώνηση ανάμεσα σε πότες, την ώρα που σηκώνουν το ποτήρι τους να πιουν. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και (κι)·
- ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει, έκφραση που δηλώνει πως η τύχη είναι ευμετάβλητη και συνήθως απευθύνεται προειδοποιητικά σε κείνους που παινεύονται για την καλή τους τύχη: «μην κοκορεύεσαι για την καλή σου τύχη, γιατί ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει»· βλ. και φρ. ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, ο Θεός στέλνει τις μεγάλες στενοχώριες, τις μεγάλες συμφορές, τα μεγάλα βάρη, σε κείνους που μπορούν να τα αντέξουν: «ό,τι κακό και να σου τύχει εσένα, δε σε φοβάμαι, γιατί ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι»·
- ο Θεός της Ελλάδας, βλ. λ. Ελλάδα·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, παράλληλα με τη φροντίδα του Θεού, πρέπει και εμείς να φροντίζουμε για τα προς το ζην: «εσύ την άραξες στο σπίτι σου και τα περιμένεις όλα απ’ το Θεό. Βέβαια, ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά». Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει·
- ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «γι’ αυτόν δεν πρέπει ν’ ανησυχείς, γιατί ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει». Συνών. αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο Λόγος του Θεού, βλ. λ. λόγος·
- ο Νόμος του Θεού, βλ. λ. νόμος·
- οίκος (του) Θεού, βλ. λ. οίκος·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
- όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει, όποιον αγαπά ο Θεός τον υποβάλλει σε δοκιμασίες: «η στενοχωριέσαι με τις δυσκολίες που σου τυχαίνουν, γιατί όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει». Πρβλ.:
ν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. (Παύλου Προς Εβραίους, ιβ΄ 6]·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, όποιος ελεεί φτωχό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. Η φρ. υπάρχει γραμμένη σε πολλές εκκλησίες·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπως ορίζει ο Θεός ή όπως ορίσει ο Θεός, σύμφωνα με την επιθυμία του Θεού: «δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή, γιατί όλα γίνονται όπως ορίσει ο Θεός»·
- οργή Θεού, βλ. λ. οργή·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, παρ’ όλη την εργατικότητα του ανθρώπου αν δεν υπάρχει και η θεϊκή βούληση, τότε δε θα μπορέσει να προκόψει·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, είναι και φορές που η ατυχία μας εμποδίζει να απολαύσουμε τα οφέλη από τις προσπάθειές μας, τα αγαθά τον κόπων μας: «καμιά φορά έρχονται έτσι τα πράγματα στη ζωή, που, όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί»·   
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- όταν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών, όταν έχουμε την προστασία του Θεού, δεν πρέπει να φοβόμαστε κανένα κακό από οποιονδήποτε·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην τον συνερίζεσαι γι’ αυτά που λέει και κάνει, γιατί, όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα»·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, από το ότι, τα πάντα στη ζωή του ανθρώπου είναι ρευστά, απρόβλεπτα και εξαρτιόνται από τη βούληση του Θεού: «πάνε ν’ ανάψεις κανένα κεράκι τώρα που ξεκινάς καινούρια δουλειά, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει»·    
- (ούτε) το Θεό μπάρμπα να ’χει, με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα πραγματοποιήσουμε ή δε θα αφήσουμε να πραγματοποιηθεί κάτι που τον συμφέρει ή που τον ωφελεί: «δε θα τον πάρω στη δουλειά μου, ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει || δε θα του δώσω την άδεια που θέλει, ούτε το Θεό μπάρμπα  να ’χει»·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, βλ. λ. παιδί·
- παιδιά του Θεού, βλ. λ. παιδί·
- πήγαινε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- πήγαινε στο έλεος του Θεού! βλ. λ. έλεος·
- πήγε στο Θεό, πέθανε και σίγουρα η ψυχή του πήγε στον Παράδεισο: «ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο σχωρεμένος και σίγουρα η ψυχή του πήγε στο Θεό». Συνηθισμένη δικαιολογία σε μικρό παιδί για το θάνατο ατόμου της οικογενείας του·
- πλάσμα του Θεού, βλ. λ. πλάσμα·
- πλούσια, Θεέ μου, τα ελέη σου! ή πλούσια τα ελέη του Θεού! αναφώνηση ευχαριστίας προς το Θεό για την αφθονία αγαθών, ιδίως τροφών που υπάρχουν σε ένα τραπέζι·
- ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! ξέσπασε με τέτοια οργή και μανία, που προξενούσε φόβο: «μόλις μας είδε να τεμπελιάζουμε, άρχισε να φωνάζει σαν μανιακός και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!»·
- προβατάκι του Θεού, βλ. λ. προβατάκι·
- προς Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως κακό, ή έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας για κάτι κακό που μας προσάπτει κάποιος: «προς Θεού, πρέπει να προσέχουμε καλά μη μας συμβεί κανένα κακό! || μα τι λες, προς Θεού, ούτε που το σκέφτηκα να σε κατηγορήσω!»·
- πρώτα ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, έκφραση με την οποία θέλουμε να υπογραμμίσουμε την αξία του καλού γείτονα: «ο καλός γείτονας είναι μεγάλη τύχη για κάποιον, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου»·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! α. έχω εξαντληθεί σωματικά ή οικονομικά: «ήταν τόσο κουραστική σήμερα η δουλειά, που πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! || έπεσε τέτοια αναδουλειά στο μαγαζί και το πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει!». β. μετά βίας συγκρατώ τα νεύρα μου, μετά βίας συγκρατιέμαι να μην ενεργήσω βίαια εναντίον κάποιου: «λέει τέτοιες ανοησίες και πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το μόνο ή το μονάχα, ενώ πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άρθρο το·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. φρ. πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει(!)·
- σε τι Θεό πιστεύεις; λέγεται σε άτομο που συμπεριφέρεται με μεγάλη σκληρότητα και δηλώνει συνήθως παράκληση να συμπεριφερθεί πιο ήπια ή με επιείκεια: «μην τον κλείσεις φυλακή για μια κωλοεπιταγή, που δεν είχε να σου πληρώσει, σε τι Θεό πιστεύεις;»·
- σημαδεμένος απ’ το Θεό, αυτός που είναι ανάπηρος, σακάτης εκ γενετής: «τον τρώει ένα σαράκι, γιατί έχει ένα παιδί σημαδεμένο απ’ το Θεό»·
- στην ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- στο Θεό σου! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού! (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;)·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, κανένας δεν μπορεί να κατακρίνει κάποιον, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ενεργεί, για την απόκτηση ζωτικών αναγκών στη ζωή του·
- συν Θεώ, με τη βοήθεια του Θεού: «συν Θεώ όλα θα πάνε καλά»·
- τ’ αγαθά του Θεού, βλ. λ. αγαθό·
- τα ελέη του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- τα καλά του Θεού, αφθονία υλικών αγαθών: «τα καλά του Θεού έχουμε, δε μας λείπει τίποτα»·
- τέλος και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέλος·
- τέρμα Θεού, βλ. λ. τέρμα·
- τέρμα και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέρμα·
- τι Θεό λατρεύει, βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύει·
- τι Θεό λατρεύεις; βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύεις(;)·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Πολλές φορές, τη φρ. προτάσσεται το πω πω ή το ε ρε·
- τι να σε βαρέσω, που ’σαι βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. φρ. τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό·
- τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό, υποτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το χτυπήσουμε, γιατί η μεγάλη βλακεία του, η μεγάλη ανοησία του θεωρούμε πως είναι χτύπημα από το Θεό· 
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το Θεό, ειρωνική έκφραση ή έκφραση φιλοφροσύνης στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος για κάποια εξυπηρέτηση ή άλλη διευκόλυνση που του κάναμε·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. φρ. το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, λ. παπάς·
- το ’χω Θεό (μου) ή το ’χω για Θεό (μου) ή το ’χω σαν Θεό (μου), το λατρεύω, το αγαπώ πάρα πολύ, ιδίως το χρήμα: «όλοι στην οικογένειά μου ήταν τσιγκούνηδες άνθρωποι κι έτσι έμαθα κι εγώ να ’χω σαν Θεό το χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: την έσπασες στα γρήγορα, γι’ άλλο κορόιδο τρέχεις, γιατί το χρήμα αγαπάς και για Θεό το έχεις!
- τον αγαπάει σαν Θεό, τον υπεραγαπά: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν τον αγαπάει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος το ’πε πως εγώ σε ξεχνώ, εγώ για σένα λιώνω νύχτα μέρα στο κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ
- τον βλέπει σαν Θεό, τον υπεραγαπά, τον λατρεύει: «ο άντρας της δε της χαλάει χατίρι κι αυτή τον βλέπει σαν Θεό»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκανα Θεό ή τον έχω κάνει Θεό, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα Θεό να με βοηθήσει, αλλά αυτός τίποτα || τον έκανα Θεό ν’ αποσύρει τη μήνυση κι ευτυχώς που τον έπεισα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έχω κάνει Θεό μια φορά να σε δω, να σου πω σ’ αγαπώ γύρνα πίσω
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, πρόκειται για πολύ τυχερό, για πολύ ευτυχισμένο άνθρωπο: «με ό,τι καταπιαστεί, βγάζει ένα σωρό λεφτά, λες και τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια»·  
- τον έχω Θεό (μου) ή τον έχω για Θεό μου ή τον έχω σαν Θεό (μου), τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ: «μην πεις κουβέντα για τον πατέρα του, γιατί τον έχει Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: σε είχα σαν Θεό μου σε λάτρευα πολύ, μα εσύ αντί για μάννα μου έδωσες χολή
- τον κοιτάζω σαν Θεό, τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ και παράλληλα τον σέβομαι υπερβολικά: «τους γονείς του τους κοιτάζει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, σαν Θεό μου σε κοιτώ, αχ, σε λατρεύω σ’ αγαπώ· μα εσύ αδιαφορείς, δε γυρίζεις να με δεις
- τον ξέχασε ο Θεός, είναι υπέργηρος: «μη ρωτάς πόσο χρονών είναι, τον ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. μας ξέχασε ο Θεός·
- τον πήρε ο Θεός, πέθανε: «είναι μήνες τώρα που τον πήρε ο Θεός». Πρβλ. Άγιε μου Γιώργη γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τιμώρησε ο Θεός, τελικά δε γλίτωσε την τιμωρία: «μπορεί να ξέφυγε απ’ τους ανθρώπους, αλλά στο τέλος τον τιμώρησε ο Θεός»·
- του βγάζω το Θεό, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλε το Θεό μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μπορεί να του βγάζω το Θεό ανάποδα κάθε μέρα, επειδή του ανέθεσα δύσκολη δουλειά, αλλά τον πληρώνω διπλάσια». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του γαμώ το Θεό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον είδε που ενοχλούσε έγκυο γυναίκα κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε το Θεό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις κατάλαβε ο πατέρας του πως ήταν πάλι πιωμένος του γάμησε το Θεό || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε το Θεό». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά.Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του Θεού το χρόνια δε σώνονται, α. λέγεται για τους βιαστικούς και ανυπόμονους ανθρώπους: «σιγά, ρε άνθρωπέ μου, μη βιάζεσαι, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται». β. λέγεται από αυτούς που δε βιάζονται, που αφήνουν για το μέλλον αυτά που μπορούν να κάνουν σήμερα, που αναβάλλουν συνεχώς: «έλα μωρέ, γιατί να βιαστώ, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται»· 
- του τα δίνει ο Θεός με τη σέσουλα, βλ. φρ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι, λέγεται για την αφθονία υλικών αγαθών που έχει κάποιος, και που συνεχώς προστίθενται και άλλα: «πώς να μην είναι ευτυχισμένος, απ’ τη στιγμή που του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι;»·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του χρωστάει ο Θεός, λέγεται για άτομο που, με ό,τι καταπιάνεται, κερδίζει με ευκολία πάρα πολλά λεφτά: «μην απορείς για το χρήμα που βγάζει αυτός ο άνθρωπος, γιατί του χρωστάει ο Θεός»·
- Ύψιστε Θεέ! ή Ύψιστε Θεέ μου! βλ. λ. ύψιστος·
- υψώνω τα χέρια μου στο Θεό, βλ. λ. χέρι·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- φωνή λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, προκλήθηκε μεγάλη, ανυπολόγιστη καταστροφή από φυσικά κυρίως αίτια ή στοιχεία: «ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο || έγιναν τέτοιες πλημμύρες, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο»·
- ψωλή καυλωμένη Θεό δεν ονομάζει, βλ. λ. ψωλή.

καιρός

καιρός, ο, ουσ. [<αρχ. καιρός], ο καιρός. 1. προσδιορισμός ιστορικής χρονολογίας, χρονικής στιγμής, εποχής του χρόνου, χρονικής διάρκειας: «τον καιρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου || τον καιρό του πολέμου ||  εκείνο τον καιρό ήμουν σε άσχημη κατάσταση || τι καιρό είχαμε γνωριστεί; || πόσο καιρό θέλεις για να τελειώσεις τη δουλειά;». 2. οι ατμοσφαιρικές συνθήκες: «χάλασε ο καιρός || τι καιρό κάνει; || ο καιρός είναι άστατος». 3. η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, η στιγμή που αρμόζει: «θα το μάθεις, όταν θα έρθει ο καιρός». 4. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος της ακμή, ο χρόνος της ωριμότητας: «είναι στον καιρό του ο γιος μου και ψάχνει για νύφη». 5. ο διαθέσιμος χρόνος: «δεν έχω καιρό αυτή τη στιγμή, ίσως αύριο να μπορέσω να σ’ εξυπηρετήσω». 6. μεγάλο χρονικό διάστημα: «έχω να τον δω καιρό». 7. στον πλ. οι καιροί, οι κοινωνικές συνθήκες, γενικά η κατάσταση που επικρατεί, οι περιστάσεις, η εποχή: «οι καιροί δε μας επιτρέπουν παραπανίσια έξοδα». (Ακολουθούν 175 φρ.)·
- αγρίεψε ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες άλλαξαν απότομα προς το χειρότερο: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα ξαφνικά αγρίεψε ο καιρός»·
- άλλαξαν οι καιροί ή οι καιροί άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική κατάσταση είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, άλλαξαν οι περιστάσεις: «τώρα που έπεσε η χούντα, άλλαξαν οι καιροί κι έχουμε δημοκρατία || κάποτε η φιλία ήταν ιερό πράγμα, τώρα όμως άλλαξαν οι καιροί κι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για την πάρτη του». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί,είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια)· βλ. και φρ. άλλαξαν τα πράγματα, λ. πράγμα·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. φρ. άλλες εποχές τότε! λ. εποχή·
- ανάποδοι καιροί, χρονική περίοδος με δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «μα τι ανάποδοι καιροί είναι αυτοί που περνούμε! Κάθε τόσο και κάτι κακό συμβαίνει»· βλ. και φρ. ανώμαλοι καιροί·
- ανάποδος καιρός, που δεν υπάρχουν σταθερές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «πολύ ανάποδος καιρός ο σημερινός· απ’ το πρωί μέχρι τ’ απόγευμα άλλαξε τρεις φορές. Πότε βροχή, πότε ήλιο και τώρα μας τρέλανε με τον αέρα!»·
- άνοιξε ο καιρός, καθάρισε ο ουρανός από τα σύννεφα, βγήκε ήλιος: «μόλις άνοιξε ο καιρός, η παραλία γέμισε από κόσμο»·
- ανώμαλοι καιροί, χρονική περίοδος αστάθειας και ταραχών: «εύχομαι να ζείτε πάντα με ασφάλεια και ειρήνη και να μη γνωρίσετε κι εσείς ανώμαλους καιρούς, όπως γνώρισε η γενιά μου»·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι βεντούζες, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που ο Παρθενώνας ήταν γιαπί, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της πυραμίδας του Χέοπος, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αβραάμ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αδάμ, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Εικοσιένα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Νώε, α. προσδιορισμός γεγονότος που συνέβη πάρα πολύ παλιά: «η γνωριμία των οικογενειών μας έγινε απ’ των καιρό του Νώε». β. (για μηχανήματα ή κατασκευές) που κατασκευάστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν και, κατ’ επέκταση, που είναι πολύ παλιό ή σχεδόν άχρηστο: «έχει ένα αυτοκίνητο απ’ τον καιρό του Νώε και κάθε λίγο και λιγάκι το πηγαίνει στο συνεργείο || έχει ένα ψυγείο απ’ τον καιρό του Νώε και χρησιμοποιεί ακόμη πάγο». γ. (για πράγματα) που είναι πάρα πολύ παλιό και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να έχει και συλλεκτική αξία: «έχει ένα κηροπήγιο απ’ τον καιρό του Νώε και το φυλάει σαν τα μάτια του». δ. (για ιδέες) που είναι απαρχαιωμένες: «σήμερα ο κόσμος έχει διαφορετική γνώμη για τα πράγματα, κι αυτά που λες εσύ τα έλεγαν απ’ τον καιρό του Νώε». Συνών. οι εννιά πιο πάνω και οι τρεις επόμενες φρ. συν από αμνημονεύτων χρόνων / από αρχαιοτάτων χρόνων / από καταβολής κόσμου / από κτίσεως κόσμου·
- απ’ τον καιρό του Όθωνα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Φαραώ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό των πυραμίδων, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- από καιρό, πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «από καιρό ξέρω τη σχέση του με την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά, μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη, γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ κρυφά της τα ’χε από καιρό με την Αγγέλα του Αράπη
- από καιρό ήθελα να..., πέρασε πολύς καιρός από τότε που ήθελα να..., εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα ήθελα να…: «από καιρό ήθελα να σε δω να σου μιλήσω || από καιρό ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι»·
- από καιρό σε καιρό, μερικές φορές, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «περνάει από καιρό σε καιρό απ’ το μαγαζί και τα λέμε, αλλά τώρα έχει να εμφανιστεί ένα μήνα || από καιρό σε καιρό φιλοτιμείται να διαβάσει και κανένα βιβλίο!». Συνών. κάπου κάπου / πότε πότε / που και που·
- από καιρού εις καιρόν, βλ. συνηθέστ. από καιρό σε καιρό·
- άστατος καιρός, (στη γλώσσα της αργκό) προειδοποίηση σε κάποιον ή κάποιους πως η αστυνομία κάνει έρευνες για μια συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία ίσως να ενέχονται και αυτοί, ή, γενικά, ότι υπάρχει επικείμενος κίνδυνος: «μην πάτε στα μπαράκια της παραλίας, γιατί επικρατεί άστατος καιρός»· βλ. και φρ. ανάποδος καιρός·
- άσχημος καιρός, βλ. φρ. ανάποδος καιρός·
- βλάκας παντός καιρού, βλ. λ. βλάκας·
- βρίσκω καιρό ή βρίσκω τον καιρό, α. βρίσκω την κατάλληλη περίσταση, τη στιγμή που αρμόζει, την ευκαιρία: «καθώς ήμουν αφηρημένος, βρήκε τον καιρό και μου ’κλεψε την τσάντα». β. βρίσκω διαθέσιμο χρόνο: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να βρεις καιρό να με βοηθήσεις || δεν μπορώ να βρω τον καιρό να σε βοηθήσω»·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, βλ. λ. γαμώ·
- για να περνώ τον καιρό μου, έκφραση που δηλώνει πως, αυτό το συγκεκριμένο με το οποίο ασχολούμαι κάποιο χρονικό διάστημα, είναι για μένα μια πάρεργη ασχολία που με ευχαριστεί: «μετά τη δουλειά μου, ασχολούμαι με τη συλλογή γραμματοσήμων για να περνώ τον καιρό μου»·
- γλυκός καιρός, που είναι μαλακός, ήπιος: «κάθε φορά που είναι γλυκός ο καιρός, είναι πολλοί αυτοί που κάνουν βόλτα στην παραλία»· 
- γύρισε ο καιρός, άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τ’ απόγευμα γύρισε ο καιρός και βγήκε ήλιος || όλο το πρωί είχαμε ηλιοφάνεια, αλλά προς το μεσημέρι γύρισε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- δε βρίσκω καιρό (για κάτι), βλ. φρ. δεν έχω καιρό (για κάτι)·
- δε με παίρνει ο καιρός, βλ. συνηθέστ. δε με παίρνει ο χρόνος, λ. χρόνος·
- δε χάνω (τον) καιρό, βιάζομαι, ενεργώ ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως πήγαν το φίλο του στο νοσοκομείο, δεν έχασε καιρό κι έτρεξε να τον δει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψ’ έλα κοντά μου, τσιγγάνα, στον οντά μου, έλα να με γιάνεις και τον καιρό μη χάνεις
- δε χάνω τον καιρό μου, ασχολούμαι με πράγματα ουσιαστικά και ωφέλιμα, δεν αφήνω τον καιρό μου να περνάει ανεκμετάλλευτος: «δε χάνω τον καιρό μου με ανόητα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- δεν είναι καιρός για… ή δεν είναι καιρός να…, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή: «δεν είναι καιρός να κάνουμε έξοδα, γιατί δυσκόλεψαν τα πράγματα || δεν είναι καιρός για διασκεδάσεις, γιατί έχουμε δουλειά»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, πρέπει να σοβαρευτώ, να σοβαρευτούμε, πρέπει να ενεργοποιηθώ, να ενεργοποιηθούμε: «δεν είναι καιρός για παιχνίδια, γιατί αρχίζουν σε λίγο οι εξετάσεις»· βλ. και φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια·
- δεν είναι στον καιρό τους, (για καρπούς ή φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ωρίμανσης: «τα σταφύλια δεν είναι ακόμα στον καιρό τους, γι’ αυτό και είναι ξινά || τα σύκα και τα σταφύλια είναι στον καιρό τους το μήνα Αύγουστο»· 
- δεν έχασε καιρό και…, βλ. συνηθέστ. χωρίς να χάνει καιρό·
- δεν έχει καιρό, επικρατούν ομαλές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «μια και δεν έχει καιρό, αποφασίσαμε να πάμε για ψάρεμα»·
- δεν έχω καιρό (για κάτι), δεν έχω διαθέσιμο χρόνο, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω καιρό ν’ ασχοληθώ μαζί σου || δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σπάσουμε τις αλυσίδες, δεν έχουμε καιρό γι’ άλλες ελπίδες
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι πολύ βιαστικός, δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, επείγομαι για κάτι: «πες μου στα γρήγορα τι ακριβώς θέλεις, γιατί δεν έχω καιρό για κουβέντες»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, επείγομαι να τελειώσω κάτι: «δεν έχω καιρό για παιχνίδια, γιατί πρέπει να παραδώσω κάποια δουλειά»· βλ. και φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδια·
- δεν έχω καιρό για χάσιμο, α. δηλώνει άμεση ενέργεια λόγω ελλείψεως χρόνου: «πρέπει να φύγω να προλάβω τ’ αεροπλάνο, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο». β. δηλώνει άμεση και ουσιαστική εκμετάλλευση του χρόνου που κυλάει: «αν θέλω να πετύχω στο πανεπιστήμιο, χρειάζεται πολύ διάβασμα, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο»·
- δίνω καιρό ή δίνω τον καιρό (σε κάποιον), δίνω χρονικό περιθώριο σε κάποιον να κάνει κάτι: «δώσε μου λίγο καιρό και θα σου επιστρέψω τα λεφτά που σου χρωστάω || δώσε μου τον καιρό να ετοιμαστώ». (Τραγούδι: δε σου ’χω πει ακόμα τίποτα, δώσ’ μου τον καιρό, όλα τα λόγια μου τ’ ανείπωτα μέσα σου να βρω
- εδώ και καιρό ή εδώ και τόσο καιρό, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, τόσον καιρό: «εδώ και τόσο καιρό σε συμβουλεύω ν’ αλλάξεις τακτική κι εσύ με γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια»·
- είναι άσχημος καιρός ή είναι άσχημος ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες δεν είναι καλές: «ματαιώσαμε την εκδρομή μας, γιατί είναι άσχημος ο καιρός»·
- είναι καιρός για…, οι καιρικές συνθήκες είναι κατάλληλες για…: «το χειμώνα είναι καιρός για σκι, ενώ το καλοκαίρι είναι καιρός για μπάνια»·
- είναι καιρός να… ή είναι καιρός τώρα να…, είναι η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου: «είναι καιρός να φύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || αφού βρήκες δουλειά, είναι καιρός τώρα να παντρευτείς»·
- είναι καιρός που… ή είναι καιρός τώρα που…, λέγεται για κάτι που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι αυτή τη στιγμή: «είναι καιρός που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε || είναι καιρός τώρα που σε ψάχνει ο τάδε»·
- είναι καιρός που δεν…, βλ. φρ. πάει καιρός που δεν(…)·
- είναι καιρός που μας άφησε, βλ. φρ. πάει καιρός που μας άφησε·
- είναι κακός καιρός ή είναι κακός ο καιρός, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός·
- είναι καλός καιρός ή είναι καλός ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες είναι καλές: «κάθε φορά που είναι καλός ο καιρός, βγαίνουμε με τη βάρκα για ψάρεμα»·
- είναι κόντρα ο καιρός, ο αέρας έρχεται αντίθετα, ενάντια προς τη φορά του πλοίου, το πλοίο δέχεται τον αέρα στη πρύμνη του, και, κατ’ επέκταση, ο καιρός δεν είναι καλός: «δε θα ρίξω σήμερα το σκάφος στη θάλασσα, γιατί είναι κόντρα ο καιρός». (Λαϊκό τραγούδι: κόντρα ο καιρός Φλωριά και τα ψάρια δεν τσιμπάνε. -Δε βαριέστε, βρε παιδιά, όσα έρθουν κι όσα πάνε
- είναι μπροστά απ’ τον καιρό του, βλ. συνηθέστ. είναι μπροστά απ’ την εποχή του, λ. εποχή·
- είναι στον καιρό της, (για έγκυες γυναίκες), βλ. συνηθέστ. είναι στις μέρες της, λ. μέρα·
- είναι στον καιρό του, (για αρσενικά ζώα) βρίσκεται σε περίοδο για να ζευγαρώσει με το θηλυκό: «ψάχνω να βρω μια σκυλίτσα ράτσας, γιατί το σκυλί μου είναι στον καιρό του»·
- είναι στον καιρό του (της), βρίσκεται στην κατάλληλη ηλικία για να κάνει κάτι, ιδίως να παντρευτεί: «έχει ένα παλικάρι, που είναι στον καιρό του, αλλά εδώ που τα λέμε κι η κόρη μου είναι στον καιρό της». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου,προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- είναι φρούτο του καιρού, βλ. λ. φρούτο·
- έκλεισε ο καιρός, συννέφιασε: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έκλεισε ο καιρός»·
- εν καιρώ, αργότερα, κάποτε στο μέλλον: «εν καιρώ θ’ ασχοληθώ και με το πρόβλημά σου»·
- έναν καιρό, κάποτε στο παρελθόν, άλλοτε, παλιά: «έναν καιρό μέναμε με τον τάδε στην ίδια γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: έναν καιρό που με έστελνε η μάνα μου σχολείο κι ο δάσκαλος με έβαζε στο πρώτο το θρανίο
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έπεσε ο καιρός, σταμάτησε να φυσάει ή φυσάει με λιγότερη ένταση: «μόλις έπεσε ο καιρός, τα παιδιά βγήκαν στην πλατεία να παίξουν || αν δεν πέσει ο καιρός, δεν μπορεί ν’ αποπλεύσει το καράβι»· βλ. και φρ. μαλάκωσε ο καιρός·
- έσφιξε ο καιρός, επιδεινώθηκε: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έσφιξε ο καιρός»·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό, που πρέπει κανείς να τον περάσει στο σπίτι του: «ξέχνα την εκδρομή που είχαμε προγραμματίσει, γιατί έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε»·
- έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, έκφραση που δηλώνει τη μοιρολατρική αποδοχή των περιστάσεων, την παραδοχή μας πως δεν μπορούμε να επέμβουμε και να αλλάξουμε την πορεία των γεγονότων ή να αντισταθούμε στις κοινωνικές συνθήκες, ή που φανερώνει την προσπάθειά μας να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημα ή κάποια επιλήψιμη πράξη μας, υποστηρίζοντας πως υπαγορεύεται ή απαιτείται από την παρούσα κοινωνική κατάσταση. (Λαϊκό τραγούδι: είμαι γυναίκα του γλεντιού και δεν υπολογίζω, έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω)·  
- έχει καιρό, επικρατούν άστατες ατμοσφαιρικές συνθήκες: «αφού έχει καιρό δε θα μπορέσουμε να πάμε για ψάρεμα»·
- έχει ο καιρός γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται μέσα στο χρόνο: «μην ανησυχείς, θα ξαναπάρει γρήγορα τ’ απάνω του, γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως, μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα: «τώρα που έχεις το πάνω χέρι, κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θυμάσαι πως έχει ο καιρός γυρίσματα». Σε αρκετές περιπτώσεις, η φρ. κλείνει με το κι ο χρόνος εβδομάδες. Συνών. έχει η ζωή γυρίσματα. Από το ότι ο καιρός είναι ευμετάβλητος· βλ. και φρ. γύρισε ο καιρός·
- έχω καιρό ή έχουμε καιρό, έχω, διαθέτω χρόνο, προλαβαίνω να κάνω κάτι, δε βιάζομαι: «έχω καιρό για να πάω στο αεροδρόμιο || έχουμε καιρό για να τελειώσω τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πες της για να πάει να φέρει το γιατρό κι ώσπου να τον φέρει έχουμε καιρό).Συνήθως η φρ. κλείνει με το ακόμα ή με το μπροστά μου ή μπροστά μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έχω καιρό για χάσιμο; βλ. φρ. δεν έχω καιρό για χάσιμο·
- έχω καιρό να…, λέγεται για κάτι που έγινε ή που κάναμε πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «έχω καιρό να σε δω || έχω καιρό να πάω στα μπουζούκια». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακούγεται το αρκετό ή το πολύ· βλ. και φρ. καιρό έχω να(…)·
- έχω καιρό μπροστά μου, βλ. φρ. έχω χρόνο μπροστά μου, λ. χρόνος·
- έχω τον καιρό πρίμα, α. ταξιδεύω, ιδίως με ιστιοφόρο, έχοντας ευνοϊκό άνεμο: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας είχαμε τον καιρό πρίμα και πλέαμε με φουσκωμένα τα πανιά». β. η ζωή μου, η δουλειά μου, εξελίσσεται ευνοϊκά: «τώρα που έχω τον καιρό πρίμα, πρέπει να τακτοποιήσω όλες τις υποθέσεις μου»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
- ήρθαν άλλοι καιροί, άλλαξε η κατάσταση στη ζωή ενός ατόμου ή ενός τόπου, μιας χώρας: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, ήρθαν άλλοι καιροί || κάποτε περνούσαμε τη ζωή μας ήσυχα κι ευτυχισμένα, όμως με τη γερμανική κατοχή ήρθαν άλλοι καιροί». (Λαϊκό τραγούδι: μα περάσαν τα χρόνια κι ήρθαν άλλοι καιροί,τώρα εγώ θα γελάω μα θα κλάψεις εσύ)·  
- ήρθε ο καιρός, έφτασε η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου:  «ήρθε ο καιρός να κάνεις κι εσύ οικογένεια». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε είδα όνειρο που ’χε πολλά ελάφια και είπα ήρθε ο καιρός ν’ απολυθώ -ν’ απολυθώ- πιλάφια
- θα (το) δείξει ο καιρός, βλ. φρ. ο καιρός θα (το) δείξει·
- θέλει καιρό για να…, απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθεί κάτι: «θέλει καιρό για να ωριμάσουν τα ροδάκινα || θέλει καιρό για να τελειώσει η δουλειά». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα  ·
- θέλω καιρό για να…, α. απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρώσω κάτι: «θέλω καιρό για να πάρω το πτυχίο μου». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα. β. χρειάζομαι διαθέσιμο χρόνο: «θέλω καιρό για ν’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου, γιατί είναι πολύ μπερδεμένη»·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, βλ. λ. Θεός·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- καιρό έχω να…, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα: «ερχόταν αυτός που ζητάς σ’ αυτό το μπαράκι, αλλά καιρό έχω να τον δω»· βλ. και φρ. έχω καιρό να(…)·
- καιρός για σπίτι, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό: «πού θα πάτε εκδρομή, δε βλέπετε που είναι καιρός για σπίτι;»·
-καιρός είναι να…, έκφραση με την οποία θέλουμε να προλάβουμε κάποια απαίτηση ή κάποια ενέργεια ατόμου, που δε μας είναι επιθυμητή ή ευχάριστη: «καιρός είναι να μου ζητάς πάλι δανεικά, απ’ τη στιγμή που δε μου ’φερες ούτε τα προηγούμενα! || καιρός είναι να μας πεις πως σ’ αδικήσαμε κι από πάνω!»·
- καιρός ήταν! έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ευχαρίστηση ή την ικανοποίησή μας για ενέργεια ατόμου ή για κάτι που περιμέναμε προ πολλού να εκδηλωθεί: «ήρθα να σου επιστρέψω τα δανεικά που σου είχα πάρει. -Καιρός ήταν! || ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη. -Καιρός ήταν! || άρχισε να βρέχει. -Καιρός ήταν!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το επιτέλους·
- καιρός να…, έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να γίνει ή να ενεργήσουμε σύμφωνα με αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «καιρός να φεύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || καιρός ν’ αρχίσουμε να δουλεύουμε γιατί αρκετά καθίσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου, καιρός ν’ αλλάξει νου, γιατί και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- καιρός να του δίνω! ή καιρός να του δίνουμε! βλ. φρ. ώρα να του δίνω! λ. ώρα·
- καιρός πανί, καιρός κουπί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: «αν θέλεις να πετύχει η δουλειά σου, πρέπει να κάνεις το άνοιγμα τώρα που είναι ευνοϊκά τα πράγματα, γιατί καιρός πανί, καιρός κουπί». Από την εικόνα του ναυτικού που, όταν έχει άνεμο χρησιμοποιεί τα πανιά και όταν πέσει ο άνεμος χρησιμοποιεί τα κουπιά της βάρκας του·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του, στην εποχή του, στην κατάλληλη ηλικία: «δεν είναι σωστό τώρα που γεράσαμε να τρέχουμε πίσω απ’ τα κοριτσόπουλα, γιατί καιρός πανί, καιρός παιδί». Από το ότι, όταν η γυναίκα αποκτήσει παιδί, δεν έχει καιρό να ασχολείται πολύ με το σπίτι της ή με το με το εργόχειρό της, γιατί αφοσιώνεται στη φροντίδα του·
- καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «δεν έχω ούτε την όρεξη ούτε τη δύναμη να μπλεχτώ στην ηλικία που βρίσκομαι με επιχειρήσεις, γιατί καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- καιρούς και ζαμάνια, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- κακός καιρός, κακοκαιρία: «όταν έχει κακό καιρό, δε βγαίνω απ’ το σπίτι»·
- καλός καιρός, καλοκαιρία: «όταν έχει καλό καιρό, πάω βόλτα στην παραλία»·
- κατά καιρούς, σε αραιά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους, πότε πότε: «γενικά δεν του αρέσουν τα βιβλία, αλλά κατά καιρούς πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κατά τον καιρό και το χορό, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια ενέργεια εξυπηρετεί ή ταιριάζει σε κάποια περίσταση: «με την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές, γιατί κατά τον καιρό και το χορό». Συνών. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα / κατά τον άγιο και το κερί του·
- κερδίζω καιρό, βλ. συνηθέστ. κερδίζω χρόνο, λ. χρόνος·
- κλειστός καιρός, συννεφιασμένη, βαριά ατμόσφαιρα, που συχνά εξελίσσεται σε καταιγίδα: «είναι μανιώδης ψαράς αλλά, κάθε φορά που βλέπει κλειστό καιρό, δεν πάει για ψάρεμα»·
- κοιμάται του καλού καιρού, α. είναι βυθισμένος στον ύπνο: «ξάπλωσε από νωρίς, γιατί ήταν κουρασμένος, και τώρα κοιμάται του καλού καιρού». β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα κακά συμβαίνουν γύρω του ή σε βάρος του: «η γυναίκα του τον κερατώνει κι αυτός κοιμάται του καλού καιρού»·
- κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά για τους αργόσχολους, τους τεμπέληδες: «μόλις ξυπνούν, μαζεύονται στο μπαράκι της γειτονιάς κι όλη μέρα είναι κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό»·
- μαλάκωσε ο καιρός, σταμάτησε να κάνει κρύο ή κάνει λιγότερο κρύο: «χτες είχε κρύο τσουχτερό, αλλά σήμερα μαλάκωσε ο καιρός»· βλ. και φρ. έπεσε ο καιρός· 
- μας άφησε καιρό, βλ. συνηθέστ. πάει καιρός που μας άφησε·
- μας τα χάλασε ο καιρός, η κακοκαιρία ματαίωσε το πρόγραμμά μας, γιατί μας δημιούργησε δυσκολίες: «θέλαμε να πάμε απ’ το πρωί για ψάρεμα, αλλά μας τα χάλασε ο καιρός, γιατί έβγαλε τρελό αέρα»·
- με τον έρωτα περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρως, βλ. λ. έρωτας·
- με τον καιρό, με την πάροδο, με το πέρασμα του χρόνου: «με τον καιρό θα ξεχαστούν όλα». (Λαϊκό τραγούδι: θα κλάψω πικρά, μα θα ξεχάσω, μα θα ξεχάσω, με τον καιρό,καινούρια ζωή θα χαράξω να μην πονάω που σ’ αγαπώ
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- με τον καιρό του, τη σωστή χρονική στιγμή, όταν θα είναι κάποιος ή κάτι έτοιμο(ς) κατάλληλο(ς) ευνοϊκό(ς), με το χρονικό διάστημα που χρειάζεται: «μη βιάζεσαι να παντρευτείς, κάθε πράγμα με τον καιρό του || όλα θα τακτοποιηθούν με τον καιρό τους»·
- μη χάνεις καιρό, α. τρέξε γρήγορα, βιάσου, σπεύσε: «σε θέλει ο πατέρας κι είναι νευριασμένος, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό». β. ενεργοποιήσου αμέσως: «αν αναλάβεις αυτή τη δουλειά θα βγάλεις καλά λεφτά, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό»·  
- μη χάνεις τον καιρό σου, μη ματαιοπονείς: «εφόσον δε θέλει να κάνει δεσμό η κοπέλα μαζί σου, μη χάνεις τον καιρό σου». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου
- μηνύματα των καιρών, βλ. λ. μήνυμα·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- νέοι καιροί, νέα ήθη, λέγεται για να δηλώσουμε πως οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν, ιδίως προς το χειρότερο: «κάποτε οι νέοι σέβονταν τους γεροντότερους, αλλά σήμερα νέοι καιροί, νέα ήθη»·
- ξοδεύω τον καιρό μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μην ξοδεύεις τον καιρό σου, γιατί είναι πολύτιμος»· βλ. και φρ. περνώ τον καιρό μου·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, υπήρξε επιδείνωση του καιρού, ιδίως με δριμύ ψύχος, με παγωνιά: «απ’ την αρχή του χειμώνα ο καιρός δεν ήταν και πολύ κρύος, αλλά, μόλις μπήκε ο Φλεβάρης, ο καιρός έδειξε τα δόντια του»·
- ο καιρός είναι στο… (στη…), οι ατμοσφαιρικές συνθήκες έχουν τάση, δείχνουν προς κάποιο καιρικό φαινόμενο: «ο καιρός είναι στη βροχή || ο καιρός είναι στο χιονιά». (Λαϊκό τραγούδι: είπα, ο καιρός είναι στη βροχή πώς να με νοιαστεί μια ξένη πόλη; Κι έτσι ξαφνικά, ένιωσα φτωχή. Όπως νιώθουμ’ όλοι  
- ο καιρός θα (το) δείξει, με την πάροδο του χρόνου θα αποδειχτεί κάτι: «ο καιρός θα δείξει τι σόι άνθρωπος είναι || ο καιρός θα δείξει, αν θα έχουμε φέτος βαρύ χειμώνα»·
- ο καιρός (το) πάει για…, έχει την τάση, δείχνει πως θα…, εξελίσσεται σε…: «απ’ το πρωί ο καιρός το πάει για βροχή || έχω την εντύπωση πως ο καιρός το πάει για χιόνι»·
- ο καιρός τρέχει, βλ. φρ. τρέχει ο καιρός·
- ο καιρός φυσάει πρίμα, φυσάει ευνοϊκός άνεμος. (Λαϊκό τραγούδι: ελαφρό ήταν το κύμα και ο καιρός φυσούσε πρίμα και μας φέρνει μάνι μάνι στου Περαία το λιμάνι
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. φρ. οι παλιές καλές μέρες, λ. μέρα·
- όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει, δεν πρέπει να αφήνουμε τον καιρό μας να φεύγει ανεκμετάλλευτος, γιατί δε θα μπορέσουμε να τον ξαναβρούμε: «τώρα που είσαι νέος, μην αφήνεις τον καιρό σου να φεύγει άδικα, γιατί, όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει»·
- όπως τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. φρ. έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, όπως τότε που όλα ήταν ωραία και οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι: «πολλές φορές ονειρεύτηκα πως ζούσα στην αγαπημένη μου γειτονιά όπως τον παλιό καλό καιρό, αλλά το πρωί σαν ξυπνούσα, ερχόμουν πάλι αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα»·
- όσο είναι καιρός, όσο υπάρχουν ακόμη περιθώρια χρόνου:  «πρέπει να παντρευτείς όσο είναι καιρός, γιατί μετά τα σαράντα δυσκολεύουν τα πράγματα»·
- πάει καιρός που… ή πάει καιρός τώρα που…, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύ παλιά: «πάει καιρός που έχω κόψει το κάπνισμα || πάει καιρός τώρα που έφυγε και δε θα ξανάρθει». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας)· βλ. και φρ. είναι καιρός που(…)·
- πάει καιρός που δεν…, πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν κάνω κάτι: «πάει καιρός που δεν καπνίζω, γιατί μου δημιούργησε πρόβλημα στα πνευμόνια || πάει καιρός που δεν τρώω λιπαρά, γιατί έχω ανεβασμένη χοληστερίνη»·
- πάει καιρός που μας άφησε, πέθανε πριν από πολύ καιρό: «δε μένει πια αυτός που ζητάς σ’ αυτό το σπίτι, γιατί πάει καιρός που μας άφησε»·
- πάλι με χρόνια με καιρούς, στο απώτερο μέλλον, κάποτε στο μέλλον: «μπορεί να χώρισαν, αλλά επειδή ξέρω ότι αγαπιούνται, πάλι με χρόνια με καιρούς θα ξανασμίξουν». (Λαϊκό τραγούδι: με χρόνια πάλι με καιρούς κοντά μου θα γυρίσεις, θα σφάλμα σου θα αισθανθείς, συγγνώμη θα ζητήσεις)· 
- πάω κόντρα με τον καιρό ή  πάω κόντρα στον καιρό, εναντιώνομαι στις κρατούσες κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες: «συνήθως δεν πάω κόντρα με τον καιρό κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο || όλα τα επαναστατικά και προοδευτικά πνεύματα πάνε κόντρα στον καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: όμως θέλω τη ζωή μου να την χαρώ, γι’ αυτό δεν τα πάω κόντρα με τον καιρό)·
- πέρασε ο καιρός του, (για πρόσωπα) έχασε την παλιά κοινωνική επιρροή ή αίγλη που είχε: «μόλις κατάλαβε πως πέρασε ο καιρός του, αποχώρησε απ’ το κόμμα κι έζησε ήσυχα στο εξοχικό του»·
- πέρασε ο καιρός τους, (για καρπούς, φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που ολοκληρώθηκε προ πολλού η διαδικασία της ωρίμανσης και δεν είναι κατάλληλα ή ευχάριστα όταν τα τρώμε: «μην ξαναγοράσεις κεράσια, γιατί πέρασε ο καιρός τους και δεν τρώγονται»·
- περνώ τον καιρό μου, α. τον διαθέτω με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω, περνώ τον καιρό μου διαβάζοντας || τις Κυριακές περνώ τον καιρό μου σκαλίζοντας τον κήπο του σπιτιού μου». β. ασχολούμαι με κάτι επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω: «όταν δεν έχω δουλειά, κάθομαι σ’ ένα μπαράκι της παραλίας και περνώ τον καιρό μου βλέποντας τον κόσμο που βολτάρει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα περάσω δυο λόγια να σου πω· πως έχω στην καρδιά μου για σε καλό σκοπό. Να παίξω, μη θαρρείς, γυρεύω και τον καιρό μου να περνώ· δυο χρόνια σένανε λατρεύω, τσαχπίνικο μελαχρινό
- πέφτει ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες επανέρχονται σταδιακά σε ομαλή κατάσταση: «μόλις πέσει εντελώς ο καιρός, θα βγούμε βόλτα με τη βάρκα»·
- πονηροί καιροί, χρονική περίοδος με ρευστή πολιτική ή οικονομική κατάσταση, που εγκυμονεί απρόβλεπτους κινδύνους: «πρόσεχε τι λες και τι κάνεις, γιατί περνάμε πονηρούς καιρούς και δεν ξέρεις από πού θα ξεσπάσει το κακό»·
- πού καιρός για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «έχω πάρα πολύ διάβασμα, πού καιρός για διασκεδάσεις!»·
- προ καιρού, πριν από αρκετό καιρό: «τον είδα προ καιρού τυχαία στο δρόμο»·
- πώς αλλάζουν οι καιροί! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς σε παλιότερες χρονικές περιόδους, όταν  οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες ή το αντίθετο: «πώς αλλάζουν οι καιροί! Κάποτε επικρατούσε ησυχία και τάξη και σήμερα έχει γίνει Σικάγο η πόλη μας || πώς αλλάζουν οι καιροί! Σήμερα μια τετραμελής οικογένεια χρειάζεται χίλια με χίλια πεντακόσια ευρώ το μήνα για να ζει ανθρωπινά, ενώ κάποτε με εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές περνούσε όμορφα κι ωραία». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε. (Λαϊκό τραγούδι: βρε πώς αλλάζουν οι καιροί, άλλος εδώ κι άλλος εκεί
- σαν τον παλιό καλό καιρό, έκφραση που, επ’ αφορμή κάποιας καλής στιγμής, αναπολούμε παλιές καλές στιγμές του παρελθόντος: «συγκεντρωθήκαμε όλοι οι φίλοι και διασκεδάσαμε στα μπουζούκια σαν τον παλιό καλό καιρό»·
- σημάδια των καιρών, βλ. λ. σημάδι·
- σημεία των καιρών, βλ. λ. σημείο·
- σκοτώνω τον καιρό μου, α. ξοδεύω άσκοπα το χρόνο μου, τεμπελιάζω: «όλη τη μέρα κάθεται στο καφενείο και σκοτώνει τον καιρό του». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος στον ελεύθερο χρόνο μου με δευτερεύουσες δραστηριότητες: «έχω μια συλλογή με γραμματόσημα για να σκοτώνω τον καιρό μου»·
- στης ακρίβειας τον καιρό, βλ. λ. ακρίβεια·
- στον καιρό! (στη γλώσσα του στρατού, ιδίως του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας) στρατιωτικό παράγγελμα, που επαναφέρει τους στρατιώτες σε κατάσταση χαλάρωσης, πριν από την εκτέλεση του επίσημου παραγγέλματος, που θα πρέπει να εκτελεστεί με ακρίβεια. Στο στρατό ξηράς χρησιμοποιείται το άκυρο(ν)! (βλ. λ.)·
- στον καιρό μου ή στον καιρό μας, στα δικά μου τα χρόνια, στη δική μου την εποχή, όταν ήμουν νέος: «στον καιρό μου δε δεχόμουν μύγα στο σπαθί μου || στον καιρό μας η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στον καιρό της βασιλείας του ή τον καιρό της βασιλείας του, τότε που είχε σπουδαίο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή καλλιτεχνικό ρόλο και που δεν έχει πια είτε λόγω φθοράς είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω αποχώρησης από την ενεργό δράση είτε λόγω θανάτου του: «στον καιρό της βασιλείας του έφτιαξε σπουδαία πράγματα || τον καιρό της βασιλείας του όλα μέσα στο εργοστάσιο δούλευαν ρολόι»·
- στον παλιό καλό καιρό! πρόποση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες που συνδέονται με παλιά φιλία και με ωραίες αναμνήσεις·
- τι καιρό έχει; βλ. φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τι καιρό κάνει; α. πώς είναι η ατμοσφαιρική κατάσταση(;): «για δες μια στιγμή απ’ το παράθυρο τι καιρό κάνει;». β. λέγεται και με την έννοια τι κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση επικρατεί κάπου: «εδώ τα πράγματα είναι μια χαρά, στην πατρίδα σας τι καιρό κάνει;». Την εποχή του ψυχρού πολέμου και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μεταξύ αρκετών Δυτικών διπλωματών επικρατούσε το παρακάτω σκεπτικό: αν θέλεις να μάθεις τι καιρό κάνει στη Μόσχα, μάθε τι καιρό κάνει στη Σόφια, κι αυτό γιατί η κομμουνιστική Βουλγαρία ήταν τότε η πιο πιστή, η πιο φανατική σύμμαχος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης· βλ. και φρ. τι καιρός φυσάει(;)·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; ειρωνικό πείραγμα σε πολύ ψηλό άτομο: «Φασούλα, τι καιρό κάνει εκεί πάνω;»·
- τι καιρός φυσάει; ποια είναι η κατάσταση των πραγμάτων, πώς εξελίσσονται οι διάφορες καταστάσεις, ποιο είναι το κοινωνικό ή πολιτικό κλίμα που επικρατεί(;): «εδώ τα πράγματα σκουραίνουν μετά τις τελευταίες απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικάτων, εκεί κάτω τι καιρός φυσάει;»· βλ. και φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τον καιρό εκείνο, πριν από πολύ καιρό, πάρα πολύ παλιά: «τον καιρό εκείνο ήμασταν φίλοι, αλλά μετά χαθήκαμε». (Τραγούδι: τον καιρό εκείνο τον παλιό, και οι δυο γραμμένοι στο σχολειό)· βλ. και φρ. τω καιρώ εκείνω·
- τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, βλ. λ. σκυλί·
- τον κακό μου τον καιρό, έκφραση έντονης δυσαρέσκειας μετά από αποτυχημένη μου ενέργεια ή έκφραση ως ένδειξη μετάνοιας ή αυτοκριτικής: «τον κακό μου τον καιρό, που θέλησα κι εγώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό το πράγμα». Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερο έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό μου το χρόνο·
- τον κακό σου τον καιρό! α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα ή στην ενέργεια κάποιου: «τον κακό σου τον καιρό, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τον κακό σου τον καιρό, που θα μπορέσεις να το επιδιορθώσεις μ’ αυτό τον τρόπο!». β. λέγεται και ως κατάρα. Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερη έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό σου το χρόνο·
- τον παλιό καλό καιρό, τότε που όλα ήταν ωραία και που οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι. Λέγεται με νοσταλγική διάθεση: «η κοινωνία μας έγινε σκληρή και άδικη, ενώ τον παλιό καλό καιρό όλα ήταν πιο ανθρώπινα». (Λαϊκό τραγούδι: στων τραγουδιών μου τα συντρίμμια θα βρεις μαλάματα κι ασήμια απ’ τον παλιό καλό καιρό. Τότε που ήσουν η ζωή μου το επιούσιο κορμί μου που πάντοτε θα λαχταρώ   
- τον τελευταίο καιρό, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «απ’ ό,τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό έχει προβλήματα με τη δουλειά του || τον τελευταίο καιρό, είναι ερωτευμένος με την κόρη του τάδε». Συνών. τις τελευταίες μέρες·
- τόσον καιρό ή τόσον καιρό τώρα, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, εδώ και καιρό: «τόσον καιρό του λέω να κόψει το κάπνισμα, αλλά αυτός εξακολουθεί να καπνίζει σαν φουγάρο».(Λαϊκό τραγούδι: δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα πώς πέρασα τρελή στην ξενιτιά, αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι κακούργα μακριά
- του καλού καιρού, α. σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα και όλα εξελίσσονται μια χαρά, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: «έξω γινόταν χαλασμός Κυρίου από τις φωνές των διαδηλωτών, κι αυτοί μέσα είχαν πιάσει κουβεντούλα του καλού καιρού για το πού θα πάνε διακοπές». β. ανεμπόδιστα, με μεγάλη ευκολία: «χωρίς να κοπιάσει υπερβολικά, έβγαλε λεφτά του καλού καιρού». γ. δηλώνει υπερβολή: «κοιμάται του καλού καιρού || πίνει του καλού καιρού || τρώει του καλού καιρού». Από το ότι, όταν είναι καλός ο καιρός, όλα γίνονται εύκολα και ευχάριστα·
- του παλιού καιρού, α. (υποτιμητικά για πρόσωπα ή πράγματα) που δεν είναι σύγχρονος, μοντέρνος, που είναι παλιομοδίτικος και πολλές φορές, για το λόγο αυτό, είναι πιο σωστός, πιο γνήσιος, πιο αγνός: «έχει αντιλήψεις του παλιού καιρού, γι’ αυτό δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τους νέους || κάποτε ήταν αριστοκράτισσα κι εξακολουθεί να ντύνεται με ρούχα του παλιού καιρού || τα φρούτα του παλιού καιρού τα ’τρωγες και τα φχαριστιόσουν, ενώ τα σημερινά είναι σαν τρως πλαστικό!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καθώς πρέπει άντρας και του παλιού καιρού κι όχι απ’ τους λιμοκοντόρους και του γλυκού νερού). β. που συνέβη ή διαδραματίστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν: «τώρα έχουμε δημοκρατία και δε θα γυρίσουμε σε μεθόδους του παλιού καιρού». (Τραγούδι: στη Μακεδονία του παλιού καιρού γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου
- του τα ’χω από καιρό μαζεμένα, οφείλει να μου δώσει εξηγήσεις για γεγονότα που έχουν συμβεί ή που εξακολουθούν να συμβαίνουν εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, έχω συσσωρευμένα παράπονα σε βάρος κάποιου εδώ και πολύ χρονικό διάστημα: «πρέπει να ξεκαθαρίσει, επιτέλους, τη θέση του απέναντί μου, γιατί του τα ’χω από καιρό μαζεμένα»·
- του τα ’χω από καιρό φυλαγμένα, βλ. φρ. του τα ’χω από καιρό μαζεμένα·
- τρέχει ο καιρός, ο χρόνος κυλάει με μεγάλη ταχύτητα: «πρέπει να ενεργοποιηθούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί τρέχει ο καιρός και θα χάσουμε την προθεσμία χωρίς να το καταλάβουμε»·
- τρώω τον καιρό μου, βλ. φρ. χάνω τον καιρό μου·
- τω καιρώ εκείνω, (ειρωνικά) λέγεται για κάτι που γινόταν ή συνηθιζόταν σε παλιότερες εποχές: «αυτά που μου λες γινόταν τω καιρώ εκείνω, από τότε όμως οι άνθρωποι άλλαξαν και νοοτροπία και γούστα». Από την εισαγωγική ευαγγελική φράση: τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ Ἰησοῦς(…)·
- τώρα είναι (ο) καιρός, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι, τώρα ωρίμασε ο καιρός να γίνει κάτι: «τώρα είναι καιρός να φέρουμε αυτό το είδος, γιατί έχει μεγάλη ζήτηση στην αγορά || τώρα είναι ο καιρός να παντρευτείς, μην το πολυσκέφτεσαι»·
- χάλασε ο καιρός, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα χάλασε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- χάνω καιρό, καθυστερώ: «κάθε φορά που έρχομαι να σε δω, χάνω καιρό με την κουβέντα κι αργώ να πάω στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: για να μη χάνουμε καιρό,σε παίρνω απ’ το κινητό, γδύσου κι έρχομαι
- χάνω τον καιρό (μου), α. ματαιοπονώ: «χάνεις τον καιρό σου που προσπαθείς να του βάλεις μυαλό, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα χάνω τον καιρό για να σε συμβουλεύω, για μια γυναίκα του μπελά, ρε τ’ είν’ αυτά, το νου μου να παιδεύω). β. αφήνω το χρόνο μου να περνάει ανεκμετάλλευτος, τον σπαταλώ άδικα: «όταν ήμουν νέος, έχανα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα, και τώρα χτυπάω το κεφάλι μου». γ. καθυστερώ: «καθώς ερχόμουν έπεσα σ’ ένα μποτιλιάρισμα κι έχασα τον καιρό μου»·
- χειμώνα καιρό, βλ. λ. χειμώνας·
- χρόνια και καιρούς, βλ. λ. χρόνος·
- χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο φίλος του χτύπησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, χωρίς να χάσει καιρό πήγε να τον δει». Συνών. χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ωραίοι καιροί τότε! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς με νοσταλγία σε παλιότερες χρονικές περιόδους. όταν οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες: «ωραίοι καιροί τότε! Γλέντια, ξενύχτια, διασκεδάσεις χωρίς άγχος κι αγωνία για το αύριο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε ρε·
- ωραίος καιρός! στερεότυπη έκφραση προσέγγισης κάποιου σε μοναχική γυναίκα με σκοπό τη σύναψη ερωτικών σχέσεων. Είναι και φορές που δηλώνει αμηχανία, όταν ο επίδοξος εραστής εξαντλήσει το λεκτικό του οπλοστάσιο ή αποτελεί και απλό πείραγμα σε γυναίκα στο δρόμο·
- ωρίμασε ο καιρός, ήρθε η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι: «όλοι υποστηρίζουν πως ωρίμασε ο καιρός για την ίδρυση ενός νέου πολιτικού κόμματος».

καπετάνιος

καπετάνιος, ο, πλ. καπετάνιοι κ. καπεταναίοι, οι, θηλ. καπετάνισσα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. καπετάνιος <βενετ. capetanio]. 1. ο καπετάνιος. (Λαϊκό τραγούδι: καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, λοστρόμοι ναύτες μηχανικοί, καθένας έχει και τον καημό του, έτσι είμαστε όλοι εμείς οι ναυτικοί // καπετάν Βαγγέλη γεια σου, με την καπετάνισσά σου). 2. (σε περιπτώσεις πολέμου, ανταρτοπόλεμου) ο αρχηγός ένοπλου σώματος, ο οπλαρχηγός: «ο παππούς μου ήταν καπετάνιος στο Μακεδονικό Αγώνα || το σόι του κρατάει από έναν καπετάνιο του 1821». (Δημοτικό τραγούδι: δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος. Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα).3. ο αρχηγός μιας ομάδας που είναι υπεύθυνος για τη δραστηριότητά της: «ποιος είναι ο καπετάνιος σ’ αυτό το εργοτάξιο;». 4α. ως επιφών. καπετάνιε! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, που αναγνωρίζουμε την ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «καιρό είχαμε να σε δούμε απ’ τα μέρη μας, καπετάνιε!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση. Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό! (3α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / δάσκαλε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β)/ μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ!/ τσιφ! (3α, β). 5. φιλική προσφώνηση σε άτομο ανεξαρτήτου επαγγέλματος ή ιδιότητας.6. το θηλ. η καπετάνισσα, και με τη σημασία η σύζυγος του καπετάνιου, ιδίως του ναυτικού, αλλά και οπλαρχηγού·
- ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, η ικανότητα ενός ανθρώπου φαίνεται στις δύσκολες περιστάσεις: «τώρα θα δω τι αξίζεις που σου ’ρθαν τα πράγματα δύσκολα, γιατί ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται». Πολλές φορές, λέγεται και για να δώσει κανείς κουράγιο σε κάποιον που περνάει μια δύσκολη κατάσταση. Συνών. ο καλός καραβοκύρης στην ανεμοζάλη φαίνεται·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, βλ. λ. κώλος·
- όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο καπετάνιος, βλ. λ. φεγγάρι·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, βλ. λ. γυρεύω·
- πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο καπετάνιος, βλ. λ. φεγγάρι·
- φτωχός καπετάνιος, πλούσιο ταξίδι δεν κάνει, ο φτωχός επιχειρηματίας δεν αποκομίζει πολλά κέρδη από τη δουλειά του: «έχει ένα μαγαζάκι και μόλις τα κουτσοβολεύει γιατί, φτωχός καπετάνιος, πλούσιο ταξίδι δεν κάνει».

καρδιά

καρδιά, η, ουσ. [<μσν. καρδιά <αρχ. καρδία], η καρδιά. 1. η έδρα των συναισθημάτων και των επιθυμιών του ανθρώπου: «ήθελε να τη χωρίσει, άλλα όμως του έλεγε η καρδιά του». 2. το εσωτερικό μέρος λαχανικού ή φρούτου: «η καρδιά του μαρουλιού || η καρδιά του καρπουζιού». 3. το κέντρο μιας σπουδαίας δραστηριότητας: «η καρδιά της επιχείρησης είναι το λογιστήριο || βρισκόμαστε στην καρδιά της αγοράς της πόλης μας». 4. η ακμή μιας πράξης: «βρισκόμαστε στην καρδιά του πολέμου». Υποκορ. καρδούλα κ. καρδουλίτσα, η. Μεγεθ. καρδάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 272 φρ.)·
- άγγιξε στην καρδιά μου ή άγγιξε την καρδιά μου, με συγκίνησε βαθύτατα: «άγγιξε στην καρδιά μου η χειρονομία που έκανες, όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση || τα λόγια του άγγιξαν την καρδιά μου και τον βοήθησα»·
- αδούλωτη καρδιά, χαρακτηρισμός ατόμου που δεν ανέχεται τη σκλαβιά: «μόλις έσπασε το μέτωπο, οι άντρες με τις αδούλωτες καρδιές ανέβηκαν στα βουνά και οργάνωσαν αντάρτικο κατά του κατακτητή»·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, δε συμβαδίζει το συναίσθημα με τη λογική: «δεν ξέρω ποια απόφαση να πάρω γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι φίλος μου και άλλο λέει η καρδιά κι άλλο το μυαλό»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλο η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- ανάβω καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο: «είναι τέτοια γυναικάρα που απ’ όπου κι αν περάσει, ανάβει καρδιές». Συνών. ανάβω φωτιές·
- αναστέναξε η καρδιά μου, ένιωσα πολύ μεγάλη λύπη, στενοχωρήθηκα πολύ: «αναστέναξε η καρδιά μου μόλις αντίκρισα την κατάντια του»·
- άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου, βλ. λ. γιαγκίνι·
- άναψε η καρδιά μου, ένιωσα δυνατό έρωτα, ένιωσα μεγάλο ερωτικό πόθο: «μόλις την είδα, άναψε η καρδιά μου»·
- άνθρωπος με καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγει η καρδιά μου, έρχομαι σε πολύ καλή ψυχική διάθεση, χαίρομαι πολύ: «μόλις βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, ανοίγει η καρδιά μου, γιατί είναι μεγάλος καλαμπουρτζής»·
- ανοίγω την καρδιά μου (σε κάποιον), εκμυστηρεύομαι σε κάποιον τους φόβους μου, τις ανησυχίες μου, τα όνειρά μου: «δεν μπορείς ν’ ανοίγεις την καρδιά σου στον καθένα και να λες τον πόνο σου || ανοίγω την καρδιά μου μόνο στο φίλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στου φτωχού το σπίτι θα ’βρεις όλα τα καλά κι αν ανοίξεις την καρδιά σου θα βρεις και παρηγοριά
- άντεξε καρδιά μου! βλ. συνηθέστ. βάστα καρδιά μου(!)·
- αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου(;)·
- αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- άντρας με καρδιά, βλ. λ. άντρας·
- απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ή απ’ το βάθος της καρδιάς μου, με απόλυτη ειλικρίνεια, ολόψυχα, ολόθερμα: «σου εύχομαι απ’ τα βάθη της καρδιάς μου να προκόψεις στη ζωή σου»·
- απ’ την καρδιά μου, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, λέγεται για κάτι καλό που κάναμε σε κάποιον λόγω των καλών αισθημάτων μας: «εγώ απ’ την καλή μου την καρδιά θέλησα να τον βοηθήσω και βρέθηκα μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβω». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου
- άπιστη καρδιά, χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί ερωτικά, που δεν μπορεί να κάνει μαζί του σίγουρο ερωτικό δεσμό: «μα πήγες κι εσύ να κάνεις δεσμό μ’ αυτή την άπιστη καρδιά! Από τη μια θα φεύγεις εσύ, κι από την άλλη αυτή». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άπιστη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα σε ξεγελάσει
- από καρδιάς, ολόψυχα, ολόθερμα: «του ευχήθηκα από καρδιάς να πάει καλά στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: δε βρίσκω τόπο να σταθώ και στέκι για ν’ αράξω, να κάτσω ολομόναχος κι από καρδιάς να κλάψω
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, δίνεται ως αίνιγμα. Η απάντηση είναι η αγάπη, ο έρωτας και αναφέρεται στη σταδιακή έλξη και εξέλιξη της ερωτικής συμπεριφοράς των δυο φύλων·
- άπονη καρδιά, βλ. φρ. έχει άπονη καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: αφού με διώχνεις, φεύγω απόψε πληγωμένη, χωρίς να κλάψω και χωρίς να πω μιλιά, κι ο μαύρος δρόμος στη ζωή με περιμένει, γιατί αγάπησα μια άπονη καρδιά
- αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, εκφράζομαι ή ενεργώ καθοδηγούμενος από τα συναισθήματά μου: «όταν αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, κάνω συχνά λάθη»·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- βαραίνει την καρδιά μου, βλ. φρ. μου βαραίνει την καρδιά·
- βαστά η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου(;)·
- βαστά η καρδιά σου να…; έχεις το θάρρος, το κουράγιο, το σθένος, τη δύναμη να…(;): «βαστά η καρδιά σου να τα βάλεις μαζί μου;»· βλ. και φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- βάστα καρδιά μου! έκφραση με την οποία προτρέπουμε τον εαυτό μας να κάνουμε υπομονή, κουράγιο στις δύσκολες καταστάσεις που περνάμε: «βάστα καρδιά μου κι αύριο όλα θα ’ναι καλύτερα!»·
- βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- γέλασα με την καρδιά μου, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο που μου είπε, που γέλασα με την καρδιά μου»·
- για να γίνει η καρδιά σου, για να χαρείς, για να ευχαριστηθείς: «αφού το θέλεις τόσο πολύ, θα τον τραβήξω ένα χέρι ξύλο μόνο και μόνο για να γίνει η καρδιά σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους, ενόρκους- δικαστές, τους πλάνεψε η εμορφιά σου και με δικάζουν ισόβια για να γενεί η καρδιά σου
- δε βαστά η καρδιά μου, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου, λ. ψυχή
- δε βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δε μου κάνει καρδιά να…, δεν έχω τη διάθεση, την όρεξη, είμαι εντελώς απρόθυμος: «επειδή έχω πένθος, δε μου κάνει καρδιά να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια || επειδή περνώ τόσο ωραία, δε μου κάνει καρδιά να φύγω»·
- δεν αντέχει η καρδιά μου, δεν μπορώ να υποστώ διάφορες συγκινήσεις ή στενοχώριες, γιατί πάσχω από τη καρδιά μου, γιατί είμαι καρδιακός: «αποφεύγω τις έντονες συγκινήσεις, γιατί δεν αντέχει η καρδιά μου || πρόσεχε πώς θα του μεταφέρεις τα κακά νέα, γιατί δεν αντέχει η καρδιά του»· βλ. και φρ. δεν το αντέχει η καρδιά μου να(…)·
- δεν αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν αντέχει η ψυχή μου να…, λ. ψυχή
- δεν έχει καρδιά, είναι άπονος, άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «μην περιμένεις συμπόνια απ’ τον τάδε, γιατί δεν έχει καρδιά»·
- δεν το αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το αντέχει η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δεν το βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δίνω και την καρδιά μου (για κάποιον ή για κάτι), δίνω τα πάντα: «όταν κάποιος είναι καλό παιδί, δίνω και την καρδιά μου για να τον εξυπηρετήσω». (Λαϊκό τραγούδι: χασάπης είμαι ζηλευτός, εντάξει σ’ όλα, φίνος, κι όποιος εντάξει μου φερθεί και την καρδιά μου δίνω
- δίνω την καρδιά μου (σε κάποιον, σε κάποια), τον (την) ερωτεύομαι, συνάπτω μαζί του (της) ερωτικό δεσμό: «από μικρή έδωσε της καρδιά της σ’ έναν άντρα και πέρασε μαζί του ολόκληρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε την καρδιά σου σ’ όποιον αγαπάς κι άσε με εμένα, μην καρδιοχτυπάς
- δίνω το κλειδί της καρδιάς μου (σε κάποιον, σε κάποια), βλ. λ. κλειδί·
- έγινε η καρδιά μου καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μαύρισε η καρδιά μου·
- έγινε η καρδιά μου κομμάτια, ένιωσα πολύ μεγάλη στενοχώρια, λυπήθηκα πάρα πολύ: «έγινε η καρδιά μου κομμάτια, μόλις πληροφορήθηκα το θάνατο του πατέρα σου»·
- έγινε η καρδιά μου μπαξές, βλ. φρ. έγινε η καρδιά μου περιβόλι·
- έγινε η καρδιά μου περιβόλι, α. αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική ευφορία, καταχάρηκα: «μόλις είδα μετά από τόσα χρόνια τον αδερφό μου, έγινε η καρδιά μου περιβόλι». β. (ειρωνικά) αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική δυσφορία, απογοητεύτηκα: «μόλις μου έδειξαν το εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας, έγινε η καρδιά μου περιβόλι»·
- είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- είναι ανοιχτή καρδιά, βλ. συνηθέστ. είναι έξω καρδιά·
- είναι έξω καρδιά, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, είναι μεγάλος γλεντζές: «χαίρεσαι να κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι έξω καρδιά»·
- είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, είναι πολύ άπονος, πολύ άσπλαχνος, είναι ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να νιώσει τον πόνο σου, γιατί η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα». (Λαϊκό τραγούδι: τι έχεις μάνα δυστυχισμένη κι όλο το Χάρο παρακαλείς, είν’ η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα κι ό,τι κι αν κάνεις, δεν τον συγκινείς
- είναι κακιά καρδιά, βλ. φρ. έχει κακιά καρδιά·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. έχει καλή καρδιά·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, είναι καλός, καλόκαρδος, καλόψυχος: «δε σου χαλάει ποτέ χατίρι, γιατί είναι καλής καρδιάς άνθρωπος»·
- είναι μαύρη η καρδιά μου ή η καρδιά μου είναι μαύρη, είμαι πολύ απελπισμένος, πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, είναι μαύρη η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: να χορέψω μες τη ζάλη όμορφα και ταπεινά, η καρδιά μου είναι μαύρη απ’ τα τόσα βάσανα
- είναι μεγάλη καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μεγάλη καρδιά·
- είναι ο εκλεκτός (η εκλεκτή) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που ξεχώρισα και που αγαπώ, που είμαι ερωτευμένος μαζί του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα είναι ο εκλεκτός της καρδιάς μου»·
- είναι ο κλέφτης (η κλέφτρα) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που με έκανε να το αγαπήσω, να το ερωτευτώ: «αυτή η γυναίκα είναι η κλέφτρα της καρδιάς μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είσαι εσύ γυναίκα άστατη και ψεύτρα κι αν έχεις γίνει τώρα της καρδιάς μου η κλέφτρα
- είναι χρυσή καρδιά, βλ. φρ. έχει χρυσή καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι και να μου ’χει κάνει είναι μια καρδιά χρυσή, γύρνα πάλι σαν και πρώτα και αγάπα το και συ. Καλέ μου το παιδί
- είναι χωρίς καρδιά, είναι άκαρδος, σκληρόκαρδος: «δεν τον έχω άξιο ν’ αγαπήσει ποτέ του, γιατί είναι χωρίς καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι όλες όπως λεν χωρίς καρδιά, εμείς που έχουμε καρδιά τις αγαπάμε
- εκ βάθους καρδίας, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- έκλεισε η καρδιά μου ή έχει κλείσει η καρδιά μου, έπαψα να αγαπώ ή δε θέλω, δεν επιδιώκω να ξαναγαπήσω: «μετά απ’ το τελευταίο χουνέρι που έπαθα απ’ τη γυναίκα μου, έκλεισε η καρδιά μου και δε θα ξανακάνω δεσμό». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σε κάνω αφού πια δε σ’ αγαπώ, τώρα που ήρθες έχει κλείσει η καρδιά μου, πηγαίνω μ’ άλλες και τα πίνω και γλεντώ, έχουν στερέψει τα παλιά τα δάκρυά μου
- ελαφρά τη καρδία, χωρίς σκέψη, απερίσκεπτα: «πέταξε ένα λόγο ελαφρά τη καρδία και μας έκανε άνω κάτω || πήρε την απόφασή του ελαφρά τη καρδία κι έχασε ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. μ’ ελαφριά καρδιά·
- έξω φτώχια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπαθε συγκοπή καρδιάς ή έπαθε συγκοπή καρδίας, βλ. λ. συγκοπή·
- έσπασε η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να τραβάει μαχαίρι, έσπασε η καρδιά μου». β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο άτομο, χάλασε ο δεσμός που μας ένωνε: «μετά απ’ όλα όσα είπες για μένα, έσπασε η καρδιά μου και δε θέλω να σε ξαναδώ»·
- έφυγε απ’ την καρδιά του ή έφυγε από καρδιά, βλ. συνηθέστ. πήγε απ’ την καρδιά του·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της, φοβήθηκα, τρόμαξα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να ορμάει πάνω μου με το μαχαίρι, έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά του πάλλεται έντονα, όταν διατρέχει κάποιον σοβαρό κίνδυνο·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, βλ. φρ. έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της·
- έχει ανοιχτή καρδιά, είναι ανοιχτόκαρδος, καλόκαρδος, εύθυμος: «κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας ο τάδε, γίνεται το σώσε, γιατί έχει ανοιχτή καρδιά και μας παρασέρνει κι εμάς με το κέφι του»·
- έχει άπονη καρδιά, είναι άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «δε συμπαραστέκεται κανέναν στον πόνο του, γιατί έχει άπονη καρδιά»·
- έχει άστατη καρδιά, δεν είναι σταθερός στα αισθηματικά του: «μην υπολογίζεις στο δεσμό σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει άστατη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άστατη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα ξεγελάσει
- έχει ατσαλένια καρδιά, είναι πολύ ανθεκτικός, πολύ σκληρός: «όταν αποφασίζει κάτι, όσο κοπιαστικό και να ’ναι, δε λέει να κάνει πίσω με τίποτα, γιατί έχει ατσαλένια καρδιά»·
- έχει γενναία καρδιά, είναι γενναίος, θαρραλέος: «δεν τον τρομάζει τίποτα, γιατί έχει γενναία καρδιά»·
- έχει γερή καρδιά, είναι ανθεκτικός στις στενοχώριες και στα βάσανα, στις δυσκολίες της ζωής: «ό,τι πόνο έχω πηγαίνω και τον εκμυστηρεύομαι στον τάδε γιατί έχει γερή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: φίλε μου αν έχεις γερή καρδιά κάτσε ν’ ακούσεις μια συμφορά
- έχει καθαρή καρδιά ή έχει καρδιά καθαρή, συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια, είναι αγνός, τίμιος: «πάντα δίνω βάση στα λόγια του, γιατί έχει καθαρή καρδιά κι αποκλείεται να λέει ψέματα». (Λαϊκό τραγούδι: αν με αγαπάς στ’ αλήθεια, αγαπούλα μου γλυκιά, μη διστάζεις που με βλέπεις με τη φόρμα την παλιά, αν δουλεύω στη μουτζούρα έχω καθαρή καρδιά).Ίσως από το εκκλησιαστικό: καρδίαν καθαράν κτήσων εν εμοί ο Θεός(…)·
- έχει κακιά καρδιά, είναι κακός, μοχθηρός: «χαίρεται με τον πόνο τ’ αλλουνού, γιατί έχει κακιά καρδιά»·
- έχει καλή καρδιά, είναι καλός, καλόκαρδος, ευγενικός, έχει καλά αισθήματα: «είναι πολύ αγαπητός στην παρέα του, γιατί έχει καλή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κρατάτε με το ίσο για να σας τραγουδήσω έξω ντέρτια, βρε παιδιά, κι αν δεν έχουμε όλοι γεμάτο πορτοφόλι έχουμε καλή καρδιά
- έχει καρδιά, α. είναι ανδρείος, τολμηρός, άφοβος: «ο μόνος που έχει καρδιά απ’ την παρέα σας είναι ο τάδε, γιατί όλοι οι άλλοι είστε κλάνες». β. είναι ευαίσθητος, καλόκαρδος, σπλαχνικός, μεγαλόκαρδος: «μην τον βλέπεις έτσι απότομο και ξεγελιέσαι, γιατί έχει καρδιά ο άνθρωπος, είναι καλό παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη, μη μου μιλάς με μάσκα, γιατί κι εγώ έχω καρδιά,τι κι αν φορώ τραγιάσκα)· βλ. και φρ. έχω καρδιά·
- έχει καρδιά αγκινάρα, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, μεγαλόκαρδος, είναι έξω καρδιά: «αυτό το παλικάρι δεν το ’χω δει ποτέ μου στενοχωρημένο, γιατί έχει καρδιά αγκινάρα»·
- έχει καρδιά αμπάρι, είναι πολύ καλόκαρδος, καλοσυνάτος: «είναι ανεκτίμητος άνθρωπος, γιατί έχει καρδιά αμπάρι»· βλ. και φρ. έχει πλούσια καρδιά·
- έχει καρδιά από ατσάλι ή έχει καρδιά ατσάλι, βλ. φρ. έχει ατσαλένια καρδιά·
- έχει καρδιά από μάρμαρο ή έχει καρδιά μάρμαρο, βλ. φρ. η καρδιά του είναι από μάρμαρο·  
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. φρ. έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα·
- έχει καρδιά λιονταριού, είναι πολύ γενναίος, πολύ θαρραλέος, είναι άφοβος: «δε φοβάται το παραμικρό, γιατί έχει καρδιά λιονταριού»·
- έχει καρδιά μάλαμα, είναι πολύ καλός, πολύ καλόκαρδος, πολύ καλοσυνάτος: «ο τάδε είναι ο αγαπημένος της παρέας μας, γιατί έχει καρδιά μάλαμα»·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, είναι άκακος, αθώος: «αποκλείεται αυτός ο άνθρωπος να ’πε κακό για σένα, γιατί έχει καρδιά μικρού παιδιού»·
- έχει καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. έχει καρδιά περιβόλι·
- έχει καρδιά περιβόλι, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, πολύ καλόκαρδος: «ο ένας του ο γιος είναι στραβόξυλο, ο άλλος όμως έχει καρδιά περβόλι»·
- έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- έχει κρύα καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος, ασυγκίνητος: «με τέτοια κρύα καρδιά μου έχει, πώς θέλεις να νιώσει τον πόνο σου;». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην κρύα σου καρδιά χωρίς καιρό να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερα δύο κι άσο
- έχει καρδιά λαγού, βλ. λ. λαγός·
- έχει μαράζι στην καρδιά, έχει ερωτικό πόνο, υποφέρει ερωτικά: «δεν έχει μάτια για άλλη γυναίκα, γιατί έχει μαράζι στην καρδιά για την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: το μαράζι της καρδιάς μου, θα το διώχνει ο μπαγλαμάς μου
- έχει μαύρη καρδιά, είναι πολύ κακός, πολύ μοχθηρός, δεν έχει διόλου ανθρώπινα αισθήματα: «έχει τόσο μαύρη καρδιά αυτός ο άνθρωπος, που δεν ξέρει τι πάει να πει καλό στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο πουκάμισο θα βρω μαύρο σαν την καρδιά σου, για να ταιριάζει η φορεσιά στα βάσανά μου τα βαριά όπου τραβώ κοντά σου
- έχει μεγάλη καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, πολύ ευσπλαχνικός, πολύ μεγαλόκαρδος: «αν του ζητήσεις συγνώμη, θα σε συγχωρέσει, γιατί έχει μεγάλη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχει παιδική καρδιά, είναι καλόβολος, αθώος: «όπου και να πάει, είναι καλοδεχούμενος, γιατί έχει παιδική καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τραπέζι ανέβαινε και τα κουβέρνα έριχνε, τον αγαπούσαν τα παιδιά γιατ’ είχε παιδική καρδιά
- έχει πέτρινη καρδιά, βλ. φρ. έχει καρδιά από πέτρα·
- έχει πληγή στην καρδιά, βλ. λ. πληγή·
- έχει πλούσια καρδιά, είναι πολύ γενναιόδωρος: «αυτός ο άνθρωπος είναι η χαρά της παρέας μας, γιατί έχει πλούσια καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι φτωχός, μα έχω πλούσια καρδιά και την αγάπη μου μην την περιφρονήσεις, είμαι φτωχός, μα στη δική μου αγκαλιά πίκρες και δάκρυα ποτέ δε θα γνωρίσεις
- έχει πονετική καρδιά, είναι ευσπλαχνικός, ευαίσθητος: «βοηθάει όλο τον κόσμο, γιατί έχει πονετική καρδιά»·
- έχει σκληρή καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο σου αυτός ο άνθρωπος, γιατί έχει σκληρή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κατηγορώ τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του,τη συμφορά του αλλουνού την έχει για χαρά του
- έχει σκοτεινή καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μαύρη καρδιά·
- έχει φαρμάκι στην καρδιά, βλ. λ. φαρμάκι·
- έχει χρυσή καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, μεγαλόκαρδος: «δε χαλάει χατίρι σε κανέναν φίλο του, γιατί έχει χρυσή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχουν και καλά παιδιά στην κοινωνία μέσα, που έχουνε χρυσή καρδιά αισθήματα και μπέσα
- έχω (ένα) αγκάθι στην καρδιά, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω γιαγκίνι στην καρδιά, βλ. λ. γιαγκίνι·
- έχω ένα βάρος στην καρδιά, βλ. λ. βάρος·
- έχω καρδιά ή έχω την καρδιά μου, πάσχω, υποφέρω από την καρδιά μου, είμαι καρδιακός: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το τσιγάρο, γιατί έχω καρδιά || δεν πρέπει να πίνω και να ξενυχτώ, γιατί έχω την καρδιά μου·
- έχω λάβρα στην καρδιά, βλ. λ. λάβρα·
- έχω πίκρα στην καρδιά, βλ. λ. πίκρα·
- έχω στην καρδιά μου (κάποιον), βλ. φρ. τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου. (Νησιώτικο τραγούδι: λυγαριά λυγαριά εσένα έχω στην καρδιά, λυγαριά λυγαριά θα σε κλέψω μια βραδιά
- ζητά η καρδιά μου ή η καρδιά μου ζητά, βλ. συνηθέστ. λαχταρά η καρδιά μου·
- η γραμμή της καρδιάς, βλ. λ. γραμμή·
- η καρδιά του είναι από μάρμαρο ή η καρδιά του είναι μάρμαρο, είναι σκληρός, ασυγκίνητος: «δε συναισθάνεται τον πόνο κανενός, γιατί η καρδιά του είναι από μάρμαρο»·
- η καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- η καρδιά μου κάνει τικ τακ ή η καρδιά μου κάνει τίκι τακ, α. είμαι ερωτευμένος: «η καρδιά μου κάνει τικ τακ γι’ αυτή τη γυναίκα». (Τραγούδι: τικ τακ, τίκι τίκι τακ κάνει η καρδιά μου,σαν σε βλέπω). β. κατέχομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει το παλιόπαιδο πως η καρδιά μου κάνει τικ τακ, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελό!»·
- η καρδιά μου πάει να σπάσει ή πάει να σπάσει η καρδιά μου, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική αναστάτωση από μεγάλη χαρά ή μεγάλο φόβο: «η καρδιά μου πάει να σπάσει, όταν κρατώ μέσα στην αγκαλιά μου τα παιδιά μου || πάει να σπάσει η καρδιά μου, κάθε φορά που μου τυχαίνει να περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο»·
- η καρδιά μου πήγε να σπάσει, βλ. φρ. πήγε να σπάσει η καρδιά μου· 
- η καρδιά μου το ξέρει! βλ. συνηθέστ. η καρδούλα μου το ξέρει! λ. καρδούλα·
- η καρδιά του προβλήματος (της υπόθεσης) το κέντρο, το σημαντικότερο σημείο, η ουσία: «η καρδιά του προβλήματος είναι πως δεν έχουμε λεφτά να συνεχίσουμε τη δουλειά κι όλα τ’ άλλα τ’ ακούω βερεσέ»·
- ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, συνήλθα ύστερα από μεγάλη αγωνία, από μεγάλο φόβο ή τρόμο που είχα νιώσει, έπαψα πια να ανησυχώ, έπαψα να φοβάμαι, αναθάρρησα: «μόλις είδα να συγκρατούν οι άλλοι τον αγριάνθρωπο που ήθελε να με δείρει, ήρθε η καρδιά μου στη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά του βρίσκει πάλι τους κανονικούς της παλμούς, μόλις περάσει ο κίνδυνος που το απειλούσε·
- ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- θεωρία επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, βλ. λ. θεωρία·
- καίγεται η καρδιά μου, α. πονώ, υποφέρω, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν τον βλέπω να τριγυρίζει μεθυσμένος στους δρόμους, καίγεται η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν καθίσεις για να φας, για μέτρα τα παιδιά σου, σου λείπει το μικρότερο και καίγετ’ η καρδιά σου). β. νιώθω έντονο ερωτικό πόθο: «καίγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πότε θες να ’ρθεις να σου πω πως καίγεται η καρδιά μου,μ’ ένα φιλάκι σου γλυκό να σβήσεις τη φωτιά μου
- καίω καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο, έχω μεγάλες ερωτικές επιτυχίες: «έκαψες καρδιές πάλι χτες βράδυ στο χορό»·
- καλή καρδιά! α. έκφραση αισιοδοξίας στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον κάτι και αυτός αρνείται να ανταποκριθεί: «δεν πειράζει, ρε φίλε, που δε μας βοήθησες, καλή καρδιά!». β. (γενικά) έκφραση αισιοδοξίας. (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά, τη γλυκιά μανούλα μας στο στόμα τη φιλάμε και έξω φτώχεια και καλή καρδιά)· βλ. και φρ. υγεία και καλή καρδιά! λ. υγεία·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, ο καλός, ο καλοκάγαθος άνθρωπος είναι αφελής: «καλύτερα καλή καρδιά και λίγη γνώση παρά να κατέχω όλη τη σοφία του κόσμου και να ’μαι κακόψυχος»·
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
- κάνει κρα η καρδιά μου, επιθυμώ, λαχταρώ κάτι πάρα πολύ: «κάνει κρα η καρδιά μου γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνει κρα η καρδιά μου να πάω κι εγώ το καλοκαίρι να παραθερίσω στη Χαλκιδική»·
- κάνω καρδιά, α. υπομένω, ιδίως κάποιο ψυχικό πόνο: «μπορεί να ’χασες τον πατέρα σου, αλλά κάνε καρδιά, γιατί έχεις να μεγαλώσεις τα παιδιά σου». β. γίνομαι καρδιακός: «πώς να μην κάνω καρδιά με τόσες στενοχώριες που περνώ κάθε μέρα!»·
- κάνω πέτρα την καρδιά μου ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- καρδιά μου! προσφώνηση τρυφερότητας και αγάπης σε αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: που πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα τον χάσεις, καρδιά μου μοναχή
- καρδιά παραπονιάρα, έκφραση που χαρακτηρίζει το παραπονιάρικο άτομο, τον παραπονιάρη: «έλα δω ρε, καρδιά παραπονιάρα, που έχεις την εντύπωση πως όλο σ’ αδικούνε!». (Λαϊκό τραγούδι: ποια λύπη σε βαραίνει βαριά κι αφόρητη, καρδιά παραπονιάρα κι απαρηγόρητη
- κερδίζω την καρδιά (κάποιου), α. αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου, γίνομαι αγαπητός σε κάποιον: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, κέρδισε την καρδιά μου κι από τότε σχεδόν κάθε μέρα είμαστε μαζί». β. κάνω κάποιον να με αγαπήσει: «όταν την παντρεύτηκα, δεν την αγαπούσα τη γυναίκα μου, αλλά με τον καιρό κέρδισε την καρδιά μου, γιατί αποδείχτηκε πολύ εντάξει σύζυγος»·
- κλαίει η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια: «κλαίει η καρδιά μου, απ’ τη μέρα που έμαθα πως ο φίλος μου έμπλεξε με τα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε ηλιοβασίλεμα δεν ξέρω τι μου φταίει, με παίρνει το παράπονο και η καρδιά μου κλαίει
- κλέβω καρδιές, (γενικά) είμαι άτομο που προκαλώ τη συμπάθεια, τον έρωτα, είμαι άτομο που μ’ ερωτεύονται: «έκλεψες πάλι καρδιές, χτες βράδυ στον χορό»·
- κλοτσάει η καρδιά μου, α. έχω έντονο καρδιοχτύπι από ταραχή ή αγωνία: «όσο περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν το παιδί μου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». β. νιώθω έντονο καρδιοχτύπι από κάτι ξαφνικό και αναπάντεχο που βλέπω: «μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». γ. έχω καρδιακά προβλήματα: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό πολύ κλοτσάει η καρδιά μου»·
- κράτα καρδιά μου! βλ. φρ. βάστα καρδιά μου(!)·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, ο ερωτευμένος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, δεν μπορεί να κρυφτεί, γιατί από την ένταση και την αγωνία που νιώθει για το αγαπημένο του πρόσωπο, τα χέρια του είναι κρύα. Η διαπίστωση αυτή γίνεται κατά τη διάρκεια χειραψίας και γίνεται συνήθως αντικείμενο πειράγματος: «από πού κατάλαβα πως είσαι ερωτευμένος; Δεν άκουσες που λένε κρύα χέρια, ζεστή καρδιά;»· βλ. και φρ. κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, λ. χέρι·
- κρύωσε η καρδιά μου, έχασα τον αρχικό ενθουσιασμό που είχα για κάποιον ή για κάτι, ψυχράθηκα: «όταν τον γνώρισα, ήθελα πάρα πολύ να κάνω παρέα μαζί του, αλλά, μόλις έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, κρύωσε η καρδιά μου και σταμάτησα να τον συναναστρέφομαι || στην αρχή ήθελα ν’ αγοράσω το τάδε αυτοκίνητο, γιατί μου άρεσε πολύ, αλλά, όταν έμαθα τα μειονεκτήματα που έχει, κρύωσε η καρδιά μου και πήρα αυτό που έχω τώρα»·
- λαχταρά η καρδιά μου ή η καρδιά μου λαχταρά, επιθυμώ έντονα να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «πώς λαχταρά η καρδιά μου να ξαπλώσω ένα βράδυ μ’ αυτή τη γυναίκα! || και μένα λαχταρά η καρδιά μου ένα ταξιδάκι». (Λαϊκό τραγούδι: Θεέ μου, τη δεύτερη φορά που θα ’ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, δε θα ξαναγαπήσω
- λαχτάρησε η καρδιά μου, τρόμαξα ή φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να πετάγεται απ’ τη γωνία μπροστά μου, λαχτάρησε η καρδιά μου»·
- λόγια της καρδιάς, βλ. λ. λόγος·
- μ’ άναψε φωτιά στην καρδιά, βλ. λ. φωτιά·
- μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του, έπαψε να με συμπαθεί, να με αγαπάει: «του αντιμίλησα πολύ άσχημα μπροστά στους δικούς του, γι’ αυτό κι αυτός μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του»·
- μ’ ελαφριά καρδιά, α. που δε βαρύνεται από στενοχώρια, τύψη ή ενοχή, με ήσυχη συνείδηση: «πώς μπορεί να έχει διώξει το παιδί του απ’ το σπίτι και να κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά! || κάνει πάντοτε το σωστό, γι’ αυτό κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά». β. χωρίς ανησυχία ή φόβο για τυχόν κακές συνέπειες: «απ’ τη στιγμή που είναι τίμιος άνθρωπος, ό,τι κάνει, το κάνει μ’ ελαφριά καρδιά»·
- μ’ έπιασε η καρδιά μου, βλ. φρ. πιάστηκε η καρδιά μου·
- ματώνει η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, ματώνει η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, να μπορούσα αγάπη μου να σ’ είχα εδώ κοντά μου, αυτή τη θλιβερή βραδιά ματώνει η καρδιά μου
- μαύρισε η καρδιά μου, απελπίστηκα, ταλαιπωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισε η καρδιά μου, μέχρι να μεγαλώσω αυτά τα παιδιά || μαύρισε η καρδιά μου, όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το σβησμένο κάρβουνο μαύρισε η καρδιά μου απ’ τα πολλά τα βάσανα κι από τα δάκρυά μου
- μαχαιριά στην καρδιά, βλ. λ. μαχαιριά·
- με βαριά καρδιά, α. χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, σχεδόν με το ζόρι, με κρύα καρδιά: «θα σε βοηθήσω, αλλά με βαριά καρδιά, γιατί είσαι αχάριστος άνθρωπος». β. με μεγάλη στενοχώρια, με ψυχική οδύνη: «μόλις γύρισε απ’ τα νεκροταφεία, κλείστηκε με βαριά καρδιά στο δωμάτιό του κι έκλαψε πικρά». (Λαϊκό τραγούδι: αφού το θες τούτη τη βραδιά με βαριά καρδιά και καημό μεγάλο, αγάπη μου, σου αφήνω γεια αφού τώρα πια δε με θέλεις άλλο
- με καρδιά, α. με σθένος, με θάρρος: «αντιμετώπισε με καρδιά όλες τις κατηγόριες σε βάρος του». (Λαϊκό τραγούδι: γεροντάκι κοτσανάτο όλο έρωτα γεμάτο, γεροντάκι με καρδιά όλο τέχνη και φωτιά). β. ευσπλαχνικό, που να αγαπάει: «μετά από τόσες ατυχίες στον έρωτα, βρήκε επιτέλους μια γυναίκα με καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θα βρω μια άλλη με καρδιά, να ξέρει ν’ αγαπάει και μες στις στεναχώριες μου να με παρηγοράει)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με κρύα καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς όρεξη, με βαριά καρδιά: «τον βοήθησα, αλλά με κρύα καρδιά, γιατί δεν έχει ιδέα τι θα πει ευχαριστώ»·
- με μια ψυχή και μια καρδιά, βλ. λ. ψυχή·
- με μισή καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «του ’δωσα τα δανεικά που μου ζήτησε, αλλά με μισή καρδιά, γιατί δεν ξέρω αν θα τα ξαναπάρω πίσω». (Τραγούδι: το φιλί τι να το κάνεις με μισή καρδιά, όσο κι αν πονάω, φτάνει, δε σε θέλω πια
- με όλη μου την καρδιά ή με όλη την καρδιά μου, με όλη μου την ευχαρίστηση, εγκάρδια, ολόθερμα, ολόψυχα: «ξεκίνα τη δουλειά που σκέφτεσαι κι εγώ θα σε βοηθήσω με όλη μου την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπησα με όλη την καρδιά μου κι σ’ έντυσα μες τα μεταξωτά. Τώρα όμως σου πέρασε ο πόνος και να φύγεις θέλεις μακριά!)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με την καρδιά μου, α. δηλώνει ένταση ή υπερβολή: «γέλασα με την καρδιά μου || ήπια με την καρδιά μου || χόρεψα με την καρδιά μου || τραγούδησα με την καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πλούσια ήταν τα ελέη τους, τα γλέντια κι η χαρά τους, εμένα μ’ αγαπήσανε όλοι με την καρδιά τους). β. με καλή πρόθεση, με ευχαρίστηση: «θέλω να το πάρεις χωρίς ενδοιασμούς αυτό το ρολόι, γιατί σου το δίνω με την καρδιά μου». γ. με δύναμη θέλησης: «όλη τη μέρα αγωνίζομαι με την καρδιά μου για να πετύχω τους στόχους που έχω βάλει»· βλ. και φρ. με καρδιά·
- με τι καρδιά; λέγεται στην περίπτωση που κάποιος δε συναισθάνεται ή προσποιείται πως δε συναισθάνεται τη βαρύτητα κάποιας ενέργειάς του σε βάρος μας ή σε βάρος κάποιου, και συμπεριφέρεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα: «με τι καρδιά θα τον πετάξεις χειμωνιάτικα μέσα στους δρόμους, επειδή δε σου πλήρωσε δυο νοίκια; || με τι καρδιά μου ζητάς βοήθεια, απ’ τη στιγμή που μέχρι χτες με κατηγορούσες;». (Λαϊκό τραγούδι: με τι καρδιά ξαναγύρισες συγνώμη να μου ζητήσεις
- με τι καρδιά να…! λέγεται στην περίπτωση που για κάποιο λόγο δεν έχουμε τη διάθεση ή την άνεση να κάνουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «με τι καρδιά να τον βοηθήσω, που μέχρι τώρα ούτε μια φορά δε μου είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ! || με τι καρδιά να του ζητήσω δανεικά, αφού δεν του επέστρεψα ακόμη εκείνα που του είχα πάρει!»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να…! λ. μούτρο·   
- με το χέρι στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- μεγάλη καρδιά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καλόψυχο, ανοιχτόκαρδο και με ευγενικά αισθήματα. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί έχω χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- μη μου χαλάς την καρδιά, (παρακλητικά) μη με στενοχωρείς, κάνε μου το χατίρι: «θέλω να ’ρθεις κι εσύ μαζί μου, μη μου χαλάς την καρδιά». (Τραγούδι: πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι, μη μου χαλάσεις την καρδιά κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι θα ’ναι σαν όνειρο η βραδιά)·   
- μη χαλάς την καρδιά σου, μη στενοχωριέσαι, μην κακοκαρδίζεσαι: «μη χαλάς την καρδιά σου για ψύλλου πήδημα!». (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. -Κάντε μάγκες τη δουλειά σας, μη χαλάτε την καρδιά σας
- μιλά η καρδιά μου, αποφασίζω, ενεργώ με βάση το συναίσθημα: «δεν μπορώ να σου πω πως ο φίλος μου έχει άδικο, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση μιλά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αντέχω, δε βαστάω, δεν μπορώ να μοιράζεις την καρδιά σου και στους δυο. Ή εμένα ή τον άλλον να κρατήσει και ν’ αφήσεις την καρδιά σου να μιλήσει
- μιλάει στην καρδιά μου, α. (για πρόσωπα) μου είναι πολύ αρεστός, με συγκινεί πάρα πολύ ερωτικά: «χαίρομαι να κάνω παρέα μαζί του, γιατί μιλάει στην καρδιά μου αυτός ο άνθρωπος || απ’ την πρώτη στιγμή αυτή η γυναίκα μίλησε στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ μου μιλάς στην καρδιά μου και θέλω να γίνεις δικιά μου).β. (για πράγματα) είναι της αρεσκείας μου: «αυτό τ’ αυτοκίνητο θα τ’ αγοράσω οπωσδήποτε, γιατί μιλάει στην καρδιά μου». γ. λέγεται για οτιδήποτε μας συγκινεί πάρα πολύ: «είδα ένα έργο που μίλησε στην καρδιά μου». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ίσια ή το κατευθείαν. Συνών. μιλάει στην ψυχή μου·
- μου άνοιξε την καρδιά! (ειρωνικά) με τα λόγια ή τις πράξεις του μου δημιούργησε στενοχώριες, προβλήματα: «μου άνοιξε την καρδιά μ’ αυτά τα μαντάτα που μου ’φερε!»· 
- μου άνοιξε την καρδιά, με χαροποίησε με αυτά που μου είπε ή έκανε για μένα: «ήμουν στενοχωρημένος, αλλά ευτυχώς μου ’φερε καλά νέα και μου άνοιξε την καρδιά || μου άνοιξε την καρδιά με τα λεφτά που μου έδωσε, γιατί μπόρεσα και κάλυψα την επιταγή μου»·
- μου βαραίνει την καρδιά, νιώθω ψυχική δυσφορία, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: «μου βαραίνει την καρδιά το αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθω»· βλ. και φρ. το ’χω βάρος στην καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά γαρίφαλο, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο·
- μου ’κανε την καρδιά καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά κομμάτια, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο: «μου αντιμίλησε τόσο άσχημα, που μου ’κανε την καρδιά κομμάτια». (Λαϊκό τραγούδι: αχ παιχνιδιάρα πάψε πλέον τα γινάτια και μη μου κάνεις την καρδούλα μου κομμάτια
- μου ’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά περιβόλι· 
- μου ’κανε την καρδιά περιβόλι, α. με χαροποίησε πάρα πολύ: «μόλις μου ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι». β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη δυσαρέσκεια, με απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε τα δυσάρεστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι»·
- μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο, α. με χαροποίησε υπερβολικά: «μόλις με πληροφόρησε πως ο γιος μου πέτυχε στο πανεπιστήμιο, μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο». Από την εικόνα του τριαντάφυλλου, που προξενεί ευφορία στην ψυχή. β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη στενοχώρια, με απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε την αποτυχία του γιου μου, μου ’κανε στην καρδιά τριαντάφυλλο»·
- μου ’καψε την καρδιά ή μου ’χει κάψει την καρδιά, τον (την) ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’καψε την καρδιά και δεν μπορώ να ησυχάσω». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, μ’ έκαψες μες την καρδιά και δε βρίσκω γιατρειά)· 
- μου κατάκτησε την καρδιά, βλ. φρ. μου πήρε την καρδιά·
- μου ’κλεψε την καρδιά ή μου ’χει κλέψει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) ερωτεύτηκα: «τη γνώρισα στο χορό του συλλόγου μας και, μετά το χορό που χόρεψα μαζί της, κατάλαβα πως μου ’χε κλέψει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει την καρδιά η Μαρίνα, η Μαρίνα, η Σαλονικιά
- μου μάτωσε την καρδιά, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο, με τραυμάτισε ψυχικά: «τα σκληρά του λόγια μου μάτωσαν την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέλνεις πίσω τα κλειδιά και μου ματώνεις την καρδιά
- μου μαύρισε την καρδιά, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε την καρδιά αυτό το παιδί μέχρι να το μεγαλώσω!»·
- μου ξερίζωσε την καρδιά, μου προξένησε αβάσταχτο πόνο, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «τον είδα να σέρνεται πάλι μεθυσμένος μέσα στους δρόμους και μου ξερίζωσε την καρδιά»·
- μου ξεσκίζει την καρδιά, με στενοχωρεί πάρα πολύ, μου προξενεί αβάσταχτο πόνο: «μου ξεσκίζει την καρδιά που δεν εννοεί να καταλάβει πως αυτές οι παρέες θα τον καταστρέψουν»·
- μου πήρε την καρδιά ή μου ’χει πάρει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) συμπάθησα πολύ, τον (την) ερωτεύτηκα: «μου πήρε την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με τους ευγενικούς του τρόπους || απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’χει πάρει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να με ρωτήσεις μου επήρες την καρδιά μελαχρινό, λυπήσου, δώσ’ μου παρηγοριά // μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει την καρδιά, η Μαρία, η Μαρία η Σαλονικιά
- μου πλήγωσε την καρδιά, μου προξένησε ψυχικό πόνο: «η αχαρακτήριστη στάση σου μου πλήγωσε την καρδιά || απέρριψε την ερωτική πρόταση που της έκανα και μου πλήγωσε την καρδιά»·
- μου ράγισε την καρδιά, α. διατάραξε ανεπανόρθωτα με τη στάση του τον έρωτα που ένιωθα γι’ αυτόν (αυτήν): «δεν έχω διάθεση να την ξανασυναντήσω, γιατί με τα τελευταία της καμώματα μου ράγισε την καρδιά». β. με λύπησε, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου ράγισε την καρδιά με τις αηδίες που κάθισε κι είπε για μένα!»·     
- μου σκίζει την καρδιά, βλ. φρ. μου ξεσκίζει την καρδιά·
- μου τρύπησε την καρδιά, μου προξένησε πολύ δυσάρεστο συναίσθημα: «με τρύπησε την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με την κατάντια του»·
- μου τρώει την καρδιά, κάποιος ή κάτι με φθείρει ψυχικά ή σωματικά: «κάθε μέρα μου τρώει την καρδιά αυτό το παιδί με τις αταξίες του || μου τρώει την καρδιά η αποτυχία του γιου μου να μπει στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με να σε φιλήσω, ίσως βρω τη γιατρειά για να βγάλω το σαράκι που μου τρώει την καρδιά
- μου φαρμάκωσε την καρδιά, μου προξένησε μεγάλη πικρία, μεγάλη στενοχώρια: «μου μίλησε τόσο άσχημα, που μου φαρμάκωσε την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια ορφανά μες την ίδια γειτονιά μη φαρμακώνεις άλλο την καρδιά
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μπήκε στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πού με βρήκες, πού σε βρήκα; στην καρδιά σου μέσα μπήκα κι έγινε καβγάς μεγάλος, γιατί ήταν μέσα άλλος
- ξεριζώνεται η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, θλίβομαι πάρα πολύ: «όπως τον είδα να χτυπιέται πάνω στο μνήμα του πατέρα του, ξεριζώθηκε η καρδιά μου»·
- ξεσκίζεται η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «ξεσκίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τον βλέπω μεθυσμένο»·
- ξύπνησε η καρδιά του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ένιωσε ερωτικό σκίρτημα: «νέος καθώς ήταν, ξύπνησε η καρδιά του, μόλις την αντίκρισε». (Τραγούδι: αλητάκι μπατιράκι, κι αν ξυπνήσει η καρδιά,δε θα βάλουμε μεράκι, έξω φτώχεια, βρε παιδιά
- όσο αντέχει η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η καρδιά σου·
- όσο βαστά η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- όσο θα χτυπά η καρδιά μου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου: «όσο θα χτυπά η καρδιά μου, εγώ θα σ’ αγαπώ»·
- όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, είναι φορές που ενώ είμαστε στενοχωρημένοι, είμαστε παράλληλα και υποχρεωμένοι να δείχνουμε ευχαριστημένοι, χαμογελαστοί, χαρούμενοι: «οι ηθοποιοί πολλές φορές βρίσκονται σε πολλή δύσκολη θέση, γιατί όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά»· βλ. και φρ. γέλα παλιάτσο! λ. παλιάτσος·
- ό,τι ζητά η καρδιά σου, βλ. συνηθέστ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά, οτιδήποτε σε βασανίζει, σε στενοχωρεί, σε πικραίνει: «μην τα κρατάς μέσα σου κι ό,τι έχεις στην καρδιά να μου του λες για να ξαλαφρώνεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά να μου το λες μικρό μου κι όχι να κάθεσαι να κλαις, παραπονιάρικό μου
- ό,τι λαχταρά η καρδιά σου, α. λέγεται για αφθονία υλικών αγαθών: «σήμερα στην αγορά θα βρεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου». β. λέγεται για μεγάλη ελευθερία κινήσεων ή επιλογών: «αν έρθεις μαζί μου, θα μπορείς να κάνεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου»·
- ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον με την έννοια να αποκτήσει ή να πραγματοποίηση αυτό που επιθυμεί πολύ· βλ. και φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι τραβά η καρδιά σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- παίζει με δυο καρδιές, έχει ταυτόχρονα δυο ερωτικούς συντρόφους: «όταν έμαθε πως παίζει με δυο καρδιές, τον διαβολόστειλε». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με μάσκα εσύ μιλούσες κι ήθελες να ’χεις δυο αγκαλιές, μα πού το βρήκες αυτό γραμμένο εσύ να παίζεις με δυο καρδιές). Συνών. έχει δυο αγκαλιές·
- παίρνω την καρδιά του (της), κατακτώ κάποιον ή κάποια: «είναι τόσο όμορφη, που όποιον πει καλημέρα παίρνει την καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: οι άντρες όλοι θέλουνε να πάρουν την καρδιά σου, αφού εσύ τους προκαλείς με τα φερσίματά σου
- πέτρινη καρδιά, χαρακτηρίζει το άτομο που δεν αισθάνεται συμπόνια, οίκτο για κανέναν: «δεν περίμενα βοήθεια από μια πέτρινη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα πέτρινη καρδιά αυτό το μαύρο δείλι έβαψα με το αίμα μου το άσπρο μου μαντήλι
- πετά η καρδιά μου, βλ. λ. λαχταρά η καρδιά μου·
- πέτρωσε η καρδιά του, έχει γίνει πολύ σκληρός, έπαψε να αισθάνεται συμπόνια ή οίκτο για τον συνάνθρωπό του ή είναι κλεισμένος στον εαυτό του, δεν αφήνει να φανούν οι ευαισθησίες του, τα συναισθήματά του: «απ’ τον καιρό που τον ξεγέλασε ο καλύτερος φίλος του και του ’φαγε ένα μεγάλο ποσό, πέτρωσε η καρδιά του και δεν εμπιστεύεται κανέναν || απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σε δυστύχημα, πέτρωσε η καρδιά του κι αποτραβήχτηκε απ’ όλους»·
- πήγε απ’ την καρδιά του ή πήγε από καρδιά, πέθανε από πάθηση της καρδιάς του, συνήθως πέθανε από έμφραγμα: «φαινόταν τόσο υγιής άνθρωπος κι όμως πήγε απ’ την καρδιά του»·
- πήγε η καρδιά μου να σπάσει ή πήγε να σπάσει η καρδιά μου, κυριεύτηκα από μεγάλη αγωνία ή από μεγάλο φόβο: «όταν έμαθα για τις ταραχές που ξέσπασαν στο κέντρο της πόλης, πήγε η καρδιά να σπάσει, μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || πήγε να σπάσει η καρδιά μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι του»·
- πήγε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της·
- πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη, βλ. φρ. πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη, βλ. λ. ψυχή·
- πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη»·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πιάστηκε η καρδιά μου, βλ. συνηθέστ. πιάστηκε η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- πώς αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς βαστά η καρδιά σου(;)·
- πώς βαστά η καρδιά σου; έκφραση απορίας που μας απευθύνει κάποιος που ξέρει πως πάσχουμε από την καρδιά μας και βλέπει να υποφέρουμε από διάφορες έντονες καταστάσεις: «αμάν, ρε παιδάκι μου, πώς βαστά η καρδιά σου με τόσες στενοχώριες;». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ που μ’ αγαπούσες ήμουνα η χαρά σου τώρα πώς βαστάει η καρδιά σου και μου λες το γεια σου;)·βλ. και φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να… (α)·
- πώς το αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- πώς το βαστά η καρδιά σου να…; α. έκφραση που μας απευθύνει κάποιος με απορία, όταν επικείμενη ενέργειά μας εναντίον κάποιου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο σε βάρος του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να τον πετάξεις χειμωνιάτικα έξω απ’ το σπίτι για δυο νοίκια που σου χρωστάει;». β. έκφραση απορίας, όταν ενεργεί κάποιος σε βάρος μας κι εμείς δεν αντιδρούμε δυναμικά εναντίον του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να σου βρίζει τόση ώρα τη μάνα και να μην τον σπας στο ξύλο;»·
- πώς το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- ραγίζεται η καρδιά μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι πάρα πολύ: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, ραγίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τη σκέφτομαι». (Λαϊκό τραγούδι: στα βάθη της Ανατολής, στη μαύρη ξενιτιά μου, όταν ακούω μπιρ Αλλάχ, ραγίζεται η καρδιά μου
- ράγισε η καρδιά μου, α. ένιωσα μεγάλη στενοχώρια, αισθάνθηκα μεγάλη θλίψη, λυπήθηκα πάρα πολύ: «όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο, ράγισε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ενός λεπτού σιγή για μια καρδιά που ράγισε, σαν αϊτό στη γη μια αγάπη τον φυλάκισε). β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο πρόσωπο: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, ράγισε η καρδιά μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο και ξέκοψα απ’ την παρέα του»·
- σκίζεται η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «σκίζεται η καρδιά μου σαν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται· από φίλους παρανόμους έμεινε στους πέντε δρόμους
- σκληρή καρδιά, χαρακτηρίζει τον άπονο, το σκληρόκαρδο: «από τέτοια σκληρή καρδιά μην περιμένεις ούτε συμπαράσταση, ούτε άλλη βοήθεια». (Τραγούδι: σκληρή καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω, ψεύτρα με γέλασες στο λέω και πονώ
- σπάραξε η καρδιά μου, ένιωσα μεγάλο ψυχικό πόνο: «όταν τον είδα να κλαίει σαν μικρό παιδί πάνω στο φέρετρο του πατέρα του, σπάραξε η καρδιά μου»·
- σπαρταρά η καρδιά μου, ποθώ, λαχταρώ έντονα κάποιον ή κάτι: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα, σπαρταρά η καρδιά μου || σπαρταρά η καρδιά μου για ταξίδια»·
- σπαρτάρισε η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα: «μόλις έφυγε τ’ αυτοκίνητο απ’ το δρόμο, σπαρτάρισε η καρδιά μου». β. ένιωσα έντονη χαρά ή συγκίνηση: «μόλις μου είπαν πως κέρδισα το λαχείο, σπαρτάρισε η καρδιά μου || καθώς αντίκρισα τέτοια ομορφιά, σπαρτάρισε η καρδιά μου». Από το ότι, όταν διατρέχει κανείς κάποιο κίνδυνο ή όταν νιώθει κάποια μεγάλη συγκίνηση, τότε πάλλεται έντονα η καρδιά του και οι παλμοί της παρομοιάζονται με το σπαρτάρισμα του ψαριού·
- στάζει η καρδιά μου αίμα, είμαι πολύ στενοχωρημένος, βασανίζομαι από δυσβάσταχτο ψυχικό πόνο. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν γελάω, είναι ψέμα, στάζει η καρδιά μου αίμα)·
- σταμάτησε η καρδιά του ή σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, πέθανε: «ένα ήρεμο βράδυ του χειμώνα σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, αφού πρώτα πρόλαβε και είδε την προκοπή των παιδιών του»·
- στην καρδιά της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα), ακριβώς στο μέσο της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα): «βρισκόμαστε στην καρδιά της άνοιξης κι όλη η φύση φοράει την πολύχρωμη φορεσιά της || κάνει φοβερό κρύο, γιατί βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα». Είναι και φορές που της φρ. προτάσσεται το μέσα·
- σφίγγεται η καρδιά μου, α. κυριεύομαι από συναισθήματα οίκτου, θλίψης, λύπης: «σφίγγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που σκέφτομαι πώς κατάντησε αυτός ο άνθρωπος!». β. φοβάμαι πάρα πολύ: «κάθε φορά που περνάω βράδυ έξω από νεκροταφείο, σφίγγεται η καρδιά μου»·
- σφίγγω την καρδιά μου, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή, προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος: «όλα τα στοιχεία ήταν σε βάρος μου, αλλά έσφιξα την καρδιά μου και περίμενα να λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω
- τα φύλλα της καρδιάς, βλ. λ. φύλλο·
- τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει, λέγεται στην περίπτωση που τα λόγια ενός ατόμου δε συμβαδίζουν με τα αισθήματά του: «μην πιστεύεις που σου λέει πως σ’ αγαπά, γιατί, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω, τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει»·
- την έχει βασίλισσα στην καρδιά του, βλ. λ. βασιλιάς·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, πολλές φορές με τα λόγια που λέμε, επηρεάζουμε τα συναισθήματα κάποιου για κάποιον: «να εκφέρεις με περίσκεψη τη γνώμη σου για κάποιον και να θυμάσαι πως της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί»· 
- το αντέχει η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το αντέχει η καρδιά σου να…(;)·
- το βαστά η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- το λέει η καρδιά του, είναι άφοβος, τολμηρός, ανδρείος, γενναίος: «δε φοβάται να τα βάλει με κανέναν, γιατί το λέει η καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: Μήτσο, ήσουν παλικάρι και με την μεγάλη χάρη· άσπρα τώρα τα μαλλιά σου, μα το λέει η καρδιά σου
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, πολλές φορές ο έρωτας ξεκινάει από την ωραία εμφάνιση και έπειτα επηρεάζει το αίσθημα: «ήταν τόσο όμορφη που μόλις την είδε ένιωσε κεραυνοβόλο έρωτα γιατί, το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά»· βλ. και φρ. από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει·
- το χέρι της καρδιάς, βλ. λ. χέρι·
- το ’χω βάρος στην καρδιά μου, βλ. λ. βάρος·
- τον έβαλα στην καρδιά μου, τον συμπάθησα πάρα πολύ, τον αγάπησα: «είναι πολύ καλός άνθρωπος κι απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας τον έβαλα στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα σε συλλογίζομαι, ντερβίση αμαξά μου, είσαι κουρνάζος, μάγκα μου, σ’ έβαλα στην καρδιά μου
- τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου, έπαψα να τον αγαπώ, να τον συμπαθώ: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου»·
- τον έκλεισα στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου·
- τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου, τον συμπαθώ πάρα πολύ, τον αγαπώ πολύ: «είναι τόσο καλός και τόσο ευχάριστος, που τον έχω μέσ’ στην καρδιά μου απ’ τη μέρα που τον γνώρισα». (Λαϊκό τραγούδι: έγιναν γκρίζα τα μαλλιά κι ακόμα σ’ έχω στην καρδιά μου
- τον πονά η καρδιά μου, ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν, πάσχω, υποφέρω, όταν του συμβαίνει κάτι κακό: «δικός μου άνθρωπος είναι και τον πονά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, βρε Σοκιανή, Κουσαδιανή, η καρδιά μου σε πονεί
- τον σιχάθηκε η καρδιά μου, με αηδίασε με τη συμπεριφορά του: «είναι τόσο αισχρός άνθρωπος, που τον σιχάθηκε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε, γέρο, από κοντά μου, σε σιχάθηκε η καρδιά μου
- τον χαίρεται η καρδιά μου, βλ. φρ. τον χαίρεται η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- του άγγιξα στην καρδιά ή του άγγιξα την καρδιά, τον συγκίνησα βαθύτατα: «είμαι σίγουρος πως του άγγιξα την καρδιά με τη βοήθεια που του πρόσφερα»·
- του άνοιξα την καρδιά, τον έφερα σε καλή ψυχική διάθεση, τον χαροποίησα: «ήταν στενοχωρημένος, αλλά, μόλις του ανήγγειλα πως είχε εγκριθεί το δάνειό του, του άνοιξα την καρδιά || με δυο απανωτά πετυχημένα ανέκδοτα που του είπα, του άνοιξα την καρδιά»· 
- του άνοιξα  την καρδιά μου, του εκμυστηρεύτηκα τους πόθους μου, τα όνειρά μου ή τις ανησυχίες μου: «επειδή τον εμπιστεύομαι  απόλυτα, του άνοιξα την καρδιά μου»·
- του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο, του εκμυστηρεύτηκα τα πάντα σχετικά με μένα: «μου ενέπνευσε τέτοια εμπιστοσύνη, που του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο»·
- του ’δωσα το αίμα της καρδιάς μου, βλ. λ. αίμα·
- του κόβω την καρδιά, βλ. συνηθέστ. του κόβω το αίμα, λ. αίμα·
- του ξερίζωσα την καρδιά, που προξένησα μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη θλίψη, μεγάλο πόνο: «μόλις του αποκάλυψα πως η κόρη του τα ’χει μπλέξει μ’ έναν αλήτη, του ξερίζωσα την καρδιά»·
- του σπάω την καρδιά, τον κατατρομάζω, τον αιφνιδιάζω και του προκαλώ αναστάτωση, φόβο: «του ’σπασα την καρδιά, μόλις πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσ’ στο σκοτάδι»·
- του τσάκισα την καρδιά, τον στενοχώρησα πάρα πολύ: «τον αποπήρα μπροστά στους γονείς του και του τσάκισα την καρδιά, γιατί καταντροπιάστηκε»·
- τραβά η καρδιά μου, βλ. φρ. λαχταρά η καρδιά μου·
- τραγούδια της καρδιάς, βλ. λ. τραγούδι·
- τρέμει η καρδιά μου, ανησυχώ, φοβάμαι πάρα πολύ μήπως συμβεί κάτι κακό: «τρέμει η καρδιά μου κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || τρέμει η καρδιά μου μήπως γίνει κανένας πόλεμος»·
- τρέχει η καρδιά μου αίμα, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, τρέχει η καρδιά μου αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: σκοτεινιάζει κι όλο βρέχει· αίμ’ απ’ την καρδιά μου τρέχει· δίχως αγκαλιά και χάδι πέφτω απ’ τη γη στον Άδη
- τσακίζει η καρδιά μου, στενοχωριέμαι πάρα πολύ, θλίβομαι: «κάθε φορά που βλέπω τα χάλια αυτού του παιδιού, τσακίζει η καρδιά μου»·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φαρμακώνεται η καρδιά μου, νιώθω έντονη ψυχική πίκρα: «φαρμακώνεται η καρδιά μου σαν βλέπω νέα παιδιά να κυλούν στα ναρκωτικά»·
- χαίρεται η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη: «χαίρεται η καρδιά μου όταν βλέπω την εγγονούλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σε θέλω πέδιλο να μου φοράς, κυρά μου, για να σε βλέπω, κούκλα μου, να χαίρετ’ η καρδιά μου
- χαλάσαμε τις καρδιές μας, λογοφέραμε, μαλώσαμε, ψυχραθήκαμε: «πες ο ένας πες ο άλλος και για ένα πείσμα της στιγμής, χαλάσαμε τις καρδιές μας». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα ’ρθω πια στην Κοκκινιά, καμωματού ξανθειά μου, γιατί με τα αδέρφια σου χάλασα την καρδιά μου
- χάλασε η καρδιά μου, έχασα το κέφι μου, τη διάθεσή μου, στενοχωρήθηκα: «δε θα ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια, γιατί χάλασε η καρδιά μου μ’ αυτές τις ανοησίες που είπε ο τάδε για μένα». (Λαϊκό τραγούδι: λαχταρώ να σ’ αγκαλιάσω και το νου μου ας το χάσω, έλα πάμε στον οντά μου, ναι μάτια μου, να σε σφίξω να σε λιώσω κι ό,τι έχω να στο δώσω, μη χαλάσεις την καρδιά μου,ναι μάτια μου
- χαλώ την καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι: «δεν χαλώ την καρδιά για ψύλλου πήδημα». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς
- … χτυπά η καρδιά…, βρίσκεται το κέντρο, είναι ο πυρήνας: «στην Αθήνα χτυπά η καρδιά της Ελλάδας || στη Θεσσαλονίκη χτυπούσε κάποτε η καρδιά του μπάσκετ || στο χρηματιστήριο χτυπά η καρδιά της οικονομίας μιας χώρας»·
- χτυπά η καρδιά μου, α. είμαι ερωτευμένος: «όλοι το ’χουν καταλάβει πως χτυπά η καρδιά μου για την τάδε». β. κατέχομαι, βασανίζομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει πώς χτυπά η καρδιά μου, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελός!»·
- χωρίς καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, χωρίς διάθεση, σχεδόν με το ζόρι: «τον κάλεσε ο άλλος να συμβιβαστούν, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να γίνει, γιατί πήγε χωρίς καρδιά»·
- ψυχράθηκαν οι καρδιές μας, βλ. συνηθέστ. χαλάσαμε τις καρδιές μας.

κατάσταση

κατάσταση, η, ουσ. [<αρχ. κατάστασις <καθίστημι], η κατάσταση. 1. οι συνθήκες στις οποίες βρίσκεται κάποιος ή κάτι σε δεδομένη στιγμή: «δεν ξέρω σε τι κατάσταση τον άφησες εσύ, αλλά εγώ δεν τον είδα καθόλου καλά || σε τι κατάσταση βρίσκεται τ’ αυτοκίνητο;». (Λαϊκό τραγούδι: καθάρισε τη θέση σου μ’ αυτή σου την κατάσταση, θακάνω επανάσταση). 2. η δυνατότητα που διαθέτει κάποιος να ενεργήσει: «δεν ήμουν σε κατάσταση να καταλάβω τι μου έλεγε, γιατί μόλις είχα ξυπνήσει». 3. οι κοινωνικές ή οι οικονομικές συνθήκες που υπάρχουν σε δεδομένο τόπο και χρόνο: «τον τελευταίο καιρό η κατάσταση στην πατρίδα μας δεν είναι καθόλου καλή». (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βρίσκεται σ’ άσχημη κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. συνηθέστ. βρίσκεται σε κακή κατάσταση·
- βρίσκεται σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) δεν είναι καλά διατηρημένο, παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη χρήση ή τη λειτουργία του: «η τσάπα βρίσκεται σε κακή κατάσταση και πρέπει ν’ αγοράσω καινούρια || τ’ αυτοκίνητο βρίσκεται σε κακή κατάσταση και πρέπει να το δει ο μηχανικός»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σε κακή κατάσταση·
- βρίσκεται σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) είναι καλά διατηρημένο, δεν παρουσιάζει πρόβλημα ως προς τη χρήση ή τη λειτουργία του: «το σερβίτσιο μας βρίσκεται σε καλή κατάσταση || τ’ αυτοκίνητό μου βρίσκεται σε καλή κατάσταση»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση, από άποψη υγείας, ψυχολογίας ή οικονομικών βρίσκομαι σε δεινή θέση: «ο γιατρός μου μου ανακοίνωσε πως βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση || δεν μπορώ ν’ ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου, γιατί βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σε κακή κατάσταση·
- βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, από άποψη οικονομικών βρίσκομαι σε δεινή θέση: «δεν μπορώ να σου δανείσω ούτε ένα ευρώ, γιατί βρίσκομαι σε κακή κατάσταση»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση·
- βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, από άποψη υγείας, ψυχολογίας ή οικονομικών δεν παρουσιάζω κανένα πρόβλημα: «μετά τις εξετάσεις που έκανα, ο γιατρός μου είπε πως βρίσκομαι σε καλή κατάσταση || τώρα που βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, μπορώ να σου δανείσω το ποσό που σου χρειάζεται»·  
- γίνομαι κύριος της καταστάσεως, βλ. φρ. παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου·
- δεν είμαι σε κατάσταση να…, δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω κάτι, ιδίως λόγω υγείας ή κακών οικονομικών: «δεν είμαι σε κατάσταση να βγαίνω έξω μ’ αυτό το κρύο, γιατί πάσχω απ’ τα πνευμόνια μου και δεν πρέπει να κρυολογήσω || δεν είμαι σε κατάσταση να σε βοηθήσω οικονομικά, γιατί κι εγώ περνώ δύσκολα»· βλ. και φρ. δεν είμαι σε θέση να…, λ. θέση·
- δεν είναι κατάσταση αυτή! βλ. φρ. πού θα πάει αυτή η κατάσταση(;)·
- δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου να… ή η κατάστασή μου δεν το επιτρέπει να…, δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα ή τη θέληση να συμμετέχω κάπου, ιδίως λόγω υγείας ή κακών οικονομικών: «θα ήθελα να ’ρθω μαζί σας, αλλά δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου, γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι || καταλαβαίνω την ανησυχία σου, αλλά δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου να σου δώσω δανεικά, γιατί κι εγώ περνώ δυσκολίες»· βλ. και φρ. δεν το επιτρέπει η θέση μου να…, λ. θέση·
- δημιουργώ κατάσταση ή δημιουργώ καταστάσεις, δημιουργώ επεισόδιο, δημιουργώ φασαρία, φασαρίες: «με το παραμικρό δημιουργεί καταστάσεις»·
- είμαι κύριος της καταστάσεως, έχω τον έλεγχο μιας υπόθεσης ή μιας ομάδας ανθρώπων: «πες του να μην ανησυχεί, γιατί εξακολουθώ και είμαι κύριος της καταστάσεως»·
- είμαι σ’ άσχημη κατάσταση, βλ. φρ. βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση·
- είμαι σε κακή κατάσταση, βλ. φρ. βρίσκομαι σε κακή κατάσταση·
- είμαι σε καλή κατάσταση, βλ. φρ. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση·
- είναι άνθρωπος της κατάστασης, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι άνθρωπος των καταστάσεων, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι άσχημη η κατάσταση, η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι ταραγμένη, επικίνδυνη, παρατηρείται κοινωνική ή οικονομική αναταραχή, απειλείται από σοβαρούς κινδύνους: «είναι άσχημη η κατάσταση και πολλοί φοβούνται μήπως ξεσπάσει και κανένας πόλεμος!»·
- είναι άσχημη η κατάστασή του, βρίσκεται σε δεινή θέση από άποψη υγείας ή οικονομικών: «τον πήγαν στο νοσοκομείο, γιατί, απ’ ό,τι μου είπε ο αδερφός του, είναι άσχημη η κατάστασή του || μην τολμήσεις να του ζητήσεις δανεικά, γιατί είναι άσχημη η κατάστασή του»·
- είναι κακή η κατάσταση, βλ. φρ. είναι άσχημη η κατάσταση·
- είναι κακή η κατάστασή του, βλ. φρ. είναι άσχημη η κατάστασή του·
- είναι καλή η κατάσταση, η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι ομαλή, ήρεμη, παρατηρείται κοινωνική ή οικονομική ομαλότητα, σιγουριά: «τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας είναι καλή η κατάσταση»·
- είναι καλή η κατάστασή του, από άποψη υγείας ή οικονομικών βρίσκεται σε καλή θέση: «πήγα και τον είδα στο νοσοκομείο και διαπίστωσα πως είναι καλή η κατάστασή του || είναι καλή η κατάστασή του για να του ζητήσω κάτι δανεικά που μου χρειάζονται;»·
- είναι σ’ άσχημη κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. συνηθέστ. βρίσκεται σε κακή κατάσταση·
- είναι σ’ ενδιαφέρουσα κατάσταση, βλ. λ. ενδιαφέρουσα·
- είναι σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. φρ. βρίσκεται σε κακή κατάσταση·
- είναι σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. φρ. βρίσκεται σε καλή κατάσταση·
- ελέγχω την κατάσταση, ελέγχω τις συνθήκες που επικρατούν σε ένα χώρο, σε μια ομάδα ανθρώπων ή σε ένα κράτος ή καταστέλλω τις δυσάρεστες καταστάσεις που είχαν παρουσιαστεί: «παρ’ όλες τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργατών, ο διευθυντής του εργοστασίου ελέγχει την κατάσταση || η κυβέρνηση δήλωσες πως ελέγχει την κατάσταση στο χώρο της οικονομίας»·  
- η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, δεν μπορώ να διευθύνω, να καθοδηγήσω, έχασα τον έλεγχο μιας υπόθεσης, μιας ομάδας ανθρώπων ή ενός λαού και εγκυμονούν διάφοροι κίνδυνοι: «η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια της κυβέρνησης και οι διαδηλώσεις επεκτάθηκαν σ’ όλη τη χώρα»·
- κάνω κατάσταση, α. δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες για να κατακτήσω μια γυναίκα: «πήγε και κάθισε στο διπλανό τραπέζι και προσπαθούσε να κάνει κατάσταση με την γκόμενα». β. δημιουργώ περιουσία: «τόσα χρόνια στη Γερμανία έκανε καλή κατάσταση». γ. δημιουργώ κατάλληλες συνθήκες σε μια παρέα, ώστε να περάσει ευχάριστα: «θα κάνει κανείς καμιά κατάσταση για να τη βρούμε;». δ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δημιουργώ παιχνίδι, στήνω παιχνίδι, οργανώνω καρέ: «άντε, ρε φίλε, κάνε καμιά κατάσταση να περάσει η ώρα»·
- κατάσταση αναμονής, βλ. λ. αναμονή·
- κατάσταση είναι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι κατάσταση αυτή(!)·
- κατάσταση έκτακτης ανάγκης, βλ. λ. ανάγκη·
- κατάσταση πολιορκίας, βλ. λ. πολιορκία·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, αναλαμβάνω τη διεύθυνση, την καθοδήγηση, τον έλεγχο μιας υπόθεσης ή μιας ομάδας ανθρώπων: «αναγκάστηκα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου, γιατί τα πάντα πήγαιναν στραβά στην επιχείρηση»·
- ποια είναι η κατάστασή του; α. σε τι οικονομική κατάσταση βρίσκεται(;): «μήπως ξέρεις ποια είναι η κατάσταση του τάδε, γιατί μου πρότεινε να συνεταιριστούμε; || καλό παιδί φαίνεται, όμως για πες μου ποια είναι η κατάστασή του;». β. πώς είναι από άποψη υγείας(;): «για πες μου εσύ που πήγες και τον είδες στο νοσοκομείο, ποια είναι η κατάστασή του;»·
- πού θα πάει αυτή η κατάσταση; α. έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «δεν είναι κατάσταση αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι κατάσταση αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια!». β. έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου από ενοχλητική πράξη ή ενέργεια, που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «δεν είναι κατάσταση αυτή, κάθε μεσημέρι, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η βιόλα; / πού θα πάει αυτό βιολί; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς(;)·
- ροκ καταστάσεις, βλ. λ. ροκ·
- συμβιβάζομαι με την κατάσταση, προσαρμόζομαι στο κλίμα, στη νοοτροπία που επικρατεί: «στην αρχή του φαίνονταν όλα δύσκολα, αλλά με τον καιρό συμβιβάστηκε με την κατάσταση»·
- σώζω την κατάσταση, προλαβαίνω τα χειρότερα, ενεργώ ώστε να αποφευχθεί μια καταστροφή: «δεν είχε να πληρώσει το δάνειο που είχε πάρει από την τράπεζα και θα του παίρνανε το σπίτι που είχε βάλει υποθήκη, ευτυχώς όμως του ’δωσε λεφτά ο φίλος του κι έσωσε την κατάσταση»·
- την πήδηξα την κατάσταση, βλ. φρ. την πήδηξα τη δουλειά, λ. δουλειά·
- τι κατάσταση είν’ αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή! βλ. φρ. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Συνών. τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή! / τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! / τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός(!)·
- φυσική κατάσταση, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται από άποψη σωματικής υγείας κάποιο άτομο: «βρίσκεται σε καλή φυσική κατάσταση ο τάδε αθλητής; || από άποψη φυσικής κατάστασης είναι μια χαρά».

κέρατο

κέρατο, το, ουσ. [<μσν. κέρατον, από τα κέρατα, πλ. του αρχ. ουσ. κέρας], το κέρατο. 1. η συζυγική απιστία, το κεράτωμα: «λένε πως στην υψηλή κοινωνία το κέρατο το ’χουν για σπορ! || στη λεγόμενη αριστοκρατία το κέρατο πάει σύννεφο». 2. άνθρωπος ανάποδος, ενοχλητικός, δύστροπος, πεισματάρης, στρυφνός, τυραννικός: «είναι τέτοιο κέρατο αυτός ο άνθρωπος, που σε βγάζει την πίστη ανάποδα, αν μπλέξεις μαζί του!». 3. (στη γλώσσα της αργκό) το μαχαίρι, η κάμα, αλλά και το περίστροφο, το πιστόλι: «έπεσε με το κέρατο πάνω του και του τρύπησε την καρδιά || κάποια στιγμή έβγαλε το κέρατο απ’ την τσέπη του και του την άναψε». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χασίσι: «θα το κόψω το κέρατο, γιατί δεν το αντέχω άλλο». Υποκορ. κερατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αρπάζω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- βγάζει τα κέρατά του, κερδίζει πάρα πολλά χρήματα από τη δουλειά του: «έχει ένα φασφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και βγάζει τα κέρατά του». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- γαμώ το κέρατό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. (Τραγούδι: και το τρίτο είναι δικό μας, γαμώ το κέρατό μας, αγάπη μου γλυκιά). Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το κέρατό σου! ή σου γαμώ το κέρατο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω, γαμώ το κέρατό σου, που σε ψάχνω και δε σε βρίσκω, όταν σε χρειάζομαι! || σου γαμώ το κέρατο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς την άδειά μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε βλέπεις το κέρατό σου το δίφορο! ή δε βλέπεις τα κέρατά σου τα δίφορα! α. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που, ενώ οι εργασίες του πηγαίνουν πολύ άσχημα, προσφέρεται να συμβουλέψει άλλους πώς να πάνε καλά οι εργασίες τους. β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που, ενώ η γυναίκα του τον απατά, αυτός προσφέρεται να συμβουλέψει άλλους πώς να φερθούν στις γυναίκες τους, για να φανούνε σκληροί και κυρίαρχοι στο γάμο τους ή στον ερωτικό τους δεσμό·
- δε βλέπεις το κέρατό σου το τράγειο! βλ. φρ. δε βλέπεις το κέρατό σου το δίφορο(!)·
- είναι διάβολος με κέρατα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι ένα κέρατο αυτός! θαυμαστική έκφραση που επιτείνει τα προτερήματα ή τα ελαττώματα κάποιου: «τι λες, θα μπορέσει να μου τελειώσει τη δουλειά; -Είναι ένα κέρατο αυτός! || είναι ένα κέρατο αυτός, που, αν σου πάρει δανεικά, θα σου βγάλει την ψυχή μέχρι να σου τα επιστρέψει»·
- ήλιος με κέρατα, βλ. λ. ήλιος·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, βλ. λ. βόδι·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…; τι περισσότερο διαθέτει (διέθετε) αυτός από εμένα και…: «και βέβαια μπορώ κι εγώ να το κάνω, τι δηλαδή, κέρατα είχε αυτός και το ’κανε;»·
- κέρατο βερνικωμένο, άνθρωπος ανυποχώρητος, ισχυρογνώμονας, σκληρός, τυραννικός: «εγώ σου λέω πως αυτός ο άνθρωπος είναι κέρατο βερνικωμένο, κι αφού έμπλεξες μαζί του, δε θα ξεμπλέξεις εύκολα»·
- όσο κάθεται ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει, βλ. λ. κερατάς·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, η μακροχρόνια απουσία του συζύγου από το σπίτι οδηγεί τη σύζυγο στη συζυγική απιστία: «άσε τα μεγάλα ταξίδια χωρίς τη γυναίκα σου, και να ’χεις πάντα κατά νου αυτό που έλεγαν οι πιο παλιοί, ότι δηλαδή, όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει»· 
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας·
- πιάνω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- … τα κέρατά μου (σου, του κ.λπ.), πάρα πολύ, σε υπερβολική ποσότητα: «πήγα στο μπαράκι κι ήπια πάλι τα κέρατά μου || τέλος του μηνός έχω πληρωμές και πρέπει να πληρώσω τα κέρατά μου || μπλέξαμε όλη η παρέα κι ήπιαμε τα κέρατά μας || είναι πολύ προβληματισμένος, γιατί χρωστάει τα κέρατά του»·
- το κέρατό μου (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ το κέρατό μου·
- το κέρατό σου (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ το κέρατό σου·
- το κέρατό σου το δίφορο! ή τα κέρατά σου τα δίφορα! (ενν. γαμώ) α. λέγεται από αγανακτισμένο ή εκνευρισμένο άτομο σε κάποιον, που δεν μπορεί ή που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέει: «τα κέρατά σου τα δίφορα, που σου ζήτησα να μου φέρεις αυτό το πράγμα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά: «τα κέρατά σου τα δίφορα που σου είπα εγώ τέτοιο πράγμα!» Από την εικόνα εκείνου του άντρα που δεν εννοεί να πιστέψει κάποιον, που του λέει συνέχεια πως η γυναίκα του τον απατά συστηματικά, πράγμα που θα έπρεπε να το είχε καταλάβει προ πολλού, γιατί, κοντά στο κέρατο που του φύτεψε η γυναίκα του, καρποφόρησε και άλλο·
- το κέρατό σου το τράγειο! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου σε κάποιον, που δεν μπορεί ή που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέει: «το κέρατό σου το τράγειο, που σου ’πα να κάνεις αυτό το πράγμα!». Από την εικόνα του κέρατου του τραγιού, που είναι πολύ ενδεικτικό. Εκστομίζεται και ως βρισιά σε κερατά·
- του (της) βάζει (το) κέρατο ή του (της) βάζει (τα) κέρατα, βλ. φρ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του γαμώ το κέρατο, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο, σηκώθηκε απ’ την παρέα του κι εκεί μπροστά σ’ όλο τον κόσμο του γάμησε το κέρατο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το κέρατο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του (της) περνάει (το) κέρατο ή του (της) περνάει (τα) κέρατα, βλ. φρ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του (της) φοράει (το) κέρατο ή του (της) φοράει (τα) κέρατα, τον (την) απατά: «χρόνια του φοράει το κέρατο κι αυτός δεν έχει πάρει ακόμα μυρουδιά || αν μάθει πως της φοράει κέρατα, θα του βγάλει τα μάτια»·
- του (της) φυτεύει (το) κέρατο ή του (της) φυτεύει (τα) κέρατα, βλ. συνηθέστ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, οι πράξεις του φτωχού ανθρώπου, ιδίως οι παράνομες παίρνουν δημοσιότητα και σχολιάζονται ενώ του πλούσιου και ισχυρού αποσιωπούνται: «αν ήταν κανένας πλούσιος δε θα μαθαίναμε τίποτα γι’ αυτή τη λοβιτούρα αλλά, βλέπεις, του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο»· βλ. και φρ. τα δικά μας είναι καρύδια κι ακούγονται, τα δικά τους είναι σύκα και δεν ακούγονται, λ. καρύδι·
- τρώει κέρατο, κερατώνεται από το ερωτικό ή συζυγικό του ταίρι: «μόλις αντιλήφθηκε πως τρώει κέρατο, τη χώρισε χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κέρδος κέρατα! βλ. λ. κέρδος·
- χωρίς κέρδος κέρατα, χωρίς πομπές κουδούνια! βλ. λ. κέρδος.

κέρδος

κέρδος, το, ουσ. [<αρχ. κέρδος], το κέρδος· κάθε υλικό ή ηθικό όφελος, κάθε θετική εμπειρία: «είναι κέρδος να κάνεις κουβέντα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μαθαίνεις ένα σωρό πράγματα || το κέρδος απ’ τη δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν να καταλάβω ποιος μ’ αγαπά πραγματικά και ποιος όχι»·
- αφήνω κέρδος, (για επιχειρήσεις) αποφέρω κέρδος: «έχει ένα σουβλατζίδικο στο κέντρο της αγοράς που του αφήνει κέρδος δυο χιλιάδες ευρώ το μήνα || θα το κλείσει το μαγαζί του, γιατί δεν αφήνει καθόλου κέρδος»·
- βγάζω κέρδος, κερδίζω: «εγώ τι κέρδος θα βγάλω απ’ αυτή τη δουλειά;»·
- δίνω κέρδος, (για επιχειρήσεις), βλ. φρ. αφήνω κέρδος·
- η ελευθερία με ζημιά είναι πολυτιμότερη από τη δουλεία με κέρδος, βλ. λ. ελευθερία·
- καθαρό κέρδος, το χρηματικό ποσό που μένει στα χέρια κάποιου από κάποια εμπορική του δραστηριότητα αφαιρουμένων των εξόδων: «το καθαρό κέρδος που έβγαλα απ’ την επιχείρησή μου τον προηγούμενο χρόνο, ήταν το τάδε ποσό»·
- καλά κέρδη! ευχή σε εμπορευόμενο, σε επιχειρηματία, ιδίως όταν ξεκινάει μια δουλειά, μια επιχείρηση·
- κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει, το ζουμί κέρδος μένει, βλ. λ. κρέας·
- χωρίς κέρδος κέρατα! λέγεται στην περίπτωση που, ενώ αγωνίζεται κάποιος καλοπροαίρετα να βοηθήσει κάποιον ή κάποιους ή να φέρει για λογαριασμό κάποιου μια δύσκολη υπόθεση σε αίσιο τέλος, όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η προσπάθειά του, αλλά κινδυνεύει να βγει και ζημιωμένος: «προσπάθησα να τους τα συμβιβάσω κι αυτοί τα ’βαλαν μαζί μου. Χωρίς κέρδος κέρατα, δηλαδή, κατάλαβες!»·
- χωρίς κέρδος κέρατα, χωρίς πομπές κουδούνια! λέγεται στην περίπτωση που, ενώ αγωνίζεται κάποιος καλοπροαίρετα να βοηθήσει κάποιον ή κάποιους ή να φέρει για λογαριασμό κάποιου μια δύσκολη υπόθεση σε αίσιο τέλος, όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η προσπάθειά του, όχι μόνο κινδυνεύει να βγει ζημιωμένος αλλά επιπλέον τον κατηγορούν ή και τον βρίζουν και από πάνω: «εγώ έδειξα όλη την καλή διάθεση να τους τα συμβιβάσω κι αυτοί, όχι μόνο τα ’βαλαν μαζί μου αλλά μ’ έβρισαν και χυδαιότατα. Κατάλαβες, δηλαδή, φίλε μου, τι έπαθα; Χωρίς κέρδος κέρατα, χωρίς πομπές κουδούνια!».      

κεφάλι

κεφάλι, το, ουσ. [<μσν. κεφάλιν <μτγν. κεφάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κεφαλή], το κεφάλι. 1. η ικανότητα για συνδυαστική σκέψη, η ευφυΐα: «αν είχα κι εγώ το κεφάλι του τάδε, θα ήμουν πλούσιος, αλλά, βλέπεις, εμένα δε με κόβει τόσο». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το άκρο του πέους, η βάλανος: «πω πω, αδερφάκι μου, έχει ένα κεφάλι σαν μπουνιά μικρού παιδιού!». Συνών. καρύδι (3) / κόμπος (6). 3α. (για ζώα) μονάδα ενός συνόλου: «έχει ένα κοπάδι από εκατό κεφάλια». (Τραγούδι: ωωω! ολόγυρα βουβάλια, χιλιάδες κεφάλια στη μέση εσύ. Καθένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή).β. με το ουσιαστικό που ακολουθεί προσδιορίζει το είδος του κοπαδιού: «πενήντα κεφάλια πρόβατα || εκατό κεφάλια γίδια». 4. οτιδήποτε έχει σχήμα κεφαλιού: «ένα κεφάλι κασέρι || ένα κεφάλι σκόρδο». 5. το επάνω στρογγυλό και πλατύ μέρος κάποιου αντικειμένου: «το κεφάλι της καρφίτσας || το κεφάλι της πινέζας || το κεφάλι του καρφιού». 6. στον πλ. τα κεφάλια, αυτοί που κατέχουν την εξουσία: «τα κεφάλια του υπουργικού συμβουλίου αποφάσισαν περικοπή των συντάξεων». Υποκορ. κεφαλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κεφάλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 293 φρ.)·
- αγύριστο κεφάλι, άνθρωπος που δύσκολα αλλάζει γνώμη, που δεν αλλάζει γνώμη, ακόμη και όταν έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι,της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). Συνών. αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό·
- άδειο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, μικρόνους: «μην επιμένεις να βρεις άκρη, γιατί δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιον που έχει άδειο κεφάλι»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- άνοιξαν κεφάλια, σημειώθηκαν βίαιες, αιματηρές συγκρούσεις: «στις πρόσφατες εργατικές κινητοποιήσεις, άνοιξαν κεφάλια, όταν οι εργάτες επιχείρησαν να καταλάβουν ένα εργοστάσιο που το φρουρούσαν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις»·
- άνοιξε το κεφάλι του, α. τραυματίστηκε, πληγώθηκε στο κεφάλι του που συνήθως αιμορραγεί: «χτύπησε στην άκρη της πόρτας κι άνοιξε το κεφάλι του». β. ανακουφίστηκε: «λούστηκα κι άνοιξε το κεφάλι μου»·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο, τραυματίστηκε στο κεφάλι του και προκλήθηκε μεγάλο τραύμα που συνήθως αιμορραγεί: «τον χτύπησε ένα μαδέρι, που έπεσε από ψηλά, κι άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο». Από την εικόνα του ανοιγμένου γαρίφαλου, που το κόκκινο χρώμα του παρομοιάζεται με το αίμα·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- αρβανίτικο κεφάλι, άνθρωπος του οποίου δεν μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη, όσο κι αν προσπαθήσουμε, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει με τίποτα γνώμη, γιατί είναι αρβανίτικο κεφάλι»·
- αρναούτικο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο κεφάλι·
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρισε το κεφάλι μου, βλ. συνηθέστ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. φρ. βάζω κάτω την κεφάλα, λ. κεφάλα·
- βάζω κεφάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. φρ. στοιχηματίζω το κεφάλι μου·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή: «δεν μπορώ κάθε τόσο να βάζω το κεφάλι μου για να σας γλιτώνω!». β. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω το κεφάλι μου, αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σου τα λέω»·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, αποκτώ δικό μου σπίτι, αγοράζω σπίτι: «μετά από θυσίες και κόπους έβαλα κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι»·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. φρ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, α. λέγεται σε περίπτωση που στοιχηματίζω για κάτι την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, που στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω και βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, αν δεν είναι έτσι τα πράγματα». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «δεν μπορώ να βάζω το κεφάλι μου κάθε τόσο στο ντορβά για δικές σας βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα, να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις). Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε έναν ντορβά και πάνω από αυτόν περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά του χασάπη, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του χασάπη που βάζει το κεφάλι του ζώου που αποκεφάλισε μέσα σε έναν ντορβά·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «αν είναι σίγουρος για κάτι, δε διστάζει να βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λύκου»·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε ένα τσουβάλι και πάνω από αυτό περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βαράει στο κεφάλι, (για ποτά), βλ. φρ. χτυπάει στο κεφάλι·
- βαράω το κεφάλι μου, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου·
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο·
- βάρυνε το κεφάλι μου, νιώθω άσχημα, νιώθω δυσφορία, είμαι κακοδιάθετος: «φαίνεται πως το ουίσκι ήταν μπόμπα, γιατί με δυο ποτηράκια βάρυνε το κεφάλι μου»·
- βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το κεφάλι του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το κεφάλι του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μη δουλέψει». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το κεφάλι μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσω πάλι δανεικά, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- βουίζει το κεφάλι μου, βλ. φρ. γυρίζει το κεφάλι μου·
- βουρ στο κεφάλι! βλ. λ. βουρ(!)·
- βουργάρικο κεφάλι, βλ. φρ. αρβανίτικο κεφάλι·
- βρίσκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- γεμίζω το κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ποτού ή ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη να μου ζήσεις, είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι)· βλ. και φρ. του γεμίζω το κεφάλι·
- γέρνω το κεφάλι, με παίρνει ο ύπνος: «εκεί που καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση, έγειρε το κεφάλι»· βλ. και φρ. σκύβω το κεφάλι·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! ειρωνική άρνηση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή έχει παράλογες απαιτήσεις: «θέλω κάθε μήνα να μου πληρώνεις τη Δ.Ε.Η. και τα κοινόχρηστα. -Για κάνε έτσι το κεφάλι σου!». Συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά·
- για κούνα το κεφάλι σου! βλ. φρ. για κάνε έτσι το κεφάλι σου(!)·
- γίνομαι κεφάλι, εξελίσσομαι πνευματικά, γίνομαι διάνοια: «κανένας μας δεν το πίστευε πως θα γινόταν κεφάλι αυτός ο άνθρωπος»·
- γλίτωσε το κεφάλι του, α. διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «τράκαρε μ’ ένα φορτηγό και παρά τρίχα γλίτωσε το κεφάλι του». β. διατήρησε την ανώτερη δημόσια ή ιδιωτική θέση που κατείχε: «ο μόνος που γλίτωσε το κεφάλι του απ’ τις απολύσεις ήταν ο τάδε»·
- γυρίζει το κεφάλι μου, είμαι πολύ ζαλισμένος είτε από τα πολλά προβλήματα που με απασχολούν είτε επειδή έχω καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το κεφάλι μου || ήπιαμε τόσο πολύ, που ακόμη γυρίζει το κεφάλι μου»·
- δε γυρίζει κεφάλι, βλ. φρ. δεν αλλάζει κεφάλι·
- δε γυρίζει κεφάλι να…, δεν καταδέχεται να…, σνομπάρει κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που κέρδισε το λαχείο, δε γυρίζει κεφάλι να σε χαιρετήσει || παντρεύτηκε την κόρη ενός βιομηχάνου κι από τότε δε γυρίζει κεφάλι να μας δει || απ’ τη μέρα που αγόρασε Μερσεντές, δε γυρίζει κεφάλι να δει άλλο αυτοκίνητο»·
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σηκώνω κεφάλι, είμαι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που κάνω και δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο: «όταν καταπιάνομαι με κάτι, δε σηκώνω κεφάλι μέχρι να το τελειώσω»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο ή δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, διαβάζω, μελετώ εντατικά: «επειδή στο τέλος του μήνα έχω εξετάσεις, εδώ και λίγο καιρό δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο»·
- δεν αλλάζει κεφάλι, εμμένει στην ίδια νοοτροπία ή στις ίδιες συνήθειες που είχε: «χίλιες φορές τον συμβούλεψα να κόψει τα ξενύχτια, αλλά δεν αλλάζει κεφάλι»·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει νιονιό στο κεφάλι του, βλ. λ. νιονιό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, είναι φτωχός και απροστάτευτος, δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι: «έχασε όλη την περιουσία του στα χαρτιά και τώρα δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του»·
- δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του, δεν έχει κάποιον που να του συμπαρασταθεί στον πόνο του, δεν έχει κάποιον να του εκμυστηρευτεί τον πόνο του: «είναι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του»· βλ. και φρ. δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του·
- δεν κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. δεν κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, α. δεν μπορώ να καλυτερεύσω τα άσχημα οικονομικά μου, δεν μπορώ να ορθοποδήσω: «απ’ τη μέρα που έχασα ένα σοβαρό ποσό σε κάποια αποτυχημένη δουλειά, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι». β. έχω συνεχώς ατυχίες, δυσκολίες, μου τυχαίνουν διάφορα προβλήματα, διάφορες αναποδιές: «με τις ατυχίες που με δέρνουν, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι»·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «έχω άγνοια για τις προθέσεις του, γιατί δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του». Πολλές φορές, μετά το έχει ακολουθεί το μέσα·
- δεν παίρνουμε και κεφάλια! δεν είμαστε δα και τόσο αυστηροί ή τόσο σκληροί, όσο λέγεται ή νομίζεται από πολλούς: «έλεγαν πως είμαι σκληρός κι εκδικητικός, όμως παρόλο το βαρύ σου παράπτωμα, βλέπεις ότι, δεν παίρνουμε και κεφάλια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. παίρνουν κεφάλια·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. δεν τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. φρ. δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, δεν αλλάζει την αρχική του γνώμη, είναι πολύ ισχυρογνώμονας, πολύ πεισματάρης: «ακόμη και λάθος να έχει, δεν του γυρίζεις εύκολα το κεφάλι για να το παραδεχθεί»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, α. δεν μπορεί να υπάρχουν δυο αρχηγοί σε μια ομάδα ανθρώπων: «θα κάνουμε ψηφοφορία ανάμεσα στους δυο σας για να βγάλουμε αρχηγό, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». β. δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα ερωτευμένος με δυο άτομα: «θα πρέπει να διαλέξεις με ποια θα πας και ποια θ’ αφήσεις, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε στις μεγάλες τις καρδιές που αγαπάνε). Συνών. δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε / δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε / ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, ζαλίστηκα πολύ από κάποιο επίμονο θόρυβο ή από την πολυλογία, τη φλυαρία κάποιου: «χτίζουν μια οικοδομή δίπλα μας κι απ’ το θόρυβο έγινε το κεφάλι μου καζάνι || μιλούσε συνέχεια ώσπου έγινε το κεφάλι μου καζάνι»·
- έγινε το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, α. τον εποπτεύω, τον προσέχω δείχνοντας έτσι το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν: «επειδή τον συμπαθώ πάρα πολύ, απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη δουλειά, είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του για να μην κάνει καμιά ανοησία». β. τον καταπιέζω, τον κάνω να νιώθει άσχημα με την παρουσία μου: «κάθε φορά που είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, παθαίνει τρακ ο φουκαράς». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το συνεχώς·
- είναι γερό κεφάλι, είναι ευφυέστατος, πανέξυπνος: «απ’ όλη σας την παρέα μόνο ο τάδε είναι γερό κεφάλι, ενώ όλοι οι άλλοι είστε μπουμπούνες»· βλ. και φρ. είναι μεγάλο κεφάλι·
- είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. φρ. είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο·
- είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, λέγεται για πρόσωπο, υπόθεση ή κατάσταση που δεν μπορεί κανείς να ανεχτεί, να υποστεί περισσότερο: «είναι τόσο στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος, που είναι για να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο || στα παιδικά μου χρόνια πέρασα τέτοια φτώχεια, που ήταν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο»·
- είναι δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι· 
- είναι κεφάλι, είναι έξυπνος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις εύκολα, γιατί είναι κεφάλι ο τύπος»·
- είναι κεφάλι (κάπου), έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένο τρόπο σκέψης σε κάποιο θέμα: «είναι κεφάλι στην έκθεση || είναι κεφάλι στα μαθηματικά»·
- είναι κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος
- είναι μεγάλο κεφάλι, α. είναι πολύ αξιόλογος, πολύ σπουδαίος σε μια ειδικότητα ή τέχνη και γενικά στον τομέα του: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι μεγάλο κεφάλι || ο τάδε είναι μεγάλο κεφάλι στο εμπόριο». β. είναι πολύ γνωστός σε κάποιο χώρο και γενικά στην κοινωνία: «αυτή κατάγεται από άσημη οικογένεια, αλλά παντρεύτηκε κάποιον που είναι μεγάλο κεφάλι»·
- είναι ξερό κεφάλι, είναι αμετάπειστος, πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «όσο και να τον πιέσεις, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί είναι ξερό κεφάλι», εξ ου και το παιδικό άλφα βήτα το ρορό, το κεφάλι σ’ το ξερό·
- είναι στραβό κεφάλι, βλ. λ. στραβοκέφαλος·
- είναι το κεφάλι μου καζάνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είναι το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου κουδούνι·
- έπεσαν κεφάλια, α. καταδικάστηκαν άνθρωποι, χάθηκαν ζωές: «στη δίκη για το σκάνδαλο των προμηθειών έπεσαν κεφάλια || έπεσαν πολλά κεφάλια κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου». β. καθαιρέθηκαν άνθρωποι από ηγετικές ή διευθυντικές θέσεις: «με την άνοδο της νέας κυβέρνησης στην εξουσία, έπεσαν κεφάλια σ’ όλους τους οργανισμούς»·
- έπεσε με το κεφάλι, α. αρρώστησε βαριά: «στην αρχή λέγαμε πως ήταν μια αθώα γριπούλα αλλά, μέσα σε λίγες μέρες, έπεσε με το κεφάλι και πήραμε σβάρνα τους γιατρούς». β.  είχε ραγδαία οικονομική πτώση: «ξανοίχτηκε τόσο πολύ στη δουλειά του που, με την πρώτη δυσκολία, έπεσε με το κεφάλι». Από την εικόνα του ατόμου που ρίχνεται στο κενό και η πτώση του είναι ραγδαία·
- έσπασα το κεφάλι (για) να…, βασανίστηκα πολύ για να βρω μια λύση σε κάποιο πρόβλημα: «έσπασα το κεφάλι μου για να βρω τρόπο να τα φέρω βόλτα»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- έσπασαν κεφάλια, βλ. φρ. άνοιξαν κεφάλια·
- έσπασε το κεφάλι του, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του·
- έφαγε το κεφάλι του, α. ζημιώθηκε από δική του υπαιτιότητα, από δική του ευθύνη: «έκανε δουλειά μ’ έναν παλιάνθρωπο κι έφαγε το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει· σαν πέφτει η γκρίνια ανάμεσα ο έρωτας δε ζει· το φταις και φταίω θα μας φάει το κεφάλι). β. έχασε τη ζωή του, σκοτώθηκε από δικό του λάθος ή απροσεξία, από δική του ευθύνη: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του κι έφαγε το κεφάλι του»·
- έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, αποχώρησε από κάπου ντροπιασμένος, ηθικά μειωμένος: «όταν τον αντικατέστησαν στη διεύθυνση του εργοστασίου, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, γιατί είχαν γίνει γνωστές οι διάφορες λοβιτούρες του || μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·   
- έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με πεσμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με ριγμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι ψηλά, α. αποχώρησε από κάπου αγέρωχος, περήφανος, ιδίως γιατί εκτέλεσε σωστά το καθήκον του: «τους κοίταξε όλους κατάματα κι έφυγε απ’ την υπηρεσία του με το κεφάλι ψηλά». β. αποχώρησε από κάπου, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για να ντρέπεται  για κάτι: «όλοι ήταν μπλεγμένοι σε διάφορες λοβιτούρες, αλλά ο τάδε έφυγε με το κεφάλι ψηλά, γιατί τ’ όνομά του δεν ακούστηκε πουθενά». Σε αντίθεση με αυτόν που έχει κάνει κάτι επιλήψιμο και περπατάει με χαμηλωμένο κεφάλι για να περνάει απαρατήρητος·
- έχει άχυρα στο κεφάλι του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει γερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, (ειρωνικά) έχει πολύ μεγάλο και κάπως πεπλατυσμένο κεφάλι: «μόλις τον δεις θα βάλεις τα γέλια, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο»·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. φρ. έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, (ειρωνικά) έχει μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι: «ξεχωρίζει με το πρώτο ανάμεσα απ’ όλους, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι»·
- έχει κεφάλι, βλ. λ. είναι κεφάλι·
- έχει κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι ξερό κεφάλι·
- έχει πολλά στο κεφάλι του, έχει πολλές έγνοιες: «τον βλέπεις πάντα σκεφτικό, γιατί έχει πολλά στο κεφάλι του»· βλ. και φρ. έχει πολλά στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), μοιάζει απόλυτα με κάποιον: «αυτός ο νεαρός θα πρέπει να ’ναι ο γιος του τάδε, γιατί έχει το ίδιο κεφάλι με εκείνον»·
- έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω βαρύ κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «χτες το βράδυ ήπια πάρα πολύ, γι’ αυτό απ’ το πρωί σήμερα έχω βαρύ κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου, να ξέρεις μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρύ· ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν μπορεί
- έχω ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, δεν έχω κάνει κάτι μεμπτό που να μου δημιουργεί προβλήματα ή κινδύνους: «δεν μπερδεύομαι σε ύποπτες δουλειές κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου || απ’ τη στιγμή που δεν πήρα μέρος στην κομπίνα, έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- έχω κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «μη μου μιλάς, γιατί μόλις ξύπνησα έπειτα από μεγάλο μεθύσι κι έχω κεφάλι»·
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βλ. λ. σκοτούρα·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. φρ. κρατώ το κεφάλι χαμηλά·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω το κεφάλι ψηλά»·
- έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. λ. φουρτούνα·
- η αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η αγαμία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. αγαμία·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. μαλακία·
- ηρέμησε το κεφάλι μου, α. απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το κεφάλι μου». β. απαλλάχτηκα από κάποιον έντονο θόρυβο που με ενοχλούσε: «τέλειωσαν τη δουλειά τους οι εργάτες με τα κομπρεσέρ που δούλευαν έξω απ’ το σπίτι μου και ηρέμησε το κεφάλι μου»·
- ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο, ήρθε σε κάποιο χώρο ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τ’ αφεντικό του τον συγχώρησε για την κατάχρηση που είχε κάνει κι ήρθε πάλι στη δουλειά με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·  
- ήρθε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με πεσμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με ριγμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ. μυαλό·
- ησύχασε το κεφάλι μου, βλ. φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου·
- θα κόψω το κεφάλι μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το κεφάλι μου για να το βοηθήσω». Συνών. θα κόψω το λαιμό μου / θα κόψω το σβέρκο μου·
- θα μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. θα μου στρίψει το κεφάλι·
- θα μου στρίψει το κεφάλι, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, κοντεύω να τρελαθώ: «θα μου στρίψει το κεφάλι με τόσα προβλήματα και μ’ όλες αυτές τις αναποδιές που μου συμβαίνουν!»· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου, λέγεται για κάτι που, αν γίνει, υπάρχει η βεβαιότητα πως θα υποστώ τις συνέπειες: «δε σ’ αφήνω να μπεις μέσα χωρίς άδεια γιατί, αν το μάθει ο υπεύθυνος, η πρωτοβουλία μου αυτή θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. ξέσπασε στο κεφάλι μου·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. φρ. θα σου πάρω το κεφάλι·
- θα σου πάρω το κεφάλι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν φύγεις χωρίς να το ξέρω, θα σου πάρω το κεφάλι || αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου πάρω το κεφάλι». Συνών. θα σου πάρω το λαιμό / θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σ’ ακούσω άλλη φορά να βρίζεις τα θεία, θα σου σπάσω το κεφάλι»·
- θα σου φύγει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. θα σου φύγει το καφάσι, λ. καφάσι·
- θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (στο κεφαλάκι σου), ο τρόπος με τον οποίο ενεργείς θα αποβεί σε βάρος σου: «ξέκοψε, όσο είναι καιρός, απ’ αυτές τις παλιοπαρέες, γιατί θα το φας το κεφάλι σου || πάψε νε τρέχεις σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί θα το φας το κεφάλι σου». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί που πας μην ξαναπάς· το κεφαλάκι σου θα φας
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- κακό κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, βλάκας. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: κακό κεφάλι + καλή τύχη = καλό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη). Πρβλ.: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- κακό του κεφαλιού σου! με τον τρόπο που ενεργείς εσύ θα βγεις χαμένος, εσύ θα βγεις ζημιωμένος: «εγώ δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας στο πάρτι. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί θα περάσουμε υπέροχα! || παρ’ όλες τις αντιρρήσεις σας, εγώ θα συνεταιριστώ με τον τάδε. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί όπως σου είπα, είναι απατεώνας!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- καλό κεφάλι, άνθρωπος έξυπνος. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: καλό κεφάλι + κακή τύχη = κακό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- καλύτερα στο μάλλι μου (μαλλί μου = λεφτά μου), παρά στο κεφάλι μου, είναι προτιμότερο να χάσω τα λεφτά μου παρά την υγεία μου: «σαν την υγεία δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο, γι’ αυτό καλύτερα στο μάλλι μου παρά στο κεφάλι μου»·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «εντέλει αυτό το παιδί δεν το βλέπω να προκόβει, γιατί πάντα κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του· 
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. φρ. κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια μέθης, έρχομαι στο κέφι μετά την κατανάλωση ποτού ή το κάπνισμα τσιγάρου με χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: παίξε Χρήστο άλλο ένα όμορφα και ταπεινά, κι όταν κάνουμε κεφάλι, γύρνα το στη ζεϊμπεκιά). Μερικές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τετράγωνο·
- κάνω του κεφαλιού μου, ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, κάνω ό,τι μου κατέβει: «πρώτα κάνεις του κεφαλιού σου και μετά τρέχεις να τα μπαλώσεις». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- κατά το κεφάλι και το κούρεμα, βλ. λ. κούρεμα·
- κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν με δεις να κατεβάζω το κεφάλι μου, να καταλάβεις πως έχω χάσει το παιχνίδι». β. σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνεις πως τον μαλώνεις λίγο, κατεβάζει το κεφάλι του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις, υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, υποκύπτω: «ό,τι και να σου συμβεί, μην κατεβάσεις το κεφάλι σου». Συνών. κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου / κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου·
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, όποιος κάνει κακές ή λανθασμένες κινήσεις ή επιλογές, υφίσταται και τις οδυνηρές συνέπειές τους: «δε σου φταίει κανείς γι’ αυτά που τραβάς τώρα, γιατί κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα»·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; λ. κεχαγιάς·  
- κλούβιο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, βλάκας: «μήπως περίμενες καλύτερα αποτελέσματα από έναν με κλούβιο κεφάλι;». Αναφορά στο κλούβιο αβγό που είναι άχρηστο, για τα σκουπίδια·
- κόβει το κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κόβω το κεφάλι μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι’ αυτό στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το κεφάλι μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το κεφάλι μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το λαιμό μου / κόβω το σβέρκο μου·
- κουδούνισε το κεφάλι μου, ζαλίστηκα, ιδίως έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι: «χτύπησα καθώς άνοιγε ο άλλος την πόρτα και κουδούνισε το κεφάλι μου»·
- κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκεφαλάκης. (Λαϊκό τραγούδι: τι με κοιτάτε, φίλοι μου, έχω μεγάλο χάλι· θα πάρω πέτρα να χτυπώ το κούφιο μου κεφάλι
- κόψε το κεφάλι σου! α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα επιτύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με νοιάζει εμένα πώς θα τα καταφέρεις, κόψε το κεφάλι σου!». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω λεφτά να καλύψω την επιταγή; -Κόψε το κεφάλι σου!». Συνών. κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, κρατώ σεμνή στάση, ιδίως έπειτα από κάποια πρόσφατη επιτυχία μου: «ο προπονητής του Π.Α.Ο.Κ., Αγ. Αναστασιάδης, προέτρεψε τους παίχτες του έπειτα από τη νίκη τους επί του Άρη, να κρατούν χαμηλά το κεφάλι και να ’χουν το μυαλό τους στο επόμενο παιχνίδι»·
- κρατώ το κεφάλι ψηλά ή κρατώ ψηλά το κεφάλι, α. διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να ’φαγε κατραπακιές στη ζωή του, αλλά κρατάει το κεφάλι ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες να κρατήσω ψηλά το κεφάλι, μου λες να γελάσω σαν πρώτα και πάλι). β. δε χάνω το θάρρος μου: «παρ’ όλες τις ατυχίες που του ’τυχαν, κρατάει ψηλά το κεφάλι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, ψηλά κρατάω το κεφάλι
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, βλ. λ. λαγός·
- μ’ έπιασε το κεφάλι (μου), έχω πονοκέφαλο: «μου μιλούσε επί δυο ώρες συνέχεια και μ’ έπιασε το κεφάλι || έκαναν τέτοιο θόρυβο στο διπλανό διαμέρισμα, που μ’ έπιασε το κεφάλι μου»· βλ. και φρ. μου πήρε το κεφάλι·
- μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι, βλ. λ. κασίδης·
- μας ζάλισε το κεφάλι ή μας έχει ζαλίσει το κεφάλι ή μου ζάλισε το κεφάλι ή μου ’χει ζαλίσει το κεφάλι, μου έγινε πολύ ενοχλητικός από την επιμονή του πάνω σε ένα θέμα ή από την πολυλογία του. (Λαϊκό τραγούδι: η πεντάμορφη ξανθούλα μου ’χει κάψει την καρδούλα κι η μελαχρινή, η άλλη, μου ζαλίζει το κεφάλι //  μου ’χεις ζαλίσει το κεφάλι, άσε την γκρίνια τη μεγάλη). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μας έχει πάρει (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι ή μου ’χει πάρει (το) κεφάλι, με πονοκεφάλιασε με την ακατάσχετη φλυαρία του ή με το θόρυβο που προκαλούσε: «ήρθε πρωί πρωί στο γραφείο μου και με πήρε κεφάλι με τις ερωτικές του περιπέτειες κατά τη διάρκεια των διακοπών || προσπαθεί να μπήξει ένα πάσαλο στην αυλή του  και μας πήρε το κεφάλι με τα ντάκα ντούκα απ’ το πρωί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- με βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. με χτύπησε στο κεφάλι·
- με ξύνει το κεφάλι μου, βλ. φρ. με τρώει το κεφάλι μου·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- με τρώει το κεφάλι, προσπαθεί επίμονα να με πείσει για κάτι: «απ’ το πρωί με τρώει το κεφάλι να πάρω κι εγώ μέρος στην εκδρομή που διοργανώνει»·
- με τρώει το κεφάλι μου, έχει φαγούρα: «κάθε φορά που λούζομαι μ’ αυτό το σαμπουάν, έπειτα με τρώει το κεφάλι μου»·
- με χτύπησε στο κεφάλι, α. επέδρασε αρνητικά επάνω μου, μου δημιούργησε πρόβλημα: «το πιοτό με χτύπησε στο κεφάλι». β. με νευρίασε υπερβολικά: «οι ψευτιές του με χτύπησαν στο κεφάλι»·
- μετράω κεφάλια, (για πρόσωπα ή ζώα) κάνω καταμέτρηση: «όπως έμπαιναν οι επιβάτες στο λεωφορείο, ο εισπράκτορας μετρούσε κεφάλια, για να εξακριβώσει αν όλοι οι επιβάτες ήταν παρόντες || καθώς έμπαιναν τα πρόβατα στο μαντρί, ο τσομπάνος μετρούσε κεφάλια, για να διαπιστώσει αν έλειπε κανένα αρνί»·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, εκφέρει διαφορετική γνώμη που μας φαίνεται παράξενη ή παράλογη: «έζησε χρόνια στο εξωτερικό ο άνθρωπος και μιλάει με άλλο κεφάλι»· βλ. και φρ. τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι·   
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, βλ. λ. καπνός1·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, με πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μ’ είχε μια ώρα στη γωνία και μπλα μπλα μπλα μου ’κανε το κεφάλι καζάνι»·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. μου ’κανε το κεφάλι καζάνι·
- μου κατέβηκε στο κεφάλι, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα ή η επιθυμία να κάνω κάτι: «δεν είχα τι να κάνω και, κάποια στιγμή, μου κατέβηκε στο κεφάλι να βάλω μια τάξη στο υπόγειο του σπιτιού μου || έλεγα χτες βράδυ να πάω νωρίς στο σπίτι, αλλά, ξαφνικά, μου κατέβηκε στο κεφάλι να πάω στα μπουζούκια και το ξενύχτησα»·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε το κεφάλι». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε το κεφάλι ο φίλος μου να μην μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε τ’ αφτιά·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, μου συνέβη αναπάντεχα κάτι πολύ βαρύ, ιδίως κακό: «πρωί πρωί μου ’ρθε στο κεφάλι ο έλεγχος της εφορίας». (Λαϊκό τραγούδι: κρυφός είναι ο πόνος μου κι η λύπη μου μεγάλη, βάσανα που δεν ήλπιζα μου ’ρθανε στο κεφάλι
- μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου στρίβει το κεφάλι, τρελαίνομαι, παραφρονώ: «είχε τόσα πολλά προβλήματα, που στο τέλος του ’στριψε το κεφάλι»·
- μου τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου την έδωσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου ’φυγε το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το καφάσι, λ. καφάσι·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)
- να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «πού θα βρω μέσα σε τόσο λίγο καιρό τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να φας το κεφάλι σου! είδος κατάρας, με την έννοια να καταστραφείς, αλλά και να πεθάνεις. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το που·
- ξέσπασε στο κεφάλι μου, δέχτηκα την οργή κάποιου, χωρίς να είμαι υπεύθυνος για κάτι, ιδίως κακό: «επειδή δεν μπόρεσε να βρει ποιος ήταν αυτός που έστειλε τη λανθασμένη παραγγελία, ξέσπασε στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου·  
- ξύνει το κεφάλι του, βρίσκεται σε αμηχανία: «κάθε φορά που ξύνει το κεφάλι του, δεν ξέρει τι να πει και τι να κάνει». Συνών. ξύνει την γκλάβα του / ξύνει την κεφάλα του·
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- οι φτέρνες του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. λ. φτέρνα·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, όταν κάποιος δε μελετάει καλά κάποιες ενέργειές του ή όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «όλο το καλοκαίρι έτρωγα σαν το ζώο και τώρα πρέπει να κάνω σκληρή δίαιτα για ν’ αδυνατίσω, γιατί βλέπεις ό,τι τραβάει το κορμί τα φταίει το κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: μου έδωσες το μάθημα για να μου λεν και άλλοι: ό,τι τραβάει το κορμί το φταίει το κεφάλι
- πάει να μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. πάει να σπάσει το κεφάλι μου·
- πάει να σπάσει το κεφάλι μου, έχω δυνατό πονοκέφαλο: «δώσε μου κάποιο παυσίπονο, γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου»·
- παίζεται το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. φρ. παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα)·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), εκθέτω τη ζωή μου ή τη θέση εργασίας που κατέχω σε μεγάλο κίνδυνο, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «πρέπει να κάνω οπωσδήποτε διάφορες εξετάσεις, γιατί, όπως μου είπε ο γιατρός, παίζω το κεφάλι μου αν το αμελήσω || δεν μπορώ να κάνω αυτή την παρατυπία για να πάρεις το δάνειο, γιατί παίζω το κεφάλι μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνει κεφάλια, είναι πολύ αυστηρός, πολύ σκληρός: «έχετε το νου σας, γιατί ο νέος διευθυντής της επιχείρησης παίρνει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνω κεφάλια·
- παίρνουν κεφάλια, (για κέντρα διασκέδασης) είναι πάρα πολύ ακριβό: «έχουν καλό πρόγραμμα, δε λέω, αλλά παίρνουν κεφάλια»·
- παίρνω κεφάλι, αρχίζω να προπορεύομαι σε κάποια αναμέτρηση: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψήφων, στην περιφέρειά μας πήρε κεφάλι ο τάδε βουλευτής || μετά τα πρώτα δυο χιλιάδες μέτρα, στην κούρσα πήρε κεφάλι ο τάδε δρομέας». Από την εικόνα των αλόγων στον ιππόδρομο που να φαίνεται σιγά σιγά το κεφάλι του αλόγου το οποίο αρχίζει να προπορεύεται· βλ. και φρ. μας πήρε (το) κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, τιμωρώ, καθαιρώ ανώτερους ή ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους από τις θέσεις που κατέχουν: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να πάρει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνει κεφάλια·
- πάρ’ του το κεφάλι! προτροπή σε κάποιον να φερθεί σκληρά, παραδειγματικά στο άτομο εκείνο που εξακολουθητικά του συμπεριφέρεται προκλητικά ή προσβλητικά: «μην τον αφήνεις άλλο να ξεφτιλίζει· πάρ’ του το κεφάλι!». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη πάρ’ τους το κεφάλι! από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων μπάσκετ του Άρη στον παίχτη της ομάδας τους, να κατανικήσει την αντίπαλη ομάδα·
- περπατώ με το κεφάλι ψηλά, είμαι περήφανος, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπομαι για κάτι: «έκανα χίλιες δυο δουλειές στη ζωή μου και τώρα που βγήκα στη σύνταξη περπατώ με το κεφάλι ψηλά»·
- πέφτουν κεφάλια, γίνονται εκκαθαρίσεις, καθαιρέσεις, απομακρύνονται από τις διοικητικές τους θέσεις ανώτεροι ή ανώτατοι υπάλληλοι: «στο τάδε υπουργείο πέφτουν κεφάλια»·
- πέφτω με το κεφάλι, η οικονομική μου πτώση επέρχεται ραγδαία: «με τα ανοίγματα που έκανε στη δουλειά του, όλοι το περιμέναμε πως κάποια στιγμή θα ’πεφτε με το κεφάλι»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάστηκε το κεφάλι μου, πονοκεφάλιασα: «πιάστηκε το κεφάλι μου μ’ όλες αυτές τις φωνές»·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα που του παρουσιάστηκε, το εξαλείφει με ανορθόδοξο και επικίνδυνο γι’ αυτόν τρόπο: «πρέπει να εντοπίσουμε πού χωλαίνει η επιχείρηση για να το διορθώσουμε κι όχι πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, να την κλείσουμε, δηλαδή, για να μη χάσουμε άλλα λεφτά!»·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- ρίχνω κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, ντροπιάζομαι ταπεινώνομαι: «με την παραμικρή παρατήρηση που του κάνεις, ρίχνει το κεφάλι του κάτω κι είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, βλ. λ. πόδι·
- σηκώνω κεφάλι, α. αντιδρώ βίαια, επαναστατώ: «δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί άλλο τις αδικίες που γίνονταν μέσα στην επιχείρηση και σήκωσε κεφάλι». β. τα οικονομικά μου, μετά από κάποια περίοδο κάμψης, αρχίζουν να καλυτερεύουν, ξεπερνώ τις οικονομικές δυσκολίες μου: «είχα την εντύπωση πως θα χρεοκοπούσε, αλλά, μπράβο του, σήκωσε πάλι κεφάλι»·
- σκληρό κεφάλι, βλ. φρ. χοντρό κεφάλι·
- σκύβω το κεφάλι (επάνω σε κάποιον ή σε κάτι), δείχνω αμέριστο ενδιαφέρον, αμέριστη φροντίδα, ιδίως στα προβλήματα που απασχολούν κάποιον ή κάποια υπόθεση: «η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι στα προβλήματα που ταλαιπωρούν την αγροτιά || η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι για να βρει τρόπο να εξαλείψει τη μάστιγα των ναρκωτικών»·
- σκύβω το κεφάλι, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν τον δεις να σκύβει το κεφάλι, πάει να πει πως έχει λάθος». β. υποτάσσομαι: «είναι πολύ ατίθασος άνθρωπος και δε σκύβει κεφάλι με τίποτα». (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη). γ. ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις τον κατσάδιασε ο άλλος, έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε κουβέντα»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου)· βλ. και λ. σπάσιμο·
- σπάω το κεφάλι μου, α. βασανίζομαι να καταλάβω, να κατανοήσω κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι ήθελε να μου πει με το υπονοούμενο που μου πέταξε». β. βασανίζω τη σκέψη μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ πού ξανάδα αυτόν τον άνθρωπο». γ. βασανίζω τη σκέψη μου για να βρω μια λύση σε κάτι που με απασχολεί πολύ: «σπάω το κεφάλι μου να δω πώς θα βολέψω την άσχημη κατάσταση που διαμορφώθηκε». δ. τραυματίζω, ματώνω το κεφάλι μου: «χτύπησα στην άκρη του τραπεζιού κι έσπασα το κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω μια πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου, γιατί αυτό τα φταίει για το μαύρο χάλι μου)· βλ. και φρ. έσπασα το κεφάλι (για) να(…)·
- σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω οικτρά για κάτι που έκανα ή που είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή που δεν είπα: «σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που βοήθησα έναν τέτοιο παλιάνθρωπο || σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που δεν αγόρασα το λαχείο που μου πρότεινε ο λαχειοπώλης, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- στοιχηματίζω το κεφάλι μου ή στοιχηματίζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. στοιχηματίζω την ίδια τη ζωή μου και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «στοιχηματίζω το κεφάλι μου πως, όταν έρθει, θα κάνει πως δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια τη ζωή μου: «μα είναι δυνατό να στοιχηματίζω κάθε τόσο το ίδιο μου το κεφάλι για να σε γλιτώνω απ’ τα μπλεξίματά σου;»·
- στου κασίδη του κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- στραβό κεφάλι, άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος, ισχυρογνώμονας: «είναι τόσο στραβό κεφάλι, που, μέχρι να συνεννοηθείς μαζί του, μπορεί να σου βγάλει την πίστη»·
- στρώνω κεφάλι, βλ. φρ. κάνω κεφάλι·
- τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του γιατί τα βγάζει απ’ το κεφάλι του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του /  τα βγάζει απ’ το μυαλό του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, λέει τρομερά ψέματα ή μεγαλοποιεί υπερβολικά ένα γεγονός: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί όλα τα κάνει με ουρές και με κεφάλια». Ίσως αναφορά στους μυθικούς δράκοντες που είχαν πολλά κεφάλια ή πολλές ουρές·
- τα μεγάλα κεφάλια, α. η οικονομική, πολιτική, στρατιωτική ή πνευματική εξουσία ενός τόπου: «μετά το σεισμό ήρθαν τα μεγάλα κεφάλια για να διαμορφώσουν προσωπική γνώμη για τις ζημιές που προκλήθηκαν». β. (ειρωνικά) οι αναγνωρισμένοι, οι φτασμένοι απατεώνες: «σ’ αυτό το μπαράκι μαζεύονται όλα τα μεγάλα κεφάλια της περιοχής μας»·
- τα κεφάλια μέσα! προτροπή για δουλειά έπειτα από ένα διάστημα αργίας ή διακοπών: «απ’ τη στιγμή που πέρασαν οι γιορτές, τα κεφάλια μέσα!». (Τραγούδι: τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα, πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα
- τα παθαίνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. φρ. τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- τα πήρα στο κεφάλι, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι σε γέρο άνθρωπο, τα πήρα στο κεφάλι και τον έσπασα στο ξύλο». (Τραγούδι: με την πρώτη ζάλη τη θυμάμαι πάλι, τα παίρνω στο κεφάλι, φωνάξτε έναν γιατρό). Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·
- τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. φρ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, λ. φτέρνα·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των κακών ή άστοχων ενεργειών μου: «δε ρίχνω το βάρος σε κανέναν, γιατί, ό,τι τραβώ, τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου»·
- τι έχεις στο κεφάλι σου; επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε: «τι έχεις στο κεφάλι σου, βρε παιδάκι μου, και δεν καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω μια ώρα;». Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται, αναφέροντας και το είδος που έχει μέσα στο κεφάλι του αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε και που είναι το άχυρο ή τα πίτουρα ή τα πριονίδια ή τα σκατά· βλ. και φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι λέει το κεφάλι σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει η κεφάλα σου! λ. κεφάλα·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; έκφραση που δηλώνει επιείκεια για το λάθος ή τη ζημιά που προξένησε κάποιος: «εντάξει, ρε παιδιά, ο άνθρωπος παραδέχεται το λάθος του. Τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; || έγινε η ζημιά που έγινε, τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι;»·                                                                                                                 
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, του οποίου η έντονη ενασχόληση με τα ερωτικά του, τα σεξουαλικά του, του δημιουργεί διάφορα προσωπικά προβλήματα, ακόμη και καταστροφή: «τρέχει σαν τρελός πίσω από τις γυναίκες, σαν να μην ξέρει πως πολλές φορές το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι»·  
- το κεφάλι στη γούρνα! βλ. συνηθέστ. το κεφάλι στο φούρνο(!)·
- το κεφάλι στο φούρνο! προτροπή σε κάποιον να σκύψει το κεφάλι του, για να μη χτυπήσει σε κάποιο εμπόδιο ή για να μην τον χτυπήσουν από κάπου, που τον σημαδεύουν· βλ. και φρ. τα κεφάλια μέσα(!)·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. φρ. το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι ή το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, βλ. λ. κορόνα·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι την πίεσή του ή τον καταπιεστικό έλεγχό του: «επειδή είναι διευθυντής μου, τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου και δεν μπορώ να πάω ούτε για κατούρημα, αν δεν πάρω την άδειά του || είναι πατέρας μου και τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου στη δουλειά»·
- τον περνώ ένα κεφάλι ή τον περνώ δυο κεφάλια, είμαι υψηλότερός του: «είναι ψηλό παιδί, δε λέω, αλλά εγώ τον περνώ ένα κεφάλι || είσαι ψηλό παιδί, αλλά ο τάδε σε περνάει δυο κεφάλια». Δεν ακούγεται ή ακούγεται πολύ σπάνια τρία κεφάλια·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον τρώει το κεφάλι του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «μ’ αυτά τα καμώματά του μου φαίνεται πως τον τρώει το κεφάλι του»·
- τον χτύπησε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον χτύπησε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- του άνοιξα το κεφάλι, τον τραυμάτισα, τον πλήγωσα στο κεφάλι: «του πέταξα από μακριά μια πέτρα και του άνοιξα το κεφάλι»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο, του προξένησα μεγάλο τραύμα στο κεφάλι: «τον χτύπησα με την καρέκλα και του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·    
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του γεμίζω το κεφάλι, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το κεφάλι και πήρε τη δουλειά || εσύ φταις, που του γέμισες το κεφάλι με τις βλακείες σου και τον έκανες να μην έχει όρεξη για δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: του γεμίζουν το κεφάλι φίλοι καρδιακοί όσα βγάζει να τα τρώνε σε μια Κυριακή μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής)· βλ. και φρ. γεμίζω το κεφάλι·
- του γυρίζω το κεφάλι, μετά από επίμονη προσπάθεια του αλλάζω γνώμη, τον μεταπείθω: «με το πες πες, του γύρισα το κεφάλι ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, τον ζάλισα με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «μέχρι να τον πείσω να μου δώσει τα δανεικά που μου χρειάζονταν του ’κανα το κεφάλι καζάνι»·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. του ’κανα το κεφάλι καζάνι·
- του παίρνω το κεφάλι, α. τον ζαλίζω με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «είχε δίκιο που σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί του πήρα το κεφάλι με τη φλυαρία μου». β. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «ήταν το δέκατο απανωτό λάθος που έκανε, γι’ αυτό κι εγώ του πήρα το κεφάλι». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη, πάρ’ τους το κεφάλι, από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων της ομάδας μπάσκετ του Άρη προς το αστέρι της ομάδας τους για να κατανικήσει τους παίχτες της αντίπαλης ομάδας. γ. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω. (Λαϊκό τραγούδι: και σένα, άπιστη, κακιά, σου πήρα το κεφάλι και δε θα ξαναγύρεις πια σε αλλουνού αγκάλη). Συνών. του παίρνω το λαιμό / του παίρνω το σβέρκο·
- του ρίχνω ένα κεφάλι ή του ρίχνω δυο κεφάλια, βλ. φρ. τον περνώ ένα κεφάλι·
- του φταίει το ξερό του το κεφάλι, είναι ο κύριος υπαίτιος για τα προβλήματα που του έχουν προκύψει, λόγω του πείσματος ή της ξεροκεφαλιάς του: «όλοι μας του λέγαμε να μην την κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί στο τέλος την έκανε χωρίς ν’ ακούσει κανένα μας». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος του φταίει του Μιχάλη, το ξερό του το κεφάλι
- τους βλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα· 
- τους μαλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, ο κουτός, ο ανόητος, ο βλάκας είναι πάντοτε χαρούμενος, δεν τον βασανίζουν τα προβλήματα, οι σκοτούρες της καθημερινότητας, γι’ αυτό και δεν καταπονείται από τη ζωή και τα χρόνια: «αυτός ζει στον κόσμο του και θα μας θάψει όλους, γιατί τρελού κεφάλι δε γερνάει»·
- τσάκισα το κεφάλι μου, το έσπασα, το πλήγωσα, το τραυμάτισα: «δεν είδα το κοντάρι και, καθώς έπεσα πάνω του, τσάκισα το κεφάλι μου»·
- τσαούσικο κεφάλι, άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς, αυταρχικός, ισχυρογνώμονας: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τσαούσικο κεφάλι»·
- τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, α. μετά από μια περίοδο παραλογισμού, άλλαξε στάση και μιλάει συνετά, μετρημένα: «αφού του εξήγησα πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι ο άνθρωπος». β. λέγεται και με εντελώς αντίθετη ερμηνεία: «ήταν συνετό παιδί, αλλά τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, γιατί έμπλεξε με τους αλήτες»·
- φταίει το ξερό του το κεφάλι ή φταίει το κεφάλι του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος αίτιος για τις δυσκολίες που του προέκυψαν: «δε φταίει κανένας, φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί δεν άκουγε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: λέω ότι φταίει το κεφάλι το ξερό,μα στο φινάλε η κουτή σε συγχωρώ
- φτιάχνω κεφάλι, βλ. λ. κάνω κεφάλι·
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, μη με ενοχλείς, μη με πιέζεις, άφησέ με ήσυχο: «φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, γιατί έχω μια δουλειά που πρέπει να την παραδώσω αύριο»·
- χάνω το κεφάλι μου, στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «αν δεν είναι αυτός που μας πρόδωσε, χάνω το κεφάλι μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- χοντρό κεφάλι, άνθρωπος που καταλαβαίνει δύσκολα αυτό που του λέμε, ο χοντροκέφαλος: «είναι τόσο χοντρό κεφάλι, που δεν καταλαβαίνει με τίποτα αυτά που του λες»·
- χτυπάει στο κεφάλι, (για ποτά) είναι πολύ δυνατό: «πίνε λίγο λίγο απ’ αυτό το ποτό, γιατί χτυπάει στο κεφάλι»·
- χτυπώ το κεφάλι μου, μετανιώνω για κάτι που έκανα ή είπα, ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα. (Λαϊκό τραγούδι: δε βαριέσαι, δεν πειράζει χαλάλι σου, εσύ μια μέρα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα ή είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα: «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, που τον βοήθησα τον παλιοαλήτη! || χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο που δεν μαρτύρησα τότε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις,κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- ψηλά το κεφάλι! προτρεπτική έκφραση σε κάποιον, που απέτυχε σε κάτι, να μη χάσει το θάρρος του, την αυτοπεποίθησή του: «μη στενοχωριέσαι που απέτυχες στις εξετάσεις, γιατί θα ξαναδώσεις του χρόνου. Ψηλά το κεφάλι!».

κληρονόμος

κληρονόμος, ο, η, ουσ. [<αρχ. κληρονόμος], ο κληρονόμος·
- καλούς κληρονόμους! ευχή σε νιόπαντρο ζευγάρι να αποκτήσουν γερά και μυαλωμένα παιδιά.

κοινωνία

κοινωνία, η, ουσ. [<αρχ. κοινωνία], η κοινωνία. 1. σύνολο ανθρώπων που συμβιώνουν σε ένα τόπο και δημιουργούν έναν τρόπο ζωής και σκέψης, οι θεσμοί που διέπουν την καθημερινή δραστηριότητα και αντίληψη ενός λαού ή ενός συγκεκριμένου πληθυσμού: «όλη η κοινωνία τον καταδίκασε για τις πράξεις του || η κρητική κοινωνία έχει δικούς της νόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κοινωνία άδικη, εσύ μου ’χεις γκρεμίσει όλα μου τα όνειρα και σε κατηγορώ). 2. (γενικά) ο κόσμος. (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα ίσια θα στο πω, δεν κάνουμε μαζί χωριό και για την κοινωνία). 3. ο εκτός φυλακής κόσμος: «μόλις βγω πάλι στην κοινωνία, θα γίνω άλλος άνθρωπος». (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- ανεβαίνω τα σκαλιά της κοινωνίας, βλ. λ. σκαλί·
- απόβλητο της κοινωνίας, βλ. λ. απόβλητο·
- απόβρασμα της κοινωνίας, βλ. λ. απόβρασμα·
- βγαίνω στην κοινωνία, α. αρχίζω τη βιοπάλη για να κερδίσω τη ζωή μου: «μικρός μικρός βγήκε στην κοινωνία για να κερδίσει το ψωμί του». β. αποφυλακίζομαι: «κοίταξε να βάλεις μυαλό, τώρα που βγαίνεις πάλι στην κοινωνία»·
- γαμώ την κοινωνία μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου. Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το ρ. γαμώ: «γαμώ την κοινωνία μου, γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την κοινωνία σου! ή σου γαμώ την κοινωνία! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί, γαμώ την κοινωνία σου, δεν απαντάς όταν σε φωνάζω! || σου γαμώ την κοινωνία αν δεν απαντήσεις άλλη φορά όταν σε φωνάζω!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία, βλ. λ. μούτρο·
- δουλεύει όλη την κοινωνία, βλ. φρ. δουλεύει όλο τον κόσμο, λ. κόσμος·
- έγινε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- έγινε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν), βλ. λ. γάμος·
- έχω πρόσωπο στην κοινωνία, βλ. λ. πρόσωπο·
- η Αγία Κοινωνία, βλ. φρ. η Θεία Κοινωνία·
- η Θεία Κοινωνία, η μετάληψη των πιστών μετά από νηστεία και εξομολόγηση: «κάθε χρόνο τις μέρες πριν απ’ το Πάσχα νηστεύω κι έπειτα λαμβάνω τη Θεία Κοινωνία»·  
- η Θεία Μετάληψη, βλ. φρ. η Θεία Κοινωνία·
- η καλή κοινωνία, α. η αριστοκρατία, η πλουτοκρατία: «όταν δίνει δεξίωση ο τάδε, μαζεύει την καλή κοινωνία της πόλης μας». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για το σύνολο των παράνομων μιας περιοχής ή ενός τόπου. Συνήθως και στις δυο περιπτώσεις, της φρ. προτάσσεται το όλη·
- η υψηλή κοινωνία, βλ. φρ. η καλή κοινωνία·
- κακούργα κοινωνία!(κενωνία!), έκφραση που χαρακτηρίζει αρνητικά ή περιφρονητικά την κοινωνία, ή άποψη μεταξύ αστείου και σοβαρού πως για όλα τα δεινά του ανθρώπου φταίει το κοινωνικό σύνολο. (Λαϊκό τραγούδι: μα ούτε μάτια εδάκρυσαν ούτε καρδιές εράγισαν, άραγε ποιος να ’ναι αιτία, αχ κακούργα κοινωνία
- καλή κοινωνία! α. ευχή δεσμοφύλακα σε αποφυλακιζόμενο, να ζήσει τίμια ζωή. β. ευχή σε άτομο που πάει να μεταλάβει·
- κατακάθι της κοινωνίας, βλ. λ. κατακάθι·
- κατεβαίνω τα σκαλιά της κοινωνίας, βλ. λ. σκαλί·
- κλειστή κοινωνία, που δέχεται πολύ δύσκολα νέα μέλη στους κόλπους της: «οι μικρές πόλεις, προπολεμικά, είχαν κλειστές κοινωνίες και δεν μπορούσε κανείς να μπει εύκολα σ’ αυτές»·
- κοροϊδεύει την κοινωνία, βλ. φρ. κοροϊδεύει τον κόσμο, λ. κόσμος·
- τον έκανε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- του γαμώ την κοινωνία, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον βρήκε έξω απ’ το καφενείο και του γάμησε την κοινωνία μπροστά στον κόσμο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον κάλεσε ο διευθυντής του στο γραφείο και του γάμησε την κοινωνία || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την κοινωνία». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.

κόπος

κόπος, ο, πλ. κόποι, οι κ. κόπια, τα, ουσ. [<αρχ. κόπος <κόπτω]. 1. η μεγάλη σωματική ή πνευματική προσπάθεια που καταβάλλεται για την επίτευξη κάποιου σκοπού, καθώς και η κούραση που προέρχεται από την προσπάθεια αυτή: «είχε πολύ κόπο αυτή η δουλειά || αγόρασα με μεγάλο κόπο αυτό το σπιτάκι για να βάλω μέσα την οικογένειά μου || χωρίς κόπο δεν προκόβει κανείς στη ζωή του || χρειάστηκε πολύς κόπος για να γραφεί το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας». 2. η αμοιβή για την προσπάθεια που κατέβαλε κάποιος να φέρει σε πέρας κάποια συγκεκριμένη εργασία: «μόλις τέλειωσα τη δουλειά του, πήγε να μου φάει τον κόπο μου || δε θα επιτρέψω σε κανέναν να μου φάει τους κόπους της δουλειάς μου || δε χαρίζω σε κανέναν τα κόπια μου». (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: ανοίξτε τα κουτάκια σας τα κατακλειδωμένα και δώσ’ τε μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- άδικος κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- αν δε σου κάνει κόπο ή αν δε σας κάνει κόπο, παρακλητική έκφραση για εξυπηρέτηση: «μια και πας στο περίπτερο, αν δε σου κάνει κόπο, πάρε και για μένα ένα πακέτο τσιγάρα»·
- αξίζει τον κόπο, δεν είναι άσκοπο, δεν είναι μάταιο: «άξιζε τον κόπο που τους συμφιλιώσαμε, γιατί τώρα ζούνε ευτυχισμένοι»·
- άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- για τον κόπο σου, παροχή που δίνεται σε κάποιον ως αμοιβή εργασίας: «πάρε τόσα λεφτά για τον κόπο σου || πόσα θέλετε για τον κόπο σας;»·
- δεν αξίζει τον κόπο, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι ανάξιο(ς) λόγου, ασήμαντο(ς), τιποτένιο(ς): «δεν αξίζει τον κόπο ν’ ασχολείσαι άλλο μ’ αυτόν τον αλήτη || δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωριέσαι που έχασες έναν κοινό αναπτήρα»·
- είναι κόπου άξιο, αξίζει κανείς να ασχοληθεί με αυτό που γίνεται λόγος: «είναι κόπου άξιο να προσπαθήσουμε να τους μονοιάσουμε, γιατί είναι καλά παιδιά»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, βλ. λ. δουλειά·
- κάνεις τον κόπο να…; (με παρακλητική διάθεση) μπορείς να…(;): «κάνεις τον κόπο, μια κι είσαι όρθιος, να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; || κάνεις τον κόπο να φωνάξεις απ’ το σπίτι τον αδερφό μου;»·
- κάνω τον κόπο, βλ. φρ. μπαίνω στον κόπο·
- μάταιος κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- με κόπο, με συνεχή προσπάθεια και δυσκολία: «όλη αυτή η περιουσία που βλέπεις, έγινε με κόπο»·
- με κόπους και με βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- μετά πολλών κόπων και βασάνων, βλ. λ. βάσανο·
- μου κάνει κόπο, μου προκαλεί κούραση, ταλαιπωρία: «εσένα αν σ’ αρέσει, πήγαινε, πάντως εμένα μου κάνει κόπο να τρέχω για ορειβασία πάνω στα κατσάβραχα»·
- μπαίνω στον κόπο, δέχομαι να καταβάλω κάποια προσπάθεια για ένα σκοπό, δέχομαι να προσπαθήσω για κάτι: «μπες στον κόπο, σε παρακαλώ, να με βοηθήσεις να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση των ταξί! || δεν μπαίνει στον κόπο ούτε καν να σκεφτεί!»·
- οι κόποι μιας ζωής, όλα όσα έχει κερδίσει κάποιος με την εργασία του κατά τη διάρκεια της ζωής του: «άφησε τους κόπους μιας ζωής σ’ ένα ορφανοτροφείο, γιατί δεν είχε οικογένεια»·
- πάνε οι κόποι μου χαμένοι ή πάνε χαμένοι οι κόποι μου, ενήργησα ή προσπάθησα άσκοπα, μάταια, ανώφελα: «προσπάθησε να κάνει μια δική του δουλειά, αλλά πάνε οι κόποι του χαμένοι, γιατί απέτυχε || προσπάθησα να τον τραβήξω απ’ τον κακό δρόμο, αλλά πάνε οι κόποι μου χαμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, -ρε τ’ είν’ αυτά;- μυαλό πια δεν αλλάζεις
- σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- τα καλά κόποις κτώνται, τα αγαθά ή η επιτυχία στη ζωή αποκτιούνται ύστερα από κόπο: «πρέπει να δουλέψεις σκληρά, αν θέλεις να μην σου λείψει τίποτα, γιατί τα καλά κόποις κτώνται || για να γίνεις γιατρός χρειάζεται σκληρό διάβασμα, γιατί τα καλά κόποις κτώνται»·
- τζάμπα κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- τι κάνει ο κόπος σου; πόσα χρήματα ζητάς για την εργασία που μου πρόσφερες(;)·
- τον βάζω σε κόπο, τον υποβάλλω σε κούραση, σε ταλαιπωρία: «μην τον βάζεις σε κόπο, δε βλέπεις που είναι γέρος άνθρωπος;»·
- του ’μεινε ο κόπος διάφορο, η προσπάθειά του δεν είχε επιτυχή έκβαση: «πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις να στήσει την επιχείρηση που λαχταρούσε, αλλά στο τέλος του ’μεινε ο κόπος διάφορο»·
- χαμένος κόπος, ενέργεια ή προσπάθεια άσκοπη, μάταιη, ανώφελη: «προσπάθησα να τον συνετίσω, αλλά χαμένος κόπος, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι».(Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος).

κορίτσι

κορίτσι, το, πλ. κορίτσια κ. κορίτσα, τα, ουσ. [<μσν. κορίτσιν <αρχ. κόρη + υποκορ. κατάλ. -ίτσιν]. 1. νεαρή γυναίκα, γυναίκα σε εφηβική ηλικία: «τα κορίτσια της γειτονιάς μου είναι ερωτευμένα με τον τάδε ηθοποιό».(Λαϊκό τραγούδι: στην απάνω γειτονίτσα μ’ αγαπάνε δυο κορίτσα). 2. το θηλυκό παιδί, η θυγατέρα σε αντιδιαστολή με το αγόρι, το γιο: «έχει ένα αγόρι κι ένα κορίτσι». 3. η γκόμενα, η ερωμένη: «τον είδα να κάθεται με το κορίτσι του σ’ ένα παραλιακό μπαράκι». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισαν τα όργανα, το μπουζούκι εργάζεται, να το το κορίτσι μου σειέται και τινάζεται). 4. νεαρή γυναίκα, κοπέλα, ιδίως άγαμη: «πολλά κορίτσια της γειτονιάς μου, δουλεύουν στην τάδε βιοτεχνία». (Λαϊκό τραγούδι: σφυρίζ’ η φάμπρικα σαν θα σχολάσουν, κορίτσ’ αγόρια ζευγαρωτά, με την αγάπη τους θα ξαποστάσουν. Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά). 5. η παρθένα: «όταν ανακάλυψε πως δεν ήταν κορίτσι, διέλυσε τον αρραβώνα του, γιατί ο τύπος είναι της παλιάς σχολής». 6. η ανύπαντρη γυναίκα: «αν δεν παντρευτεί η αδερφή μου πρώτα, που είναι κορίτσι, δε βλέπω να παντρεύομαι». 7. κατ’ επέκταση, η γεροντοκόρη: «ήταν τόσο ψηλομύτα στα νιάτα της, που στο τέλος έμεινε κορίτσι». 8. (ιδίως για τον άντρα) ο πολύ ήσυχος, ο πολύ φρόνιμος: «όσο θα λείπω, θέλω να ’σαι κορίτσι». 9. στον πλ. τα κορίτσια, οι γυναίκες που δουλεύουν σε κάποιο μπαρ ή σε κάποιο οίκο ανοχής: «δεν ήρθαν ακόμη τα κορίτσια να πιάσουν δουλειά; || η τάδε τσατσά προσέχει πολύ τα κορίτσια της». Υποκορ. κοριτσόπουλο, το (βλ. λ.) και κοριτσάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κορίτσαρος, ο (βλ. λ.) και κοριτσάρα, η (βλ. λ.)·
- είναι κορίτσι από σπίτι, είναι ηθική και με καλή ανατροφή: «θα ’σαι τυχερός, αν θελήσει να σε παντρευτεί, γιατί είναι κορίτσι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- κακό κορίτσι, χαρακτηρισμός νεαρής γυναίκας, που είναι ανήθικη, πρόστυχη, ανοικοκύρευτη: «δε θέλω να κάνεις παρέα με την τάδε, γιατί είναι κακό κορίτσι»·
- καλό κορίτσι, χαρακτηρισμός νεαρής γυναίκας που είναι ηθική, τίμια, νοικοκυρεμένη: «κοίτα να βρεις κανένα καλό κορίτσι να νοικοκυρευτείς, γιατί σε λίγο σε βλέπω γεροντοπαλίκαρο»·
- κορίτσι μου! έκφραση αγάπης ή λατρείας σε κόρη ή σε ερωμένη: «έλα δω, κορίτσι μου, να σου δώσω ένα φιλάκι!». (Λαϊκό τραγούδι: κορίτσι μου,γιατί μελαγχολείς, πως σ’ αγαπώ στο δίνω και γραμμένο, σου έτυχε στο ζάρι της ζωής καλό παιδί μα κακομαθημένο
- κορίτσι πράμα! Λέγεται συνήθως ως επίπληξη ή ως παρατήρηση: «δεν ντρέπεσαι κορίτσι πράμα να γυρίζεις νυχτιάτικα στους δρόμους!»·
- κορίτσια ο Μπάρκουλης! ειρωνικό πείραγμα που απευθύνεται σε ομάδα κοριτσιών που περνάει από μπροστά μας. Αναφορά στο γνωστό ζεν πρεμιέ του θεάτρου και του κινηματογράφου, ιδίως τη δεκαετία του 1960, Ανδρέα Μπάρκουλη, με τον οποίο ήταν ξετρελαμένα τα κορίτσια της εποχής. Συνών. κορίτσια ο στόλος(!)·
- κορίτσια ο στόλος! βλ. λ. στόλος·
- να το πάρεις το κορίτσι, ομαδική συνήθως προτροπή με κάποια δόση ειρωνείας σε άτομο που έχει μακροχρόνιο ερωτικό δεσμό με γυναίκα και δεν την έχει ακόμα παντρευτεί. (Λαϊκό τραγούδι: να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις μην το παιδεύεις, όλη η γειτονιά φωνάζει να το πάρεις το κορίτσι μην κοροϊδεύεις).

κόσμος

κόσμος, ο, ουσ. [<αρχ. κόσμος], ο κόσμος. 1. η οικουμένη, η ανθρωπότητα: «γύρισα όλο τον κόσμο». 2. κάθε οργανωμένο σύστημα ζωής και δραστηριότητας: «ο κόσμος των πιθήκων || ο κόσμος του χρηματιστηρίου». 3. πνευματική ή επαγγελματική τάξη ανθρώπων: «ο κόσμος των γραμμάτων καταδικάζει κάθε απόπειρα για λογοκρισία || ο ιατρικός κόσμος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάπλωση του έιτζ». 4. η κοινωνία: «μην περιμένεις απ’ τον κόσμο ν’ αναγνωρίσει τα καλά που του έχεις κάνει». 5. η ζωή: «έτσι είναι ο κόσμος, άλλοι γεννιούνται κι άλλοι πεθαίνουν». 6. πλήθος ανθρώπων: «στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής είχε πολύ κόσμο». 7. οι επισκέπτες, οι καλεσμένοι: «χτες ήταν η γιορτή του πατέρα μου κι είχαμε κόσμο στο σπίτι». (Ακολουθούν 149 φρ.)·
- άλλαξε ο κόσμος ή ο κόσμος άλλαξε, ο χαρακτήρας του ανθρώπου μεταβλήθηκε, ιδίως προς το χειρότερο: «δεν μπορείς να έχεις σήμερα σε κανέναν εμπιστοσύνη, γιατί άλλαξε ο κόσμος». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί, είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια
- ανά τον κόσμο, από όλον τον κόσμο γενικά: «κατέγραψε τα ταξίδια του ανά τον κόσμο και τα εξέδωσε σ’ ένα βιβλίο»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- άνθρωπος του κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντίκρισε τον κόσμο, γεννήθηκε: «αντίκρισε τον κόσμο μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- από καταβολής κόσμου, βλ. λ. καταβολή·
- από κτίσεως κόσμου, βλ. λ. κτίση·
- αρπάζεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. φρ. πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο·
- ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος, βλ. λ. κόμπος·
- ας τον κόσμο να σφυρίζει, μην ενδιαφέρεσαι, αδιαφόρησε για το τι λέει ο κόσμος: «εμείς θα παντρευτούμε κι ας τον κόσμο να σφυρίζει». (Λαϊκό τραγούδι: αγκαλιά θε να βρεθούμε, κούκλα μου μελαχρινή, κι ας τον κόσμο να σφυράει κι ό,τι θέλει ας πει
- ατσίγαρος κόσμος, (στη γλώσσα της αργκό) η φτωχολογιά: «μέσα στον ατσίγαρο κόσμο μπορείς να βρεις τα πιο καλά παιδιά»·
- βγαίνω στον κόσμο, α. αρχίζω να αντιμετωπίζω τη ζωή, βγαίνω στη βιοπάλη: «από μικρός βγήκε στον κόσμο και κατάλαβε πως η ζωή είναι ένας ατέλειωτος αγώνας». β. αρχίζω να συναναστρέφομαι τον κόσμο, αρχίζω τις συναναστροφές, αρχίζω να ζω ως κοινωνικό ον: «μόλις μεγάλωσε και βγήκε στον κόσμο, έκανε αμέσως παρέες, γιατί είναι συμπαθητικό παιδί». γ. κατ’ επέκταση, αποφυλακίζομαι: «μόλις βγήκε στον κόσμο μετά από τρία χρόνια φυλακή, έψαξε να βρει τους παλιούς του φίλους». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν έπεσα στα σίδερα, ξανά στον κόσμο βγήκα, γι’ αυτήν που πήγα να χαθώ, σαν γύρισα στο σπίτι μου, σ’ άλλη αγκαλιά τη βρήκα
- βλέπω μαύρο τον κόσμο ή βλέπω τον κόσμο μαύρο, είμαι πολύ πικραμένος, στενοχωρημένος, είμαι πολύ απαισιόδοξος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, βλέπει τον κόσμο μαύρο». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γύρω μου·
- βούιξε ο κόσμος ή βούιξε ο κόσμος όλος ή βούιξε όλος ο κόσμος, το μυστικό που αποκαλύφθηκε ή το νέο που διαδόθηκε, έκανε μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε έντονα: «βούιξε ο κόσμος όλος για το θάνατο του τάδε κι εσύ δεν πήρες χαμπάρι;»·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- βρίσκεται σ’ άλλο κόσμο ή βρίσκεται σ’ άλλους κόσμους, βλ. συνηθέστ. βρίσκεται στον κόσμο του·
- βρίσκεται στον κόσμο του, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του·
- για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο! επιφωνηματική έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που μας λένε ή που βλέπουμε: «μέχρι χτες ήταν πάμφτωχος και μ’ ένα τζόκερ έγινε ζάπλουτος. -Για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο!». Πρβλ.: για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους (Δημοτικό). Πολλές φορές, μετά το δε(ς) ακολουθεί το ρε·       
- για τα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- για τίποτα στον κόσμο, για κανέναν λόγο, με κανένα αντάλλαγμα: «για τίποτα στον κόσμο δεν ξαναπάω σε κείνο το μαγαζί || δε θα προδώσω το φίλο μου για τίποτα στον κόσμο»·
- γυάλινος κόσμος, ο ψεύτικος: «μέσα σ’ αυτό το γυάλινο κόσμο που ζούμε είναι να μην έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: να σε δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε, για να κάνω μια καινούρια κοινωνία άλληνε
- δε χάθηκε δα ο κόσμος ή δε χάθηκε κι ο κόσμος, βλ. φρ. δε χάλασε δα ο κόσμος·
- δε χάλασε δα ο κόσμος ή δε χάλασε κι ο κόσμος, δεν είναι και τίποτε σπουδαίο αυτό που συνέβη, δεν πρέπει να ανησυχούμε, γιατί είναι ασήμαντο: «μια γρατζουνιά έγινε στ’ αυτοκίνητό σου, δε χάλασε κι ο κόσμος || εκατό ευρώ ξοδέψαμε, δε χάλασε δα κι ο κόσμος || μη στενοχωριέσαι για τον αναπτήρα που έχασες, δε χάλασε κι ο κόσμος»·
- δεν έγινε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έγινε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν είναι για κόσμο, α. έχει τόσο κακό ντύσιμο ή τόσο κακή συμπεριφορά, που δεν μπορούμε να τον παρουσιάσουμε στον κόσμο: «κάνει τόσο χαζό ντύσιμο, που δεν είναι για κόσμο || δεν τον παίρνω ποτέ μαζί μου, γιατί έχει τέτοιο βρομόστομα που δεν είναι για κόσμο». β. βρίσκεται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, δεν είναι για κόσμο || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν είναι για κόσμο»·
- δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου ή δεν έφτασε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο ή δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δουλεύει όλο τον κόσμο, εξαπατά συστηματικά αυτούς με τους οποίους συνεργάζεται ή κοροϊδεύει συστηματικά όλους τους γνωστούς του για να τους αποσπάσει κάποιο όφελος: «μη τον βλέπεις που παριστάνει τον αγαθό, γιατί στην πραγματικότητα είναι μια σουπιά που δουλεύει όλο τον κόσμο»· βλ. και φρ. κοροϊδεύει τον κόσμο·
- έγινε η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- έγινε χαλασμός κόσμου, βλ. λ. χαλασμός·
- εδώ ο κόσμος καίγεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται, έκφραση που δηλώνει ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία, ιδίως οικονομική, μεγάλη κοινωνική αναστάτωση, μεγάλο πρόβλημα, που δείχνει να το αγνοεί το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός έχει το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις || εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός θέλει να κάνει επέκταση στη δουλειά του»·
- εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες τι ζητάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες τι ζητάτε; βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί χτενίζεται, (και για τα δυο φύλα) λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανθρώπους που αδιαφορούν για τα κοινά ή που, ενώ υπάρχουν πολύ μεγάλα προβλήματα τα οποία απαιτούν άμεση λύση, αυτοί ασχολούνται με πράγματα επουσιώδη και ανόητα. Με τη φρ. αυτή, αξίζει να θυμηθούμε την επίσκεψη του Ζισκάρ ντ’ Εστέν στην Ελλάδα το 1976, κατά την οποία οι Έλληνες, θέλοντας να διακωμωδήσουν την προσπάθεια του Γάλλου προέδρου να απευθύνει χαιρετισμό στα ελληνικά στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Καραμανλή, σκάρωσαν την ακόλουθη γαλλικούρα: εντό ο κοσμός κάιγετάει κάι το μοϊνί χτενίζετάει. Συνών. η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν, βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτή το μουνί της ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτή το μουνί της, (ιδίως για γυναίκες) βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός το καυλί του, (ιδίως για άντρες) βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- εδώ ο κόσμος πνίγεται και η κούρβα λούζεται, βλ. συνηθέστ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- είναι μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. φρ. ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο·
- είναι στον κόσμο του, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του·
- είναι του κόσμου, ανήκει στους κοσμικούς κύκλους, είναι κοσμοπολίτης: «ξέρει πάντοτε και σε κάθε περίπτωση πώς θα συμπεριφερθεί, γιατί είναι του κόσμου»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έμεινε μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. φρ. ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο·  
- ένα κόσμο…, δηλώνει πολύ μεγάλη ποσότητα, ένα σωρό: «έδωσε ένα κόσμο λεφτά κι αγόρασε σκάρτο πράγμα || κάθε φορά δίνει ένα κόσμο υποσχέσεις πως θα διορθωθεί, αλλά πάντα στο τέλος κάνει το δικό του»·
- έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι: «ήρθα στον κόσμο μια μέρα του καλοκαιριού, από φτωχούς αλλά τίμιους γονείς || κάθε μέρα έρχονται στον κόσμο χιλιάδες παιδιά»·
- έτσι είναι ο κόσμος, βλ. συνηθέστ. έτσι είναι η ζωή, λ. ζωή·
- έφαγα τον κόσμο, α. έψαξα παντού για να βρω κάποιον ή κάτι: «έφαγα τον κόσμο να σε βρω || έφαγα τον κόσμο να βρω το μολύβι μου κι εγώ το κρατούσα στα χέρια μου». β. κατέβαλα μύριες όσες προσπάθειες για να πετύχω κάτι: «έφαγα τον κόσμο για να πάρω αυτή τη δουλειά»·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, ζαλίστηκα, μου ήρθε σκοτοδίνη, λιποθύμησα: «σηκώθηκα απότομα και για μια στιγμή έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου || μόλις δέχτηκα την πέτρα στο κεφάλι, έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου και σωριάστηκα κάτω»·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, α. έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό δεν του ’χει λείψει τίποτα κι έχει όλα τα καλά του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, όταν έχω την αγάπη μου κοντά μου). β. (για καταστήματα) έχει αφθονία υλικών αγαθών, δεν του λείπει τίποτα: «ψωνίζω πάντα απ’ το τάδε σούπερ μάρκετ, γιατί έχει όλα τα καλά του κόσμου».
- έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «ο άνθρωπος αυτός έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, γι’ αυτό και είναι ευπρόσδεκτος σ’ όλες τις παρέες»·
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου. (Λαϊκό τραγούδι: καλύτερα ψωμί κι ελιά και μες την αγκαλιά σου παρά του κόσμου τα καλά και να ’μαι μακριά σου
- έχει του κόσμου…, έχει σε μεγάλη ποσότητα κάτι: «αυτός ο άνθρωπος έχει του κόσμου τα λεφτά || έχει του κόσμου τις αρετές || έχει του κόσμου τις κακίες || έχει του κόσμου τα διαμερίσματα»·
- έχω κόσμο, έχω επισκέψεις, έχω καλεσμένους: «δεν μπορείτε να μπείτε στο γραφείο του, γιατί έχει κόσμο || δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας, γιατί θα ’χω κόσμο στο σπίτι»·
- ζει μακριά απ’ τον κόσμο, α.  ζει σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο, σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή  ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «επειδή σιχάθηκε τους ανθρώπους, βρήκε ένα σπιτάκι στην ερημιά και ζει μακριά απ’ τον κόσμο». β. δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις που συντελούνται στον κόσμο, στην επικοινωνία, στην επιστήμη: «αυτός έχει μείνει στην εποχή του τηλέγραφου, γιατί ζει μακριά απ’ τον κόσμο»·
- ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο, ζει χωρίς οικογένεια, συγγενείς ή φίλους, είναι ολομόναχος στη ζωή: «απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα, κλείστηκε στον εαυτό του και ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο»·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του· 
- ζει στον κόσμο του ή ζει στο δικό του κόσμο, δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, δεν έχει επαφή με τη σύγχρονη  πραγματικότητα, ονειροβατεί: «μην περιμένεις να καταλάβει και πολλά πράγματα απ’ αυτά που του λες, γιατί ζει στον κόσμο του». Πρβλ.: δεν άντεξε τον πόνο του κι έσβησε με τον κόσμος του, τον κλάψαν μόνο τα παιδιά, γιατί είχε παιδική καρδιά (Λαϊκό τραγούδι)·
- η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- η ψυχή του σύμπαντος κόσμου, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε ο κόσμος ανάποδα, συντελέστηκαν μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, σπουδαίες επιστημονικές ανακαλύψεις: «την τελευταία δεκαετία ήρθε ο κόσμος ανάποδα με την τραμπούκικη Αγγλοαμερικανική πολεμική πολιτική, υπέρ δήθεν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων || την τελευταία δεκαετία ήρθε ο κόσμος ανάποδα με την πρόοδο της επιστήμης». Πρβλ.: άντε θύμα άντε ψώνιο άντε σύμβολο αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς (Τραγούδι)·
- ήρθε ο κόσμος τ’ απάνω κάτω, βλ. φρ. ήρθε ο κόσμος ανάποδα·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- κάνει του κόσμου…, κάνει σε ποσότητα κάτι, επαναλαμβάνει πάρα πολύ συχνά κάτι: «αυτός ο άνθρωπος κάνει του κόσμου τις αγαθοεργίες || κάνει του κόσμου τις βλακείες || κάνει του κόσμου τις μαλακίες || κάνει του κόσμου τις εξυπηρετήσεις»·
- κάνω τον κόσμο άνω κάτω, α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση: «για ψύλλου πήδημα είναι ικανός να κάνει τον κόσμο άνω κάτω». β. εντείνω όλες μου τις προσπάθειες για να βρω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «έκανα τον κόσμο άνω κάτω για να σε βρω || έκανα τον κόσμο άνω κάτω μέχρι να πάρω αυτή τη θέση»·
- κατά κόσμον, (για ιερωμένους ή μοναχούς) το κοσμικό όνομά του, σε αντιδιαστολή με το ιερατικό: «ο πατήρ Ονούφριος, κατά κόσμον Βασίλειος»·
- κοροϊδεύει τον κόσμο, προσποιείται πως ασχολείται με κάτι χωρίς να προσφέρει, χωρίς να παράγει έργο: «γυρίζει με περισπούδαστο ύφος όλη τη μέρα με μια τσάντα στο χέρι, αλλά κοροϊδεύει τον κόσμο, γιατί δεν κάνει τίποτα»·
- κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη, πικρή διαπίστωση για τη ματαιότητα της ζωής, αφού κάποια στιγμή πεθαίνουμε·
- κόσμος και κοσμάκης! πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων, που παρίσταται ιδίως σε μια συγκέντρωση, πολλοί και διάφοροι: «στην υποδοχή του αρχηγού μας μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης! || όταν ο καιρός είναι καλός, κόσμος και κοσμάκης βγαίνει στην παραλία για να κάνει τη βόλτα του»·
- κόσμος και κόσμος! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης(!)·
- κόσμος και λαός! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης! (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε το φτωχολόι κόσμος και λαός χάντρες απ’ το κομπολόι που ’χασ’ ο Θεός)·
- κόσμος και ντουνιάς! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης! (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε το φτωχολόι κόσμος και ντουνιάς της ανάγκης καραβάνι και της ορφανιάς)·
- λόγια του κόσμου, βλ. λ. λόγος·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, με κατατρόμαξε: «πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου μέσ’ στο σκοτάδι και μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο»· βλ. και φρ. τον έστειλε στον άλλο κόσμο·
- με τίποτα στον κόσμο, με κανένα τρόπο, με κανένα αντάλλαγμα: «δεν πάω με τίποτα στον κόσμο σε κείνο το μαγαζί, γιατί μαζεύεται όλη η αλητεία της περιοχής || με τίποτα στον κόσμο δε θα προδώσω το φίλο μου»·
- μένει το μάτι του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- μικρός που είναι ο κόσμος! έκφραση έκπληξης, απορίας, θαυμασμού ή χαράς στην περίπτωση που συναντάμε τυχαία κάποιον γνωστό μας σε μέρος που ούτε καν μπορούσαμε να υποπτευθούμε ποτέ πως θα τον συναντούσαμε: «καθώς ανέβαινα με το τουριστικό γκρουπ τον Αμαζόνιο, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν παλιόφιλο, που είχα χρόνια να τον δω. -Μικρός που είναι ο κόσμος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε βρε ή το για δες τι ή το τι·
- να βουίξει ο κόσμος ή να βουίξει ο κόσμος όλος ή να βουίξει όλος ο κόσμος, να διαδοθεί σε όλο τον κόσμο κάτι, να το μάθει όλος ο κόσμος: «θα ξεσκεπάσω τις απατεωνιές σου, να βουίξει ο κόσμος όλος || βούιξε όλος ο κόσμος με την είδηση του χρηματισμού του τάδε υπουργού»·
- νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου, επιδιώκει να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, θέλει να ασχολούνται όλοι μαζί του και στενοχωριέται ή θυμώνει, όταν συμβαίνει το αντίθετο: «είναι πολύ κουραστικός άνθρωπος, γιατί νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, αναστατώνω τον κόσμο, ιδίως από τις άγριες φωνές μου ή από τον έντονο θόρυβο που προκαλώ: «ήρθε μεσημεριάτικα και ξεσήκωσε τον κόσμο στο πόδι με τις αγριοφωνάρες του»·
- ο άλλος κόσμος, ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή, ο Άδης. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα μανούλα μου γλυκιά στον άλλο κόσμο φεύγω, μια χάρη μόνο υστερνή μανούλα σου γυρεύω
- ο έξω κόσμος, αυτοί που ζουν ελεύθεροι στην κοινωνία σε αντιδιαστολή με κείνους που βρίσκονται στη φυλακή: «ο έξω κόσμος χαίρεται κι εγώ σαπίζω στα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στης Αίγινας τα κάτεργα κλεισμένος κι από τον έξω κόσμο περιφρονημένος
- ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο, βλ. λ. ήλιος·
- ο καλός κόσμος, η υψηλή κοινωνία, η αριστοκρατία: «δυστυχώς, ο καλός κόσμος δύσκολα καταλαβαίνει τα βάσανα του απλού λαού»· βλ. και φρ. όλος ο καλός ο κόσμος·
- ο κάτω κόσμος, ο Άδης σε αντιδιαστολή με τον κόσμο που βρίσκεται στη ζωή (Λαϊκό τραγούδι: στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη, θα σε γυρεύω να σε βρω, να σ’ αγαπήσω πάλι
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, στην κοινωνία μας, στη ζωή μας, δε βρίσκονται όλοι στον ίδιο οικονομικό ή πνευματικό επίπεδο, άλλοι ευημερούν και άλλοι δυστυχούν: «δε βρίσκονται όλοι στην ίδια ευχάριστη θέση με σένα γιατί, ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν»· βλ. και φρ. η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, λ. ζωή·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη ταραχή, μεγάλη καταστροφή: «με το σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω»·
- ο κόσμος (όλος) να καεί, βλ. φρ. ο κόσμος (όλος) να χαλάσει·
- ο κόσμος (όλος) να χαλάσει, α. οτιδήποτε και να γίνει, χωρίς αμφιβολία, χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες ή οι δυσκολίες, εξάπαντος, οπωσδήποτε: «ο κόσμος να χαλάσει, εγώ θα την παντρευτώ || ο κόσμος θα χαλάσει, αυτός θα κάνει πάλι αυτό που θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: έχει και μια μελαχρινή, που είναι όλο νάζι, κι αν δεν της πάρω δυο φιλιά, ο κόσμος να χαλάσει). β. έκφραση τέλειας αδιαφορίας, ιδίως για όσα κακά συμβαίνουν γύρω μας: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν του καίγεται καρφί»·
- ο κόσμος πάει κι έρχεται, κυκλοφορεί διαρκώς, έρχεται και παρέρχεται, η ζωή συνεχίζεται. (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είναι, μπάρμπα Γιάννη, ο κόσμος πάει κι έρχεται κι αν κονταίνει το φουστάνι, μη σου κακοφαίνεται
- ο κόσμος της νύχτας, α. όσοι έχουν δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά τη νύχτα ή σχετίζονται με τα κυκλώματα των κέντρων διασκεδάσεως, των μπαρ ή των χαρτοπαιχτικών λεσχών: «ο κόσμος της νύχτας έχει τους δικούς του άγραφους νόμους». β. όλοι όσοι συνηθίζουν να διασκεδάζουν τη νύχτα: «ο κόσμος της νύχτας λίγο πολύ γνωρίζονται μεταξύ τους»·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο, είναι κοινό μυστικό, έχει ήδη διαδοθεί παντού: «ο κόσμος το ’χει τούμπανο πως χώρισε ο τάδε κι αυτός ήρθε να μου το πει για νέο»·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που προσπαθεί να αποσιωπήσει κάποιο μυστικό του, που ήδη έχει ευρέως κοινολογηθεί. (Λαϊκό τραγούδι: βούιξε όλη η γειτονιά το πήρανε χαμπάρι, ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι
- ο κόσμος του θεάματος, όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο, το τραγούδι ή άλλα καλλιτεχνικά σόου, ιδίως σε νυχτερινά κέντρα: «στον κόσμο του θεάματος, ασχολούνται καθημερινά πολλά άτομα || στον κόσμο του θεάματος υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός»·
- ο πάνω κόσμος, ο κόσμος που βρίσκεται στη ζωή, οι ζωντανοί άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους νεκρούς, με αυτούς που βρίσκονται στον Άδη: «όλος ο πάνω κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει τα συνταρακτικά νέα». (Λαϊκό τραγούδι: τέρμα θα ρίξω εις τη ζωή, χρυσή μου, ν’ αποθάνω, γιατί βαρέθηκα να ζω στον κόσμο τον επάνω
- ο πολύς κόσμος, τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα σε αντιδιαστολή με τους λίγους, που είναι οι πλούσιοι: «τα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, θα πλήξουν τον πολύ κόσμο»·
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. φρ. τα καλά όλου του κόσμου·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, κάποτε όλοι πεθαίνουμε, είμαστε εφήμεροι, δεν είμαστε αθάνατοι: «ξόδευε τα λεφτά που βγάζεις, βρε ανόητε, γιατί όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο». Λέγεται για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά είναι και φορές που λέγεται σε αντιδιαστολή με την άλλη ζωή, που είναι αιώνια. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τον κόσμο αυτόν τον ψεύτη είμαστε περαστικοί, πριν τον νιώσουμε, τον ζούμε και περνούμε βιαστικοί).Συνών. όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή·
- όλος ο καλός ο κόσμος, α. λέγεται στην περίπτωση, που σε ένα χώρο βρίσκονται συγκεντρωμένα άτομα που ξεχωρίζουν μέσα σε ένα σύνολο για τα πλούτη τους, την κοινωνική τους ισχύ ή την πνευματική τους ανωτερότητα: «στη δεξίωση του τάδε βιομηχάνου ήταν μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος». β. λέγεται στην περίπτωση, που σε κάποιο χώρο βρίσκει κάποιος συγκεντρωμένα όλα τα άτομα της παρέας του: «μπα μπα, τι βλέπω! Όλος ο καλός ο κόσμος σήμερα βρίσκεται εδώ». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν σε κάποιο χώρο δει κάποιος συγκεντρωμένα πολλά άτομα του ίδιου φυράματος: «πήγα στην τάδε χαρτοπαιχτική λέσχη κι ήταν μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος»·
- όλος ο κόσμος, όλοι: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με παλιοπαρέες, όλος ο κόσμος τον κατηγορεί»·
- όλος ο κόσμος δώδεκα κι η Πόλη δεκαπέντε, βλ. λ. Πόλη·
- όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος, λέγεται ειρωνικά για τις ασχήμιες και τις αδικίες του κόσμου. Αναφορά σε ποίημα του Διον. Σολωμού·
- όπου κόσμος και Κοσμάς, λέγεται και κείνους που από καλή διάθεση και καλοσύνη, ενδιαφέρονται για τα προβλήματα και τις στενοχώριες των άλλων: «όπου κόσμος και Κοσμάς αυτός ο άνθρωπος και δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο». Ίσως αναφορά στον Κοσμά τον Αιτωλό·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- πάρε κόσμε! ή πάρ’ τε κόσμε! προτρεπτική έκφραση μικροπωλητή προς τους περαστικούς να αγοράσουν από το εμπόρευμά του. Πολλές φορές, ακούγεται ένα μονότονα επαναλαμβανόμενο πάρτε, πάρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτε! με παράληψη του κόσμε(!)·
- περάστε κόσμε! προτρεπτική έκφραση κράχτη που εργάζεται έξω από την είσοδο καταστήματος προς τους περαστικούς να μπουν μέσα στο κατάστημα για να αγοράσουν. Από τη συνεχιζόμενη και χωρίς διακοπή επανάληψη της φρ., φτάνει στο σημείο να ακούγεται ένα μονότονο ράστεραστεραστεραστεραστεραστε με παράληψη του κόσμε(!)· βλ. φρ. πάρε κόσμε(!)·  
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- πήγε στον άλλον κόσμο, πέθανε: «πέρασαν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πήγε ο τάδε στον άλλο κόσμος»·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλον κόσμο, βλ. λ. διαβατήριο·
- πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο, καβγαδίζει, μαλώνει με τον καθένα, ιδίως επειδή είναι ιδιότροπος, εριστικός: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο και μας δημιουργεί προβλήματα»·
- σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τον κόσμο, βλ. φρ. σηκώνω τον κόσμο στο πόδι·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση με φωνές και φασαρία, κάνω τον κόσμο να ανησυχήσει ή να διαμαρτυρηθεί: «κάθε φορά που μαλώνουν αυτά τα δυο αδέρφια, σηκώνουν τον κόσμο στο πόδι»·
- στα πέρατα του κόσμου ή ως τα πέρατα του κόσμου, βλ. λ. πέρατα·
- στην άλλη άκρη του κόσμου ή στην άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- σφαίρα είναι ο κόσμος και γυρίζει, βλ. λ. σφαίρα·
- τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. φρ. πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο·
- τα καλά όλου του κόσμου, όλα τα υλικά αγαθά: «είναι τόσο νοικοκύρης, που κουβαλάει στο σπίτι του τα καλά όλου του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, όταν έχω την αγάπη μου κοντά μου
- τα ύστερα του κόσμου! βλ. λ. ύστερα·
- τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο, είναι θυμωμένος με τους πάντες, όλοι του φταίνε: «δεν πήρε μια δουλειά που την είχε σίγουρη και τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο»·
- τι μικρός που είναι ο κόσμος! βλ. φρ. μικρός που είναι ο κόσμος(!)·  
- τι σου είναι ο κόσμος! έκφραση για να δηλώσουμε την κακία του κόσμου: «μόλις χρεοκόπησε, τρελάθηκαν όλοι απ’ τη χαρά τους. -Τι σου είναι ο κόσμος!». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το βρε και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτός·
- το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, βλ. λ. επάγγελμα·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, βλ. λ. χέρι·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, α. τον δολοφόνησε, τον σκότωσε: «τον παραμόνεψε ένα βράδυ με το πιστόλι στο χέρι και μόλις τον είδε, με δυο σφαίρες στην καρδιά τον έστειλε στον άλλο κόσμο». β. προκάλεσε το θάνατό του: «η ηρωίνη τον έστειλε στον άλλο κόσμο»· βλ. και φρ. μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο·
- τον έφεραν στον κόσμο, (για γονείς) τον γέννησαν: «τον έφεραν στον κόσμο τρία χρόνια ύστερα απ’ το γάμο τους»·
- τον έφερε στον κόσμο, (για γυναίκα) τον γέννησε: «τον έφερε στον κόσμο μια τίμια κι εργατική γυναίκα». (Τραγούδι: ο Γιώργος, το αλάνι, η κορμάρα γεννήθηκε στην Ξάνθη το ’50, τον έφερε στον κόσμο η Φροσάρα η αλανιάρα που έκανε, αγάπη μου, σουξέ στα πανηγύρια
- τον τρέμει ο κόσμος, τον φοβούνται πάρα πολύ: «είναι τόσο άγριος, που τον τρέμει ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να ’μουνα πασάς ο κόσμος να με τρέμει, να ’χα στην εξουσία μου το πιο όμορφο χαρέμι
- του κόσμου…, δηλώνει μεγάλο μέγεθος, μεγάλη ποσότητα, αφθονία: «στο τάδε μαγαζί υπάρχουν του κόσμου τα εμπορεύματα || λέει του κόσμου τις βλακείες || κάνει του κόσμου τα λάθη». (Τραγούδι: ρετσίνα μου, ρετσίνα μου, μαζί σου θα πεθάνω, του κόσμου όλα τα καλά μπροστά σου δεν τα βάνω
- τρέμε κόσμε! α. έκφραση ενθουσιασμού, ιδίως έπειτα από κάποια σπουδαία επιτυχία μας: «τώρα που κέρδισα στο τζόκερ, τρέμε κόσμε!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που παριστάνει το σκληρό·
- τρέξε κόσμε! ή τρέχα κόσμε! βλ. φρ. πάρε κόσμε(!)·
- υπάρχει κόσμος για κόσμος ή υπάρχει κόσμος και κόσμος, βλ. συνηθέστ. υπάρχουν άνθρωποι για άνθρωποι, λ. άνθρωπος·
- φέρνει τη συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- φέρνω στον κόσμο, (για γυναίκες) γεννώ: «μικρή μικρή παντρεύτηκε κι έφερε στον κόσμο τέσσερα παιδιά»·
- φέρνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. φρ. κάνω τον κόσμο άνω κάτω·
- φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας, βλ. λ. όρεξη·
- χάθηκε απ’ τον κόσμο, διέκοψε κάθε φιλική ή κοινωνική συναναστροφή, εγκατέλειψε τα εγκόσμια, απομονώθηκε κάπου: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, χάθηκε απ’ τον κόσμο || από τότε που χρεοκόπησε, χάθηκε απ’ τον κόσμο»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου·
- χάθηκε στον κόσμο του, βυθίστηκε σε ονειροπολήσεις: «πήγε κι έκατσε στην άκρη της παραλίας και σε λίγο χάθηκε στον κόσμο του»·
- χαλάει κόσμο, (για θεατρικά, κινηματογραφικά ή άλλα καλλιτεχνικά έργα) παρουσιάζει μεγάλη κοσμοσυρροή, έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία: «να πας να δεις το τάδε έργο, γιατί έμαθα πως χαλάει κόσμο || το καινούριο βιβλίο του τάδε συγγραφέα χαλάει κόσμο»·
- χαλάει ο κόσμος, παρατηρούνται έντονα φυσικά φαινόμενα, φυσικές καταστροφές (βροχή, αέρας, χιόνι): «απ’ το πρωί έξω χαλάει ο κόσμος»· βλ. και φρ. χαλάει κόσμο·
- χάλασα τον κόσμο, βλ. φρ. έφαγα τον κόσμο·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, βλ. λ. Θεός·
- χάλασε ο κόσμος, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «στα χρόνια μας υπήρχε φιλότιμο, αλλά στη σημερινή εποχή χάλασε ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: σκέψου, τη γνώμη άλλαξε και πρόσεξε λιγάκι, γιατί ο κόσμος χάλασε, τρελό μου Χριστινάκι
- χαλώ κόσμο, προκαλώ μεγάλη εντύπωση, μεγάλο ενθουσιασμό: «χάλασες κόσμο πάλι χτες βράδυ στο χορό». (Λαϊκό τραγούδι: ο Στράτος ο τεμπέλης με το Βραχνό το Μάρκο που χάλαγε ο κόσμος σαν βγαίνανε στο πάλκο)· βλ. και φρ. χαλάει κόσμο·
- χαλώ τον κόσμο, α. φωνάζω δυνατά, προξενώ μεγάλο θόρυβο, μεγάλη αναστάτωση με τις φωνές μου: «όταν γύρισε και δε σε βρήκε στο σπίτι, χάλασε τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: σε μπελά θε να με βάλεις, Ελενάκι, αν δε με πάρεις, θα μεθύσω, θα τα σπάσω και τον κόσμο θα χαλάσω).β. κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι: «χάλασα τον κόσμο για να βάλω το γιο μου στο δημόσιο και στο τέλος το πέτυχα». γ. δημιουργώ κοινωνική αναστάτωση: «τα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης, χάλασαν τον κόσμο»·
- χάνω τον κόσμο, πεθαίνω, σκοτώνομαι: «κάθε Σαββατοκύριακο χάνουν τον κόσμο ένα σωρό άνθρωποι πάνω στην άσφαλτο». (Λαϊκό τραγούδι: κλαίω κρυφά και σκέπτομαι ότι θα πεθάνω και η αιτία θα ’σαι ’συ όπου τον κόσμο χάνω).

κουβέντα

κουβέντα, η, ουσ. [<μσν. κομβέντος <λατιν. conventus], κουβέντα. 1.  φιλική συνομιλία, φιλική συζήτηση: «πιάσανε με τις ώρες την κουβέντα || με την κουβέντα πέρασε η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: κουβέντες λιγάκι μελό, ας κάνουμε για το καλό). 2. ως επιφών. κουβέντα! έκφραση με την οποία απαγορεύουμε σε κάποιον να μιλήσει, να απαντήσει σε αυτά που του είπαμε. Πολλές φορές, προτάσσεται το σουτ(!). Υποκορ. κουβεντούλα, η. (Λαϊκό τραγούδι: σταράτα πάντα εγώ μιλώ δυο κουβεντούλες θα σου πω). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αλλάζω μια κουβέντα (με κάποιον), έχω με κάποιον μια σύντομη συνομιλία: «τον είδα τυχαία στο δρόμο κι αλλάξαμε μια κουβέντα για τις δουλειές μας»·
- αλλάζω κουβέντα ή αλλάζω την κουβέντα, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αλλάξαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- αλλάξαμε κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- άναψε η κουβέντα, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση, λ. συζήτηση·
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση για τα καλά, λ. συζήτηση·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. φρ. ανοίξαμε συζήτηση, λ. συζήτηση·
- από κουβέντα σε κουβέντα, βλ. συνηθέστ. από λόγο σε λόγο, λ. λόγος·
- αρχίζω την κουβέντα, βλ. φρ. αρχίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αρχίζω την ψιλή κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψιλοκουβεντιάζω·
- αφήνω την κουβέντα στη μέση, παύω να μιλώ χωρίς να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «δεν αφήνω ποτέ την κουβέντα στη μέση, αν δεν πω πρώτα αυτό που θέλω να πω»·
- γαμάς κουβέντα, εγώ σου μιλώ σοβαρά κι εσύ αστειεύεσαι ή δεν προσέχεις καθόλου αυτά που σου λέω, ή αλλάζεις ξαφνικά θέμα και δεν αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μια ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς μου συμβαίνει κι εσύ γαμάς κουβέντα»·
- για δυο κουβέντες, χωρίς να ειπωθεί κάτι σοβαρό ή προσβλητικό, χωρίς λόγο: «δεν είναι σωστά πράγματα, για δυο κουβέντες, να ’στε μαλωμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- για να γίνεται κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που κουβεντιάζουν δυο άτομα ή μια ομάδα θέματα περί ανέμων και υδάτων απλώς για να συζητούν, για να περνά η ώρα: «λέμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του έτσι, για να γίνεται κουβέντα». Συνών. για να γίνεται μουχαμπέτι·
- γυρίζω την κουβέντα, βλ. φρ. γυρίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γίνεται κουβέντα, βλ. φρ. δε γίνεται συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γυρίζει κουβέντα, δεν αντιμιλάει: «έχει τόση καλή γυναίκα που ό,τι και να της πει δε γυρίζει κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: για χατίρι σου μπατίρησα, μια κουβέντα δε σου γύρισα· ε, ρε φίλε μου, χαλάλι και να το ’βρεις από άλλη
- δε δέχομαι κουβέντα, δεν ανέχομαι καμιά αντίρρηση: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε δέχομαι κουβέντα»·
- δε θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. φρ. δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα·
- δε θέλω κουβέντα, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα κάνετε αυτό που σας λέω και δε θέλω κουβέντα». Συνών. δε θέλω λέξη / δε θέλω μιλιά·  βλ. και φρ. δε σηκώνω κουβέντα·
- δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καθαρός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του»·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. φρ. δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, λ. λόγος. Πρβλ.: κανείς καλή κουβέντα δεν θα πει που αγάπησες και αγαπάς ακόμα (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει πολλές κουβέντες, δε δέχεται αντιρρήσεις σε αυτό που λέει ή κάνει και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ αυστηρός ή ολιγόλογος: «δεν έχω σχέσεις μαζί του, γιατί δε σηκώνει πολλές κουβέντες κι εγώ τέτοιους ανθρώπους δεν τους πάω»·
- δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα, κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε, χωρίς να προβάλει καμιά δικαιολογία: «θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ και δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα»·
- δε σηκώνω κουβέντα, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα·
- δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν, δε λέει ποτέ κάποιον επαινετικό λόγο για κανέναν, συνηθίζει να κακολογεί τους πάντες: «αν θέλεις να μάθεις για το ποιόν κάποιου, μην ρωτήσεις ποτέ τον τάδε, γιατί δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν»·
- δε χωράει κουβέντα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «για να γίνει ένα μάτσο σίδερα τέτοιο αυτοκίνητο, δε χωράει κουβέντα πως ο οδηγός του έτρεχε σαν τρελός!»·
- δεν ακούει κουβέντα, βλ. φρ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- δεν αλλάξαμε κουβέντα, α. δεν είχαμε την παραμικρή συνομιλία: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν αλλάξαμε κουβέντα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε. β.δεν είχαμε την παραμικρή διαφωνία, δε μαλώσαμε ή δε διαπληκτιστήκαμε ποτέ: «είμαστε είκοσι χρόνια φίλοι κι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές μας δεν αλλάξαμε κουβέντα»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, δεν αφήνει λεκτική πρόκληση αναπάντητη: «αν του πετάξεις κάποιο υπονοούμενο και το καταλάβει, θα σ’ απαντήσει αμέσως, γιατί δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω»·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπε κουβέντα·
- δεν είπε κουβέντα, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε καθόλου: «όση ώρα τον κατηγορούσε ο άλλος, ο δικός σου δεν είπε κουβέντα»·
- δεν έχουμε πολλές κουβέντες, αν και γνωριζόμαστε, εντούτοις δεν έχουμε ιδιαίτερες φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις μαζί του: «μένουμε χρόνια με τον τάδε στην ίδια γειτονιά, αλλά δεν έχουμε πολλές κουβέντες». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεταξύ μας·
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν παίρνει από κουβέντα, είναι αμετάπειστος, δε δέχεται να συζητήσει με κάποιον ένα πρόβλημά του, κάνει του κεφαλιού του: «πώς να συνεννοηθείς μαζί του, που δεν παίρνει από κουβέντα!»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, λ. λέξη·
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε δυο λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημες κουβέντες·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- είχαμε την κουβέντα σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε την κουβέντα σου με τα παιδιά»·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- ζυγιάζω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. ζυγιάζω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- ζυγιασμένες κουβέντες, βλ. φρ. μετρημένες κουβέντες·
- η κουβέντα το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να του αποδίδω ιδιαίτερη σημασία ή χωρίς να το έχω σκεφτεί από πριν: «μια που η κουβέντα το φέρνει, πες μου έκανες τίποτα μ’ εκείνο που σου είχα ζητήσει;». Συνών. ο λόγος το φέρνει·
- η κουβέντα ήρθε και… ή ήρθε η κουβέντα και…, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης αναφέρθηκε και…: «καθώς είχαμε θυμηθεί τα σχολικά μας χρόνια, η κουβέντα ήρθε και στον παλιό μας γυμνασιάρχη»·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. φρ. ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, λ. λόγος·
- η τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! απειλητική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια πως θα τον βρίσουμε·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα θέλει κουβέντα, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί, πρέπει να συζητηθεί: «δεν μπορώ ακόμα να πάρω απόφαση, γιατί θέλει κουβέντα το πράγμα»·
- καθαρές κουβέντες, βλ. φρ. παστρικές κουβέντες·
- κάνω κουβέντα, α. συνομιλώ, συζητώ: «επειδή είχαμε λεύτερο χρόνο, κάναμε κουβέντα για χίλια δυο πράγματα». β. αναφέρω, αναφέρομαι σε συγκεκριμένο ζήτημα: «κάθε τόσο κάνεις κουβέντα για τα λάθη των άλλων και δε βλέπεις τα δικά σου || θα του κάνω κουβέντα σήμερα και μετά βλέπουμε»· βλ. και φρ. κάνω λόγο·
- κλείνω την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- κόβω την κουβέντα στη μέση, διακόπτω μια συνομιλία, μια συζήτηση, την αφήνω ατελείωτη: «ήρθε ο τάδε και μας έκοψε την κουβέντα στη μέση»· βλ. και φρ. αφήνω την κουβέντα στη μέση·
- κουβέντα θ’ ανοίξουμε; α. έκφραση με την οποία αποπαίρνουμε κάποιον που μας ζητάει να του αναλύσουμε κάτι που του λέμε ή που μας διακόπτει κάθε τόσο ζητώντας επεξηγήσεις. β. (γενικά) έκφραση που δηλώνει άρνηση για συζήτηση: «πώς πήγε η δουλειά σου το μήνα που μας πέρασε; -Κουβέντα θ’ ανοίξουμε;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα·
- κουβέντα θα κάνουμε; βλ. φρ. κουβέντα θ’ ανοίξουμε(;)·
- κουβέντα να γίνεται, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, συζήτηση που γίνεται απλώς για να περνάει η ώρα: «δεν κουβεντιάζουμε για τίποτα σπουδαία πράγματα, κουβέντα να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το να, έτσι. Συνών. λόγος να γίνεται·
- κουβέντα στην κουβέντα ή κουβέντα την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λόγο στο λόγο, λ. λόγος·
- κουβέντες του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- κουβέντες του ποδαριού, βλ. συνηθέστ. λόγια του ποδαριού, λ. λόγος·
- κούφιες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λέει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, λέει συνετές κουβέντες, μιλάει με περίσκεψη: «πρέπει ν’ ακούς προσεχτικά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί λέει φρόνιμες κουβέντες»·
- λέω μπόσικες κουβέντες, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δεν πρέπει να λες μπόσικες κουβέντες»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με δυο κουβέντες, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια κουβέντα, βλ. φρ. με δυο κουβέντες·
- με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «με την κουβέντα, χωρίς να το καταλάβει, αποκάλυψε τους συνεργάτες του || με την κουβέντα ξεχαστήκαμε κι αργήσαμε να πάμε στα σπίτια μας»·
- μεγάλη κουβέντα, α. λόγος που έχει μεγάλη βαρύτητα, είτε θετικά είτε αρνητικά: «πρόσεχε πάρα πολύ καλά τι λες, γιατί τώρα πέταξες μεγάλη κουβέντα και θα πιαστούμε στα χέρια || ξέρεις τι μεγάλη κουβέντα είναι αυτή που είπες, μακάρι να σκέφτονταν κι άλλοι σαν κι εσένα!». (Λαϊκό τραγούδι: ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη, πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δε τα φας, όταν πεθάνεις, θα στα φάνε κάποιοι άλλοι). β. υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε, που δεν είναι δυνατό να εκπληρωθεί. (Τραγούδι: μεγάλες κουβέντες, αστείο φτηνό, αφού σ’ αγαπάω, όπου κι αν πάω για σένα ρωτώ
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μένει εδώ η κουβέντα, ό,τι είπαμε, είπαμε, διακόπτουμε τη συζήτηση: «επειδή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, μένει εδώ η κουβέντα || επειδή πέρασε η ώρα, μένει εδώ η κουβέντα και τα λέμε πάλι αύριο»·
- μεσοβέζικες κουβέντες, που δεν είναι ξεκάθαρες, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «αν θέλεις να συνεννοηθούμε θα μου μιλήσεις ξεκάθαρα, γιατί απεχθάνομαι τις μεσοβέζικες κουβέντες»·
- μετράω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. μετράω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- μετρημένες κουβέντες, κουβέντες σεμνές, σωστές, συνετές, που λέγονται ύστερα από πολλή σκέψη: «μορφωμένοι άνθρωποι ήταν και με δυο τρεις μετρημένες κουβέντες συνεννοήθηκαν»·
- μη γαμάς κουβέντα! άκουσέ με επιτέλους με προσοχή, πρόσεξε αυτά που σου λέω και μην αλλάζεις ξαφνικά θέμα χωρίς να με αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μη γαμάς κάθε τόσο κουβέντα, μωρ’ αδερφάκι μου, κι άκουσε αυτά που έχω να σου πω!»·
- μη γίνει κουβέντα, παρακλητική ή συμβουλευτική έκφραση, από το άτομο που μας εμπιστεύτηκε ή που έχει την πρόθεση να μας εμπιστευτεί κάτι, να μην το διαδώσουμε, να μην το κοινολογήσουμε: «κι ό,τι σου ’πα, μη γίνει κουβέντα || θέλω να σου πω τον πόνο μου, αλλά μη γίνει κουβέντα». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το έτσι(;)·
- μη σου ξεφύγει κουβέντα, προτροπή σε κάποιον που του έχουμε εμπιστευτεί κάτι, να μη ξεγελαστεί, να μη ξεχαστεί και το αποκαλύψει: «μη σου ξεφύγει κουβέντα απ’ ό,τι σου είπα, γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες»· 
- μην ακούσω κουβέντα! ή να μην ακούσω κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. δε θέλω δεύτερη κουβέντα·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα· βλ. και φρ. μην το κάνεις θέμα, λ. θέμα·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να αναφέρουμε κάτι σχετικό με αυτό που μόλις αναφέρθηκε: «επειδή ο τάδε αναφέρθηκε στα ναρκωτικά, θα ήθελα, μια και το ’φερε η κουβέντα, να προσθέσω και τα εξής»·  
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. φρ. ένας λόγος είναι αυτός, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είναι να…, βλ. φρ. ένας λόγος είναι να…, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είπα, δεν είπα τίποτε σπουδαίο, δεν είχε σημασία αυτό που είπα, ένα αστείο είπα, πλάκα έκανα: «μια κουβέντα είπα κι αυτός παρεξηγήθηκε». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ·
- μπόσικες κουβέντες, αυτές που λέγονται με επιπολαιότητα: «όταν μιλάς μαζί μου θέλω να είσαι σοβαρός, γιατί δεν θέλω μπόσικες κουβέντες»·
- να λείπουν οι πολλές κουβέντες, βλ. συνηθέστ. να λείπουν τα πολλά λόγια·
- ξεκάρφωτες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτα λόγια, λ. λόγος·
- ξεκρέμαστες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτες κουβέντες·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; βλ. λ. όρεξη·
- παστρικές κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ειλικρίνεια, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μπορούμε να κουβεντιάσουμε οποιοδήποτε θέμα, αλλά θέλω παστρικές κουβέντες για να μην έχουμε παρεξηγήσεις»·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! παράκληση σε κάποιον να μεσολαβήσει κάπου για μας: «πες καμιά καλή κουβέντα στον τάδε μήπως και με πάρει στη δουλειά του!»·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! (παρακλητικά) συμβούλεψέ τον: «πες του καμιά κουβέντα, γιατί εσένα σ’ εκτιμάει και σ’ ακούει!»·
- πετάει κουβέντες, μιλάει χωρίς να σκέφτεται, απερίσκεπτα: «όταν πει λίγο παραπάνω, πετάει κουβέντες χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα μου γκρινιάζεις και κουβέντες μου πετάς· δαχτυλίδια και ρολόγια, βρε, να σου πάρω μου ζητάς
- πετώ μια κουβέντα, υπαινίσσομαι, δε λέω καθαρά αυτό που θέλω, αλλά αφήνω υπονοούμενα: «δεν είναι σωστό να πετάς μια κουβέντα κι έπειτα ν’ αλλάζεις θέμα. Αν έχεις κάτι μαζί μου, έλα να το συζητήσουμε»·
- πιάνομαι με την κουβέντα ή πιάνομαι στην κουβέντα, βλ. φρ. πιάνω (την) κουβέντα·
- πιάνω (την) κουβέντα, αρχίζω να κουβεντιάζω, συζητώ, συνομιλώ με κάποιον: «πιάσαμε την κουβέντα για το χθεσινό επεισόδιο || συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και πιάσαμε κουβέντα για τ’ αυριανό ντέρμπι»·
- πιάνω (την) ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβεντιάζω·
- πικρές κουβέντες, λόγια που πικραίνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρές κουβέντες για τις οποίες μετάνιωσαν αργότερα». (Λαϊκό τραγούδι: από μια πικρή κουβέντα, που μου είπες κάποιο βράδυ, έγιν’ η καρδιά μου μαύρη!
- σε κουβέντα να βρισκόμαστε, βλ. φρ. κουβέντα να γίνεται·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα, λ. συζήτηση·
- σκληρές κουβέντες, λόγια που πληγώνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρές κουβέντες»·
- σταράτες κουβέντες, λόγια ξεκάθαρα, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «είναι μαθημένος να λέει σταράτες κουβέντες»·
- στρογγυλές κουβέντες ή στρόγγυλες κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ξεκάθαρα: «συμφώνησαν αμέσως, γιατί είπαν στρογγυλές κουβέντες»·
- το… είναι μια κουβέντα, είναι πολύ εύκολο να λέει κάποιος πως θα κάνει αυτό που αναφέρει, αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα το πραγματοποιήσει: «το να κάνω μια δουλειά είναι μια κουβέντα, πώς γίνεται όμως αυτή η δουλειά μπορείς να μου πεις;»·
- το κάνω ολόκληρη κουβέντα, δίνω μεγάλες διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μη δώσεις βάση στη γνώμη του, γιατί συνηθίζει ένα μικρό γεγονός να το κάνει ολόκληρη κουβέντα || του κέρασα κι εγώ μια φορά και το ’κανε ολόκληρη κουβέντα». Συνών. το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·  
- το ρίχνω στην κουβέντα, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα·
- το στρώνω στην κουβέντα, συζητώ αδιάκοπα για διάφορα θέματα, συζητώ περισσότερο για να περάσει η ώρα μου: «οι πιο πολλοί συνταξιούχοι μαζεύονται στο καφενείο της γειτονιάς και το στρώνουν στην κουβέντα»·
- το ’φερε η κουβέντα, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά, μια και το ’φερε η κουβέντα, ασχοληθήκαμε και μ’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα. Κι όπως το ’φερε η κουβέντα μου ’παν όνειρο κι αυτό. Σήκω πήγαινε στην Άννα του Χειμώνα
- του κάνω κουβέντα, του αναφέρω κάποια υπόθεση που με απασχολεί: «αν του κάνεις κουβέντα για το πρόβλημά σου, μπορεί και να σε βοηθήσει»·
- του πιάνω κουβέντα ή τον πιάνω στην κουβέντα, προκαλώ συζήτηση μαζί του για κάποιο σκοπό ή για να του εκμαιεύσω κάτι: «μόλις τον είδα, του ’πιασα κουβέντα μόνο και μόνο για να τον καθυστερήσω, μέχρι να φύγει απ’ το μπαράκι ο αδερφός της γκόμενάς του || μόλις τον είδα τον έπιασα στην κουβέντα μήπως και του ξεφύγει κάτι για την καινούρια δουλειά που ετοιμάζει»·
- φέρνω την κουβέντα (σε κάτι), βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), λ. συζήτηση·
- φέρνω την κουβέντα αλλού, βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση αλλού, λ. συζήτηση·
- χάνεται για κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψοφάει για κουβέντα·
- χαμένες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. χαμένα λόγια, λ. λόγος·
- χάνουμε τις κουβέντες μας, βλ. φρ. χάνουμε τα λόγια μας, λ. λόγος·
- χάνω τις κουβέντες μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- χοντρές κουβέντες, βλ. φρ. χοντρά λόγια, λ. λόγος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς άλλη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή αντιλογία: «τα πράγματα, χωρίς πολλές κουβέντες, θα γίνουν έτσι όπως τα λέω». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές, θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις
- ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβέντα·
- ψοφάει για κουβέντα, του αρέσει πάρα πολύ να κουβεντιάζει: «αν αρχίσει την πάρλα, θα πιάσετε ξημερώματα, γιατί ψοφάει για κουβέντα».

κουμάσι

κουμάσι, το, ουσ. [<μτγν. κουμάσιον <kumaş (= ύφασμα)]. 1. το κοτέτσι και γενικά το μέρος όπου διαμένουν ζώα: «σ’ ένα μικρό κουμάσι είχε δυο λαγουδάκια». 2.  άνθρωπος πρόστυχος, τιποτένιος, φαύλος: «ο τάδε είναι ένα κουμάσι, Θεός να σε φυλάει!»·
- καλό κουμάσι και του λόγου σου! όπου το καλό έχει εντελώς αντίθετη έννοια·
- μεγάλο κουμάσι, άνθρωπος πολύ πρόστυχος, πολύ τιποτένιος, πολύ φαύλος: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί είναι μεγάλο κουμάσι»·
- παστρικό κουμάσι, άνθρωπος κακοήθης, φαύλος, ο παλιάνθρωπος: «μάθαμε και για σένα τι παστρικό κουμάσι είσαι!».

κύριος

κύριος, ο, ουσ. [αρσ. του επιθ. κύριος]. 1. αυτός που έχει υπό την εξουσία του κάτι ή κάποιον, αυτός που εξουσιάζει, που ελέγχει, ο εξουσιαστής, ο κυρίαρχος: «ο Χίτλερ ονειρευόταν να γίνει ο κύριος ολόκληρου του κόσμου, αλλά την πάτησε». 2. άντρας ευγενικός, με άψογη συμπεριφορά, καθώς πρέπει, αξιοπρεπής: «μ’ αρέσει να κάνω παρέα μαζί του, γιατί είναι πολύ κύριος». 3. συνοδευτικό ονόματος άντρα: «ο κύριος Γιάννης || ο κύριος Γιώργος || ο κύριος Νίκος». 4. τιμητική προσφώνηση σε άντρα ή προσφώνηση σε άντρα που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς είσθε, κύριε Νίκο; || με συγχωρείτε, κύριε, πώς θα πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;». 5. χαρακτηρισμός ή προσφώνηση του οικοδεσπότη από το υπηρετικό προσωπικό: «με καλέσατε, κύριε; || μήπως θέλετε τίποτε άλλο, κύριε;». 6. ο δάσκαλος, ο καθηγητής: «ο κύριός μας μας πληροφόρησε πως αύριο θα πάμε εκδρομή». 7. με κεφαλαίο, ο Κύριος, ο Θεός, ο Χριστός. Ακούγεται και κύργιος, ο. Πρβλ..: Κυργιαλέησον! έθιμο των κατοίκων της Μηλιάς Κοζάνης κατά το οποίο τα ξημερώματα των Φώτων, πριν ακόμη αγιαστούν τα νερά, οι νέοι του χωριού παίρνουν τις άγιες εικόνες από το εξωκλήσι της Αγίας Ειρήνης και τις περιφέρουν στους αγρούς επαναλαμβάνοντας κάθε τόσο Κυργιαλέησον! για να έχουν καλή σοδειά. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αποδήμησε εις Κύριον, πέθανε: «αυτόν που ζητάτε, αποδήμησε εις Κύριον πριν από έναν χρόνο»·
- γίνομαι ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- γίνομαι κύριος της καταστάσεως, βλ. λ. κατάσταση·
- γίνομαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. λ. παιχνίδι·
- έγινε ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- έγινε χαλασμός Κυρίου, βλ. λ. χαλασμός·
- είμαι ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- είμαι κύριος, είμαι απόλυτα ικανοποιημένος, απόλυτα βολεμένος, δεν έχω την ανάγκη κανενός: «τώρα που μου ’πεσε αυτή η κληρονομιά, είμαι κύριος || τώρα που μπήκα στο δημόσιο, είμαι κύριος»·
- είμαι κύριος της καταστάσεως, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι κύριος του εαυτού μου, βλ. λ. εαυτός·
- είμαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. λ. παιχνίδι·
- έφυγε σαν κύριος, α. αποχώρησε από κάπου με αξιοπρέπεια και με τιμές: «όταν βγήκε στη σύνταξη και παρέδωσε τη διεύθυνση, έφυγε σαν κύριος απ’ το εργοστάσιο, γιατί υπήρξε δίκαιος και αγαπητός απ’ όλους τους εργαζομένους». β. αν και ήταν ένοχος ή υπόλογος για κάτι, εντούτοις βρήκε την ευκαιρία και έφυγε από κάποιο χώρο χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανένα: «την ώρα που οι δυο πελάτες αρπάχτηκαν μέσα στο μαγαζί κι όλοι έτρεξαν να τους χωρίσουν, αυτός σήκωσε το ταμείο κι έφυγε σαν κύριος». Από το ότι έναν κύριο δύσκολα τολμά κανείς να το σταματήσει ή να τον ελέγξει· 
- η οδός του Κυρίου, βλ. λ. οδός·
- Θεέ και Κύριε! ή Κύριε ελέησον! ή Κύριε των δυνάμεων! ή Μέγας είσαι, Κύριε! ή μνήσθητί μου, Κύριε! ή σώσον Κύριε τον λαόν σου! έκφραση θαυμασμού, έκπληξης, αγανάκτησης ή απορίας για κάτι που γίνεται ή λέγεται μπροστά μας ή για κάτι που μας λένε: «Κύριε των δυνάμεων, τι θα δούνε ακόμα τα μάτια μας! || Κύριε ελέησον, τι θ’ ακούσουν ακόμα τ’ αφτιά μας!». Οι φρ. παρμένες από την εκκλησιαστική υμνολογία·
- θου Κύριε (φυλακήν τω στόματί μου), έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως προτιμάμε να σιωπήσουμε, γιατί, αν μιλήσουμε, θα πρέπει αναγκαστικά να πούμε κάτι κακό για κάποιον ή να τον βρίσουμε·
- καλός κύριος! βλ. φρ. σπουδαίος κύριος(!)·
- κύριος Ηλιθιόπουλος, βλ. λ. Ηλιθιόπουλος·
- κύριος Καριολίδης, βλ. λ. Καριολίδης·
- κύριος με τα όλα του, από όλες τις απόψεις καθώς πρέπει άντρας: «ο τάδε που μου γνώρισες, είναι κύριος με τα όλα του»·
- κύριος Μπουφίδης, βλ. λ. Μπουφίδης·
- Κύριος οίδε! λέγεται για κάτι που μας είναι εντελώς άγνωστο, εντελώς αβέβαιο, που ο μόνο ο Θεός το ξέρει: «Κύριος οίδε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα! || μήπως ξέρεις πότε θα ’ρθει ο τάδε; -Κύριος οίδε!». Συνών. ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει·
- κύριος Τοκτοκίδης, βλ. λ. Τοκτοκίδης·
- κύριος Χαζοβιολίδης, βλ. λ. Χαζοβιολίδης·
- μάλιστα κύριε, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνει κάποιος στο συνομιλητή του το φόβο του ή τη δυσαρέσκειά του γι’ αυτά που προηγουμένως έχουν ειπωθεί: «βγαίνεις το πρωί απ’ το σπίτι σου για να πας στη δουλειά σου και μέχρι να φτάσεις στη στάση των λεωφορείων, παθαίνεις καρδιακό και ξάπλα κάτω. Μάλιστα κύριε || αντί να μου πει ευχαριστώ που τον βοήθησα, πήγε και με κατηγόρησε. Μάλιστα κύριε». (Λαϊκό τραγούδι: μα τις νυχτιές σαν συλλογιέμαι τα μάτια της τα μενεξιά, φοβάμαι και αναρωτιέμαι πώς θα σ’ αντέξω μοναξιά. Μάλιστα κύριε
- Μέγας είσαι Κύριε! βλ. φρ. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου(!)·
- Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου! βλ. λ. έργο·
- ο κύριος αρχιφύλακας ή ο κύριος διευθυντής ή ο κύριος υπάλληλος, (στη γλώσσα της φυλακής) ο προδότης, ο καταδότης: «όταν έρχεται ο κύριος αρχιφύλακας, αρχίζουμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων»·
- ο κύριος τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε, α. λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «καθυστέρησα και δεν πρόλαβα να πάρω τίποτα, γιατί, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. δεν είναι βία / εις αύριο τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β). β. (για εμπορεύματα) έγινε ανάρπαστο λόγω πρωτοτυπίας του ή λόγω της  φτηνής τιμής του: «μόλις άνοιξα το μαγαζί, έγινε όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε και σε μια ώρα είχα ξεπουλήσει»·
- σπουδαίος κύριος! (ειρωνικά ή υποτιμητικά) έκφραση με την οποία κρίνουμε αρνητικά τη συμπεριφορά ενός άντρα: «μόλις τον βάλαμε στην παρέα μας, άρχισε να ρίχνετε στις γυναίκες μας. -Σπουδαίος κύριος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ, τι να σου πω ·
- συμφωνία κυρίων, βλ. λ. συμφωνία·
- τα κάνω ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, βλ. λ. παπάς·
- τον κάνω ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα.

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

λεφτά

λεφτά, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. λεφτό <λεπτόν (= 1/100 της δραχμής και του ευρώ)], τα χρήματα. (Λαϊκό τραγούδι: ας είχα την υγειά μου κι ας ήμουνα φτωχός, τα λεφτά δε με γιατρεύουν το βλέπω δυστυχώς). Πολύ σπάνια ακούγεται και στον ενικό το λεφτό: «υπάρχει κανένα λεφτό να μου δώσεις;». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να σε παντρευτώ δίχως προίκα ούτε λεφτό, θέλω την καρδιά σου, πες το της μαμάς σου). Υποκορ. λεφτάκια κ. λεφτούλια κ. λεφτουδάκια, τα (βλ. λ.). (Ακολουθούν 128 φρ.)·
- αέρα λεφτά! βλ. λ. αέρας·
- αλλάζω λεφτά, βλ. φρ. αλλάζω τα λεφτά μου (β)·
- αλλάζω τα λεφτά, ανταλλάσσω νόμισμα με άλλα μικρότερης αξίας, κάνω ψιλά: «μπορείς να μ’ αλλάξεις αυτά τα λεφτά σε δεκάρικα;»·
- αλλάζω τα λεφτά μου, α. δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω, γυρίζω τα λεφτά μου: «είναι κακός έμπορος κι όσο κι αν φαίνεται πως έχει δουλειά, μάλλον αλλάζει τα λεφτά του». Συνών. γυρίζω τα λεφτά μου / τζιράρω τα λεφτά μου. β. ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα, κάνω συνάλλαγμα: «επειδή πρόκειται να φύγω στην Αγγλία, πρέπει να πάω στην τράπεζα ν’ αλλάξω τα λεφτά μου με λίρες»·
- αν είχα τόσα λεφτά, θα παντρευόμουν, έκφραση με την οποία αρνείται κανείς να δώσει σε κάποιον το χρηματικό ποσό που του ζητάει δανεικό, υπονοώντας πως είναι γι’ αυτόν υπέρογκο ποσό·
- αξίζει τα λεφτά του, βλ. φρ. τα πιάνει τα λεφτά του·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. φρ. από λεφτά να φαν’ κι οι κότες·
- από λεφτά να φάν’ κι οι κότες, υπάρχουν άφθονα: «ό,τι του κάνει κέφι τ’ αγοράζει αμέσως, γιατί από λεφτά να φάν’ κι οι κότες»·
- αυτά είναι λεφτά! θαυμαστική έκφραση για πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό: «ο τάδε κέρδισε στο τζόκερ ένα δις. -Αυτά είναι λεφτά!»·
- βάζω λεφτά στην τράπεζα, κάνω κατάθεση, αποταμιεύω: «εδώ και πολύ καιρό βάζω λεφτά στην τράπεζα για την προίκα της κόρης μου»·
- βγάζει αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- βγάζει γλυκά λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «έχει ένα μπαράκι στο κέντρο της πόλης και βγάζει γλυκά λεφτά»·
- βγάζει ζεστά λεφτά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος συναλλάσσεται τοις μετρητοίς: «έχει ανοίξει ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και βγάζει ζεστά λεφτά»·
- βγάζει καλά λεφτά, κερδίζει αρκετά χρήματα: «έχει ένα φαστφουντάδικο μέσα στην αγορά και κερδίζει καλά λεφτά»·
- βγάζει λεφτά, κερδίζει χρήματα: «είναι έξυπνος άνθρωπος, γιατί, με κάθε δουλειά που κάνει, βγάζει λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: τα φτωχαδάκια ξέρουνε, ξέρουν να τα σκορπάνε και τα λεφτά που βγάζουνε ξέρουν να τα χαλάνε
- βγάζει λεφτά με ουρά, κερδίζει πάρα πολλά λεφτά από τη δουλειά του: «έχει ένα χρυσοχοείο και βγάζει λεφτά με ουρά». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. φρ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. συνηθέστ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. φρ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει τρελά λεφτά, α. κερδίζει πολλά χρήματα: «έχει το μεγαλύτερο σούπερ μάρκετ της πόλης μας και βγάζει τρελά λεφτά». β. κερδίζει χρήματα χωρίς κόπο ή χωρίς να διακινδυνεύει σπουδαίο χρηματικό κεφάλαιο: «πάω να σκάσω μ’ αυτό τον άνθρωπο, γιατί χωρίς τίποτα βγάζει τρελά λεφτά»·
- βγάζει χοντρά λεφτά, κερδίζει πολλά λεφτά: «είναι μεγαλέμπορος και βγάζει χοντρά λεφτά»·
- βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα, κάνω ανάληψη: «θέλω ν’ αγοράσω ένα πλυντήριο, γι’ αυτό πάω να βγάλω λεφτά απ’ την τράπεζα»·
- γεννάνε τα λεφτά του, πολλαπλασιάζονται: «έβαλε όλες του τις οικονομίες στο χρηματιστήριο κι από τότε γεννάνε τα λεφτά του»·
- γλεντώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω σε γλέντια και διασκεδάσεις: «εγώ δεν είμαι κορόιδο να κάνω καταθέσεις, εγώ γλεντώ τα λεφτά μου»·
- γλυκά λεφτά, τα χρήματα που κερδίζει κανείς χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «κανείς δεν είπε όχι στα γλυκά λεφτά»·
- γυρίζω τα λεφτά μου, δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω: «ο κόσμος βλέπει το μαγαζί γεμάτο και νομίζει πως έχω δουλειά, αλλά εγώ γυρίζω τα λεφτά μου, γιατί έχω ανάγκη από μετρητά». Συνών. αλλάζω τα λεφτά μου (α) / τζιράρω τα λεφτά μου·
- δε βαστώ λεφτά απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου λεφτά, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου·
- δε βρίσκονται τα λεφτά στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, βλ. φρ. τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο·
- δε λυπάμαι τα λεφτά ή τα λεφτά δε τα λυπάμαι, τα ξοδεύω χωρίς να τα υπολογίζω: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό δε λυπάμαι τα λεφτά και τα τρώω μέχρι δεκάρας». (Λαϊκό τραγούδι: τα μπουζούκια θα φωνάξω στο τραπέζι μας και θα παίξουνε απόψε για το κέφι μας. Τα λεφτά δεν τα λυπάμαι, όσα έχω θα τα φάμε, χαλάλι σου, για πάρτη σου
- δεν έχω λεφτά απάνω μου ή δεν έχω απάνω μου λεφτά, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου·
- δεν κλαίω τα λεφτά μου ή τα λεφτά μου δεν τα κλαίω, τα ξοδεύω με ευχαρίστηση, χωρίς να μετανιώνω: «μ’ αρέσουν οι διασκεδάσεις και δεν κλαίω τα λεφτά μου, όταν πρόκειται να διασκεδάσω». (Λαϊκό τραγούδι: όπα είπα, όπα λέω, τα λεφτά μου δεν τα κλαίω
- δεν κρατώ λεφτά απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου λεφτά, α. φιλοφρονητική συνήθως έκφραση, ιδίως για να ευχαριστήσουμε κάποιον που μας κολακεύει με τα λόγια του ή που θεωρεί πως είμαστε πολύ μικρότεροι από την πραγματική μας ηλικία. Συνών. να σας στείλω λουλούδια. β. δεν τα διαθέτω, δεν τα έχω, δε μου βρίσκονται αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή που μιλάμε (χωρίς αυτό να έχει την έννοια ότι είμαι φτωχός): «πέρνα αύριο απ’ το γραφείο μου να σου δώσω το ποσό που σου χρειάζεται, γιατί τώρα δεν κρατώ λεφτά απάνω μου»·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, δε με υπολογίζει κανείς, δεν έχω την εκτίμηση του κόσμου, χρεοκοπώ ηθικά: «εμένα γιατί δε με φωνάξατε να βοηθήσω, δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου; || φαίνεται πως δεν περνούν πια τα λεφτά μου για να μη με θέλουν στην παρέα τους»·
- δεν περνούν τα λεφτά σου, α. φιλική απαγορευτική έκφραση σε άτομο, όταν μετά από γεύμα, γλέντι ή διασκέδαση προσφέρεται να πληρώσει το λογαριασμό ή να συμμετάσχει στο ρεφενέ. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α εδώ. β. αρνητική έκφραση σε άτομο που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει για να πετύχει κάποιο σκοπό του·
- δεν πιάνει τα λεφτά του ή δεν τα πιάνει τα λεφτά του, α. λέγεται για μηχανήματα ή αντικείμενα που αγοράστηκαν πιο ακριβά από όσο αξίζουν: «νομίζω πως πλήρωσες παραπάνω, γιατί απ’ ότι βλέπω, αυτό τ’ αυτοκίνητο δεν πιάνει τα λεφτά του». β. λέγεται για μηχανήματα ή αντικείμενα που κατά την πώλησή τους το ποσό της αγοράς δεν μπορεί να καλύψει την πραγματική τους αξία: «είναι πολύ καλός πίνακας, αλλά φοβάμαι ότι, αν πουληθεί, δε θα τα πιάσει τα λεφτά του»·
- δεν πονάω τα λεφτά ή τα λεφτά δεν τα πονάω, βλ. φρ. δε λυπάμαι τα λεφτά. (Λαϊκό τραγούδι: άκουσε πενιές που ρίχνει με τον μπαγλαμά σήκω τώρα να χορέψεις τον καρσιλαμά. Τα λεφτά δεν τα πονάω, όσα έχω θα τα φάω, χαλάλι σου, για πάρτη σου)· 
- δουλεύω τα λεφτά μου, τα τοκίζω, ιδίως όχι νόμιμα αλλά ως τοκογλύφος: «θα σου δανείσω αυτά που σου χρειάζονται αλλά, πρέπει να ξέρεις πως εγώ, δουλεύω τα λεφτά μου»·
- έδωσε αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- είμαι στα λεφτά μου, (για χαρτοπαίγνιο)μετά από ένα διάστημα που κέρδιζα ή έχανα βρίσκομαι πάλι με τα ίδια λεφτά που είχα όταν ξεκίνησα να παίζω, ρεφάρω: «όλη τη νύχτα έχανα, αλλά, μόλις γύρισε το φύλλο μου, μέσα σε λίγη ώρα ήμουν πάλι στα λεφτά μου»·
- είναι βουτηγμένος στα λεφτά, έχει πάρα πολλά λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «απ’ τη στιγμή που είναι βουτηγμένος στα λεφτά, μπορεί να ξοδεύει όσα θέλει»·
- είναι γλυκά τα λεφτά, βλ. φρ. είναι γλυκό το χρήμα, λ. χρήμα·
- είναι πάρε όλα τα λεφτά, (στη νεοαργκό) δηλώνει την πλήρη αποδοχή κάποιου ατόμου ή πράγματος: «αυτός είναι ωραίος άνθρωπος, αλλά η γυναίκα του είναι πάρε όλα τα λεφτά || αυτό τ’ αυτοκίνητο είναι πάρε όλα τα λεφτά»·
- είναι πολλά τα λεφτά, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται για κάποιον ή κάτι που προξενεί μεγάλη έκπληξη ή μεγάλο ενδιαφέρον: «ό,τι και να σου πω για τη γυναίκα που συνόδευε θα είναι λίγο, γιατί είναι πολλά τα λεφτά»· 
- ένα κάρο λεφτά, βλ. λ. κάρο·
- έπηξε στα λεφτά, βλ. φρ. χέστηκε στα λεφτά· 
- έρχομαι στα λεφτά μου, (για χαρτοπαίγνιο) βλ. φρ. είμαι στα λεφτά μου·
- έχει ένα κάρο λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά, είναι πλούσιος: «αυτός κάνει ό,τι θέλει, γιατί έχει λεφτά»·
- έχει λεφτά με ουρά, είναι πολύ πλούσιος: «είναι από τους πρώτους μέσα στην πόλη μας, γιατί έχει λεφτά με ουρά»·
- έχει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. συνηθέστ.. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το καντάρι, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά. (Λαϊκό τραγούδι: είχα λεφτά, πολλά λεφτά, λεφτά με το τσουβάλι, μα τώρα που εφτώχηνα με βλέπουν σα ρετάλι)·
- έχει τα λεφτά, (επιτατικά) είναι πάρα πολύ πλούσιος: «αυτός δεν είναι μόνο πλούσιος, αλλά έχει τα λεφτά». Συνήθως το τα της φρ. τονισμένο·
- έχει τρελά λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει χοντρά λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχεις λεφτά για πέταμα; (ειρωνικά) σου περισσεύουν τα λεφτά σου(;): «μα γιατί κάνεις τέτοια ασυλλόγιστα έξοδα, έχεις λεφτά για πέταμα;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως·
- ζεστά λεφτά, τα μετρητά: «είδες εσύ ποτέ κανέναν που να λέει όχι στα ζεστά λεφτά;»·
- ζωντανά λεφτά, βλ. φρ. ζεστά λεφτά·
- κάνω καλά λεφτά, κερδίζω αρκετά χρήματα, ιδίως από το εμπόριο: «από μικρός είναι στο εμπόριο κι έκανε καλά λεφτά»·
- κάνω λεφτά, κερδίζω χρήματα, ιδίως από το εμπόριο: «από μικρός είναι στο εμπόριο κι έκανε λεφτά»·
- κάνω τα λεφτά μου…, ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα, κάνω συνάλλαγμα: «επειδή πρόκειται να ταξιδέψω στην Αγγλία, πάω στην τράπεζα να κάνω τα λεφτά μου λίρες»·
- κατέβαινε τα λεφτά! απειλητική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να μας δώσει αμέσως τα χρήματα που μας οφείλει: «έλα δω, ρε μπαταχτσή, κατέβαινε τα λεφτά που μου χρωστάς!». Συνών. κατέβαινε το μαλλί! / κατέβαινε το παραδάκι! / κατέβαινε το χρήμα(!)·
- κλαίω τα λεφτά μου, είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ μετανιωμένος για την αγορά κάποιου αντικειμένου που βγήκε εντελώς άχρηστο ή ακατάλληλο ή για λεφτά που ξόδεψα για νυχτερινή διασκέδαση χωρίς να έχει το ανάλογο αντίκρισμα: «έδωσα τα μαλλιά της κεφαλής μου για ν’ αγοράσω αυτό το πράγμα και τώρα κλαίω τα λεφτά του, γιατί του βγήκε σκάρτο || πήγα στο τάδε κέντρο για να δω το πρόγραμμα, αλλά κλαίω τα λεφτά μου, γιατί ήταν φέσι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ακόμη·
- κόβω καλά λεφτά, κερδίζω πολλά χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά ή επιχείρηση: «απ’ τη μέρα που έριξε στην αγορά αυτό το είδος, κόβει καλά λεφτά || έχει ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και κόβει καλά λεφτά»·
- κόβω λεφτά, κερδίζω χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά ή επιχείρηση: «είναι ο μόνος που φέρνει αυτό το είδος απ’ το εξωτερικό και κόβει λεφτά»· βλ. και φρ. κόβω χρήμα, λ. χρήμα·
- κολυμπάει στα λεφτά, βλ. φρ. κολυμπάει στο χρήμα, λ. χρήμα·
- λεφτά θα πάρεις, λέγεται στην περίπτωση που προσφέρουμε σε κάποιον καφέ και κατά τη μεταφορά χύσαμε λίγο στο φλιτζάνι του·
- λυπάται τα λεφτά του, είναι πολύ τσιγκούνης: «δεν τον είδα ούτε μια φορά να διασκεδάζει, γιατί λυπάται τα λεφτά του»·
- με τα λεφτά μου γαμώ και την κυρά μου, βλ. συνηθέστ. με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου, λ. παράς·
- με τα λεφτά στο χέρι, με την πρόθεση να πληρώσω κάτι τοις μετρητοίς: «ήρθα ν’ αγοράσω τ’ αυτοκίνητο με τα λεφτά στο χέρι, γι’ αυτό θέλω να μου κάνεις μια καλή έκπτωση»·
- μένω από λεφτά, μου τελειώνουν τα λεφτά που έχω συνήθως επάνω μου: «ήθελα ν’ αγοράσω ακόμη ένα πουκάμισο, αλλά είχα μείνει από λεφτά»·
- να πέφτουν τα λεφτά! κατηγορηματική απαίτηση για άμεση πληρωμή: «τώρα που σου παρέδωσα τη δουλειά, να πέφτουν τα λεφτά!»·
- να τα βράσω τα λεφτά σου! δεν δίνω καμιά αξία, καμιά σημασία στα χρήματα, τα περιφρονώ: «να τα βράσω τα λεφτά σου, γι’ αυτό μη νομίζεις πώς σε κάνω παρέα γι’ αυτά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- ξεσκίζω τα λεφτά μου, τα ξοδεύω μετά μανίας: «απ’ τη στιγμή που είναι τόσο μικρή η ζωή, ξεσκίζω τα λεφτά μου στα γλέντια»·
- ο βήχας, τα λεφτά και ο έρωτας δεν κρύβονται, βλ. λ. έρωτας·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- όλα τα λεφτά, έκφραση με την οποία δείχνουμε τον απεριόριστο θαυμασμό μας για κάποιον ή για κάτι: «ήταν μια γκομενάρα όλα τα λεφτά || σου αρέσει τ’ αυτοκίνητο που αγόρασα; -Όλα τα λεφτά». (Τραγούδι: όλα τα λεφτά, μωρό μου, όλα τα λεφτά για τα δυο σου μάτια που μου πήραν τα μυαλά).Από τη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου, όπου ο παίχτης έχοντας απόλυτη σιγουριά για το φύλλο του ποντάρει όλα τα λεφτά που έχει μπροστά του·
- όποιος έχει λεφτά, φυσάει και τη φλογέρα, όποιος είναι ισχυρός οικονομικά, λέει και κάνει ό,τι θέλει: «αυτός μπορεί να βρίζει όλον τον κόσμο γιατί, όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα». Συνών. έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα·
- παίζονται χοντρά λεφτά, διακυβεύονται πολλά χρήματα είτε σε κάποια εμπορική πράξη είτε σε κάποιο χαρτοπαιχτικό καρέ: «πρέπει να πάρουμε υπεύθυνες αποφάσεις, γιατί σ’ αυτή την επιχείρηση παίζονται χοντρά λεφτά || στο τάδε καρέ παίζονται χοντρά λεφτά και σε κανέναν δεν επιτρέπεται να πλησιάσει»·  
- παίζω τα λεφτά μου, τα ποντάρω σε τυχερά παιχνίδια, ιδίως τα παίζω σε χαρτοπαίγνιο ή τα διακινδυνεύω κάπου με σκοπό το κέρδος: «από μικρός έχει μάθει να παίζει τα λεφτά του κι είναι πάντα άφραγκος || παίζω τα λεφτά μου στο χρηματιστήριο»·
- παίρνει τρελά λεφτά, βλ. φρ. παίρνει χοντρά λεφτά·
- παίρνει χοντρά λεφτά, προσφέρει τις υπηρεσίες του έναντι αδρής αμοιβής: «είναι πολύ καλός δικηγόρος και για κάθε υπόθεση που αναλαμβάνει, παίρνει χοντρά λεφτά»· βλ. και φρ. βγάζει χοντρά λεφτά·
- πέσε τα λεφτά! βλ. φρ. να πέφτουν τα λεφτά(!)·
- πεταμένα λεφτά, χρήματα που δαπανήθηκαν ή σπαταλήθηκαν χωρίς ουσιαστικό λόγο ή χωρίς να αποφέρουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα: «μην αγοράζεις αυτό το πράγμα, γιατί είναι πεταμένα λεφτά || πλήρωσα ένα σωρό στους καθηγητές για να τον προγυμνάσουν, αλλά ήταν πεταμένα λεφτά, γιατί ο αχαΐρευτος δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο»·
- πέτσινα λεφτά ή πετσένια λεφτά, το χρηματικό ποσό που έμεινε μόνο στις υποσχέσεις, που, αν και υπογράφηκε σε συναλλαγματική ή επιταγή, ήταν σίγουρο πως δε θα πληρωνόταν από τον οφειλέτη του: «πρόσεχε πολύ τον τάδε έμπορο, γιατί συναλλάσσεται με πέτσινα λεφτά»·
- πετώ τα λεφτά μου (απ’ το παράθυρο), τα διαθέτω για άσκοπη ή ακατάλληλη αγορά, τα ξοδεύω χωρίς λόγο: «πετάει τα λεφτά του σε ασύμφορες αγορές»· βλ. και φρ. σκορπώ τα λεφτά μου·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει καλά λεφτά·
- πιάνει λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει λεφτά·
- πιάνει τρελά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει τρελά λεφτά·
- πιάνει χοντρά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει χοντρά λεφτά·
- πλέει στα λεφτά, βλ. συνηθέστ. πλέει στο χρήμα, λ. χρήμα·
- πού λεφτά για…, δεν υπάρχουν λεφτά για να πραγματοποιήσω αυτό που αναφέρω αμέσως παρακάτω: «θέλω να στείλω το γιο μου στην Ευρώπη να σπουδάσει, αλλά πού λεφτά για σπουδές»·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω αρκετά χρήματα για κάτι: «ήθελα κι εγώ ένα σπιτάκι στη Χαλκιδική κι έριξα καλά λεφτά για να το χτίσω». β. επενδύω, τοποθετώ αρκετά χρήματα κάπου: «σ’ αυτό το εργοστάσιο έριξα καλά λεφτά, γιατί πιστεύω πως έχει μέλλον»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω τα λεφτά μου (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω τα χρήματά μου για κάτι: «μ’ αρέσει το καλό ντύσιμο, γι’ αυτό ρίχνω τα λεφτά μου στα ρούχα». β. επενδύω, τοποθετώ τα χρήματά μου κάπου: «δεν ξοδεύω ούτε ευρώ απ’ ό,τι βγάζω, γιατί ρίχνω τα λεφτά μου σε μια επιχείρηση που έχω με τον αδερφό μου»·
- ρίχνω τρελά λεφτά (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω πολλά χρήματα για κάτι: «έχει ψώνιο με το ντύσιμο, γι’ αυτό ρίχνει τρελά λεφτά στα ρούχα». β. επενδύω, τοποθετώ πολλά χρήματα κάπου: «έχει ρίξει τρελά λεφτά σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί πιστεύει πως έχει μέλλον»·
- ρίχνω χοντρά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. φρ. ρίχνω τρελά λεφτά·
- σηκώνω λεφτά απ’ την τράπεζα, βλ. φρ. βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα·
- σκάω τα λεφτά, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ότι κι αν αγοράζω, σκάω τα λεφτά κι ησυχάζω»·
- σκορπώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω ασυλλόγιστα. (Λαϊκό τραγούδι: με το ’να χέρι τρυφερά να τη χαϊδεύεις, με τ’ άλλο χέρι τα λεφτά σου να σκορπάς)· βλ. και φρ. χαλώ τα λεφτά μου·
- τα βγάζει τα λεφτά του, καλύπτει τα έξοδά του, το κόστος του, κάνει απόσβεση του κεφαλαίου του: «ξόδεψες πολλά γι’ αυτό το μαγαζί, αλλά, αν το δουλέψεις όπως πρέπει, σε κανένα χρόνο τα βγάζει τα λεφτά του»·
- τα βρήκαμε τα λεφτά! βλ. φρ. τα πιάσαμε τα λεφτά(!)·
- τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο, α. απαιτούνται προσπάθειες και κόποι για να πλουτίσει κανείς: «μόνο με τη σκληρή δουλειά μπορεί κανείς να προκόψει, γιατί τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο». β. αρνητική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει δανεικά λεφτά: «θα μου δανείσεις πεντακόσια ευρώ; -Τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο»·
- τα λεφτά δε μυρίζουν, όταν κανείς κερδίζει χρήματα, δεν ενδιαφέρεται από πού προέρχονται αυτά (δηλ. δεν ενδιαφέρεται αν βγαίνουν με νόμιμο ή παράνομο τρόπο): «όταν πρόκειται να κερδίσει, δε διστάζει να κάνει οποιαδήποτε δουλειά, γιατί τα λεφτά δε μυρίζουν»·
- τα λεφτά δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. φρ. τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο·
- τα λεφτά πάνε στα λεφτά, α. αυτός που έχει χρήματα, έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τέτοιες δουλειές που μπορούν να του αποφέρουν κέρδη και έτσι να αυξήσει τα χρήματά του. β. λέγεται με παράπονο από φτωχό άτομο, όταν μαθαίνει πως στην περιουσία κάποιου πλούσιου, προστίθενται νέα χρήματα, ιδίως από κέρδη που αποκομίζει από κάποιο τυχερό παιχνίδι (λαχείο, λότο, τζόκερ κ.ά.). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ βέβαια·
- τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, απειλητική έκφραση από οπλισμένο άτομο που επιχειρεί να μας ληστέψει·
- τα λεφτά σταύρωσαν τον Χριστό, δηλώνει πως ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα προκειμένου να κερδίσει, να αποκτήσει χρήματα: «τα λεφτά σταύρωσαν τον Χριστό κι εσύ μου λες αν θα δεχτεί, για ένα τόσο μεγάλο ποσό, να καταθέσει ως ψευδομάρτυρας;». (Λαϊκό τραγούδι: τα λεφτά σταυρώσαν το Χριστό, τα λεφτά τον κόσμο κυβερνάνε κι αν πληγώνεις άλλους, τι μ’ αυτό, τα λεφτά σκεπάζουν ό,τι να ’ναι)·  
- τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του, α. έχει πολλά λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί παντρεύει την κόρη του με κάποιον που τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για άτομο που εσφαλμένα θεωρείται πως είναι πλούσιο: «ποιος είναι πλούσιος, ο τάδε; Τι να σου πω, τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του»·
- τα πιάσαμε τα λεφτά! ειρωνική έκφραση, όταν έρχεται ξαφνικά κάποιος ανεπιθύμητος στην παρέα μας ή, όταν μας τυχαίνει απρόβλεπτα κάποια κακοτυχία ή δυσκολία και δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε στη συνέχεια. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- τα πιάνει τα λεφτά του, (για αντικείμενα) μπορεί να πουληθεί όσο αγοράστηκε, γι’ αυτό καλώς αγοράστηκε. «ό,τι ώρα και να το πουλήσω, τα πιάνει τα λεφτά του»· βλ. και φρ. τα ’χει τα λεφτά του·
- τα ’χει τα λεφτά του, (για αντικείμενα) σωστά αγοράστηκε όσο αγοράστηκε, γιατί ανταποκρίνεται στην αξία του: «το πλήρωσα λίγο ακριβά, αλλά τα ’χει τα λεφτά του»· βλ. και φρ. τα πιάνει τα λεφτά του·
- τζιράρω τα λεφτά μου, δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω: «μην κοιτάς που μπαίνει κόσμος στο μαγαζί, γιατί, με την ακρίβεια που υπάρχει, τζιράρω τα λεφτά μου». Συνών. αλλάζω τα λεφτά μου (α) / γυρίζω τα λεφτά μου·
- την πήρε για τα λεφτά της, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος παντρεύτηκε κάποια, μόνο και μόνο επειδή ήταν πλούσια: «για να παντρευτεί μια τόσο άσχημη γυναίκα, πάει να πει πως την πήρε για τα λεφτά της». Πρβλ.: μήπως σε προξενεύουνε καμιά για τα προικιά της; Θα σου χτυπάει στα μούτρα πως πήρες τα λεφτά της (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον αγόρασε με τα λεφτά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, παντρεύτηκε κάποιον, δίνοντάς του μεγάλη προίκα: «μπορεί να είναι άσχημη, αλλά πήρε τον ομορφότερο άντρα της περιοχής μας, γιατί τον αγόρασε με τα λεφτά της»·
- του ’πεσαν πολλά λεφτά, του έτυχαν πολλά λεφτά από λαχείο ή κληρονομιά: «κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου και του ’πεσαν πολλά λεφτά || είχε ένα θείο στην Αμερική και με το θάνατό του του ’πεσαν πολλά λεφτά»·
- του τραβάει λεφτά, του αποσπά έντεχνα λεφτά: «κάνει την ερωτευμένη μαζί του και κάθε τόσο του τραβάει λεφτά»·
- τραβώ λεφτά, κάνω ανάληψη, αποσύρω λεφτά, ιδίως από τράπεζα: «περίμενε να πάω στην τράπεζα να τραβήξω λεφτά κι έρχομαι να σε πληρώσω»·
- τρελάθηκε στα λεφτά, βλ. φρ. χέστηκε στα λεφτά·
- τρώω τα λεφτά μου, τα ξοδεύω, τα σπαταλώ: «επειδή μια ζωή την έχουμε, εγώ τρώω τα λεφτά μου και δε νοιάζομαι για καταθέσεις»·
- φεύγουν πολλά λεφτά, δίνω, ξοδεύω πολλά χρήματα: «κάθε μήνα έχω καλές εισπράξεις, αλλά φεύγουν και πολλά λεφτά, γιατί έχω πολλά έξοδα». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαμε να γλεντήσουμε να φύγει το μαράζι κι αν φύγανε πολλά λεφτά,χαλάλι, δεν πειράζει
- χαλώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω ασυλλόγιστα, ιδίως σε διασκεδάσεις: «δε βάζει τίποτα στην τράπεζα, γιατί έχει μάθει να χαλάει τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου)· βλ. και φρ. σκορπώ τα λεφτά μου·
- χαλώ τα λεφτά μου με..., ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα: «χαλώ τα λεφτά μου με δολάρια»·
- χαραμίζω τα λεφτά μου, ξοδεύω τα λεφτά μου ανώφελα, άδικα, τα σπαταλώ χωρίς λόγο: «όποιος χαραμίζει τα λεφτά του, είναι ανόητος»·
- χέζεται στα λεφτά, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «χέζεται στα λεφτά ο άνθρωπος και κάθε χρόνο αλλάζει αυτοκίνητο». Συνών. χέζεται στο τάλιρο / χέζεται στο χρήμα·
- χέστηκε στα λεφτά, κέρδισε πάρα πολλά χρήματα: «έκανε μια καινούρια δουλειά και χέστηκε στα λεφτά». Συνών. χέστηκε στο τάλιρο / χέστηκε στο χρήμα.

λέω

λέω κ. λέγω, ρ. [<αρχ. λέγω], λέω. 1. αφηγούμαι προφορικά, εξιστορώ: «τους λέω πώς πέρασα στην εκδρομή». 2. πληροφορώ, ενημερώνω: «πες του πως θ’ αργήσω να κατέβω στο γραφείο μου». 3. διαδίδω: «γιατί λες ψέματα και τρομάζεις τον κόσμο;». 4. έχω σκοπό, σκέφτομαι: «εδώ και καιρό λέω να κάνω ένα ταξιδάκι». 5. υποθέτω, φαντάζομαι, νομίζω: «λέω πως, αν μου πέσει το λαχείο, θα παραιτηθώ από τη δουλειά μου || απ’ τη ζωή που βλέπω να κάνει, λέω πως θα πρέπει να ’ναι πλούσιος». 6. προτρέπω, συμβουλεύω: «μη λες στο παιδί τέτοια πράγματα, γιατί παίρνουν τα μυαλά του αέρα». (Λαϊκό τραγούδι: οι συγγενείς μου λέγανε να το απαρατήσω αυτό το παλιομπούζουκο για θα τους ξεφτελίσω). 7. προτείνω, εισηγούμαι: «πες κι εσύ καμιά ιδέα, γιατί εγώ στέρεψα». 8. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: «αυτός λέει ότι είναι αθώος, αλλά δεν τον πιστεύουν || εσύ μας τα λες έτσι, αλλά αυτός λέει άλλα πράγματα». 9. διατάσσω: «το αφεντικό λέει να αλλάξουμε πόστο». 10. εννοώ: «μπορείς να μου εξηγήσεις τι λέει αυτό το χαρτί;». 11. ονομάζω: «πώς τον λένε τον αδερφό σου; || πώς το λέτε το σκυλάκι σας;». 12. χαρακτηρίζω, αποκαλώ: «με είπε ανίκανο και άχρηστο». 13α. στο γ΄ πρόσ. λέει, εκφέρει υποθετική πρόταση με την έννοια αν ήταν δυνατόν:  «ε ρε, και να γινόμουν, λέει, πλούσιος, να δεις εσύ γλέντια που θα γίνονταν!». (Λαϊκό τραγούδι: ε ρε, και να ’χαμε, το χρήμα, λέει, να ’χαμε και τη μιζέρια μας να δεις πού θα τη γράφαμε). β. διαδίδεται, θρυλείται, φημολογείται: «αύριο, λέει, θα παραιτηθεί ο τάδε υπουργός || λένε πως θα γίνει ανασχηματισμός». (Λαϊκό τραγούδι: λένε πως είναι οι γυναίκες πονηρές, τον κάθε άντρα πως τον θέλουν πάντα θύμα). γ. σε θέση μεταβατικού συνδέσμου κατά τη διήγηση παραμυθιού ή ονείρου: «ήταν, λέει, κάποτε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν, λέει, παιδιά || βρισκόμουν, λέει, σε μια πεδιάδα, που ήταν γεμάτη, λέει, με κατακόκκινες παπαρούνες». δ. (στη νεοαργκό) είναι καλό, αξίζει: «αγόρασε ο τάδε ένα αυτοκίνητο που λέει || σ’ άρεσε το τάδε έργο; -Λέει». 14α. στο β΄ πρόσ. σε ερωτηματικό τύπο λες; έτσι νομίζεις εσύ; είναι προσωπική σου γνώμη(;): «να δεις που θα καταφέρει να ορθοποδήσει πάλι. -Λες;». β. είσαι σίγουρος γι’ αυτό που μου λες; υπάρχει κι αυτή η περίπτωση που μου λες(;): «να δεις που θα ’ρθει κι ο τάδε μαζί με τους άλλους. -Λες; || θα βρέξει -Λες;». Συνών. νομίζω (1β, γ). 15. το απαρέμφ. με άρθρο το λέγειν, ως ουσ., το χάρισμα, η ικανότητα που έχει κανείς να μιλάει με ευχέρεια και πειστικότητα, η ευγλωττία, η ευφράδεια: «έχει τόσο ωραίο λέγειν αυτός ο άνθρωπος, που, όταν μιλάει κρέμομαι απ’ τα χείλη του || μπορεί να μην ψήφιζε τον Αντρέα Παπανδρέου, όμως για το λέγειν αυτού του πολιτικού έβγαζε το καπέλο του»· βλ. και λ. είπα. (Ακολουθούν 446 φρ.)·   
- ακόμη λέει το κρέας τσιτσί, βλ. λ. κρέας·
- ακόμη λέει το νερό μπου, βλ. λ. νερό·
- άκου λέει! ή άκουσε λέει! βλ. λ. ακούω·
- άκου που σου λέω ή άκου με που σου λέω ή άκουσέ με που σου λέω, βλ. λ. ακούω·
- άλλα λέει η θεια του κι άλλα ακούν τ΄ αφτιά του, βλ. λ. θεια·
- άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, τα λόγια του, οι υποσχέσεις που μου δίνει δε συμβαδίζουν με τις πράξεις του: «έχω πάψει πια να σε πιστεύω, γιατί άλλα λες κι άλλα μου κάνεις». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις
- άλλα του λέω κι άλλα ακούει, βλ. λ. ακούω·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω, βλ. λ. άλλος·
- άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις, βλ. λ. άλλος·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. λ. αλλού·
- ανέκδοτα θα λέμε τώρα! βλ. λ. ανέκδοτο·
- αν είχε η γιαγιά μου αρχίδια, θα τη λέγανε παππούλη, βλ. λ. γιαγιά·
- αν … (θα…) (ακολουθεί ρήμα) λέει! λέγεται για κάτι που ισχύει σε μεγάλο βαθμό και δίνεται ως απάντηση σε ερώτηση κάποιου που δηλώνει άγνοια ή αμφιβολία ως προς τον τρόπο ενέργειάς μας: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας; -Αν έρθω λέει! || θα πας να βοηθήσεις τον τάδε; -Αν θα πάω λέει! || θα φύγεις κι εσύ μαζί με τους άλλους; -Αν θα φύγω λέει! || θα φας κι άλλο φαγητό; -Αν θα φάω λέει!»·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά, βλ. λ. δουλειά·
- απ’ το λέγε λέγε, βλ. φρ. με το λέγε λέγε·
- απ’ το λέγε λέγε την έφαγε ο μπουνταλάς, βλ. λ. μπουνταλάς·
- απάνω που έλεγα να..., βλ. λ. απάνω·
- από πίσω και για το βασιλιά λένε, βλ. λ. βασιλιάς·
- αρκεί που το λες, βλ. λ. αρκεί·
- ας λέει ό,τι θέλει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας λέει·   
- ας λέει ό,τι λέει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι λέει ας λέει·
- ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα ή ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, βλ. λ. βοϊβοδίνα·
- ας με λένε δημαρχίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα ή ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, βλ. λ. δήμαρχος·
- ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος, βλ. λ. κόμπος·
- ας τα λέμε καλά ή λέγε τα καλά, να ’ρχονται καλά, βλ. λ. καλός·
- άσ’ τον να λέει! μην τον υπολογίζεις, μην του δίνεις σημασία, μην παίρνεις υπόψη σου αυτά που λέει: «όταν είναι νευριασμένος, λέει ό,τι του κατέβει, γι’ αυτό άσ’ τον να λέει!». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τους να λένε,άσ’ τους να πουν, αυτοί δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
- αστεία λες; βλ. λ. λέω·
- αυτά που λες! βλ. λ. αυτός·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- αυτά τα λεν στον κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτό πάλι τι σου λέει; βλ. λ. αυτός·
- αυτό που σου λέω! βλ. λ. αυτός·
- για λέγε, α. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον που έθιξε ένα θέμα να μας πει περισσότερα, γιατί ενδιαφερόμαστε να μάθουμε. Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο, για λέγε, για λέγε, ενώ τον τελευταίο καιρό ακούγεται και στο συγκοπτόμενο τύπο, για λέ(γε), για λέ(γε). β.προτρεπτική έκφραση σε κάποιον να αναπτύξει κάποιο επιχείρημά του, μόνο και μόνο για να απαλλαγούμε από την παρουσία του, γιατί εκ των προτέρων είμαστε αποφασισμένοι να μη συμφωνήσουμε. Στην περίπτωση αυτή, πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λοιπόν·
- για να λέμε και του στραβού το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- γιατί λέει, γιατί υποτίθεται: «δε θα ’ρθει μαζί μας στο γάμο, γιατί λέει δεν έχει τα κατάλληλα ρούχα»·
- δε θα ’λεγα ναι, βλ. λ. ναι·
- δε θα ’λεγα όχι, βλ. λ. όχι·
- δε λέει, α. (στη νεοαργκό) δεν είναι καλό, δεν αξίζει: «έδωσε ένα σωρό λεφτά για ν’ αγοράσει αυτό τ’ αυτοκίνητο, αλλά δε λέει || μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί δε λέει». β. (απρόσ. στη νεοαργκό) δίνεται ως απάντηση στην έκφραση ενδιαφέροντος για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου, που δείχνει κάποιος με την ερώτηση τι λέει; και δηλώνει πως η πορεία των πραγμάτων δεν είναι καθόλου καλή: «βρε βρε, καιρό έχω να σε δω, τι λέει; -Δε λέει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άσ’ τα. Αντίθ. καλά λέει·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δε λέει (και) πολλά, βλ. λ. πολύς·
- δε λέει (και) πολλά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δε λέει μία, α. (για πρόσωπα) είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μην εντυπωσιάζεσαι που είναι όμορφος, γιατί κατά τ’ άλλα δε λέει μία». β. (για πράγματα) δεν έχει καμιά αξία: «τζάμπα έχει καλή φήμη αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί, όταν το οδήγησα, διαπίστωσα πως δε λέει μία». γ. (για καλλιτεχνικά έργα) δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, δε μεταφέρει καμιά σημαντική ιδέα: «το έργο είναι πολυδιαφημισμένο, αλλά κατά τη γνώμη μου δε λέει μία»· 
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε λέει να..., α. δεν αποφασίζει να..., δε φιλοτιμείται να…: «αν δεν πάρει πρώτα την άδεια απ’ τον πατέρα του, δε λέει να κάνει βήμα απ’ το σπίτι του || ενώ βλέπει πως σκοτώνομαι στη δουλειά, δε λέει να βοηθήσει λίγο». (Τραγούδι: άσπρισε η κούτρα σου Μιχάλη αλλά μυαλό δε λέει να βάλει).β. (για υποθέσεις ή καταστάσεις) παρατείνεται, καθυστερεί κάτι πέρα από το κανονικό ή το ανεκτό όριο: «δε λέει να σταματήσει αυτή η διαμάχη || ήρθε απ’ το πρωί να με δει και δε λέει να φύγει || δε λέει να βρέξει λίγο»·
- δε λέει να ξεκουμπιστεί! βλ. λ. ξεκουμπίζομαι·
- δε λέει να ξεκουνήσει! βλ. λ. ξεκουνώ·
- δε λέει ποτέ όχι, βλ. λ. όχι·
- δε λέει τίποτα, α. (για πρόσωπα) είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «στην αρχή μου φάνηκε καλό παλικάρι, αλλά στη συνέχεια διαπίστωσα πως δε λέει τίποτα». β. (για πράγματα) δεν έχει καμιά αξία: «και τζάμπα να μου ’δινε αυτόν τον καναπέ, δε θα τον έπαιρνα, γιατί δε λέει τίποτα». γ. (για καλλιτεχνικά έργα) δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, δε μεταφέρει καμιά σημαντική ιδέα: «μην πάτε να δείτε την τάδε ταινία, γιατί δε λέει τίποτα || διάβασα το τάδε βιβλίο, αλλά δε λέει τίποτα || πήγα στην τάδε έκθεση ζωγραφικής, αλλά δε λέει τίποτα». δ. (για καταστάσεις) δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σπουδαιότητα, καμιά ιδιαίτερη σημασία: «με την τάδε έχουμε μια καλή φιλική σχέση και, που μας είδες μαζί, δε λέει τίποτα»·   
- δε λέμε ούτε καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- δε λέμε ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- δε λες καλύτερα που δεν…, έκφραση με την οποία εκφράζουμε την ικανοποίησή μας για κάτι που ματαιώθηκε ή αναβλήθηκε: «δε λες καλύτερα που δεν ξεκινήσαμε, γιατί τι θα κάναμε μέσα σ’ αυτή την μπόρα που ξέσπασε; || δεν λες καλύτερα που δεν πήγαμε, γιατί, απ’ ό,τι έμαθα, έγινε μεγάλη φασαρία!»·
- δε λες τίποτα! έκφραση με την οποία επιτείνουμε αυτό που ειπώθηκε αμέσως προηγουμένως: «αν είναι όμορφη γυναίκα; Δε λες τίποτα, καλλονή, σου λέω! || ήπιατε πολύ χτες το βράδυ; -Δε λες τίποτα, γίναμε λάσπη!», δηλ. αυτό που λες, ανταποκρίνεται πολύ λίγο στην πραγματικότητα·
- δε λέω, α. δεν αμφισβητώ τα λεγόμενα κάποιου, δεν αμφιβάλλω, βεβαίως, οπωσδήποτε: «δε λέω, απ’ την πλευρά σου έχεις δίκιο βουνό || δε λέω, είναι όμορφη γυναίκα». β. (στη νεοαργκό) βρίσκομαι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, είμαι χάλια: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας στο μπαράκι; -Μπα, παιδιά, σήμερα δε λέω, γι’ αυτό θα πάω νωρίς στο σπίτι». γ. δεν εγκρίνω, δε συμφωνώ και δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι λες; με την έννοια, ποια είναι η γνώμη σου(;): «ζήτησε να ’ρθει το βράδυ και ο τάδε μαζί μας, τι λες; -Δε λέω, γιατί είναι μεγάλο κωλόπαιδο». δ. έχω χάσει το κύρος μου, δεν έχω πια πέραση: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, δε λέω τίποτα στην παλιά μου τη δουλειά»·
- δε λέω… αλλά… ή δε λέω… όμως…, έκφραση με την οποία εκφράζουμε κάποια αντίρρηση, κάποια επιφύλαξη στην αμέσως προηγούμενη θετική γνώμη μας για κάποιον ή για κάτι: «δε λέω, καλό παιδί ο τάδε, αλλά είναι πολύ καβγατζής || δε λέω, καλό αυτοκίνητο, όμως καίει πολλή βενζίνη»· 
- δε λέω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δε λέω όχι, βλ. λ. όχι·
- δε μας τα λες καλά, βλ. λ. καλός·
- δε μου λέει τίποτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) δε μου θυμίζει το παραμικρό: «κατάλαβα ποιον μου δείχνεις, αλλά δε μου λέει τίποτα ο άνθρωπος || το ξανάδες αυτό τ’ αγαλματάκι; -Δε μου λέει τίποτα»·
- δε μου λες ή δε μου λέτε, α. εισαγωγική έκφραση για να μπούμε ρωτώντας κάποιον στο θέμα που μας ενδιαφέρει: «δε μου λες, μήπως ξέρεις να μου πεις προς τα πού πέφτει το τάδε μπαράκι;». (Λαϊκό τραγούδι: δε μου λέτε, δε μου λέτε το χασίσι πού πουλιέται; Το πουλούν οι ντερβισάδες στους απάνω μαχαλάδες). Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το παλικάρι μου (παλικάρια μου) ή το καλόπαιδο (καλόπαιδα) ή το λεβέντη μου (λεβέντες μου) ή το ομορφόπαιδο (ομορφόπαιδα) καθώς και άλλα παρόμοια ή ακολουθεί το όνομα του συνομιλητή μας. (Λαϊκό τραγούδι: μπήκε ο χειμώνας και δεν έχω φράγκο· πώς θα την περάσω δε μου λες, ρε Βάγγο; Έπιασε το κρύο και το ξεροβόρι κι είμαι, αδερφέ μου, δίχως πανωφόρι). β. εισαγωγική έκφραση για να επιπλήξουμε κάποιον: «δε μου λες, σου έδωσε κανείς την άδεια να μπεις μέσα;»
- δε σου λέει κάτι; βλ. λ. κάτι·
- δε σου λέω τίποτα! έκφραση με την οποία επιτείνουμε κάτι που είπαμε αμέσως προηγουμένως: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που δε σου λέω τίποτα! || έγινε τέτοιος καβγάς, που δε σου λέω τίποτα! || περάσαμε τόσο ωραία, που δε σου λέω τίποτα || ήταν τόσο ωραίο το φαγητό, που δε σου λέω τίποτα», δηλ. αυτό που σου λέω, ανταποκρίνεται πολύ λίγο στην πραγματικότητα·
- δεν κοκκινίζεις μ’ αυτά που λες; βλ. λ. κοκκινίζω·
- δεν ξέρει πώς τον (τη) λένε, είναι πάρα πολύ κουτός, πάρα πολύ ηλίθιος: «δεν του αναθέτω ούτε την παραμικρή δουλειά, γιατί είναι απ’ αυτούς, που δεν ξέρει πώς τον λένε»·  
- δεν ξέρει τι λέει, μιλάει απερίσκεπτα ή λέει ανοησίες: «μην υπολογίζεις στη γνώμη του, γιατί συνήθως δεν ξέρει τι λέει»·
- δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει, μιλάει ή ενεργεί απερίσκεπτα: «όταν πίνει, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει»·
- δεν το λες με τα σωστά σου, βλ. λ. σωστός· 
- δεν το λέω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! βλ. λ. δουλειά·
- εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω, βλ. λ. εγώ·
- εγώ το λέω, το ομολογώ, το παραδέχομαι: «εγώ το λέω, μ’ αρέσει το ποτό». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το πίνω και το λέω γίνομαι στουπί και δε με νοιάζει, σας ορκίζομαι, ο κόσμος τι θα πει)· 
- εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του, βλ. λ. σκύλος·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ.χαντούμης·
- εδώ που τα λέμε, βλ. λ. εδώ·
- είναι λες και κατάπιε καδρόνι, βλ. λ. καδρόνι·
- είναι λες και κατάπιε μπαστούνι, βλ. λ. μπαστούνι·
- είναι λες και κατάπιε σανίδα, βλ. λ. σανίδα·
- είναι λες και κατάπιε σκεπάρνι, βλ. λ. σκεπάρνι·
- είναι λες και κατάπιε σκουπόξυλο, βλ. λ. σκουπόξυλο·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- εμένα μου λες! είμαι απόλυτος γνώστης της υπόθεσης ή της κατάστασης για την οποία γίνεται λόγος, γιατί έχω προσωπική εμπειρία: «εμένα μου λες τι πάει να πει εγχείρηση, που μέχρι τώρα έχω κάνει τρεις εγχειρήσεις απανωτές! || εμένα μου λες τι πάει να πει προδοσία, που με μαχαίρωσε πισώπλατα ο καλύτερος φίλος μου!»· βλ. και φρ. εμένα το λες(!)·
- εμένα το λες! δηλώνει έντονη αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «εμένα το λες πως είναι καλός άνθρωπος, που τον τσάκωσα πέντε φορές να κατηγορεί χωρίς λόγο όλη την παρέα μας! || εμένα το λες πως είναι κακός άνθρωπος, που, όσες φορές τον χρειάστηκα, στάθηκε πλάι μου!»· βλ. και φρ. εμένα μου λες(!)·
- έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια λένε, βλ. λ. χορός·
- εσύ ’σαι που το λες! α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε στο συνομιλητή μας πως τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά από ό,τι προτείναμε, ιδίως συμβουλευτικά σε κάποιον: «του ’πα χίλιες φορές να κόψει το τσιγάρο. Εσύ ’σαι που το λες! Δεν το βγάζει απ’ το στόμα του». β. λέγεται για κάτι που δε συμβαίνει, ενώ ήμασταν σίγουροι πως θα συμβεί: «λέγαμε με την παρέα μας να πάμε εκδρομή στις Πρέσπες. Εσύ ’σαι που το λες! Χάλασε ο καιρός». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όμως. γ. έκφραση έντονης αμφισβήτησης σε αυτά που μας λέει κάποιος: «η τιμιότητα είναι σήμερα το παν στον άνθρωπο. -Εσύ ’σαι που το λες, που έχεις κατακλέψει όλο τον κόσμο!»·
- εσύ τι λες; ποια είναι η γνώμη σου; ποια είναι η απόφασή σου(;): «εσύ τι λες, θα πάρουμε το πρωτάθλημα; || εσύ τι λες, θα ’ρθεις μαζί μας;». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ τι λες, θα γίνουμε επιτέλους εραστές
- εσύ το λες! είναι δυνατό να λες εσύ τέτοιο πράγμα(!): «εσύ το λες πως συμπαθείς αυτόν τον άνθρωπο που ήσουν αιτία να πάει φυλακή!»·
- εσύ το λες, είναι προσωπική σου γνώμη, προσωπική σου άποψη: «παρ’ όλα τ’ άσχημα λόγια που ακούω γι’ αυτόν τον άνθρωπο, έχω την εντύπωση πως είναι και τίμιος και δίκαιος. -Εσύ το λες»·
- εσύ το λες αυτό! βλ. λ. αυτός·
- εσύ το λες αυτό, βλ. λ. αυτός·
- έτσι λες; βλ. λ. έτσι·
- έτσι λες ε! βλ. λ. έτσι·
- έτσι που λες, βλ. λ. έτσι·
- έτσι σ’ έμαθαν να λες; βλ. λ. έτσι·
- έτσι σου είπαν να λες; βλ. λ. έτσι·
- έχεις δίκιο, δεν ξέρεις τι λες, βλ. λ. δίκιο·
- έχεις και λες, έχεις κάποιο συγκεκριμένο λόγο για να μιλάς, για να αναφέρεσαι με τον τρόπο με τον οποίο μιλάς ή αναφέρεσαι για το άτομο ή το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος: «έχεις και λες εναντίον του, γιατί ξέρεις τι κουμάσι είναι || έχεις και λες, γιατί ξέρεις πώς είναι τα πράγματα μέσα στο εργοστάσιο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εσύ·
- έχουμε και λέμε, έκφραση που συνήθως λέγεται, όταν αρχίζει να κάνει κάποιος ένα λογαριασμό, όταν αρχίζει να αθροίζει τα υπέρ ή τα κατά κάποιου ατόμου, όταν αρχίζει να απαριθμεί τις ενέργειες που έγιναν ή που πρέπει να γίνουν σε κάποια δουλειά ή υπόθεση, ή, όταν καταλήγει σε κάποιο συμπέρασμα, σε κάποια τελική εκτίμηση: «γκαρσόν, κάνε μας το λογαριασμό. -Έχουμε και λέμε: 3 ευρώ η σαλάτα, 45 τα ψάρια, 3 το τζατζίκι, 4 η μελιτζανοσαλάτα, το σύνολο 53 ευρώ || ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε; -Έχουμε και λέμε: είναι εργατικός, φιλότιμος, και δίκαιος άνθρωπος || ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε; -Έχουμε και λέμε: είναι τεμπέλης, γυναικάς και μπεκρής || τι έκανες σήμερα: -Έχουμε και λέμε: πρωί πρωί πήγα κι έβγαλα λεφτά απ’ την τράπεζα, πλήρωσα το τηλέφωνο, ύστερα το φως κι από κει κατευθείαν πήγα στη δουλειά μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το λοιπόν·
- έχω να λέω ή έχω να το λέω, διατηρώ ζωντανές ακόμα τις παραστάσεις κάποιου γεγονότος ή θυμάμαι τη συναναστροφή μου με κάποιο άτομο και εξακολουθώ μετά από πολύ καιρό να το μνημονεύω, γιατί μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση: «για την εκδρομή που πήγαμε στον Όλυμπο, έχω να λέω || για τη γνωριμία μου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, έχω να το λέω || για το δεσμό μου μ’ αυτή τη γυναίκα, αν και πέρασαν τόσα χρόνια, έχω να το λέω»·
- η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια, βλ. λ. γλώσσα·
- η λανθάνουσα γλώσσα λέει πάντα την αλήθεια, βλ. λ. γλώσσα·
- θα σου ’λεγα τώρα, έκφραση με επιθετική διάθεση σε άτομο που λέει ή μας ζητάει παράλογα πράγματα: «μόνο εσύ είσαι αυτός που μπορείς να τα βάλεις μ’ αυτόν το μεγαλοκαρχαρία. -Θα σου ’λεγα τώρα! || θα ’ρθω αύριο πρωί πρωί να μου δώσεις δέκα εκατομμύρια, που τα χρειάζομαι. -Θα σου ’λεγα; τώρα»·
- θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν; βλ. λ. θέλω·
- και δε μου το ’λεγες! έπρεπε να μου το είχες πει: «και δε μου το ’λεγες πως χρειαζόσουν λεφτά!»·
- και λέγε λέγε ή κι απ’ το λέγε λέγε, με την επίμονη κουβέντα που κάνουμε, ιδίως για να πείσουμε κάποιον για κάτι: «και με το λέγε λέγε τον πείσαμε να αποσύρει τη μήνυση». (Λαϊκό τραγούδι: και λέγε λέγε, λέγε λέγε, ο χριστιανός μπερδεύτηκα κι απ’ τα πολλά σου λέγε λέγε, χωρίς να θέλω μπλέχτηκα
- και πάει λέγοντας, βλ. λ. πάει·
- καλά λέει! πάρα πολύ καλά: «περάσατε καλά στην εκδρομή; -Καλά λέει!»·
- καλά μας τα λες! βλ. λ. καλός·
- καλέ τι μας λες! ή καλέ τι μας λέτε! α. ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «μου ζήτησε η τάδε ηθοποιός να τα φτιάξουμε, αλλά εγώ δε θέλω. -Καλέ τι μας λες!». β. ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα; -Καλέ τι μας λέτε!». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- καλά λέει, (απρόσ. στη νεοαργκό) δίνεται ως απάντηση στην έκφραση ενδιαφέροντος που δείχνει κάποιος για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου με την ερώτηση τι λέει; και δηλώνει πως η πορεία των πραγμάτων είναι καλή: «βρε βρε, καιρό έχω να σε δω, τι λέει; -Καλά λέει». Αντίθ. δε λέει·
- καλά λέει ή καλά τα λέει, έκφραση με την οποία επικροτούμε αυτά που λέει κάποιος, γιατί τα βρίσκουμε ορθά, σωστά: «καλά λέει ο άνθρωπος πως με τα καμώματά σου γίνεσαι γελοίος || έτσι όπως πάει το χρηματιστήριο, θα χάσει πολύς κόσμος ακόμη λεφτά. -Καλά τα λέει και να τον ακούτε αυτόν τον άνθρωπο»·
- κάλλιο να λεν τον κερατά παρά τον κακομοίρη, βλ. λ. κερατάς·
- καλό λέει! βλ. λ. καλός·
- κατά πώς λέει, σύμφωνα με αυτά που λέει, με αυτά που υποστηρίζει: «κατά πώς λέει ο τάδε, κανένας απ’ τους δυο τους δε φταίει || κατά πώς λέει ο άνθρωπος είναι αθώος»·
- κατά πώς λένε, βλ. φρ. κατά πώς λέγεται, λ. λέγομαι·
- κάτι λέει, βλ. λ. κάτι·
- κάτι μου λέει, βλ. λ. κάτι·
- κάτι μου λέει μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- κάτι μου λέει πως…, βλ. λ. κάτι·
- κάτι τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- καφέ το λέμε τώρα! ή καφέ το λένε τώρα! βλ. λ. καφές·
- κι ύστερα (εσύ) μου λες για(τί) δε σου γράφω! βλ. λ. ύστερα·
- κι ύστερα λένε… ή κι ύστερα σου λένε…, βλ. λ. ύστερα·
- κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς, βλ. λ. φονιάς·
- κι ύστερα λες γιατί φωνάζω! ή κι ύστερα λες φωνάζω! βλ. λ. φωνάζω·
- κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή! βλ. λ. ζωή·
- κούφια η ώρα που το λες! βλ. λ. ώρα·
- λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει, βλ. λ. κοπέλι·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, βλ. λ. εαυτός·
- λέγε μας τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- λέει ανέκδοτα, βλ. λ. ανέκδοτο·
- λέει άντερα, βλ. λ. άντερο·
- λέει αρλούμπες, βλ. λ. αρλούμπα·
- λέει αστεία, βλ. λ. αστείο·
- λέει αστειάκια, βλ. λ. αστειάκι·
- λέει άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέει για τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- λέει εξυπνάδες, βλ. λ. εξυπνάδα·
- λέει ζουρλαμάρες, βλ. λ. ζουρλαμάρα·
- λέει ζούρλες, βλ. λ. ζούρλα·
- λέει η γλώσσα της πολλά ή λέει πολλά η γλώσσα της, βλ. λ. γλώσσα·
- λέει και ξελέει, αναιρεί αυτά που λέει ή υπόσχεται: «μην πιστεύεις πως θα σε πάρει στη δουλειά του, γιατί λέει και ξελέει || ένας άντρας κρατάει το λόγο του και δε λέει και ξελέει»·
- λέει κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέει καλαμπούρια, βλ. λ. καλαμπούρι·
- λέει κρυάδες, βλ. λ. κρυάδα·
- λέει μπούρδες, βλ. λ. μπούρδα·
- λέει όμορφα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέει ό,τι θέλει, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι λάχει, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι του καπνίσει, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι του κατέβει, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι να ’ναι, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι του ’ρθει, βλ. φρ. λέει ό,τι φτάσει·
- λέει ό,τι του ’ρχεται στο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- λέει ό,τι φτάσει, μιλάει απερίσκεπτα, στην τύχη, τα νοήματά του δεν έχουν ειρμό και περιεχόμενο: «ξέρουμε πως, μόλις πιει κάνα δυο ποτηράκια παραπάνω, λέει ό,τι φτάσει, γι’ αυτό δεν τον συνεριζόμαστε»·
- λέει παπάρες, βλ. λ. παπάρα·
- λέει παπαριές, βλ. λ. παπαριά·
- λέει παραμύθια, βλ. λ. παραμύθι·
- λέει πολλά! βλ. λ. πολύς·
- λέει πολλά, βλ. λ. πολύς·
- λέει πράματα και θάματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- λέει πρασινάδες, βλ. λ. πρασινάδα·
- λέει τα δικά του, βλ. λ. δικός·
- λέει τα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- λέει τη δραχμή δραχμούλα, βλ. λ. δραχμή·
- λέει τη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- λέει την ιστορία της ζωής του, βλ. λ. ιστορία·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- λέει την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- λέει την τύχη, βλ. λ. τύχη·
- λέει τίποτα; βλ. φρ. τι λέει(;)·
- λέει το βόδι ψάρι, βλ. λ. βόδι·
- λέει το νερό νεράκι, βλ. λ. νερό·
- λέει το φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- λέει το ψωμί ψωμάκι, βλ. λ. ψωμί·
- λέει τον καφέ, βλ. λ. καφές·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- λέει τρίχες, βλ. λ. τρίχα·
- λέει φούμαρα, βλ. λ. φούμαρο·
- λέει φούσκες, βλ. λ. φούσκα·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- λέει ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- λέει ψέματα με το τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- λέμε τα δικά μας, βλ. λ. δικός·
- λένε ένα σωρό (για κάποιον), βλ. λ. σωρός·
- λένε χίλια δυο πίσω του, βλ. λ. πίσω·
- λες και..., σαν να...: «άλλοι κάνανε τη ζημιά κι εσύ κάθεσαι και στενοχωριέσαι, λες και είσαι ο υπεύθυνος για ό,τι έγινε || μιλάει μ’ ένα τρόπο, λες κι είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: και γεμίζαν το θερίο άνθρωποι λογιών λογιών που ενιώθαν μεγαλείο, λες και μπαίναν στο σεμπλόν // όταν περνάς με την κοντή φουστίτσα και με κοιτάς σαν μια σωστή μουσίτσα, ατομική λες κι είναι η ματιά σου και στόχος είμ’ εγώ κι η γειτονιά σου
- λες και ήταν χτες, βλ. λ. χτες·
- λες και κατάπιε καδρόνι, βλ. λ. καδρόνι·
- λες και κατάπιε μπαστούνι, βλ. λ. μπαστούνι·
- λες και κατάπιε σανίδα, βλ. λ. σανίδα·
- λες και κατάπιε σκεπάρνι, βλ. λ. σκεπάρνι·
- λες και κατάπιε σκουπόξυλο, βλ. λ. σκουπόξυλο·
- λες και τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν, βλ. λ. αβγό·
- λες και τον κατάπιε η γη, βλ. λ. γη·
- λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, βλ. λ. γη·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες να…, α. εισάγει ερώτηση που εκφράζει ανησυχία: «λες να θυμώσει ο άνθρωπος που ξέχασα να τον καλέσω;». β. εισάγει ερώτηση που εκφράζει επιθυμία: «λες να μου τύχει το λαχείο;». Συνών. θες να(…)·
- λες να ’ν’ έτσι; βλ. λ. έτσι·
- λέω άλλ’ αντ’ άλλων ή λέω άλλ’ αντ’ άλλων Μαριγώ ή λέω άλλα αντί άλλων ή λέω άλλα των άλλων, βλ. λ. άλλος·
- λέω άλλα (ενν. λόγια), βλ. λ. άλλος·
- λέω αμάν, βλ. λ. αμάν·
- λέω αντίο ή λέω το αντίο, βλ. λ. αντίο·
- λέω ανωμαλίες, βλ. λ. ανωμαλία·
- λέω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- λέω βλακεία ή λέω βλακείες, βλ. λ. βλακεία·
- λέω γεια ή λέω γεια σου ή λέω το γεια σου, βλ. λ. γεια·
- λέω εις βάρος (κάποιου) ή λέω σε βάρος (κάποιου), βλ. λ. βάρος·
- λέω εντάξει ή λέω το εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- λέω κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λέω καλημέρα, βλ. λ. καλημέρα·
- λέω καληνύχτα, βλ. λ. καληνύχτα·
- λέω κομπλέ, βλ. λ. κομπλέ·
- λέω κοτρόνα ή λέω κοτρόνες, βλ. λ. κοτρόνα·
- λέω κοτσάνα ή λέω κοτσάνες, βλ. λ. κοτσάνα·
- λέω λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λέω μαλακίες, βλ. λ. μαλακία·
- λέω με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- λέω με το νου μου, βλ. λ. νους·
- λέω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- λέω μέσα μου ή λέω από μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- λέω μονάχος, βλ. λ. μονάχος·
- λέω μόνος, βλ. λ. μόνος·
- λέω μπας και…, υποθέτω, μήπως και…: «θα τον περιμένεις ακόμα; -Λέω μπας και περάσει»·
- λέω μπόσικες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- λέω να…, σκέφτομαι, σκοπεύω, σχεδιάζω να…: «λέω να πάω ένα ταξίδι να ξεκουραστώ || σήμερα λέω να κοιμηθώ νωρίς, γιατί αύριο έχω πολλή δουλειά»·
- λέω ναι ή λέω το ναι, βλ. λ. ναι·
- λέω οκέι ή λέω το οκέι, βλ. λ. οκέι·
- λέω όχι ή λέω το όχι, βλ. λ. όχι·
- λέω παρών, βλ. λ. παρών·
- λέω πατάτες, βλ. λ. πατάτα·
- λέω πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέω πίπες, βλ. λ. πίπα·
- λέω προσευχές, βλ. λ. προσευχή·
- λέω προσευχή ή λέω την προσευχή μου, βλ. λ. προσευχή·
- λέω σ’ όλους τους τόνους, βλ. λ. τόνος· 
- λέω σάλια, βλ. λ. σάλιο·
- λέω σαχλαμάρα ή λέω σαχλαμάρες, βλ. λ. σαχλαμάρα·
- λέω στον εαυτό μου, βλ. λ. εαυτός·
- λέω τα καθέκαστα, βλ. λ. καθέκαστα·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- λέω τα πράγματα όπως είναι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- λέω τα πράγματα όπως έχουν, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, βλ. λ. σύκο·
- λέω τη γνώμη μου, βλ. λ. γνώμη·
- λέω τη μισή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- λέω την αμαρτία μου, βλ. λ. αμαρτία·
- λέω την καθαρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- λέω το ποίημα, βλ ποίημα·
- λέω το σωστό, βλ. λ. σωστό·
- λέω το τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- λέω τον καημό μου, βλ. λ. καημός·
- λέω χοντράδες, βλ. λ. χοντράδα·
- λέω χοντροκοπιές, βλ. λ. χοντροκοπιά·
- (μα) τι λέω! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως συνειδητοποιούμε κάτι λανθασμένο που είπαμε προηγουμένως και θέλουμε να το διορθώσουμε: «οι σπουδές του γιου μου στο εξωτερικό μου στοίχισαν πενήντα χιλιάδες ευρώ. Μα τι λέω! Μαζί με τα νοίκια, τα έξοδα διαβίωσής του και τα πάνε έλα κάθε τόσο, σχεδόν τα διπλάσια!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι λέω, τι λέω, τι λέω, τι πικρές σκέψεις κάνω και κλαίω
- με λένε, α. ονομάζομαι. (Λαϊκό τραγούδι: μένα με λένε Περικλή κι αν θες να μάθεις, ρώτα). β. με αποκαλούν, με χαρακτηρίζουν κάπως: «έχουν μάθει να με λένε τσιγκούνη, επειδή δε σκορπάω τα λεφτά μου». (Λαϊκό τραγούδι: γελώ και μες στο γέλιο μου κρύβω μεγάλο πόνο, όλοι με λένε ευτυχή, μα ’γω το ξέρω μόνο
- με το λέγε λέγε, ύστερα από επίμονες παραινέσεις, από επίμονες παρακλήσεις: «έπεσαν όλοι απάνω του και με το λέγε λέγε τον έπεισαν να την παντρευτεί»·
- μέχρι να πεις καλημέρα λες καληνύχτα, βλ. λ. καλημέρα·
- μη λες για να μη σου λένε, μην κατηγορείς, απόφευγε να κριτικάρεις κάποιον αρνητικά για να μην έχεις από αυτόν την ίδια αντιμετώπιση·
- μη λες τίποτα! βλ. φρ. μη μιλάς καθόλου! λ. μιλώ·
- μη μου λες τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- μη μας το λες! ή μη μου (το) λες! α. έκφραση στενοχώριας ή λύπης για κάτι πολύ δυσάρεστο, που μας είναι δύσκολο να το πιστέψουμε: «σκοτώθηκε ο γιος του τάδε. -Μη μου το λες! || έπιασε ο τάδε τη γυναίκα του με γκόμενο. -Μη μου λες». β. έκφραση έκπληξης, θαυμασμού ή και δυσπιστίας στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μη μου το λες, αυτός δεν είχε να φάει! || ο τάδε δέχτηκε να παντρευτώ την κόρη του. -Μη μου λες!». γ. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μας λέει κάτι καινούριο: «το 2004 θα διοργανώσουμε τους Ολυμπιακούς αγώνες. -Μη μας το λες!». δ. ειρωνική έκφραση σε κάποιον, που μας απειλεί πως θα μας συμπεριφερθεί δυναμικά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σε πλακώσω στο ξύλο. -Μη μου το λες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. μη μου (το) πεις! λ. είπα·
- μην το λες! εκφράζει ευγενικά τη διαφωνία μας σε αυτό που μας λέει κάποιος: «αφού έμπλεξε μ’ αυτούς τους αλήτες, θα καταστραφεί. -Μην το λες, γιατί κι άλλοι έμπλεξαν με αλήτες, όμως κατάλαβαν το σφάλμα τους και ξέκοψαν!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- μια λέει και μια ξελέει, βλ. φρ. λέει και ξελέει·
- μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ’ ακούω, βλ. φρ. εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω·
- μου τα λέει, (στη νεοαργκό) μου αρέσει πάρα πολύ: «πες κανέναν καλό λόγο για μένα, γιατί πολύ μου τα λέει η κολλητή της γκόμενάς σου»· βλ. και φρ. μου τη λες·
- μου τα λέει ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- μου τη λέει, (στη νεοαργκό) με ενοχλεί με τις συνεχείς παρατηρήσεις του, με εκνευρίζει: «τον αποφεύγω, γιατί κάθε φορά που με βλέπει μου τη λέει και μου σπάει τα νεύρα»·
- μου τη λες, (στη νεοαργκό) δε μου συμπεριφέρεσαι σωστά, με προσβάλλεις, με θίγεις, με μειώνεις: «πρόσεχε πώς μου μιλάς, γιατί είναι ώρα που μου τη λες, κι εγώ κάτι τέτοια δε τα σηκώνω»· βλ. και φρ. μου τα λέει·
- (να) μη λέμε αρρώστιες, βλ. λ. αρρώστια·
- να μη λέμε ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- να μη λες, αποστομωτική έκφραση με την οποία διακόπτουμε την παρέμβαση κάποιου σε ένα θέμα και προσπαθεί να τη δικαιολογήσει με το όχι λέω…: «εσένα δε σου ζητήσαμε τη γνώμη σου γι’ αυτό να πάψεις. -Όχι λέω… -Να μη λες»·
- να μη με λένε… (ακολουθεί το όνομα αυτού που μιλάει) λέγεται για να τονίσει αυτό που στη συνέχεια λέει: «να μη με λένε Νίκο, αν δεν τον σπάσω στο ξύλο, μόλις τον συναντήσω». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο // στο λέω και στ’ ορκίζομαι: -να μη με λένε Βάγγο!- για την τρελή σου τσαχπινιά σε παίρνω δίχως φράγκο
- να μην το λέω δυο φορές, βλ. λ. φορά·
- να ’χαμε να λέγαμε, βλ. λ. έχω·
- ναι σου λέω! βλ. λ. ναι·
- ξέρει τι λέει, κατέχει απόλυτα το θέμα στο οποίο αναφέρεται, έχει επίγνωση, είναι απόλυτα σίγουρος για τα λεγόμενά του: «για να μιλάει αυτός μ’ αυτόν τον τρόπο για τον τάδε, ξέρει τι λέει || άκουσέ τον προσεκτικά, γιατί ξέρει τι λέει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για να μιλάει·
- ξέρεις τι λες; α. έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας γι’ αυτά που μας λέει κάποιος, τα οποία θεωρούμε απαράδεκτα, παράλογα: «αν τον βρω μπροστά μου, θα τον καθαρίσω κι ας πάω φυλακή. -Ξέρεις τι λες;». β. είσαι σίγουρος γι’ αυτά που λες(;): «ο τάδε παντρεύεται τον άλλο μήνα. -Ξέρεις τι λες; Αυτός ήταν κατά του γάμου || έμαθα πως ο τάδε σκοτώθηκε. -Ξέρεις τι λες;»·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός·
- ο ίδιος τα λέει (κι) ο ίδιος τ’ ακούει, βλ. λ. ίδιος·
- ο λόγος το λέει, βλ. λ. λόγος·
- ο ψεύτης δεν πιστεύεται κι όταν αλήθεια λέει, βλ. λ. ψεύτης·
- ονόματα να μη λέμε, βλ. λ. όνομα·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όπως λέν’ τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- όσα λες, πούτσα θες! βλ. λ. πούτσα·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·
- όταν λέω κάτι, το εννοώ, βλ. λ. εννοώ·
- ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου, βλ. λ. άντρας·
- ό,τι θέλει ας λέει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι λέει ας λέει, βλ. λ. ό,τι·
- όχι, λέω…, α. έκφραση με την οποία επιδιώκουμε να προλάβουμε την αντίδραση ή την άρνηση του συνομιλητή μας σε αυτά που του λέμε: «κάθε φορά που θα πληρώνεσαι, θα μου δίνεις ένα μέρος των χρημάτων για να ξεχρεώσεις αυτά που μου χρωστάς, όχι λέω…». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δηλαδή. β. έκφραση με την οποία προσπαθεί να δικαιολογηθεί κάποιος που επενέβη σε μια συζήτηση, όταν του στερούν αυτό το δικαίωμα, γιατί ουσιαστικά δεν το έχει: «εσύ πάψε να μιλάς, γιατί δε σου έδωσε κανείς το λόγο. -Όχι λέω…»· βλ. και φρ. είπα κι εγώ(!)·  
- ποια χαρτιά το λένε; βλ. λ. χαρτί·
- ποιος λέει ναι, βλ. λ. ναι·
- ποιος λέει όχι, βλ. λ. όχι·
- ποιος να το ’λεγε! ποιος μπορούσε να το υποθέσει, να το φανταστεί: «ποιος να το ’λεγε πως θα χώριζε αυτό το ζευγάρι, που ήταν τόσο αγαπημένο!»·
- ποιος το λέει; δηλώνει έντονη άρνηση: «πρέπει να φύγετε όλοι απ’ αυτό μέρος. -Ποιος το λέει; Δεν έχουμε να πάμε πουθενά»·
- ποιος το λέει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- πολλά λες! βλ. λ. πολύς·
- που λένε, όπως επικρατεί να λέγεται: «όταν οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια έγινε χαμός, που λένε, μέσ’ στο μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ ξημερώματα την Τρίτη εθεάθης μ’ ένα τύπο σ’ ένα ξενυχτάδικο, με την πράξη σου ετούτη μ’ έκανες φωτιά μπαρούτι κι έγινε, που λένε,το σώσε μες το Μπαρουτάδικο // για πάντα μαζί για πάντα μαζί σ’ αυτό τ’ ανηφόρι που λέμε ζωή)· 
- που λέει ο λόγος, βλ. λ. λόγος·
- που λες, λοιπόν: «ήμασταν, που λες, ολόκληρος λόχος δυο ώρες κάτω απ’ τη βροχή». Η φρ. συνήθως επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια της αφήγησης κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα στις μαύρες φυλακές, που λες, βλέπεις τον Μπάτη και του σιγολές)· βλ. και φρ. έτσι που λες, λ. έτσι·
- πού να σου λέω! ή πού να στα λέω! βλ. λ. πού·
- πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε, βλ. λ. πουλάκι·
- πώς σε λένε; πώς ονομάζεσαι; ποιο είναι το όνομά σου(;): «εμένα με λένε Γιώργο, εσένα πώς σε λένε;»·
- πώς το λες αυτό! πώς το ερμηνεύεις, πως το εξηγείς: «πώς το λες αυτό να θέλει να με συναντήσει στην ερημιά μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα!»·
- σαν δε μας τα λες καλά! ή σαν να μη μας τα λες καλά! βλ. λ. καλός·
- σαν καλά (να) μας τα λες! βλ. λ. καλός·
- σαν να λέμε, α. όπως δείχνει η κατάσταση, όπως φαίνεται: «είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα σήμερα κι έχει χαθεί το μετρητό απ’ την αγορά. -Σαν να λέμε, δε θα μου δώσεις τα δανεικά που σου ζητάω». β. κάτι σαν, κάτι παρόμοιο: «τον ακολουθούσαν πάντα από πίσω του, ήταν, δηλαδή, σαν να λέμε, οι γορίλλες του»·
- σαν πολλά μας τα λες! ή σαν πολλά μου τα λες! βλ. λ. πολύς·
- σου λέει ο άλλος! βλ. λ. άλλος·
- σου το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- σου το λέω κι ανατριχιάζω, βλ. λ. ανατριχιάζω·
- στα λέω, σου εκθέτω πώς έχει η κατάσταση, πώς έχουν τα πράγματα: «στα λέω για να ξέρεις, για να μη λες πως κανείς δε σου είπε τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα λέω Γιάννη μου, εδώ πληρώνονται όλα, αμάρτησες, το σέβομαι, μα τώρα πια ξεκόλλα)· βλ. και φρ. στο λέω·
- στο γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- στο λέω, σε προειδοποιώ, σου το διαβεβαιώνω: «αν δεν έρθεις αύριο στη δουλειά, θα γίνει μεγάλη φασαρία, στο λέω». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κολλάς και μη μου μπαίνεις σαν κουνούπι μες τη μύτη, αν θες να τα ’χουμε καλά μη μου κολλάς γιατί, στο λέω, θα με χάσεις απ’ το σπίτι)· βλ. και φρ. στα λέω·
- στο λέω για καλό σου, βλ. λ. καλός·
- στο λέω για τελευταία φορά, βλ. λ. φορά·
- στο λέω καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- στο λέω και κοκκινίζω! βλ. λ. κοκκινίζω·
- στο λέω και στο υπογράφω, βλ. λ. υπογράφω·
- τ’ ακούς; τ’ ακούω να λες, βλ. λ. ακούω·
- τα λέει, α.(για τραγουδιστές ή τραγουδίστριες) έχει καλή φωνή, ερμηνεύει με επιτυχία τα τραγούδια: «ο Νταλάρας τα λέει μια χαρά». β. (για ηθοποιούς) έχει ταλέντο, είναι καλός στη δουλειά του: «είναι η γκόμενα του παραγωγού και την πήραν, αλλιώς από μόνη της δεν τα λέει || θέλει και ρώτημα γιατί δε βγαίνει η σκηνή απ’ τη στιγμή που ο ένας τα λέει κι ο άλλος δεν τα λέει;»·
- τα λέει βλάχικα, βλ. λ. βλάχικα·
- τα λέει ωμά, βλ. λ. ωμός·
- τα λέμε, συζητούμε, α. κουβεντιάζουμε: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε, και μια και βρεθήκαμε τα λέμε». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγορά του Πειραία πεντ’ έξι γεροντάκια πίνανε και τα λέγανε κι ήρθανε στα μεράκια). β. στερεότυπη έκφραση την ώρα που χωρίζουν δυο άτομα για να πάνε στα σπίτια τους ή στις προσωπικές τους ασχολίες και δηλώνει την πρόθεσή τους πως μελλοντικά θα συναντηθούν πάλι να ξανακουβεντιάσουν. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε και κλείνει με το έτσι(;)·
- τα λέμε πρόσωπο με πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- τα λέμε στόμα με στόμα, βλ. λ. στόμα·
- τα λέμε τσικ του τσικ, βλ. λ. τσικ·
- τα λέω αβέρτα, βλ. λ. αβέρτα·
- τα λέω ανοιχτά και ξάστερα, βλ. λ. ανοιχτός·
- τα λέω αρμένικα, βλ. λ. αρμένικα·
- τα λέω ελληνικά, βλ. λ. ελληνικά·
- τα λέω έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- τα λέω καθαρά και ξάστερα, βλ. λ. καθαρός·
- τα λέω καλά; βλ. λ. καλός·
- τα λέω κινέζικα, βλ. λ. κινέζικος·
- τα λέω μασημένα, βλ. λ. μασημένος·
- τα λέω μέσ’ στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- τα λέω μια χαρά, βλ. λ. χαρά·
- τα λέω νέτα σκέτα, βλ. λ. νέτος·
- τα λέω ντόμπρα (και σταράτα), βλ. λ. ντόμπρος·
- τα λέω ξερά, βλ. λ. ξερός·
- τα λέω ορθά κοφτά, βλ. λ. ορθά·
- τα λέω πάνω πάνω, βλ. λ. πάνω·
- τα λέω ρωμαίικα, βλ. λ. ρωμαίικα·
- τα λέω σκέτα, βλ. λ. σκέτος·
- τα λέω στα ίσα, βλ. λ. ίσος·
- τα λέω σταράτα, βλ. λ. σταράτος·
- τα λέω στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη ή τα λέω της πεθεράς για να τ’ ακούει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- τα λέω στο βρόντο, βλ. λ. βρόντος·
- τα λέω στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- τα λέω τσεκουράτα, τσεκουράτα·
- τα λέω χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- τα λέω χύμα (και τσουβαλάτα), βλ. λ. χύμα·
- τη λέω την αμαρτία μου, βλ. λ. αμαρτία·
- τι δεν έλεγες! έκφραση με την οποία θέλουμε να υπενθυμίσουμε σε κάποιον το πλήθος των υποσχέσεων, των όρκων ή των κατηγοριών που έλεγε για κάποιον ή και για μας τους ίδιους: «μέχρι να ενδώσω, μου είχες υποσχεθεί γλέντια, ξενύχτια, ταξίδια, μεγάλη ζωή, τι δεν έλεγες για να με ρίξεις! || τον είπες απατεώνα, χαρτοπαίχτη, μπεκρή, ανάξιο, τι δεν έλεγες γι’ αυτόν όταν ήσασταν στα μαχαίρια!». (Λαϊκό τραγούδι: κι έλεγες, η αγάπη μας θα ζήσει κι έλεγες, μέχρι η γη να σταματήσει κι έλεγες, δε θα σ’ αρνηθώ ποτέ μου κι έλεγες, τι δεν έλεγες, Χριστέ μου)·  
- τι έγινε λέει; βλ. λ. γίνομαι·
- τι έκανε λέει; βλ. λ. κάνω·
- τι θα έλεγες για… ή τι θα έλεγες να…, δηλώνει έμμεσα κάποια πρόταση σε κάποιον για κάτι: «τι θα έλεγες για ένα ποτηράκι; || τι θα έλεγες να κατεβαίναμε κάτω στην παραλία για μια βολτίτσα;»·
- τι λε(ς), βρε άσχετε! ή τι λε(ς), ρε άσχετε! βλ. λ. άσχετος·
- τι λε(ς), βρε ασχετίλα! ή τι λε(ς), ρε ασχετίλα! βλ. λ. ασχετίλας·
- τι λε(ς), ρε! α. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου ή άρνησης στην πρόταση κάποιου: «τι λε(ς), ρε, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τι λε(ς), ρε, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη!». β. επιθετική έκφραση που εκτοξεύει κανείς εναντίον κάποιου, ο οποίος μιλώντας εκτρέπεται ή προσβάλει: «τι λε(ς), ρε, μήπως νομίζεις πως θα σε φοβηθούμε!»·
- τι λε(ς), ρε θηρίο! βλ. λ. θηρίο·
- τι λε(ς), ρε μαλάκα! ή τι λε(ς), ρε μαλάκα μου! βλ. λ. μαλάκας·
- τι λε(ς), ρε ξύπνιε! βλ. λ. ξύπνιος·
- τι λε(ς), ρε πονηρέ! βλ. λ. πονηρός·
- τι λε(ς), ρε πούστη! ή τι λε(ς) ρε πούστη μου! βλ. λ. πούστης·
- τι λέγαμε! έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως, ύστερα από κάποια απρόβλεπτη διακοπή που είχαμε, ξεχάσαμε τι κουβεντιάζαμε και προσπαθούμε να τα θυμηθούμε ή να μας τα υπενθυμίσει ο συνομιλητής μας. Η επαναφορά στη θύμηση των όσων λέγαμε δηλώνεται με το α ναι· βλ. και φρ. τι είπαμε! λ. είπα·
- τι λέει; (για πρόσωπα ή πράγματα) έχει κάποιο ενδιαφέρον, έχει κάποια αξία(;): «τι λέει ο τύπος που σε είδα την τελευταία φορά; || τι λέει τ’ αυτοκίνητο που αγόρασες;»·
- τι λέει; (απρόσ. στη νεοαργκό) έκφραση ενδιαφέροντος κάποιου για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου: «βρε βρε, καιρό έχω να σε δω, τι λέει;». Αν η πορεία των πραγμάτων είναι καλή, η απάντηση είναι καλά λέει, αν δεν είναι καλή, η απάντηση είναι δε λέει·
- τι λέει η αφεντιά σου! βλ. λ. αφεντιά·
- τι λέει η γκλάβα σου! βλ. λ. γκλάβα·
- τι λέει η κεφάλα σου! βλ. λ. κεφάλα·
- τι λέει η κλανιά σου! βλ. λ. κλανιά·
- τι λέει η κόκα σου! βλ. λ. κόκα2·
- τι λέει η μαλαπέρδα σου! βλ. λ. μαλαπέρδα·
- τι λέει η μαυρομύτα; βλ. λ. μαυρομύτα·
- τι λέει η μπέρδα σου! βλ. λ. μπέρδα·
- τι λέει η πούλη σου! βλ. λ. πούλη·
- τι λέει η σούφρα σου! βλ. λ. σούφρα·
- τι λέει η τσουτσού σου! βλ. λ. τσουτσού·
- τι λέει η τσουτσούνα σου! βλ. λ. τσουτσούνα·
- τι λέει ο άλλος! βλ. λ. άλλος·
- τι λέει ο άνθρωπος! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι λέει ο δικός σου! βλ. λ. δικός·
- τι λέει ο κλανιάς σου! βλ. λ. κλανιάς·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. λ. κώλος·
- τι λέει ο Νικολάκης σου! βλ. λ. Νικολάκης·
- τι λέει το άτομο! βλ. λ. άτομο·
- τι λέει το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- τι λέει το κωλαράκι σου! βλ. λ. κωλαράκι·
- τι λέει το λιλί σου! βλ. λ. λιλί·
- τι λέει το μηλίγγι σου! βλ. λ. μηλίγγι·
- τι λέει το μουνί σου! (το μουνάκι σου!), βλ. λ. μουνί·
- τι λέει το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- τι λέει το μυαλουδάκι σου! βλ. λ. μυαλουδάκι·
- τι λέει το νιονιό σου! βλ. λ. νιονιό·
- τι λέει το πιπί σου! βλ. λ. πιπί·
- τι λέει το πουλί σου! (το πουλάκι σου!) βλ. λ. πουλί·
- τι λέει το πρόσωπο! βλ. λ. πρόσωπο·
- τι λέει το σφυριχτράκι σου! βλ. λ. σφυριχτράκι·
- τι λέει το τσουνί σου! βλ. λ. τσουνί·
- τι λέει το τσουτσούνι σου! (το τσουτσουνάκι σου!), βλ. λ. τσουτσούνι·
- τι λες! δηλώνει έκπληξη ή αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «ο γιος του τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Τι λες, αυτός όλη τη μέρα γυρνούσε στους δρόμους!»·
- τι λες; ποια είναι η γνώμη σου; ποια είναι η απόφασή σου(;): «για πες μου εσύ, που είσαι πολύξερος, τι λες γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο; || τι λες, επιτέλους, θα ’ρθεις ή δε θα ’ρθεις μαζί μας;»· βλ. και φρ. εσύ τι λες(;)·
- τι λες καλέ! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου ή ειρωνική άρνηση στην πρόταση κάποιου: «τι λες καλέ, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τι λες καλέ, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: όχι θα κάτσω να σκάσω, τι λες καλέ, τι λες καλέ, που θα πεθάνω
- τι λες για..., δηλώνει έμμεσα κάποια πρόταση σε κάποιον για κάτι: «τι λες για ένα ταξίδι; || τι λες για καμιά βολτίτσα;». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το είσαι·
- τι λες πουλί μου! (πουλάκι μου!), βλ. λ. πουλί·
- τι μας λες! ή τι μου λες! έκφραση αμφισβήτησης ή άρνησης, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που μας λέει κάποιος: «την άλλη βδομάδα παντρεύεται ο τάδε. -Τι μας λες! || δώσε μου χίλια ευρώ δανεικά. -Τι μας λες! || ο γιος του τάδε μπήκε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Τι μου λες!». Συνήθως, ιδίως στις δυο πρώτες περιπτώσεις, της φρ. προτάσσεται το μωρ’ ή μωρέ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τι μου λες τώρα! βλ. φρ. τι πράγμα μου λες τώρα(!)·
- τι ’ν’ αυτά που λες; βλ. λ. αυτός·
- τι να λέμε τώρα! έκφραση αμηχανίας ή έντονης δυσαρέσκειας μπροστά σε αρνητικά φαινόμενα ή γεγονότα, που παρουσιάζονται ως τετελεσμένα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις, το κράτος πάει κατά διαβόλου. -Τι να λέμε τώρα! || τον έκλεισε φυλακή για διακόσια ευρώ. -Τι να λέμε τώρα!»·
- τι πράγμα μου λες τώρα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι σου ’λεγα! έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε σε κάποιον την ορθότητα των προβλέψεων ή των προαισθημάτων μας: «σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα, το τάδε κόμμα κερδίζει τις εκλογές. -Τι σου ’λεγα! || εντέλει, ο τάδε ήταν αυτός που μας κάρφωσε στο διευθυντή. -Τι σου ’λεγα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εγώ, ενώ συχνά παρατηρείται χειρονομία με το δείκτη να έρχεται και να ακουμπάει στον κρόταφο, προτρέποντας το άτομο στο οποίο απευθυνόμαστε να επαναφέρει στη μνήμη του τις προβλέψεις ή τα προαισθήματά μας, που του είχαμε εκμυστηρευτεί·
- τι το λες και δεν το κάνεις; προτρεπτική έκφραση σε κάποιον να πραγματοποιήσει την επιθυμία ή την απειλή του: «κάθε φορά που τη βλέπω, μου ’ρχεται να την πλησιάσω και να της αποκαλύψω τον έρωτα που νιώθω γι’ αυτή. -Τι το λες και δεν το κάνεις; || κάθε φορά που με ειρωνεύεται, μου ’ρχεται να τον πλακώσω στο ξύλο. -Τι το λες και δεν το κάνεις;»·  
- τι του λες μετά! βλ. λ. μετά·
- τι του λες τώρα! βλ. λ. τώρα·
- τίποτα το λες εσύ; βλ. λ. τίποτα·
- το λέει η καρδιά του, βλ. λ. καρδιά·
- το λέει η καρδούλα του, βλ. λ. καρδούλα·
- το λέει η περδικούλα του, βλ. λ. περδικούλα·
- το λέει η ψυχή του, βλ. λ. ψυχή·
- το λέει η ψυχούλα του, βλ. λ. ψυχούλα·
- το λέει και κολλάει η γλώσσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- το λέει όλος ο γιαλός ή όλος ο γιαλός το λέει, βλ. λ. γιαλός·
- το λες σοβαρά; ή το λες στα σοβαρά; βλ. λ. σοβαρός·
- το λέω, το ομολογώ, το παραδέχομαι: «είμαι τρελά ερωτευμένος με την τάδε, το λέω». (Λαϊκό τραγούδι: βαρύ το σφάλμα μου, το λέω, τώρα κάθομαι και κλαίω
- το λέω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- το λέω γι’ αστεία ή το λέω γι’ αστείο ή το λέω στ’ αστεία ή το λέω στ’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- το λέω καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- το λέω και το ξαναλέω, βλ. λ. ξαναλέω·
- το λέω και το πιστεύω, βλ. λ. πιστεύω·
- το λέω και το φωνάζω, βλ. λ. φωνάζω·
- το λέω ξεκομμένα, βλ. λ. ξεκομμένος·
- το λέω σοβαρά ή το λέω στα σοβαρά, βλ. λ. σοβαρός·
- το λέω ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το λέω το κρίμα μου, βλ. λ. κρίμα·
- το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι, βλ. λ. αυτός·
- τον αφήνω να λέει, αδιαφορώ γι’ αυτά που λέει, δεν τα παίρνω υπόψη μου, δεν τα υπολογίζω: «κάθε φορά που είναι νευριασμένος, τον αφήνω να λέει μέχρι να εκτονωθεί»·
- τον φτύνουν κι αυτός λέει ψιχαλίζει, βλ. λ. ψιχαλίζει·
- τόσα νιώθει, τόσα λέει, βλ. λ. τόσος·
- τόσα ξέρει, τόσα λέει, βλ. λ. τόσος·
- του λέει όσα σέρνει η σκούπα ή του λέει όσα σούρνει η σκούπα, βλ. συνηθέστ. του σέρνει όσα σέρνει η σκούπα, λ. σκούπα·
- του το λέω απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- του το λέω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- τρόπος του λέγειν, βλ. λ. τρόπος·
- ωραία λέει! πάρα πολύ ωραία, έξοχα: «περάσατε ωραία στο πάρτι; -Ωραία λέει! || περάσατε ωραία στην εκδρομή; -Ωραία λέει!».

λογαριασμός

λογαριασμός, ουσ. [<μσν. λογαριασμός <λογαριάζω], ο λογαριασμός. (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- ανοίγω λογαριασμό, α. αρχίζω να έχω οικονομικές δοσοληψίες, οικονομικό αλισβερίσι με κάποιον: «απ’ τη μέρα που άνοιξα λογαριασμό με τον τάδε, έχω συνεχώς προβλήματα». β. καταθέτω ένα χρηματικό ποσό σε κάποια τράπεζα: «άνοιξα λογαριασμό στην τάδε τράπεζα για να μην έχω τα χρήματα στο ταμείο μου»· βλ. και φρ. ανοίγω λογαριασμούς·
- ανοίγω λογαριασμούς, δημιουργώ έχθρα με κάποιον, δημιουργώ κακό προηγούμενο: «απ’ τη στιγμή που άνοιξες λογαριασμούς μαζί του, πρέπει να προσέχεις, γιατί είναι πολύ εκδικητικός άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: ωραία την περνάγαμε, φίνα κι αγαπημένα κι εσύ αγάπαγες πολύ κι εγώ τρελά εσένα! Μα γρήγορα λογαριασμούς μου άνοιξες, μπαμπέσα, κι ένα δεφτέρι που κρατώ, τα γράφει όλα μέσα)· βλ. και φρ. ανοίγω λογαριασμό·
- ανοιχτοί λογαριασμοί, οι κοινωνικές εκκρεμότητες, οι διαμάχες μεταξύ δυο ή περισσότερων ανθρώπων που διατηρούνται στην επικαιρότητα: «στην παρέα μας λύνουμε κάθε διαφορά για να μη διατηρούνται ανοιχτοί λογαριασμοί»·
- ανοιχτός λογαριασμός, ο αλληλόχρεος, ο τρεχούμενος λογαριασμός: «αγόρασε ό,τι θέλεις και μην πληρώσεις, γιατί έχω με τον πατέρα σου του ανοιχτό λογαριασμό»·
- (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το τι θα κάνω με τη δουλειά μου, είναι δικός μου λογαριασμός». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάνω άστατη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα·
- (αυτό) είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- αφήνω ανοιχτό λογαριασμό (με κάποιον), ή αφήνω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), διατηρώ σε εκκρεμότητα κοινωνικές διαφορές, διαμάχες ή υποθέσεις με κάποιον: «έχω σκοπό να φύγω απ’ αυτή την πόλη και δε θ’ αφήσω ανοιχτό λογαριασμό με κανέναν». (Τραγούδι: κολλημένη μαζί σου σε αλήτη δεσμό μεταξύ μας αφήσαμε ανοιχτό λογαριασμό 
- βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή βάζω σε λογαριασμό, α.τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω, ιδίως οικονομικές: «τώρα που έβαλα σ’ έναν λογαριασμό τα οικονομικά μου, μπορώ να πάω κι εγώ ένα ταξιδάκι». β. διευθετώ, τακτοποιώ ένα χώρο: «αν δε βάλεις πρώτα σε λογαριασμό το δωμάτιό σου, δεν έχει να πας πουθενά»· βλ. και φρ. τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό·
- βάζω στο λογαριασμό (κάποιον ή κάτι), υπολογίζω, συνυπολογίζω: «βάλε στο λογαριασμό κι εμένα για να πληρώσω το μερίδιό μου || θα βάλω στο λογαριασμό και το κουκλάκι που κρατάτε;»·
- βαστώ (το) λογαριασμό, βλ. φρ. κρατώ (το) λογαριασμό·
- βγαίνω απ’ το λογαριασμό (μου), παρασύρομαι σε έξοδα, βγαίνω από το οικονομικό μου πρόγραμμα: «πριν από μια βδομάδα πάντρεψα την κόρη μου και βγήκα απ’ το λογαριασμό μου»·
- βρίσκω λογαριασμό, διευθετώ, ρυθμίζω μια υπόθεση: «ήταν πολύ μπερδεμένα τα πράγματα, αλλά ρώτα από δω, ρώτα από κει, στο τέλος βρήκα λογαριασμό»·
- για λογαριασμό (κάποιου), λέγεται όταν ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου ή για το συμφέρον κάποιου: «θα υπογράψω για λογαριασμό του τάδε || εργάζεται για λογαριασμό κάποιας ξένης δύναμης»·
- για λογαριασμό μου, α. για μένα: «εγώ μιλώ μόνο για λογαριασμό μου». β. για δικό μου όφελος: «θέλω να μου πεις τι θα ’χω για λογαριασμό μου αν τελειώσω πιο νωρίς τη δουλειά»·
- δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό, α. κάνει ό,τι θέλει, ό,τι του αρέσει, ενεργεί αυθαίρετα χωρίς να υπολογίζει κανέναν: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν». β. δε λογοδοτεί σε κανέναν για τις πράξεις του: «απ’ τη στιγμή που είναι το αφεντικό της επιχείρησης, δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα θα τα πίνω και λογαριασμό δε δίνω!). Πρβλ.: δεν παίρνεις λογαριασμό, δε δίνεις λογαριασμό (Διαφημιστικό σλόγκαν εταιρίας κινητής τηλεφωνίας)·
- δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικός μου λογαριασμός να ελέγχω, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ για αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «πες του κανέναν καλό λόγο μήπως και συμμορφωθεί. -Δεν είναι δικός μου λογαριασμός». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημά ή δεν είναι πρόβλημά μου·
- δικός σου λογαριασμός, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου ζήτημα, αποτελεί προσωπική σου υπόθεση: «πώς θα μπορέσω να ’βρω τόσο γρήγορα τα λεφτά που μου ζητάς; -Δικός σου λογαριασμός». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα·  
- δίνω λογαριασμό (σε κάποιον), λογοδοτώ: «θα ’ρθει κάποτε η μέρα, που θα δώσεις λογαριασμό για τις πράξεις σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους τους δήθεν άσ’ τους να λένε, λογαριασμό δε θα τους δώσω πια ξανά, έχω βαδίσει δρόμους που καίνε κι έχω περάσει ανηφόρες και στενά
- δίνω το λογαριασμό (σε κάποιον), αποδίδω ταμείο σε κάποιον: «δε μου ’δωσες ακόμη το λογαριασμό της ημέρας»·
- είναι λογαριασμός, είναι υπολογίσιμο, είναι σημαντικό κάτι: «στη θέση που βρίσκομαι, ακόμη και η παραμικρή βοήθειά σου είναι λογαριασμός για μένα || το να ξοδεύει κανείς εκατό χιλιάδες στα μπουζούκια, βεβαίως και είναι λογαριασμός»·
- εισπράττω το λογαριασμό, αναγκάζομαι να υποστώ τις συνέπειες για κακή ενέργεια άλλου: «δεν αντέχω άλλο να εισπράττω το λογαριασμό για δικές σου ανοησίες»·
- ενήμερος λογαριασμός, βλ. λ. ενήμερος·
- έρχομαι σε λογαριασμό, τακτοποιούμαι οικονομικά και γενικά η ζωή μου κυλάει ομαλά: «τώρα που ήρθα σε λογαριασμό, μπορώ κι εγώ να ξεκουραστώ λιγάκι || κάθε φορά που έρχομαι σε λογαριασμό, όλο και κάτι στραβό μου συμβαίνει κι αρχίζουν πάλι τα τραβήγματα»·
- έχω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), έχω κοινωνικές εκκρεμότητες, κοινωνικές διαφορές και διαμάχες, έχω εκκρεμείς υποθέσεις με κάποιον: «αν είναι και ο τάδε στο πάρτι, εγώ δε θα ’ρθω γιατί έχω ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του»·
- έχω παλιούς λογαριασμούς (με κάποιον), έχω παλιές διαφορές, παλιές διαμάχες με κάποιον: «αν έρθει ο τάδε εγώ δεν έρχομαι, γιατί έχουμε παλιούς λογαριασμούς»·
- έχω λογαριασμό, α. έχω κάπου κατατεθειμένα χρήματα στο όνομά μου: «μόνο στην τάδε τράπεζα έχω λογαριασμό». β. έχω αλληλόχρεη οικονομική συνεργασία με κάποιον: «ψώνισε ό,τι θέλεις απ’ το μαγαζί του, αλλά μην πληρώσεις, γιατί έχω λογαριασμό μαζί του»·
- ζητώ λογαριασμό (από κάποιον), απαιτώ από κάποιον να λογοδοτήσει: «τώρα κάνε ό,τι θέλεις, αλλά θα ’ρθει κάποια στιγμή που θα σου ζητήσω λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το κόλπο συχνά το παίζεις δεν θα κρατήσει πολύ καιρό, γιατί το θύμα, όταν ξυπνήσει, θα σου ζητήσει λογαριασμό
- κανονίζω τους λογαριασμούς μου, βλ. φρ. κλείνω τους λογαριασμούς μου·
- κάνω λάθος λογαριασμό, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λογαριασμό, σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, λογαριάζω: «κάνω λογαριασμό να πάω ένα ταξιδάκι μόλις τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- κάνω λογαριασμό χωρίς (δίχως) τον ξενοδόχο, βλ. λ. ξενοδόχος·
- κάνω λογαριασμούς του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- κάνω μπακαλίστικους λογαριασμούς, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- κάνω το λογαριασμό, ελέγχω λίστα με αριθμούς για να βρω ή για να επαληθεύσω το γινόμενο: «όταν είναι να πληρώσω κάτι, πρώτα κάνω το λογαριασμό κι έπειτα πληρώνω»·
- κάνω το λογαριασμό μου, υπολογίζω τα έξοδα ή τις ενέργειες που έχω τη δυνατότητα να κάνω: «πριν ξεκινήσω για κάτι, πρώτα κάνω το λογαριασμό μου»·
- κίνηση λογαριασμού, α. οι καταθέσεις και οι αναλήψεις από έναν τραπεζικό λογαριασμό: «μήπως έχεις κανένα πρόβλημα και τον τελευταίο καιρό δεν παρουσιάζεις κίνηση λογαριασμού;». β. η ξεχρέωση και η εκ νέου χρέωση κάποιου τραπεζικού λογαριασμού: «η κίνηση λογαριασμού δείχνει πως ο πελάτης βρίσκεται σε κάποια εργασιακή δραστηριότητα»·
- κινώ το λογαριασμό, α. κάνω καταθέσεις και αναλήψεις από κάποιον τραπεζικό λογαριασμό: «όταν κινείς το λογαριασμό, έχεις άλλο πρόσωπο στην τράπεζα». β. ξεχρεώνω και χρεώνω εκ νέου κάποιο τραπεζικό λογαριασμό: «όταν η τράπεζα βλέπει ότι κινείς το λογαριασμό, μπορεί να σε βοηθήσει πιο εύκολα»· 
- κλείνω λογαριασμό, ελέγχω τι χρωστώ ή τι μου χρωστάει κάποιος: «είναι καιρός πια να κλείσουμε λογαριασμό γιατί, όσο τον αφήνουμε, υπάρχει φόβος να μην μπορούμε να βγάλουμε άκρη»· βλ. και φρ. κλείνω το λογαριασμό·
- κλείνω το λογαριασμό, α. πληρώνω το χρηματικό ποσό που χρωστώ ή πληρώνομαι από κάποιον το χρηματικό ποσό που μου χρωστάει: «απ’ τη στιγμή που κλείσαμε αυτόν το λογαριασμό, μπορούμε ν’ ανοίξουμε έναν καινούριο». β. παίρνω όλο το χρηματικό ποσό που είχα κατατεθειμένο σε μια τράπεζα: «έκλεισα το λογαριασμό με την τάδε τράπεζα κι άρχισα να συνεργάζομαι με μια άλλη»· βλ. και φρ. κλείνω λογαριασμό·
- κλείνω τους λογαριασμούς μου, α. διευθετώ, τακτοποιώ οικονομικές ή ταμειακές μου εκκρεμότητες: «πρέπει να κλείσω τους λογαριασμούς μου, γιατί την άλλη βδομάδα θα λείψω στο εξωτερικό». β. διευθετώ, τακτοποιώ διάφορες κοινωνικές μου εκκρεμότητες: «απ’ τη στιγμή που κλείσαμε τους λογαριασμούς μας, αρχίσαμε να κάνουμε πάλι παρέα»·
- κλειστός λογαριασμός, χρηματικό ποσό που καταθέτουμε στην τράπεζα με προθεσμία ανάληψης: «όταν έχεις κάποιο ποσό σε κλειστό λογαριασμό, τότε παίρνεις μεγαλύτερο τόκο»·
- κοινός λογαριασμός, τραπεζικός λογαριασμός όπου δικαιούχοι είναι δυο ή και περισσότερα άτομα: «έχω έναν κοινό λογαριασμό με τη γυναίκα μου στην τάδε τράπεζα»·
- κρατώ (το) λογαριασμό, α. καταγράφω έσοδα και έξοδα, διαχειρίζομαι χρήματα: «ποιος απ’ όλους κρατούσε το λογαριασμό της επιχείρησης τον τελευταίο καιρό;». β. παρακολουθώ, καταγράφω προσεκτικά τις ενέργειές μου ή τις ενέργειες κάποιου: «ξέρουμε ανά πάσα στιγμή τι έκανε και τι είπε, γιατί κρατούσα λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: αν κράταγα λογαριασμό με πόσες τα ’χω φτιάξει μέχρι διακόσια αριθμό, μπράβο μου! μπορεί και να ’χω φτάσει
- λογαριασμό θα σου δώσω; δεν υπάρχει κανένας λόγος να σου πω πώς θα ενεργήσω ή γιατί ενεργώ με αυτόν το συγκεκριμένο τρόπο: «εγώ θα κάνω αυτό που νομίζω σωστό, λογαριασμό θα σου δώσω;»·
- λογαριασμοί του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- λογαριασμός κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- λογαριασμός όψεως, τραπεζικός λογαριασμός, από τον οποίο ο καταθέτης μπορεί να κάνει ανάληψη χρήματα, όποτε θέλει: «έχω δημιουργήσει ένα λογαριασμό όψεως, στην τάδε τράπεζα, για τις άμεσες ανάγκες μου»·
- λυπάμαι για λογαριασμό του, δηλώνει τη λύπη ή την απογοήτευσή μου για τις απαράδεκτες ενέργειες κάποιου, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεται ο ίδιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω ή το κρίμα·
- μπαίνω σε λογαριασμό ή μπαίνω σ’ έναν λογαριασμό ή μπαίνω σε κάποιον λογαριασμό, μπαίνω σε μια σειρά και τάξη, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, νοικοκυρεύομαι, συμμορφώνομαι: «μόλις παντρεύτηκε, άφησε τα ξενύχτια και μπήκε σ’ έναν λογαριασμό»·
- μπακαλίστικοι λογαριασμοί, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- ντρέπομαι για λογαριασμό του, δηλώνει πως ντρέπομαι για τις απαράδεκτες ενέργειες κάποιου, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεται ο ίδιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω ή το κρίμα·
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών, βλ. λ. ξεκαθάρισμα·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, η τίμια οικονομική συναλλαγή, η σωστή συμπεριφορά, η σωστή εξήγηση είναι αυτή που δεν επιτρέπει ή που απομακρύνει τις παρεξηγήσεις·
- παγώνω το λογαριασμό, δεν πραγματοποιώ καμιά κίνηση του τραπεζικού μου λογαριασμού: «μέχρι να βρω μια σίγουρη επένδυση, πάγωσα το λογαριασμό που είχα στην τάδε τράπεζα»·   
- παλιοί λογαριασμοί, οι κοινωνικές εκκρεμότητες, οι κοινωνικές διαφορές και διαμάχες, οι εκκρεμείς υποθέσεις που υπάρχουν πριν από πολύ καιρό: «οι παλιοί λογαριασμοί μεταξύ τους στέκουν εμπόδιο στην αναθέρμανση της φιλίας τους»·
- παραφουσκωμένος λογαριασμός, που είναι κατά πολύ περισσότερος από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «περάσαμε ωραία στο κέντρο, αλλά στο τέλος μαλώσαμε, γιατί μας έφεραν παραφουσκωμένο λογαριασμό»·
- παραφουσκώνω το λογαριασμό, τον παρουσιάζω κατά πολύ περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «δεν ξαναπάμε σ’ εκείνο το κέντρο γιατί πάντα παραφουσκώνει το λογαριασμό»·
- περασμένος λογαριασμός, α. που έχει καταχωρηθεί κανονικά στα λογιστικά βιβλία επιχείρησης: «θέλω να ελέγξεις τα βιβλία για να δεις αν είναι περασμένος αυτός ο λογαριασμός». β. που ανήκει στο παρελθόν, που έχει λήξει ή διευθετηθεί: «ό,τι έκανες, είναι περασμένος λογαριασμός, κοίτα από εδώ και μπρος να συμπεριφερθείς σωστά»·
- πέφτω έξω στους λογαριασμούς μου, λογαριάζω, υπολογίζω λανθασμένα: «υπολόγιζα να τελειώσω μέχρι το τέλους του μηνός τη δουλειά που είχα αναλάβει και να φύγω με την οικογένειά μου ένα ταξιδάκι, αλλά έπεσα έξω στους λογαριασμούς μου, γιατί δεν τέλειωσε η δουλειά»·   
- το άνοιγμα λογαριασμού, βλ. λ. άνοιγμα·
- τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή τον βάζω σε λογαριασμό, του διευθετώ, του τακτοποιώ τη ζωή του, τον νοικοκυρεύω, τον συμμορφώνω: «ο γιος του ήταν πολύ άτυχος στις διάφορες δουλειές του, αλλά απ’ τη στιγμή που ο πατέρας του τον έβαλε σ’ έναν λογαριασμό, ησύχασε το κεφάλι του || του βρήκε ένα καλό κορίτσι και τον έβαλε σε λογαριασμό»· βλ. και φρ. βάζω σ’ έναν λογαριασμό·
- τον τάραξα στο λογαριασμό, τον έβαλα να πληρώσει πολύ περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «όταν το γκαρσόνι κατάλαβε πως ήταν μεθυσμένος, τον τάραξε στο λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν μου πει κανείς πως  μ’ αγαπά πληρώνει τρεις φορές τη μια οκά του βάζω μέσα στο κρασί νερό και τον ταράζω στο λογαριασμό
- τον φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή τον φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή τον φέρνω σε λογαριασμό, α. τον συνετίζω, τον σωφρονίζω, τον συμμορφώνω: «μόνο εσύ μπορείς να τον φέρεις σε κάποιον λογαριασμό, γιατί σε υπολογίζει και σε σέβεται». β. τον νικώ: «εκτός από σένα, δεν μπορεί κανένας άλλος να τον φέρει σε λογαριασμό γιατί είναι δυνατό παιδί»·
- τρεχούμενος λογαριασμός, α. ο αλληλόχρεος, ο ανοιχτός λογαριασμός: «ό,τι ψωνίσεις απ’ τον τάδε, πες του να τα χρεώσει σε μένα, γιατί έχουμε τρεχούμενο λογαριασμό». β. τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο ανάλογα με τις ανάγκες μου καταθέτω ή κάνω αναλήψεις: «έχω έναν τρεχούμενο λογαριασμό στην τάδε τράπεζα, για τις άμεσες ανάγκες της δουλειάς μου»·
- φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή φέρνω σε λογαριασμό, διευθετώ, τακτοποιώ μια μπερδεμένη δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «ήταν πολύ χάλια η επιχείρηση, αλλά κατάφερα να τη φέρω σ’ έναν λογαριασμό || όπως έκανες τη δουλειά, δε θα μπορέσει κανένας να τη φέρει σε λογαριασμό»· βλ. και φρ. τον φέρνω σε λογαριασμό·
- φουσκωμένος λογαριασμός, που είναι περισσότερος από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «στο τέλος μας έφεραν φουσκωμένο λογαριασμό»·
- φουσκώνω το λογαριασμό, τον παρουσιάζω περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «πρόσεχε το τάδε μαγαζί, γιατί φουσκώνουν το λογαριασμό»·
- χάνω το λογαριασμό, δεν ξέρω τι μου γίνεται, μπερδεύομαι, αποδιοργανώνομαι: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που έχασα το λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κι από τον πολύ συλλογισμό, έχασε το λογαριασμό
- χοντρός λογαριασμός, που είναι μεγάλος, υπέρογκος: «χτες βράδυ, όλα τα παιδιά της παρέας ήμασταν στο κέφι και κάναμε χοντρό λογαριασμό στα μπουζούκια».

λογικός

λογικός, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. λογικός < λόγος], λογικός. 1. που είναι σύμφωνος, συνεπής με την ορθή σκέψη, που είναι μυαλωμένος, συνετός: «είναι λογικός άνθρωπος και θα συμφωνείστε με το πρώτο». 2. το θηλ. ως ουσ. η λογική (βλ. λ.). 3α. το ουδ. ως ουσ. το λογικό, η ικανότητα να σκέφτεται κανείς και να οδηγείται σε σωστή, σε ορθή κρίση, σε λογική σκέψη: «αυτό που λες δεν είναι λογικό || το λογικό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι να πας και να του ζητήσεις συγνώμη». β. με τις αντων. μου, σου, του, της κ.λπ., ο νους, το μυαλό: «μόλις έβαλε το λογικό του να δουλέψει, βρήκε τη λύση»·
- βγήκε απ’ τα λογικά του, βλ. συνηθέστ. δεν είναι στα λογικά του·
- δεν είναι καλά στα λογικά του, βλ. φρ. δεν είναι στα λογικά του·
- δεν είναι στα λογικά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη, παράτολμα, παράλογα και κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μια τέτοια παράτολμη ενέργεια, θα μπορούσε να την κάνει μόνο ένας που δεν είναι στα λογικά του». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·    
- είμαι στα λογικά μου, ελέγχω τη σκέψη μου, τη συμπεριφορά μου, σκέφτομαι σωστά, έχω πνευματική ισορροπία: «μα και βέβαια είμαι στα λογικά μου όταν σου ζητώ να μου επιστρέψεις τα δανεικά που σου ’δωσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- είναι λογικό, είναι σωστό, φυσικό, φρόνιμο: «είναι λογικό ν’ αγαπάς μια τόσο όμορφη και καλή γυναίκα || μια κι η διένεξη πάει για καβγά, είναι λογικό να σηκωθούμε να φύγουμε απ’ το μαγαζί»·
- είσαι στα λογικά σου; είσαι καλά στο μυαλό σου; σκέφτηκες αυτό που είπες; μιλάς σοβαρά; μήπως παραφρόνησες; μήπως τρελάθηκες(;): «είσαι στα λογικά σου, που θέλεις να κάνεις τη διαδρομή Θεσσαλονίκη - Αθήνα με τα πόδια; || είσαι στα λογικά σου, που θέλεις να ξεκινήσεις μια τόσο μεγάλη δουλειά χωρίς να ’χεις φράγκο;»·
- έλα στα λογικά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «πάψε να ζητάς παράλογα πράγματα κι έλα, επιτέλους, στα λογικά σου». (Λαϊκό τραγούδι: για να εκτιμάς τους μάγκες να μην κάνεις ματσαράγκες, Κούλα έλα στα λογικά σου να μην έβρεις τον μπελά σου). Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έρχομαι στα λογικά μου, α. ξαναβρίσκω την ορθή σκέψη μου μετά από ένα διάστημα ψυχικής αναστάτωσης ή έντασης: «φώναζε και απειλούσε τους πάντες και μόνο όταν ήρθε στα λογικά του, μπορέσαμε να συνεννοηθούμε». β. συνέρχομαι, μπορώ πάλι να σκέφτομαι ή να έχω γνώση του τι γίνεται γύρω μου: «εκεί που καθόταν λιποθύμησε, αλλά μετά από λίγο ήρθε πάλι στα λογικά του»·
- έχασε τα λογικά του ή έχασε το λογικό του, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «πέρασε τόσες δυστυχίες, που στο τέλος έχασε τα λογικά του». (Λαϊκό τραγούδι: σαν τον αλήτη μες στους δρόμους τριγυρίζω και την κακία όπου πάω αντικρίζω, παραμιλώ και κλαίω μόνος τον καημό μου κι απ’ το μεράκι έχασα το λογικό μου
- σάλεψαν τα λογικά του ή σάλεψε το λογικό του, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, σάλεψαν τα λογικά του».

λόγος

λόγος, ο, πλ. λόγοι, οι κ. λόγια κ. λόια, τα, ουσ. [<αρχ. λόγος <λέγω], ο λόγος. 1. το κήρυγμα, η αγόρευση, η διάλεξη: «ο λόγος του προέδρου μας, ήταν πάρα πολύ ωραίος». 2. η αφορμή, η αιτία: «ποιος ήταν ο λόγος που μαλώσατε;». 3. ο σκοπός: «ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;». 4. στον πλ. τα λόγια, η ομιλία, η συνομιλία, η κουβέντα: «αφήστε τα λόγια και πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε». 5. σε τριπλή επανάληψη λόγια, λόγια, λόγια, δηλώνει την αγανάκτησή μας για υποσχέσεις που μας δίνονται τακτικά από κάποιον ή κάποιους, αλλά δεν πραγματοποιούνται: «δε θέλω κουβέντα για τους πολιτικούς, γιατί σε κάθε προεκλογική περίοδο λόγια, λόγια, λόγια, και μετά τις εκλογές, μην τους είδατε μην τους απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια, λόγια σπάσαν τα ρολόγια). Υποκορ. λογάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια). (Ακολουθούν 353 φρ.)·
- αγοράζω λόγια (από κάποιον), ενώ προσποιούμαι τον αδιάφορο, ακούω προσεκτικά αυτά που λέει κάποιος, για να δω αν είναι κάτι που με αφορά ή για να τα μεταφέρω σε αυτόν που του αφορούν: «έκανε πως χάζευε έξω απ’ το παράθυρο αλλά, όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός αγόραζε λόγια»·
- άδεια λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- αθετώ το λόγο μου, βλ. φρ. πατώ το λόγο μου·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! α. έκφραση που δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή: «εντέλει θα ’ρθεις μαζί μας; -Άκου λόγια!», δηλ. βεβαίως θα έρθω. β. τι απαράδεκτα λόγια είναι αυτά που λέγονται(!): «άκου λόγια που κάθεται και λέει ο τύπος για τον πατέρα του!»·
- ακούγονται λόγια (για κάποιον), διαδίδονται, ιδίως κακά πράγματα για κάποιον: «ακούγονται λόγια για τον τάδε, πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά»·
- ακούω κακά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται αρνητικά για μένα ή για κάποιον: «χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, ακούω κακά λόγια για μένα || όπου και να πάω, ακούω κακά λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ακούω καλά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται θετικά για μένα ή για κάποιον: «νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί όπου κι αν σταθώ, ακούω καλά λόγια για την αφεντιά μου || είναι καλός άνθρωπος και πάντα ακούω καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις, επιπλήξεις από κάποιον: «εσείς κάνετε τις βλακείες κι εγώ ακούω λόγια απ’ το διευθυντή || θα πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι, γιατί θ’ ακούσω τα λόγια απ’ τον πατέρα μου || όταν κατάλαβε ο πατέρας μου πως τα είχα τσούξει, άκουσα τα λόγια μου»·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ειρωνική ή επιθετική προτροπή σε κάποιον, που προσπαθεί να αποτρέψει την κουβέντα από το θέμα που συζητείται είτε γιατί δεν τον συμφέρει είτε γιατί αντιλαμβάνεται πως θα αποβεί σε βάρος του και έχει την έννοια να μην αλλάξει θέμα, αν θέλει να μη μαλώσουμε: «εμ βέβαια, ό,τι δεν σε συμφέρει, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, όμως αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις!». Η φρ. αποδίδεται στο στρατηγό Μακρυγιάννη· (βλ. Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- αλλάζει τα λόγια του, βλ. φρ. γυρίζει τα λόγια του·
- αλλάζω τα λόγια του, τα διαστρεβλώνω, τα διαστρέφω: «εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα και μην αλλάζεις, σε παρακαλώ, τα λόγια μου»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «δε θέλω να τον δω ξανά μπροστά μου, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, παρεκτραπήκαμε και μιλήσαμε σε έντονο ύφος: «η διαφωνία μας άρχισε σαν αστείο, όμως στο τέλος αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω και να παραλίγο να ερχόμασταν και στα χέρια». Συνών. αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω·
- αλλάξαμε λόγια, ανταλλάξαμε βρισιές, φιλονικήσαμε: «επειδή κάποτε αλλάξαμε λόγια, δεν πάει να πει πως για μια ζωή δε θα μιλιόμαστε κιόλας!». Συνών. αλλάξαμε κουβέντες·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πίκραναν: «πάνω σε μια άτυχη στιγμή, αλλάξαμε πικρά λόγια που εκ των υστέρων μετανιώσαμε». Συνών. αλλάξαμε πικρές κουβέντες·
- αλλάξαμε σκληρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πλήγωσαν ηθικά και ψυχικά: «δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε σκληρές κουβέντες·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. φρ. χωρίς λόγο·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, βλ. λ. βλακεία· 
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από λόγια άλλο τίποτα, υπόσχεται πολλά, χωρίς συνήθως να τα πραγματοποιεί:  «κάθε τόσο μου υπόσχεται πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από λόγια άλλο τίποτα»·
- από λόγο σε λόγο, με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «από λόγο σε λόγο δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα»·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, θύμωσα, νευρίασα από αυτά που έλεγε: «κατηγορούσε τους πάντες κι αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, γι’ αυτό πλακώθηκα μαζί του»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- αρπάχτηκαν με τα λόγια, λογόφεραν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, αρπάχτηκαν με τα λόγια κι ακούστηκαν μέχρι την παραλία»·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- άσ’ τα λόγια, άφησε τις δικαιολογίες:  «ασ’ τα λόγια και πες μου, γιατί με κατηγόρησες;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα λόγια(!)·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, επιθετική αλλά και ειρωνική έκφραση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες να γίνει ολιγόλογο και σαφές: «ας’ τα πολλά λόγια και πες μου, γιατί την έκανες κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα μου σταράτα 
- άσχημα λόγια, λόγια άσεμνα, αισχρά: «ό,τι άσχημα λόγια ακούει ο μικρός στους δρόμους, έρχεται και μας τα λέει στο σπίτι»·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- βάζω λόγια, α. ενθαρρύνω, υποκινώ κάποιους με αυτά που λέω να μαλώσουν, σπέρνω διχόνοια: «κι ενώ τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, αυτός άρχισε να βάζει πάλι λόγια μέχρι που οι άλλοι αρπάχτηκαν στα χέρια». β. κατηγορώ, συκοφαντώ: «άρχισε να βάζει λόγια στο φίλο του πως η γυναίκα του τον απατούσε κι αυτός πήγε στο σπίτι και την έσπασε στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με βλέπεις και περνάω κλείνεις το παραθύρι σου, έμαθα πως σου βάζει λόγια κάποια ζηλιάρα φίλη σου)· βλ. και φρ. τους βάζω σε λόγια·
- βάζω λόγια στο στόμα του, λέω κάτι κακό για κάποιον και ισχυρίζομαι πως το είπε τάχα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού ξέρω πως εσύ κατηγόρησες τον τάδε, γιατί βάζεις λόγια στο στόμα του φίλου μου;»·
- βαραίνει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «πολύς κόσμος τον συμβουλεύεται, γιατί βαραίνει ο λόγος του»·
- βαριά λόγια, λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν βαριά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλει η πεθερά μου επειδή είμαι φτωχειά κι όλο με κακοκαρδίζει και μου λέει λόγια βαριά
- βαστώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- βγάζω λόγο, αναπτύσσω κάποιο θέμα μπροστά σε ακροατήριο, που βρίσκεται συνήθως σε ανοικτό χώρο: «ο αρχηγός του τάδε κόμματος, θα βγάλει λόγο το βράδυ στη πλατεία Αριστοτέλους»·
- βγήκαν τα λόγια μου, επαληθεύτηκαν: «απ’ την αρχή τον συμβούλευα να μη συνεταιριστεί μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, ώσπου στο τέλος βγήκαν τα λόγια μου, γιατί την πάτησε»·
- για κανέναν λόγο, σε καμιά περίπτωση: «για κανέναν λόγο δε θα σε βοηθήσω, γιατί αποδείχτηκες αχάριστος άνθρωπος»·
- για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- για λόγους ασφαλείας, για την αποτροπή κινδύνου: «κρατώ μια απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους ασφαλείας»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η υπόληψή του, η αξιοπρέπειά του, η τιμή του: «σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής»·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει ειρωνικά, απειλητικά ή επιθετικά εναντίον μας ή εναντίον φιλικού μας προσώπου, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί αρκετά σε ανέχτηκα». (Κρητική μαντινάδα: αν σου τηνε χαρίζανε να τη γυρνούσες πίσω, για μάζεψε τα λόγια σου μη σε καταχερίσω). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γιατί α(!)·
- για ποιο λόγο; α. για ποιο σκοπό(;): «για ποιο λόγο θα ταξιδέψεις στο εξωτερικό;». β. για ποια αφορμή ή αιτία(;): «για ποιο λόγο μαλώσατε; || για ποιο λόγο έφυγες νωρίς χτες βράδυ;»·
- (για) συμμάζεψε τα λόγια σου! βλ. φρ. (για) μάζεψε τα λόγια σου(!)·
- για του λόγου το ασφαλές, πράξη, ενέργεια ή επιχείρημα που γίνεται ή δίνεται επιπλέον ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηριχθεί ή να αποδειχθεί η ορθότητα των όσων υποστηρίζει κάποιος: «το τζάμι της τραπεζαρίας, θα το έσπασε κάποιο παιδί απ’ το δρόμο και για του λόγου το ασφαλές, να και η πέτρα που βρήκα στο πάτωμα». Πρβλ.: καί τό πνεῦμα ἐν εἴδη περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- γίνεται λόγος, α. σχολιάζεται δημόσια: «τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για υποτίμηση της δραχμής». β. συζητείται, κουβεντιάζεται: «μια και γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα, θα ήθελα να πω τα εξής»·
- γίνεται πολύς λόγος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως: «γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για τις τηλεφωνικές υποκλοπές»·
- γλυκά λόγια, τα γλυκόλογα: «την πήρε κατά μέρος και με διάφορα γλυκά λόγια προσπαθούσε να την καλοπιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου λείπουν τα γλυκά σου λόγια π’ άκουγα απ’ τα χείλη σου
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. φρ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- γυρίζει τα λόγια του, λέει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε προηγουμένως: «πρόσεχε πώς θα τα πει, γιατί είναι συνηθισμένος να γυρίζει τα λόγια του || όταν του έδωσαν τα λεφτά που τους ζήτησε, γύρισε τα λόγια του στην κατάθεσή του»·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε βλέπω το λόγο, δεν μπορώ να εξηγήσω την αιτία, το λόγο που θέλει να κάνει κανείς κάτι: «αφού όλα δουλεύουν μια χαρά, δε βλέπω το λόγο που θέλεις να κάνεις αλλαγές στο πρόγραμμα παραγωγής». Συνών. δε βλέπω το γιατί·
- δε βρίσκω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω κάποιο συναίσθημά μου ή να κρίνω κάτι καλό ή κακό: «δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω || δε βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά σου»·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. φρ. δε βλέπω το λόγο να(…)·
- δε γίνεται λόγος, φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε ή που θα του κάνουμε: «σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δανεικά που μου ’δωσες. -Δε γίνεται λόγος || δεν πιστεύω να σε ταλαιπωρώ που θα σε κουβαλήσω αύριο στο σπίτι μου; -Δε γίνεται λόγος»·
- δε δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. συνηθέστ. δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, λ. λογαριασμός·
- δε θέλω λόγια, βλ. φρ. να λείπουν τα λόγια·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, κατηγορηματική δήλωση σε κάποιον, να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε χωρίς να του δίνουμε το δικαίωμα να αρνηθεί ή να υποδείξει έναν άλλον τρόπο ενέργειας: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε θέλω δεύτερο λόγο»·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά λόγια μαζί του·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, είναι κακόβουλος, φθονερός: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε για μένα, γιατί δε λέει καλό λόγο για κανέναν»·
- δε μου πέφτει λόγος, α. δε δικαιούμαι να μιλήσω για το θέμα που γίνεται λόγος, γιατί  δεν είναι της αρμοδιότητάς μου ή γιατί δεν ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «για το θέμα που συζητάτε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί δε μου πέφτει λόγος». (Λαϊκό τραγούδι: πάρτο απόφαση πως δε σου πέφτει λόγος η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό). β. δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λέει κάποιος: «κάνε ό,τι θέλεις, γιατί δε μου πέφτει λόγος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. φρ. δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δεκάρικος λόγος, ομιλία που είναι ασήμαντη, που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, καμιά ουσία: «στο τέλος μας έβγαλε κι ο πρόεδρος έναν δεκάρικο λόγο κι ύστερα ακολούθησε η ψηφοφορία»· βλ. και λ. δεκάρικος·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, αδιαφορεί για τις νουθεσίες, για τις συμβουλές που του δίνουν: «είναι τόσο πεισματάρικο παιδί, που δεν ακούει τα λόγια κανενός»·
- δεν αφήνεις τα λόγια! προτροπή σε κάποιον να πάψει να δικαιολογείται άλλο: «δεν αφήνεις τα λόγια και πες μου, γιατί κάθε τόσο κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. συνηθέστ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν έπιασε ο λόγος του, δεν έπεισε: «τον έφερα για μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο, αλλά δεν έπιασε ο λόγος του»· βλ. και φρ. δεν πιάνει ο λόγος του·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. συνηθέστ. δεν έχουμε πολλές κουβέντες, λ. κουβέντα·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω, αυτό που αισθάνομαι ιδίως για κάτι καλό και πιο σπάνια για κακό: «δεν έχω λόγια για να σ’ ευχαριστήσω για το καλό που μου ’κανες || δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες || ήταν τόσο απαίσια η πράξη σου που δεν έχω λόγια να τη χαρακτηρίσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγια να σου πω, τσαχπίνικο κουκλί μου· σου λέω, φως μου, σ’ αγαπώ, εσύ ’σαι η ζωή μου
- δεν έχω λόγο, δεν πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «κανείς δεν μπορεί να μου πει πως δεν έχω λόγο, γιατί πάντα κρατώ το λόγο μου»·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, δεν έχω κάποια αιτία ή δικαιολογία για να κάνω κάτι: «δεν έχω λόγο για να ’ρθω κι εγώ μαζί σας να υποδεχτώ τον τάδε, γιατί δεν τον γνωρίζω || δεν έχω λόγο να τον κατηγορήσω, γιατί μου είναι αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγο να κάνω πίσω, θα το ρισκάρω να σ’ αγαπήσω
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. φρ. δεν παίρνει από λόγια·
- δεν παίρνει από λόγια, α. δεν ακούει τις συμβουλές που του λένε, κάνει του κεφαλιού του: «προσπάθησα πολλές φορές, να τον συμβουλέψω, αλλά δεν παίρνει από λόγια». β. δεν υποκύπτει σε αυτά που του λένε, δεν υποκύπτει σε παρακάλια, δεν υπαναχωρεί από την αρχική του απόφαση ή θέση: «έπεσαν όλοι απάνω του και τον παρακαλούσαν ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά αυτός δεν παίρνει από λόγια»·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, δεν αναιρώ, δεν αθετώ μια συμφωνία ή μια υπόσχεσή μου, είμαι σταθερός στο λόγο μου, μένω πιστός στο λόγο μου: «όταν δώσω μια υπόσχεση, δεν παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- δεν περνάει ο λόγος του, δεν εισακούεται, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις, ιδίως γιατί δεν κατέχει κάποια ανώτερη θέση ή γιατί δεν έχει κοινωνική ή οικονομική ισχύ: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν περνάει ο λόγος του»·
- δεν πιάνει ο λόγος του, δεν έχει ισχύ, βαρύτητα, δεν φέρνει αποτέλεσμα, δεν εισακούεται: «απ’ τη μέρα που παραιτήθηκε απ’ τη θέση του διευθυντή, δεν πιάνει ο λόγος του στην επιχείρηση»· βλ. και φρ. δεν έπιασε ο λόγος του·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει λόγος, δε συντρέχει κάτι που να δικαιολογεί ή να κρίνει σκόπιμη κάποια ενέργειά μας, δεν είναι απαραίτητο: «δεν υπάρχει λόγος να προσλάβω νέο προσωπικό, γιατί αυτό που έχω, είναι ήδη υπεραρκετό || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας; -Δεν υπάρχει λόγος»·
- δεν υπάρχουν λόγια για να…, πρόκειται για ανείπωτη κατάσταση, δεν είναι δυνατό να την εκφράσει, να την περιγράψει κανείς: «την αγαπώ τόσο πολύ που δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το τι νιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, δεν υπάρχουν λόγια στην καρδιά μου να σ’ τα γράψω με φιλιά να σ’ τα πω. Λόγια, δεν υπάρχουνε λόγια για την τρέλα που νιώθω επειδή σ’ αγαπώ)· 
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω λόγο, α. αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα μια γυναίκα, δεσμεύομαι με υπόσχεση γάμου: «την Κυριακή θα πάει στους γονείς της να δώσει λόγο». β. απολογούμαι για κάτι, λογοδοτώ: «μια μέρα θα δώσεις λόγο γι’ αυτά που κάνεις»·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, απολογούμαι, λογοδοτώ για τις πράξεις μου: «κάποτε έρχεται ώρα, που όλοι δίνουμε λόγο των πράξεών μας»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω το λόγο (σε κάποιον), επιτρέπω, υποδεικνύω κάποιον να μιλήσει: «μετά την ομιλία του, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον τάδε»·
- δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, εγγυούμαι προφορικά: «είναι άνθρωπος που, όταν σου δώσει το λόγο του για κάτι, τον κρατάει || δεν μπορώ να σου πουλήσω το οικόπεδο, γιατί έδωσα το λόγο μου στον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’δωσες το λόγο πως θα μ’ αγαπάς, μα εσύ ’σαι ψεύτρα και δεν τον τηράς
- δίνω το λόγο της τιμής μου, υπόσχομαι στην τιμή μου πως θα κάνω ή δε θα κάνω κάτι: «αφού σου ’δωσε το λόγο της τιμής του, να ’σαι σίγουρος πως θα κάνει αυτό που σου υποσχέθηκε». Ένας άντρας για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο της τιμής του αναφέρεται στο λόγο της αντρικής του τιμής·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, δημιουργήθηκε έντονη συζήτηση, χωρίς να υπάρχει σπουδαία αφορμή ή αιτία: «μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του κι έγινε πολύς λόγος για το τίποτα»· βλ. και φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- είμαι σταθερός στο λόγος μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμη: «δε φτάσαμε σε καμιά συμφωνία, γιατί είμαστε ακόμη στα λόγια»· βλ. και φρ. είμαστε ακόμη στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- είναι ακριβός στα λόγια του, α. έχει τη συνήθεια να μη μιλάει πολύ, είναι ολιγόλογος: «όλοι δίνουν βάση σ’ αυτά που λέει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του». β. πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του»·
- είναι ανάξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) που δεν έχει αξία, ενδιαφέρον, που είναι τόσο ασήμαντο, ώστε δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «μη στενοχωριέσαι για ένα πράγμα που είναι ανάξιο λόγου || είδα χτες βράδυ το τάδε κινηματογραφικό έργο, αλλά μην πας να το δεις, γιατί είναι ανάξιο λόγου»·
- είναι ανάξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι τόσο ασήμαντος, που δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «αν θέλεις να γίνει η δουλειά σου, μην πας στον τάδε, γιατί αυτός είναι ανάξιος λόγου»·
- είναι άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) είναι σημαντικό, ενδιαφέρον, αξιόλογο: «είναι άξιο λόγου αυτό που παρατήρησες, γι’ αυτό και πρέπει να το κουβεντιάσουμε διεξοδικά || να πας να δεις το τάδε κινηματογραφικό έργο, γιατί είναι άξιο λόγου»· βλ. και φρ. είναι λόγου άξιο·
- είναι άξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι σημαντικός, αξιόλογος: «είναι άνθρωπος άξιος λόγου, γι’ αυτό και τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας»·
- είναι λόγου άξιο, αξίζει να ειπωθεί, να αναφερθεί: «εδώ, νομίζω πως είναι λόγου άξιο να σας πω, τι ακριβώς υποστηρίζει και ο τάδε || επίσης, είναι λόγου άξιο ν’ αναφέρω τη θετική στάση που κράτησε ο τάδε κατά την περίοδο της δικτατορίας»· βλ. και φρ. είναι άξιο λόγου·
- είναι μετρημένος στα λόγια του, μιλάει συνετά: «να δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μετρημένος στα λόγια του»· βλ. και φρ. είναι ακριβός στα λόγια του·   
- είναι όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή όσα απειλεί πως θα κάνει: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί είναι όλο λόγια || δεν πραγματοποιεί καμιά απ’ τις φοβέρες του, γιατί είναι μόνο λόγια»·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, (κατηγορηματικά) δεν κρατώ την υπόσχεση που έδωσα σε κάποιον, αναιρώ απροκάλυπτα ή επιθετικά ό,τι υποσχέθηκα: «μπορεί να υποσχέθηκα να σε βοηθήσω αλλά, είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου»·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημα λόγια·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια·  
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. φρ. είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον)·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), τον κακολόγησαν δίκαια ή άδικα: «έμαθα, πως στο μπαράκι είπαν κακά λόγια για σένα || όπου κι αν ρώτησα, είπαν κακά λόγια για σένα»·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), μίλησαν επαινετικά γι’ αυτόν: «όπου κι αν ρώτησα, είπαν καλά λόγια για το γαμπρό μου»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! λέγεται από τρίτον στην περίπτωση που κάποιος εκφέρεται για κάποιον με εμπάθεια ή μειονεκτικά κάτι που επαναλαμβάνει εκ συστήματος και για άλλους: «να προσέχεις τον τάδε γιατί είναι κουμάσι. -Είπε πάλι τον καλό του το λόγο!»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, όπως συνηθίζει, μίλησε θετικά για κάποιον ή για κάτι: «όταν τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και θέλησε να μάθει για το ποιον του τάδε, είπε πάλι τον καλό του το λόγο»·
- είχαμε το λόγο σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε το λόγο σου || προχτές που έλειπες απ’ την παρέα, είχαμε το λόγο σου»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- ένα λόγο είπα, βλ. φρ. μια κουβέντα είπα, λ. κουβέντα·
- ένας λόγος είναι αυτός, δηλώνει πως, εύκολα λέγεται κάτι και το υπονοούμενο είναι πως, δύσκολα πραγματοποιείται: «εγώ στη θέση σου θ’ απέλυα όλο το προσωπικό και θα προσλάμβανα καινούριο. -Ένας λόγος είναι αυτός»·
- ένας λόγος είναι να..., δηλώνει πως είναι αδύνατο ή τουλάχιστο, πάρα πολύ δύσκολο, να πραγματοποιηθεί αυτό που ειπώθηκε από κάποιον: «ένας λόγος είναι να ’ρθει να μας βρει, ρωτάς όμως αν μπορεί να ’ρθει από κει που βρίσκεται;»·
- επ’ ουδενί λόγο, βλ. φρ. για κανέναν λόγο·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- έρχομαι στα λόγια (με κάποιον), λογομαχώ, φιλονικώ με κάποιον: «θυμήθηκαν παλιές διαφορές τους κι ήρθαν στα λόγια»·
- έρχομαι στα λόγια του, ενώ αμφισβητούσα ή διαφωνούσα με τα λόγια κάποιου, αναγκάζομαι να τα ασπαστώ, γιατί αποδείχτηκαν σωστά ή αληθινά: «στην αρχή δεν τον πίστευα που έλεγε πως ο τάδε ήταν απατεώνας, όταν όμως αποδείχτηκε η κατάχρησή του, τότε ήρθα στα λόγια του»·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! βλ. λ. ευαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, βλ. λ. ευαγγέλιο·
- έχασε τα λόγια του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις βρήκαν μέσα στην τσάντα του τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τα λόγια του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «όταν μ’ είδε αγκαζέ με την καινούρια μου γκόμενα, έχασε τα λόγια του || μόλις είδε το φορτηγό να ’ρχεται με φόρα καταπάνω του, έχασε τα λόγια του». Συνών. έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του. γ. (για ηθοποιούς) ξέχασε το κείμενο που έπρεπε να πει και είπε άλλα αντί άλλων ή έκανε κενό: «πρόσεχέ τον, γιατί χάνει διαρκώς τα λόγια του και μπορεί να σε κρεμάσει στη σκηνή»·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. συνηθέστ. είναι ακριβός στα λόγια του·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγος του·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να παρηγορεί τους άλλους σε περίπτωση που δυστυχούν: «όλοι τον εκτιμούν και τον αγαπούν γιατί έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να εκφέρεται για τους άλλους επαινετικά: «όταν είναι να εκφέρει τη γνώμη του έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. φρ. περνάει ο λόγος του·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. χάρισμα·
- έχει τον πρώτο λόγο, έχει τη διοίκηση, το πρόσταγμα σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «αυτόν που βλέπεις, έχει τον πρώτο λόγο στο εργοστάσιο που δουλεύω || τον πρώτο λόγο στο σωματείο των εργαζομένων τον έχει ο πρόεδρος»·
- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, έχει συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις αρμοδιότητες, αποφασίζει και διατάζει σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «είναι πανίσχυρος μέσα στην εταιρεία μας, γιατί έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο || ο πρωθυπουργός, έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μέσα στην κυβέρνηση»· 
- έχει τον τελευταίο λόγο, παίρνει την τελική απόφαση: «αν θέλεις να κλείσεις τη δουλειά ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στην επιχείρηση»·
- έχεις το λόγο μου, έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον πως θα τηρήσουμε κάποια υπόσχεσή μας που του δώσαμε: «να μείνω ήσυχος πως θα με βοηθήσεις; -Έχεις το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ)·  
- έχω λόγο, α. έχω κάποια αιτία ή κάποιο σκοπό: «έχω λόγο που θέλω να τον δείρω || έχω λόγο που θέλω να μπω μέσα». β. πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «αν υποσχεθώ κάτι σε κάποιον το πραγματοποιώ, γιατί έχω λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο)· βλ. και φρ. έχω το λόγο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), α. θέλω να σου μιλήσω εν συντομία: «στάσου μισό λεπτό, γιατί έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: έλα μαγκάκι μου μικρό, που ’χω δυο λόγια να σου πω. Τούρνε και τούρνε, τούρνε και ναι, πες το βρε μάγκα μου το ναι). β. έχω τη διάθεση, θέλω να σε συμβουλέψω: «επειδή βλέπω ότι κάνεις ανοησίες, έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λόγια έχω να σου πω, κοίτα το σπιτικό σου, αν δεν αλλάξεις συ μυαλό, θα ’ναι κακό δικό σου
- έχω το λόγο, α. (για επιχειρήσεις, οργανισμούς, εργασιακούς χώρους, συγκροτημένες ομάδες) διευθύνω, έχω το πρόσταγμα, προστάζω: «σ’ αυτή την επιχείρηση μόνο εγώ έχω το λόγο». β. (για πρόσωπα) μπορώ να μιλήσω, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, μιλώ: «μετά τον τάδε έχω το λόγο || αυτή τη στιγμή έχει το λόγο ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, που σου ’χα πει πρωτίστως, το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο έχει το λόγο ο Χρήστος)· βλ. και φρ. έχω λόγο·
- έχω το λόγο μου ή έχω τους λόγους μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος σκοπός, που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «έχω το λόγο μου που έρχομαι κι εγώ μαζί σας στη συγκέντρωση του τάδε || έχω τους λόγους μου που θέλω να τον συναντήσω»·
- έχω το λόγο σου; δεσμεύεσαι; μου το υπόσχεσαι(;): «έχω το λόγου σου, πως δε θα πεις σε κανέναν αυτό που θα σου εκμυστηρευτώ;»·
- έχω το λόγο του, έχω την υπόσχεσή του, τη διαβεβαίωσή του: «έχω το λόγο του, πως θα με βοηθήσει αν χρειαστώ βοήθεια»· 
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, συμπεριφέρεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος ενώ στην πραγματικότητα είμαι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που χάσαμε τη δουλειά, ζητάει το λόγο κι από πάνω»·
- ζητώ το λόγο, α. απαιτώ εξηγήσεις, διευκρινήσεις: «δεν μπορείς, κάθε τόσο, για ψύλλου πήδημα να ζητάς το λόγο». β. θέλω να μιλήσω, θέλω το λόγο: «ζητώ το λόγο για να πω κι εγώ τις απόψεις μου»·
- ζυγιάζω τα λόγια μου, μιλώ ύστερα από σκέψη, μιλώ με περίσκεψη: «όταν πρόκειται να εκφέρω τη γνώμη μου για κάποιον άνθρωπο, ζυγιάζω τα λόγια μου»·
- ζυγιασμένα λόγια, που λέγονται ύστερα από σκέψη, από περίσκεψη, τα μετρημένα λόγια: «λέει ζυγιασμένα λόγια, γι’ αυτό πάντα θέλουν όλοι να τον συμβουλεύονται»·
- ζυγίζει ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγο του·
- θα σου πω δυο λόγια, θα σου πω κάτι εν συντομία και ιδίως λέγεται σε περίπτωση συμβουλών: «κάνεις άστατη ζωή και θα σου πω δυο λόγια, μόνο και μόνο επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου». Συνών. θα σου πω δυο κουβέντες·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, είναι συνηθισμένος ή επιδιώκει να κλείνει μια συζήτηση: «δε θα τελειώσουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση αν δε τον αφήσεις να μιλήσει τελευταίος, γιατί θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο»·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. συνηθέστ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. φρ. έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια)·
- θέλω το λόγο, επιθυμώ να μιλήσω, ζητώ το λόγο: «αφού μίλησε ο τάδε, θέλω κι εγώ το λόγο»·
- ίσια λόγια, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «τους μίλησε με ίσια λόγια και δεν μπόρεσε να πει κανείς τίποτα»·
- καθαρά λόγια, που λέγονται χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, τα παστρικά λόγια: «όταν λες καθαρά λόγια, δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν»·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι, κρατώ το λόγο μου: «αφού στο υποσχέθηκα, θέλω να ’σαι σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάρω στη δουλειά μου, γιατί εγώ κάθομαι πάνω στο λόγο μου»·  
- κακά λόγια, τα αισχρόλογα: «τα καλά παιδιά δε λένε κακά λόγια»·
- κάνω λόγο, α. αναφέρω: «δεν πιστεύω να κάνεις λόγο στο διευθυντή που άργησα το πρωί στη δουλειά!». β. μνημονεύω: «κάθε τόσο κάνουμε λόγο για τον τάδε, που πέθανε πριν από καιρό». γ. θίγω ένα ζήτημα ζητώντας εξηγήσεις, επεξηγήσεις: «δεν είναι σωστό να κάνεις λόγο γι’ αυτά τα μικροπράγματα». δ. αναφέρομαι, συζητώ: «μια ώρα μιλάμε γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά ακόμη δεν κάναμε λόγο για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά που χρειαζόμαστε». Συνών. κάνω κουβέντα·
- κάνω τα λόγια πράξη, ενεργοποιούμαι για να εφαρμόσω αυτά που λέω, εφαρμόζω, πραγματοποιώ αυτά που λέω: «εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένουν στις μεγαλοστομίες, γιατί κάνω τα λόγια πράξη»·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του, παρά την υπογραφή του, είναι τόσο σωστός, τόσο γνήσιος άντρας, που δίνει περισσότερη αξία στο λόγο του, παρά στην υπογραφή του. Το σκεπτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως, η υπογραφή, για διάφορους λόγους που μπορεί να προκύψουν, με κατάλληλα ένδικα μέσα μπορεί να αναιρεθεί, όμως ο λόγος ενός σωστού, ενός γνήσιου άντρα, δεν αναιρείται ποτέ και με τίποτα·
- κατά κύριο λόγο, κυρίως, κατ’ εξοχήν: «ο ελληνικός λαός, είναι λαός ευγενικός και κατά κύριο λόγο, είναι φιλόξενος λαός»·
- κατά πρώτο λόγο, πρώτα από όλα, αρχικά, πρωτίστως: «θα μπορέσω να κάνω δουλειά μαζί σου, κατά πρώτο λόγο όμως, θα πρέπει να τακτοποιήσουμε όλους τους παλιούς μας λογαριασμούς»·    
- κενά λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- κούφια λόγια, λόγια κενού περιεχομένου, οι αερολογίες: «μας μιλούσε μια ώρα και τι έλεγε νομίζεις, κούφια λόγια έλεγε και μας εκνεύρισε όλους || ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη»·
- κρατώ λόγια, βλ. συνηθέστ. κρύβω λόγια·
- κρατώ το λόγο μου, πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου, είμαι συνεπής σε αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί αυτός κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου παραστάθηκα στον πόνο σου μα όμως δεν εκράτησες το λόγο σου
- κρύβε λόγια, συνωμοτική έκφραση σε κάποιον να μη λέει, συνήθως κάτι, που δε θέλουμε να γίνει γνωστό στους παρευρισκόμενους. Συνήθως επαναλαμβανόμενο· 
- κρύβω λόγια, α. δεν αναφέρω σε μια εξιστόρησή μου γεγονότα που ίσως με θίγουν ή με ενοχοποιούν, που ίσως θίγουν ή ενοχοποιούν κάποιον: «κι ενώ μας τα ’λεγε μια χαρά, μόλις είδε να πλησιάζει ο τάδε στη συντροφιά μας, άρχισε να κρύβει λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: συλλαμβάνεσαι απόψε ξαφνικά να κρύβεις λόγια και να ψάχνεις μέσ’ τη νύχτα για καινούρια δρομολόγια).β. συγκρατούμαι, ενεργώ προσεκτικά, μετρημένα: «κρύψε λόγια στην περίπτωση αυτή, γιατί το ζήτημα θέλει μεγάλη προσοχή»·
- λαβαίνω το λόγο, βλ. φρ. παίρνω το λόγο. (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα όλα, ρε αγιογδύτη, με της δίκοπης τη μύτη· και σα λάβουνε το λόγο θα έλα φώναξε το Γώγο
- λαμπικαρισμένα λόγια, λόγια ξεκάθαρα, ολοκάθαρα, που δεν αφήνουν υπονοούμενα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μιλούσε με λαμπικαρισμένα λόγια κι ο καθένας καταλάβαινε τι ήθελε να πει»·
- λέει άσχημα λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) βλ. φρ. λέει κακά λόγια·
- λέει κακά λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) είναι κακόγλωσσο, αισχρολόγο, βρομόγλωσσο: «πρόσεχε το γιο σου, γιατί λέει κακά λόγια»·
- λέει όμορφα λόγια, α. έχει τον τρόπο να παρουσιάζει τα γεγονότα ωραιοποιημένα: «πρέπει να στείλουμε κάποιον που λέει όμορφα λόγια, για να τον πληροφορήσει για το ατύχημα του γιου του». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί λέει όμορφα λόγια»·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- λέω κακά λόγια, αισχρολογώ: «σου έχω πει, πως όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας, να μη λες κακά λόγια»·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι αρνητικά για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όλοι λένε κακά λόγια»·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι θετικά για κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό κι όλοι λένε καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- λέω λόγια (για κάποιον), κακολογώ κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να λέω λόγια για κανέναν»·
- λέω μπόσικα λόγια, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δε θέλω να λες μπόσικα λόγια»·
- λέω πικρά λόγια, πικραίνω κάποιον με αυτά που του λέω: «τον στενοχώρησες, γιατί του είπες πικρά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια πικρά μη λέμε, όπως συχνά συμβαίνει· εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι
- λίγα λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! (απειλητικά) μη λες πολλά, μην αυθαδιάζεις, μην προκαλείς: «λίγα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»·
- λίγα λόγια και καλά, λόγια σύντομα και σωστά και με περιεχόμενο: «εκεί που θα πας, αν τύχει και μιλήσεις, θα πεις λίγα λόγια και καλά». (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά μες τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα λόγια και καλά
- λόγια αγάπης, τα ερωτόλογα: «μόλις αποτραβήχτηκαν απ’ τον κόσμο, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν λόγια αγάπης»·
- λόγια ντόμπρα ή λόγια σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με τρόπο κατηγορηματικό: «θέλω λόγια ντόμπρα και σταράτα κι όχι μεσοβέζικα»·
- λόγια πλάνα, που λέγονται με σκοπό να ξεγελάσουν, που πλανέψουν, ιδίως ερωτικά: «είχε μια τέχνη να λέει λόγια πλάνα, μέχρι να κάνει τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- λόγια που τσούζουν, βλ. φρ. τσουχτερά λόγια·  
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- λόγια της καραβάνας, α. οι καυχησιές, τα φανταστικά κατορθώματα: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, αρχίζει να μας λέει λόγια της καραβάνας». β. αερολογίες, ανοησίες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, λέει λόγια της καραβάνας». Από την εικόνα των στρατιωτών που, την ώρα του φαγητού, διηγούνται φανταστικές ιστορίες, συνήθως ερωτικές ή αναφέρονται σε διαταγές ευνοϊκές για το στράτευμα που όμως δεν έχουν βάση·
- λόγια της καρδιάς, λόγια ειλικρινή, εγκάρδια: «αυτά που σου είπα, ήταν λόγια της καρδιάς, γι’ αυτό πρέπει να τα πάρεις πολύ σοβαρά»·
- λόγια του αέρα, α. φλυαρίες, αερολογίες, ανοησίες: «καθόταν μια ώρα και μας έλεγε λόγια του αέρα». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «μου ’χε τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα ήταν λόγια του αέρα»·
- λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις. (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα γιατί αχ, μικράκι μου ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα
- λόγια του κρασιού, κουβέντες που γίνονται κατά την οινοποσία και κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρές, αφού υπάρχει πιθανότητα χαλάρωσης των αντιστάσεων ή και μέθης, λόγια άνευ σημασίας: «τον βρήκα στην ταβέρνα κι είπε πως θα με βοηθήσει στη δουλειά μου, αλλά δεν έκανε τίποτα, γιατί ήταν λόγια του κρασιού»·
- λόγια του κώλου, α. ανοησίες: «δεν πρόσεχε κανένας αυτά που έλεγε, γιατί ήταν λόγια του κώλου». β. υποσχέσεις που είμαστε σίγουροι πως δε θα πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι λόγια του κώλου»·
- λόγια του ποδαριού, αυτά που λέγονται βιαστικά στο πόδι, όταν συναντιούνται δυο άτομα στο δρόμο και κατ’ επέκταση, που δεν έχουν βάση, που δεν έχουν σοβαρότητα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, είπαμε δυο λόγια του ποδαριού και χωρίσαμε»·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. φρ. λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο·
- λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο, οι αερολογίες: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δεν τον άκουγε κανείς, γιατί έλεγε λόγια χωρίς περιεχόμενο»·
- λόγο κύριε πρόεδρε! ειρωνική προτροπή σε άτομο της παρέας, που έχει μανία με τις επισημότητες και τις προπόσεις. Από την αντίληψη που επικρατεί γενικά, ότι οι μισοί Έλληνες σήμερα, κατέχουν κάποιο προεδριλίκι·
- λόγο! λόγο! βλ. φρ. λόγο κύριε πρόεδρε(!)
- λόγο στο λόγο ή λόγο το λόγο, με τη συζήτηση, στη διάρκεια της συζήτησης: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και λόγο στο λόγο, θυμηθήκαμε μέχρι και τα παιδικά μας χρόνια». (Τραγούδι: λόγο στο λόγο και νυχτωθήκαμε, μας πήρε ο πόνος και ξεχαστήκαμε
- λόγος είναι και λέγεται, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον γι’ αυτό που του είπαμε, γιατί δεν έχει καμιά σοβαρότητα ή βαρύτητα, γιατί ειπώθηκε έτσι, χωρίς βαθύτερη αιτία: «μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό που σου ’πα, γιατί λόγος είναι και λέγεται». Αρκετές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται χάριν αστεϊσμού το μήπως νοίκι δίνουμε ή εφορία πληρώνουμε·
- λόγος κενός περιεχομένου, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει ουσία: «ο λόγος του προέδρου, ήταν ένας λόγος κενός περιεχομένου»·
- λόγος να γίνεται, θέμα ή συνομιλία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά που γίνεται απλώς για να περάσει η ώρα: «δεν πιστεύω να σοβαρολογείς πως θα του κάνεις μήνυση. -Όχι μωρέ, λόγος να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το ναι, έτσι. Συνών. κουβέντα να γίνεται·
- λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση, συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψης αυτού που έδωσε  το λόγο τιμής: «ο λόγος τιμής δεν παίρνεται ποτέ πίσω»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, (σε συντομογραφία λ.χ.) για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη: «αν, λόγου χάρη, έρθει ο τάδε, θα πεις και σ’ αυτόν τα ίδια πράγματα»·
- λόγω τιμής! όρκος ατόμου, του οποίου η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της τιμής του: «έτσι έγιναν τα πράγματα; -Λόγω τιμής, σου λέω, έτσι έγιναν!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ό,τι πεις, εσύ ό,τι πεις, θα κάνω εγώ λόγω τιμής
- μ’ άλλα λόγια, δηλαδή: «στο εξής, όλοι θ’ αναφέρεστε στον τάδε. -Μ’ άλλα λόγια θα ’ναι ο προϊστάμενός μας;»·
- μ’ ένα λόγο, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια·
- μασάει τα λόγια του, αποφεύγει, διστάζει να ομολογήσει κάτι, δε μιλάει καθαρά, μιλάει με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποκρύψει κάτι: «σ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, ο μάρτυρας μασούσε τα λόγια του»·
- μασημένα λόγια, που δεν είναι καθαρά και ξάστερα, που κάτι προσπαθούν να αποκρύψουν: «θέλω να με μιλάς με ειλικρίνεια, γιατί απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια»·
- με δυο λόγια, συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις: «αν μπορείς, πες μας με δυο λόγια τι έγινε || ο ένας δε με βοηθάει, ο άλλος με κατηγορεί, ο τρίτος θέλει να με μηνύσει, με δυο λόγια, πάω κατά διαβόλου». (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ, κυ0πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω
- με λίγα λόγια, περιληπτικά, εν ολίγοις: «πες μας με λίγα λόγια, πώς ακριβώς έγινε το δυστύχημα»·
- με λόγια ή με τα λόγια, υποθετικά: «με τα λόγια όλα μπορούν να γίνουν»·
- με το λόγο, κατά τη διάρκεια της κουβέντας: «πες ο ένας, πες ο άλλος, με το λόγο πιάστηκαν στα χέρια»·
- μεγάλα λόγια, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, οι μεγαλοστομίες: «δε θέλω ν’ ακούσω άλλες υποσχέσεις, γιατί από μεγάλα λόγια είμαι μπουχτισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μείναμε στα λόγια, δεν πραγματοποιήσαμεκάποιο σχέδιο ή κάποια δουλειά που συζητούσαμε: «καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο πώς θα στήσουμε τη δουλειά, αλλά μείναμε στα λόγια, γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε χρηματοδότη»· βλ. και φρ. μείναμε στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- μένω στα λόγια, δεν πραγματοποιώ αυτά που υπόσχομαι: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί πάντα μένει στα λόγια»·
- μένω στο λόγο μου ή μένω πιστός στο λόγο μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- μεσοβέζικα λόγια, που δεν είναι ξεκάθαρα, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «θα μου πεις τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δε μ’ αρέσουν τα μεσοβέζικα λόγια»·
- μετράει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις να τελειώσεις τη δουλειά σου γρήγορα, πήγαινε στον τάδε, γιατί μετράει ο λόγος του»·
- μετράω τα λόγια μου, α. μιλώ πάντα ύστερα από πολλή σκέψη, μιλώ σωστά, συνετά: «αφού το είπε ο τάδε το πιστεύω, γιατί αυτός μετράει τα λόγια του». β. είμαι ολιγόλογος: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είπε κάνα δυο κουβέντες μόνο, γιατί μετράει τα λόγια του»·
- μετρημένα λόγια, λόγια που λέγονται ύστερα από πολύ σκέψη, από περίσκεψη, λόγια σωστά, συνετά: «αυτός δεν είναι φαφλατάς σαν τους άλλους, γιατί λέει πάντα μετρημένα λόγια»·
- μετρημένα τα λόγια σου! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον με την έννοια να προσέχει πώς μιλάει, να μιλάει σεμνά, συνετά: «μετρημένα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»· βλ. και φρ. τα λόγια σου μετρημένα·
- μη γίνει λόγος, να μην κοινοποιηθούν σε άλλον ή σε άλλους αυτά τα οποία κουβεντιάσαμε: «ό,τι είπαμε, μη γίνει λόγος σε κανέναν, γιατί θέλω να μείνουν μεταξύ μας»·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. φρ. δε θέλω δεύτερο λόγο·
- μου φεύγουν λόγια, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, όχι επειδή θέλω να το κοινολογήσω, αλλά επειδή είμαι αφελής ή φλύαρος: «μη μου εμπιστευτείς κανένα μυστικό, γιατί μου φεύγουν λόγια χωρίς να το καταλάβω»·
- μπερδεύω τα λόγια μου, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με δυσκολία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι λέω: «όταν είμαι μεθυσμένος, μπερδεύω τα λόγια μου || κάθε φορά που είμαι νευριασμένος, μπερδεύω τα λόγια μου». Πρβλ.: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τα λόγια μου·
- μπόσικα λόγια, αυτά που λέγονται με επιπολαιότητα: «τα μπόσικα λόγια δεν αρμόζουν σε σοβαρούς ανθρώπους»·
- μπουρδουκλώνω τα λόγια μου, δε μιλώ ξεκάθαρα, μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές για να μην πω την αλήθεια, ιδίως για να μην αποκαλύψω κάποια παράνομη πράξη που ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «αν δεν μπουρδούκλωνα τα λόγια μου στον ανακριτή, θα ’ταν σήμερα όλοι φυλακή»· βλ. φρ. μπερδεύω τα λόγια μου·
- να λείπουν τα λόγια, κατηγορηματική έκφραση που απαγορεύει κάθε αντίρρηση, κριτική ή δικαιολογία για κάτι που ειπώθηκε, ιδίως ως προσταγή: «τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σας τα λέω και να λείπουν τα λόγια»·
- να σου λείπουν τα πολλά λόγια, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι σύντομος σε αυτό που θέλει να μας πει, ή να πάψει να μιλάει πολύ: «πες μου ακριβώς τι θέλεις και να σου λείπουν τα πολλά τα λόγια»·
- ντροπιάζω το λόγο μου, δεν κρατώ μια υπόσχεση που έδωσα, την παραβαίνω, την αθετώ: «όταν υπόσχομαι κάτι σε κάποιον, δεν ντροπιάζω το λόγο μου»·
- ξεκάρφωτα λόγια, που δεν έχουν ειρμό ή λογική βάση, τα ασυνάρτητα: «έλεγε τόσο ξεκάρφωτα λόγια, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε το παραμικρό»·
- ξεκρέμαστα λόγια, έκφραση ηπιότερη του ξεκάρφωτα λόγια·
- ξοδεύω τα λόγια μου, επιχειρηματολογώ ή συμβουλεύω μάταια κάποιον: «ό,τι και να πεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί έχει ήδη παρθεί η απόφαση || όσο και να τον συμβουλεύεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί δε βάζει μυαλό»·
- ο εν λόγω, βλ. φρ. ο περί ου ο λόγος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ιδίως ενός διαπληκτισμού, ειπώθηκαν σκληρά λόγια: «στην αρχή κουβέντιαζαν ήρεμα, αλλά ξαφνικά αγρίεψαν, ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, ώσπου, στο τέλος, αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- ο θείος λόγος, η χριστιανική διδασκαλία: «βαδίζει στη ζωή του σύμφωνα με το θείο λόγο»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, με την καλή, την ευγενική συμπεριφορά καταφέρνουμε να πετύχουμε το σκοπό μας: «στις δουλειές σου να ’σαι σωστός κι ευγενικός με τους ανθρώπους γιατί, ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει και αποδίδει πολλά»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, δηλώνει πως τα πικρά λόγια δεν εξαλείφονται με υλικά ανταλλάγματα·
- ο λόγος το λέει, λέγεται για κάτι που συζητιέται, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί: «δηλαδή, με τα σωστά σου, έχεις σκοπό να του κάνεις μήνυση για ψύλλου πήδημα; -Ο λόγος το λέει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το όχι μωρέ· βλ. και φρ. που λέει ο λόγος·
- ο λόγος το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό τη στιγμή που το κουβεντιάζω, χωρίς να το έχω υπολογίσει από πριν, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήρθε η συζήτηση σε αυτό το θέμα: «μια που ο λόγος το φέρνει, θα δω τι θα κάνω και με εκείνη την υπόθεση». Συνών. η κουβέντα το φέρνει·
- ο λόγος του είναι νόμος, ο λόγος του έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής, ό,τι λέει εκτελείται από τους άλλους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση: «ό,τι και να πει, γίνεται αμέσως, γιατί ο λόγος του είναι νόμος»·
- ο λόγος του είναι σπαθί, κρατάει το λόγο του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του: «αν σου το υποσχέθηκε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί ο λόγος του είναι σπαθί»·
- ο λόγος του είναι συμβόλαιο, πραγματοποιεί πάντα την υπόσχεσή του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι απόλυτα αξιόπιστος: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: ο λόγος του συμβόλαιο, στον κόσμο έχει βέτο, το ούζο πίνει ανέρωτο και τον καφέ του σκέτο
- ο Λόγος του Θεού, η χριστιανική διδασκαλία: «τηρεί με μεγάλη ευλάβεια το Λόγο του Θεού»·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κουβέντα, όλα φαίνονται εύκολα, στην πράξη όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις πως μπορεί να πραγματοποιήσει αυτά που σου λέει, γιατί ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»·
- ο περί ου ο λόγος, αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός για τον οποίο κουβεντιάζουμε: «ιδού και ο περί ου ο λόγος, που μας έρχεται σεινάμενος κουνάμενος»·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- όμορφα λόγια, λόγια ευγενικά, κολακευτικά: «σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσει ν’ ακούν όμορφα λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: τα χείλη σου όσα κι αν πουν κι αν με κακολογούν, όμορφα λόγια για μένα το ξέρω πάλι θα ξαναπούν
- όπου δεν πέφτει (πίπτει) λόγος, πέφτει (πίπτει) ράβδος, όταν δε συμμορφώνεται κάποιος με το καλό, τότε τον υποχρεώνουμε να συμμορφωθεί με τη βία: «έχει βρει τον τρόπο να τους έχει όλους σούζα, γιατί, όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος». (Λαϊκό τραγούδι: σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως, γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει ο λόγος). Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- ούτε λόγος! δεν υπάρχει αμφιβολία, αναμφίβολα: «θα έρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Ούτε λόγος!»·
- ούτε λόγος να γίνεται! α. συμφωνώ απολύτως με όσα ειπώθηκαν ή συνέβησαν, τα αποδέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου, δεν έχω κάτι να συμπληρώσω ή να αμφισβητήσω: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν είχα δίκιο που τον πλάκωσα στο ξύλο; -Ούτε λόγος να γίνεται!». β. δε θέλω καμιά αντίρρηση σε αυτά που λέω ή κάνω, είμαι ανένδοτος, δεν το συζητώ: «είπα ότι θα σας κεράσω εγώ, ούτε λόγος να γίνεται!»·
- παίζω με τα λόγια, βλ. φρ. παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά αυτά που μου λέει κάποιος: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό πάντα παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα»·
- παίρνω το λόγο, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αρχίζω να μιλώ, μιλώ: «μόλις πήρε το λόγο ο πρόεδρος, έγινε άκρα ησυχία στην αίθουσα»·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, α. αναιρώ όσα είπα προηγουμένως, αθετώ κάποια συμφωνία ή υπόσχεσή μου: «μέχρι προχτές έλεγε πως θα την παντρευτεί, αλλά την τελευταία στιγμή πήρε το λόγο του πίσω και την άφησε στα κρύα του λουτρού». β. ζητώ έμμεσα συγνώμη για κάτι κακό που είπα για κάποιον: «αφού σε πείραξε τόσο πολύ αυτό είπα, παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- παραφουσκωμένα λόγια, που παρουσιάζουν κάτι με τρόπο υπερβολικό, που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και που δημιουργούν ψευδαισθήσεις: «πες μας καθαρά πώς έγιναν τα πράγματα κι άσε τα παραφουσκωμένα λόγια»·
- παστρικά λόγια, λόγια καθαρά, τίμια, που λέγονται με ειλικρίνεια και που δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση: «θέλω παστρικά λόγια, για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση»·
- πατώ το λόγο μου, τον παραβαίνω, τον αθετώ: «αφού στο υποσχέθηκε, να είσαι σίγουρος πως θα βοηθήσει, γιατί είναι άνθρωπος που ποτέ δεν πατάει το λόγο του»·
- παχιά λόγια, α. καυχησιές, μεγαλοστομίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια παχιά λόγια». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «ό,τι και να σου υποσχεθεί, μην τον πιστεύεις, γιατί είναι άνθρωπος που λέει μόνο παχιά λόγια»·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. λ. όρεξη·
- περνάει ο λόγος του, εισακούεται, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, που περνάει ο λόγος του»·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. φρ. πες καμιά καλή κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πες το με δικά σου λόγια, ενθαρρυντική προτροπή σε κάποιον, που δυσκολεύεται να μας αναπτύξει ένα θέμα ή να μας πληροφορήσει για κάτι, να εκφραστεί με απλά λόγια. Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πες του δυο λόγια! παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμβουλέψει το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε: «επειδή σ’ εκτιμάει, πες του δυο λόγια μήπως και συμμορφωθεί!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- πες του κανέναν (κάναν) λόγο! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πετώ έναν λόγο, λέω κάτι αβασάνιστα, χωρίς σκέψη: «πριν φύγει, πέταξε έναν λόγο και μας έκανε άνω κάτω»·
- πιάνω τα λόγια, βλ. συνηθέστ. πιάνω (την) κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, χρησιμοποίησα ως επιχειρήματα αυτά που έλεγε εκείνος: «κάποια στιγμή πιάστηκα απ’ τα λόγια του κι απέδειξα πως έλεγε ψέματα»· βλ. και φρ. πιάστηκε απ’ τα λόγια του·
- πιάστηκαν στα λόγια, λογομάχησαν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν στα λόγια και σήκωσαν τη γειτονιά στο πόδι»·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, από τα ίδια του τα λόγια, από αυτά που έλεγε αποδείχτηκε πως έλεγε ψέματα, πως ήταν ψεύτης ή ένοχος: «δεν τον είχαν ορμηνέψει σωστά και πιάστηκε απ’ τα λόγια του || κάποια στιγμή υποστήριξε πως δεν τον γνώριζε, αλλά ξέχασε ότι είχε πει προηγουμένως πως ήταν συμμαθητές, κι έτσι πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- πικρά λόγια, λόγια που πικραίνουν ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρά λόγια, για τα οποία αργότερα, βέβαια, μετάνιωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
- πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή πιστεύω τα λόγια (κάποιου), πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος: «μην πιστεύεις στα λόγια του, γιατί είναι γνωστός ψεύτης || μα είναι δυνατό να πιστεύεις τα λόγια αυτού του ψευταρά!»·
- πολύς λόγος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, μεγάλη ανησυχία, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος: «με την επιστράτευση των εφέδρων παρατηρήθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα, αποδείχτηκε ανάξιο λόγου: «όλο το μήνα η κυβέρνηση διαφήμιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς λόγος·
- που λέει ο λόγος, δηλαδή, για παράδειγμα, υποθετικά, φανταστικά: «αν έπεφτε σε σένα το λαχείο, που λέει ο λόγος, τι θα ’κανες; || αν έσπαζες κι εσύ το πόδι σου, που λέει ο λόγος, θα μπορούσες να πας στη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη μας μπροστά τ’ είν’ ο πόνος κι ας σε δέρνει η μάνα σου, που λέει ο λόγος
- προσεγμένα λόγια, που λέγονται με περίσκεψη με προσοχή: «λέει πάντα προσεγμένα λόγια, επιδιώκοντας να μη θίξει κανέναν»·
- πρόσεχε τα λόγια σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε, θα είναι όλοι οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τα λόγια σου!». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά για μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα πλακωθούμε στο ξύλο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- ρουφώ τα λόγια του, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: «έχει τόσο όμορφο λέγειν και λέει τόσο σωστά πράγματα, που, κάθε φορά που μιλάει, ρουφώ τα λόγια του»·
- σέβομαι το λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «θα εκπληρώσω ό,τι σου έχω υποσχεθεί, γιατί σέβομαι το λόγο μου»·
- σιχαμερά λόγια, λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά λόγια είναι αυτά που λες!»·
- σκληρά λόγια, λόγια που πληγώνουν ηθικά ή ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρά λόγια»·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. φρ. έχεις το λόγο μου·
- στέκομαι στο λόγο μου, είμαι συνεπής, τηρώ την υπόσχεση ή τη συμφωνία μου: «είναι άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι, γιατί στέκεται στο λόγο του»·
- στο λόγο μου! βεβαίωση ή υπόσχεση ατόμου της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψής του: «αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα μου τη δώσεις; -Στο λόγο μου, θα σε βοηθήσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. φρ. στο λόγο μου(!)·
- στραβώνω τα λόγια μου, βλ. φρ. στρίβω τα λόγια μου·
- στρίβω τα λόγια μου, λέω άλλα από εκείνα που έλεγα προηγουμένως, αναιρώ τα προηγούμενα λόγια μου και υποστηρίζω άλλα: «ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, την τελευταία στιγμή έστριψε τα λόγια του κι ήθελε μεγαλύτερο ποσοστό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια,μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά
- στρογγυλά λόγια ή στρόγγυλα λόγια, τα καθαρά, που δεν επιδέχονται παρερμηνεία: «αν είναι να συνεταιριστούμε, θέλω να λέμε στρογγυλά λόγια για να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο»·
- συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), συμφωνώ θεωρητικά με κάποιον: «τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι συμφωνούν στα λόγια, όταν όμως φτάνουν στην πράξη, αρχίζουν τα μαλώματα»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, α. όταν κανείς λέει λίγα λόγια ή δε μιλάει καθόλου έχει μεγάλο κέρδος: «άσε τους άλλους να λύσουν το πρόβλημα, γιατί τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «πρόσεχε στις παρέες σου και στις συντροφιές σου να μη μιλάς πολύ και να θυμάσαι πως τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». Συνών. η σιωπή είναι χρυσός·  
- τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια, λέγεται στην περίπτωση που αυτά που μας λέει κάποιος δεν έχουν καμιά βαρύτητα, δε μας βοηθούν καθόλου: «μίλησε στον τάδε για να με πάρει στη δουλειά του αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια»·
- τα λόγια σου μετρημένα, συμβουλευτική προτροπή σε κάποιον να μιλάει πολύ λίγο, ιδίως να προσέχει πολύ καλά αυτά που λέει: «εκεί που θα πάμε τα λόγια σου μετρημένα, γιατί είναι άνθρωποι που παρεξηγούν με το παραμικρό»· βλ. και φρ. μετρημένα τα λόγια σου(!)·
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν εισακούστηκαν, δεν έγιναν αποδεκτά: «του μιλούσε μια ώρα συμβουλεύοντάς τον, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, τα λόγια του στάζουν μέλι»·
- τα λόγια του στάζουν πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, μιλάει με μεγάλη κακία , με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να  στενοχωρήσει, να πικράνει, να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, τα λόγια του στάζουν φαρμάκι»·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, προτρεπτική έκφραση για άμεση ενέργεια, για άμεση δράση, χωρίς πολλές συζητήσεις: «ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- τηρώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- τι λόγο είχε…; τι τον ανάγκασε να…, ποιος ήταν ο σκοπός που έκανε κάτι: «τι λόγο είχε να σε κατηγορήσει; || τι λόγο είχε η επίσκεψή σου στον τάδε;»·
- τι μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος·
- τιμώ το λόγο μου, βλ. φρ. στέκομαι στο λόγο μου·
- τον πήρε με τα λόγια, του μίλησε συμβουλευτικά: «τον πήρε με τα λόγια να πάψει ν’ αλητεύει, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς λόγος για το τίποτα·
- το ’φερε ο λόγος, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε ο λόγος και με την ευκαιρία το κουβεντιάσαμε»·
- του αφαιρώ το λόγο, του στερώ το δικαίωμα να μιλήσει ή του απαγορεύω να μιλήσει περισσότερο: «επειδή ήταν πολύ επιθετικός στους συναδέλφους του, ο πρόεδρος του αφήρεσε το λόγο»·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται πολύ σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, είναι πολύ ολιγόλογος, δεν μπορείς να του αποσπάσεις εύκολα μια ομολογία ή του αποσπάς μια ομολογία με μεγάλη δυσκολία και σταδιακά: «πάρ’ τον με το καλό, γιατί, άμα πεισμώσει, του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι». Από την εικόνα του ατόμου που καταβάλλει προσπάθεια να βγάλει από κάπου κάτι με το τσιγκέλι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του δίνω το λόγο, του επιτρέπω να μιλήσει: «μόλις ο πρόεδρος του ’δωσε το λόγο, άρχισε την αγόρευσή του»·
- του κάνω λόγο, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους), βλ. λ. λόγου·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνω λόγια, του αποσπώ κατά τη συνομιλία μας με έντεχνο τρόπο αυτό που θέλω να μάθω: «δεν ήθελε να μου πει πώς θα ενεργούσε, αλλά του πήρα λόγια και τώρα ξέρω τι θα κάνει»·
- τους  βάζω στα λόγια, σπέρνω ανάμεσά τους διχόνοια, τους ερεθίζω, τους διεγείρω, τους υποκινώ να μαλώσουν: «τους έβαλε ο τάδε στα λόγια και πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- τρώω λόγια ή τρώω τα λόγια μου, μιλώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέω, αποσκοπώντας να κρύψω ή να μην πω κάτι που ενοχοποιεί κάποιον: «μόλις αποκαλύφθηκε πως ο ένοχος ήταν ο φίλος του, άρχισε να τρώει τα λόγια του κατά την ανάκριση»·
- τσουχτερά λόγια, που είναι δηκτικά, που επικρίνουν, που θίγουν: «του ’πε τσουχτερά λόγια, μήπως και τον συνεφέρει, αυτός όμως πέρα βρέχει»·
- υπάρχει λόγος, υπάρχει κάποια αιτία που δημιουργεί ανάγκη: «υπάρχει λόγος που θέλω να δω το διευθυντή, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου και πρέπει να πάρω τη άδειά του για να πάω στο σπίτι»·
- φαρμακερά λόγια, που πικραίνουν, που δηλητηριάζουν την ψυχή: «του ’πε φαρμακερά λόγια, γι’ αυτό κι αυτός ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει»·
- φουσκωμένα λόγια, βλ. φρ. παχιά λόγια·
- χαμένα λόγια, α. τα ασυνάρτητα, οι σαχλαμάρες: «τι χαμένα λόγια είναι αυτά που μας αραδιάζεις!». β. τα λόγια εκείνα, οι συμβουλές εκείνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, που ειπώθηκαν μάταια: «όσο και να τον συμβούλεψα, ό,τι και να του είπα, αποδείχθηκαν χαμένα λόγια, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος
- χάνουμε τα λόγια μας, μιλάμε, κουβεντιάζουμε μάταια, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να πείσει τον άλλον: «λέω να σταματήσουμε την κουβέντα, γιατί απ’ τη στιγμή που ο καθένας μας μένει σταθερός στις θέσεις του, χάνουμε τα λόγια μας». (Τραγούδι: τα λόγια μας μη χάνουμε,χωριό εμείς δεν κάνουμε
- χάνω τα λόγια μου, α. μιλώ, ιδίως συμβουλεύω κάποιον, μάταια: «σε συμβουλεύω μια ώρα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, χάνω τα λόγια μου». β. δεν ξέρω τι να πω, πώς να δικαιολογηθώ: «θα δεις πως, κάθε φορά που έχει άδικο, χάνει τα λόγια του». γ. δεν μπορώ να μιλήσω σωστά, κατανοητά, λόγω ταραχής: «κάθε φορά που είναι ταραγμένος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί χάνει τα λόγια του». δ.(για ηθοποιούς) ξεχνώ το κείμενο που πρέπει να πω και ή δεν ατακάρω αμέσως, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κενό ανάμεσα σε αυτά που μου λέει ο παρτενέρ μου και στη δική μου απάντηση, ή αυτά που λέω δεν έχουν λογικό ειρμό, είναι άσχετα προς το διάλογο της σκηνής, είναι άλλα αντί άλλων: «πώς να μη χάνεις τα λόγια σου, αγάπη μου, που δε διάβασες ούτε μια φορά τη σκηνή στο σπίτι σου!»·
- χοντρά λόγια, που είναι απρεπή, χυδαία: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν χοντρά λόγια»·
- χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερο λόγο»·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αδικαιολόγητα: «αρπάχτηκαν χωρίς λόγο»· χωρίς συγκεκριμένο σκοπό: «αν είναι να τρέχουμε όλη μέρα στα μαγαζιά χωρίς λόγο, εγώ δεν έρχομαι μαζί σου»·
- χωρίς πολλά λόγια, α. χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή χωρίς αντιλογία: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, χωρίς πολλά λόγια». β. εν ολίγοις: «χωρίς πολλά λόγια, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- ψαρεύω λόγια (από κάποιον) εκμαιεύω λόγια από κάποιον, προσπαθώ να του αποσπάσω επιτήδεια κάποιο μυστικό: «του ’βαζε συνέχεια να πίνει, κι όταν ο άλλος ψιλοζαλίστηκε κι άρχισε να μιλάει, αυτός ψάρευε λόγια».

μάθημα

μάθημα, το, ουσ. [<αρχ. μάθημα], το μάθημα· η εμπειρία που αποκτιέται από κάποιο πάθημα: «αφού κατάλαβες τι σημαίνει σπασμένο πόδι, θα σου γίνει μάθημα κι από εδώ και πέρα δε θα ξανανέβεις σε μοτοσικλέτα». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- δίνω μάθημα, (για σπουδαστές) εξετάζομαι γραπτά ή προφορικά σε κάποιο μάθημα: «πρέπει να σκιστώ στο διάβασμα, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω μάθημα»·
- δίνω μαθήματα, (για εκπαιδευτικούς), βλ. φρ. παραδίνω μαθήματα·
- έμαθε το μάθημα απ’ έξω ή το ’μαθε καλά το μάθημα ή το ’μαθε το μάθημα, βλ. φρ. ξέρει το μάθημα απ’ έξω·
- έχω μάθημα, α. (για μαθητές, σπουδαστές) πρέπει να παρακολουθήσω, να διδαχτώ ένα μάθημα κάποια συγκεκριμένη ώρα: «δεν μπορώ να ’ρθω αυτή την ώρα, γιατί έχω μάθημα». β. (για εκπαιδευτικούς) πρέπει να παραδώσω, να διδάξω ένα μάθημα κάποια συγκεκριμένη ώρα: «σε κλείνω τώρα, γιατί χτύπησε το κουδούνι κι έχω μάθημα»·
- κάνω μαθήματα, (γενικά) διδάσκω, διδάσκομαι: «κάνω μάθημα ορθοφωνίας || κάνω μαθήματα αγγλικών || κάνω μαθήματα οδήγησης || κάνω κάτι μαθήματα στον ανεψιό μου, γιατί είναι αδύνατος στα μαθηματικά»·
- κάνω τα μαθήματά μου, (για μαθητές) μελετώ, προετοιμάζομαι για την επόμενη σχολική μέρα: «αν δεν κάνεις τα μαθήματά σου, δεν έχει να πας πουθενά»·
- μου ’γινε μάθημα (κάτι), απόκτησα πείρα από κάτι κακό που μου συνέβη, πράγμα που θα με βοηθήσει να αποφύγω κάτι παρόμοιο στο μέλλον: «δε θα ξαναπιώ τόσο πολύ, γιατί μου ’γινε μάθημα το προηγούμενο μεθύσι μου που με κουρέλιασε». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι αυτό το πάθημα να σου γίνει μάθημα
- ξέρει το μάθημα απ’ έξω, βλ. φρ. το ξέρει καλά το μάθημα·
- παίρνω ένα μάθημα ή παίρνω ένα καλό μάθημα, τιμωρούμαι παραδειγματικά είτε με αυστηρή επίπληξη είτε με ξυλοδαρμό: «πήγα να μαλώσω μαζί του, αλλά πήρα ένα καλό μάθημα που θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή»·
- παίρνω μαθήματα, (γενικά) διδάσκομαι: «παίρνω μαθήματα της γαλλικής γλώσσας || παίρνω μαθήματα οδήγησης || παίρνω μαθήματα κολύμβησης»·
- παραδίνω μαθήματα, α. ενεργώ διδακτικά, λειτουργώ με τις πράξεις μου ως υπόδειγμα σε κάποιον ή κάποιους: «με την αξιοπρεπή στάση του τους παρέδωσε μαθήματα ήθους». β. (για εκπαιδευτικούς) παραδίνω σε μαθητές, σε σπουδαστές ιδιαίτερα μαθήματα: «απ’ τα μαθήματα που παραδίνει σε διάφορους μαθητές, εξοικονομεί ένα δεύτερο μισθό».
- σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος ή σ’ αυτό το μάθημα έλειπα, λέγεται χάριν αστεϊσμού ως δικαιολογία κάποιου, που αγνοεί κάτι: «α, δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε, γιατί σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος». Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών, όταν ο δάσκαλος τους πιάσει αδιάβαστους·
- τα παθήματα μαθήματα ή το πάθημα μάθημα, βλ. φρ. ο παθός μαθός, λ. παθός·
- το ξέρει καλά το μάθημα, α. είναι απόλυτα κατατοπισμένος γι’ αυτά που πρέπει να πει κάπου, είναι πολύ καλά διαβασμένος, πολύ καλά δασκαλεμένος: «στο δικαστήριο τα ’πε πολύ ωραία, γιατί το ’ξερε καλά το μάθημα». β. έχει βρει έναν τρόπο για να δικαιολογείται πάντα: «βλέπω ξέρεις καλά το μάθημα, κάθε φορά που αργείς να ’ρθεις στη δουλειά!»·
- το ξέρει το μάθημα, βλ. φρ. το ξέρει καλά το μάθημα·
- το πάθημα μου έγινε μάθημα, βλ. λ. πάθημα·
- του δίνω ένα μάθημα ή του δίνω ένα καλό μάθημα, τον τιμωρώ παραδειγματικά είτε με αυστηρή επίπληξη είτε με ξυλοδαρμό: «μου ’κανε συνεχώς τον έξυπνο, αλλά του ’δωσα ένα καλό μάθημα που θα το θυμάται σ’ όλη του τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήξερες Μπενίτο μου το τι θα πει Ελλάδα, σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες την κρυάδα).

μαλάκας

μαλάκας, ο, πλ. μαλάκες κ. μαλάκηδες κ. μαλάκηδοι, οι, ουσ. [<θηλ. μαλάκα <μτγν. μαλακός]. 1. αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται συχνά: «έχει ρέψει ο μαλάκας απ’ τη μαλακία». 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί, εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, κάνεις παρέα μ’ αυτόν το μαλάκα!». 3. άνθρωπος με μειωμένη διανοητική ικανότητα, ο αποβλακωμένος, ο ανόητος, ο βλάκας: «είναι τόσο μαλάκας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το μαύρο απ’ το άσπρο». 4. φιλική προσφώνηση σε φίλο ή σε οικείο άτομο: «άκου να σου πω, ρε μαλάκα, τι έγινε! || τι γίνεσαι, ρε μαλάκα, καιρό έχω να σε δω! || θα ’ρθεις, ρε μαλάκα, το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια;». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση σε άντρα αλλά και σε γυναίκα: «ουστ από δω, ρε μαλάκα, που θέλεις να ’ρθεις και μαζί μας!». (Τραγούδι: κι όλο βουλιάζω στο νανούρισμα, κάποια αόρατης μαράκας, κι όλοι οι φίλοι απορούν «τι κάνει ετούτος ο μαλάκας;»). Τέλος η λ. αποτελεί την εθνική μας βρισιά. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- γέλα μαλάκα! ειρωνική παρατήρηση σε ανεύθυνο άτομο που μπορεί να γελάει κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά θα έρθει σίγουρα η ώρα που θα κλάψει από την τιμωρία που θα του επιβληθεί ή από το κακό που θα πάθει. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γέλα·
- γκραν μαλάκας, αυτός που είναι πολύ μεγάλος μαλάκας: «τέτοιον γκραν μαλάκα πρώτη φορά έβγαλε η φύση»·
- είναι ένας μαλάκας και μισός, ο πολύ μεγάλος μαλάκας (που είναι, δηλαδή, ένας μαλάκας, συν ακόμη άλλος μισός μαλάκας): «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί είναι ένας μαλάκας και μισός»·
- καλός μαλάκας και του λόγου σου! λέγεται με επιθετική διάθεση σε άτομο που υποστηρίζει ή που επικροτεί τα λόγια ή την ενέργεια κάποιου ανόητου, κάποιου βλάκα ή εν τέλει κάποιου που λέει ή ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντά μας·
- κάνω το μαλάκα, προσποιούμαι τον ανήξερο, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, κάνω το χαζό, το βλάκα: «πάψε να κάνεις το μαλάκα και πες μου τι ξέρεις για την υπόθεση || εσένα φωνάζω και μην κάνεις το μαλάκα»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. συνηθέστ. χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, λ. παιδί·
- μαλάκας από κούνια, αυτός που είναι μαλάκας από τη μέρα που γεννήθηκε, ο εκ γενετής μαλάκας και, ως εκ τούτου, ο πολύ μεγάλος μαλάκας: «μην εκπλήσσεσαι για τις μαλακίες του, γιατί είναι μαλάκας από κούνια»·
- μαλάκας είμαι; (ρητορική ερώτηση) δεν είμαι καθόλου μαλάκας: «μαλάκας είμαι να μαλώσω μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά·
- μαλάκας με δίπλωμα, βλ. φρ. μαλάκας με πατέντα·
- μαλάκας με λοφίο, βλ. φρ. μαλάκας με περικεφαλαία·
- μαλάκας με πατέντα, κατά γενική διαπίστωση, αναμφίβολα, ο αναγνωρισμένος μαλάκας: «είναι γνωστός τοις πάσι με τις μαλακίες που κάνει, γιατί είναι μαλάκας με πατέντα»·
- μαλάκας με περικεφαλαία, ο πολύ μεγάλος μαλάκας: «με τις μαλακίες που έχεις κάνει, έχεις μείνει γνωστός ως μαλάκας με περικεφαλαία»·
- μαλάκας στο τετράγωνο, αυτός που είναι πολύ μεγάλος μαλάκας: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί είναι μαλάκας στο τετράγωνο»·
- μη γίνεσαι μαλάκας! μη συμπεριφέρεσαι σαν ανόητος, σαν βλάκας, σκέψου ή συμπεριφέρσου σοβαρά: «είναι ευκαιρία να πάρεις αυτή τη δουλειά που σου προσφέρει, μη γίνεσαι μαλάκας!»·
- πω πω, ρε μαλάκα! ή πω πω, ρε μαλάκα μου! βλ. συνηθέστ. πω πω, ρε πούστη! λ. πούστης·
- τι λε(ς), ρε μαλάκα! ή τι λε(ς), ρε μαλάκα μου! βλ. φρ. τι λε(ς), ρε πούστη! λ. πούστης·
- το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2· 
- τους μαλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα.

μαρτυρία

μαρτυρία, η, ουσ. [<αρχ. μαρτυρία], η μαρτυρία·
- έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, έχει υπόληψη, έχει καλή φήμη, όλοι εκφράζονται γι’ αυτόν θετικά: «θα του εμπιστευτώ αυτή τη δουλειά, γιατί έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία».

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μέλι

μέλι, το, ουσ. [<αρχ. μέλι], το μέλι. 1. λέγεται για κάτι που είναι πολύ γλυκό: «σου ζήτησα να ρίξεις λίγη ζάχαρη στον καφέ κι εσύ μου τον έκανες μέλι || φάγαμε ένα καρπούζι που ήταν μέλι || τα σταφύλια ήταν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: στ’ Αποστόλη την παράγκα στεφανώσαν έναν μάγκα, με στεφάνι από τ’ αμπέλι κι ήπιαμε κρασάκι μέλι). 2. (ειδικά για φιλί) που προσφέρει έντονη ηδονή. (Λαϊκό τραγούδι: αγαπάω μια τσιγγάνα λυγερόκορμη ψηλή, που ’χει αμύγδαλα τα μάτια και το μέλι στο φιλί). 3. λέγεται για κάτι, που μας είναι πολύ ευχάριστο και για το λόγο αυτό το επαναλαμβάνουμε πολύ συχνά: «καλά, ρε παιδάκι μου, μέλι έχει το σπίτι της και δεν ξεκολλάς από κει μέσα;». 4. ως επιφών. μέλι! ή μέλια! λέγεται ειρωνικά, όταν βλέπουμε κάποιο ζευγάρι να φιλιέται, ιδίως σε δημόσιο χώρο. (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι, βλ. λ. μέλι·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να πετυχαίνουν μεγάλα, σπουδαία πράγματα: «στη ζωή μας άλλοι είναι πλασμένοι για τα μεγάλα και θαυμαστά κι άλλοι για τ’ απλά και καθημερινά, γιατί αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι»·
- γλυκό(ς) σαν μέλι, λέγεται για οτιδήποτε είναι πολύ γλυκό(ς): «ήπια έναν καφέ, που ήταν γλυκός σαν μέλι || το φιλί της είναι γλυκό σαν μέλι»·
- έγιναν όλα μέλι γάλα, ύστερα από περίοδο διαφωνίας ή ψυχρότητας ανάμεσα σε δυο άτομα, επήλθε συμφωνία, συμβιβασμός, ομόνοια: «αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, έγιναν όλα μέλι γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: πόνα με μια στάλα δίπλα μου ξανά ’λα βάζω το κρασί βάλε το φιλί κι όλα μέλι-γάλα
- είμαστε μέλι γάλα, έχουμε πολύ καλές σχέσεις: «κάποτε ήμασταν στα μαχαίρια, αλλά τώρα είμαστε μέλι γάλα»·
- είναι ακόμη στο μέλι, (ιδίως για νιόπαντρο ζευγάρι) είναι στον πρώτο καιρό του έγγαμου βίου του και δείχνει πως ζει σε πελάγη ευτυχίας, σε αντιδιαστολή με τα επόμενα χρόνια που θα αρχίσουν να παρουσιάζονται οι πρώτες δυσκολίες ή τα πρώτα προβλήματα του έγγαμου βίου: «παντρεύτηκαν πριν από λίγο καιρό και ζουν σαν πιτσουνάκια, γιατί είναι ακόμη στο μέλι. Ας περάσουν μερικά χρόνια και τα λέμε». Τις πιο πολλές φορές, λέγεται με ειρωνική διάθεση·
- είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι, λέγεται για άτομο που είναι γλυκομίλητο και ικανό: «είναι περιζήτητος στις παρέες αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι»·
- είναι όλα μέλι γάλα, βλ. φρ. έγιναν όλα μέλι γάλα·
- έχει το μέλι στο χέρι, έχει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος: «όποιος έχει το μέλι στο χέρι κάνει ό,τι θέλει»·
- η γλώσσα του είναι μέλι, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του στάζει μέλι, βλ. λ. γλώσσα·
- καρύδια με το μέλι, βλ. λ. καρύδι·
- κιούπι με μέλι, βλ. λ. κιούπι·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, βλ. λ. μύγα·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. φρ. έγιναν όλα μέλι γάλα·
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
- όλοι κοιτάζουν τον καβγά κι η γριά το μέλι, βλ. λ. γριά·
- όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια, όποιος αγαπά τις ερωτικές απολαύσεις, δεν υπολογίζει τους κινδύνους που μπορεί να διατρέξει μέχρι τη στιγμή που θα τις γευτεί: «τα ’χει με μια παντρεμένη και το κάνουν μέσα στο ίδιο της το σπίτι, αλλά όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια»· βλ. και φρ. όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι·
- όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, όποιος έρχεται σε συχνή επαφή ιδίως με ξένα χρήματα, τότε μπαίνει στον πειρασμό και οικειοποιείται μερικά: «μην αφήνεις ξένο άνθρωπο να κάθεται στο ταμείο σου, γιατί όποιος πιάνει μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του»·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, όποιος δεν κοπιάζει, δεν αγωνίζεται στη ζωή του δεν πρέπει να έχει απολαβές, να αμείβεται: «εσύ να μην παραπονιέσαι πως περνάς δύσκολα, γιατί όλη μέρα κάθεσαι αραχτός στο καφενείο κι όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι». Πρβλ. ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω (Απόστολος Παύλος)·
- παστέλι με το μέλι! βλ. λ. παστέλι·
- πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια, λέγεται για παντρεμένους ή για ερωτικό ζευγάρι που άλλοτε περνούν περίοδο μεγάλης αγάπης και άλλοτε ζουν σε έντονη αντιπαράθεση: «σαν όλα τα ζευγάρια έτσι κι αυτοί πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια»·
- σελήνη του μέλιτος, βλ. συνηθέστ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας·
- στάζουν μέλι τα χείλη της ή τα χείλη της στάζουν μέλι, είναι πολύ φιλήδονα: «τρελαίνεσαι να τη φιλάς, γιατί τα χείλη της στάζουν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, γιαχαμπίμπι αχ, γιαλελέλι αχ, τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι, αχ 
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, όλες οι περιπτώσεις δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, στην κάθε περίπτωση χρησιμοποιούμε και τα κατάλληλα μέσα: «σε κάθε δουλειά που αναλαμβάνει κάνει διαφορετικούς υπολογισμούς, γιατί τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι»·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα πάμε μέλι γάλα, βλ. φρ. είμαστε μέλι γάλα·
- τα χείλη της είναι μέλι, βλ. λ. χείλι·
- ταξίδι του μέλιτος, βλ. φρ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας·
- τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι, βλ. λ. ξίδι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του στάζει μέλι, βλ. λ. στόμα·
- τον έπιασα με το δάχτυλο στο μέλι, βλ. φρ. τον έπιασα με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, λ. μαρμελάδα·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, δηλώνει πως οι υλικές απολαύσεις περνούν σύντομα, σε αντιδιαστολή με τις πνευματικές που διαρκούν: «ένα καλό βιβλίο δεν είναι φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, όπως συμβαίνει με μια ευχάριστη βραδιά στα μπουζούκια».

μέρα

μέρα, η, ουσ. [<μσν. μέρα <αρχ. ἡμέρα], η μέρα· βλ. και λ. ημέρα. (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- άγιες μέρες, οι μεγάλες γιορτές, ιδίως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα: «τέτοιες άγιες μέρες που είναι, πρέπει να δώσετε τα χέρια σας και ν’ αγαπήσετε πάλι»·
- ανάποδη μέρα, που στη διάρκειά της συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «σήμερα ήταν πολύ ανάποδη μέρα, γιατί απ’ το πρωί όλα μου πήγαιναν στραβά κι ανάποδα»·
- απ’ τη μέρα που βγήκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο ή απ’ τη μέρα που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας ζητάει συγνώμη, κάθε φορά που κάνει κάτι σε βάρος μας, ιδίως από απροσεξία του·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μέχρι χτες μου ορκιζόταν πως θα κόψει το τσιγάρο κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τον ξανάπιασα να καπνίζει || άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τα κονόμησε»·
- απ’ τη νύχτα ως τη μέρα, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου: «σκοτώνεται στη δουλειά απ’ τη νύχτα ως τη μέρα για να τα φέρει βόλτα»·
- από μέρα σε μέρα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω το πότε: «τον περιμένω να ’ρθει από μέρα σε μέρα»· βλ. και φρ. μέρα με τη μέρα·
- αύριο άλλος ήλιος, άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- βρήκες μέρα! ή βρήκες τη μέρα! έκφραση που ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής μας δηλώνει απογοήτευση, στενοχώρια ή δυσφορία για κάποιον που κάνει ή που μας ζητάει κάτι, και που δηλώνει έμμεσα την άρνησή μας: «σήμερα που γιορτάζω βρήκες τη μέρα να μου χαλάσεις την καρδιά! || βρήκες τη μέρα που πληρώνω το προσωπικό μου να μου ζητήσεις δανεικά! || βρήκες μέρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα το στεφάνι να πατήσεις, βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα να με απατήσεις). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το τώρα μάλιστα και πολλές φορές, κλείνει με το κι εσύ·
- βρέθηκε σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. βρέθηκε σε κακή μέρα·
- βρέθηκε σε κακή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) δεν απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «χάσαμε μέσ’ απ’ τα χέρια μας το παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας βρέθηκε σε κακή μέρα»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «η ομάδα μας βρέθηκε σε καλή μέρα και κατατρόπωσε την αντίπαλη ομάδα»·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- βρίσκομαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε κακή μέρα·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε καλή μέρα·
- για κάθε μέρα, για καθημερινή χρήση: «αγόρασα ένα μπλου τζιν για κάθε μέρα»·  
- δε βλέπω άσπρη μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα και για το λόγο αυτό δε χαίρομαι, δε νιώθω ευτυχισμένος, είμαι πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε βλέπω άσπρη μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βλέπω άσπρη μέρα, δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα
- δε γνωρίζω άσπρη μέρα, βλ. φρ. δε βλέπω άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ποτέ δε γνώρισα μια άσπρη μέρα και δε με φίλησε ποτέ μητέρα, καλάμι έρημο είμαι στον κάμπο που πάει κι έρχεται με τον αέρα
- δεν είδα μια καλή μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκα, δεν είδα μια καλή μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: του ’χεις καμωμένη τη ζωή μαρτύριο και καλή μια μέρα πια δεν έχει δει, άστατη, κακούργα, το ’χεις μαραζώσει. Έχει δίκιο το παιδί!
- δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή ή κάθε μέρα Λαμπρή είναι; βλ. συνηθέστ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·  
- δεν είναι κάθε μέρα Πασχαλιά ή κάθε μέρα Πασχαλιά είναι; βλ. φρ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·
- δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού ή κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού είναι; α. τα καλά ή τα ευχάριστα πράγματα δε συμβαίνουν τακτικά στη ζωή μας: «κέρδισε μια φορά το λαχείο και περιμένει να το ξανακερδίσει. -Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού». β. ειρωνική παρατήρηση ή ξέσπασμα θυμού σε κάποιον που, επειδή κάποτε τον βοηθήσαμε ή τον εξυπηρετήσαμε, έχει την απαίτηση ή μας γίνεται φορτικός για νέες εξυπηρετήσεις·
- διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν μπορούν να συγκριθούν, γιατί ο ένας είναι πολύ ανώτερος από τον άλλον ή γιατί είναι εντελώς ανόμοια: «δυο παιδιά που βγήκαν απ’ την ίδια κοιλιά κι όμως διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα || δεν μπορούν να συγκριθούν τ’ αυτοκίνητά μας, αφού βλέπεις πως διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα»·
- έγινε η νύχτα μέρα, φωταγωγήθηκε άπλετα ένα νυχτερινό τοπίο: «μόλις άναψαν οι προβολείς του γηπέδου, έγινε η νύχτα μέρα»·
- εδώ και μέρες ή εδώ και τόσες μέρες, πριν από αρκετές μέρες: «εδώ και μέρες τον είδα τυχαία στο δρόμο και μου ’πε, όταν σε δω, να σου δώσω χαιρετίσματα || εδώ και τόσες μέρες τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον βρω»· βλ. και φρ. μέρες τώρα·
- είδα φως και μέρα, βλ. λ. φως·
- είμαι σ’ άσχημη μέρα, είμαι πολύ εκνευρισμένος, στενοχωρημένος, προβληματισμένος: «δεν έχω όρεξη για κουβέντα, γιατί είμαι σ’ άσχημη μέρα»·
- είμαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- είμαι σε καλή μέρα, είμαι χαρούμενος, ευδιάθετος: «τώρα που είμαι σε καλή μέρα, ευχαρίστως να κουβεντιάσουμε ό,τι θέλεις»·
- είναι άσχημη μέρα ή είναι άσχημη η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι η μέρα μου, λέγεται στην περίπτωση που έχουμε αλλεπάλληλες επιτυχίες ή αποτυχίες μέσα στην ίδια μέρα: «φαίνεται πως είναι η μέρα μου να κερδίζω || απ’ ό,τι βλέπω δεν είναι η μέρα μου, γιατί τίποτα δε μου πάει καλά». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες φορές κλείνει τη φρ. το σήμερα·
- είναι κακή μέρα ή είναι κακή η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι καλή μέρα ή είναι καλή η μέρα, βλ. φρ. είναι καλός καιρός, λ. καιρός·
- είναι λίγες οι μέρες του ή λίγες είν’ οι μέρες του, πρόκειται να πεθάνει από μέρα σε μέρα: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι με τις μέρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για άτομο κυκλοθυμικό: «αν θέλεις να σου τελειώσει αμέσως τη δουλειά σου, θα πρέπει να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή, γιατί είναι με τις μέρες του». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις νότες του / είναι με τις ώρες του· 
- είναι μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι μέρες να… ή είναι μέρες τώρα να…, βλ. φρ. έχει μέρες να(…)·
- είναι μέρες που… ή είναι μέρες τώρα που…, βλ. φρ. έχει μέρες που(…)·
- είναι μετρημένες οι μέρες του ή μετρημένες είναι οι μέρες του, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι στις μέρες της, (για έγκυες) έφτασε ο καιρός να γεννήσει, όπου να ’ναι γεννάει: «την πήγε στην κλινική ο άντρας της, γιατί είναι στις μέρες της»·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. φρ. έγινε η νύχτα μέρα·
- έφεξε η μέρα ή έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε η μέρα, ξεκίνησε για τη δουλειά του»·
- έχασα τις μέρες, δεν ξέρω ποια μέρα είναι αυτή που διανύουμε: «για πες μου, σε παρακαλώ, τι μέρα έχουμε σήμερα, γιατί έχασα τις μέρες»·
- έχει μέρες να… ή έχει μέρες τώρα να…, λέγεται για κάτι που έχει αρκετό καιρό να γίνει: «έχει μέρες να φανεί || έχει μέρες τώρα να φανεί || έχει μέρες να φάει»·
- έχει μέρες που… ή έχει μέρες τώρα που…, λέγεται για κάτι που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει: «έχει μέρες που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε και δεν μπορεί να τον συναντήσει || έχει μέρες τώρα που σκέφτομαι να του τηλεφωνήσω κι όλο κάτι συμβαίνει και το αναβάλλω»·
- έχει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι με τις μέρες του·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, α. διαπίστωση για τη θετική εξέλιξη μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας ευνοϊκά σημάδια. β. επαλήθευση κακής πρόβλεψης για την πορεία μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας σημάδια, που δεν είναι ευνοϊκά. Περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση, πολλές φορές προτάσσεται της φρ. το εμ· βλ. και φρ. το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, λ. πουλί·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάθε μέρα, όλες τις μέρες, συνεχώς, χωρίς διακοπή: «σκέφτεται να χωρίσει, γιατί κάθε μέρα μαλώνει με τη γυναίκα του»·
- κάθε μέρα είναι αύριο, βλ. λ. αύριο·
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, έχω την εντύπωση πως είναι ατέλειωτη, πως περνάει πολύ δύσκολα λόγω πολλών και δυσεπίλυτων προβλημάτων: «όταν φεύγουν τα παιδιά μου πολυήμερη εκδρομή, κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, γιατί γίνονται τόσα δυστυχήματα στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα για μένα θα ’ναι χρόνος, θα με τρώει του χωρισμού ο πόνος!
- καλή σου μέρα! βλ. λ. καλημέρα·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- κι αύριο μέρα είναι, βλ. λ. αύριο·
- κούφια μέρα, που κατά τη διάρκειά της μένει κανείς άπραγος, δεν κάνει τίποτα, χωρίς αυτό να δηλώνει πως είναι τεμπέλης: «μου ’τυχε τόσο κούφια μέρα σήμερα που δεν έκανα τίποτα»·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λίγες να ’ν’ οι μέρες σου, είδος κατάρας σε κάποιον να πεθάνει πολύ γρήγορα·
- μ’ έπιασε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- μ’ έχει από μέρα σε μέρα, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί σε μια απαίτησή μου: «ενώ ήταν να μου δώσει πριν από καιρό τα λεφτά που μου χρωστούσε, με πηγαίνει από μέρα σε μέρα || είναι να βάλει μια υπογραφή για να κλείσουν τα συμβόλαια και με πηγαίνει από μέρα σε μέρα»·
- μαύρη μέρα, μέρα πού πέρασε μέσα στη δυστυχία: «πέρασα ακόμα μια μαύρη μέρα σήμερα, χωρίς να γελάσουν τα χείλη μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη βλαστημάς την ξενιτιά κι ας είδες μαύρες μέρες, γιατί εκεί έχουν παιδιά κι άλλες πολλές μητέρες
- με βρήκε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- με πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- με πήρε η μέρα, ξημερώθηκα: «διασκέδαζα όλο το βράδυ στα μπουζούκια, μέχρι που με πήρε η μέρα»·
- με ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- μέρα με τη μέρα ή μέρα τη μέρα, με την πάροδο του χρόνου, προοδευτικά: «μέρα με τη μέρα άρχισε να την αγαπάει και πιο πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο εγώ γεννήθηκα αμαρτωλός στον κόσμο και μέρα τη μέρα χάνεται ο ήλιος από μπρος μου)· βλ. και φρ. από μέρα σε μέρα·
- μέρα μεσημέρι, α. στο καταμεσήμερο: «ήρθε να με επισκεφτεί μέρα μεσημέρι και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ». β. μπροστά στα μάτια όλων, μπροστά στον κόσμο: «η ληστεία της τράπεζας έγινε μέρα μεσημέρι και δεν πήρε κανένας μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις, κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «είχαμε την ελπίδα πως κάποτε θα διορθώνονταν τα πράγματα, αλλά μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει και τα προβλήματα παραμένουν». (Λαϊκό τραγούδι: μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, η ζωή νερό κυλάει κι όποιος σοβαρά την πάρει αδικοχαμένος πάει
- μέρα νύχτα ή νύχτα μέρα, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «δουλεύει μέρα νύχτα σαν το σκυλί». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια φορά με σφάζεις, την άλλη μ’ αγκαλιάζεις, κοντά σου μέρα νύχτα λιώνω, πονώ και μαραζώνω // μαύρο θα φορέσεις το φουστάνι, αν θα δεις αλλού στεφάνι, ένα βλάμη, αίσθημα ζητάω, νύχτα μέρα ψάχνω να το βρω
- μέρα παρά μέρα, κάθε δεύτερη μέρα: «έρχεται για επιθεώρηση μέρα παρά μέρα»·
- μέρα που βρήκες! ή μέρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες μέρα(!)·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέρες και μέρες, πάρα πολλές μέρες: «μέρες και μέρες περίμενα να μου τηλεφωνήσεις»·
- μέρες τώρα… ή πάνε μέρες τώρα που…, πριν από καιρό: «μέρες τώρα σου τηλεφωνώ και δεν απαντάει κανένας στο σπίτι σου || πάνε μέρες τώρα που σε ειδοποίησα να ’ρθεις να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας κι εσύ κάνεις το κορόιδο»· βλ. και φρ. εδώ και μέρες·
- μέσα σε μια μέρα, εντελώς απρόσμενα, ξαφνικά και με ραγδαία εξέλιξη: «μέσα σε μια μέρα έχασε όλη την περιουσία του»·
- μετράει μέρες, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- μετράει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι μετρημένες οι μέρες του·
- μετράω μέρες ή μετράω τις μέρες, (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) βρίσκομαι πολύ κοντά στη μέρα της απόλυσής μου: «σε πόσον καιρό απολύεσαι; -Μετράω μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες)· βλ. και φρ. μετράει μέρες·
- μετράω τις μέρες, ανυπομονώ να περάσει ο καιρός: «στο τέλος του μηνός θα πάω διακοπές στην Κρήτη και μετράω τις μέρες || μετράω τις μέρες να περάσουν αυτές οι διακοπές, γιατί έχω σκυλοβαρεθεί»· βλ. και φρ. μετράω μέρες·  
- μια μέρα, κάποτε στο παρελθόν ή στο μέλλον: «θυμάσαι μια μέρα που είχαμε συναντηθεί στην παραλία; || μια μέρα θα λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς σου
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, λέγεται στην περίπτωση που δε γνωρίζουμε την έκβαση μιας υπόθεσης ή κατάστασης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη: «οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και να δούμε τι θα βγάλει η μέρα»·
- να μη δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσες απ’ τα νιάτα μου το πήρες, τώρα με διώχνεις για να πάρεις μια με λίρες, σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς, μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις)·
- να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα, είδος κατάρας σε κάποιον να μην αξιωθεί να περάσει τη ζωή του χωρίς δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα·
- ξοδεύω τη μέρα μου, βλ. φρ. περνώ τη μέρα μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- οι γόνιμες μέρες (ειδικά για γυναίκες, αλλά και για άλλους ζώντες οργανισμούς), βλ. λ. γόνιμος·
- οι δύσκολες μέρες (του μήνα), (για γυναίκες) η χρονική περίοδος κάθε μηνός που κρατάνε τα έμμηνα, η περίοδος της γυναίκας: «κάθε φορά που βρίσκεται στις δύσκολες μέρες, είναι όλο γκρίνια || όταν η γυναίκα μου βρίσκεται στις δύσκολες μέρες του μήνα, έχει μια αυξημένη νευρικότητα»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οι μέρες είναι πονηρές, η χρονική περίοδος που διερχόμαστε δεν εμπνέει σιγουριά, είναι γεμάτη από κινδύνους λόγω της ρευστής πολιτικής ή οικονομικής κατάστασης που επικρατεί: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί οι μέρες είναι πονηρές». Πρβλ.: βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. (Παύλου Προς Εφεσίους ε΄ 15-16)·  
- οι παλιές καλές μέρες! αναφορά με διάθεση νοσταλγίας, ιδίως από τους ηλικιωμένους, σε παλιότερες χρονικές περιόδους, που υπήρχε αφθονία υλικών αγαθών και ευτυχία: «η κοινωνία μας σήμερα έγινε σκληρή κι απάνθρωπη, ενώ τις παλιές καλές μέρες όλα ήταν όμορφα κι ωραία!»·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, δεν υπάρχουν καλές ή κακές μέρες, άτυχες ή τυχερές: «μερικοί προληπτικοί έχουν την Τρίτη για γρουσούζα μέρα, όμως όλες οι μέρες είναι του Θεού»·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, λέγεται για άτομα που, όταν τεμπελιάζουν να κάνουν κάτι σοβαρό, αργοπορούν χωρίς λόγο ασχολούμενοι με επουσιώδη πράγματα·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- περνώ μαύρες μέρες, περνώ περίοδο μεγάλων δυσκολιών, έχω πολλές στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, περνώ μαύρες μέρες»·
- περνώ τη μέρα μου, τη χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ τη μέρα μου διαβάζοντας || όταν έχω λεύτερο χρόνο, περνώ τη μέρα μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- στραβή μέρα, βλ. φρ. ανάποδη μέρα·
- σώθηκαν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος: «ο γιατρός το ’πε καθαρά πως σώθηκαν οι μέρες του»·
- τέλειωσαν οι μέρες του, βλ. φρ. σώθηκαν οι μέρες του·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τη νύχτα την κάνει μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- την κακή και την ψυχρή σου μέρα! είδος κατάρας·
- την κακή του τη μέρα! έκφραση έντονης αμφισβήτησης με επιθετική διάθεση στα λεγόμενα κάποιου: «να του πεις την κακή του τη μέρα, που δε θα πάρω φέτος άδεια!»·  
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. φρ. τι μέρα κι η σημερινή(!)·
- τι μέρα κι η σημερινή! έκφραση με την οποία επιτείνουμε τα ευχάριστα, τα δυσάρεστα ή τα ανιαρά συμβάντα της μέρας που περνάμε ή που περάσαμε: «το πρωί μου τηλεφώνησε ένας δικηγόρος για μια κληρονομιά, στη δουλειά πήρα την προαγωγή μου και το μεσημέρι μου ανακοίνωσε ξαφνικά η κόρη μου πως παντρεύεται. Τι μέρα κι η σημερινή! || Τι μέρα κι η σημερινή! Μου πήρε ο γερανός τ’ αυτοκίνητο, ο διευθυντής στη δουλειά μου ’κοψε την άδεια, φεύγοντας απ’ το γραφείο μου στραμπούλιξα το πόδι μου κι ακόμη δε νύχτωσε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ Θεέ μου ή η φρ. κλείνει με το Θεέ μου·
- τις τελευταίες μέρες, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «τις τελευταίες μέρες δεν έχει καθόλου δουλειά». Συνών. τον τελευταίο καιρό·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- το ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- τόσες μέρες ή τόσες μέρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και μέρες·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. φρ. χάνω τη μέρα μου·
- χάνω τη μέρα μου, την περνώ χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό ή αποδοτικό: «σήμερα έμπλεξα μ’ έναν παλιόφιλο και καθώς πιάσαμε την κουβέντα για τα παλιά, έφτασε το μεσημέρι κι έχασα τη μέρα μου»·
- χρονιάρα μέρα, μεγάλη γιορτή, συνήθως θρησκευτική: «ήρθε Πασχαλιάτικα, χρονιάρα μέρα, και μου ζητούσε δανεικά»·
- χρονιάρες μέρες, συνεχόμενες μεγάλες γιορτές, συνήθως θρησκευτικές, όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα: «τις χρονιάρες μέρες όλη η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι».

μεριά

μεριά, η, ουσ. [<μσν. μεριά <μερία <μερέα <μέρος + κατάλ. -έα, -ιά], η μεριά. 1. τόπος: «εγώ είμαι απ’ τη Θεσσαλονίκη, εσύ από ποια μεριά είσαι;». 2. τοποθεσία: «σε ποια μεριά άφησες τ’ αυτοκίνητό σου;». 3. θέση, μέρος: «βρήκε μια ήσυχη μεριά και με φώναξε να καθίσω κι εγώ». 4. διεύθυνση, κατεύθυνση: «προς ποια μεριά φύγανε;». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- απ’ όλες τις μεριές, από όλες τις κατευθύνσεις, από παντού: «οι διαδηλωτές έρχονταν απ’ όλες τις μεριές»·
- απ’ τη μεριά μου (σου, του κ.λπ.)  ως προς εμένα (εσένα, αυτόν κ.λπ.), σε ό,τι με (σε, τον κ.λπ) αφορά: «απ’ τη μεριά μου δεν έχω καμιά απαίτηση || έχεις καμιά απαίτηση απ’ τη μεριά σου;»·
- απ’ τη μια μεριά… απ’ την άλλη μεριά όμως… βλ. φρ. απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά(…)·
- απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, λέγεται για δυο πράγματα ή καταστάσεις, που είναι αντίθετες, που δε συμβιβάζονται μεταξύ τους: «απ’ τη μια μεριά κοκορεύεσαι πως έχεις το πιο γρήγορο αυτοκίνητο κι απ’ την άλλη σ’ αφήνουν πίσω ακόμη και τα κατσαριδάκια || απ’ τη μια μεριά μου λες πως είσαι γερό ποτήρι κι απ’ την άλλη μεριά πίνεις ένα ποτηράκι και μεθάς»· βλ. και φρ. απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη, λ. μια·
- από μεριά μου (σου, του κ.λπ), βλ. φρ. απ’ τη μεριά μου·
- από ποιανού μεριά είσαι; ποιον από τους δυο μας υποστηρίζεις(;): «θέλω να μου πεις ξεκάθαρα από ποιανού μεριά είσαι;». Συνών. από ποιανού μπάντα είσαι; / από ποιανού πάρτη είσαι; / από ποιανού το μέρος είσαι(;)· 
- η ανάποδη μεριά, (για υφάσματα) η όψη που είναι προς τα μέσα, η όψη που δε φαίνεται: «πάνω στη βιασύνη του φόρεσε το πουλόβερ του απ’ την ανάποδη μεριά»·
- η καλή μεριά, (για υφάσματα) η κύρια όψη: «το μπουφάν μπορούσες να το φορέσεις όπως ήθελες, γιατί δεν ξεχώριζε ποια ήταν η καλή μεριά»·
- κατά μέσα μεριά, στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «κατέβηκε στο υπόγειο κι άρχισε να ψάχνει κατά μέσα μεριά για να βρει το παλιό κάδρο»·
- μεριές μεριές, σε διάφορα μέρη, σε μερικά σημεία: «ο τοίχος θέλει βάψιμο απ’ την αρχή, γιατί μεριές μεριές δε βάφηκε καλά»·
- μπάζει απ’ όλες τις μεριές, α. έχει πάρα πολλά προβλήματα, του έρχονται αλλεπάλληλα προβλήματα, και για το λόγο αυτό, συμπεριφέρεται παράλογα ή παράξενα, ξέροντας πια ότι δεν υπάρχει σωτηρία: «εντέλει, ούτε κι ο ίδιος ξέρει τι θέλει, γιατί μπάζει απ’ όλες τις μεριές». Από την εικόνα της βάρκας που παίρνει από παντού νερά. β. (για επιχειρήματα, προτάσεις) που είναι διάτρητο: «θ’ αναγκαστείς ν’ αποσύρεις αμέσως την πρότασή σου, γιατί μπάζει απ’ όλες τις μεριές»·
- να ’μαι από καμιά μεριά! ή να ’μουν από καμιά μεριά! να μπορούσα να έβλεπα κι εγώ, να ήμουν κι εγώ αυτόπτης μάρτυρας, να ήμουν κι εγώ παρών: «να ’μουν από καμιά μεριά να ’βλεπα τι έκανε, όταν αποκάλυψαν τις απατεωνιές του!». (Λαϊκό τραγούδι: να ’μαι από καμιά μεριά όταν στερέψ’ η βρύση να δω μωρέ με τι καρδιά θα φύγεις απ’ τη ζήση τι θα του δείξεις του Θεού για να σε συγχωρήσει).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε. Είναι και φορές, που μετά το ρ. της φρ. ή μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εγώ. Συνών. να ’μουν από καμιά άκρη! / να ’μουν από καμιά μπάντα(!)·
- να σ’ είχα από καμιά μεριά! έκφραση με την οποία θέλουμε να τονίσουμε στο συνομιλητή μας τη σπουδαιότητα αυτού που του λέμε ή για να τονίσουμε στο άτομο στο οποίο αναφερόμαστε τη σπουδαιότητα των λόγων μας: «να σ’ είχα από καμιά να έβλεπες τις βλακείες που έλεγε! || αχ, βρε κερατά, να σ’ είχα από καμιά μεριά και να ’βλεπες τι ξύλο που θα ’τρωγες!». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που με κέρασες φαρμάκι και με γέλασες να σ’ είχα από καμιά μεριά να σου ’δινα μια μαχαιριά
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- σε καλή μεριά! ευχή μαζί με τα λεφτά που δίνουμε σε κάποιον ή ευχή σε κάποιον που κέρδισε κάποιο χρηματικό ποσό, να μπορέσει να τα διαθέσει για καλό ή ωφέλιμο σκοπό και όχι για αρρώστιες: «πάρε αυτά τα λεφτά που σου υποσχέθηκα και σε καλή μεριά». Αντίθ. στους γιατρούς να τα δώσεις(!)·
- σε κάποια μεριά ή σε μια μεριά, (αόριστα) κάπου, παράμερα: «ακούμπησε τα ψώνια του σε μια μεριά κι έπλυνε τα χέρια του»·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο.

μοναστήρι

μοναστήρι κ. μαναστήρι, το, ουσ. [<μτγν. μοναστήριον, ουδ. του επιθ. μοναστήριος], το μοναστήρι. Υποκορ. μοναστηράκι, το·
- κλείνομαι σε μοναστήρι, (και για τα δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα) ακολουθώ το μοναστικό βίο: «είχε μια έντονη ερωτική απογοήτευση, γι’ αυτό κλείστηκε σε μοναστήρι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν βγει στο παραθύρι πώς φοβάμαι μη με δείρει και κλειστώ σε μοναστήρι // για σένα όλα τα ’δωσα, μ’ όλον τον κόσμο μάλωσα. Σε μοναστήρι θα κλειστώ μαζί σου πια να μην μπλεχτώ
- μπαίνω σε μοναστήρι, γίνομαι καλόγερος, καλόγρια, μοναχός, μοναχή καλογερεύω: «απελπίστηκε απ’ τους ανθρώπους και μπήκε σε μοναστήρι». (Λαϊκό τραγούδι: καλόγρια θε να γινώ, να μπω σε μοναστήρι και ν’ αρνηθώ για πάντα πια, ψεύτη ντουνιά, πόρτα και παραθύρι
- το μοναστήρι να ’ν’ καλά (κι από καλογέρους!), λέγεται στην περίπτωση που α. αρνείται κάποιος να αγοράσει το εμπόρευμα που του προσφέρουμε, γιατί μπορούμε να το διαθέσουμε με μεγάλη ευκολία σε άλλους, που θέλουν να το αγοράσουν. β. όταν αρνείται κάποιος να μας βοηθήσει, ενώ η βοήθεια που του ζητάμε, μας προσφέρεται πρόθυμα από άλλους. γ. αρνείται μια γυναίκα να συνάψει μαζί μας ερωτικές σχέσεις, τη στιγμή που υπάρχει μεγάλη προσφορά γυναικών. (Λαϊκό τραγούδι: μην κάνεις έτσι, φίλε μου, τώρα για μια γυναίκα· το μοναστήρι να ’ναι καλά και θα ’βρεις άλλες δέκα).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να! και παρατηρείται κίνηση κατά την οποία τα δάχτυλα ανοιγοκλείνουν αλλεπάλληλες φορές ακουμπώντας στις άκρες τους, υπονοώντας στο συνομιλητή το πλήθος.

μπάτσος

μπάτσος, ο, ουσ. [<τουρκ. baç (= διόδια, φόρος, φοροεισπράκτορας, χαράτσι· εκβιασμός) + κατάλ. -ος], (υποτιμητικά ή υβριστικά) ο χωροφύλακας, ο αστυφύλακας, ο αστυνομικός: «μόλις είδαν να ’ρχονται οι μπάτσοι, το ’βαλαν όλοι στα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες πιάσ’ τε τα γεφύρια, μπάτσοι κλάσ’ τε μας τ’ αρχίδια // μπάτσοι και χωροφυλάκοι μας χαλάσαν, βρε, το τσαρδάκι). Η λαϊκή παρετυμολογία βγάζει τη λ. μπάτσος από το ότι, παλιότερα οι χωροφύλακες, ιδίως αυτοί που υπηρετούσαν στην επαρχία, έδερναν (μπάτσιζαν) ασύστολα τους υπόπτους που συλλάμβαναν· βλ. και λ. μπάτσα·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, αναρχικό σύνθημα·
- μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι! φοιτητικό σύνθημα που κυριάρχησε στις διαδηλώσεις τον τελευταίο χρόνο της δικτατορίας και τα πρώτα χρόνια τη μεταπολίτευσης στην Ελλάδα.

μυαλό

μυαλό, το, ουσ. [<μσν. μυαλόν <μτγν. μυαλός <αρχ. μυελός], το μυαλό, ο εγκέφαλος. 1. η αντίληψη, η εξυπνάδα: «το μυαλό είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ’ τα ζώα». 2. η σύνεση: «όταν ενεργεί κανείς χωρίς μυαλό, μπαίνει σε περιπέτειες». 3. ο αρχηγός, αυτός που αποφασίζει και οργανώνει ένα σχέδιο, μια επιχείρηση, νόμιμη ή παράνομη: «το μυαλό εδώ μέσα είμαι εγώ, κι αν έχει κανείς αντίρρηση, να το πει απ’ την αρχή». 4. στον πλ. τα μυαλά, φαγητό που αποτελείται κυρίως από μυαλό: «μυαλά πανέ || μυαλά σοτέ». Υποκορ. μυαλουδάκι, το (βλ. λ.). Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και μυαλός, ο. (Ακολουθούν 322 φρ.)·
- αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό, άνθρωπος που δεν αλλάζει γνώμη και όταν ακόμη έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «απ’ τη στιγμή που επιμένει σ’ αυτό που σου είπε, μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί έχει αγύριστο μυαλό». Συνών. αγύριστο κεφάλι·
- αδειάζω το μυαλό μου, σβήνω κάθε σκέψη από τη μνήμη μου, δε σκέφτομαι τίποτα: «μόλις πέφτω στο κρεβάτι, κοιμάμαι αμέσως, γιατί έχω μάθει ν’ αδειάζω το μυαλό μου, κι έτσι, δε με απασχολεί τίποτα, που θα μπορούσε να με κρατήσει ξυπνητό»· βλ. και φρ. άδειασε το μυαλό μου·
- άδειασαν τα μυαλά του, βλ. συνηθέστ. χύθηκαν τα μυαλά του·
- άδειασε το μυαλό μου, έπαθα αμνησία, δε θυμάμαι τίποτα: «κοιτούσα μια ώρα τον μπατζανάκη μου και δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος είναι, λες και άδειασε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. αδειάζω το μυαλό μου·
- ακονίζω το μυαλό μου, εξασκώ το μυαλό μου πάνω σε κάτι: «όταν έχω ελεύθερο καιρό, λύνω διάφορες μαθηματικές ασκήσεις για ν’ ακονίζω το μυαλό μου»·
- ακονισμένο μυαλό, χαρακτηρίζει το πανέξυπνο άτομο: «έχω γνωρίσει πολλούς έξυπνους ανθρώπους, αλλά τέτοιο ακονισμένο μυαλό πρώτη μου φορά συνάντησα»·
- αλλάζω μυαλό ή αλλάζω μυαλά, αλλάζω συμπεριφορά, συνετίζομαι, σταματώ μια κακή μου δραστηριότητα: «όλοι του ’λεγαν ν’ αλλάξει μυαλό, γιατί θα καταστραφεί, αλλά αυτός συνέχισε να χαρτοπαίζει, ώσπου έχασε όλη του την περιουσία». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά, σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άνθρωπος με μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. φρ. από μυαλό να φάν’ κι οι κότες·
- από μυαλό να φάν’ κι οι κότες, λέγεται με ειρωνική διάθεση για άτομο που είναι ανόητο, κουτό: «έχει καθόλου μυαλό ο τάδε, για να του αναθέσω μια δουλειά; -Τι να σου πω, από μυαλό να φαν’ κι οι κότες»· βλ. και φρ. … να φάν’ κι οι κότες, λ. κότα·
- βάζω κάτι στο μυαλό μου ή βάζω στο μυαλό μου κάτι, σκέφτομαι επίμονα να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι: «αν βάλει κάτι στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το πραγματοποιήσει»·
- βάζω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι, φαντάζομαι, λογαριάζω, σχεδιάζω: «κάθε φορά που πλησιάζει καλοκαίρι, βάζω με το μυαλό μου να πάω στα νησιά, αλλά πού τέτοια τύχη!». β. θεωρώ ενδεχόμενο κάτι, υποθέτω, υποπτεύομαι: «δεν ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ, εγώ όμως βάζω με το μυαλό μου πως κι ο τάδε είναι μπερδεμένος σ’ αυτή τη βρομοδουλειά»·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, κάνω διάφορες σκέψεις, ιδίως δυσάρεστες: «όταν αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι»·
- βάζω μυαλά ή βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, συνετίζομαι, φρονιμεύω: «αν δε βάλεις μυαλό, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουνε ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά
- βάζω πολλά με το μυαλό μου, σκέφτομαι, υποπτεύομαι πολλά, ιδίως δυσάρεστα: «πρώτη φορά είναι που δεν έρχεται ο τάδε στο ραντεβού μας, γι’ αυτό βάζω πολλά με το μυαλό μου»·
- βάζω στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω στο νου μου, λ. νους·
- βάζω το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω το κακό με το νου μου, λ. νους·
- βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, χρησιμοποιώ το μυαλό μου, κάνω τους απαραίτητους λογικούς συνδυασμούς, ενεργώ έξυπνα: «για να πιάσεις το νόημα, πρέπει να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει || βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και θα βρεις την άκρη του προβλήματός σου»·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου·
- βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! (κατηγορηματικά) κατάλαβέ το! χώνεψέ το(!): «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! || βάλ’ το καλά στο μυαλό σου πως τα ξενύχτια θα σε καταστρέψουν». (Λαϊκό τραγούδι: δε σε μισώ κι αν μου ’φυγες και βάλ’ το στο μυαλό σου,αχάριστα κι αν φέρθηκες δε θέλω το κακό σου
- βάλε βούλα στο μυαλό σου, βλ. λ. βούλα·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό, να μη σου βάλω κρέας (ενν. στον κώλο σου), συμμορφώσου, γιατί αλλιώς θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, συμμορφώσου, γιατί θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «στο λέω για τελευταία φορά, βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας»·
- βασανίζω το μυαλό μου, α. σκέφτομαι πάρα πολύ, εξετάζω λεπτομερειακά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν πάρω μια απόφαση ή πριν προβώ σε μια ενέργεια: «βασάνισα πολύ το μυαλό μου, ώσπου να καταλήξω στην απόφαση ν’ αναλάβω τη δουλειά». β. σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα: «βασανίζει το μυαλό του με την ιδέα πως τον απατάει η γυναίκα του»· βλ. και φρ. στύβω το μυαλό μου·
- βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το μυαλό του πως τον κατηγορώ». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το μυαλό του χίλια δυο ψέματα για να μου πάρει τη δουλειά μεσ’ απ’ τα χέρια». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «με την κρίση που υπάρχει στην αγορά, έβγαλα απ’ το μυαλό μου πως μπορώ ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου ξαναδώσω δανεικά, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου πως σε απάτησε αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το μυαλό σου βγάλε το ό,τι έχω καμωμένο, γιατί κοντά σε σένανε πάντα πιστή θα μένω). Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- γεννάει το μυαλό του, είναι επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί είναι άνθρωπος που γεννάει το μυαλό του»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. λ. γλώσσα·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, εντύπωσέ το καλά στη μνήμη σου, να το θυμάσαι. Λέγεται περισσότερο με απειλητική διάθεση: «γράψ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου αυτό που είπες για μένα, γιατί δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σκληρός, ήταν πικρός ο χωρισμός της, πέρασα βάσανα μεγάλα και πολλά, μα της το είπα να το γράψει στο μυαλό της ο τελευταίος θα γελάσει πιο καλά
- γυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), α. (με συναισθηματική φόρτιση) θυμάμαι, νοσταλγώ κάτι : «πάντα γυρίζει στο μυαλό μου η γειτονιά που μεγάλωσα». β. δεν μπορώ να ξεχάσω, μου γίνεται έμμονη ιδέα κάτι: «γυρίζει στο μυαλό μου συνέχεια η προσβολή που μου έχεις κάνει»·
- γυρίζει το μυαλό μου, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, ιδίως λόγω πολλών προβλημάτων: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το μυαλό μου»·
- δε βάζει μυαλά ή δε βάζει μυαλό, δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «χίλιες φορές τον έχω συμβουλέψει ν’ αφήσει αυτές τις παλιοπαρέες, αλλά δε βάζει μυαλό». (Τραγούδι: άσπρισε η κούτρα σου Μιχάλη, αλλά μυαλό δεν έχεις βάλει
- δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, δεν ξεχνώ, δεν μπορώ να ξεχάσω, ιδίως κάτι κακό: «δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου πώς κάθισε και είπε τέτοιες ανοησίες για μένα»· βλ. και φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου·
- δε θέλει μυαλό ή δε θέλει και πολύ μυαλό, είναι αυτονόητο: «αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί, έτσι δεν είναι; -Δε θέλει και πολύ μυαλό»·
- δε σκοτίζει το μυαλό του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται για κάτι, αδιαφορεί εντελώς: «δε σκοτίζει το μυαλό του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: δε σκοτίζω το μυαλό μου· θα χορέψω ζεϊμπεκιά· κι αν μου έφυγε η μικρή μου δεν θα στενοχωρηθώ· θα τραβήξω τα ποτήρια και θα πάω να κοιμηθώ
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, έχει διανοητικά προβλήματα, είναι πειραγμένος: «μην παίρνεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί δε στέκει καλά στα μυαλά του ο άνθρωπος»·
- δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου·
- δεν αλλάζει μυαλά ή δεν αλλάζει μυαλό, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν αλλάζει τις κακές του συνήθειες, δε συμμορφώνεται: «ο γιατρός τον συμβούλεψε να κόψει το τσιγάρο μαχαίρι, αλλά αυτός δεν αλλάζει μυαλά και καπνίζει σαν φουγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. φρ. δε στέκει καλά στα μυαλά του·
- δεν είναι στα μυαλά του, δε σκέφτεται σωστά, λογικά, έχει διανοητικά προβλήματα και, κατ’ επέκταση, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά που λέει, γιατί δεν είναι στα μυαλά του ο άνθρωπος». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν έπηξαν ακόμα τα μυαλά του ή δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του, δεν ωρίμασε διανοητικά, ενεργεί, συμπεριφέρεται ανόητα, επιπόλαια: «μην του εμπιστεύεσαι δύσκολες δουλειές, γιατί είναι παιδί και δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του». (Λαϊκό τραγούδι: για κόψε τις φιγούρες σου και τα παινέματά σου, χρόνια τραβιέσαι στο γκεζί δεν πήξαν τα μυαλά σου;
- δεν έχει δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, της γειτονιάς το βλάμη; Τον λένε μαχαλόμαγκα, μυαλό δεν έχει δράμι)·
- δεν έχει καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει κουκούτσι μυαλό, α. είναι ολωσδιόλου άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «ακόμα και στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «μόνο ο τάδε θα μπορούσε να επιχειρήσει ένα τέτοιο σάλτο, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό»·
- δεν έχει μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει μυαλό, α. είναι άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «δεν μπορώ να κάνω δουλειά μαζί του, γιατί δεν έχει μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «βεβαίως και δεν τολμώ να κάνω ό,τι κάνει ο τάδε, γιατί αυτός δεν έχει μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν καταστραφώ εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά μυαλό δεν έχω πια
- δεν έχει μυαλό για…, δεν έχει τη διάθεση, την όρεξη, δεν είναι συγκεντρωμένος για να κάνει κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή την κοπέλα, δεν έχει μυαλό για διάβασμα»·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν έχει μυαλό·
- δεν έχει μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, δε σκέφτεται σωστά, δεν ενεργεί σωστά, όχι επειδή έχει διανοητικά προβλήματα, αλλά γιατί απασχολεί τη σκέψη του κάτι άλλο από αυτό που κάνει, γιατί είναι αφηρημένος: «μπορεί να διαβάζει απ’ το πρωί, αλλά δεν έμαθε τίποτα, γιατί δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του»·
- δεν κατεβάζει το μυαλό του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «με την παραμικρή δυσκολία τα χάνει, γιατί δεν κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. δεν κατεβάζει η γκλάβα του / δεν κατεβάζει η κεφάλα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν κατεβάζει η κούτρα του / δεν κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του / δεν κατεβάζει το νιονιό του / δεν κατεβάζει το ξερό του· βλ. και φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του, λ. στροφή·
- δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό, δεν αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφος: «πρέπει να του το δείξεις πολλές φορές πώς να το κάνει, γιατί δεν κόβει το μυαλό του». Συνών. δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα / δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα / δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα / δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα / δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους / δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι / δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό / δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, έχω έμμονη ιδέα για κάποιον ή για κάτι: «δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως η γυναίκα μου έχει εραστή || δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως με πρόδωσε ο φίλος, μου»·
- δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «απ’ τη στιγμή που δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, πώς θέλεις να σου πω τι θα κάνει;»·
- δεν ορίζω το μυαλό μου, βλ. φρ. δεν ορίζω το νου μου, λ. νους·
- δεν παίρνει στροφές το μυαλό του ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. λ. στροφή·
- δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, δεν τα υποθέτω, δεν τα φαντάζομαι, είναι πραγματικά, αληθινά αυτά που σου λέω, δεν είναι δικά μου κατασκευάσματα: «θέλω να πιστέψεις αυτά που σου λέω, γιατί δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου». Συνών. δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου·
- δεν τα παίρνει το μυαλό του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «όσα φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν φώναξαν οι γονείς του να τον προγυμνάσουν, ε, δεν τα παίρνει το μυαλό του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν τα παίρνει η γκλάβα του / δεν τα παίρνει η κεφάλα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα παίρνει η κούτρα του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του / δεν τα παίρνει το νιονιό του / δεν τα παίρνει το ξερό του·
- δεν το βάζει το μυαλό μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει το μυαλό μου(!)·
- δεν το χωράει το μυαλό μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει το μυαλό μου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν το χωράει το μυαλό κι ο νους μ’ ακόμα μέχρι χτες φιλιά στο στόμα μου ’δινες εσύ. Γιατί κακούργα αχ! γιατί να με προδώσεις, σε μια νύχτα να μου φέρεις την καταστροφή;
- δεν του ’μεινε δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό, από ένα σημείο και πέρα η συμπεριφορά του έγινε ακόμα χειρότερη, έχασε εντελώς το μυαλό του, θεωρείται πια εντελώς ανεύθυνος, ασύνετος, δε λογαριάζει τίποτε: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη σουρλουλού, δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- δεν του ’μεινε μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δουλεύει το μυαλό του, είναι εύστροφος, έξυπνος, επινοητικός: «δε σταματάει μπροστά σε κανένα εμπόδιο, γιατί δουλεύει το μυαλό του»·
- δράμι μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- έγινε το μυαλό μου κουρκούτι ή έγινε κουρκούτι το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κουρκούτιασε το μυαλό μου·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο είπε ή έκανε κάποιος κάτι, όχι γιατί μας λείπει η νοημοσύνη, αλλά επειδή το θεωρούμε πέρα για πέρα έξω από τα παραδεκτά όρια: «σκότωσε το παιδί του, γιατί πήγε κινηματογράφο χωρίς να πάρει την άδειά του. -Εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου»·
- είναι ανάπηρος στο μυαλό, (ειρωνικά) είναι διανοητικά καθυστερημένος: «μην τον μαλώνεις τον άνθρωπο, γιατί είναι ανάπηρος στο μυαλό»·
- είναι ανοιχτό μυαλό, βλ. φρ. έχει ανοιχτό μυαλό·
- είναι αργός στο μυαλό, είναι αργόστροφος, είναι βραδύνους: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του το πεις πολλές φορές, γιατί είναι αργός στο μυαλό»·
- είναι γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι καλό μυαλό, σκέφτεται σωστά, έξυπνα: «όταν έχω κάποιο πρόβλημα, παίρνω τη γνώμη του τάδε, γιατί είναι καλό μυαλό»·
- είναι κοφτερό μυαλό, βλ. φρ. έχει κοφτερό μυαλό·
- είναι μεγάλο μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι μικρός στο μυαλό, είναι μικρόνους, δεν είναι έξυπνος: «μην του βάλεις να κάνει δύσκολα πράγματα, γιατί είναι μικρός στο μυαλό και δε θα τα καταφέρει»·
- είναι να χάνεις το μυαλό σου! έκφραση έντονης απορίας για κάτι που βλέπουμε ή μας λένε ή για κάτι που έγινε ή γίνεται και που είναι αδύνατο να το πιστέψουμε: «είναι να χάνεις το μυαλό σου πώς τα κατάφερε απ’ τη μια μέρα στην άλλη αυτός ο άνθρωπος κι έγινε ζάμπλουτος!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι να χάνεις το μυαλό σου εδώ και πέρα, μας έχουν πάρει οι γυναίκες τον αέρα
- είναι πειραγμένο το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- είναι( πολύ) μυαλό, α. είναι (πολύ) έξυπνος, είναι τετραπέρατος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις, γιατί είναι πολύ μυαλό και πάντα βρίσκει τον τρόπο να ξεγλιστρά». β. είναι (πολύ) ειδικός σε μια τέχνη: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι πολύ μυαλό». γ. (γενικά) έχει (πολλές) γνώσεις, είναι διάνοια: «ό,τι και να τον ρωτήσεις, το ξέρει, γιατί είναι πολύ μυαλό»·
- είναι σκόρπιο το μυαλό μου, βλ. φρ. σκόρπισε το μυαλό μου·
- είναι στενό μυαλό, βλ. φρ. έχει στενό μυαλό·
- είναι φτενό μυαλό, βλ. φρ. έχει φτενό μυαλό·
- είναι φτωχός στο μυαλό ή είναι φτωχός στα μυαλά, βλ. λ. φτωχός·
- έλα στα μυαλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «με την οικονομική κρίση που υπάρχει, δεν είναι για εμπορικά ανοίγματα, έλα στα μυαλά σου». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμεινε στο μυαλό μου (κάτι) ή μου ’μεινε στο μυαλό (κάτι), βλ. φρ. έμεινε στη μνήμη μου (κάτι), λ. μνήμη·
- ένα μυαλό κι αυτό ρωμαίικο! βλ. φρ. ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι·
- ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε, όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι και δεν μπορούμε, ή όταν μας παρατηρεί κάποιος ότι ξεχάσαμε κάτι, που ίσως δεν έπρεπε να το είχαμε ξεχάσει. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί τη φρ. το τι περιμένεις ή το τι περίμενες·
- έπαθε το μυαλό του, έχει διανοητικό πρόβλημα, έχει βλάβη στο μυαλό: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έπαθε το μυαλό του και δε θέλει να δει άνθρωπο»·
- έπηξαν τα μυαλά του ή έπηξε το μυαλό του, ωρίμασε διανοητικά και συμπεριφέρεται σωστά, λογικά: «τώρα που έπηξαν τα μυαλά του, μπορώ να του δώσω λεφτά για να κάνει κάποια δικιά του δουλειά || τώρα που έπηξαν τα μυαλά του μπορεί, αν θέλει, να παντρευτεί»·
- επικοινωνείς με το μυαλό σου; έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσαρέσκειας σε άτομο που μας δίνει την εντύπωση πως δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι συμβαίνει γύρω του, πως δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας και συμπεριφέρεται παράλογα ή μας ζητάει παράλογα πράγματα: «επικοινωνείς με το μυαλό σου που θέλεις να τα βάλεις μ’ αυτόν το γίγαντα; || μόλις τελειώσω τη δουλειά θέλω να μου δώσεις τα διπλάσια απ’ όσα συμφωνήσαμε. -Επικοινωνείς με το μαυλό σου, άνθρωπέ μου;»·
- έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), θυμάμαι κάτι, αναλογίζομαι: «κάθε τόσο έρχεται στο μυαλό μου η παιδική μου παρέα και μελαγχολώ»·
- έφυγε το μυαλό μου απ’ τη θέση του, βλ. φρ. μου ’φυγε το μυαλό·
- έχασε τα μυαλά του ή έχασε το μυαλό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ ερωτευμένο: «απ’ την ώρα που την είδε, έχασε το μυαλό του γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα έχω χάσει το μυαλό μου και πνίγομαι μες τα ρηχά νερά. Για σένανε μικρό μελαχρινό μου βουτήχτηκα στη μαύρη συμφορά). β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με κάτι, που θέλει πάρα πολύ να το αποκτήσει: «έχασε το μυαλό του μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσει αν δεν τ’ αγοράσει»·
- έχε το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου! λ. νους·
- έχε το μυαλό σου, βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου, λ. νους·  
- έχει αλλού το μυαλό του, είναι αφηρημένος, δεν παρακολουθεί αυτά που λέγονται ή γίνονται κάποια συγκεκριμένη στιγμή: «τον πέταξε ο καθηγητής έξω απ’ την τάξη γιατί, όση ώρα παρέδιδε, αυτός είχε αλλού το μυαλό του»·
- έχει ανοιχτό μυαλό, έχει ευρύτητα σκέψης, δεν έχει προκαταλήψεις: «παρόλο που είναι ηλικιωμένος, έχει ανοιχτό μυαλό, γι’ αυτό και συνεννοείται μια χαρά με τη νεολαία»· 
- έχει άχυρα στο μυαλό, βλ. λ. άχυρο·
- έχει βλάβη στο μυαλό, βλ. λ. βλάβη·
- έχει γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει ελεφαντίαση στο μυαλό, βλ. λ. ελεφαντίαση·
- έχει καθαρό μυαλό ή έχει μυαλό καθαρό, δεν τον απασχολεί κάποιο πρόβλημα, οπότε έχει τη δυνατότητα να κρίνει ή να αποφασίζει σωστά για κάτι: «όταν ο άνθρωπος έχει καθαρό μυαλό, παίρνει και τις σωστές αποφάσεις»·
- έχει καλό μυαλό, βλ. φρ. είναι καλό μυαλό·
- έχει κάλο στο μυαλό, βλ. λ. κάλος·
- έχει κόλλημα στο μυαλό, είναι προσκολλημένος σε μια ιδέα, έχει μονομανίες ή είναι συντηρητικός: «έχει τέτοιο κόλλημα στο μυαλό, που δεν παντρεύεται, αν δε βρει παρθένα γυναίκα»·
- έχει κουινάκια στο μυαλό του, βλ. λ. κουινάκι·
- έχει κουρκουμπίνια στο μυαλό του, βλ. λ. κουρκουμπίνι·
- έχει κοφτερό μυαλό, α. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, αντιλαμβάνεται τα πάντα στη στιγμή: «πήγε μπροστά στη ζωή του, γιατί έχει κοφτερό μυαλό». β. έχει πολλές γνώσεις, είναι διάνοια: «μας διδάσκει ένας καθηγητής, που έχει πολύ κοφτερό μυαλό». γ. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι αργόστροφος: «αν πεις για τον τάδε, έχει τόσο κοφτερό μυαλό, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι!»·
- έχει λίγο μυαλό, βλ. φρ. είναι φτωχός στο μυαλό, λ. φτωχός·
- έχει μονόπλευρο μυαλό, σκέπτεται, υπολογίζει μόνο για τον εαυτό του: «όταν πρόκειται για θέματα κέρδους αφήνει κατά μέρος τη δημοκρατική του ιδεολογία, γιατί έχει μονόπλευρο μυαλό»·
- έχει μυαλό, είναι γνωστικός, συνετός: «μόλις κατάλαβε πως θα γινόταν φασαρία, σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί έχει μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει μυαλό αλφάδι, είναι πολύ συγκροτημένος: «κάθε μου πρόβλημα το συζητώ με τον τάδε, γιατί έχει μυαλό αλφάδι και πάντοτε μου βρίσκει λύση»·
- έχει μυαλό καδρόνι, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, είναι βλάκας: «με τέτοιο μυαλό καδρόνι που έχει, πώς να καταλάβει τι του λες;»·
- έχει μυαλό κότας, είναι εντελώς άμυαλος, εντελώς ανόητος, είναι πολύ βλάκας: «αυτός δεν είναι για δουλειά, γιατί έχει μυαλό κότας»·
- έχει μυαλό ξουράφι, α. είναι πανέξυπνος, έχει κοφτερό μυαλό: «αυτός έχει μυαλό ξουράφι και δύσκολα μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει». β. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι πολύ αργόστροφος: «έχει τόσο μυαλό ξουράφι ο τύπος, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι»·
- έχει μυαλό οκάδες, είναι πανέξυπνος: «κανένας δεν μπορεί να ξεγελάσει αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει μυαλό οκάδες»·
- έχει πειραγμένο μυαλό, έχει διανοητικά προβλήματα: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί έχει πειραγμένο μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει πίτουρα στο μυαλό, βλ. λ. πίτουρο·
- έχει πολλά στο μυαλό του, έχει πολλές έγνοιες, πολλές φροντίδες ή έχει πολλές ιδέες στο κεφάλι του: «είναι πολύ στενοχωρημένος, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του || πάντα να ρωτάς τον τάδε, όταν θέλεις να κάνεις κάτι, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του»·
- έχει πολύ μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει πριονίδια στο μυαλό, βλ. λ. πριονίδι·
- έχει ρόζο στο μυαλό, βλ. λ. ρόζος·
- έχει ροκανίδια στο μυαλό, βλ. λ. ροκανίδι·
- έχει σκατά στο μυαλό, βλ. λ. σκατά·
- έχει στενό μυαλό, έχει περιορισμένη αντίληψη, είναι μικρόνους, στενόμυαλος: «δεν μπορεί να πιάσει τέτοια υψηλά νοήματα, γιατί έχει στενό μυαλό»·
- έχει στόκο στο μυαλό, βλ. λ. στόκος·
- έχει σύφιλη στο μυαλό, βλ. λ. σύφιλη·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, είναι άμυαλος, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος ή ριψοκίνδυνος: «μην κάνεις καμιά δουλειά μαζί του, γιατί έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του || μην πας για ορειβασία μαζί του στον Όλυμπο, γιατί αυτός έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του»·
- έχει τα μυαλά της πούτσας μου ή έχει το μυαλό της πούτσας μου, βλ. λ.πούτσα·
- έχει τετράγωνο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί, έχει συνέχεια τη σκέψη του σε κάτι που του ευχαριστεί απόλυτα, ιδίως στο σεξ: «απ’ τη μέρα που πήγε με γυναίκα και κατάλαβε τη γλύκα ο πιτσιρικάς, έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψητό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό, ενδιαφέρεται συνέχεια για το προσωπικό του συμφέρον: «απ’ τη μέρα που έκανε μια δουλειά και τα κονόμησε, έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του στη θέση του, α. είναι γνωστικός, συνετός, είναι άνθρωπος προσγειωμένος: «δε λέει πράγματα που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του». β. δεν είναι παράτολμος, δεν είναι ριψοκίνδυνος: «δεν κάνει επικίνδυνα ανοίγματα στη δουλειά του, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του»·
- έχει φρέσκο μυαλό, είναι ξεκούραστος, οπότε μπορεί να σκεφτεί γόνιμα, δημιουργικά: «ξεκουράστηκε μια χαρά στις διακοπές του και τώρα που επέστρεψε, έχει φρέσκο μυαλό και είναι έτοιμος για διάφορες δουλειές»·
- έχει φτενό μυαλό, δεν έχει πολύ μυαλό, είναι ανόητος, κουτός: «μην είσαι σίγουρος πως θα σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί έχει φτενό μυαλό και με την παραμικρή δυσκολία κομπλάρει»·
- έχει φωτεινό μυαλό, διαθέτει ευρύτητα πνεύματος, δέχεται καθετί που είναι νέο, σύγχρονο, προοδευτικό: «μας λύνει κάθε μας απορία, γιατί έχει φωτεινό μυαλό αυτός ο άνθρωπος || μπορεί να είναι ηλικιωμένος, αλλά έχει φωτεινό μυαλό και αφουγκράζεται τις ανησυχίες της νεολαίας καλύτερα από κάθε άλλον, δήθεν προοδευτικό»·
- έχει χοντρό μυαλό, α. δυσκολεύεται να καταλάβει, να κατανοήσει κάτι, είναι ανόητος, βλάκας, χοντροκέφαλος: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές για να το καταλάβει, γιατί έχει χοντρό μυαλό». β. επιμένει στην άποψή του, ακόμη και αν αυτή είναι λανθασμένη, είναι πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί έχει χοντρό μυαλό»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- έχω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), α. σκέφτομαι κάποιον ή κάτι: «όσον καιρό έλειπες, σ’ είχα στο μυαλό μου || πάντα έχω στο μυαλό μου τις ευτυχισμένες μέρες που περάσαμε μαζί»·
- έχω στο μυαλό μου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να…, λ. νους·
- έχω το μυαλό μου (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. φρ. έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), λ. νους·
- έχω το μυαλό μου όλο…, επιδιώκω συστηματικά κάτι: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, έχω το μυαλό μου όλο στα ταξίδια || τα παιδιά έχουν το μυαλό τους όλο στο παιχνίδι»·
- ηρέμησε το μυαλό μου, απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το μυαλό μου || τώρα που παντρεύτηκε η κόρη μου ηρέμησε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, άρχισε πάλι να σκέφτεται σωστά, λογικά: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως οι παλιοπαρέες θα τον κατέστρεφαν, ήρθε το μυαλό του στη θέση του και τις έκοψε μαχαίρι»·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. φρ. ήρθε το μυαλό του στη θέση του·
- θα μου στρίψει το μυαλό, αντιμετωπίζω απανωτές δυσκολίες, απανωτά προβλήματα και δεν μπορώ να βρω διέξοδο, να βρω λύση, κινδυνεύω να τρελαθώ: «αν συνεχίσει αυτή η αναδουλειά, θα μου στρίψει το μυαλό, γιατί δεν μπορώ να βρω τρόπο ν’ αντεπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό) ·
- θα μου φύγει το μυαλό, έκφραση απορίας για κάτι που μας συνέβη και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε: «εδώ άφησα τον αναπτήρα μου, πώς χάθηκε ξαφνικά· θα μου φύγει το μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: εχτές ακόμα έφκιαχνα καράβια με χαρτόνια μα θα μου φύγει το μυαλό, στα σωστά· πώς πέρασαν τα χρόνια;)· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θα σου στρίψει το μυαλό, θα νιώσεις πολύ μεγάλη έκπληξη, θα νιώσεις κατάπληξη για κάτι καλό ή κακό: «αν δεις τι γκομενάρα κυκλοφορεί ο άτιμος, θα σου στρίψει το μυαλό»·
- θα σου φύγει το μυαλό, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, έκφραση απελπισίας κάποιου με τη έννοια πως θα αυτοκτονήσει με πυροβόλο όπλο: «περνώ τόσο δύσκολη περίοδο, που θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- θα χάσεις το μυαλό σου, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα χάσω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θηλυκό μυαλό, είναι πολύ επινοητικός, είναι πολυμήχανος, γεννάει το μυαλό του: «δεν μπορείς από πουθενά να τον στριμώξεις, γιατί είναι θηλυκό μυαλό και πάντα βρίσκει τρόπο να ξεφεύγει»·
- θόλωσε το μυαλό μου απ’ την πείνα ή το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μυαλό του, δεν άντεξε, ήρθε σε απόγνωση και δεν ήξερε πώς να ενεργήσει, ή ενήργησε καταστροφικά εναντίον κάποιου ή ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό του: «όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον, θόλωσε το μυαλό του και τους σκότωσε με το πιστόλι του || θόλωσε το μυαλό του απ’ την ανέχεια κι έπεσε απ’ τον έκτο όροφο στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: από το ντέρτι το πολύ θολώνει το μυαλό μου και η καρδιά μου η δύστυχη σπαράζει απ’ τον καημό μου
- θόλωσε το μυαλό του απ’ την πείνα, βλ. συνηθέστ. γυαλίζει το μάτι του απ’ την πείνα, λ. μάτι·
- καθαρό μυαλό, που είναι απαλλαγμένο από έγνοιες ή προβλήματα: «χωρίς καθαρό μυαλό δεν μπορώ να πάρω καμιά απόφαση»·
- καθόλου μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- και τα μυαλά στα κάγκελα, έκφραση με την οποία κάποιος φίλαθλος δηλώνει με φανατισμό την αγάπη του για κάποια ποδοσφαιρική ομάδα ή για κάποια ομάδα μπάσκετ. (Λαϊκό τραγούδι: κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού). Η πατρότητα του συνθήματος ανήκει στους ευρηματικούς φιλάθλους της ποδοσφαιρικής ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. Θεσσαλονίκης·
- καλά μυαλά! ευχή που δίνεται συνήθως από τους μεγαλύτερους προς τους νεότερους για να ενεργούν ή να συμπεριφέρονται σωστά, αλλά και μεταξύ των νέων, όταν κάποιος τους φαίνεται εντελώς ελαφρόμυαλος ή όταν θέλουν να προσποιηθούν τους έμπειρους ή τους μυαλωμένους: «άντε καλά μυαλά και καλά καμάκια τώρα που φεύγεις για διακοπές»·
- κάνει με το μυαλό του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι του περάσει απ’ το μυαλό, ενεργεί όπως θέλει, όπως του αρέσει, και συνήθως χωρίς περίσκεψη: «δεν είναι σοβαρός άνθρωπος, γιατί κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του»·
- κατεβάζει απ’ το μυαλό του, σκέφτεται ή λέει πράγματα που δεν έγιναν, τα υποθέτει, τα φαντάζεται: «κάθε τόσο κατεβάζει απ’ το μυαλό του απίθανα πράγματα και το κακό είναι πως στο τέλος τα πιστεύει»· βλ. και φρ. γεννάει το μυαλό του·
- κατεβάζει το μυαλό του, είναι έξυπνος, επινοητικός: «ξεπερνάει όλες τις δυσκολίες, γιατί κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλούβιο μυαλό, χαρακτηρίζει τον ανόητο, τον κουτό, τον βλάκα: «μήπως περίμενες καλύτερη συμπεριφορά από έναν άνθρωπο με κλούβιο μυαλό;»·
- κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), απασχολεί επίμονα τη σκέψη μου, επανέρχεται επίμονα στη σκέψη μου κάποιος ή κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, κλωθογυρίζει στο μυαλό μου || τον τελευταίο καιρό κλωθογυρίζει στο μυαλό μου η ιδέα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεσκάσω λιγάκι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλο και πιο συχνά το συνέχεια·
- κόβει το μυαλό του ή κόφτει το μυαλό του, α. μπορεί και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του, είναι επινοητικός: «ευτυχώς που κόβει το μυαλό του και ξεπερνάει με ευκολία τις δυσκολίες που του τυχαίνουν». β. αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση ή ποιο είναι το συμφέρον του: «μόλις του τύχει κάποια ευκαιρία, την αρπάζει αμέσως, γιατί κόβει το μυαλό του». Συνών. κόβει η γκλάβα του / κόβει η κεφάλα του / κόβει η κόκα του / κόβει η κούτρα του / κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το νιονιό του / κόβει το ξερό του·
- κολλημένο μυαλό, βλ. φρ. έχει κόλλημα στο μυαλό·
- κόλλησε το μυαλό μου, α. αδράνησε η σκέψη ή η μνήμη μου, έχω προσωρινό κενό, δυσκολία να θυμηθώ ή να σκεφτώ κάτι: «έλα πες τ’ όνομά του, γιατί εμένα κόλλησε το μυαλό μου και δεν μπορώ να θυμηθώ». β. δεν μπορώ να σκεφτώ το σωστό τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσω για να βγω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι: «είχα τέτοια ταραχή, που κόλλησε το μυαλό μου και δεν ήξερα τι να κάνω για να τους αποφύγω»·
- κουκούτσι μυαλό! χαρακτηρίζει άτομο που είναι ολωσδιόλου άμυαλο, ανόητο, κουτό, βλάκας: «ε, βρε, αυτό το παιδί, κουκούτσι μυαλό!». Πρβλ.: για σένα ό,τι και δεν είχα το χάλασα κορίτσι μου τρελό κι αν πάντα σου ξηγιόμουνα στην τρίχα, κουκούτσι εσύ δεν έβαλες μυαλό (Λαϊκό τραγούδι)·
- κουρκούτιασε το μυαλό μου, έχασα την πνευματική μου διαύγεια, την ευθυκρισία μου, τη μνήμη μου, λόγω υπερβολικής πνευματικής κούρασης, λόγω πολλών προβλημάτων ή λόγω προχωρημένων γηρατειών: «διάβασα τόσο πολύ, που στο τέλος κουρκούτιασε το μυαλό μου || με απασχολούν τόσα πολλά προβλήματα, που κουρκούτιασε το μυαλό μου || είναι τόσο γέρος, που κουρκούτιασε το μυαλό του»·
- κρατώ στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ στο νου μου, λ. νους·  
- λέω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι χωρίς να εκφέρω τη γνώμη μου: «μόλις είδα να σκουραίνουν τα πράγματα, δε φεύγεις, λέω με το μυαλό μου, κι έφυγα αμέσως». β. λογαριάζω, υπολογίζω: «είναι το τρίτο καλοκαίρι που λέω με το μυαλό μου να πάω διακοπές στα νησιά, αλλά δε βλέπω πάλι να τα καταφέρνω»·
- μαζεύω τα μυαλά μου ή μαζεύω το μυαλό μου, αφήνω την άστατη ζωή, συγκεντρώνομαι: «αν δε μαζέψεις τα μυαλά σου, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κοίταξε ν’ αλλάξεις γνώμη, να μαζέψεις τα μυαλά σου κι αν σου μείνει μια δεκάρα, να τη φέρνεις στα παιδιά σου
- με καθαρό μυαλό ή με μυαλό καθαρό ή με καθαρό το μυαλό ή με το μυαλό καθαρό, χωρίς να το απασχολεί κάτι σοβαρό, οπότε μπορεί κανείς να κρίνει ή να αποφασίσει σωστά: «πήρε την απόφασή του με καθαρό μυαλό || όταν πρόκειται να πάρει μια μεγάλη απόφαση, την παίρνει πάντοτε με καθαρό το μυαλό»·
- με τα μυαλά που έχει… ή με το μυαλό που έχει…, με τον τρόπο που σκέφτεται ή που ενεργεί κάποιος και που δεν είναι ο ενδεδειγμένος: «με τα μυαλά που έχει περί γάμου, τον βλέπω να μένει γεροντοπαλίκαρο»· βλ. και φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει(…)·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του·
- με τα μυαλά που κουβαλάει ή με το μυαλό που κουβαλάει, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι δεν είναι έξυπνος, ότι δεν έχει αντίληψη ή σύνεση, ή ότι είναι παράτολμος ή ριψοκίνδυνος, και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να φέρει σε πέρας αυτό που έχει αναλάβει ή αυτό που επιδιώκει, ή, γενικά, πως θα αποτύχει στη ζωή του: «με τα μυαλά που κουβαλάει, δεν τη γλιτώνει τη χρεοκοπία || με το μυαλό που κουβαλάει, τον βλέπω να καταλήγει στη φυλακή». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το αγόρι μου ή με το κορίτσι μου, ανάλογα με το φύλο στο οποίο απευθυνόμαστε· βλ. και φρ. με τα μυαλά που έχει(…)·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, με τον τρόπο που σκέφτεται θα καταστραφεί: «έχει ολόκληρη περιουσία, αλλά με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, γιατί η νύχτα δε βγάζει ποτέ σε καλό»·
- με τα μυαλά που κυβερνάει ή με το μυαλό που κυβερνάει, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις και μου λες, πως δεν φοβάσαι μαχαιριές. Το κεφαλάκι σου θα φας, με τα μυαλά που κυβερνάς!)
- με το μυαλό του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το μυαλό του είναι μεγάλος και τρανός || με το μυαλό του όλα μπορεί να τα κατορθώσει»·
- με το φτωχό μου το μυαλό, βλ. λ. φτωχός·
- μεγάλο μυαλό, βλ. συνηθέστ. μεγάλο κεφάλι, λ. κεφάλι·
- μέχρις εκεί πάει το μυαλό του ή μέχρις εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί πάει το μυαλό του·
- μη μας ζαλίζεις το μυαλό ή μη μου ζαλίζεις το μυαλό, παρακλητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί με τη συνεχή φλυαρία του, ιδίως να πάψει να μας εκνευρίζει αναφερόμενος συνεχώς στο ίδιο θέμα. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζαλίζεις το μυαλό, μόνο εσένα αγαπώ). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια ή μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια / μη μας ζαλίζεις τον έρωτα ή μη μου ζαλίζεις τον έρωτα·
- μηδενίζει το μυαλό μου, χάνω την ικανότητα να σκέφτομαι ορθά, παραφρονώ: «όταν βλέπω κάποιον να χτυπά γέρο άνθρωπο, μηδενίζει το μυαλό μου και δεν ξέρω τι κάνω». Από την εικόνα του μετρητή που δείχνει μηδέν·
- μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, μάταια προσπαθείς να θυμηθείς κάτι ή μην προσπαθείς να θυμηθείς κάτι είτε γιατί δε θα μπορέσεις να το θυμηθείς είτε γιατί δεν έχει σημασία: «μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν πρόκειται να θυμηθείς το άτομο που σου λέω || μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν έχει πια σημασία ποιος έκανε την αρχή στο μάλωμα, αφού πάλι μόνοιασαν»·
- μου γύρισαν τα μυαλά ή μου γύρισε το μυαλό, εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «μόλις τον άκουσα να βρίζει το γέρο πατέρα του, μου γύρισαν τα μυαλά κι ήθελα να τον σπάσω στο ξύλο»· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά·    
- μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι, μου έκανε να χάσω την πνευματική μου διαύγεια από την ακατάσχετη φλυαρία του, με ζάλισε με την πολυλογία του: «μ’ είχε δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι»·
- μου καρφώθηκε στο μυαλό, μου έγινε κάτι έμμονη ιδέα και δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτή: «όταν μου καρφώθηκε στο μυαλό πως με απατούσε η γυναίκα μου, κινδύνεψα να τρελαθώ»·
- μου μπαίνει στο μυαλό, βλ. φρ. μου μπαίνει στο νου, λ. νους·
- μου ξεσήκωσε τα μυαλά, α. με παρέσυρε να ενεργήσω επικίνδυνα, με παρέσυρε να ενεργήσει παραπέρα από τις δυνατότητές του: «του ξεσήκωσαν τα μυαλά πως μπορούσε να συναγωνιστεί ένα μεγαλοβιομήχανο κι έχασε ό,τι λεφτά είχε στην άκρη». β. με ξεμυάλισε: «με μια της ματιά μου ξεσήκωσε τα μυαλά». (Λαϊκό τραγούδι: έρχεσαι με κοροϊδεύεις κι όλο λες πως μ’ αγαπάς. Τα μυαλά μου ξεσηκώνεις πονηρά σαν με κοιτάς
με ξεμυάλισε: «με το πες πες, μου ξεσήκωσε τα μυαλά και θα πάω κι εγώ μαζί του στις διακοπές»·
- μου πέρασε απ’ το μυαλό, α. σκέφτηκα στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό να του ζητήσω το λόγο, αλλά μετά το μετάνιωσα για να μη γίνει φασαρία ». β. υποπτεύθηκα, υποψιάστηκα κάτι: «για να σου πω την αλήθεια, κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό πως εσύ έβαλες χέρι στο ταμείο»·
- μου πήρε ο Θεός τα μυαλά, βλ. λ. Θεός·
- μου πήρε τα μυαλά ή μου πήρε το μυαλό ή μου ’χει πάρει τα μυαλά ή μου ’χει πάρει το μυαλό, α. (για γυναίκες), την έχω ερωτευτεί σφόδρα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πήρες την καρδιά μου, πήρες το μυαλό μου, πάρε να φοράς και το πουκάμισό μου // όλα τα λεφτά, μωρό μου, όλα τα λεφτά για τα δυο σου μάτια που μου πήραν τα μυαλά // με μία νοικιασμένη κούρσα όλο φιγούρα κι όλο λούσα ο μορφονιός σου έχει πάρει τα μυαλά ). β. (γενικά) με ζάλισε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μου μιλούσε δύο ώρες συνέχεια και μου πήρε το μυαλό». γ. εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ από κάτι και το σκέφτομαι συνεχώς: «μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσω, αν δεν τ’ αγοράσω»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση, βρίσκομαι σε απόγνωση, που κινδυνεύω να αποφασίσω να αυτοκτονήσω με πυροβόλο όπλο: «με βασανίζουν τόσα πολλά προβλήματα, που μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- μου ’ρχεται στο μυαλό (κάποιος ή κάτι), θυμάμαι κάποιον ή κάτι: «κάθε τόσο μου ’ρχεται στο μυαλό η πρώτη μου αγάπη || πολύ συγκινούμαι κάθε φορά που μου ’ρχεται στο μυαλό η παλιά μου γειτονιά»·
- μου σήκωσε τα μυαλά, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά. (Λαϊκό τραγούδι: πάνω που συμμαζεύτηκα κι είπα τσαρδί να στήσω, ήρθες εσύ, σώνει καλά, να μου σηκώσεις τα μυαλά και τα παλιά ν’ αρχίσω! 
- μου σφηνώθηκε στο μυαλό, βλ. φρ. μου καρφώθηκε στο μυαλό·
- μου τρέλανε το μυαλό, α. με ξετρέλανε: «μου έδειξε την καινούρια του γκόμενα και μου τρέλανε το μυαλό». (Τραγούδι: είναι φίνος κανταδόρος κι όπου πάει γίνεται ντόρος και μ’ αυτό μας τρελαίνει το μυαλό). β. με εκνεύρισε με την επιμονή του πάνω σε κάποιο θέμα: «είχε ανάγκη από λεφτά και με τρέλανε το μυαλό να τον βοηθήσω, μέχρι που του τα δίνει κι ησυχάζω»·
- μου ’φυγε το μυαλό, α. ένιωσα έντονη έκπληξη: «μόλις τον είδα με τι γκομενάρα κυκλοφορούσε, μου ’φυγε το μυαλό». β. αντιμετώπισα πολλές αντίξοες καταστάσεις και δεν ήξερα πώς να ενεργήσω: «τον τελευταίο καιρό μου ’φυγε το μυαλό με τα προβλήματα που αντιμετωπίζω και δεν ξέρω με ποιο να πρωτοκαταπιαστώ»·
- μουχλιασμένα μυαλά ή μουχλιασμένο μυαλό, λέγεται για άτομο με απαρχαιωμένες ιδέες: «με τέτοια μουχλιασμένα μυαλά πώς θα μπορέσεις να καταλάβεις τους σημερινούς νέους;»·
- μπίτ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- μπλόκαρε το μυαλό μου ή μπλοκάρισε το μυαλό μου, σταμάτησα να σκέφτομαι προσωρινά, έχασα την ικανότητά μου να ενεργώ ή να κρίνω σωστά: «όταν μπλόκαρε το μυαλό μου, δεν ήξερα πώς να συνεχίσω τη συζήτηση || κάποια στιγμή μπλοκάρισε το μυαλό μου και δεν ήξερα πόσο κάνουν ένα κι ένα»·
- να το βάλεις στο μυαλό σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο μυαλό σου πως σαν τη γυναίκα σου καμιά άλλη δε θα σ’ αγαπήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο μυαλό σου, υπενθύμιση σε κάποιον να θυμάται, να μην ξεχάσει κάτι: «γυρνώντας, να πας να ξοφλήσεις την εφορία, να το ’χεις στο μυαλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: μα θα στο πω, μικράκι μου, να το ’χεις στο μυαλό σου, πως άλλη τέτοια μια καρδιά δε θα ’χεις στο πλευρό σου)· 
- νερούλιασε το μυαλό μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, λογικά, ξεκούτιανα, ξεμωράθηκα: «στην ηλικία που έφτασα πώς να μη νερουλιάσει το μυαλό μου!»·
- νερουλιασμένο μυαλό, που δεν έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί σωστά, λογικά: «κάθε φορά που πίνω πολύ, το πρωί ξυπνώ με νερουλιασμένο μυαλό»·
- ντιπ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- ξεγράφω απ’ το μυαλό μου, α. παύω οριστικά να περιμένω πως θα μου συμβεί κάτι καλό, παύω οριστικά να σκέφτομαι κάτι: «αφού δεν υπάρχουν χρήματα, ξέγραψα απ’ το μυαλό κου τις καλοκαιρινές διακοπές». β. ξεχνώ οριστικά κάποιον, διαγράφω οριστικά κάποιον από τη σκέψη μου: «απ’ τη στιγμή που σε ξέγραψα απ’ το μυαλό μου, είναι σαν να μην υπήρξες ποτέ για μένα»·
- ξεδίνει το μυαλό μου, φεύγω από την καθημερινή πληκτικότητα και το ρίχνω στις διασκεδάσεις, στην ψυχαγωγία, διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, το ρίχνω έξω: «κάθε Σαββατοκύριακο γλεντώ με την παρέα μου για να ξεδίνει το μυαλό μου»·
- ξεθόλωσε το μυαλό μου, ξαναβρήκε την πνευματική του διαύγεια, μπορώ πάλι να σκέφτομαι ή να κρίνω σωστά: «μόνο όταν ξεθόλωσε το μυαλό μου, μπόρεσα να πάρω τη σωστή απόφαση»·
- ξεκαθάρισε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ξεθόλωσε το μυαλό μου·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια, όποιος δεν προνοεί, όποιος δε σκέφτεται, δε μελετάει καλά κάποια ενέργειά του, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «πάνω στη βιασύνη μου, ξέχασα το χαρτοφύλακα με τα συμβόλαια στο γραφείο μου. -Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια», δηλ. τώρα θα αναγκαστείς να ξαναπάς στο γραφείο σου να πάρεις το χαρτοφύλακά σου και να ξανάρθεις. Συνών. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. φρ. όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους σου! λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του άνθρώπου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! λ. νους·
- ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό, οτιδήποτε σου έχει γίνει έμμονη ιδέα, οτιδήποτε και αν βασανίζει τη σκέψη σου: «μόλις σου εξηγήσει πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό θα σου φύγει αμέσως και θα ησυχάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό την υποψία βγάλ’ την, είμαι σε σένανε πιστός και μη με λες μπερμπάντη
- ούτε για δείγμα μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- πάει να μου φύγει το μυαλό, έχω πολλά και πιεστικά προβλήματα: «δεν ξέρω πώς να βολέψω τις δυσκολίες που προέκυψαν και πάει να μου φύγει το μυαλό»·
- παίρνει μυαλά, (για πρόσωπα ή πράγματα στη νεοαργκό) είναι πολύ εντυπωσιακός: «γνώρισα μια γυναικάρα, που παίρνει μυαλά || διάβασα ένα βιβλίο, που παίρνει μυαλά || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, που παίρνει μυαλά»·
- παίρνει στροφές το μυαλό μου, βλ. λ. στροφή·
- παλιά μυαλά, που δεν έχουν σύγχρονες, μοντέρνες αντιλήψεις, που είναι απαρχαιωμένα: «η δικιά μας η γενιά έχει παλιά μυαλά, γι’ αυτό δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τη νεολαία»·
- παραδέρνει το μυαλό μου, ταλαντεύομαι να πάρω τη μια ή την άλλη απόφαση: «έχω προβλήματα με το γιο μου και παραδέρνει το μυαλό μου αν πρέπει ν’ ακολουθήσω αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγώγησης ή τον άλλο»·
- πας καλά με το μυαλό σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά με το μυαλό σου που πιστεύεις πως, αν πέσεις απ’ τον έκτο όροφο, δε θα σκοτωθείς; || πας καλά με το μυαλό σου, που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου θέλεις να σου πληρώσω δυο χιλιάδες ευρώ;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά ή το μωρέ·
- πειράχτηκε το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- πέρασε απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. πέρασε απ’ το νου μου·
- πετάει το μυαλό του ή πετάνε τα μυαλά του, σκέφτεται άλλα πράγματα από αυτά που γίνονται ή λέγονται, είναι φαντασιόπληκτος: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί πετάνε τα μυαλά του». (Λαϊκό τραγούδι: για να σε κάνω άνθρωπο ήπια τόσα φαρμάκια, μα το δικό σου το μυαλό πετάει στα σοκάκια
- πετώ με το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. πετώ με το νου μου·
- πετώ τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. συνηθέστ. τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, ιδίως μετά από πρόσκαιρη ή ανέλπιστη επιτυχία του και μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που έγινε υποδιευθυντής, πήραν τα μυαλά του αέρα κι ούτε που μας χαιρετάει». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι π’ αγαπούσα πήρε αέρα στα μυαλά, με άλλον τα ’χει ξελογιάσει και δεν με προσέχει πια
- πλάθει με το μυαλό του, υποθέτει, φαντάζεται κάτι: «πλάθει με το μυαλό του διάφορες ιστορίες πως δήθεν τον απατάει η γυναίκα του και κάθε βράδυ έχουν φασαρίες στο σπίτι || πλάθει με το μυαλό του διάφορες περιπέτειες κι ύστερα μας τις πασάρει για αληθινές»·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; α. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που διατείνεται πως είναι έξυπνος, πως έχει μυαλό. β. λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ενεργεί ανόητα ή παράτολμα: «αφού είδες πως υπάρχει αναδουλειά, δεν έπρεπε να επιχειρήσεις νέα επέκταση στη δουλειά σου, αλλά ποιος έχασε το μυαλό του, να το βρεις εσύ;»·
- πονάει το μυαλό μου, βασανίζουν τη σκέψη μου πολλά προβλήματα που επιζητούν άμεση λύση: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που πονάει το μυαλό μου»·
- πού αρμενίζει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού βόσκει το μυαλό σου; γιατί δεν προσέχεις αυτά που λέγονται ή γίνονται αυτή τη στιγμή, γιατί ονειροπολείς, γιατί είσαι αφηρημένος(;): «για πες μου, πού βόσκει το μυαλό σου και δεν παρακολουθείς αυτά που λέγονται για να σχηματίσεις κι εσύ μια προσωπική γνώμη;»·
- πού έχεις το μυαλό σου; ή πού το ’χεις το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού μυαλό! Λέγεται για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «έπρεπε να διαβάσει προσεκτικά το συμβόλαιο, πριν το υπογράψει, αλλά αυτός, πού μυαλό, και τώρα τραβιέται στα δικαστήρια!»·
- πού μυαλό για…, δηλώνει πως για κάποιο συγκεκριμένο λόγο δεν υπάρχει η διάθεση σε κάποιον να κάνει κάτι, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί για να κάνει κάτι: «με τόσα προβλήματα που έχει ο φουκαράς, πού μυαλό για διασκέδαση || απ’ τη μέρα που ερωτεύτηκε ο γιος μου, πού μυαλό για διάβασμα»·
- πού να βάλει μυαλό! δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «όποτε τον συναντώ, τον συμβουλεύω με τις ώρες να ξεκόψει απ’ τις παλιοπαρέες του, αλλά αυτός πού μυαλό!»·
- πού να βάλει το μυαλό μου! βλ. φρ. πού να βάλει ο νους μου! λ. νους·
- πού παράτησες το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού πετάει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού ταξιδεύει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού το ’χες το μυαλό σου; τι σκεφτόσουν; γιατί ήσουν αφηρημένος(;): «πού το ’χες το μυαλό σου και δεν άκουγες αυτά που έλεγα;»·   
- πού τρέχει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, βλ. λ. γλώσσα·
- σάλεψε το μυαλό του, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκε όλη η οικογένεια του σ’ ένα τροχαίο, σάλεψε το μυαλό του»·
- σβήνω απ’ το μυαλό μου, διαγράφω από τη μνήμη μου, λησμονώ τελείως κάτι θεληματικά: «προσπαθώ να σβήσω απ’ το μυαλό μου όλες τις αδικίες που μου ’χεις κάνει, αλλά μου είναι αδύνατο || θέλω να σβήσω απ’ το μυαλό μου την αγάπη που σου είχα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα·
- σκόρπισε το μυαλό μου, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ λόγω πολλών προβλημάτων, με απασχολούν πολλά προβλήματα ταυτόχρονα και δεν μπορώ να πάρω μια απόφαση, να βρω μια λύση: «μου ’πεσαν τόσα προβλήματα μαζεμένα, που σκόρπισε το μυαλό μου και δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω»·
- σκοτείνιασε το μυαλό του, βλ. φρ. θόλωσε το μυαλό του·
- σκοτίζω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάποιον ή κάτι: «μέρες τώρα σκοτίζω το μυαλό μου πού τον έχω συναντήσει αυτόν τον άνθρωπο και δεν μπορώ να θυμηθώ»·
- στάθηκε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου·
- σταλιά μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- σταμάτησε το μυαλό μου, έπαψε προς στιγμή να λειτουργεί, έπαψα προς στιγμή να σκέφτομαι, ιδίως επειδή είμαι φορτωμένος με πολλές έγνοιες ή προβλήματα: «έπεσαν όλες οι δυσκολίες μαζεμένες και σταμάτησε το μυαλό μου»·
- στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), με απασχολεί έντονα κάτι, σκέφτομαι συνέχεια κάτι, δεν μπορώ να απαλλαγώ από κάποια επίμονη σκέψη: «έχω χάσει την ηρεμία μου, γιατί τον τελευταίο καιρό στριφογυρίζει στο μυαλό μου πως η γυναίκα μου με απατά κι έχω χάσει τον ύπνο μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το συνέχεια·
- στύβω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι ή προσπαθώ επίμονα να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσω: «στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ πού γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο || στύβω το μυαλό μου να βρω τρόπο να ξεμπερδέψω μ’ αυτή την υπόθεση»·
- συγκοινωνείς με το μυαλό σου! βλ. φρ. επικοινωνείς με το μυαλό σου(!)·
- τα βγάζει απ’ το μυαλό του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του, γιατί τα βγάζει απ’ το μυαλό του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κατεβάζει απ’ το μυαλό του, βλ. συνηθέστ. τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) ή το μυαλό σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος), λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που λέει ή κάνει ανόητα πράγματα, ή που λέει πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: «τα μυαλά σου και μια λίρα, που θα μπορέσεις να στήσεις ολόκληρο εργοστάσιο με πέντε χιλιάδες ευρώ»·
- τα μυαλά του είναι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. έχει τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι του·
- ταξιδεύει το μυαλό του, δεν προσέχει αυτά που του λέει ή αυτά που κάνω, που γίνονται, είναι αφηρημένος, ονειροπολεί: «εγώ του μιλάω για σοβαρά πράγματα κι αυτός κοιτάζει τη θάλασσα και ταξιδεύει το μυαλό του»·
- τι βάζεις με το μυαλό σου; τι φαντάζεσαι; τι υποπτεύεσαι(;): «μπορείς να μου πεις το λόγο που μου κάνεις μούτρα; Τι βάζεις με το μυαλό σου; Νομίζεις πως εγώ είμαι αυτός που σε κάρφωσα στην αστυνομία;». Πολλές φορές, άλλοτε προηγείται τις φρ. καιάλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το δηλαδή·
- τι έχεις στο μυαλό σου; τι σκέφτεσαι; πώς σκέφτεσαι να ενεργήσεις; τι σχεδιάζεις να κάνεις(;): «τι έχεις στο μυαλό σου και σε βλέπω σκεφτικό; || τι έχεις στο μυαλό σου για κείνη τη δουλειά, θα την αναλάβεις;». (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;
- τι λέει το μυαλό σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
- τι σου είναι το μυαλό! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να σκεφτεί ή να φανταστεί κάποιος: «και για να δεις εσύ τι σου είναι το μυαλό, φαντάστηκα πως ήμουν αστροναύτης!». (Λαϊκό τραγούδι: χθες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα
- τίναξε τα μυαλά του, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. (Λαϊκό τραγούδι: προτού τα βάσανά μου γίνουνε πιο πολλά, πάρε πιστόλι πιο καλά και τίναξέ μου τα μυαλά
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα , αυτοκτόνησε με πυροβόλο όπλο πυροβολώντας στο κεφάλι του: «μπήκε πολύ μέσα με την τελευταία δουλειά που έκανε, και για να μην πάει φυλακή, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα»·
- το βάζει το μυαλό σου; βλ. συνηθέστ. το βάζει ο νους σου; λ. νους·
- το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του·
- το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, σκέφτεται συνέχεια το σεξ: «απ’ τη μέρα που ένιωσε τη γλύκα της γυναίκας ο γιος μου, το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό»·
- το μυαλό του έκανε τιλτ ή έκανε τιλτ το μυαλό του, βλ. λ. τιλτ·
- το μυαλό του κόβει ξουράφι βλ. συνηθέστ. έχει μυαλό ξουράφι·
- το μυαλό του πάει αλλού ή πάει αλλού το μυαλό του, σκέφτεται, υποθέτει κάτι, ιδίως κακό, που είναι διαφορετικό από την πραγματικότητα: «μην έχεις πολλά αστεία με τη γυναίκα του, γιατί το μυαλό του πάει αλλού». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αμέσως·
- το μυαλό του πάει στο κακό ή πάει στο κακό το μυαλό του, α. σκέφτεται άσχημες, οδυνηρές καταστάσεις ή συνέπειες: «κάθε φορά που τον καλεί ο διευθυντής του, το μυαλό του πάει στο κακό». β. σκέφτεται μοιραία γεγονότα, ιδίως όταν κάποιος αργοπορεί να φτάσει κάπου: «όταν αργούν τα παιδιά του να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι, πάει στο κακό το μυαλό του». Συνήθως μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί το αμέσως ή το όλο ή το πάντα·
- το μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το πίσω μέρος του μυαλού (κάποιου), οι κρυφές, οι απώτερες σκέψεις κάποιου: «κανείς μας δεν ξέρει τι έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του»·
- το ’χω στο μυαλό μου, βλ. φρ. το ’χω στο νου μου, λ. νους·
- το χωράει το μυαλό σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις; μπορείς να το διανοηθείς(;): «το χωράει το μυαλό σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, παύω να τον σκέφτομαι και, κατ’ επέκταση, παύω να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που ο ίδιος δε θέλει να ενδιαφερθεί για τη δουλειά του, τον έβγαλα κι εγώ απ’ το μυαλό μου». (Λαϊκό τραγούδι: και για να μην τρελαθώ, γυρίζω τις νύχτες, για να μην τρελαθώ, χορεύω στις πίστες και να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου προσπαθώ
- τον έχω στο μυαλό μου, βλ. φρ. τον έχω στο νου μου, λ. νους·
- τόσο δουλεύει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- τόσο κόβει το μυαλό του, (υποτιμητικά) δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει σοβαρά πράγματα: «μην τον πιέζεις τον άνθρωπο να καταλάβει πώς λειτουργεί το σύστημα, αφού τόσο κόβει το μυαλό του»·
- τόσο φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- του αλλάζω τα μυαλά ή του αλλάζω το μυαλό, βλ. φρ. του γυρίζω τα μυαλά·
- του βάζω μυαλό, τον συνετίζω, τον σωφρονίζω: «αν δε του βάλεις μυαλό εσύ που σε υπολογίζει, τότε δε θα μπορέσει κανένας άλλος»·
- του γεμίζω το μυαλό, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το μυαλό να πάρει τη δουλειά και τώρα με σχωρνάει || εσύ φταις, που του γέμισες το μυαλό μ’ αυτές τις ιδέες και κάθεται όλη τη μέρα και τεμπελιάζει»·
- του γυρίζω τα μυαλά ή του γυρίζω το μυαλό, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, να ενεργήσει διαφορετικά από ό,τι σχεδίαζε, ιδίως έπειτα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «ήταν έτοιμος να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά μπόρεσα και του γύρισα τα μυαλά και τους άφησε στα κρύα του λουτρού». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς)· βλ. και φρ. του γυρίζω το νου, λ. νους·
- του ’κανα το μυαλό κουρκούτι, ε την ακατάσχετη φλυαρία μου, με την πολυλογία μου, τον έκανα να χάσει την πνευματική του διαύγεια: «τον είχα δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και του ’κανα το μυαλό κουρκούτι»·
- του λείπει το μυαλό, δεν έχει μυαλό, είναι κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην παίρνεις στα σοβαρά τα καμώματά του, γιατί του λείπει το μυαλό του φουκαρά»·
- του παίρνω τα μυαλά ή του παίρνω το μυαλό, α. τον κάνω να με ερωτευτεί παράφορα, τον ξελογιάζω, τον ξεμυαλίζω: «αυτή η παρδαλή του πήρε τα μυαλά και διέλυσε την οικογένεια του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε αλάνη, μη γυρεύεις να με βάλεις σε μπελά, να ’χεις κι άλλες γιαβουκλούδες να σου παίρνουν τα μυαλά). β. τον απασχολώ διαρκώς και τον κάνω να αλλάξει συμπεριφορά: «του πήρε τα μυαλά η νέα δουλειά που ανέλαβε κι έχει εξαφανιστεί απ’ τα γνωστά μας στέκια». γ. τον εκνευρίζω, του χαλώ την ησυχία: «αν είναι να μου πάρεις το μυαλό με τις φωνές σου, να στο κάνω το χατίρι να ησυχάσω!»·
- του πιπιλίζω το μυαλό, του επαναλαμβάνω επίμονα κάτι για να προχωρήσει σε κάποια ενέργεια: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, του πιπιλίζω το μυαλό να κάνουμε μαζί μια δουλειά || πηγαίνω κάθε μέρα στο γραφείο του και του πιπιλίζω το μυαλό ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε σε κάποιον φίλο μου»·
- του σηκώνω τα μυαλά ή του σηκώνω το μυαλό, βλ. συνηθέστ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- του ’στριψε το μυαλό, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «περνούσε τέτοιες δυσκολίες, που του ’στριψε το μυαλό, γιατί δεν μπορούσε να βρει διέξοδο». (Λαϊκό τραγούδι: φοβούμαι μήπως τηνε πάθω για καλά κι απ’ την αγάπη μου μού στρίψουν τα μυαλά
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, τον σκότωσε πυροβολώντας τον στο κεφάλι: «ένα βράδυ τον παραφύλαξε σ’ ένα στενό και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα»·
- του φουσκώνω τα μυαλά ή του φουσκώνω το μυαλό, τον κάνω να πιστεύει πράγματα που είναι εκτός πραγματικότητας: «του φούσκωσε τα μυαλά και νομίζει πως μπορεί με πενταροδεκάρες να στήσει ολόκληρη επιχείρηση»· βλ. και φρ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- τρέχει αλλού το μυαλό μου ή τρέχει το μυαλό μου αλλού, σκέφτομαι πράγματα που δεν έχουν σχέση με αυτά που κουβεντιάζονται μπροστά μου κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα: «δεν καταλαβαίνω τίποτα, παιδιά, απ’ ό,τι λέτε, γιατί εμένα τρέχει αλλού το μυαλό μου»· 
- τροχίζω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ακονίζω το μυαλό μου·
- τυπώνω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), συγκρατώ στη μνήμη μου, εντυπώνω στη μνήμη μου κάποιον ή κάτι: «όταν δω κάποιον μια φορά, δεν τον ξεχνώ, γιατί τον τυπώνω στο μυαλό μου || μια φορά είδα εκείνον τον πίνακα και τον τύπωσα στο μυαλό μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- φέρνω στο μυαλό μου, α. ενθυμούμαι: «δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τα χαρακτηριστικά του προσώπου του || δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τι ακριβώς μου είπε αυτός ο άνθρωπος». β. αναλογίζομαι, αναπολώ: «πάντα φέρνω στο μυαλό μου τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί»·
- φράκαρε το μυαλό μου ή φρακάρισε το μυαλό μου, βλ. φρ. μπλόκαρε το μυαλό μου·
- φτωχό είναι το μυαλό σου, βλ. λ. φτωχός·
- φύρανε το μυαλό του, αποβλακώθηκε, ιδίως λόγω γήρατος, ξεκούτιανε, ξεμωράθηκε: «έχει πάει εκατό χρονών ο άνθρωπος κι εσύ απορείς γιατί φύρανε το μυαλό του;»·
- χάνω τα μυαλά μου ή χάνω το μυαλό μου, α. σαστίζω, τα χάνω από τη μεγάλη έκπληξη που νιώθω: «έχασα τα μυαλά μου, μόλις τον είδα με την καινούρια αυτοκινητάρα του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό και αποφάσισα να γίν’ αριστοκράτης· κάθε μικρή που θα με δει θα χάνει τα μυαλά της). β. χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, έχασε ο καημένος το μυαλό του και δεν ξέρει τι κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα σε βλέπω κι έρχεσαι απ’ τη γωνιά του δρόμου και σχίζεται η καρδούλα μου και χάνω το μυαλό μου
- χαράζω στο μυαλό μου, βλ. φρ. χαράζω στη μνήμη μου, λ. μνήμη· 
- χύθηκαν τα μυαλά του, τραυματίστηκε θανατηφόρα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι: «έπεσε ολόκληρο καντρόνι στο κεφάλι του και χύθηκαν τα μυαλά του». Όταν πρόκειται για θανατηφόρο τροχαίο, ακούγεται συχνά η φρ. χύθηκαν τα μυαλά του στην άσφαλτο·
- ως εκεί πάει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί φτάνει το μυαλό του·
- ως εκεί φτάνει το μυαλό του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει ευρεία αντίληψη, είναι κοντόφθαλμο: «δεν μπορεί να καταλάβει πως χωρίς νέα τεχνολογία δεν μπορεί να μπει στη μάχη του ανταγωνισμού, αλλά βλέπεις, ως εκεί φτάνει το μυαλό του».

μύλος

μύλος, ο, ουσ. [<μτγν. μύλος <αρχ. ουσ. μύλη, ἡ], ο μύλος· το παιδικό παιχνίδι φουρφούρι (βλ. λ.). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γίναμε μύλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «γίναμε μύλος με τον τάδε, γιατί  μου ’βρισε τη μάνα». Για συνών. βλ. ρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- γυρίζει σαν μύλος, περιφέρεται διαρκώς, ασταμάτητα, ιδίως γύρω από ένα σημείο: «είναι τόσο ζηλιάρης, που, κάθε φορά που την αφήνει έξω απ’ την πόρτα της, γυρίζει μέχρι το πρωί σαν μύλος γύρω απ’ το σπίτι της, μήπως και ξαναβγεί μονάχη της»· βλ. και φρ. γυρίζει σαν ανεμόμυλος, λ. ανεμόμυλος·
- έγινε μύλος, δημιουργήθηκε μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη ασυνεννοησία, ιδίως σε ένα χώρο ομαδικής εκδήλωσης: «μόλις μαθεύτηκε πως υπήρχε βόμβα μέσα στην αίθουσα, έγινε μύλος κι όλοι έτρεχαν αλαφιασμένοι πάνω κάτω || έγινε μύλος στη συνεδρίαση, γιατί ο καθένας προσπαθούσε να επιβάλει τη δική του γνώμη»·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, βλ. λ. δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κουβαλώ νερό στο μύλο του, βλ. λ. νερό·
- μύλος η υπόθεση, χαρακτηρίζει δουλειά, εργασία, υπόθεση ή κατάσταση όπου επικρατεί μεγάλο μπέρδεμα, μεγάλη αναρχία: «πώς είναι τα πράγματα στο εργοστάσιο; -Μύλος η υπόθεση || πώς πάει η δίκη; -Μύλος η υπόθεση»·
- ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, α. έχει πάρα πολύ γερό στομάχι, μπορεί να χωνέψει οποιοδήποτε φαγητό: «μπορεί να φάει ό,τι να ’ναι, γιατί ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει». β. είναι πολύ ανεκτικός, ακόμη και στις πιο βαριές προσβολές: «όσο και να τον βρίζουν δε λέει τίποτα, γιατί ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει»·
- ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, χωρίς τα απαραίτητα εφόδια, δεν μπορούμε να επιτύχουμε στο έργο μας, στην εργασία μας, στη δουλειά μας: «πρέπει να είσαι καλά οργανωμένος για να τελειώσεις αυτή τη δουλειά, γιατί μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει»·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, οι ισχυροί και οι επιτήδειοι άνθρωποι επιβιώνουν και επωφελούνται με όλες τις καταστάσεις: «δεν τον νοιάζει ποιο πολιτικό κόμμα είναι στα πράγματα, γιατί όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει»·
- όποιος πάει πρωτύτερα στο μύλο, εκείνος αλέθει, όποιος εκμεταλλεύεται έγκαιρα τις ευκαιρίες που του δίνονται, βγαίνει κερδισμένος: «να ’χεις πάντα το μυαλό ν’ αρπάζεις την κάθε ευκαιρία, γιατί όποιος πάει πρωτύτερα στο μύλο, εκείνος αλέθει»·
- ρίχνω νερό στο μύλο του, βλ. λ. νερό·
- τ’ αλέθει όλα σαν μύλος, βλ. φρ. ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει·
- τα κάνω μύλο(ς), α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη ασυνεννοησία, ιδίως σε ένα χώρο ομαδικής εκδήλωσης: «μόλις ανέβηκε στο βήμα κι άρχισε να καταφέρεται κατά του προέδρου, τα ’κανε μύλο, γιατί όλοι οι παριστάμενοι αντέδρασαν έντονα με φωνές και χειρονομίες». β. αποδιοργανώνω, αναστατώνω εντελώς μια δουλειά, επιχείρηση, μια υπόθεση ή ένα χώρο, οδηγώ μια δουλειά, μια επιχείρηση στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, τα ’κανε μύλο με την ασχετίλα του || σ’ άφησα ένα πρωινό μόνο σου στο σπίτι και κατάφερες να τα κάνεις μύλο»·
- φέρνω νερό στο μύλο του, βλ. λ. νερό.

νίκη

νίκη, η, ουσ. [<αρχ. νίκη], η νίκη· (γενικά) η κάθε είδους επικράτηση σε περίπτωση αναμέτρησης ή πολέμου: «η νίκη της ομάδας || η νίκη του κόμματος || εθνική νίκη στα Ενωμένα Έθνη»·
- άνετη νίκη, οποιαδήποτε μάχη ή άλλη αναμέτρηση που κερδίσθηκε με ευκολία: «ο στρατός μας πέτυχε άνετη νίκη επί του εχθρού || η ποδοσφαιρική ομάδα του Άρη πέτυχε άνετη νίκη επί της αντιπάλου ομάδας»·
- η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα κανέναν ή η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα είναι ορφανή, βλ. λ. πατέρας·
- καδμεία νίκη, που είναι καταστρεπτική και για τους δυο αντιπάλους, και για τους νικητές και για τους ηττημένους: «ήταν τόσο φονική η μάχη, που νίκη του στρατού μας αποδείχτηκε καδμεία νίκη»·
- κλειδώνω τη νίκη, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) σιγουρεύω τη νίκη: «απ’ τη στιγμή που η ομάδα μας κλείδωσε τη νίκη, έπαιζε καταστροφικό παιχνίδι». Συνών. κλειδώνω το ματς / κλειδώνω το παιχνίδι·
- με τον αέρα της νίκης, βλ. λ. αέρας·
- νίκη στα σημεία, (για πυγμάχους ή παλαιστές) βλ. φρ. νικώ στα σημεία, λ. σημείο·
- παίρνω τη νίκη, επικρατώ σε περίπτωση αναμέτρησης ή πολέμου, νικώ: «ποια ομάδα πήρε τη νίκη; || ποιο κόμμα πήρε τη νίκη στις πρόσφατες εκλογές; || ο στρατός μας πήρε τη νίκη». (Λαϊκό τραγούδι: ωραία την επέρασα μες τη Θεσσαλονίκη, θυμήθηκα το Δώδεκα που πήραμε τη νίκη
- πετώ με τα φτερά της νίκης, βλ. λ. φτερό·
- πύρρεια νίκη, νίκη που επιτεύχθηκε με μεγάλες απώλειες: «ο στρατός μας πέτυχε πύρρεια νίκη»·
- στο καλό και με τη νίκη! α. ενθαρρυντικός ή ευχετικός αποχαιρετισμός σε άτομο που επιχειρεί κάτι: «το βράδυ θα πάω να ζητήσω την τάδε απ’ τους γονείς της. -Στο καλό και με τη νίκη!». β. αδιάφορος ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο που αποφασίζει να ξεκινήσει μια δουλειά ή μια ενέργεια που η έκβασή της μας είναι αδιάφορη ή που είμαστε σίγουροι για την αποτυχία του: «τι με νοιάζει με τι θα καταπιαστείς, αλλά, αφού επιμένεις, άντε, στο καλό και με τη νίκη!». Από τον στερεότυπο ευχετικό αποχαιρετισμό σε στρατιώτη σε καιρό πολέμου.

νοικοκύρης

νοικοκύρης, ο, πλ. νοικοκύρηδες κ. νοικοκυραίοι, θηλ. νοικοκυρά, η, πλ. νοικοκυρές, οι, ουσ. [<μσν. νοικοκύρης <οἰκοκύρι(ο)ς]. 1. αυτός που διαχειρίζεται τα του βίου του ή τα του οίκου του με σύνεση και σωφροσύνη: «όλοι τον έχουν σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί είναι πολύ καλός νοικοκύρης». 2. ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού, ο οικοδεσπότης, ο αρχηγός ενός σπιτιού, μιας οικογένειας: «έχω πέσει σε καλό νοικοκύρη και του δίνω το νοίκι, όποτε ευκολύνομαι || στο σπίτι μου μέσα νοικοκύρης είμαι εγώ και δε σηκώνω αντιρρήσεις». (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει και να μας καλοκαρδίσει // πάνω στο πατίνι με τα ρουλεμάν τρέλαινες τον κόσμο απ’ τη φασαρία. Οι νοικοκυραίοι φώναζαν αμάν. Λέγαν θα φωνάξουν την αστυνομία. Γέλαγε η Μαρία…(Λαϊκό τραγούδι). 3. αυτός που είναι κυρίαρχος του τόπου όπου ζει ή κύριος του χώρου όπου ζει και διαχειρίζεται: «ο Έλληνας εδώ και πολλά χρόνια προσπαθεί να γίνει ο νοικοκύρης του τόπου του || ένας είναι ο νοικοκύρης αυτού του εργοστασίου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ άλογο του καβαλάρη έχει ένα αφεντικό, στην καλύβα τη δική μου νοικοκύρης είμ’ εγώ)· βλ. και λ. νοικοκυρά. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- άπιαστος κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης, ο ένοχος που δεν αποκαλύφθηκε, αντιμετωπίζεται, κυκλοφορεί σαν ένας τίμιος νοικοκύρης: «ακόμη δεν μπόρεσαν ν’ ανακαλύψουν αυτόν που έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης. -Άπιαστος κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης»·
- γίνομαι νοικοκύρης, αποκτώ περιουσία, γίνομαι ευκατάστατος: «πώς να μη γίνει νοικοκύρης, αφού από μικρό παιδί δουλεύει σαν το μαύρο!». (Δημοτικό τραγούδι: Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης
- είναι νοικοκύρης, είναι συνετός, τακτικός σε κάθε υποχρέωσή του: «μ’ αρέσει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι νοικοκύρης». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη ήμουν πάντα νοικοκύρης, μα σαν τα ’χασα μια μέρα, ο κακομοίρης, για τα σένανε σαν έμεινα μπατίρης, εσύ μου το ’στριψες αλά-γαλλικά, δίχως καρδιά, κάποια βραδιά 
- κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και νοικοκύρη, βλ. λ. μάνα·
- κλάνει ο νοικοκύρης, χέζει ο μουσαφίρης, όταν αυτός που είναι υπεύθυνος για κάτι δεν ενδιαφέρεται για τη σωστή τήρηση της ευπρέπειας και της τάξης, τότε επικρατεί γενική αναρχία, ασυδοσία: «άσε τα γλέντια και τα ξενύχτια και μην αφήνεις ανεξέλεγκτους τους υπαλλήλους σου, γιατί, κλάνει ο νοικοκύρης, χέζει ο μουσαφίρης». Συνών. όταν ο άρχοντας κλάνει, ο λαός το παρακάνει·
- νοικοκύρης άνθρωπος, που διαχειρίζεται τα του βίου του ή τα του οίκου του με σύνεση: «όλοι στη γειτονιά μας τον υπολήπτονται, γιατί είναι νοικοκύρης άνθρωπος»·
- ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και το νοικοκύρη, βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, χαρακτηρίζει τον οικογενειάρχη που είναι κουβαλητής: «αφού γυρνάς στο σπίτι σου μ’ άδεια χέρια μην κοκορεύεσαι πως είσαι καλός νοικοκύρης, γιατί ο καλός νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο». Από την εικόνα του ατόμου που είναι φορτωμένο με διάφορα ψώνια και σπρώχνει την πόρτα με τον κώλο του για να την ανοίξει·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, βλ. φρ. όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης, μόνο αυτός που ασχολείται σοβαρά με ένα πρόβλημα, με ένα ζήτημα ξέρει και τις πραγματικές δυσκολίες του, κατέχει τα μυστικά του·
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- τον έκανε νοικοκύρη, α. τον βοήθησε να πετύχει, να κάνει περιουσία: «με τα λεφτά που του ’δωσε ο φίλος του να συνεχίσει τη δουλειά του, τον έκανε νοικοκύρη, γιατί την έφερε σε πέρας και πρόκοψε». β. (ειρωνικά) του δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα, ιδίως οικονομικό: «του δανείστηκε ένα μεγάλο ποσό και τον έκανε νοικοκύρη, γιατί την κοπάνησε στο εξωτερικό»·
- φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης, βλ. λ. κλέφτης.

ξεμπέρδεμα

ξεμπέρδεμα, το, ουσ. [<ξεμπερδεύω], το ξεμπέρδεμα· στον πλ. τα ξεμπερδέματα, απαλλαγή από περίπλοκες ή ενοχλητικές καταστάσεις·
- δε θα ’χουμε καλά ξεμπερδέματα, θα έχουμε φασαρίες, καβγάδες: «αν συνεχίσεις να συμπεριφέρεσαι μ’ αυτόν τον προκλητικό τρόπο, δε θα ’χουμε καλά ξεμπερδέματα». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να το ξέρεις ή με το στο λέω·
- θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα, θα έχουμε φασαρίες, καβγάδες: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα || αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς, θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα». Πρβλ.: άσε τα παραμύθια, άσε τα ψέματα, γιατί άσχημα θα είναι τα ξεμπερδέματα (Λαϊκό τραγούδι). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να το ξέρεις ή με το στο λέω·
- θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα, βλ. φρ. θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα·
- καλά ξεμπερδέματα! α. ευχή σε κάποιον που ετοιμάζεται να επιχειρήσει κάτι, να έχει αίσιο τέλος η προσπάθειά του: «σε μερικές μέρες αρχίζω τη νέα δουλειά. -Καλά ξεμπερδέματα!». β. ευχή να τακτοποιηθεί ή να διευθετηθεί ομαλά μια περίπλοκη ή ενοχλητική κατάσταση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους ή σε δυο ομάδες ανθρώπων: «πάτε να τα κουβεντιάσετε με ηρεμία και κατανόηση, και τι άλλο να σας πω, ρε παιδιά, καλά ξεμπερδέματα!». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «όπως τα κάνατε, καλά ξεμπερδέματα!».

ξεμπερδεύω

ξεμπερδεύω, ρ. [<ξε- + μπερδεύω], ξεμπερδεύω. 1. εξομαλύνω δύσκολη ή περίπλοκη κατάσταση ή υπόθεση, ξεκαθαρίζω, ξεμπλέκω κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: και μπέρδε και μπέρδε και μπέρδευε και ύστερα ξεμπέρδευε). 2. απαλλάσσομαι από την παρουσία κάποιου: «ευτυχώς, πήρα διαζύγιο και ξεμπέρδεψα με δαύτον». 3. απαλλάσσομαι από ενοχλητικές καταστάσεις: «σήμερα πλήρωσα την εφορία και ξεμπέρδεψα». (Λαϊκό τραγούδι: ένα παλιό ζεϊμπέκικο να πάω να χορέψω. Να ’ταν να βρω το γιατρικό με τον καημό να ξεμπερδέψω).4. τελειώνω κάτι και είμαι πλέον ελεύθερος, απαλλάσσομαι από κάτι που με πιέζει: «μόλις ξεμπερδέψω με τη συνάντηση που έχω, θα ’ρθω να σε δω || πότε ξεμπερδεύεις με τις εξετάσεις;». 5. φονεύω, σκοτώνω, εξοντώνω κάποιον: «οι τρομοκράτες χτύπησαν με ρουκέτες το κέντρο της αγοράς και ξεμπέρδεψαν ένα σωρό κόσμο». 6. γλιτώνω κάποιον από κάτι που του δημιουργεί προβλήματα: «ευτυχώς που με ξεμπέρδεψε ο τάδε με τα χρέη μου, γιατί τώρα θα ήμουν φυλακή». 7. (προστακτικά ή συμβουλευτικά) ξεμπέρδευε,τελείωνε: «ξεμπέρδευε επιτέλους να φεύγουμε! || ξεμπέρδευε μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μου φαίνεται σόι». 8. στον αόρ. ξεμπέρδεψε,πήρα οριστικά και αμετάκλητα την απόφασή μου: «ξεμπέρδεψε, θα πάω να τον καταγγείλω». Συνών. πάει / τέλειωσε·
- ξεμπερδεύω απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ξεμπέρδεψα μια και καλή μαζί του, διέκοψα οριστικά τις σχέσεις που είχα μαζί του: «αφού δεν εννοούσε να ξεκόψει απ’ τις παλιοπαρέες του, ξεμπέρδεψα μια και καλή μαζί του».

ξυπνητούρια

ξυπνητούρια, τα, ουσ. [<ξυπνητός + κατάλ. -ούρια], το ξύπνημα, ιδίως εύχρ. στη φρ. καλά ξυπνητούρια! α. λέγεται ειρωνικά ή χαϊδευτικά σε όσους ξυπνούν πολύ αργά ή σε όσους είναι βραδύστροφοι και καταλαβαίνουν με καθυστέρηση κάτι που θεωρείται ευκολονόητο. β. λέγεται ειρωνικά σε αυτούς που αποφάσισαν να ενεργήσουν ή να ενδιαφερθούν για κάτι τη στιγμή που η ευκαιρία είχε ήδη χαθεί.

οικογένεια

οικογένεια, η, ουσ. [<μτγν. οικογένεια <αρχ. οἰκογενής], η οικογένεια· τα γεννητικά όργανα του άντρα, ο πούτσος και τα αρχίδια μαζί: «του ’δωσε μια κλοτσιά στην οικογένεια και τον ξάπλωσε κάτω»·
- είναι από οικογένεια ή είναι από καλή οικογένεια ή είναι καλής οικογενείας, χαρακτηρισμός ατόμου που κατάγεται από έντιμη και αξιοπρεπή οικογένεια και, κατ’ επέκταση, που έχει καλή ανατροφή και λέγεται συνήθως για άτομο που εκτιμάμε τους τρόπους του, που επιδιώκουμε τη συντροφιά του, που το θεωρούμε ανώτερο σε αντιδιαστολή με τα λαϊκής καταγωγής άτομα, που δεν καταξιώνονται από το καλό ή κακό όνομα της οικογένειάς τους, αλλά από την ίδια τους τη συμπεριφορά: «θέλουν ένα παιδί που να είναι από οικογένεια για να παντρέψουν την κόρη τους || τι δουλειά έχεις εσύ που είσαι από καλή οικογένεια να τραβιέσαι μ’ αυτούς τους αλήτες; || μπορεί να μην είναι καλής οικογενείας, αλλά τους βγήκε καλό παιδί ο γαμπρός τους». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι). Πολλές φορές, η φρ. λέγεται με ειρωνική διάθεση και χαρακτηρίζει εντελώς αρνητικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος και στην περίπτωση που θέλουμε να επιτείνουμε την ειρωνεία, η φρ. κλείνει με το με γαλλικά και πιάνο. Από το ότι, ιδίως τον καιρό του μεσοπολέμου, τα παιδιά των καλών οικογενειών μάθαιναν τη γαλλική γλώσσα, που θεωρούνταν η γλώσσα του καλού κόσμου, και πιάνο·
- είναι της οικογένειας ή είναι της οικογενείας, είναι πολύ στενός οικογενειακός φίλος: «τον έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, γιατί είναι της οικογενείας»·
- κάνω οικογένεια, παντρεύομαι και αποκτώ παιδιά: «βαρέθηκε τα ξενύχτια και τις διασκεδάσεις κι έχει βάλει σκοπό να κάνει οικογένεια»·
- οικογένεια γαμιόμαστε, ειρωνικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός οικογένειας, παρέας ή άλλης κοινωνικής ομάδας, όπου επικρατεί μεγάλη ανηθικότητα: «έχει μπλέξει σε μια οικογένεια γαμιόμαστε και να δεις που σε λίγο θα τον κουκουλώσουν με την κόρη τους || παιδιά πρέπει να συγκεντρωθούμε, γιατί τον τελευταίο καιρό η παρέας μας έγινε οικογένεια γαμιόμαστε»·
- οικογένεια Χωραφά, χαρακτηρισμός πολυμελούς οικογένειας: «αν έχει μεγάλη οικογένεια ο τάδε; Οικογένεια Χωραφά». Από το ομώνυμο έργο του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκε το 1968 από τον Κώστα Ασημακόπουλο·
- όλη η οικογένεια επί σκηνής, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος παρουσιάζεται κάπου με όλα τα μέλη της οικογένειάς του: «στη συγκέντρωση  ήταν κι ο τάδε με όλη την οικογένεια επί σκηνής»· βλ. και φρ. όλος ο θίασος επί σκηνής, λ. θίασος·
- πουλάει τ’ ασημικά της οικογένειας, βλ. λ. ασημικά·
- σαν οικογένεια ή σαν μια οικογένεια, λέγεται για άτομα που χωρίς να έχουν κάποιο συγγενικό δεσμό μεταξύ τους, ζουν αγαπημένα ή συνεργάζονται αρμονικά: «όλοι μας μέσα στην παρέα μας είμαστε σαν μια οικογένεια»·
- συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες ή συμβαίνει και στας καλυτέρας των οικογενειών, ειρωνική έκφραση σε άτομο που έπαθε κάποια ζημιά, ιδίως ηθική.

όλος

όλος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ὅλος], όλος. 1. ολόκληρος: «όλος ο κόσμος σήμερα ζει μέσα στο ψέμα και στη διαφθορά». 2. (για σύνολο ανθρώπων) που δεν απουσιάζει κανείς, που είναι παρόντες όσοι το αποτελούν: «ο δάσκαλος συγκέντρωσε όλα τα παιδιά της τάξης στην αυλή». 3α. το ουδ. ως ουσ. το όλο(ν), το σύνολο ως αφηρημένη έννοια: «πρέπει να εξετάσουμε το όλον θέμα κι όχι την κάθε μια περίπτωση που μας προκύπτει». β. ως επίρρ. συνολικά: «πέντε ευρώ τα φασολάκια, τρεις οι μπάμιες, δυο οι ντομάτες, το όλον δέκα ευρώ». γ. το ουδ. στον πλ. χωρίς άρθρο ως επίρρ. όλα, (για παιχνίδια) δηλώνει ισόπαλο αποτέλεσμα, ισόπαλα: «είμαστε δύο όλα», δηλ. δύο δύο. 4. ως επιφών. όλο! ενθαρρυντικό ή προτρεπτικό επιφώνημα σε λαϊκό χορευτή ή τραγουδιστή να συνεχίσει να χορεύει ή να τραγουδάει. 5. όλοοο! όλοοο! ειρωνικό ή κοροϊδευτικό επιφώνημα σε δημόσιο αγορητή να συνεχίσει να μιλάει, γιατί μας διασκεδάζει με τις ανοησίες που λέει. Επίρρ. όλο, συνέχεια: «όπου και να πάμε, δημιουργεί όλο φασαρίες». (Ακολουθούν 379 φρ.)·
- άδειασε όλη την άμυνα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. άμυνα·
- άκουγέ τα όλα, κι όσα θέλεις πίστευε, βλ. λ. θέλω·
- αν ήταν η ψωλή βιολί, θα ’ταν όλοι μουσικοί, βλ. λ. ψωλή·
- αν ήτανε η ζήλια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα, βλ. λ. ζήλια·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνοιξαν όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες άνοιξαν, βλ. λ. πόρτα·
- άντρας με τα όλα του, βλ. λ. άντρας·
- απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις, βλ. λ. περιμένω·
- απ’ όλα έχει ο μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
- απ’ όλα έχει το πανέρι, βλ. λ. πανέρι·
- απ’ όλες τις γωνιές της γης, βλ. λ. γωνία·
- απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μεριά·
- απόψε θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
- αρπάζεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ας γίνουν όλα στάχτη ή να γίνουν όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- ας γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη ή να γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- άσπρα σκυλιά, μαύρα σκυλιά, όλοι οι σκύλοι μια κοιλιά, βλ. λ. σκυλί·
- αυτό είν’ όλο! βλ. λ. αυτός·
- αυτό είν’ όλο, βλ. λ. αυτός·
- αυτοκίνητο με τα όλα του, βλ. λ. αυτοκίνητο·
- αφού όλοι απόκλαψαν, δάκρυσε και η χήρα, βλ. λ. χήρα·
- βάζω όλα τα δυνατά μου ή βάζω όλα μου τα δυνατά, βλ. λ. δυνατά·
- βάζω όλες τις δυνάμεις μου ή βάζω όλες μου τις δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- βούιξε η γειτονιά όλη ή βούιξε όλη η γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- βούιξε ο κόσμος όλος ή βούιξε όλος ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- βούιξε ο τόπος όλος ή βούιξε όλος ο τόπος, βλ. λ. τόπος·
- για όλες τις ώρες, βλ. λ. ώρα·
- γίναμε όλοι ίσα κι όμοια ή γίναμε όλοι ίσοι κι όμοιοι, βλ. λ. ίσος·
- γκρέμισαν όλα σαν τραπουλόχαρτα ή γκρέμισαν όλα σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- γυναίκα με τα όλα της, βλ. λ. γυναίκα·
- δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, βλ. λ. ώρα·
- δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), βλ. λ. γράμμα·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. λ. πράγμα·
- δουλεύει όλη την κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- δουλεύει όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- δώσ’ τα όλα! βλ. λ. δίνω·
- έγιναν όλα καθωσπρέπει, βλ. λ. καθωσπρέπει·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
- έγιναν όλα κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
- έγιναν όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
- έγιναν όλα μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- έγιναν όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- έγιναν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- εδώ είναι όλη η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- εδώ είναι όλος ο καβγάς, βλ. λ. καβγάς·
- εδώ είναι όλος ο κόμπος! βλ. λ. κόμπος·
- εδώ είναι όλος ο κόμπος, βλ. λ. κόμπος·
- εδώ είναι όλο το γαμώτο, βλ. λ. γαμώτο·
- εδώ είναι όλο το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- εδώ θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
- εδώ κολλάει όλη η δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- εδώ κολλάει όλη η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- εδώ πληρώνονται όλα, βλ. λ. εδώ·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι όλο(ς) μάτια, βλ. λ. μάτι·
- είμαι όλο(ς) νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- είμαστ’ όλες ένα μάτσο βιόλες! βλ. λ. βιόλα2·
- είναι ανοιχτός σε όλα, βλ. λ. ανοιχτός·
- είναι άξιος για όλα, βλ. λ. άξιος·
- είναι ικανός για όλα, βλ. λ. ικανός·
- είναι μέσα σ’ όλα, γνωρίζει τα πάντα, μπορεί να εκφέρει γνώμη για οτιδήποτε συζητείται: «ο τάδε μπορεί να σου πει ό,τι θέλεις, γιατί είναι μέσα σ’ όλα || μ’ αυτόν μπορεί να κάνει κανείς ατέλειωτες συζητήσεις, γιατί είναι μέσα σ’ όλα». (Τραγούδι: με φωνάζουνε τζίνι, το τζίνι, γιατί σ’ όλα είμαι μέσα
- είναι όλα μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- είναι όλο(ς) ζωή, βλ. λ. ζωή·
- είναι όλο(ς) ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- είναι όλο(ς) νεύρο, βλ. λ. νεύρο·
- είναι όλο(ς) φιγούρα και ιδέα ή είναι όλο(ς) φιγούρα και κακό ή είναι όλο(ς) φιγούρα και λεζάντα, βλ. λ. φιγούρα·
- είναι όλο(ς) φρου φρου κι αρώματα, βλ. λ. φρου φρου·
- είναι ο τελευταίος όλων, βλ. λ. τελευταίος·
- είναι όλο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είναι όλο μπλαμπλά, βλ. λ. μπλαμπλά·
- είναι όλο σουλάτσο, βλ. λ. σουλάτσο·
- είναι όλο στο δώσε και στο δώσε, βλ. λ. δίνω·
- είναι όλοι στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- είναι πάν’ απ’ όλα, βλ. λ. πάνω·
- είναι πάνω απ’ όλους, βλ. λ. πάνω·
- είναι πάρε όλα τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- είναι πίτσα απ’ όλα, βλ. λ. πίτσα·
- είναι σωστός σε όλα του, βλ. λ. σωστός·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- εκεί είν’ όλ’ η γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- εν όλω, συνολικά: «μου χρωστάς εν όλω εκατό ευρώ»·
- ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει, βλ. λ. ταύρος·
- επαναλαμβάνω σ’ όλους τους τόνους, βλ. λ. τόνος·
- έπεσαν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- έπεσαν όλοι να τον φάνε, βλ. λ. τρώγω·
- έσπασε όλα τα ρολόγια, βλ. λ. ρολόι·
- εσύ μας τα κάνεις όλα ή εσύ τα κάνεις όλα, είσαι η αιτία, ο υπόλογος για κάθε κακό που συμβαίνει: «μην πας να δικαιολογηθείς, γιατί εσύ τα κάνεις όλα». (Λαϊκό τραγούδι: θάλασσα κακιά μαργιόλα εσύ μας τα κάνεις όλα
- έφυγαν όλοι κάτω απ’ το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- έχει όλα τα καλά του, βλ. λ. καλός·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα, βλ. λ. μάτι·
- έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση·
- η γη όλους τους χωνεύει, βλ. λ. χωνεύω·
- θα μας θάψει όλους, βλ. λ. θάβω·
- θα τα κάνω όλα Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει, βλ. λ. Χριστός·
- Ιησούς Χριστός περνά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός περνάει κι όλα τα κακά σκορπάει, βλ. λ. Χριστός·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- κάνω όλο το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κλείσανε όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες κλείσανε, βλ. λ. πόρτα·
- κοιτάζει όλο τη βολή του, βλ. λ. βολή1·
- κοιτάζει όλο την ευκολία του, βλ. λ. ευκολία·
- κοιτάζει όλο την τσέπη του, βλ. λ. τσέπη·
- κοιτάζει όλο τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- κύριος με τα όλα του, βλ. λ. κύριος·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λέω σ’ όλους τους τόνους, βλ. λ. τόνος·
- λίγ’ απ’ όλα και πολλά, τα βολεύουν μια χαρά, νοικοκύρης και κυρά, βλ. λ. κυρά·
- μ’ όλα τα γκάζια, βλ. λ. γκάζι·
- μάζεψε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- μας αγοράζει όλους, είναι πάμπλουτος: «ρωτάς αν έχει αυτός ο άνθρωπος λεφτά; Αυτός, αγόρι μου, μας αγοράζει όλους». Πρβλ.: να ’χα ένα πορτοφόλι, να το δεις να σου ’ρθει ζάλη, θα σ’ αγόραζα και σένα που μου κάνεις τη μεγάλη (Λαϊκό τραγούδι)·
- μας πήρε όλους το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- με όλες μου τις δυνάμεις ή με όλες τις δυνάμεις μου, βλ. λ. δύναμη·
- με όλη μου την άνεση ή με όλη την άνεσή μου, βλ. λ. άνεση·
- με όλη μου την ησυχία ή με όλη την ησυχία μου, βλ. λ. ησυχία·
- με όλη μου την καρδιά ή με όλη την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- με όλη μου την ψυχή ή με όλη την ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- με όλη τη σημασία της λέξης, βλ. λ. σημασία·
- με όλο του το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- μην τα θες κι όλα δικά σου! βλ. λ. δικός·
- μητέρα όλων των μαχών, βλ. λ. μάχη·
- μια ιδέα είναι όλα ή όλα είναι μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι, βλ. λ. κώλος·
- μου πάνε όλα ανάποδα ή όλα μου πάνε ανάποδα ή όλα ανάποδα μου πάνε, βλ. λ. ανάποδος·
- μου πάνε όλα δεξιά ή όλα μου πάνε δεξιά ή όλα δεξιά μου πάνε, βλ. λ. δεξιά·
- μου πάνε όλα κόντρα ή όλα μου πάνε κόντρα ή όλα κόντρα μου πάνε, βλ. λ. κόντρα·
- μου πάνε όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου πάνε στραβά κι ανάποδα ή όλα στραβά κι ανάποδα μου πάνε, βλ. λ. ανάποδος·
- μου ’ρχονται όλα ανάποδα ή όλα μου ’ρχονται ανάποδα ή όλα ανάποδα μου ’ρχονται, βλ. λ. ανάποδος·
- μου ’ρχονται όλα δεξιά ή όλα μου ’ρχονται δεξιά ή όλα δεξιά μου ’ρχονται, βλ. λ. δεξιός·
- μου ’ρχονται όλα κόντρα ή όλα μου ’ρχονται κόντρα ή όλα κόντρα μου ’ρχονται, βλ. λ. κόντρα·
- μου ’ρχονται όλα στραβά ή όλα μου ’ρχονται στραβά ή όλα στραβά μου ’ρχονται, βλ. λ. στραβός·
- μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου ’ρχονται στραβά κι ανάποδα ή όλα στραβά κι ανάποδα μου ’ρχονται, βλ. λ. ανάποδος·
- μπάζει απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μεριά·
- μπαίνει μέσ’ στα όλα, βλ. λ. μέσα·
- μπαίνει μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
- να βουίξει η γειτονιά όλη ή να βουίξει όλη η γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- να βουίξει ο κόσμος όλος ή να βουίξει όλος ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- να βουίξει ο τόπος όλος ή να βουίξει όλος ο τόπος, βλ. λ. τόπος·  
- να κλάνεις όλη νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- ξεσήκωσε όλα τα τερτίπια (του τάδε), βλ. λ. τερτίπι·
- ξεσήκωσε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. λ. χούι·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο, βλ. λ. ήλιος·
- ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, βλ. λ. καθένας·
- ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- ο κόσμος όλος να καεί, βλ. λ. κόσμος·
- ο κόσμος όλος να χαλάσει, βλ. λ. κόσμος·
- ο πατέρας όλων, βλ. λ. πατέρας·
- όλ’ οι γύφτοι μια γενιά, βλ. λ. γύφτος·
- όλα αλήθεια, όλα ψέματα, βλ. λ. αλήθεια·
- όλα για όλα! ολοκληρωτικά: «θα με βοηθήσεις να βγω απ’ τη δύσκολη θέση; -Όλα για όλα»·
- όλα γομολάστιχα, βλ. λ. γομολάστιχα·
- όλα δουλεύουν ρολόι ή όλα πάνε ρολόι, βλ. λ. ρολόι·
- όλα εδώ πληρώνονται ή εδώ πληρώνονται όλα, βλ. λ. εδώ·
- όλα είναι δανεικά, βλ. λ. δανεικά·
- όλα είναι μια ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- όλα είναι τυχερά, βλ. λ. τυχερός·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
- όλα έχουν ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
- όλα καλά ή όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. φρ. όλα καλά, όλα ανθηρά·
- όλα καλά, όλα ανθηρά, βλ.λ. ανθηρός·
- όλα καλώς καμωμένα, βλ. λ. καλώς·
- όλα κι όλα! έκφραση διαμαρτυρίας με επιθετική διάθεση με την έννοια το παρακάνεις, τα παραλές, η υπομονή μου, η αντοχή μου ή η ανοχή μου έφτασε στα όριά της: «όλα κι όλα, ξανά δε θέλω να πάρεις πρωτοβουλία χωρίς την άδειά μου! || όλα κι όλα, αρκετά ανέχτηκα μέχρι τώρα τα καμώματά σου, γι’ αυτό από δω και πέρα θέλω να ’σαι τύπος και υπογραμμός!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α·
- όλα κι όλα, (για πράγματα) συνολικά: «όλα κι όλα ήταν δέκα αυτοκίνητα»·
- όλα παίζονται, βλ. λ. παίζομαι·
- όλα πάνε κομπολόι, βλ. λ. κομπολόι·
- όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- όλα πήγαν στο βρόντο ή πήγαν όλα στο βρόντο, βλ. λ. βρόντος·
- όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, βλ. λ. γουρούνι·
- όλα τα γουρούνια μια μύτη έχουνε, βλ. λ. γουρούνι·
- όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια ή όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα, βλ. λ. δάχτυλο·
- όλα τα καλά, όλα τα υλικά αγαθά: «κουβαλάει στο σπίτι του όλα τα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: ρεμπέτη κι αν αγάπησες, καθόλου μη σε νοιάζει, θα έχεις όλα τα καλά,εκείνα που σου τάζει
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- όλα τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- όλα τα μωρά στην πίστα! βλ. λ. μωρό·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, βλ. λ. σπίτι·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα ή όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, α. έκφραση με την οποία ο πλανόδιος μανάβης διαλαλεί τα καρπούζια του. β. λέγεται ειρωνικά σε περίπτωση που κάποιος δε σέβεται τίποτα, που τα θυσιάζει όλα προκειμένου να αποδείξει πως είναι ο καλύτερος: «το ζήτημα θέλει πολλή προσοχή, γιατί δεν είναι όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω και πρέπει να μελετήσεις την κάθε σου κίνηση»· βλ. και λ. μαχαιρώνω·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- όλα τα ’χε η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε (τη μάρανε) ή όλα τα ’χει η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε (τη μάρανε), βλ. λ. φερετζές·
- όλα τα ’χει ο μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
- όλα τα ’χει το πανέρι, βλ. λ. πανέρι·
- όλα του βρομάνε, βλ. λ. βρομώ·
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, βλ. λ. γάμος·
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
- όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, βλ. λ. ευγένεια·
- όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, βλ. λ. πόρτα·
- όλες οι πόρτες είναι κλειστές, βλ. λ. πόρτα·
- όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες, βλ. λ. ώρα·
- όλες τις φορές, βλ. λ. φορά·
- όλες τις ώρες ή όλη την ώρα, βλ. λ. ώρα·
- όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, βλ. λ. νύφη·
- όλη η οικογένεια επί σκηνής, βλ. λ. οικογένεια·
- όλο δεξιά! βλ. λ. δεξιά·
- όλο και κάποιος, βλ. λ. κάποιος·
- όλο και κάτι, βλ. λ. κάτι·
- όλο καλά! βλ. λ. καλός·
- όλο κι όλο, (για πρόσωπα ή πράγματα, ιδίως για να τονιστεί ο μικρός αριθμός), συνολικά: «μαζεύτηκαν όλο κι όλο είκοσι άτομα || αυτό το μήνα κέρδισα όλο κι όλο πεντακόσια ευρώ»·
- όλο τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- όλοι γελούν με μένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω, βλ. λ. γελώ·
- όλοι για την κουτάλα νοιάζονται, βλ. λ. κουτάλα·
- όλοι διαλέγουν απ’ τον ίδιο πάγκο, βλ. λ. πάγκος·
- όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λωλός·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- όλοι έχουν την τιμή τους, βλ. λ. τιμή·
- όλοι κι όλοι, (για πρόσωπα, ιδίως για να τονιστεί ο μικρός αριθμός), συνολικά: «όλοι κι όλοι στην πλατεία ήταν τριάντα άνθρωποι»·
- όλοι κοιτάζουν τον καβγά κι η γριά το μέλι, βλ. λ. γριά·
- όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; βλ. λ. γαϊδούρι·
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν (στη Ρώμη), βλ. λ. δρόμος·
- όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. καλός·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
- όλοι οι πούστηδες είναι τυχεροί, βλ. λ. πούστης·
- όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, βλ. λ. γη·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουμε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, βλ. λ. καζάνι·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουνε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουνε, βλ. λ. καζάνι·
- όλοι τους είναι ίδια ράτσα ή όλοι τους ίδια ράτσα είναι, βλ. λ. ράτσα·
- όλοι τους είναι ίδια φάρα ή όλοι τους ίδια φάρα είναι, βλ. λ. φάρα·
- όλοι τους είναι τα ίδια σκατά ή όλοι τους τα ίδια σκατά είναι, βλ. λ. σκατά·
- όλος κι όλος, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από αυτό που δηλώνει κάποιος και ιδίως λέγεται για να τονιστεί ο μικρός αριθμός: «μαζί με τις υπερωρίες που κάνει, όλος κι όλος ο μισθός του είναι εφτακόσια ευρώ·
- όλος ο θίασος επί σκηνής, βλ. λ. θίασος·
- όλος ο καβγάς έγινε για την κουτάλα ή όλος ο καβγάς ήταν για την κουτάλα, βλ. λ. καβγάς·
- όλος ο καβγάς έγινε για το πάπλωμα ή όλος ο καβγάς ήταν για το πάπλωμα, βλ. λ. καβγάς·
- όλος ο καλός ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- όλος ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- όλος ο κόσμος δώδεκα κι η Πόλη δεκαπέντε, βλ. λ. Πόλη·
- όλος όλος, βλ. φρ. όλος κι όλος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όπως όλοι κι εγώ ή όπως όλοι κι εμείς, δηλώνει την αναγκαστική συνήθως ευθυγράμμιση των ενεργειών μας ή του τρόπου ζωής μας με αυτή των πολλών ή του συνόλου της κοινωνίας στην οποία ζούμε: «τι θα κάνεις μ’ αυτή την ακρίβεια που επικρατεί; -Όπως όλοι κι εγώ. Θα περιορίσω τις αγορές των υλικών αγαθών». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του»·
- ορμάει μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο·
- όταν φεύγει ο εχθρός, όλοι γίνονται γενναίοι, βλ. λ. εχθρός·
- παιδί για όλες τις δουλειές, βλ. λ. παιδί·
- πάει με όλα, βλ. λ. πάει·
- παίζονται όλα, βλ. λ. παίζομαι·
- πάνε όλα ντόμινο, βλ. λ. ντόμινο2·
- πάνω απ’ όλα, κυρίως: «πάνω απ’ όλα θέλω να ξέρεις πως σ’ αγαπώ»·
- πάνω σ’ όλα, επιπλέον, μαζί με: «πάνω σ’ όλα τα στραβά μας ήρθε κι αυτό το κακό»·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- παρ’ όλ’ αυτά, και όμως, ωστόσο: «τον έχω βοηθήσει άπειρες φορές, παρ’ όλ’ αυτά, αυτός κάθεται και με κατηγορεί»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, βλ. λ. κώλος·
- πέφτουν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- πήγαν όλα χαμένα, βλ. λ. χαμένος·
- πήρε όλα τα τερτίπια (του τάδε), βλ. λ. τερτίπι·
- πήρε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. λ. χούι·
- πήρε όλο το πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- πήρε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- πήρε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πιάνω όλα τα πόστα, βλ. λ. πόστο·
- που ήταν όλη δική του (όλο δικό του), δηλώνει πάθημα ολοκληρωτικό: «έφαγε μια μπάτσα, που ήταν όλη δική του || έφαγε ένα χαστούκι, που ήταν όλο δικό του || έπαθε ένα χουνέρι, που ήταν όλο δικό του»·
- προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα! βλ. λ. χώρα·
- πρώτ’ απ’ όλα, βλ. λ. πρώτα·
- ρίχνω όλο το βάρος μου (σε κάτι), βλ. λ. βάρος·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά,βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω όλο το κέντρο βάρους, βλ. λ. κέντρο·
- σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης, βλ. λ. μήκος·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- σ’ όλο το μήκος, βλ. λ. μήκος·
- σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, λέγεται με απόγνωση, όταν κοντά στις δυσκολίες ή στις στενοχώριες που έχουμε, προστίθενται κι άλλες: «σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα, μας ήρθε και η περικοπή των υπερωριών || σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα πλάκωσε κι η εφορία από πάνω»·
- σβήσ’ τα όλα, ξέχασέ τα, ιδίως όλα αυτά που ήταν αιτία να είμαστε μαλωμένοι ή χωρισμένοι: «έλα να σφίξουμε ξανά τα χέρια και σβήσ’ τα όλα!»·
- σε πείσμα όλων, βλ. λ. πείσμα·
- σηκώνω όλους στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- σήκωσε όλο το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- σήκωσε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- σήκωσε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- σπάσ’ τα όλα, βλ. λ. σπάω·
- σπίτι με τα όλα του, βλ. λ. σπίτι·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- τ’ αλέθει όλα σαν μύλος, βλ. λ. μύλος·
- τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τα βάζω όλα σ’ ένα καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τα βάζω όλα σ’ ένα σακί, βλ. λ. σακί·
- τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τα βάζω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
- τα βλέπω όλα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- τα βλέπω όλα διπλά, βλ. λ. διπλός·
- τα βλέπω όλα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- τα βλέπω όλα ρόδινα, βλ. λ. ρόδινος·
- τα βλέπω όλα στραβά, βλ. λ. στραβός·
- τα βλέπω όλα στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- τα βρήκε όλα έτοιμα, βλ. λ. έτοιμος·
- τα βρήκε όλα στρωμένα, βλ. λ. στρωμένος·
- τα βρίσκει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα βρίσκει, βλ. λ. πιάτο·
- τα γαμώ όλα, καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς, τα γαμώ όλα δω πέρα μέσα»·
- τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τα γράφω όλα στο μουνί μου ή τα έχω γραμμένα όλα στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τα γράφω όλα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στη πούτσα μου, στη ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·  
- τα δίνει όλα, (για γυναίκες) βλ. λ. δίνω·
- τα δίνω όλα, βλ. λ. δίνω·
- τα είδα όλα, βλ. λ. είδα·
- τα θέλει όλα δικά του ή όλα δικά του τα θέλει, βλ. λ. δικός·
- τα θέλει όλα έτοιμα ή όλα έτοιμα τα θέλει, βλ. λ. έτοιμος·
- τα θέλει όλα στην εντέλεια ή όλα στην εντέλεια τα θέλει, βλ. λ. εντέλεια·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, βλ. λ. πόδι·
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι του τα θέλει, βλ. λ. χέρι·
- τα θέλει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα θέλει, βλ. λ. πιάτο·
- τα θέλει όλα χαζίρι ή όλα χαζίρι τα θέλει, βλ. λ. χαζίρι·
- τα καλά όλου του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- τα κανόνισα όλα στο εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- τα κάνω όλα Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ, βλ. λ. γη·
- τα κάνω όλα γιάγμα, βλ. λ. γιάγμα·
- τα κάνω όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
- τα κάνω όλα ρημαδιό, βλ. λ. ρημαδιό·
- τα κάνω όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω όλα στο εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- τα κάνω όλα χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- τα λογαριάζει όλα με το διαβήτη, βλ. λ. διαβήτης·
- τα ξέρασε όλα, βλ. λ. ξερνώ·
- τα παίζω όλα για όλα ή το παίζω όλα για όλα, διακινδυνεύω τα πάντα σε μια δουλειά ή υπόθεση, διακινδυνεύω ακόμα και την ίδια μου τη ζωή: «έχω ρίξει όλα μου τα λεφτά σ’ αυτή τη δουλειά και τα παίζω όλα για όλα». (Λαϊκό τραγούδι: όλα για όλα τα ’παιξα για μια γυναίκα μόνο, και συ μπουζούκι μου ’μεινες παρηγοριά στον πόνο
- τα παίρνω όλα επ’ ώμου, βλ. λ. ώμος·
- τα πάω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
- τα περιμένω όλα (από κάποιον), βλ. λ. περιμένω·
- τα πήρε όλα κι έφυγε, βλ. λ. παίρνω·
- τα ρίχνω όλα έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τα ρίχνω όλα έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- τα ρίχνω όλα στη φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- τα ’φτυσε όλα, βλ. λ. φτύνω·
- τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τα ’χει μ’ όλους, βλ. λ. έχω·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. λ. χέρι·
- τέλος καλό, όλα καλά, βλ. λ. τέλος·
- την αμολάνε όλοι αβέρτα, βλ. λ. αβέρτα·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τιμές για όλα τα βαλάντια, βλ. λ. βαλάντιο·
- τιμές για όλα τα πορτοφόλια, βλ. λ. πορτοφόλι·
- τιμές για όλες τις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- το λέει όλος ο γιαλός ή όλος ο γιαλός το λέει, βλ. λ. γιαλός·
- το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, βλ. λ. μυαλό·
- το τρως όλο το φαΐ σου; βλ. λ. φαΐ·
- το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα·
- τον βλέπω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- τον βρίσκω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- τον έχω ικανό για όλα, βλ. λ. ικανός·
- τον έχω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- τον έχω όλο στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- του κάνω όλα τα γούστα ή του κάνω όλα του τα γούστα , βλ. λ. γούστο.
- του κάνω όλα τα κέφια ή του κάνω όλα του τα κέφια, βλ. λ. κέφι·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του (της) κάνει όλα τα καπρίτσια, βλ. λ. καπρίτσιο·
- τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους έχει όλους με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
- τους έχει όλους σαν στρατιωτάκια, βλ. λ. στρατιωτάκι·
- τους ρίχνω όλους έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τους ρίχνω όλους έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα, βλ. λ. χτένα·
- τώρα θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
- χάθηκε απ’ όλους, βλ. φρ. χάθηκε απ’ τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- χτυπώ όλες τις πόρτες, βλ. λ. πόρτα·
- χώνεται μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
- χώνεται μέσ’ στα όλα, βλ. λ. μέσα.

όνομα

όνομα, το, ουσ. [<αρχ. ὄνομα], το όνομα. Υποκορ. ονοματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ονοματάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- ακούει στ’ όνομα, ονομάζεται: «θα βρεις κάποιον που ακούει στ’ όνομα Περικλής»·
- ακούω τ’ όνομά μου, ο νονός ή η νονά δίνει στο εγγόνι μου κατά το μυστήριο της βάπτισης το όνομά μου: «προχτές βάφτισαν τον εγγονό του κι είναι όλος χαρά, γιατί άκουσε τ’ όνομά του»·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, άλλος έχει τη φήμη πως αξίζει ή πως είναι ικανός σε κάτι, ενώ στην πραγματικότητα άλλος έχει αυτές τις ιδιότητες: «μου λέγατε πως είναι καλό παιδί, όμως, άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, γιατί καλό παιδί αποδείχτηκε ο αδερφός του, ενώ αυτός είναι μεγάλος μπαγάσας»·
- αμαυρώνω τ’ όνομά μου, ενώ είμαι ευυπόληπτος αποκτώ με τις πράξεις μου κακή φήμη: «κατάγεται από μεγάλη οικογένεια, αλλά αμαύρωσε τ’ όνομά του με τους αλήτες που μπλέχτηκε»·
- αποκτώ όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- αφήνω όνομα, μνημονεύομαι για την καλή ή κακή δράση μου: «άφησε όνομα όσο καιρό είχε τη διεύθυνση του εργοστασίου, γιατί όλοι ήταν ευχαριστημένοι || μπορεί να πέθανε φτωχός, αλλ’ άφησε όνομα με τα ολονύχτια όργιά του»·
- αφήνω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. φρ. γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι)·
- βάζω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου, βλ. φρ. πιάνω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου·
- βάζω τ’ όνομά μου, υπογράφω: «αφού διάβασα πρώτα το συμβόλαιο, έβαλα τ’ όνομά μου»·
- βγάζω όνομα, α. αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος για κάτι καλό ή κακό: «με το πρώτο βιβλίο που έγραψε, έβγαλε αμέσως όνομα || πώς να μη βγάλεις όνομα με τους αλήτες που κάνεις παρέα!». β. χάνω τη φερεγγυότητά μου: «κάποτε ήταν καλός έμπορος, αλλά έβγαλε όνομα απ’ τη μέρα που άρχισε να παίζει χαρτιά, γιατί δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του»· βλ. και φρ. του βγάζω τ’ όνομα·
- βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βαφτίζω κάποιον ή κάποια και του δίνω όνομα ίδιο με το δικό μου: «βάφτισε κάποιο άπορο παιδί κι επειδή δεν είχε παιδιά, έβγαλε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για την αγάπη σου και για την ομορφιά σου, θε να βαφτίσω ένα παιδί, να βγάλω τ’ όνομά σου)· βλ. και φρ. δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)·   
- βγαίνει τ’ όνομά μου, διασύρεται η υπόληψή μου: «πρέπει να καταλάβεις πως με τους αλήτες που κάνεις παρέα, βγαίνει τ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πια να ξαναρθείς κρυφά από τη μαμά σου, για μένα, το παλιόπαιδο, να βγαίνει τ’ όνομά σου
- για ένα όνομα ζούμε, δηλώνει πως στη ζωή η υπόληψη του ατόμου και η καλή του φήμη είναι υπεράνω όλων: «δε θέλω να ’χω ανάμειξη σε απατεωνιές και λοβιτούρες, γιατί για ένα όνομα ζούμε»·
- για όνομα! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού(!)·
- για (τ’) όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- γίνομαι όνομα, βλ. λ. κάνω όνομα·
- γιορτάζω τ’ όνομά μου, γιορτάζω την ονομαστική μου γιορτή: «του Αγίου Γεωργίου γιορτάζω τ’ όνομά μου»·
- γνωστό όνομα, α. είναι διάσημος, φημισμένος: «μα και βέβαια τον ξέρω τον τάδε, αφού είναι γνωστό όνομα». β. έχω την εντύπωση πως γνωρίζω το άτομο του οποίου αναφέρεται το όνομα, χωρίς όμως να είμαι απόλυτα σίγουρος, ή απλά έχω ακούσει το όνομά του κάπου σε κάποια συζήτηση: «γνωστό όνομα, κάτι μου λέει, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ πού συναντηθήκαμε»·
- γράφ’ το στ’ όνομα του… ή γράψ’ το στ’ όνομα του… (ακολουθεί κάποιο όνομα), πίστωσέ το στον…: «θ’ αγοράσω αυτό το πουκάμισο και γράφ’ το στ’ όνομα του φίλου μου του Νίκου»·
- γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), ορίζω με διαθήκη σε κάποιον την κυριότητα επί της περιουσίας μου μετά το θάνατό μου: «λίγο πριν πεθάνει, έγραψε στ’ όνομα του γιου του όλη την περιουσία του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν είχα τα ’γραψα απάνω στ’ όνομά της κι ένα πρωί με διώξανε αυτή και η μαμά της
- γράφω τ’ όνομά μου, βλ. συνηθέστ. βάζω τ’ όνομά μου·
- δε λέμε ονόματα, δεν κατονομάζουμε κανέναν, ιδίως όταν δεν είναι παρών: «στην παρέα μας, όταν κουβεντιάζουμε για σοβαρά πράγματα και δεν είμαστε όλοι παρόντες, δε λέμε ονόματα για ν’ αποφεύγονται διάφορες παρεξηγήσεις»· βλ. και φρ. ονόματα να μη λέμε·
- δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, δε φαίνεται με κάποιο νόμιμο έγγραφο να έχει στην ιδιοκτησία του οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και φτωχός: «επειδή κάνει μεγάλα ανοίγματα στη δουλειά του, έχει μεταβιβάσει όλη την ακίνητη περιουσία στη γυναίκα του και δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του». Πολλές φορές, μετά το τίποτα ακολουθεί το γραμμένο·
- δεν κρατώ ονόματα, δε σημειώνω ή δεν μπορώ να θυμάμαι ονόματα: «συναναστρέφομαι με τόσο πού κόσμο, που δεν κρατώ ονόματα»·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποια), παντρεύομαι κάποια: «εγώ σου ’δωσα τ’ όνομά μου και δε θέλω να το ντροπιάσεις». Από το ότι παλιότερα, όταν μια γυναίκα παντρευόταν, έπαιρνε το οικογενειακό όνομα του άντρα της· βλ. και φρ. παίρνω τ’ όνομα (κάποιου)·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), α. υιοθετώ κάποιο παιδί: «επειδή δεν μπορούσε να κάνει η γυναίκα μου παιδί, πήρα ένα αγοράκι απ’ το ορφανοτροφείο και του ’δωσα τ’ όνομά μου». β. αναγνωρίζω νόμιμα ένα νόθο παιδί μου: «συζούσα με την τάδε κι έκανα μαζί της ένα κοριτσάκι, όμως του ’δωσα τ’ όνομά μου για να ’μαι εντάξει με τη συνείδησή μου»· βλ. και φρ. βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)   
- έβγαλα κακό όνομα, βλ. φρ. μου βγήκε τ’ όνομα·
- είναι πρώτο όνομα ή είναι το πρώτο όνομα, πρόκειται για πολύ διάσημο πρόσωπο σε ένα χώρο επαγγελματικό, καλλιτεχνικό ή κοινωνικό: «ο κύριος τάδε είναι πρώτο όνομα στο χώρο της ιατρικής || η τάδε είναι το πρώτο όνομα στο χώρο του κινηματογράφου»·
- είναι πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη νύχτα, πρόκειται για πρόσωπο που κυριαρχεί στις παράνομες υποθέσεις που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, είναι δηλαδή διάσημος μπράβος, νονός, εκβιαστής, έμπορος ναρκωτικών ή έμπορος λευκής σαρκός: «όλοι θέλουν να τα ’χουν καλά μαζί του, γιατί είναι πρώτο όνομα στη νύχτα»· βλ. και φρ. είναι πρώτο όνομα στην πίστα·
- είναι πρώτο όνομα στην πίστα ή είναι το πρώτο όνομα στην πίστα, πρόκειται για καλλιτέχνη, ιδίως τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, που κυριαρχεί στη νυχτερινή διασκέδαση: «η τάδε είναι το πρώτο όνομα στην πίστα»·
- είναι στ’ όνομά του (κάτι), είναι στην κυριότητά του, είναι ιδιοκτήτης του: «δεν είναι φτωχός, γιατί αυτή η βιλάρα που βλέπεις είναι στ’ όνομά του»·
- εν ονόματι του νόμου, δυνάμει του νόμου: «εν ονόματι του νόμου, συλλαμβάνεστε»·
- εξ ονόματος του..., εκ μέρους του..., ως εκπρόσωπος του…: «έρχομαι εξ ονόματος του τάδε»· βλ. και φρ. τον γνωρίζω εξ ονόματος·
- επ’ ονόματι, στο όνομα κάποιου: «το λογαριασμό θα τον ανοίξεις επ’ ονόματι της γυναίκας μου»·
- έχει ένα όνομα, είναι ευυπόληπτος: «δε θέλει να κάνει παρέα μ’ αλήτες, γιατί έχει ένα όνομα!». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα όνομα, είχα ένα σπίτι, είχα και μιαν αγάπη στην καρδιά κι άξαφνα κατάντησα σαν τον πρώτο αλήτη μια πληγή, μια σκέτη μαχαιριά 
- έχει κακό όνομα, α. δεν είναι ευυπόληπτος, έχει κακή φήμη: «να πεις το γιο σου να μην κάνει παρέα με τον τάδε, γιατί έχει κακό όνομα». β. δεν είναι φερέγγυος: «δεν του κάνει κανείς πίστωση, γιατί έχει κακό όνομα στην αγορά»·
- έχει καλό όνομα, α. είναι ευυπόληπτος, έχει καλή φήμη: «από τη μέρα που κάθισε σ’ αυτή τη γειτονιά, έχει καλό όνομα και τον εκτιμούν όλοι». β. είναι φερέγγυος: «όλοι θέλουν να συνεργάζονται μαζί του, γιατί έχει καλό όνομα στην αγορά»·
- έχει όνομα, είναι διάσημος, ικανός, είναι φημισμένος για κάτι: «χρόνια έχει όνομα με τα βιβλία που γράφει || κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί έχει όνομα»·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, βλ. λ. μαρκίζα·
- έχει στ’ όνομά του (κάτι), αποδεικνύει με νόμιμο έγγραφο την κυριότητά του επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας: «αυτός ο άνθρωπος έχει στ’ όνομά του τέτοια περιουσία, που μπορεί για χρόνια να θρέφει όλη την πόλη μας»·
- έχω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. γιορτάζω τ’ όνομά μου·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, θα σε καταντροπιάσω, θα σε καταξεφτιλίσω: «αν σε δω να βρίζεις πάλι τους γονείς σου, θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα». Πολλές φορές, ακολουθούν διάφοροι υβριστικοί χαρακτηρισμοί, μεταξύ των οποίων, αλήτη ή παλιοαλήτη ή κοπρόσκυλο ή ρεμάλι·
- θέλω αποδείξεις και ονόματα, απαιτώ τεκμήρια και να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «δε θέλω να μου μιλάς αφηρημένα, θέλω ονόματα». (Τραγούδι: απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα και το κορμάκι σου θα ψάξω πόντο πόντο
- θέλω διευθύνσεις και ονόματα, απαιτώ την πλήρη διαλεύκανση μιας υπόθεσης, ιδίως ύποπτης: «είναι έξαλλος ο διευθυντής, γιατί πιστεύει πως η παραγωγή σκάρτου εμπορεύματος οφείλεται σε σαμποτάζ, γι’ αυτό θέλει διευθύνσεις και ονόματα, αλλιώς θα μας απολύσει όλους»·  
- θέλω ονόματα, απαιτώ να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «αν θέλεις να συμβάλεις στην έρευνα που κάνω, θέλω ονόματα»·
- κάλλιο (καλύτερα) να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάνω όνομα, αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος: «απ’ τη μέρα που βγήκε στην τηλεόραση, έκανε όνομα»·
- κατ’ όνομα, α. μου είναι γνωστός μόνο ως όνομα, δεν τον γνωρίζω προσωπικά: «δεν τον έχω δει ποτέ μου αυτόν που μου λες, αλλά τον ξέρω κατ’ όνομα». β. δεν έχω προσωπική αντίληψη για κάποιον, ό,τι γνωρίζω γι’ αυτόν, προέρχεται από πληροφορίες: «ξέρω μόνο κατ’ όνομα πως είναι τίμιος έμπορος, αλλά δεν είχα ποτέ μου αλισβερίσι μαζί του». γ. τυπικά, όχι ουσιαστικά: «αυτός κατ’ όνομα είναι διευθυντής του εργοστασίου, γιατί στην πραγματικότητα άλλος το διευθύνει»·
- κηλιδώνω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- κοινό όνομα, συνηθισμένο: «το όνομα Γιάννης είναι το πιο κοινό όνομα στην Ελλάδα»·
- κρατώ τ’ όνομα (κάποιου), το εντυπώνω στο μυαλό μου ή το σημειώνω σε κάποιο σημειωματάριο: «κράτησες τ’ όνομα του κυρίου που με ζήτησε;»·
- λέει για τ’ όνομά μου, αναφέρεται σε μένα θετικά ή αρνητικά: «κάναμε παρέα το καλοκαίρι στις διακοπές μας κι ακόμα λέει για τ’ όνομά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου, για τα καλά που πέρασες στα χέρια τα δικά μου
- λεκιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- λερώνω τ’ όνομά μου, προσβάλλω, διασύρω με τις πράξεις μου, τη συμπεριφορά μου το καλό όνομα που έχω: «προσπαθώ να φέρομαι πάντα ευγενικά και τίμια, γιατί δεν έχω σκοπό να λερώσω τ’ όνομά μου»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, βλ. λ. πράγμα·
- με τ’ όνομα, με ουσιαστική, με πραγματική αξία για την ιδιότητα που αναφέρεται πως έχει κάποιος: «να τους πεις πως είμαι ο μάστρο Βαγγέλης με τ’ όνομα»·
- μεγάλα ονόματα, πρόσωπα εξέχοντα: «στη δεξίωση ήταν παρόντα όλα τα μεγάλα ονόματα της πόλης μας»·
- μεγάλο όνομα, διάσημος, φημισμένος: «έχω γνωρίσει πολλά μεγάλα ονόματα στο χώρο της λογοτεχνίας». (Λαϊκό τραγούδι: κι άμα θες ακόμα κάνουμε κουμπάρο μ’ όνομα μεγάλο, τον Βασίλη τον Τσιτσάνη. Πες μου το ναι λοιπόν κι αγάπα με κι εσύ!
- μη για όνομα της Παναγίας! βλ. λ. Παναγία·
- μη για όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλη οικειότητα μεταξύ μας: «μπορεί να έγινε μεγάλο και τρανός, αλλά μεταξύ μας μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, γιατί γνωριζόμαστε από παιδιά»·
- μου βγάζουν τ’ όνομα, προσβάλλουν, διασύρουν την υπόληψή μου, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα: «εγώ ξέρω πως είμαι τίμιος, γι’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει αν μου βγάζουν κάθε τόσο τ’ όνομα». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ αλανιάρα μερακλού, φουμάρω το χασίσι, γι’ αυτό μου βγάλαν τ’ όνομα πως αγαπώ ντερβίση
- μου βγήκε τ’ όνομα, α. απόκτησα κακή φήμη: «απ’ τη μέρα που διέδωσε κάποιος πως έχω μπλέξει με ναρκωτικά, μου βγήκε τ’ όνομα». β. έχασα τη φερεγγυότητά μου: «μια φορά δεν πλήρωσα μια επιταγή κι αμέσως μου βγήκε τ’ όνομα»·
- να μη λέμε ονόματα βλ. φρ. ονόματα να μη λέμε·
- να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! α. ευχή σε κάποιον επ’ ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής. Συνών. να χαίρεσαι τη γιορτή σου! β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αποδίδει στο όνομά του αξία την οποία όμως εμείς αμφισβητούμε: «σε μένα μην κάνεις τον έξυπνο, γιατί εγώ είμαι ο τάδε. -Να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! Λες και δεν ξέρουμε τι κουμάσι είσαι»·
- ντροπιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. ρεζιλεύω τ’ όνομά μου·
- ντρόπιασε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες), βλ. φρ. ρεζίλεψε τ’ όνομά μου·
- ξέχασε τ’ όνομά του, α. ζαλίστηκε πολύ ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι του: «του ’ρθε μια αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι και ξέχασε τ’ όνομά του». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές να παθαίνει πρόσκαιρη αμνησία κάποιος, όταν δέχεται χτύπημα στο κεφάλι. β. ένιωσε μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση ή μεγάλη έκπληξη ή απορία: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό που έφαγε, που ξέχασε τ’ όνομά του || μόλις με είδε να κυκλοφορώ με τέτοια αυτοκινητάρα, ξέχασε τ’ όνομά του || του γνώρισα μια γυναίκα, που, μόλις την είδε, ξέχασε τ’ όνομά του»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- οικογενειακό όνομα, το επίθετο, το επώνυμο κάποιου: «ξέρω πως ονομάζεται Γιώργος, αλλά δεν ξέρω να σου πω το οικογενειακό του όνομα»·
όνομα και μη χωριό, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ ο συνομιλητής μας γνωρίζει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έκανε τη λοβιτούρα, όνομα και μη χωριό»·
όνομα και πράμα, αυτό που λέγεται για κάποιον ή για κάτι δεν είναι μόνο φήμη, αλλά και πραγματικότητα, ανταποκρίνεται απόλυτα στη φήμη του: «είχε μια γκομενάρα μαζί του σκέτη νεράιδα, όνομα και πράμα σου λέω»·
- όνομα κι εξυπηρέτηση, δηλώνει πως το όνομα που αναφέρεται, ιδίως ονομασία εμπορικής φίρμας, παρέχει στους πελάτες πολλούς τρόπους αγοράς, μεγάλη εξυπηρέτηση προκειμένου να αγοράσει κανείς κάτι. Θυμηθείτε το σλόγκαν: Κωτσόβολος, όνομα κι εξυπηρέτηση·
- ονόματα να μη λέμε, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ, τις πιο πολλές φορές ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έβαλε χέρι στο ταμείο, ονόματα να μη λέμε»· βλ. και φρ. δε λέμε ονόματα·
- ορκίζομαι στ’ όνομά του, βλ. φρ. πίνω νερό στ’ όνομά του·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), α. λέγεται σε περιπτώσεις που, σύμφωνα με το έθιμο, ένα παιδί βαφτίζεται με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς ή άλλου στενού συγγενικού προσώπου, ή στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις νέες συνήθειες, κάποια άλλη αιτία δίνει όνομα στο παιδί: «όταν γεννήθηκα, έτυχε να έχει μόλις πεθάνει η αδερφή της μάνας μου και πήρα τ’ όνομα που είχε || από πού πήρες τ’ όνομα Αλίκη; -Τότε ήταν της μόδας οι ταινίες της Βουγιουκλάκη κι η μάνα μου ήταν φαν». β. παντρεύομαι κάποιον: «μετά από πέντε χρόνια δεσμό, επιτέλους πήρε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά). Από το ότι, όταν μια γυναίκα παντρεύεται, παίρνει το οικογενειακό όνομα του συζύγου της. Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα βγήκε δυναμικά στην παραγωγή και πάλεψε σκληρά για τα δικαιώματά της σαν άτομο στην κοινωνία, αυτό δεν είναι απόλυτο και στο εξής είτε η γυναίκα κρατάει το οικογενειακό της όνομα είτε μετά το δικό της έπεται του συζύγου της, π.χ.: Ελένη Κατσούλη-Κάτου, δηλ. η Ελένη Κατσούλη παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Κάτο·  
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου βλ. συνηθέστ.  πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου·
- πες για τ’ όνομά μου, ρώτησε να μάθεις για το ποιόν μου, για το χαρακτήρα μου, ρώτησε να μάθεις τι σόι άνθρωπος είμαι: «πες για τ’ όνομά μου, όπου θέλεις, κι αν ακούσεις κακή λέξη, να με φτύσεις!». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πιστεύεις, ρώτησε και πες για τ’ όνομά μου, με δείχνουν με το δάχτυλο για την παλικαριά μου
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, κακολογώ κάποιον: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. νερό·
- πίνω στ’ όνομα (κάποιου), πίνω στην υγεία κάποιου: «λείπει ο φίλος μας στο εξωτερικό και πίνουμε στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: τους μάγκες όλους γλένταγες κι αυτοί σε αγαπάνε και στ’ όνομά σου, Γιάννη μου, τα πίνουν και ρα σπάνε
- ρεζιλεύω τ’ όνομά μου, το διασύρω, το εξευτελίζω: «ρεζίλεψες τ’ όνομά σου με τους αλήτες που κάνεις παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και κλαίω απ’ τη ντροπή μου
- ρεζίλεψε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες) η γυναίκα με την οποία είμαι παντρεμένος με απάτησε: «δε θέλω να την ξαναδώ στα μάτια μου, γιατί ρεζίλεψε τ’ όνομά μου»·
- στ’ όνομα (κάποιου), για λογαριασμό, κυριότητα κάποιου: «πέρασε κάποιος κι άφησε αυτό το δέμα στ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου στείλω στ’ όνομά σου τέλια για τον μπαγλαμά σου
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, λέγεται στην περίπτωση που η φήμη ενός ανθρώπου δε συμβαδίζει με τον πλούτο: «σπουδαίος συγγραφέας, δε λέω, αλλά τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, γιατί να φάει δεν έχει ο φουκαράς!»·
- της βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή της διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά γεγονότα, ιδίως ερωτικά: «βγήκε η κοπέλα μια φορά μαζί του και της έβγαλε τ’ όνομα χωρίς λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: της το βγάλανε της Άννας τ’ όνομά της κρυφά από τη μαμά της
- το βαφτιστικό όνομα (κάποιου), βλ. φρ. το μικρό όνομα (κάποιου)·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, αυτός που έχει καλό παρελθόν, υπολογίζεται πάντοτε και εκτιμάται: «απ’ τα νιάτα του ήταν καλό κι ευγενικό παιδί και τον θυμάμαι γιατί, το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται»· 
- το μεγάλο όνομα (κάποιου), το οικογενειακό όνομα κάποιου, το επώνυμό του: «το μεγάλο όνομα του βιβλιοπώλη που έχει το “Κατώι του Βιβλίου”, είναι Μπαρμπουνάκης»·
- το μικρό όνομα (κάποιου), το όνομα που δίνει ο νονός ή η νονά σε κάποιον κατά τη βάφτισή του: «το μικρό όνομα του βιβλιοπώλη Μπαρμπουνάκη είναι Μανώλης και επιμένει να γράφει το όνομά του με ωμέγα»·
- τον γνωρίζω εξ ονόματος, δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον έχω ακουστά: «ξέρω για ποιον μου μιλάς, γιατί τον γνωρίζω εξ ονόματος»·
- του βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή του, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα σε βάρος του: «δε μπορεί κανείς να του βγάλει τ’ όνομα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι άμεμπτος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή και στου Καπετανάκη – γιαβρούμ, γιατί μου βγάλαν τ’ όνομα πώς πίνω το μαυράκι – αμάν
- του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. φρ. του (της) δίνω τ’ όνομα·
- του (της) δίνω τ’ όνομα, του (της) δίνω ένα όνομα κατά τη βάφτισή του (της), τον (την) ονομάζω: «η νονά της της έδωσε τ’ όνομα Δέσποινα»·
- φτιάχνω όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- φτύνω στ’ όνομά του, δεν κρύβω τη μεγάλη έχθρα που έχω για το άτομο που γίνεται λόγος: «είναι πολύ παλιάνθρωπος ο τάδε και φτύνω στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: σε μας δουλειά δε δίνουνε και στ’ όνομά του φτύνουνε
- φωνάζουν τ’ όνομά μου, με καλεί κάποιος από μακριά ονομαστικά: «μου φάνηκε σαν ν’ άκουσα να φωνάζουν τ’ όνομά μου»·
- φωνάζω με τ’ όνομά του (κάποιον), καλώ ονομαστικά κάποιον: «καλά, δεν ακούς τόση ώρα που σε φωνάζουν με τ’ όνομά σου;».

όσιος

όσιος, -ια, -ιο, επίθ. [<μτγν. ὅσιος], όσιος· που είναι πολύ αδύνατος μετά από περίοδο αρρώστιας, νηστείας ή δίαιτας: «τρόμαξα να τον αναγνωρίσω, μόλις μου μίλησε ο φίλος σου, γιατί ήταν σαν όσιος». Από την εικόνα των οσίων της εκκλησίας, που παρουσιάζονται στην αγιογραφία λιπόσαρκοι·
- γίνομαι όσιος ( Ονούφριος), αδυνατίζω πάρα πολύ μετά από περίοδο αρρώστιας, νηστείας ή δίαιτας: «έμεινε τρεις βδομάδες στην κλινική και στο διάστημα αυτό είχε γίνει σαν όσιος Ονούφριος»·
- δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, βλ. λ. ιερός·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. συνηθέστ. έγιναν όλα καλά κι άγια, λ. άγιος·
- καλά κι όσια, βλ. συνηθέστ. καλά κι άγια λ. άγιος·
- καλός κι όσιος, βλ. συνηθέστ. καλός κι άγιος, λ. άγιος·
- κάνω την οσία (Μαρία), α. (και για τα δυο φύλα) προσποιούμαι τον καλό, τον τίμιο, τον χρηστό: «μόλις αντιλήφθηκε πως υπήρχε περίπτωση να καταλάβουν τι κουμάσι είναι, άρχισε να κάνει την οσία Μαρία». β. προσποιούμαι πως δε γνωρίζω, πως δεν καταλαβαίνω όλα αυτά που κουβεντιάζονται μπροστά μου: «επειδή έχει λερωμένη τη φωλιά του, κάθε φορά που γίνεται κουβέντα γι’ αυτή την υπόθεση, κάνει την οσία». (Λαϊκό τραγούδι: ψέματα λες, βρε ακαμάτη, και μη μου κάνεις την οσία, ποτέ δεν έφερες μια κότα, να φάει και η εξουσία
- κάνω τον όσιο (Δαβίδ), α. προσποιούμαι τον καλό, τον τίμιο, τον χρηστό: «μην ξεγελιέσαι που κάνει τον όσιο Δαβίδ, γιατί είναι μεγάλο κωλόπαιδο». β. προσποιούμαι πως δε γνωρίζω, πως δεν καταλαβαίνω όλα αυτά που κουβεντιάζονται μπροστά μου: «μην τον βλέπεις που κάνει τον όσιο Δαβίδ, καταλαβαίνει πάρα πολύ καλά για ποιο πράγμα κουβεντιάζουμε»·
- τα ιερά και τα όσια, βλ. λ. ιερός.

παιδί

παιδί, το, ουσ. [<αρχ. παιδίον, υποκορ. του ουσ. παῖς]. 1. το μικρό αγόρι ή κορίτσι: «δεν είσαι πια παιδί να παίζεις με τις κούκλες». 2. νεαρό γκαρσόνι: «παιδί, ποιος θα ’ρθει να πάρει την παραγγελία;». Συνήθως της λ., στην περίπτωση του καλέσματος ,προτάσσεται το ψιτ. 3. νεαρός υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου για βοηθητικές δουλειές ή μικροθελήματα, που υπηρετεί τους άλλους, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο μικρός του καταστήματος: «στείλε το παιδί να πάρει μια τυρόπιτα || έστειλε το παιδί στην τράπεζα να πληρώσει μια επιταγή». 4. λέγεται αντί ονόματος, όταν απευθυνόμαστε σε άγνωστο νεαρό: «παιδί, πως θα βρω αυτή την διεύθυνση;». Συνήθως της λ. πολλές φορές προτάσσεται το ψιτ. 5. ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «την είδα με το παιδί της να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είναι αυτός ο αψηλός, ποιος είναι αυτός ο τύπος, άντρας σου είναι ή γνωστός ή το παιδί σου μήπως). 6. το τέκνο: «έχει τρία παιδιά». 7. (παλιότερα) το αρσενικό νεογέννητο και, κατ’ επέκταση, το καθένα από τα αρσενικά τέκνα μιας οικογένειας. Ακόμη και μέχρι πριν από λίγα χρόνια, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε αρκετές περιοχές της επαρχίας παιδί θεωρούσαν μόνο το αρσενικό τέκνο και έτσι ακουγόταν πολλές φορές το εξής εξωφρενικό: αυτός έχει τρία παιδιά και δυο κορίτσια, με το συμπάθιο. Αυτό το με το συμπάθιο, καταμαρτυρούσε το πόσο υποβιβασμένη ήταν η γυναίκα μέσα στην κοινωνία. Βέβαια, ως εξήγηση, δυο είναι οι λόγοι που οι οικογένειες της επαρχίας ξεχώριζαν τόσο πολύ το αρσενικό παιδί από το κορίτσι και επιζητούσαν με λαχτάρα τη γέννηση αρσενικών τέκνων: ο πρώτος λόγος είναι ότι τα αρσενικά χέρια θεωρούνταν πιο παραγωγικά στα χωράφια και γενικά στις γεωργικές εργασίες· ο δεύτερος ότι με το αρσενικό τέκνο δεν ήταν υποχρεωμένοι οι γονείς να νοιάζονται για προίκα, αφού το έθιμο είναι η νύφη να δίνει προίκα στο γαμπρό. 7. άνθρωπος περασμένης ηλικίας που νεάζει, που παριστάνει το νέο ή που διατηρείται νέος: «εξήντα χρονών παιδί». 8α. στον πλ. τα παιδιά, οι φίλοι, η παρέα αγόρια και κορίτσια, άντρες και γυναίκες: «την Κυριακή όλα τα παιδιά θα πάμε εκδρομή στον Όλυμπο». (Λαϊκό τραγούδι: τα παιδιά, τα παιδιά, τα φιλαράκια τα καλά τα σνομπάρεις και δε δίνεις σημασία πια καμιά). β. οι συνάδελφοι, οι σύντροφοι: «ο εχθρός μας είχε περικυκλώσει αλλ’ ευτυχώς είχαν έρθει τα παιδιά απ’ το τάγμα κι έτσι απεγκλωβιστήκαμε». (Τραγούδι: τα παιδιά τους καρτερούσαν του στρατού του λαϊκού και με τις χειροβομβίδες τους εκάναν τ’ αλατιού). 9. (στη γλώσσα της αργκό) οι άντρες της Αμέσου Δράσεως, και γενικά οι μπάτσοι: «λίγα λεπτά μετά το τηλεφώνημα πλάκωσαν τα παιδιά». 10. τα μέλη μιας οργάνωσης, ιδίως παράνομης, τα μέλη μιας συμμορίας: «πάρε μερικά απ’ τα παιδιά και πήγαινε να ξεκαθαρίσεις την κατάσταση». Υποκορ. παιδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αγέννητο το παιδί, αγορασμένη η σκούφια, βλ. λ. σκούφια·
- αλλάζω το παιδί, του φορώ καθαρά ρούχα: «μια στιγμή ν’ αλλάξω το παιδί, που κατουρήθηκε, κι έρχομαι»·
- αμάρτησα για το παιδί μου, ειρωνική έκφραση, που απευθύνεται σε γυναίκα με πλούσια ερωτική δράση: «ξέρω, ξέρω γιατί πας με τόσους πολλούς άντρες, αμάρτησα για το παιδί μου». Αναφορά στις μελό ταινίες του νεοελληνικού κινηματογράφου του 1950 και του 1960, όπου η συγκεκριμένη έκφραση αποτελούσε τη συνηθισμένη δικαιολογία της φτωχής μητέρας που ενέδιδε στις ερωτικές προτάσεις των πλούσιων αφεντικών της για να αναθρέψει το παιδί της·
- αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, όποιος θέλει να βρει το δίκαιό του, πρέπει να το απαιτήσει με επιμονή και υπομονή: «πρέπει να πας παλικαρίσια και να του ζητήσεις να επανορθώσει την αδικία που σου έκανε, γιατί, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, λ. γάιδαρος·
- απ’ τη λεχώνα ως τη μαμή χάθηκε το παιδί, βλ. λ. λεχώνα·
- από παιδί, από την παιδική ηλικία: «από παιδί ήταν φρόνιμος και υπάκουος»·
- άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα, συμβαίνει πολλές φορές, όταν κάποιο παιδί γεννηθεί άσχημο, να γίνει όμορφο όταν μεγαλώσει: «μη στενοχωριέσαι που δε γεννήθηκε όμορφος ο γιος σου, γιατί, όπως λέει κι ο λαός, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα»·
- άτιμο παιδί! βλ. λ. άτιμος·
- βαστώ το παιδί, βλ. φρ. κρατώ το παιδί·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
- δε γνωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. φρ. δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! λ. παιδάκι·
- δεν είμαστε παιδιά! βλ. φρ. παιδιά είμαστε(!)·
- δεν μπορεί να βαστήξει παιδί, (για γυναίκες) βλ. φρ. δεν μπορεί να κρατήσει παιδί·
- δεν μπορεί να κρατήσει παιδί, (για γυναίκες) κάνει συνέχεια αποβολές: «χρόνια τρέχουν στους γιατρούς, γιατί δεν μπορεί να βαστήξει παιδί»·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, βλ. λ. δουλειά·
- εγκλημάτησα για το παιδί μου, βλ. φρ. αμάρτησα για το παιδί μου·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις, βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του, α. έχει όλα τα προτερήματα του πατέρα του. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας πως έχει όλα τα ελαττώματα του πατέρα του·
- είναι δικό μας παιδί, είναι του περιβάλλοντός μας ή ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς: «πρέπει να τον βοηθήσουμε όσο μπορούμε, γιατί είναι δικό μας παιδί»·
- είναι δικό μου παιδί, για το συγκεκριμένο άτομο ενδιαφέρθηκα προσωπικά για την επαγγελματική ή καλλιτεχνική  του ανέλιξη: «αυτός ο πετυχημένος ζωγράφος, είναι δικό μου παιδί»·
- είναι ένα μεγάλο παιδί, παρ’ όλη την ηλικία του είναι αθώος, καλός και ανοιχτόκαρδος, εξακολουθεί να έχει τα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας: «μην τον βλέπεις έτσι σοβαρό και απλησίαστο, γιατί, αν τον γνωρίσεις καλά, θα δεις πως στην πραγματικότητα είναι ένα μεγάλο παιδί»·
- είναι παιδί της μαμάς του, λέγεται για καλομαθημένο παιδί, για παιδί που είναι μαμόθρεφτο (βλ. λ.): «είναι μαθημένος να του κάνουν όλα τα χατίρια, γιατί από μικρός είναι παιδί της μαμάς του»·
- είναι παιδί του πατέρα του, βλ. φρ. είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του·
- είναι της μάνας του παιδί, βλ. λ. μάνα·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; ειρωνική έκφραση σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας κοροϊδέψει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις σήμερα διακόσια χιλιάρικα, θα σου επιστρέψω αύριο πεντακόσια. -Έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα;». Άλλες φορές πριν και άλλες φορές μετά τα παιδιά, προτάσσεται ή ακολουθεί το έξυπνα·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, βλ. λ. αλεπού·
- η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει, βλ. λ. χελώνα·
- η ώρα του παιδιού, βλ. λ. ώρα·
- θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου, έκφραση με την οποία προκαλούμε κάποιον να αποδείξει έμπρακτα αυτό που ισχυρίζεται πως μπορεί να κάνει: «για όλα αυτά που μου λες, θέλω μια χειροπιαστή απόδειξη. Ορίστε λοιπόν· θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου. Ανέλαβε τη δουλειά και τελείωσέ την στο χρόνο που λες». Συνών. άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί / ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, βλ. λ. καιρός·
- κακό παιδί, χαρακτηρίζει νεαρό που είναι ανήθικος, άτακτος και απατεώνας: «να μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι κακό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι παιδί κακό,γιατί θέλεις να πονώ, έφτασ’ η ψυχή στο στόμα μ’ ένα ασόδυο ακόμα απ’ τον κόσμο θα χαθώ
- καλό παιδί, α. χαρακτηρίζει νεαρό που είναι ηθικός, τίμιος, φρόνιμος: «ακούει και σέβεται τους μεγαλύτερούς του, γιατί είναι καλό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι το καλό παιδί αυτό που γνώρισες εσύ, τώρα μ’ αρέσει να γυρνάω και το καλό παιδί ξεχνάω).β. χαρακτηρίζει νεαρό που έχει φιλότιμο, μπέσα: «είναι καλό παιδί και μπορείς να τον εμπιστευτείς άφοβα». (Λαϊκό τραγούδι: τον κοιτούσαμε θλιμμένοι και με πόνο στην καρδιά, γιατί ήταν στην παρέα απ’ τα πιο καλά παιδιά)· βλ. και φρ. το καλό παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλώς τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά! α. φιλική προσφώνηση στην παρέα μας ή σε κάποια άλλη παρέα. (Δημοτικό τραγούδι: γεια σου χαρά σου γέρο, καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά). β. πολλές φορές, η φιλική αυτή προσφώνηση μπορεί να γίνει και από την παρέα προς ένα μόνο άτομο: «βρε, καλώς τα παιδιά, καιρό είχαμε να σε δούμε!». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση ή και με δυσφορία, όταν έρχονται στην ομήγυρη ανεπιθύμητα άτομα, ιδίως αστυνομικοί και μπορεί να γίνει και προς ένα μόνο άτομο. Σε αυτοί την περίπτωση η φρ. εκφέρεται μουρμουριστά και με ελαφρό στρίψιμο του κεφαλιού προς τα πλάγια ή κατέβασμα προς τα κάτω, για να μη φανούν τα χείλη που ανοιγοκλείνουν· βλ. και φρ. καλώς το παιδί(!)·
- καλώς το παιδί! ή καλώς τα παιδιά! ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα: «θέλω να πας να μου πληρώσεις τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε. και να μου δώσεις και δέκα χιλιάδες ευρώ που τα χρειάζομαι. -Καλώς το παιδί!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο· βλ. και φρ. καλώς τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά(!)·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, λέγεται στην περίπτωση που κάποιοι γονείς αντιμετωπίζουν την αδιάφορη, άστοργη ή αχάριστη στάση των παιδιών τους. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το κι ύστερα σου λένε·
- κάνε παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. φρ. κάνε παιδί να δεις καλό·
- κάνω σαν παιδί, συμπεριφέρομαι με αφέλεια, παιδιαρίζω: «πρέπει ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι πιο σοβαρά και να πάψεις επιτέλους να κάνεις σαν παιδί»·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, δηλώνει πως οι γονείς λένε μερικές φορές πάνω στα νεύρα τους πολύ σκληρά λόγια για τα παιδιά τους, χωρίς όμως να τα εννοούν: «μου ’χει φάει τη ζωή το παλιόπαιδο μέχρι να το μεγαλώσω, που να σπάσει το πόδι του, όμως πρόσεχε, γιατί καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω»·  
- κλαίει σαν παιδί, κλαίει σπαραχτικά: «όταν βλέπει κάποια παλιά ελληνική κοινωνική ταινία, κλαίει σαν παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτωσε στης μοναξιάς μου το στενό κελί, μόνος μου κι αυτό το βράδυ κλαίω σαν παιδί
- κρατώ το παιδί, (για γυναίκες) αποφασίζω να μην κάνω έκτρωση, αποφασίζω να το γεννήσω: «αν και δεν ήταν παντρεμένη μαζί του, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί»·
- μένω παιδί, συμπεριφέρομαι σαν παιδί (παρόλο που έχω μεγαλώσει): «παρά τα χρόνια που κουβαλάει, έμεινε παιδί»·
- μη γίνεσαι παιδί! συμπεριφέρσου όπως αρμόζει στην ηλικία σου, μη γίνεσαι αφελής, μην κάνεις παιδιαρίσματα: «πρέπει να σκεφτείς καλά πώς θα ενεργήσεις, μη γίνεσαι παιδί! || θα σε ρίξει οπωσδήποτε, αν πιστέψεις αυτά που σου λέει, μη γίνεσαι παιδί! || αφού πρέπει να πάρεις το φάρμακο σου, θα κλείσεις τα μάτια και θα το καταπιείς, μη γίνεσαι παιδί!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα τώρα·
- μην κάνεις σαν παιδί! βλ. φρ. μη γίνεσαι παιδί(!)·
- μην κλοτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ’ τα παιδιά σου, βλ. λ. γονικά·
- μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, βλ. λ. κερί·
- να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να μη χαρώ τα παιδιά μου! όρκος που δίνουμε σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που του λέμε: «να μη χαρώ τα παιδιά μου, αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!) ·
- να παιδί, να μάλαμα! ειρωνική έκφραση για νεαρό άτομο που συμπεριφέρεται άπρεπα, ανάγωγα και προκλητικά σε μεγαλύτερους ή στους γονείς του·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, βλ. λ. μάνα·
- να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να χαρείς τα παιδιά σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα λεφτά που μου χρειάζονται, να χαρείς τα παιδιά σου! || να χαρείς τα παιδιά σου, πάρε με με τ’ αυτοκίνητό σου μέχρι την πόλη!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ο … (ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, (στη γλώσσα του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου) τα δυο άτομα που αναφέρονται και που θεωρούνται ηγετικές φυσιογνωμίες και οι συναθλητές τους, και οι υπόλοιποι άξιοι παίχτες της ομάδας τους. Οι δυο πρώτοι αθλητές που ακούστηκαν ήταν ο Γκάλης και ο Γιαννάκης, όταν έπαιζαν στην ομάδα μπάσκετ του Άρη Θεσσαλονίκης στη δεκαετία των μεγάλων επιτυχιών 1980-1990 και όταν η εθνική ομάδα του μπάσκετ πήρε το ευρωπαϊκό κύπελλο το 1987 στην Αθήνα και ύστερα από πολλά χρόνια, οι αθλητές που ακούστηκαν ήταν ο Ζαγοράκης και ο Χαριστέας της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, που το 2004 κατέκτησε το ευρωπαϊκό κύπελλο στη Λισσαβόνα: «ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τ’ άλλα παιδιά, χάρισαν στην Ελλάδα το ευρωπαϊκό κύπελλο μπάσκετ || ο Ζαγοράκης, ο Χαριστέας και τ’ άλλα παιδιά, χάρισαν δόξα στην Ελλάδα, αφού κατάφεραν και κατέκτησαν το 2004 το ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου»·    
- ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του, πολλές φορές οι φτωχοί είναι πιο ευτυχισμένοι από τους πλούσιους: «δούλεψε σκληρά για να κάνει λεφτά κι έμεινε μαγκούφης στη ζωή του, ενώ ο αδερφός του που είναι φτωχός, έχει ολόκληρη οικογένεια που τη βλέπει και τη χαίρεται, κι έτσι, έμεινε ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του». Πρβλ.: στο σεράι δάκρυ τρέχει, στην καλύβα πέρα βρέχει, ευτυχία και παράς δεν πάν’ μαζί (Λαϊκό τραγούδι).Συνών. ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- παιδί αστέρι, α. πολύ καλό παιδί, ξεχωριστό. Απότην εικόνα των αστεριών που λάμπουν στον ουρανό. β. (ειρωνικά) εντελώς το αντίθετο: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι παιδί αστέρι και θα σε μπλέξει»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- παιδί θαύμα, παιδί που, παρά τη μικρή του ηλικία, έχει εκπληκτικές ικανότητες σε ένα είδος: «ο Μότσαρτ υπήρξε παιδί θαύμα στο χώρο της μουσικής || ο γιος του τάδε είναι παιδί θαύμα στα μαθηματικά || ο τάδε είναι παιδί θαύμα στο σκάκι»·
- παιδί μου! ή παιδί μου εσύ! θαυμαστικό επιφώνημα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- παιδί μου ατελείωτο! θαυμαστικό επιφώνημα σε ψηλή και όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας: «τι κορμάρα είσαι εσύ, παιδί μου ατελείωτο!»·
- παιδί ’ναι και παιδεύεται, α. ειρωνική αναφορά σε άτομο που ασχολείται συνέχεια με διάφορες εργασίες, χωρίς να αποκομίζει κάποιο κέρδος, και όμως, εξακολουθεί να προγραμματίζει νέες. β. ειρωνική αναφορά σε άτομο που προσπαθεί να επιδιορθώσει κάτι, χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνώσεις, και όμως, επιμένει. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άσ’ τον ή το άσ’ τον μωρέ·
- παιδί πράμα! α. έκφραση με την οποία επιτιμούμε κάποιον για κάποια ενέργειά του, αλλά παράλληλα κεντρίζουμε το φιλότιμό του, ώστε στο εξής να ενεργεί σωστά: «επιτρέπεται τώρα εσύ, παιδί πράμα, να συμπεριφέρεσαι έτσι άσχημα σε γέρο άνθρωπο!». β. λέγεται και με συμπάθεια: «παιδί πράμα κι από μικρός στα βάσανα»· βλ. και φρ. παιδάκι πράμα! παιδάκι·
- παιδί σκεπάρνι, (στη γλώσσα της αργκό) α. άνθρωπος ανόητος, βλαμμένος, που έχει εγκεφαλική βλάβη, σαν να έχει δεχτεί στο κεφάλι του χτύπημα με σκεπάρνι: «μην περιμένεις να καταλάβει τι του λες, γιατί είναι παιδί σκεπάρνι». β. άνθρωπος πολύ κουραστικός, μονότονος, χοντροκομμένος, όπως και η εργασία που επιτελεί κανείς με το σκεπάρνι: «βαριέσαι να κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι παιδί σκεπάρνι»·
- παιδί σφυρί, βλ. φρ. παιδί σκεπάρνι·
- παιδί τζιμάνι, το λεβεντόπαιδο, το παλικάρι που έχει καλό χαρακτήρα, που είναι καθώς πρέπει: «ο τάδε είναι το πιο τζιμάνι παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως είσαι από τη Μάνη κι είσαι ένα παιδί τζιμάνι
- παιδί τζιτζίκι, άνθρωπος ανόητος, φλύαρος, χαζός: «παιδί τζιτζίκι τώρα, κάθεσαι και του δίνεις σημασία!». Από τον χαρακτηριστικό ήχο που βγάζουν τα τζιτζίκια, που είναι ιδίως ενοχλητικός και χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή μελωδία·
- παιδί της μάνας του (του πατέρα του) ή παιδί της μαμάς του (του μπαμπά του), α. μοιάζει στη μορφή τη μητέρα του (τον πατέρα του) ή έχει τα ελαττώματα ή τα προτερήματα της μητέρας του (του πατέρα του): «είναι πολύ καθαρό παιδί, ολόιδιο παιδί της μάνας του || πώς να μη γίνει χαρτοπαίχτης, αφού είναι παιδί του πατέρα του!». β. είναι πολύ καλομαθημένος, δεν έχει άμεση γνώση των δυσκολιών της ζωής, δεν εργάζεται και συντηρείται από τη μητέρα του (τον πατέρα του): «έγινε κοτζάμ παλικάρι κι ακόμη είναι παιδί του πατέρα του»·
- παιδί της Παναγιάς, α. είναι πάρα πολύ τυχερός: «τράκαρε μ’ ολόκληρο φορτηγό και δεν έπαθε τίποτα, γιατί είναι παιδί της Παναγιάς». β. πρόκειται για άτομο τίμιο, ηθικό: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι παιδί της Παναγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού, μα με ζεστή αγκάλη  
- παιδί του δρόμου, το φτωχόπαιδο, αλλά και το αλητόπαιδο: «δε θέλω να κάνεις παρέα με παιδιά του δρόμου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι του δρόμου το παιδί το παραπεταμένο και σαν σκυλάκι κάθομαι στους πάγκους το καημένο
- παιδί του λαού, εξέχον πρόσωπο, ιδίως διακεκριμένος καλλιτέχνης με λαϊκή καταγωγή, που το έργο του έχει μεγάλη λαϊκή απήχηση: «ο ηθοποιός Ν. Ξανθόπουλος υπήρξε το αγαπημένο παιδί του λαού γιατί ενσάρκωσε στα έργα του τους πόνους και τους πόθους των απλοϊκών ανθρώπων». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού, μα με ζεστή αγκάλη
- παιδί του σωλήνα, παιδί που γεννήθηκε με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης: «αυτό το ζευγάρι δεν μπορούσε να κάνει παιδί κι απόκτησε παιδί του σωλήνα»·
- παιδιά είμαστε! έκφραση με την οποία θέλουμε να επιβεβαιώσουμε τον συνομιλητή μας πως ενεργούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και πως θα πραγματοποιήσουμε οπωσδήποτε αυτό που προηγουμένως του υποσχεθήκαμε: «δηλαδή, θα μου δώσεις αυτό το ποσό που μου χρειάζεται; -Παιδιά είμαστε!». Συνήθως άλλοτε της φρ. προτάσσεται το έλα ή το καλά και άλλοτε η φρ. κλείνει με το τώρα ή είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το έλα ή το καλά και κλείνει παράλληλα με το τώρα·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, ομάδα ή ομάδες ανθρώπων που βρίσκονται σε τέλεια εξαθλίωση, που υποφέρουν τα πάνδεινα: «πολλές φυλές της Αφρικής είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού»·
- παιδιά σκυλιά δεν έχει, βλ. φρ. δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, λ. γατί·
- παιδιά της αγοράς, βλ. φρ. παιδιά της πιάτσας. (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σένα, Γιάννη, παιδί της αγοράς, χίλια διακόσια φράγκα τη μάπα να τη φας
- παιδιά της Ασφάλειας, (των Ηθών, της Τροχαίας), οι αστυνομικοί της Ασφάλειας, (των Ηθών, οι τροχονόμοι): «αν μπλέξεις με τα παιδιά της Ασφάλειας, θα ’χεις κακά ξεμπερδέματα»·
- παιδιά της άφρας, οι κλέφτες, οι λωποδύτες: «τα παιδιά της άφρας έχουν μια αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ τους»·
- παιδιά της κούπας, οι πότες: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα παιδιά της κούπας, κάθε βράδυ γυρίζει στο σπίτι του παραπατώντας». Από το ότι παλιά έπιναν  στο κρασοπουλειό το κρασί μέσα σε κούπες·   
- παιδιά της μάσας, (στη γλώσσα της αργκό) εκείνοι οι άνθρωποι, που δεν κάνουν τίποτα αν δεν πρόκειται να κερδίσουν κάτι νόμιμα ή παράνομα, που πρέπει δηλ. να φάνε για να κάνουν κάτι: «αυτός είναι απ’ τα παιδιά της μάσας και δεν κάνει τίποτα χωρίς κέρδος»·
- παιδιά της μπάτσικας, (στη γλώσσα της αργκό) οι χασομέρηδες, οι αργόσχολοι. «στη Θεσσαλονίκη, τα παιδιά της μπάτσικας μαζεύονταν στο Πτι Παλέ ή στο Ματζέστικ όπου και ξημεροβραδιάζονταν». Από το ότι η μπάτσικα ήταν παιχνίδι που παιζότανε στο μπιλιάρδο ή στο χαρτοπαίγνιο και είχε μεγάλη χρονική διάρκεια·
- παιδιά της ντάγκλας, (στη γλώσσα της αργκό) οι ναρκομανείς, οι πρεζάκηδες: «είναι αβέβαιο το μέλλον των παιδιών της ντάγκλας»·
- παιδιά της πιάτσας, οι άνθρωποι της αγοράς, που ασχολούνται με το πάρε δώσε, με το αλισβερίσι, νόμιμο ή παράνομο και, κατ’ επέκταση, οι έξυπνοι, οι ξύπνιοι, οι καταφερτζήδες: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα, γιατί από μικρός μεγάλωσε με τα παιδιά της πιάτσας». Πρβλ.: είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα (Λαϊκό τραγούδι)·
- παιδιά της πλατείας, (στη νεοαργκό) αυτοί που συχνάζουν σε πλατείες, ιδίως της πλατείας Εξαρχείων, οπότε η έμφαση δίνεται στους αναρχικούς, ή της πλατείας Κολονακίου, οπότε η έμφαση δίνεται στα βουτυρόπαιδα, στους φλώρους: «έδρασαν πάλι τα παιδιά της πλατείας κι έκαψαν το Πολυτεχνείο || τα παιδιά της πλατείας ήταν αραχτά στις πολυθρόνες τους κι έπιναν το φραπόγαλά τους»·
- παιδιά της σούρας, οι μπεκρήδες: «κάθε βράδυ μαζεύονται τα παιδιά της σούρας στο τάδε ουζερί και τα κοπανάνε μέχρι τα ξημερώματα»·
- παιδιά της τράπουλας, οι χαρτοπαίχτες: «αφού έμπλεξες με τα παιδιά της τράπουλας, σίγουρα θα καταστραφείς»·
- παιδιά της τσόχας, α. βλ. φρ. παιδιά της τράπουλας. β. παίχτες ζαριών: «τα παιδιά της τσόχας είναι πιο τζογαδόροι απ’ τα παιδιά της τράπουλας»· βλ. και λ. τσόχα·
- παιδιά της φάρας, (στη γλώσσα της αργκό) α. τα παιδιά της πιάτσας (βλ. φρ.): «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα παιδιά της φάρας, κονόμησε ένα κάρο λεφτά». β. τα άτομα που ανήκουν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, στην ίδια συντεχνία: «μπορεί και ο τάδε να μας πει από τι πάσχει το αμάξι, γιατί είναι κι αυτός απ’ τα παιδιά της φάρας», δηλ. είναι κι αυτός μηχανικός αυτοκινήτων·
- παιδιά της φούμας, (στη γλώσσα της αργκό) οι χασικλήδες: «αφού έμπλεξες με τα παιδιά της φούμας, σίγουρα σε βλέπω στη φυλακή»·
- παιδιά του Θεού, λέγεται για κάθε άνθρωπο: «δεν πρέπει να μαλώνουμε, γιατί όλοι είμαστε παιδιά του Θεού»·
- παιδιά του ταραφιού, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. παιδιά της φάρας·
- παιδιά των λουλουδιών, οι χίπηδες (βλ. λ.)·
- παιδιά των φαναριών, ανήλικα φτωχά παιδιά που στέκονται στις οδικές διαβάσεις και καθαρίζουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ελπίζοντας στα φιλεύσπλαχνα αισθήματα των οδηγών. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά είναι ξένης υπηκοότητας: «τα παιδιά των φαναριών έχουν απασχολήσει πολλές φορές τα Μ.Μ.Ε.»·
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, βλ. λ. παπάς·
- παραμύθια για μικρά παιδιά, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένω παιδί, (για γυναίκες) είμαι έγκυος: «κάθε φορά που βλέπω στο λεωφορείο γυναίκα που περιμένει παιδί, σηκώνομαι και της παραχωρώ τη θέση μου»·
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, λέγεται για άτομο που, ενώ δεν το υπολογίζουμε, αποδεικνύεται στο τέλος πιο άξιο από άλλο ή άλλα: «αυτόν τον υπάλληλο δεν τον υπολόγιζα καθόλου, αλλά αποδείχτηκε πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού και με στήριξε όσο κανένας άλλος»· 
- πιάνω παιδί, (για γυναίκες), μένω έγκυος: «είναι η τρίτη φορά που πιάνει παιδί μέσα σε τέσσερα χρόνια»·
- πολλές μαμές, στραβό το παιδί, βλ. λ. μαμή·
- πώς πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; - Όσο πάνε και μαυρίζουν, λέγεται για αυτούς που πηγαίνουν όλο προς το χειρότερο·
- ρε παιδιά! λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να εκφράσουμε τη δυσφορία μας σε κάποιο όμιλο παιδιών, νεαρών ή προς την παρέα μας για ενέργειά τους που τη θεωρούμε απαράδεκτη ή που μας ενοχλεί: «ρε παιδιά, μην ενοχλείτε γέρο άνθρωπο! || ρε παιδιά, κάντε λίγη ησυχία, μήπως μπορέσουμε και κοιμηθούμε!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- ρε παιδιά, φιλική προσφώνηση στην παρέα: «τι λέτε, ρε παιδιά, πάμε ν’ ακούσουμε κανένα μπουζουκάκι;»·
- ρίχνω το παιδί, α. (για γυναίκες), κάνω έκτρωση: «επειδή έμεινε έγκυος, χωρίς να είναι παντρεμένη, πήγε σ’ ένα γιατρό κι έριξε το παιδί». β. πιο σπάνια κάνω αποβολή, αποβάλλω: «ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος που πήρε, ώστε έριξε το παιδί»·
- σαν μικρό παιδί, στερεότυπη έκφραση που χαρακτηρίζει κάποιον ενήλικο ο οποίος έχει συμπεριφορά μικρού παιδιού: «μόλις τον αγριέψεις λίγο, φοβάται σαν μικρό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό σαν λάχαινε να δει δάκρυζε σαν μικρό παιδί κι ως είχε και παράδες, μοίραζε ψώνια αγκαλιά κάθε Χριστού και Πασχαλιά στους φτωχομαχαλάδες)· 
- σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο μας ατόπημα: «σαν παιδί κι εγώ έκανα ένα λάθος». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν παιδί κι εγώ, ήθελα ένα αυτοκίνητο και δανείστηκα λεφτά για να τ’ αγοράσω, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ·
- σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις! απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα του επιβάλουμε άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, παραδειγματικά: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις!»·
- σπέρνει παιδιά στο δρόμο, βλ. λ. σπέρνω·
- στη ζωή των παιδιών μου! βλ. λ. ζωή·
- στο σώβρακο τα παιδιά μου, βλ. λ. σώβρακο·
- στον τοίχο τα παιδιά μου, βλ. λ. τοίχος·
- τα δικά μας παιδιά, χαρακτηρισμός των οπαδών, των ψηφοφόρων πολιτικού κόμματος με νίκη του οποίου σε εκλογές και ανάληψη της εξουσίας επιδιώκεται ο διορισμός τους στο δημόσιο. Συνήθως ως τέτοια αναφέρονται οι οπαδοί των δυο μεγάλων κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία, δηλ. του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως πράσινα παιδιά, επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το πράσινο, και της Ν.Δ. ως γαλάζια παιδιά, επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το γαλάζιο. Επίσης ως κόκκινα παιδιά, αναφέρονται και οι οπαδοί, οι ψηφοφόροι του Κ.Κ.Ε., επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το κόκκινο: «μόλις αναλάβει το κόμμα μας την εξουσία, πρώτο μας μέλημα είναι να βολέψουμε τα δικά μας παιδιά»·  
- τα γαλάζια παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- τα κόκκινα παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- τα μπλε παιδιά, βλ. φρ. τα γαλάζια παιδιά·
- τα πράσινα παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει, βλ. λ. κουφός·
- της πήρε το παιδί, (για μαιευτήρες) της το απέσπασε από τη μήτρα λόγω προβλήματος του εμβρύου, της κύησης: «επειδή η εξέταση έδειξε πως το έμβρυο είχε μεσογειακή αναιμία, ο μαιευτήρας της της πήρε το παιδί». Πολλές φορές, η φρ. στον τύπο της πήραν το παιδί, εννοώντας και το επιτελείο του μαιευτήρα· 
- της πήρε το παιδί με καισαρική, (για μαιευτήρες) της το απέσπασε από τη μήτρα της: «της πήρε το παιδί με καισαρική, γιατί ερχόταν ανάποδα». Πολλές φορές, η φρ. στον τύπο της πήραν το παιδί με καισαρική, εννοώντας και το επιτελείο του μαιευτήρα·
- τι παιδί κι αυτό(ς)! ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν κάθεται ποτέ ήσυχο και μπερδεύεται συνέχεια σε διάφορες υποθέσεις, ιδίως παράνομες: «πάλι ήταν ανακατεμένος ο τάδε σε κείνη τη βρομοδουλειά. -Τι παιδί κι αυτός!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα ή το αμάν ή το αμάν πια·
- το καλό παιδί, χαρακτηρισμός παιδιού που ξεχωρίζει σε ένα σύνολο, σε μια παρέα για το φιλότιμο και το ήθος του: «ο τάδε είναι το καλό παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου)· βλ. και φρ. καλό παιδί·
- … το παιδί! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον, ιδίως νεαρό, που έπαθε κάτι κακό: «βρε τι έπαθε το παιδί στα καλά καθούμενα! || μα είναι δυνατό να φέρεσαι με τόσο κακό τρόπο στο παιδί!». (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλει ντε καλά και σώνει να πεθάνει δηλαδή
- το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «πριν καν αρχίσουμε να δουλεύουμε, σκέφτεσαι τι θα κάνεις τα κέρδη σου, δηλαδή, το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε || έχω καταλήξει να μην αγοράσω αυτοκίνητο, γιατί οι περισσότεροι οδηγοί είναι ασυνείδητοι και θα σκοτωθώ. -Έλα, ρε φίλε, το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- το παιδί λάστιχο, παιδί που έχει πολύ ευλύγιστο, πολύ ελαστικό σώμα, που παρουσιάζεται συνήθως ως θέαμα σε διάφορα λούνα παρκ ή τσίρκο: «περάστε να δείτε, να θαυμάσετε το παιδί λάστιχο!»·
- το παιδί του καταστήματος, βλ. λ. κατάστημα·
- το παιδί του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- το παιδί του μαγαζιού, βλ. λ. μαγαζί·
- το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2·  
- το ρίξιμο του παιδιού, βλ. λ. ρίξιμο·
- το τρομερό παιδί, λέγεται για άτομο ανεξαρτήτου ηλικίας που από τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του ή από την έντονη επίδειξη πνεύματος ανεξαρτησίας ξεχωρίζει δυναμικά μέσα σε ένα σύνολο: «ο Βασίλης Καΐλας υπήρξε το τρομερό παιδί του ελληνικού κινηματογράφου || ο τάδε γιατρός υπήρξε το τρομερό παιδί του ιατρικού χώρου»·
- το χαϊδεμένο παιδί, λέγεται για άτομο που είναι πολύ αγαπητό σε ένα χώρο, ιδίως επαγγελματικό, που κανείς δεν του χαλάει το χατίρι: «η Βουγιουκλάκη υπήρξε το χαϊδεμένο παιδί του ελληνικού κινηματογράφου»·
- του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί, έκφραση που δηλώνει τη μεγάλη αδυναμία και στοργή που έχουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους·
- τρώει τα παιδιά του (της), λέγεται στην περίπτωση που η δύναμη ή το περιβάλλον που αναδεικνύει κάποιον, μετά από καιρό τον καταστρέφει: «το τάδε τηλεοπτικό κανάλι έχει αναδείξει πολλούς άξιους δημοσιογράφους, όμως αυτό το ίδιο το κανάλι τρώει τα παιδιά του, γιατί τους απολύει χωρίς λόγο || παρ’ όλη την αγάπη που δείχνουμε γι’ αυτή την πόλη, η Θεσσαλονίκη είναι μοναδική στο να τρώει τα παιδιά της». Αναφορά στο θεό Κρόνο της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του·
- των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν, ο προνοητικός άνθρωπος ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτοιμος, αν του παρουσιαστεί ξαφνικά κάποια ανάγκη: «έχει κάτι λεφτουδάκια στην τράπεζα για ώρα ανάγκης, γιατί των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν». Συνών. αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα / άναψε το φανάρι σου, προτού να σ’ εύρει η νύχτα / ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’ / όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει. Αντίθ. άμα δεν πεινάσει, δε ζυμώνει·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, βλ. λ. ύπνος·
- φέρνω παιδί, (για γυναίκες) γεννώ: «έφερε δυο παιδιά, που τ’ ανάθρεψε με μεγάλη στοργή και φροντίδα». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήξερες, καλή μου μάνα, πόσα τραβάω στη ζωή σ’ αυτόν τον άδικο και ψεύτη κόσμο, ποτέ δε θα ’φερνες παιδί)· 
- χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, λέγεται ειρωνικά για ανεύθυνο άτομο, που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενα του τάδε, γιατί είναι χαζό παιδί, χαρά γεμάτο»·
- χάνω το παιδί, (για έγκυες γυναίκες) αποβάλλω: «είναι πολύ στενοχωρημένος γιατί είναι η δεύτερη φορά που η γυναίκα του χάνει το παιδί || η γυναίκα του κινδύνεψε να πέσει απ’ τη σκάλα κι απ’ τον τρόμο που πήρε έχασε το παιδί».

παλάμη

παλάμη, η, ουσ. [<αρχ. παλάμη], η παλάμη. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- γνωρίζω σαν την παλάμη μου (κάποιον), βλ. φρ. τον ξέρω σαν την παλάμη μου·
- εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν, λέγεται από άτομο που απαιτεί προκαταβολικά την αμοιβή του για εργασία που πρόκειται να εκτελέσει: «επειδή πολλές φορές μέχρι τώρα παρέδιδα τη δουλειά κι ύστερα παρακαλούσα να πάρω τα λεφτά μου, άλλαξα τακτική κι από δω και μπρος εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με τον δείκτη του ενός χεριού διπλωμένο να χτυπάει μέσα στην παλάμη του άλλου χεριού. Συνών. εν τω άμα και το θάμα (α)·
- έχω φαγούρα στην παλάμη μου, βλ. φρ. με φαγουρίζει η παλάμη μου·
- η παλάμη του έχει βγάλει κάλο ή η παλάμη του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), βλ. λ. κάλος·
- η παλάμη του έχει βγάλει ρόζο ή η παλάμη του έχει βγάλει ρόζους (ενν. από τη μαλακία), βλ. συνηθέστ. η παλάμη του έχει βγάλει κάλο·
- θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- με φαγουρίζει η παλάμη μου, ξοδεύω αμέσως τα χρήματα που έρχονται  στην κατοχή μου, που πέφτουν στα χέρια μου: «μόλις παίρνω το μισθό μου, με φαγουρίζει η παλάμη μου και μέσα σε λίγο καιρό δε μου μένει μία»· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου·
- με τρώει η παλάμη μου, προμηνύεται, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, πως θα πάρω λεφτά, αν με τρώει η αριστερή μου παλάμη, ή ότι θα δώσω λεφτά, αν με τρώει η δεξιά μου παλάμη: «κάθε φορά που με τρώει η αριστερή μου παλάμη, όλο κι από κάπου παίρνω λεφτά»· βλ. και φρ. με φαγουρίζει η παλάμη·
- πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- τον γνωρίζω σαν την παλάμη μου, βλ. φρ. τον ξέρω σαν την παλάμη μου·
- τον ξέρω σαν την παλάμη μου, τον ξέρω πάρα πολύ καλά, ιδίως όσον αφορά το χαρακτήρα του: «αυτόν που μου λες τον ξέρω σαν την παλάμη μου, γιατί μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά». Συνών. τον διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο / τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα (β) / τον ξέρω σαν την τσέπη μου·
- του δίνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του δίνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- του ’δωσαν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του ’δωσαν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- του στέλνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του στέλνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο.

παλικάρι

παλικάρι κ. παλληκάρι, το, ουσ. [<μσν. παλληκάριον (= σωματοφύλακας) υποκορ. του μτγν. πάλληξ]. 1. έφηβος ή νεαρός άντρας: «κάθε Κυριακή μεσημέρι όλα τα παλικάρια της γειτονιάς πηγαίνουν στο γήπεδο». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ, όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί). 2. νεαρός άντρας άφοβος, γενναίος, τολμηρός: «είναι πολύ παλικάρι ο τάδε και δε φοβάται να τα βάλει με κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου και, αν είσαι παλικάρι, τράβα, κάνε μου τη χάρη). 3. άντρας που έχει το θάρρος της γνώμης, που συμπεριφέρεται ακριβοδίκαια, καθώς πρέπει: «όταν έχουμε διαφορές στην παρέα μας, μας τις λύνει ο τάδε, που είναι παλικάρι, κι όλοι μας τον ακούμε». 4. χαρακτηρισμός άντρα που αντεπεξέρχεται με αξιοθαύμαστο τρόπο τις δυσκολίες που προκύπτουν ή που επιδεικνύει μεγάλη αντοχή σε κάποια δραστηριότητά του: «πέσανε πάνω του να τον εμποδίσουν, αλλά αυτός είναι παλικάρι στις τρικλοποδιές και τα κατάφερε μια χαρά στη δουλειά που ανέλαβε || είναι παλικάρι στο ποτό». 5. ο ανύπαντρος: «είναι ακόμα παλικάρι». 6. προσφώνηση σε έφηβο ή σε νεαρό άντρα που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «έχεις ώρα, ρε παλικάρι;». 7. στον πλ. τα παλικάρια, οι γενναίοι αγωνιστές που υπηρετούσαν στις διαταγές κάποιου οπλαρχηγού κατά την επανάσταση του 1821: «γύρισαν νικητές ο Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του». (Δημοτικό τραγούδι: σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά πάνε για να πατήσουν μωρ’ την Τριπολιτσά). Μεγέθ. παλίκαρος, ο (βλ. λ.).Υποκορ. παλικαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άξιο παλικάρι, που είναι ικανό, εργατικό, που αντεπεξέρχεται με επιτυχία στις δυσκολίες και στα προβλήματα που προκύπτουν: «τον θαυμάζω, γιατί γενικά είναι άξιο παλικάρι || θα ξεπεράσει κι αυτή τη δυσκολία του, γιατί είναι άξιο παλικάρι». Με την παραπάνω φρ. υπήρχε και το ακόλουθο τετράστιχο, που λεγόταν από τα παιδιά υπό τύπο κοροϊδίας: ο τάδε (κάποιο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρ’ ένα δεκάρι·  
- βγάζω παλικάρι (κάποιον ή κάποια), βοηθώ κάποιον ή κάποια να αντεπεξέλθει με επιτυχία κάποια προσωπική δυσκολία, κάποια δουλειά ή υπόθεση: «στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου, μόνο ο τάδε μ’ έβγαλε παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα πάλι στη δουλειά σου, συγκεντρώσου στα μυαλά σου, να σε βλέπω με καμάρι, να με βγάλεις παλικάρι)·    
- βγαίνω παλικάρι, (και για τα δυο φύλα) αντεπεξέρχομαι με επιτυχία σε κάποια προσωπική δυσκολία, σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «όποια δυσκολία και να του τύχει, βγαίνει παλικάρι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι)· βλ. και φρ. με βγάζει παλικάρι (κάτι)·
- η ανάγκη κάνει το παλικάρι, βλ. λ. ανάγκη·
- κακό παλικάρι, που είναι ανάγωγο, ανήθικο, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κακό παλικάρι»·
- καλό παλικάρι, που είναι ευγενικό, τίμιο, ηθικό και παράλληλα ανδρείο, γενναίο, τολμηρό: «ο τάδε είναι το πιο καλό παλικάρι της γειτονιάς μας»·
- κάνω το παλικάρι, προσποιούμαι τον ανδρείο, το γενναίο, τον τολμηρό: «όσο και να κάνεις το παλικάρι, ξέρω καλά τι κλάνας είσαι»·
- με βγάζει παλικάρι (κάτι), συντελεί ώστε να αντεπεξέλθω κάποια δυσκολία: «η δουλειά που είναι να τρέχω κάθε μέρα μέσα στον κάμπο σε διάφορα χωράφια κι έχω ένα φορτηγάκι, που με βγάζει παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μόνος κανένας μπάρμπας σου μπορεί να σ’ αβαντάρει· τα τσεκ απ’ την Αμερική σε βγάζουν παλικάρι)· βλ. και φρ. βγαίνω παλικάρι·   
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- παλικάρι της φακής, ο ψευτοπαλικαράς: «σε όσους δεν τον ξέρουν, κάνει τον άγριο, αλλά σε μένα κάθεται σούζα, γιατί ξέρω καλά τι παλικάρι της φακής είναι!»·
- παλικάρι της φακής και σκατά της Αφρικής, ο δειλός, ο φοβητσιάρης, που προσποιείται τον άφοβο, τον τολμηρό, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί και να χεστεί επάνω του από το φόβο του: «ποιος είναι παλικάρι, ο τάδε; Αυτός είναι παλικάρι της φακής και σκατά της Αφρικής»·
- πρώτο παλικάρι, που είναι πολύ ηθικό, πολύ τίμιο, αλλά και πολύ άφοβο, γενναίο, τολμηρό: «όλοι θέλουμε να κάνουμε παρέα μαζί του, γιατί είναι πρώτο παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: στη γειτονιά με είχανε πρώτο παλικάρι και πάντα λυμένο για καβγά είχα το ζωνάρι
- σωστό παλικάρι, που είναι ευγενικό, που δε θέλει να αδικήσει κανέναν, που συμπεριφέρεται καθώς πρέπει και παράλληλα είναι ανδρείο, γενναίο, τολμηρό: «σήμερα, δύσκολα θα βρεις μέσα στη νεολαία σωστά παλικάρια, όπως τα παλιά τα χρόνια»·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, λέγεται για άτομο, ή από το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του, που βρίσκει τον τρόπο να ξεπερνάει κάποιο εμπόδιο ή δυσκολία, ακόμη και αν αυτός είναι δυναμικός, πλάγιος ή ανέντιμος: «μου δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα και, παρά τις συστάσεις μου, δεν έλεγε να βάλει μυαλό, αλλά το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, γιατί τον πλάκωσα στο ξύλο κι έτσι έκατσε στ’ αβγά του || θέλησα δια της νομίμου οδού να πάρω την άδεια για να χτίσω ένα σπιτάκι στην εξοχή, αλλά επειδή απ’ το ’να γραφείο μ’ έστελναν στ’ άλλο, λάδωσα κάνα δυο τρεις και τέλειωσε η δουλειά μου, γιατί το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι»·
- τον βγάζω παλικάρι, δεν τον εκθέτω, γιατί διεκπεραιώνω με επιτυχία αυτό που μου αναθέτει: «είναι πολύ ατσίδα ο τύπος κι οτιδήποτε του αναθέσει κάποιος, τον βγάζει παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: το πορτοφόλι σήμερα έχει μεγάλη χάρη, σε κάθε δύσκολη στιγμή σε βγάζει παλικάρι).

Παναγιώταινα

Παναγιώταινα, η, κύρ. όν. [<Παναγιώτης + κατάλ. -αινα], η γυναίκα του Παναγιώτη: «η Παναγιώταινα ήταν μια τίμια και προκομμένη νοικοκυρά»·
- απ’ τ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, από το καθόλου είναι προτιμότερη μια μετριοπαθή επιλογή, ένα μικρότερο απόκτημα ή μια συμβιβαστική λύση και λέγεται συνήθως ύστερα από σχετική αποτυχία: «μια και δεν είχα λεφτά ν’ αγοράσω ένα μεγάλο αυτοκίνητο για όλη την οικογένεια, πήρα αυτό το κατσαριδάκι και να σου πω, απ’ τ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα». Η φρ. ολοκληρωμένη είναι παρά το ντιπ κι ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα και αποδίδεται στον πολιτικό Θ. Δεληγιάννη.   

πάπας

πάπας, ο, ουσ. [<μτγν. πάπας <ιταλ. papa <αρχ. πάππας], ο αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο ποντίφικας·
- έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! νομίζει ότι έκανε ή ότι κατάφερε κάτι σπουδαίο: «αγόρασε κι αυτός έν’ αυτοκινητάκι και νομίζει πως έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια!» βλ. και λ. αρχίδι·
- έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια! καυχιέται πως έχει κάνει κάτι αξιόλογο ή σπουδαίο, χωρίς πραγματικά να το έχει κάνει: «όλο τ’ απόγευμα μας έλεγε πως τα ’χει φτιάξει με την κόρη του τάδε εφοπλιστή, αλλά αποδείχτηκε πως έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια!». Από το ότι ο πάπας, όπως είναι γνωστό, δεν έχει γένια, άρα ο άνθρωπος που ισχυρίζεται πως τον έπιασε από τα γένια λέει ψέματα·
- έχει το αλάθητο του πάπα, α. λέει ή κάνει πάντα το σωστό: «όλοι παίρνουν τη γνώμη του, γιατί έχει το αλάθητο του πάπα». β. συνήθως λέγεται με ειρωνική διάθεση προτάσσοντας της φρ. το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ: «ό,τι λέει ο τάδε είναι σωστό. -Ναι μωρέ, έχει το αλάθητο του πάπα». Αναφορά στο δόγμα της καθολικής εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο ο πάπας είναι αλάθητος, όταν μιλάει για δογματικά ή ηθικά ζητήματα·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που επιμένει πως τα πράγματα είναι ή θα γίνουν σίγουρα έτσι όπως τα λέει: «να δείτε που μέσα σε λίγο καιρό θα ’ρθει και θα ζητήσει συγνώμη. -Καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας!». β. θαυμαστική παρατήρηση σε άτομο, όταν τα πράγματα γίνονται έτσι ακριβώς όπως τα έχει προβλέψει: «είδατε που μέσα σε λίγο καιρό ήρθε και ζήτησε συγνώμη; -Καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας!». Πολλές φορές, μετά το ρήμα της φρ. ακολουθεί το ρε παιδάκι μου. Αναφορά στο αλάθητο του πάπα·
- κρατάει τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! βλ. φρ. έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια(!)· 
- κρατάει τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. φρ. έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια(!)· 
- μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. συνηθέστ. μην το πεις ούτε στον παπά, λ. παπάς·
- ούτε ο γκραν πάπας να το πει (ενν. το κάνω ή δεν το κάνω), έχω πάρει τελεσίδικα την απόφασή μου, θετική ή αρνητική, αδιαφορώντας για τις κυρώσεις που μπορεί να έχω: «ούτε ο γκραν πάπας να το πει, εγώ δεν τον ξανακάνω παρέα». Αναφορά στον πάπα που, ως αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συγκεντρώνει μεγάλη εξουσία (όχι μόνο θρησκευτική αλλά και κοσμική)·
- ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο (γνωστό) δεν..., κατηγορηματική άρνηση για βοήθεια ή για κάποια παροχή σε κάποιον: «ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο, δε θα του παραχωρήσω τη θέση μου || ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο δεν τον παίρνω στη δουλειά μου».

παράδειγμα

παράδειγμα, το, ουσ. [<αρχ. παράδειγμα], το παράδειγμα. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- ακολουθώ το παράδειγμά του, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι όπως και αυτός: «είδα πως με τον τρόπο που εργάζεται βγαίνει πάντα κερδισμένος, γι’ αυτό κι εγώ άρχισα ν’ ακολουθώ το παράδειγμά του»·
- για παράδειγμα, έκφραση που δηλώνει πως ο ομιλητής ή αυτός που γράφει θα αναφέρει αμέσως μια περίπτωση με την οποία αποδεικνύεται, επιβεβαιώνεται ή γίνεται σαφέστερο αυτό που υποστηρίζει: «η βενζίνη χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσεως για να παράγουν ενέργεια. Για παράδειγμα, αν τελειώσει η βενζίνη ενός αυτοκινήτου, αυτό ακινητοποιείται»·
- δίνω το κακό παράδειγμα, με τις απαράδεκτες πράξεις ή τις άστοχες ενέργειές μου γίνομαι πρότυπο προς αποφυγήν ή παρασέρνω και άλλους να ενεργήσουν με τον ίδιο απαράδεκτο ή άστοχο τρόπο: «πρέπει ν’ αποφεύγεις αυτά που κάνει αυτός ο αλήτης, γιατί ήδη από μόνος του σου έχει δώσει το κακό παράδειγμα || μη βρίζεις γέρο άνθρωπο, γιατί δίνεις το κακό παράδειγμα στους νέους»·
- δίνω το καλό παράδειγμα, με τις καλές πράξεις ή τις σωστές ενέργειές μου γίνομαι πρότυπο προς μίμηση: «όταν βλέπω κάποιον ηλικιωμένο στο λεωφορείο, του παραχωρώ αμέσως τη θέση μου δίνοντας το καλό παράδειγμα στους νέους»·
- δίνω το παράδειγμα, με τις πράξεις μου ή τις ενέργειές μου παραδειγματίζω κάποιον ή κάποιους: «πάντοτε έδινε το παράδειγμα της αυτοθυσίας για την πατρίδα του»·
- μου έγινε παράδειγμα, παραδειγματίστηκα: «ήπια τόσο πολύ που μέθυσα κι έγινα ρεζίλι, γι’ αυτό μου έγινε παράδειγμα να μην πίνω παραπάνω από δυο τρία ποτηράκια». (Λαϊκό τραγούδι: δεν άκουσα κανένανε κι ήρθα σ’ αυτό το χάλι μου έγινε παράδειγμα, δε θ’ αγαπήσω άλλη
- παίρνω παράδειγμα, παραδειγματίζομαι από τις πράξεις κάποιου: «πρέπει να πάρεις παράδειγμα το συμμαθητή σου, που είναι αριστούχος, και να γίνεις κι εσύ το ίδιο»·
- παράδειγμα προς αποφυγή(ν), αυτός ή αυτό που πρέπει να έχει κανείς υπόψη του για να το αποφύγει: «όταν βλέπεις να κακομεταχειρίζονται γέρο άνθρωπο, θα πρέπει να είναι για σένα παράδειγμα προς αποφυγήν»·
- παράδειγμα προς μίμηση, αυτός ή αυτό που πρέπει να έχει κανείς ως πρότυπο: «ο αδερφός μου, που είναι ένας σπουδαίος επιστήμονας, είναι παράδειγμα προς μίμηση απ’ όλα τα ξαδέρφια μας»·
- παραδείγματος χάρη ή παραδείγματος χάριν (σε συντομογραφία π.χ.), βλ. φρ. για παράδειγμα. (Λαϊκό τραγούδι: παραδείγματος χάρη, να με λένε Μαρία, να ’χα μια φιλενάδα κόκκινη αλεπού, να με παίρνουν τ’ αστέρια στη δική τους πορεία, να μιλάω με τους γλάρους και με τα μαραμπού)·
- τον έχω για παράδειγμα, παραδειγματίζομαι από αυτόν, τον έχω ως πρότυπο: «ο αδερφός μου είναι ένας πολύ καλός οικογενειάρχης και τον έχω για παράδειγμα»·
- τον παίρνω για παράδειγμα, βλ. φρ. τον έχω για παράδειγμα·
- χοντροκομμένο παράδειγμα, που είναι γενικόλογο, που δεν αναφέρεται σε λεπτομέρειες: «μου ’δωσε ένα τόσο χοντροκομμένο παράδειγμα, που δεν κατάλαβα τι ακριβώς ήθελε να υποστηρίξει».  

πεζοδρόμιο

πεζοδρόμιο, το, ουσ. [<μσν. πεζοδρόμιον <πεζός + δρόμος + κατάλ. -ιο], το πεζοδρόμιο. 1. λαϊκό περιβάλλον όπου μεγαλώνοντας το άτομο αντιμετωπίζει διάφορες δυσκολίες, που είναι πολύτιμες εμπειρίες για τη ζωή του: «το πεζοδρόμιο είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο, γιατί εκεί μαθαίνει κανείς τι πάει να πει ζωή». Πρβλ.: γράμματα μ’ έμαθε η ζωή, γνώση η κοινωνία και κάθισα και διάβασα στου δρόμου τα θρανία (Λαϊκό τραγούδι). 2. λέγεται υποτιμητικά για οτιδήποτε ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον απλό λαό, στον όχλο: «εγώ δεν κάνω πολιτική πεζοδρομίου || να πάψουν, επιτέλους, αυτές οι εκδηλώσεις του πεζοδρομίου». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- άνθρωπος του πεζοδρομίου, βλ. λ. άνθρωπος·
- βγαίνω στο πεζοδρόμιο, (για γυναίκες) βλ. φρ. κάνω πεζοδρόμιο·
- γυναίκα του πεζοδρομίου, βλ. λ. γυναίκα·
- είναι του πεζοδρομίου, (και για τα δυο φύλα) ανήκει ή προέρχεται από τον υπόκοσμο: «μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι του πεζοδρομίου και σε κουβεντιάζει όλη η γειτονιά»·
- κάνω πεζοδρόμιο, (για γυναίκες) αναζητώ πελάτη στο δρόμο για να του προσφέρω έρωτα επί χρήμασι, εκπορνεύομαι, είμαι πόρνη του δρόμου: «όποια κάνει πεζοδρόμιο είναι επικίνδυνη, γιατί μπορεί να σου κολλήσει διάφορα αφροδίσια». Συνών. κάνω καλντερίμι·
- κι απ’ το πεζοδρόμιο, ειρωνική έκφραση που απευθύνουμε σε άτομο που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, πράγμα που μας αφήνει αδιάφορους ή και μας χαροποιεί. Συνών. και να μας γράφεις / κι αέρα στα πανιά σου·
- μεγάλωσε στο πεζοδρόμιο, μεγάλωσε μέσα στις αντιξοότητες της ζωής, πράγμα που τον βοήθησε να γίνει έξυπνος και πολύπειρος: «όποιος μεγάλωσε στο πεζοδρόμιο, διδάχτηκε πάρα πολλά στη ζωή του». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάνω·
- πέθανε στο πεζοδρόμιο, πέθανε πάμφτωχος και ολομόναχος στη ζωή του: «κάποτε ήταν μεγάλος και τρανός, αλλά στο τέλος της ζωής του πέθανε στο πεζοδρόμιο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάνω·
- περνάει και τρίζουν τα πεζοδρόμια, (για γυναίκες) είναι εντυπωσιακά όμορφη: «είναι τόσο όμορφη η αδερφή του, που περνάει και τρίζουν τα πεζοδρόμια || στα νιάτα της περνούσε κι έτριζαν τα πεζοδρόμια»·
- στο καλό κι απ’ το πεζοδρόμιο! έκφραση ενδιαφέροντος σε άτομο που αποχωρεί, που φεύγει από κάπου (σπίτι, παρέα) να προσέχει μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Από το ότι το πεζοδρόμιο προσφέρει ασφάλεια στον πεζό από τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν· βλ. και φρ. κι απ’ το πεζοδρόμιο·
- τη βγάζω στο πεζοδρόμιο, (για γυναίκες) την οδηγώ στην πορνεία: «στην αρχή έκανε τον ερωτευμένο μαζί της κι ύστερα την έβγαλε στο πεζοδρόμιο».

πείσμα

πείσμα, το, ουσ. [<αρχ. πεῖσμα]. 1. ανένδοτη, ανυποχώρητη ή παράλογη εμμονή σε μια επιδίωξη, γνώμη ή επιθυμία: «το πείσμα δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν». 2. στον πλ. τα πείσματα, τα καμώματα, τα νάζια: «θέλει πείσματα η αγάπη για να ’χει νοστιμάδα». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα παιδιαρίσματα στο ’χω ξαναπεί, αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει προκοπή). Συνών. γινάτι. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- από πείσμα, βλ. φρ. για (το) πείσμα·
- αρβανίτικο πείσμα, η ανένδοτη, η ανυποχώρητη ή η παράλογη εμμονή σε μια επιδίωξη, γνώμη ή επιθυμία: «τέτοιο αρβανίτικο πείσμα δεν έχω συναντήσει σε άνθρωπο»·
- αρναούτικο πείσμα, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο πείσμα·
- ας είν’ καλά το πείσμα του! έκφραση που δηλώνει πως θα ξεπεράσουμε τη δυσκολία που έχουμε, παρόλο που αρνείται πεισματικά να μας βοηθήσει το άτομο από το οποίο ζητάμε βοήθεια, ή και, αν δεν την ξεπεράσουμε, το μόνο που θα κερδίσει το άτομο αυτό θα είναι η επαλήθευση της μνησικακίας του·
- βάζω πείσμα, βλ. φρ. το βάζω πείσμα·
- βαστώ πείσμα, βλ. φρ. κρατώ πείσμα·
- βουργάρικο πείσμα, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο πείσμα·
- γαϊδουρινό πείσμα, το μεγάλο πείσμα: «όταν τον πιάσει το γαϊδουρινό πείσμα, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα». Από την εικόνα του γαϊδάρου που, όταν πεισμώνει, στυλώνει τα πόδια του και δεν κάνει βήμα παρόλες τις προτροπές ή το ξύλο που του δίνει το αφεντικό του·
- για (το) πείσμα, μόνο και μόνο επειδή πεισμώσαμε, μόνο και μόνο από εγωιστική επιμονή, από ισχυρογνωμοσύνη: «επειδή την προηγούμενη φορά δεν ήρθατε μαζί μου, δε θα ’ρθω κι εγώ μαζί σας για πείσμα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- έχει πείσμα, είναι πολύ πεισματάρης, πολύ ξεροκέφαλος: «αφού είπε κάτι, μην περιμένεις ν’ αλλάξει γνώμη, γιατί έχει πείσμα αυτός ο άνθρωπος»·
- κάνω πείσματα, προσποιούμαι πως δε θέλω κάτι, κάνω νάζια: «μ’ αρέσει, όταν κάνει πείσματα η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και δώσ’ μου ένα φιλί, μη μου τ’ αρνιέσαι, φως μου, και μη μου κάνεις πείσματα,οπόταν είσαι μπρος μου
- κρατώ πείσμα, διατηρώ, τρέφω μνησικακία για κάποιον: «μην του πας κόντρα, γιατί κρατάει πείσμα και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί του»·
- με πείσμα, με επιμονή, πεισματικά: «άρχισε να δουλεύει με πείσμα για να παραδώσει τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που είχε δώσει»·
- με πιάνει το πείσμα, επιμένω σε κάτι από αντίδραση, πεισμώνω, γίνομαι ισχυρογνώμονας: «όταν με πιάνει το πείσμα, μην προσπαθείς να μ’ αλλάξεις γνώμη, γιατί δε θα καταφέρεις τίποτα»·
- μουλαρίσιο πείσμα, βλ. συνηθέστ. γαϊδουρινό πείσμα·
- σε πείσμα όλων, επιμένοντας πεισματικά παρά τη γνώμη όλων για το αντίθετο: «κάποτε τον είχαν ξοφλημένο, αλλά σε πείσμα όλων κατάφερε ν’ απαλλαγεί απ’ τα ναρκωτικά»·
- το βάζω πείσμα, πεισμώνω, γίνομαι ισχυρογνώμονας: «όταν το βάλει πείσμα, δε λέει να βάλει μπουκιά στο στόμα του»·
- το βάζω πείσμα να..., αποφασίζω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι οπωσδήποτε: «αφού το ’βαλε πείσμα να τελειώσει το πανεπιστήμιο, θα το τελειώσει»·
- τον βάζω πείσμα, βλ. φρ. τον έχω πείσμα·
- τον έχω πείσμα, τον εχθρεύομαι, θέλω, επιδιώκω να του κάνω κακό: «τον έχω τέτοιο πείσμα, που, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον λιώσω»·
- του βαστώ πείσμα, βλ. φρ. τον έχω πείσμα·
- του κρατώ πείσμα, βλ. φρ. τον έχω πείσμα.

πηγάδι

πηγάδι, το, ουσ. [<μσν. πηγάδιν <μτγν. πηγάδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. πηγή], το πηγάδι. 1. βαθιά τρύπα: «αυτό δεν ήταν λακκούβα, ήταν σκέτο πηγάδι μέσα στη μέση του δρόμου!». 2. το απύλωτο στόμα: «κλείσε, επιτέλους, αυτό το πηγάδι για να μιλήσει και κανένας άλλος!». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- ακούγεται απ’ το πηγάδι (κάποιος), μόλις που ακούγεται η φωνή του: «δεν μπορώ να καταλάβω τι μου λέει, γιατί ακούγεται απ’ το πηγάδι»·
- γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι, λέγεται όσους προσπαθούν με φτωχά ή ανύπαρκτα μέσα να φέρουν σε πέρας μεγάλα έργα: «χωρίς την παραμικρή υποδομή θέλει να εξαπλωθεί στην πανελλήνια αγορά, σα να λέμε δηλαδή, γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι»·
- εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κάποιος το παράπονό του για την απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του: «γιατί, ρε παιδιά, δε με παίρνετε μαζί σας στο πάρτι, εγώ στο πηγάδι κατούρησα;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω να διασκεδάσω στα μπουζούκια, εγώ στο πηγάδι κατούρησα;». Από το ότι στα παλιά χρόνια το να κατουρήσει κανείς μέσα στο πηγάδι, από το οποίο έπαιρνε νερό το χωριό, θεωρούνταν μεγάλο έγκλημα και τιμωρούνταν αυστηρά. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είναι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;) / εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, βλ. λ. στόμα·
- η φωνή του ακούγεται απ’ το πηγάδι, βλ. φρ. ακούγεται απ’ το πηγάδι·
- μη ρίχνεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε, να μην είσαι αχάριστος σε αυτούς που σε βοήθησαν: «να λες ευχαριστώ σε όποιον σε βοήθησε και να μη ρίχνεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε»·
- όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει, α. ο καθένας σκέφτεται, ποθεί να γίνει ή να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πάρα πολύ: «χωρίς καθόλου λεφτάθέλει να χτίσει κι αυτός μια βίλα στη Χαλκιδική αλλά βλέπεις, όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει». β. λέγεται στην περίπτωση που επιθυμούμε πάρα πολύ μια γυναίκα που όμως μας είναι αδύνατο να την κατακτήσουμε: «ε ρε και να ’χα αυτή τη γυναικάρα στο κρεβάτι μου! -Όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει». Συνών. η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει / η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται·
- στέρεψε το πηγάδι, α. έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον που μας ζητάει διαρκώς χάρες ή που μας εκμεταλλεύεται συνεχώς, και δηλώνει πως η κατάσταση αυτή έχει πια σταματήσει: «αρκετά χρήματα μου μάσησε μέχρι τώρα, από εδώ και πέρα στέρεψε γι’ αυτόν το πηγάδι». β. λέγεται σε περίπτωση που κάποιος έχασε την πηγή που τον τροφοδοτούσε με χρήματα ή που του πρόσφερε διάφορες υπηρεσίες: «με την πτώση της κυβέρνησης στέρεψε γι’ αυτόν το πηγάδι, καιρός είναι να δούμε κι εμείς νερό στην αυλή μας!». Από την εικόνα πηγαδιού που δε δίνει πια νερό, και, κατ’ επέκταση, που έπαψε να εξυπηρετεί όσους το χρησιμοποιούσαν·
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, οι επιχειρήσεις που είναι στημένες σε καλές βάσεις, πάντα αποφέρουν κέρδη: «το εργοστάσιο πηγαίνει από πατέρα σε γιο κι από δουλειά άλλο τίποτα, γιατί το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται»·
- το πηγάδι δε χαλάει, ο κουβάς μπες βγες χαλάει ή το πηγάδι δεν έχει ανάγκη, ο κουβάς μπες βγες χαλάει, ειρωνική έκφραση σε νεαρό εραστή που επιδίδεται μετά μανίας στο σεξ. Στην προκειμένη περίπτωση, το αιδοίο της γυναίκας παρομοιάζεται με το πηγάδι, ενώ το αντρικό σεξουαλικό όργανο με τον κουβά·
- το στόμα του είναι σαν πηγάδι, βλ. λ. στόμα.

πιάνομαι

πιάνομαι, ρ. [<πιάνω]. 1. ακινητοποιούμαι από κάτι που με κρατάει ή που μπλέκεται στα ρούχα μου: «πιάστηκα στα σύρματα». 2. παγιδεύομαι: «πιάστηκε χωρίς να το καταλάβει, γιατί, όπως έτρεχε για να ξεφύγει, μπήκε σ’ ένα στενάκι που ήταν αδιέξοδο». (Λαϊκό τραγούδι: αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς,κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός, ξεκίνα πάλι). 3. συμπλέκομαι με κάποιον, μαλώνω, πολεμώ: «κόντρα ο ένας, κόντρα ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν κι έγινε χαμός στο ίσιωμα». (Λαϊκό τραγούδι: και ο πόλεμος στην Τροία πώς επιάστηκε; Η αιώνια γυναίκα ξελογιάστηκε. Δέκα χρόνια η Ελένη μας λαχτάρησε ώσπου πήγε ο Οδυσσέας και καθάρισε).4. συλλαμβάνομαι: «πιάστηκε απ’ τους μπάτσους την ώρα που προσπαθούσε να την κοπανήσει απ’ το παράθυρο». 5. παθαίνω αγκύλωση ή μούδιασμα: «καθόμουν μια ώρα στην ίδια θέση και πιάστηκα». 6. συναντώ τυχαία κάποιον και καθυστερώ να πάω στον προορισμό μου: «άργησα να ’ρθω, γιατί πιάστηκα με τον τάδε στο δρόμο, κι απ’ το πες πες, ξεχάστηκα». 7. αποκτώ οικονομική δύναμη, ανεβαίνω οικονομικά, κοινωνικά ή καλλιτεχνικά, καθιερώνομαι, πετυχαίνω: «με δυο τρεις δουλειές που έκανε, πιάστηκε για τα καλά || πιάστηκε με το πρώτο βιβλίο που έγραψε». 8. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι με κάτι: «όταν έχω λεύτερο χρόνο, πιάνομαι με διάφορες δουλειές του σπιτιού». 9. υπολογίζω, λογαριάζω, θεωρώ έγκυρο: «στις αγροτικές φυλακές η κάθε μέρα πιάνεται διπλή || δεν πιάνεται αυτή η υπογραφή, γιατί δε φαίνεται καθαρά». 10. προσκολλούμαι, αγκιστρώνομαι σε κάποιον για να βοηθηθώ: «ευτυχώς πιάστηκε απ’ το φίλο του και γλίτωσε τη χρεοκοπία». (Λαϊκό τραγούδι: με μια γυναίκα χάνεσαι, βυθίζεσαι με δυο, από την τρίτη πιάνεσαι και βγαίνεις στον αφρό). (Ακολουθούν 72 φρ.)·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- δεν έχει από πού να πιαστεί, δεν έχει κάποια βοήθεια, κάποιο στήριγμα, κάποια συμπαράσταση από κανέναν στις δύσκολες στιγμές που περνάει: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν έχει από πού να πιαστεί»·
- δεν πιάνεται, α. βρίσκεται σε μεγάλη ψυχική ευφορία: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, δεν πιάνεται». β. είναι ασυναγώνιστος στο είδος του, στο επάγγελμά του: «είναι τόσο ψευταράς, που δεν πιάνεται || είναι τόσο καλός μηχανικός, που δεν πιάνεται». γ. (για παιχνίδια ή ενέργειες) δεν υπολογίζεται: «επειδή έκανες χαράμια, αυτή η παρτίδα δεν πιάνεται»·
- δεν πιάνεται απ’ τη χαρά του, βλ. λ. χαρά·
- δεν πιάνεται από πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- δεν πιάνεται με τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- (δεν) πιάνεται το γκολ, βλ. λ. γκολ·
- (δεν) πιάνομαι βιδέλο, βλ. λ. βιδέλο·
- (δεν) πιάνομαι γιαγλής, βλ. λ. γιαγλής·
- (δεν) πιάνομαι γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- (δεν) πιάνομαι θύμα, βλ. λ. θύμα·
- (δεν) πιάνομαι κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- (δεν) πιάνομαι κότσος, βλ. λ. κότσος·
- (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς, βλ. λ. μπαγλαμάς·
- δεν πιανότανε (ενν. το σουτ), (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δεν μπορούσε ο τερματοφύλακας να αποσοβήσει το γκολ, γιατί ο παίχτης που σούταρε την μπάλα τη χτύπησε με μεγάλη δύναμη ή την έστειλε στη γωνία ή στο γάμα της εστίας: «ο τερματοφύλακας δε φέρει καμιά ευθύνη για το γκολ, γιατί ήταν τόσο δυνατό το σουτ, που δεν πιανότανε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το με τίποτα·
- είναι (για) να τον πιάνεις με την τσιμπίδα, βλ. λ. τσιμπίδα·
- η πονηρή αλεπού απ’ τα τέσσερα πιάνεται, βλ. λ. αλεπού·
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται, βλ. λ. μαλλί·
- πιάνεται απ’ τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- πιάνεται η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πιάνομαι από ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
- πιάνομαι με τη συζήτηση ή πιάνομαι στη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- πιάνομαι με την κουβέντα ή πιάνομαι στην κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- πιάνομαι σε καβγά, βλ. λ. καβγάς·
- πιάνομαι στ’ αγκίστρι, βλ. λ. αγκίστρι·
- πιάνομαι στ’ αγκίστρι της, βλ. λ. αγκίστρι·
- πιάνομαι στα βρόχια (κάποιου), βλ. λ. βρόχι·
- πιάνομαι στα δίχτυα ή πιάνομαι στο δίχτυ, βλ. λ. δίχτυ·
- πιάνομαι στα δίχτυα της, βλ. λ. δίχτυ·
- πιάνομαι στα πλοκάμια (κάποιου), βλ. λ. πλοκάμι·
- πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον) βλ. λ. χέρι·
- πιάνομαι στη διχάλα, βλ. λ. διχάλα·
- πιάνομαι στην ξόβεργα, βλ. λ. ξόβεργα·
- πιάνομαι στην παγίδα, βλ. λ. παγίδα·
- πιάνομαι στο δόκανο, βλ. λ. δόκανο·
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- πιαστήκαμε για τα καλά, (για κουβέντα, συνομιλία) λέγεται συνήθως στην περίπτωση, όταν μια τυχαία συνάντηση εξελίσσεται σε πολύωρη συνομιλία: «τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο, κι επειδή είχαμε καιρό να βρεθούμε πες ο ένας, πες ο άλλος πιαστήκαμε για τα καλά»· βλ. και φρ. πιάστηκαν για τα καλά·   
- πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά ή πιάστηκαν μαλλί με μαλλί ή πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- πιάστηκαν για τα καλά, μάλωσαν, συνεπλάκησαν, ήρθαν στα χέρια: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν για τα καλά»· βλ. και φρ. πιαστήκαμε για τα καλά·
- πιάστηκαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- πιάστηκαν στα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πιάστηκαν στα πράσα, βλ. λ. πράσο·
- πιάστηκαν τα πόδια μου ή μου πιάστηκαν τα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- πιάστηκε αδιάβαστος, βλ. λ. αδιάβαστος·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πιάστηκε από μια τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- πιάστηκε για τα καλά, πλούτισε πάρα πολύ: «δούλεψε χρόνια στο εξωτερικό και, μόλις πιάστηκε για τα καλά, επέστρεψε στην πατρίδα του»·
- πιάστηκε η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- πιάστηκε η φωνή μου, βλ. λ. φωνή·
- πιάστηκε η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- πιάστηκε ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- πιάστηκε ο λαιμός μου, βλ. λ. λαιμός·
- πιάστηκε πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- πιάστηκε σαν μπούφος ή πιάστηκε σαν τον μπούφο, βλ. λ. μπούφος·
- πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα ή πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα, βλ. λ. ποντικός·
- πιάστηκε με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, βλ. λ. μαρμελάδα·
- πιάστηκε στα πράσα, βλ. λ. πράσο·
- πιάστηκε στη φάκα, βλ. λ. φάκα·
- πιάστηκε το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- πιάστηκε το πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- πιάστηκε το πόδι μου (κάπου), βλ. λ. πόδι·
- πιάστηκε το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- πιάστηκε το χέρι μου (κάπου), βλ. λ. χέρι·
- πιάστηκε το ψέμα του, βλ. λ. ψέμα·
- το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά του πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- το φίδι φίλος δεν πιάνεται, βλ. λ. φίδι·
- χωρίς δόλωμα ψάρι δεν πιάνεται, βλ. λ. δόλωμα.

πίστη

πίστη, η, ουσ. [<αρχ. πίστις], η πίστη. 1. η εμπιστοσύνη: «απ’ τη μέρα που σε γνώρισα, μου λες συνέχεια ψέματα, με ποια πίστη, λοιπόν, θέλεις να σου συμπεριφερθώ!». 2. η εμπορική αξιοπιστία: «πρόσεχέ τον, γιατί δεν έχει καθόλου πίστη στην αγορά». 3. η προσωπική άποψη, ο υποκειμενικός τρόπος αντίληψης και ερμηνείας των πραγμάτων, ιδίως για περιπτώσεις αμετακίνητης γνώμης: «αν αυτή είναι η πίστη σου, δεν μπορώ να στην αλλάξω». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αλλάζω πίστη ή αλλάζω την πίστη μου, αλλαξοπιστώ: «δεν αλλάζω την πίστη μου για όλα τα καλά του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι μου ’ρχεται την πίστη μου ν’ αλλάξω,να μπω στο χαρέμι να σ’ αρπάξω, άι χανουμάκι σκερτσόζικο
- γαμώ την πίστη μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ την πίστη μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την πίστη σου! ή σου γαμώ την πίστη! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω ρε, γαμώ την πίστη σου, γιατί ασχολείσαι συνεχώς μαζί μου! || σου γαμώ την πίστη αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου τ’ όνομά μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε δίνω πίστη (ενν. σε κάποιον ή στα λόγια κάποιου), δεν τον πιστεύω, δεν πιστεύω: «στο ’χω πει χίλιες φορές πως δε δίνω πίστη σε κανέναν || δε δίνω πίστη σ’ αυτά που μου λέει, γιατί είναι γνωστός ψεύτης»·
- δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο, στερείται κάθε ηθικής αρχής: «μαζί του να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο»·
- δεν έχει πίστη, α. είναι κακόπιστος, δόλιος: «πρόσεχε τον τύπο με τον οποίο κάνεις παρέα, γιατί δεν έχει πίστη και υπάρχει φόβος να σε μπλέξει». β. είναι αφερέγγυος, είναι κακοπληρωτής: «μην του δώσεις ούτε ένα ευρώ με πίστωση, γιατί δεν έχει πίστη». γ. δεν πιστεύει σε καμιά ανώτερη θεϊκή δύναμη, είναι άθεος: «αφού δεν έχει πίστη, γιατί να πάει στην εκκλησία;». δ. δεν έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, απογοητεύεται εύκολα: «δεν έχει πίστη ο άνθρωπος και με την παραμικρή δυσκολία που του τυχαίνει τα παρατάει όλα στη μέση»·
- δίνω πίστη (ενν. σε κάποιον ή στα λόγια κάποιου), πιστεύω, τον πιστεύω: «δίνω πίστη σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί ξέρω καλά το χαρακτήρα του || δίνω πίστη σ’ αυτά που μου λέει, γιατί είναι φιλαλήθης»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, πιστεύω σε αυτά που μου λέει: «ξέρω ότι είναι έντιμος άνθρωπος, γι’ αυτό δίνω πίστη στα λόγια του»·
- ε μα την πίστη μου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα την πίστη μου, πάψε να λες ανοησίες!». Συνών. ε μα την αλήθεια! / ε μα το Θεό! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- είναι άνθρωπος κακής πίστης, πρόκειται για κακόπιστο άνθρωπο: «ό,τι και να του πεις σε κοιτά καχύποπτα, γιατί είναι άνθρωπος κακής πίστης»·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, πρόκειται για καλόπιστο άνθρωπο: «είναι καλόπιστος άνθρωπος και πιστεύει αμέσως ό,τι κι αν του πεις»·
- η πίστη μετακινεί βουνά, με τη δύναμη της πίστης μπορεί κανείς να πετύχει το ακατόρθωτο: «όσο δύσκολη κι αν είναι η δουλειά πίστευε εσύ πως θα τη φέρεις σε πέρας, γιατί η πίστη μετακινεί βουνά»·   
- κακή πίστη, α. η αφερεγγυότητα, η κακοπιστία, η δολιότητα: «η κακή πίστη δεν πρέπει να υπάρχει σ’ ένα υγιές εμπόριο». β. η αρνητική στάση απέναντι σε κάποιο γεγονός ή σε κάποια θέση, η εκ των προτέρων απόρριψή του: «αυτή η κακή πίστη που έχεις δε σ’ αφήνει να δεις πιο καθαρά τα πράγματα»·
- κακή τη πίστει, με δολιότητα, με κακοπιστία ή δυσπιστία: «απ’ τη στιγμή που με αντιμετωπίζεις κακή τη πίστει, δε θα μπορέσουμε να συνεργαστούμε»·
- καλή πίστη, α. η ειλικρίνεια, η φερεγγυότητα: «μόνο με καλή πίστη μπορεί κανείς να προκόψει στο εμπόριο». β. ο θετικός τρόπος αντίληψης και ερμηνείας των πραγμάτων: «αφού λείπει η καλή πίστη μεταξύ σας, ό,τι και να κάνεις, θα το παίρνει στραβά»·
- καλή τη πίστει, α. με ειλικρίνεια, με φερεγγυότητα: «πρέπει να καθίσουμε να κουβεντιάσουμε καλή τη πίστει || του δάνεισα ένα ποσό καλή τη πίστει»·
- μα την πίστη μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «μα την πίστη μου, ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω. β. έκφραση που δηλώνει διαμαρτυρία, δυσφορία ή έκπληξη για κάτι: «μα την πίστη μου, ην κάνεις θόρυβο, όταν κοιμάμαι! || μα την πίστη μου, γίνονται ακόμη τέτοια πράγματα!»·
- με κακή πίστη, βλ. φρ. κακή τη πίστει·
- με καλή πίστη, βλ. φρ. καλή τη πίστει·
- με πίστη, με εμμονή σε αυτό που κάνει κάποιος, με αγωνιστικότητα: «αγωνίζεται με πίστη για τα δημοκρατικά ιδεώδη»·
- μου βγαίνει η πίστη, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει η πίστη κάθε μέρα, για να μπορέσω να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει η πίστη ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «έχω τόσα πολλά χρέη, που κάθε μέρα μου βγαίνει η πίστη ανάποδα, για να τα καλύψω». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα ·
- πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος, α. (ειρωνικά για πρόσωπα) σκοτώθηκε άδικα: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος». β. (για αντικείμενα) χάθηκε ή κλάπηκε και δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναβρεθεί: «άφησα για λίγο τον αναπτήρα μου πάνω στο τραπέζι και πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος». γ. (για μηχανήματα) καταστράφηκε εντελώς, αχρηστεύτηκε: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητό μου, που πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος»·
- στην πίστη σου! δηλώνει παράκληση ή προτάσσεται παρακλητικής έκφρασης: «στην πίστη σου, κάνε λίγη ησυχία ν’ ακούσω τι λέει ο άνθρωπος! || στην πίστη σου, βοήθησέ με να ξεπεράσω αυτή τη δυσκολία!». (Λαϊκό τραγούδι: Μεμέτη μου, στην πίστη σου πάρε και μένα σπίτι σου
- συζυγική πίστη, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να μην πέσουν στο παράπτωμα της μοιχείας: «η οικογένεια στηρίζεται πάνω στη συζυγική πίστη»·
- του αλλάζω την πίστη, βλ. φρ. του βγάζω την πίστη·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω την πίστη, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλα την πίστη μέχρι να του δώσω πίσω τα δανεικά». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό·
- του βγάζω την πίστη ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «αν πέσει στα χέρια μου, θα του βγάλω την πίστη ανάποδα». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ την πίστη, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πίστη». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πίστη || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την πίστη». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.

πόδι

πόδι, το, ουσ. [<αρχ. πόδιον, υποκορ. του ουσ. πούς], το πόδι. 1. στήριγμα επίπλου: «το πόδι της καρέκλας || το πόδι του κρεβατιού». 2. χερσόνησος: «το Άγιο Όρος βρίσκεται στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής». Υποκορ. ποδαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 191 φρ.)·
- ακολουθώ κατά πόδας (κάποιον), παρακολουθώ στενά κάποιον, βρίσκομαι συνέχεια από πίσω του: «μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, τον ακολούθησα κατά πόδας και κατέγραψα όλες τις κινήσεις του»·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις ποτέ κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «η ζωή δεν είναι εύκολη κι αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- άναψαν τα πόδια μου, ζεστάθηκαν πάρα πολύ από την ορθοστασία, την πεζοπορία, από το ότι έχω μεγάλο χρονικό διάστημα να βγάλω τα παπούτσια μου ή από τα συνεχή τρεξίματα για διάφορες δουλειές, για διάφορες υποθέσεις: «έχω ολόκληρη μέρα να βγάλω τα παπούτσια μου κι άναψαν τα πόδια μου || άναψαν τα πόδια μου σήμερα, μέχρι να τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες που είχα»·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να της επιβληθεί η σεξουαλική πράξη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αφού ξέρω πως αυτή ανοίγει τα πόδια της από μικρή». Από τη στάση που παίρνει συνήθως η γυναίκα κατά τη σεξουαλική πράξη. Συνών. ανοίγει τα σκέλια της· βλ. και φρ. σηκώνει τα πόδια της·
- άνοιξε τα πόδια σου! προτροπή ή παράκληση σε κάποιον να επιταχύνει το βηματισμό του: «άνοιξε τα πόδια σου, γιατί, έτσι όπως πάμε, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο». Συνών. άνοιξε το βήμα σου(!)·
- αντιστέκομαι με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- απλώνω τα πόδια μου, επεκτείνω τις ασχολίες μου, τη δουλειά μου, τα επαγγελματικά μου ενδιαφέροντα: «οι καιροί είναι πονηροί, γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ απλώνεις τα πόδια σου όπου να ’ναι»·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, ενεργώ σύμφωνα με τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «δεν έχω κάνει ποτέ μεγάλα ανοίγματα στη ζωή μου, γιατί πάντα απλώνω τα πόδια μου, μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα»· βλ. και φρ. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα, λ. πάπλωμα·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- βάζω πόδι, κατοχυρώνω μια εργασιακή θέση: «τώρα που έβαλε πόδι στο εργοστάσιο, δεν τον διώχνει κανένας, γιατί είναι πολύ εργατικός και τίμιος»·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, α. κάθομαι αναπαυτικά: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο κι αφοσιώθηκε στο έργο». β. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και τα περιμένει όλα απ’ τους άλλους». Πρβλ.: το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρει και τσιγάρο (Λαϊκό τραγούδι)·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), εισέρχομαι σε έναν εργασιακό χώρο με σκοπό να εδραιωθώ επαγγελματικά: «έτσι όπως άρχισε αυτός, θα βάλει το πόδι του σε κάθε μορφή εμπορικής δραστηριότητας». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα και στο Χόλιγουντ θα βάλω το ποδάρι, που ’ναι στρωμένο μάλαμα και με μαργαριτάρι  
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιά ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιές, α. είμαι πολύ γρήγορος στο τρέξιμο: «όταν αρχίζω να τρέχω, δεν μπορεί κανένας να με φτάσει, γιατί βγάζουν τα πόδια μου φωτιές || ειδοποίησε τον τάδε πως ήρθε ο γιος του απ’ το εξωτερικό, αλλά θέλω να βγάλουν φωτιά τα πόδια σου»· βλ. και φρ. άναψαν τα πόδια μου·
- βγήκε το πόδι μου, εξαρθρώθηκε: «όπως έτρεχα, παραπάτησα και βγήκε το πόδι μου»·
- βρίσκομαι στο πόδι, βλ. φρ. είμαι στο πόδι·
- γίγαντας με πήλινα πόδια, βλ. λ. γίγαντας·
- γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- γίνεται στο πόδι (κάτι), λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «το βρίσκεις σωστό μια τόσο σοβαρή δουλειά να γίνεται στο πόδι;»·
- γράφει με τα πόδια, είναι πολύ κακογράφος, δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που γράφει: «αποκλείεται να διαβάσεις αυτά που σου ’γραψε, γιατί αυτός ο άνθρωπος γράφει με τα πόδια»·
- γράφει στο πόδι, βλ. συνηθέστ. γράφει στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γράφω στο πόδι (κάτι), βλ. συνηθέστ. γράφω στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γύρισε το πόδι μου, το στραμπούλιξα και πιο σπάνια το έσπασα: «όπως πήγα να πηδήξω πάνω στο πεζοδρόμιο, γύρισε το πόδι μου κι έκατσα αμέσως στα πλακάκια απ’ τον πόνο που ένιωσα»·
- (δε) βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, (δεν) παίρνει μέρος σε φάσεις που χρειάζεται δυναμική επέμβαση, (δε) διστάζει να διεκδικήσει δυναμικά την μπάλα: «είχε ένα πρόσφατο τραυματισμό στην κνήμη του, γι’ αυτό δε βάζει το πόδι του στη φωτιά»·
- δε με βαστούν τα πόδια μου, βλ. φρ. δε με κρατούν τα πόδια μου·
- δε με κρατούν τα πόδια μου, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος, είμαι πολύ εξαντλημένος: «έχω τέτοια κούραση, που δε με κρατούν τα πόδια μου». Πρβλ.: δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ, όλα πια τα βάρη πέσανε σε μένα και στα δυο μου πόδια πώς να κρατηθώ (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το πόδι! κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πάει ή να μπει σε κάποιο χώρο που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «θα πας κι εσύ στο μαγαζί του τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το πόδι! έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας για την είσοδο σε κάποιο χώρο: «πήγες μια φορά στο μαγαζί του κι έδωσες αξία σ’ αυτόν τον απατεώνα. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια!»·
- δείχνω τα πόδια μου, με τις πράξεις μου ή τη συμπεριφορά μου αποκαλύπτω το ποιόν μου, το χαρακτήρα μου: «περίμενε πρώτα να δείξει τα πόδια του και μετά τον μονιμοποιούμε στη δουλειά || με την πρώτη δυσκολία έδειξε τα πόδια του και τον έδιωξαν πυξ λαξ»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου, που δηλώνει πως δε θα ξαναπάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «πήγα στο τάδε μέρος για διακοπές, αλλά δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου!»·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να πάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου, που θα πάω να ζήσω στην Αθήνα να με πνίγει όλη τη μέρα το τσιμέντο!»·
- δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, είναι πολύ μικρό;, είναι νήπιο και δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, να περπατήσει: «πόσο χρονώ είναι ο γιος σου; -Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορεί, ακούγεται το ακόμα, ενώ της φρ. προτάσσεται το α·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, α. είμαι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να περπατήσω: «αν δε σταματήσεις να ξεκουραστούμε λίγο, θα πέσω κάτω, γιατί δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να περπατήσω: «είχαν κι ένα γεροντάκι μαζί τους, που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του»·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, α. είναι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος: «σήκω να καθίσω, γιατί είχα τόσα τρεξίματα σήμερα, που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να σταθώ όρθιος: «ο παππούς μας είναι τόσο γέρος, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορώ, ακούγεται το άλλο ή το πια·
- δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δεν πατάει πόδι, βλ. συνηθέστ. δεν πατάει άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- (δεν) πατώ το πόδι μου, (δεν) πηγαίνω, (δε) συχνάζω κάπου: «είναι τόσο κακόφημο μπαράκι, που δεν πατώ το πόδι μου || ο μόνος απ’ την παρέα που πατάει το πόδι του σ’ αυτό το μπαράκι είμαι εγώ»·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία μου για κάτι: «δίνω το ένα μου πόδι για να πάω έστω και μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έβαλε τα πόδια του στον ώμο, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια του στον ώμο·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έβγαλαν καντήλες τα πόδια του, βλ. λ. καντήλα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στο αν πρέπει να φύγω ή να μείνω σε ένα χώρο: «απ’ την ώρα που ήρθε αυτός ο αλήτης στη γιορτή σου, είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω»· 
- είμαι στο πόδι, α. είμαι όρθιος, είμαι ξυπνητός: «είμαι στο πόδι απ’ τις έξι το πρωί». β. είμαι σε έντονη ενεργοποίηση: «απ’ το πρωί όλα τα στελέχη ήταν στο πόδι για να πετύχει η υποδοχή του αρχηγού του κόμματος»·
- είμαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- είμαι στο πόδι όλη μέρα (όλη νύχτα) ή είμαι στο πόδι όλη τη μέρα (όλη τη νύχτα), δεν κάθισα καθόλου, δεν ξεκουράστηκα καθόλου λόγω υπερβολικής δουλειάς ή άλλων ασχολιών και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ κουρασμένος, πολύ εξαντλημένος: «σήκω να καθίσω λιγάκι, γιατί είμαι στο πόδι όλη μέρα»·
- είναι βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- είναι γραμμένο με τα πόδια, το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος είναι γραμμένο με πολύ δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να διαβάσω το σημείωμα που μου ’στειλε, γιατί είναι γραμμένο με τα πόδια»·
- είναι γραμμένο στο πόδι, βλ. φρ. είναι γραμμένο στο γόνατο·
- είναι γρήγορος στα πόδια, τρέχει πολύ γρήγορα: «όσο και να τον κυνηγάς, δεν μπορείς να τον πιάσεις, γιατί είναι γρήγορος στα πόδια»·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, α. είναι υπερβολικά ηλικιωμένος: «είναι απ’ τα μυστήρια της φύσεως αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο και ζει!». β. είναι εντελώς σίγουρο πως πεθαίνει, πεθαίνει: «ο άρρωστος είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο κι οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους»·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, α. είναι πολύ ηλικιωμένος: «τον αφιλότιμο, είναι με το ένα πόδι του στον τάφο κι ακόμα δε λέει να πεθάνει!». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο άρρωστος είναι με το ένα πόδι του στον τάφο»·
- είναι όλοι στο πόδι, είναι όλοι έντονα ενεργοποιημένοι: «απ’ την ώρα που μαθεύτηκε πως ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί την πόλη μας, είναι όλοι στο πόδι για να του ετοιμάσουν θριαμβευτική υποδοχή»·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έφαγα τα πόδια μου, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως από πολύωρο περπάτημα: «έφαγα τα πόδια μου, καθώς έψαχνα να σε βρω από μπαράκι σε μπαράκι»·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έφτασαν τα πόδια στον ώμο του, έτρεξε τόσο γρήγορα και με τόσο μεγάλες δρασκελιές, που έδινε την εντύπωση από μακριά πως τα πόδια του ακουμπούσαν στον ώμο του: «έκανε τέτοιο τρέξιμο, όταν τον κυνήγησαν οι αστυνομικοί, που έφτασαν τα πόδια στον ώμο του»·
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
- έχει βαρίδια στα πόδια του, βλ. λ. βαρίδι·
- έχει καλό πόδι (για ποδοσφαιριστές) έχει πολύ δυνατό και ευθύβολο σουτ: «όλα τα φάουλ τα χτυπάει ο τάδε, γιατί έχει καλό πόδι»·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- έχει πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φιλοσοφεί»·
- έχει φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έχει ωραίο πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- ζωγραφίζει με τα πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία την μπάλα, είναι δεινός μπαλαδόρος: «ο τάδε είναι άπιαστος παίχτης κι έρχονται στιγμές που ζωγραφίζει με τα πόδια». Ίσως αναφορά στον καλλιτέχνη που, λόγω ελλείψεως των χεριών του, απόκτησε τη δυνατότητα να ζωγραφίζει με το πόδι·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν επιδιώξει να πάει ή να μπει κάπου που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπάς σ’ αυτό το κέντρο, θα σου κόψω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα πόδια·
- θα σου σπάσω τα πόδια ή θα σου σπάσω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω αυστηρά, αν ξανακάνει κάτι που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου σπάσω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα πόδια·
- κεντάει με τα πόδια, βλ. φρ. ζωγραφίζει με τα πόδια·
- κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη, βλ. λ. κουτσός·
- κόπηκαν τα πόδια μας ή μας κόπηκαν τα πόδια, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) δεν μπορέσαμε να αποδώσουμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας: «απ’ τη στιγμή που φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, κόπηκαν τα πόδια μας και δεν μπορούσαμε να παίξουμε με πεσμένο το ηθικό»·
- κόπηκαν τα πόδια μου ή μου κόπηκαν τα πόδια, α. κουράστηκα υπερβολικά, εξαντλήθηκα, με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου: «κόπηκαν τα πόδια μου, μέχρι να φτάσω στην κορυφή του λόφου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα τον άλλον να τραβάει το μαχαίρι του, μου κόπηκαν τα πόδια». γ. αποθαρρύνθηκα: «όταν έμαθα το ποσό που έπρεπε να διαθέσω για ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, μου κόπηκαν τα πόδια κι έκανα πίσω»·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο»·
- κουλάθηκε το πόδι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’δωσε τόσο δυνατή κλοτσιά, που κουλάθηκε το πόδι μου»·
- κούνα τα πόδια σου! βλ. συνηθέστ. πάρε τα πόδια σου(!)·
- κουνιέται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
- λιώνει στα πόδια του, α. εξαντλείται καθημερινά, ιδίως από χρόνια ασθένεια, χωρίς όμως να μένει στο κρεβάτι του: «λιώνει στα πόδια του απ’ την κακιά και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα». β. κουράζεται καθημερινά υπερβολικά: «λιώνει κάθε μέρα στα πόδια του για να τα φέρει βόλτα στο φτωχικό του». γ. υποφέρει αβάσταχτα από ερωτικό πόθο που δεν έχει ανταπόκριση: «λιώνει στα πόδια του ο δόλιος για πάρτη της κι αυτή ούτε που νοιάζεται»·
- λύγισαν τα πόδια μου, α. δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο το βάρος που κουβαλούσα, και κατέρρευσα: «είχα παραφορτωθεί και κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου». β. εξουθενώθηκα στην κούραση από πολύωρη ορθοστασία και δεν μπόρεσα να μείνω άλλο όρθιος: «κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου περιμένοντάς την, γι’ αυτό πήγα και κάθισα στο παγκάκι»·
- λύθηκαν τα πόδια του, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, μετά από ένα διάστημα άρχισε να παίζει σύμφωνα με τις δυνατότητές του: «λίγη ώρα μετά την είσοδο του παίχτη στον αγωνιστικό χώρο κι έπειτα από τις πρώτες πάσες που δέχτηκε απ’ τους συμπαίχτες του, λύθηκαν τα πόδια του κι άρχισε να ζωγραφίζει μέσα στο γήπεδο»·  
- μ’ αφήνει στο πόδι του (κάποιος), με ορίζει κάποιος αντικαταστάτη του ή πληρεξούσιό του, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που λείπει τ’ αφεντικό μου απ’ τη δουλειά, μ’ αφήνει στο πόδι του»·
- με τα πόδια ή με το πόδι, πεζή, ποδαράτα, περπατώντας: «ήρθα με τα πόδια, γιατί δεν έβρισκα ταξί || έφυγε με τα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα παίρναν’ και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- με το που πάτησε το πόδι του, από την πρώτη στιγμή του ερχομού του, της παρουσίας του σε κάποιο χώρο: «ο νέος διοικητής, με το που πάτησε το πόδι του στο στρατόπεδο, μας πήδηξε στα καψώνια || με το που πάτησε το πόδι του ο τάδε στο μπαράκι, άρχισε τη φασαρία»·
- με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- μένω στο πόδι του, είμαι αντικαταστάτης του ή πληρεξούσιός του, τον αντικαθιστώ, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που φεύγει ο διευθυντής μας στο εξωτερικό, μένω στο πόδι του»·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα το πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι πάρα πολύ νωθρό, πάρα πολύ αργοκίνητο και, κατ’ επέκταση, που είναι τεμπέλης: «κάναμε δέκα ώρες να έρθουμε, γιατί συνόδευα τον τάδε, που, μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο || μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο και θα σου την τελειώσει το μήνα που δεν έχει Σάββατο». Συνών. μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του ·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μην κοιτάς τα στραβά πόδια μου, κοίτα την ίσια τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, α. παρεμβάλλεται με το σώμα του και εμποδίζει την κίνησή μου: «είναι που είναι μικρό το γραφείο μας, μπερδεύεται κι αυτός ανάμεσα στα πόδια μου και δεν μπορώ να κινηθώ με άνεση». β. ανακατεύεται στις δουλειές μου, στις υποθέσεις μου και μου δημιουργεί προβλήματα: «πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μπερδεύεται κάθε τόσο ανάμεσα στα πόδια μου και χάνω ένα σωρό δουλειές»·  
- μπλέκει ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου ή μπλέκεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- να μου κοπούν τα πόδια ή να μου κοπεί το πόδι, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα ξαναπάει, δε θα ξαναπεράσει από έναν χώρο: «αν ξανάρθω εγώ στο μαγαζί σου, να μου κοπούν τα πόδια»·
- να μου ξεραθούν τα πόδια ή να μου ξεραθεί το πόδι, βλ. συνηθέστ. να μου κοπούν τα πόδια·
- να σπάσεις το πόδι σου! ανταλλάσσεται ως ευχή μεταξύ τους ηθοποιών θεάτρου λίγο πριν από την παράσταση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως η ευχή καλή επιτυχία! τους φέρνει γρουσουζιά. Συνών. σκατά(!)·
- νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι, περπατώ με πολύ μεγάλη δυσκολία, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος: «όλη τη μέρα, σήμερα, έτρεχα μέσα στους δρόμους για διάφορες δουλειές και τώρα νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι»·
- ξένο πόδι, δηλώνει το άγνωστο άτομο, τον άγνωστο άνθρωπο: «στο σπίτι του δεν πατάει ποτέ ξένο πόδι»·
- ξεράθηκε το πόδι μου, δεν το νιώθω, αναισθητοποιήθηκε, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’ρθε μια πετριά στο γόνατο και ξεράθηκε το πόδι μου»·
- ξεροσταλιάζω στα πόδια μου, παραμένω για πολλή ώρα όρθιος σε ένα μέρος: «ξεροστάλιασα στα πόδια μου να σε περιμένω»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, βλ. λ. κόσμος·
- οικονομία με πήλινα πόδια, βλ. λ. οικονομία·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. λ. μυαλό·
- όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να μην έμπλεκες μ’ αυτούς τους αλήτες για να μη σε κυνηγούσε η αστυνομία, γιατί όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. συνηθέστ. όσο πατάει η γάτα, λ. γάτα·
- πάγωσαν τα πόδια μου, βλ. φρ. πάγωσα απ’ το φόβο μου, λ. φόβος·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο·
- παίρνω πόδι, α. με διώχνουν από τη θέση εργασίας που κατέχω σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση, με διώχνουν από την υπηρεσία μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές στα έξοδα και πήρα πόδι μαζί με μερικούς άλλους». β. (για δημόσιους υπαλλήλους) παίρνω δυσμενή μετάθεση: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, όσοι ήταν υποστηρικτές της προηγούμενης, πήραν πόδι σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές». γ. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «βρήκε κάποιον λεφτά και πήρα πόδι»·
- παίρνω τα πόδια μου, περπατώ, προχωρώ, ιδίως αποχωρώ από κάπου: «παιδιά, εγώ παίρνω τα πόδια μου για το σπίτι, γιατί με περιμένουν οι δικοί μου»·
- πάρε τα πόδια σου! α. περπάτα πιο γρήγορα, τάχυνε το βήμα σου, βιάσου: «άντε, πάρε τα πόδια σου, γιατί, όπως πάμε, δε φτάνουμε ούτε αύριο!». β. μάζεψε τα πόδια σου, συμμαζέψου, μην κάθεσαι απλωτά: «πάρε τα πόδια σου να περάσω»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ πόδι, α. απαιτώ κάτι έντονα, ζητώ άφοβα το δίκιο μου, επιμένω στην αξίωσή μου: «πρέπει να πατήσεις πόδι για να πάρεις αυτά που σου ανήκουν». β. επιβάλλω δυναμικά τη γνώμη μου, τη θέλησή μου: «οι εργάτες πάτησαν πόδι με τις απεργίες τους κι αντικατέστησαν τον εργοδηγό τους». γ. έθιμο κατά την τελετή του γάμου, σύμφωνα με το οποίο, όποιος από τους δύο νεόνυμφους προλάβει να πατήσει το πόδι του άλλου, όταν ακούγεται το ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄντρα, αυτός θα έχει τον πρώτο λόγο στην οικογένεια: «πρόσεξε μη σου πατήσει πόδι η νύφη και ξεφτιλιστείς μέσα στην εκκλησία!»·
- πατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- πατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- πατώ σταθερά στα πόδια μου, δεν έχω την ανάγκη βοήθειας κανενός, γιατί μπορώ και στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις: «από μικρός έχω μάθει να πατώ σταθερά στα πόδια μου και δεν είμαι σε κανέναν υποχρεωμένος»·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ το πόδι μου, πηγαίνω σε ένα μέρος, κάνω την εμφάνισή μου κάπου: «μόλις πάτησε το πόδι του στο μπαράκι, άρχισαν οι φασαρίες || δε θέλω ξανά να πατήσεις το πόδι σου στο μαγαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πατώ το πόδι μου και ρίχνω τη ματιά μου, μεγάλος ντόρος γίνεται γύρω από τ’ όνομά μου
- περπατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- περπατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πέφτω στα πόδια του, τον εκλιπαρώ, τον ικετεύω για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «μόλις πληροφορήθηκε πως ήθελε να τον απολύσει, έπεσε στα πόδια του, μήπως και του αλλάξει γνώμη»·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- πιάστηκαν τα πόδια μου ή μου πιάστηκαν τα πόδια, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου·
- πιάστηκε το πόδι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «καθόμουν μια ώρα σταυροπόδι και πιάστηκε το πόδι μου»·
- πιάστηκε το πόδι μου (κάπου), συνάντησε κάποιο εμπόδιο, μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «όπως πήγα να σκαρφαλώσω στο φράχτη, πιάστηκε το πόδι μου σε κάτι σύρματα»·
- πίνω στο πόδι, πίνω βιαστικά: «ήπιε στο πόδι ένα σφηνάκι κι έφυγε»·
- πριονίζω τα πόδια (κάποιου), υπονομεύω, φθείρω, αποδυναμώνω κάποιον αργά και μεθοδικά, μέχρι να καταρρεύσει: «από μπροστά του ’κανε το φίλο, αλλά μυστικά και ύπουλα του πριόνιζε τα πόδια για να του φάει τη θέση»·
- προσπαθεί να σταθεί στα πόδια μου, αγωνίζεται να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, αγωνίζεται ύστερα από κάποια οικονομική ή ψυχική καταστροφή να ανασυγκροτήσει τον διαλυμένο του εαυτό: «προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του ύστερα απ’ τη χρεοκοπία του || του στοίχισε πολύ η απιστία της γυναίκας του, αλλά η ζωή συνεχίζεται και προσπαθεί να στηθεί στα πόδια του». Συνήθως μετά το πρώτο ρ. της φρ. και πιο αραιά το δεύτερο ακολουθεί το πάλι·
- ρέβει στα πόδια του, βλ. φρ. λιώνει στα πόδια του·
- ρίχνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνω τα πόδια μου, περπατώ με μεγάλη δυσκολία είτε λόγω υπερβολικής κούρασης είτε λόγω γηρατειών: «φεύγω απ’ το πρωί για τη δουλειά κι όταν γυρίζω αργά το βράδυ στο σπίτι, σέρνω τα πόδια μου || είναι τόσο ηλικιωμένος, που, όταν περπατάει, σέρνει τα πόδια του»·
- σηκώθηκαν όλοι στο πόδι, α. αναστατώθηκαν όλοι από φόβο ή εξεγέρθηκαν από αγανάκτηση: «μόλις έμαθαν πως οι τρομοκράτες θα χτυπούσαν κάπου στη γειτονιά τους, σηκώθηκαν όλοι στο πόδι || είχε το ραδιοφωνάκι του μεσάνυχτα στη διαπασών και σηκώθηκαν όλοι στο πόδι». β. ενεργοποιήθηκαν όλοι έντονα: «σηκώθηκαν όλοι στο πόδι μέσα στην πόλη μας για την υποδοχή του πρωθυπουργού»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον αδύναμο σωματικά ή οικονομικά που επιχειρεί να εναντιωθεί σε κάποιον ισχυρότερο ή ανώτερό του. β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, ενώ έχει άδικο, επιχειρεί με φωνές ή άλλο δυναμικό τρόπο να μας πείσει για το αντίθετο, ή για κάποιον που θέλει να φανεί πιο έξυπνος από εμάς, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνών. σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη·
- σηκώνει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «έναν καφέ να την κεράσεις, σηκώνει αμέσως τα πόδια της». Από την εικόνα της γυναίκας που σηκώνει τα πόδια της κατά τη σεξουαλική πράξη για την ευκολότερη και καθολική είσοδο του πέους στον κόλπο της· βλ. και φρ. ανοίγει τα πόδια της·
- σηκώνω όλους στο πόδι, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, που κάνω όλους να ανησυχήσουν ή να διαμαρτυρηθούν: «κάθε βράδυ γυρνούσε μεθυσμένος στο σπίτι του και με τις φωνές του σήκωνε όλους στο πόδι μέσα στην πολυκατοικία»·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σκουπίζω στα πόδια του, πρόληψη, σύμφωνα με την οποία, όταν σκουπίζουν μπροστά στα πόδια κάποιου, δε θα παντρευτεί: «καλέ, μη σκουπίζεις στα πόδια του, κι είναι αρραβωνιασμένο το παλικάρι!»·
- σκουπίζω τα πόδια μου στο χαλάκι, βλ. λ. χαλάκι·
- στέκομαι στα πόδια μου, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος και αντοχή, καταφέρνω σε μια δύσκολη στιγμή να στηριχθώ με επιτυχία στις δικές μου δυνάμεις: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα μετά τη χρεοκοπία μου, δε γονάτισα και στάθηκα στα πόδια μου». (Λαϊκό τραγούδι: παραιτήθηκα, στα πόδια να σταθώ δε φοβήθηκα, καλύτερη δουλειά θα βρω, τ’ ορκίστηκα, παραιτήθηκα
- στέκομαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- στήθηκε στα πόδια του, α. ανέλαβε τις δυνάμεις του, ιδίως μετά από αρρώστια: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο, τον άρχισε η γυναίκα του στις κοτόσουπες και στις κρεατόσουπες και μέσα σε λίγο καιρό στήθηκε στα πόδια του». β. ξεπέρασε κάποια σοβαρή δυσκολία που είχε, ορθοπόδησε: «στην αρχή κανείς δεν πίστευε πως θα ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, αλλά με τον καιρό στήθηκε πάλι στα πόδια του || μπορεί να έπεσε έξω στις δουλειές του, όμως βρήκε τρόπο και στήθηκε πάλι στα πόδια του». γ. προέβαλε αντίσταση, αντιστάθηκε σθεναρά: «στην αρχή δείλιασε να του αντιμιλήσει, αλλά κάποια στιγμή στήθηκε στα πόδια του και του τα ’πε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη»·
- στηρίζομαι στα πόδια μου, έχω εμπιστοσύνη, αγωνίζομαι αποκλειστικά με τις δικές μου δυνάμεις: «δε συνεταιρίζεται με κανένα, γιατί έχει μάθει να στηρίζεται στα πόδια του»·
- στο πόδι! προσταγή για ετοιμότητα αναχώρησης: «μετά από λίγη ώρα ανάπαυλας ακούστηκε η φωνή του λοχαγού μας: στο πόδι!»·
- στο πόδι, στα όρθια, βιαστικά και πρόχειρα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και τα ’παμε στο πόδι»·
- στυλώνομαι στα πόδια μου, δυναμώνω, τονώνομαι οικονομικά ή σωματικά, αναλαμβάνω οικονομικά ή σωματικά: «βρισκόμουν σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά με τα λεφτά που μου ’δωσε ο φίλος μου, στυλώθηκα στα πόδια μου και συνέχισα τη δουλειά || μετά την εγχείρηση το ’ριξα στο φαγητό και σε λίγο καιρό στυλώθηκα πάλι στα πόδια μου»·
- στυλώνω τα πόδια μου, πεισμώνω πολύ, μένω αμετακίνητος στη γνώμη μου, στην άποψή μου, υποστηρίζω τα επιχειρήματά μου, ακόμη και αν αυτά δεν είναι σωστά: «αν τύχει και στυλώσει τα πόδια του, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα». Από την εικόνα πολλών ζώων, ιδίως του γαϊδάρου ή του αλόγου, που, όταν πεισμώσουν, στυλώνουν μπροστά τα δυο τους πόδια και δε λένε να περπατήσουν·
- σωριάστηκε στα πόδια του, κατέρρευσε, έχασε τις αισθήσεις του: «μόλις του είπαν πως χτύπησε το γιο του αυτοκίνητο, σωριάστηκε στα πόδια του»·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος ή τόσο τεμπέλης, που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «τον κακόμαθαν το μοναχογιό τους και τα θέλει όλα στα πόδια του || αυτός, αγόρι μου, δεν είναι για δουλειά, γιατί όλα στα πόδια του τα θέλει»·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του ή τα πόδια του χτυπούν στην πλάτη του ή τα πόδια του χτυπούν στις πλάτες του ή τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος, που του ετοιμάζουν τα πάντα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «του έχουν τόσο μεγάλη αδυναμία οι γονείς του, που τα ’χει όλα στα πόδια του»·
- τα χρυσά πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χαρακτηρισμός των ποδιών ποδοσφαιριστή που πετυχαίνει πολλά γκολ: «είναι ο πιο αγαπημένος παίχτης της ομάδας, γιατί με τα χρυσά του πόδια ανέβασε την ομάδα μας στον πίνακα της βαθμολογίας»·     
- τη βγάζω στο πόδι, στέκομαι όρθιος, ιδίως για μεγάλο χρονικό διάστημα: «είναι τέτοιο το πόστο που έχω στη δουλειά μου, που για μεγάλο χρονικό διάστημα τη βγάζω στο πόδι»·
- την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. φρ. την πέρασα στο πόδι·
- την πέρασα στο πόδι, (για αρρώστιες) γιατρεύτηκα χωρίς να μείνω στο κρεβάτι: «πριν από καιρό είχα μια γερή γρίπη, αλλά την πέρασα στο πόδι»·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε ολόκληρη βραδιά στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα της άνοιξε τα πόδια»·
- της (του) δίνω πόδι, διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, διώχνω το ερωτικό μου ταίρι: «μόλις αρχίζει να του μιλάει για γάμο η γυναίκα που συνδέεται μαζί του, της δίνει πόδι»·
- το βάζω στα πόδια, φεύγω τρέχοντας από φόβο ή επειδή με καταδιώκουν, τρέπομαι σε φυγή: «μόλις έβγαλε ο άλλος το μαχαίρι του, το ’βαλα στα πόδια || μόλις τους είδα να τρέχουν προς το μέρος μου, το ’βαλα στα πόδια». (Τραγούδι: τώρα κατάλαβα τα λόγια, τώρα κατάλαβα γιατί, γιατί το έβαλα στα πόδια, γιατί δεν ήρθα στη γιορτή
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) το πόδι εκείνο που χρησιμοποιεί με επιτυχία για να σημειώσει γκολ (δηλ., αν είναι δεξιός, το δεξί του πόδι, αν είναι αριστερός, το αριστερό του): «ο παίχτης έφερε την μπάλα στο καλό πόδι και σουτάρισε με δύναμη προς την αντίπαλη εστία»·
- το κόβω με τα πόδια ή το κόβω με το πόδι, διανύω μια απόσταση με τα πόδια, πεζοπορώ: «επειδή δεν μπορούσα να βρω ταξί, το ’κοψα με τα πόδια για το σπίτι»·
- τον αφήνω στο πόδι μου, τον αφήνω αντικαταστάτη μου ή πληρεξούσιό μου: «επειδή έλειψα δυο βδομάδες απ’ τη δουλειά μου, τον άφησα στο πόδι μου να επιβλέπει τους εργάτες»·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. φρ. τον αφήνω στο πόδι μου·
- τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, τον συναντώ συνέχεια μπροστά μου, ιδίως ως εμπόδιο: «τι κακό μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Όπου κι αν πάω, τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου και καθυστερώ να τελειώσω τη δουλειά μου»·
- τον έστησα στα πόδια του, τον σήκωσα όρθιο και τον υποχρέωσα να πατήσει στα πόδια του: «επειδή ο γιατρός μας συνέστησε πως ο άρρωστος πρέπει να περπατάει, τον σήκωσα απ’ το κρεβάτι του και τον έστησα στα πόδια του»·
- τον έχω ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. φρ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- τον έχω στο ένα πόδι, τον ελέγχω απόλυτα, τον έχω υποχείριό μου: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που τον έχει στο ένα πόδι». Συνών. τον έχω σούζα·
- τον έχω στο πόδι, τον έχω σε διαρκή ετοιμότητα: «μόλις του πεις τ’ όνομά μου, θα σ’ εξυπηρετήσει αμέσως, γιατί του μίλησα για σένα και τον έχω στο πόδι»·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, α. τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον αναγκάζω να υποκύψει, να γίνει πειθήνιος ή ακίνδυνος: «ήταν ο πιο τσαμπουκάς της παρέας μας, αλλά, μόλις ήρθε ο τάδε, του ’βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και τον έκανε αρνάκι». β. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να ενεργοποιηθεί έντονα, κάτι που δεν έκανε προηγουμένως: «όσο ήταν ο παλιός διευθυντής, το εργοστάσιο ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε, μόλις ήρθε όμως ο καινούριος, τους έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, του περιορίζω την ελεύθερη διακίνησή του και, κατ’ επέκταση, τον καταπιέζω, ιδίως για να τον σωφρονίσω: «είναι άνθρωπος που κανείς δεν μπορεί να του βάλει το πόδι του στο γύψο». Η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 και η πατρότητά της ανήκει στο δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο·
- του δίνω πόδι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «όποιος απ’ τους υπαλλήλους του κάνει κοπάνα, του δίνει αμέσως πόδι»·
- του κόβω τα πόδια, τον εμποδίζω, ιδίως τον αποθαρρύνω να πραγματοποιήσει κάτι: «ήθελε ν’ ανοίξει τη δουλειά του και στο χώρο των ηλεκτρονικών, αλλά του ’κοψα τα πόδια, γιατί υπάρχει κρίση»·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πάνω στην προσπάθειά του να αποσπάσει την μπάλα από τον αντίπαλο παίχτη, τον κλότσησε στα πόδια και τον σώριασε κάτω: «μόλις ο επιθετικός τον προσπέρασε, ο αντίπαλος αμυντικός του πήρε τα πόδια»·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρέμουν τα πόδια μου, α. δεν μπορώ να μείνω άλλο όρθιος ή νηστικός, γιατί εξουθενώθηκα από την κούραση, την πολύωρη ορθοστασία ή την πείνα: «μόλις ένιωσα να τρέμουν τα πόδια μου, βρήκα μια θέση και θρονιάστηκα του καλού καιρού || δώσε μου να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί τρέμουν τα πόδια μου». β. νιώθω μεγάλο φόβο ή τρόμο: «μόλις αγρίεψε ο άλλος και κινήθηκε εναντίον μου, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου»·
- τρίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρώω στο πόδι, τρώω βιαστικά και πρόχειρα: «όταν έχω πολλή δουλειά τρώω στο πόδι, γιατί δεν προλαβαίνω να πάω στο εστιατόριο»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- υποχωρεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φεύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φιλώ πόδια, ταπεινώνομαι για να πετύχω κάτι: «φίλησε πόδια προκειμένου να βάλει το γιο του στο δημόσιο»·
- χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου , βλ. λ. έδαφος·
- χέστηκ’ ο Πολύδωρος που ’ταν στα πόδια γρήγορος, βλ. φρ. χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, βλ. λ. τζαμί·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο.

ποίημα

ποίημα, το, ουσ. [<αρχ. ποίημα], το ποίημα· καθετί εξαιρετικά όμορφο, εξαιρετικά ωραίο από αισθητική άποψη: «γνώρισα μια γυναίκα, που έχει ένα κορμί ποίημα || είδα μια ανατολή ποίημα || έφαγα έναν μουσακά ποίημα»·
- είναι πρώτος στο ποίημα, (στη γλώσσα της αργκό) είναι μεγάλος χαφιές: «προσέχετε τι λέτε, όταν είναι και ο τάδε στην παρέα, γιατί είναι πρώτος στο ποίημα». (Λαϊκό τραγούδι: στο ποίημα είσαι άριστος και στη ραδιουργία, στο παραμύθι άπιαστος και στην υποκρισία)· 
- έμαθε το ποίημα απ’ έξω ή το ’μαθε καλά το ποίημα ή το ’μαθε το ποίημα, βλ. φρ. ξέρει το ποίημα απ’ έξω·
- λέω ποίημα, απαγγέλλω: «ποιος θα πει αυτό το ποίημα;»·
- λέω το ποίημα, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. στον αόρ. το ’πε το ποίημα·
- ξέρει το ποίημα απ’ έξω ή το ξέρει καλά το ποίημα ή το ξέρει το ποίημα, είναι απόλυτα κατατοπισμένος γι’ αυτά που πρέπει να πει κάπου, είναι πολύ καλά διαβασμένος, πολύ καλά δασκαλεμένος: «στο δικαστήριο που κατέθεσε σαν μάρτυρας, τα ’πε όλα όπως τους βόλευαν, γιατί, βλέπεις, το ’ξερε καλά το ποίημα». Από την εικόνα του μαθητή που απαγγέλλει από μνήμης κάποιο ποίημα, χωρίς διόλου να κομπιάζει·
- το λέω ποίημα, βλ. συνηθέστ. το ξέρω ποίημα·
- το μαθαίνω ποίημα, βλ. συνηθέστ. το ξέρω ποίημα·
- το ξέρω ποίημα, (ιδίως για μαθητές) λέγεται σε περίπτωση που ξέρω πολύ καλά κάτι, ιδίως το μάθημά μου, και το λέω από μνήμης, μηχανικά και σε γρήγορο ρυθμό, σαν να απαγγέλλω ποίημα: «την επόμενη φορά που θα σε σηκώσω στον πίνακα, θα το ξέρεις ποίημα το μάθημα, αλλιώς, του χρόνου θα είσαι στην ίδια τάξη»·
- το ’πε το ποίημα, (στη γλώσσα της αργκό) α. μαρτύρησε, πρόδωσε κάποιο μυστικό ή κάτι κρυφό ύστερα από επιβολή βίας: «μόλις έφαγε τις πρώτες γροθιές στην Ασφάλεια, το ’πε το ποίημα και τους μαρτύρησε όλους». β. απότυχε να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «είχε την εντύπωση πως θα κατάφερνε να τελειώσει τη δουλειά, αλλά στο τέλος το ’πε το ποίημα». γ. πέθανε ή σκοτώθηκε: «όλοι μας μια μέρα θα πούμε το ποίημα || καρφώθηκε με τη μοτοσικλέτα του πίσω από ένα φορτηγό και το ’πε το ποίημα». δ. (για πράγματα ή μηχανήματα) καταστράφηκε εντελώς, αχρηστεύθηκε: «το ’πε το ποίημα αυτό το κουστούμι, γιατί το ’χω απ’ το γάμο μου || έδωσα τέτοια τράκα στ’ αυτοκίνητό μου, που το ’πε το ποίημα».

πολίτης

πολίτης, ο, ουσ. [<αρχ. πολίτης], ο πολίτης·
- καλός πολίτης! ευχή σε στρατευμένο να απολυθεί ή ευχή σε στρατευμένο που μόλις απολύθηκε. (Τραγούδι: καλός πολίτης,γιε μου, καλό σου στόλισμα, να σβήσει απ’ τ’ όνομά μας εκείνο το διαόλισμα)· 
- ο μέσος πολίτης, αυτός που στα πλαίσια μιας κοινωνίας συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας: «ο μέσος πολίτης στην Ελλάδα έχει άγνοια νόμων»·
- ο πρώτος πολίτης της χώρας, ο αρχηγός του κράτους, ο πρόεδρος της δημοκρατίας ή ο πρωθυπουργός: «οι ένοπλες δυνάμεις παρέλασαν μπροστά απ’ τον πρώτο πολίτη της χώρας».

ποντικός

ποντικός, ο, θηλ. ποντικίνα, η, ουσ. [<αρχ. ποντικός (μύς)], ο ποντικός. 1. ο κλέφτης σπιτιών, ο διαρρήκτης, ο μπουκαδόρος: «κάθε καλοκαίρι που λείπει ο κόσμος στις διακοπές, οργιάζουν οι ποντικοί μέσα στις πόλεις». 2. (ειδικά) κλέφτης που κυκλοφορεί μέσα στα ξενοδοχεία: «τα καλοκαίρια κυκλοφορούν πολλοί ποντικοί στα ξενοδοχεία, που ξαφρίζουν τους ανύποπτους πελάτες»· βλ. και λ. ποντίκι·
- γάτα που κοιμάται, ποντικούς δεν πιάνει, βλ. λ. γάτα·
- είναι σαν λαδωμένος ποντικός, έχει βάλει πολύ μπριγιαντίνη στα μαλλιά του ή τα μαλλιά του είναι λιγδωμένα από την απλυσιά: «βάζει τόσο μπριγιαντίνη στα μαλλιά του, που είναι σαν λαδωμένος ποντικός || είναι σαν λαδωμένος ποντικός, γιατί λούζεται μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα»·
- έπεσε σαν ποντικός στη φάκα ή έπεσε σαν τον ποντικό στη φάκα, βλ. φρ. πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα·
- μη στάξει η ουρά του ποντικού, βλ. λ. ουρά·
- να χάψουμ’ έναν ποντικόν! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας, με την οποία διακόπτουμε τη διήγηση που κάναμε σε κάποιον που, με το λοιπόν που μας απηύθυνε, έδειξε το έντονο ενδιαφέρον του σε αυτά που του λέγαμε και μας προέτρεψε, μας παρακίνησε να συνεχίσουμε να του διηγούμαστε· 
- ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, ο καθένας νιώθει καλά, άνετα στο οικείο περιβάλλον του: «όπου και να πάει δε νιώθει άνετα, γιατί ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του»· 
- ο ποντικός στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί, λέγεται ειρωνικά για άτομα που αναλαμβάνουν δουλειές ή υποθέσεις που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους ή τις δυνατότητές τους·
- όταν φύγει ο γάτος απ’ την τρύπα, παίζει ο ποντικός την αλφαβήτα, βλ. λ. γάτος·
- πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα ή πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα, α. έπεσε εύκολα θύμα απάτης είτε λόγω απροσεξίας είτε λόγω κάποιας αδυναμίας του. Από την εικόνα του ποντικού που ξεγελιέται ή δελεάζεται από το τυρί ή άλλο φαγώσιμο που τοποθετεί κάποιος στη φάκα και παγιδεύεται, όταν πάει να το φάει. β. παγιδεύτηκε και συνελήφθη: «οι αστυνομικοί τον περικύκλωσαν απ’ όλες τις μεριές κι έτσι ο κλέφτης πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα». γ. πιάστηκε επ’ αυτοφώρω: «πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα, την ώρα που έβαζε χέρι στο ταμείο». Από την εικόνα του ποντικού που παγιδεύεται, την ώρα που πάει να φάει το τυρί ή το φαγώσιμο που υπάρχει στη φάκα·
- σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί! ή σκασίλα μας μικρή και δέκα ποντικοί! βλ. λ. σκασίλα.

πουλί

πουλί, το, ουσ. [<μσν. πουλλίν <μτγν. πουλλίον, υποκορ. του ουσ. πούλλος <λατιν. pullus (= νεοσσός)], το πουλί. 1. άνθρωπος έξυπνος, πονηρός: «δεν κάθισα να παίξω στο καρέ που έπαιζε ο τάδε, γιατί ήταν όλοι τους πουλιά». 2. το αντρικό σεξουαλικό όργανο, το πέος, ο πούτσος: «έχει ένα πουλί μισό μέτρο!». 3. (ειρωνικά) το μικρό σε μέγεθος πέος: «χαρά στο πουλί που έχεις και μας κάνεις και τον γκομενιάρη!». 4. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που ξέρει πολλά, ιδίως παράνομες υποθέσεις, αλλά δεν ομολογεί τίποτα σε περίπτωση που συλληφθεί, σε περίπτωση που τον καλέσουν στην αστυνομία: «αν υπήρχαν κι άλλα πουλιά σαν τον τάδε μέσα στην πιάτσα, δε θα ’ξεραν τίποτα οι μπάτσοι για τα νταραβέρια που γίνονται». Από το ότι το πουλί δεν μπορεί να μιλήσει, σε αντιδιαστολή με το κελαηδώ (βλ. λ.). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, λέγεται στις περιπτώσεις που δίνει κάποιος με μεγάλη ευκολία διάφορες υποσχέσεις, παρόλο που η πραγματοποίησή τους είναι πολύ δύσκολη ή και αμφίβολη: «μου υποσχέθηκε πως θα με πάρει στη δουλειά του, θα μ’ αγοράσει ένα διαμέρισμα να μένω, κι ένα αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις μου, τι λες εσύ; -Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, αγόρι μου!»·
- άπιαστο πουλί, είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος και γενικά έχει άπειρες γνώσεις για τη ζωή της πιάτσας: «δε μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί έμαθε από μικρός στα κόλπα και είναι άπιαστο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα όμως στα πενήντα είσαι άπιαστο πουλί, έχεις πείρα στην αγάπη, έχεις τέχνη στο φιλί
- βαράω το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλί μου·
- για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, α. δηλώνει πως είναι απαραίτητη η ποικιλία στη ζωή μας, γιατί, όταν δεν υπάρχει, ατονεί η ενεργητικότητά μας: «πρέπει να βρω νέα ενδιαφέροντα στη ζωή μου για να πάρω τ’ απάνω μου, γιατί για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή». β. (για άντρες) λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας πως η σεξουαλική διάθεση πεθαίνει, όταν βρίσκεται κανείς συνέχεια με την ίδια ερωτική σύντροφο: «είμαι τριάντα χρόνια παντρεμένος και, όταν ξαπλώνω με τη γυναίκα μου, είναι σαν να πιάνω το μπούτι μου, γι’ αυτό, τσιμπολογώ δεξιά αριστερά διάφορα ξέκωλα, γιατί, για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή»·
- γλυκό πουλί της νιότης, (με συναισθηματική φόρτιση) χαρακτηρίζει τα νεανικά χρόνια. (Λαϊκό τραγούδι: τη μαχαιρώσανε μια νύχτα στην Αμβέρσα μα εγώ την έκλαψα πολύ, γιατί την ήξερα Σοφία κι όχι Πέρσα κι ήταν γλυκό της νιότης μου πουλί
- έγινε πουλί, βλ. φρ. έγινε πουλάκι, λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα
- έκατσε το πουλί, τελείωσε αίσια η δουλειά, επιτεύχθηκε ο στόχος: «κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τόσο πολύ τα πράγματα, που φοβήθηκα πως δε θα μπορούσα να τελειώσω τη δουλειά, όμως, ευτυχώς, στο τέλος, έκατσε το πουλί»·
- ελεύθερο πουλί, άνθρωπος απαλλαγμένος από κάθε δεσμό ή υποχρέωση, ιδίως απαλλαγμένος από τα δεσμά του γάμου: «τώρα που παρέδωσα την εργασία, είμαι ελεύθερο πουλί και πάμε όπου θες || όλοι απ’ την παρέα μας είμαστε παντρεμένοι και μόνο ο τάδε εξακολουθεί να είναι ελεύθερο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: Ησαΐα μη χορεύεις, τον μπελά σου μη γυρεύεις, ζήσ’ ελεύθερο πουλί
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσο·
- έρημο πουλί, άνθρωπος χωρίς συγγενείς και φίλους, που είναι ολομόναχος στη ζωή του: «τόσα χρόνια στην ξενιτιά, ήμουν ένα έρημο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: ούτε μάνα, ούτ’ αδέρφια, κι εγώ έρημο πουλί· βλέπω αράχνες στο κατώφλι και χορτάρια στην αυλή
- έχει και του πουλιού το γάλα ή και του πουλιού το γάλα, (για καταστήματα, σούπερ μάρκετ, νοικοκυριά) διαθέτει μεγάλη αφθονία, μεγάλη ποικιλία υλικών αγαθών, ιδίως τροφίμων: «το τάδε σούπερ μάρκετ έχει και του πουλιού το γάλα || σύμφωνα με το διαφημιστικό σλόγκαν, τα σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου έχουν και του πουλιού το γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια μου δε σου ’λειψε και του πουλιού το γάλα, μα τώρα μπατιρήματα έχω πολύ μεγάλα
- κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί, ο καθένας συμπεριφέρεται και κινείται στο οικείο περιβάλλον του με μεγάλη άνεση: «στο γραφείο που τον συνάντησα ήταν σεμνός και μετρημένος, αλλά στο μπαράκι της γειτονιάς του ξεσάλωσε ο άνθρωπος, γιατί, βλέπεις, κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί». Συνών. κάθε πετεινός στην αυλή του κράζει·   
- κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλί και στο κλουβί, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνει το πουλί, (στη γλώσσα της αργκό) αν και ξέρει πολλές παρανομίες που γίνονται στην πιάτσα, εν τούτοις δεν είναι συνεργάσιμος με την αστυνομία: «τον έχουν τρεις μέρες στην Ασφάλεια και προσπαθούν να τον ψαρέψουν για την τελευταία ληστεία που έγινε στην αγορά, αλλά αυτός κάνει το πουλί»·
- κατά φωνή και το πουλί, βλ. λ. φωνή·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, βλ. λ. κότα·
- κοιμάται σαν πουλί ή κοιμάται σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. κοιμάται σαν πουλάκι, λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: σαν πουλί κοιμότανε μες στην αγκαλιά μου ποταμός χυνότανε μέσα στην καρδιά μου
- κουβαλάει και του πουλιού το γάλα, είναι πολύ καλός οικογενειάρχης, δε στερεί τίποτα από την οικογένειά του: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά για να κουβαλάει στο σπίτι του και του πουλιού το γάλα»·
- λεύτερο πουλί, βλ. φρ. ελεύθερο πουλί. (Λαϊκό τραγούδι: θα ζήσω λεύτερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί, για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. φρ. μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- να, κάνει το πουλί σου! βλ. φρ. να, κάνει το πουλάκι σου(!) λ. πουλάκι·
- ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει, οι επιδιώξεις ενός ισχυρού και ικανού ατόμου είναι και αυτές ανάλογες: «έχει τόσα πολλά λεφτά που δεν ασχολείται με ψιλοδουλειές, γιατί ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει»·
- ο βασιλιάς των πουλιών, βλ. λ. βασιλιάς·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- παίζω με το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω με το πουλάκι μου, λ. πουλάκι·
- παίζω το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλάκι μου, λ. πουλάκι·
- πέταξε το πουλί, βλ. φρ. πέταξε το πουλάκι, λ. πουλάκι. Πρβλ.: μη χτυπιέσαι, μην κάνεις σαν τρελή, έφυγε και πάει το πουλί (Λαϊκό τραγούδι)·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, είναι πανέξυπνος, είναι ικανότατος: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πιάνει πουλιά στον αέρα  ||οποιαδήποτε δουλειά και να του αναθέσεις, σου την τελειώνει στο πιτς φιτίλι, γιατί είναι τύπος που πιάνει πουλιά στον αέρα»·
- πότε αβγά, πότε πουλιά! λέγεται γι’ αυτούς που με πλάγιες ενέργειες και μέσα καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις και αξιώματα, ιδίως του δημοσίου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «καλά, ρε παιδάκι μου, πριν λίγους μήνες μπήκες στο δημόσιο κι έγινες διευθυντής; Πότε αβγά, πότε πουλιά!». Συνών. ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες(;)·
- πουλί μου! βλ. φρ. πουλάκι μου(!) λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: έλα, έλα, πουλί μου, έλα, έλα, είναι η ζωή μια τρέλα
- προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «μόλις προχτές έστησε τη δουλειά του και προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, γιατί ονειρεύεται μεγαλεία και πλούτη || δεν κυκλοφορεί με τ’ αυτοκίνητο που αγόρασε για να μην χτυπήσει κανέναν πεζό, αλλά όπως ήταν από πάντα, προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα · 
- σαν πουλί ή σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. σαν πουλάκι, λ. πουλάκι·
- σκέφτεται με το πουλί του, οι ενέργειές του επηρεάζονται από τα σεξουαλικά του: «κάθε φορά που σκέφτεται με το πουλί του, κάνει απανωτά λάθη»·
- σκόρπισαν σαν πουλιά ή σκόρπισαν σαν τα πουλιά, διασκορπίστηκαν κάποιοι ή κάτι: «κάποτε ήταν πολύ δεμένη παρέα, αλλά το ’φερε έτσι η ζωή, που σκόρπισαν σαν τα πουλιά || σκόρπισαν σαν πουλιά όλα τα όνειρα που έκανα για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: σκορπάνε σαν πουλιά,μέσ’ απ’ την καρδιά χίλιες ελπίδες, φτωχή μου καρδιά, μέσα στη ζωή χαρά δεν είδες
- στα πουλιά μας! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε χαιρετιστήριο ή αποχαιρετιστήριο γεια μας! που λέει κάποιος ερχόμενος ή αποχωρώντας από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε·
- τ’ άκουσες πουλί μου! ειρωνική έκφραση με την οποία κλείνουμε την πρότασή μας σε κάποιο άτομο που αντιληφθήκαμε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, γιατί έμαθα πως είσαι μεγάλος μπαταξής, τ’ άκουσες πουλί μου!». Υπήρξε η αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Κ. Χατζηχρήστου, που ακουγόταν στον τύπο τ’ άκουσες πολί μου, όταν υποδυόταν το χωριάτη Θύμιο από τη Μακρακώμη·
- τι λέει το πουλί σου! βλ. φρ. τι λέει το πουλάκι σου! λ. πουλάκι·
- τι λες πουλί μου! βλ. συνηθέστ. τι λες πουλάκι μου! λ. πουλάκι·
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. φρ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, όταν δεν έχει κάποιος τη δυνατότητα να επιβιώσει, επεμβαίνει η θεία πρόνοια: «κανένας δε χάνεται σ’ αυτή τη ζωή, γιατί το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει»·
- το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά πιάνεται, βλ. συνηθέστ. το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, όσο έξυπνος και να είναι κάποιος και να ξέρει να φυλάγεται, έρχεται η στιγμή που πιάνεται με τον πιο εύκολο τρόπο ή για τον πιο ασήμαντο λόγο, επειδή έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και δεν παίρνει τις απαραίτητες προφυλάξεις: «μην υποτιμάς τους αντιπάλους σου, γιατί, όσο κι αν είσαι ανώτερός τους, το ξέρεις πολύ καλά πως, πολλές φορές, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι τσίφτισσα γυναίκα, γι’ αυτό σ’ αγαπώ πολύ, μα από τη μύτη πιάνεται πάντα το έξυπνο πουλί). Συνών. η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται·
- το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά, αυτή που φτιάχνει, που κρατάει ένα σπίτι, μια οικογένεια είναι η γυναίκα: «μπορεί να λέμε οτιδήποτε για τις γυναίκες αλλά όλοι αναγνωρίζουμε πως το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, θετική διαπίστωση για τις ικανότητες και την εξυπνάδα που δείχνει κάποιο άτομο από την παιδική ακόμα ηλικία: «πήρε τον έλεγχό του και σ’ όλα τα μαθήματα έχει δέκα με οξεία, γιατί το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί»· βλ. και φρ. η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, λ. μέρα·
- το πουλί! βλ. συνηθέστ. το πουλάκι! λ. πουλάκι. (Τραγούδι: κι ο φωτογράφος φώναζε πως σε λίγο το πουλί απ’ το φακό θα σας στείλει ένα φιλί
- το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. φρ. για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- τρώει σαν πουλί ή τρώει σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. τρώει σαν πουλάκι, λ. πουλάκι·
- χτυπώ πουλιά, κυνηγώ πουλιά: «όταν ήμασταν πιτσιρίκια, βγαίναμε ομαδικά και χτυπούσαμε πουλιά»·
- χτυπώ το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλί μου.

πρά(γ)μα

πρά(γ)μα, το, ουσ. [<αρχ. πρᾶγμα <πράσσω], το πράγμα. 1. οτιδήποτε κατέχει κανείς, ιδίως αντικείμενο, σκεύος, έπιπλο: «αύριο κάνω μετακόμιση κι έχω να μεταφέρω πολλά πράγματα». 2. οτιδήποτε παράγει κανείς, το προϊόν, ιδίως το βιομηχανικό: «τι πράγματα βγάζετε στο εργοστάσιο που δουλεύεις;». 3. (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα λαθραίο, παράνομο: «τον έπιασαν μ’ όλο το πράμα στο τελωνείο || βρήκαν όλο το πράμα, που είχε κλέψει, καταχωνιασμένο στο υπόγειο του σπιτιού του». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το ναρκωτικό: «με το κυνήγι που κάνει η αστυνομία, δεν μπορείς να βρεις σήμερα εύκολα πράμα στην πιάτσα». 5. (στη γλώσσα της αργκό) το αιδοίο, το μουνί: «μόλις έσβησαν τα φώτα, έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το φουστάνι της κι άρχισε να χαϊδεύει το πράμα της». 6. άνθρωπος εντελώς άβουλος, ανάξιος λόγου: «εγώ δε θέλω να ’χω ένα πράμα σαν και σένα δίπλα μου, αλλά άνθρωπο έξυπνο, που, να μπορεί να με βοηθήσει και να με συμβουλέψει || κουβαλάει ένα πράμα μαζί της, που κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, αμολάει κοτσάνες». 7. η συμπεριφορά, η διαγωγή και, κατ’ επέκταση, ο ίδιος ο άνθρωπος σε σχέση με τη συμπεριφορά του: «τον ξέρω τρία χρόνια, αλλά δεν έχω καταλάβει ακόμη τι πράγμα είναι || μα είναι πράγμα να θέλεις να παρατήσεις τις σπουδές σου;». 8. η υπόθεση, η κατάσταση, το γεγονός, ό,τι συμβαίνει σε κάποιον: «έμπλεξα μ’ ένα πράγμα, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που το ανέλαβα || πώς πάει το πράμα που είχες ξεκινήσει; || μ’ έπιασε ένα πράμα στο λεωφορείο και δεν μπορούσα να αναπνεύσω!». 9α. στον πλ. τα πρά(γ)ματα, οι διάφορες εργασίες, οι διάφορες ασχολίες του ανθρώπου: «σήμερα έχω να κάνω πολλά πράγματα, γιατί έχω να πάω στην τράπεζα, στη Δ.Ε.Η., στον Ο.Τ.Ε. κι ύστερα να πάω να δω ένα φίλο μου, που είναι στο νοσοκομείο». β. τα προσωπικά είδη, αντικείμενα, τα ρούχα, οι αποσκευές: «έβαλε τα πράγματά του στη βαλίτσα του κι έφυγε απ’ το σπίτι || όταν έρθει το ταξί, θα πρέπει να ’στε όλοι έτοιμοι με τα πράγματά σας στο πεζοδρόμιο». γ. τα εμπορεύματα, τα καταναλωτικά προϊόντα: «αυτό το μαγαζί έχει καλά πράγματα || βγήκα με πεντακόσια ευρώ στην αγορά και στο τέλος δε μου ’μεινε ευρώ, γιατί αγόρασα πολλά πράγματα». 10. οι γνώσεις, η εμπειρία της ζωής: «αυτός γύρισε όλον τον κόσμο και ξέρει πολλά πράγματα στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ένας Αρμένης φιλαράκος που ’ξερε πράματα πολλά, μου ’πε πως η ευτυχία μοιάζει με γράμματα ψιλά). 11. τα βοσκήματα (γίδια, πρόβατα κ.λπ.): «βγήκε από νωρίς να ποτίσει τα πράματα στη στέρνα». Υποκορ. πρα(γ)ματάκι κ. πρα(γ)ματούλι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 265 φρ.)·
- αγρίεψαν τα πράγματα, επιδεινώθηκε η κατάσταση, ξέφυγε από τον έλεγχο: «μόλις φάνηκαν τα Μ.Α.Τ. και κατάλαβα πως αγρίεψαν τα πράγματα, βρήκα μια καλή κρυψώνα και περίμενα να δω τι θα επακολουθήσει»·
- άκου πράματα! ή άκουσε πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- άκου πώς έχει το πράγμα ή άκου πώς έχουν τα πράγματα, έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε το συνομιλητή μας, όταν θέλουμε να του εξιστορήσουμε ένα συμβάν ή μια υπόθεση·
- ακούστηκαν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα· 
- ακούστηκαν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα·
- ακούστηκαν φοβερά πράγματα, α. αποκαλύφθηκαν δημόσια από κάποιον συγκλονιστικά μυστικά σε βάρος κάποιου: «κατά τη συνέντευξη του αποχωρήσαντος βουλευτή, ακούστηκαν φοβερά πράγματα για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο αρχηγός του κόμματος στους συνεργάτες του». β. εκτοξεύτηκαν ακατονόμαστες ύβρεις από τα άτομα που ήρθαν σε αντίθεση ή από τα άτομα που μάλωσαν: «κάποια στιγμή ήταν κι οι δυο τους εκτός εαυτού κι ακούστηκαν φοβερά πράγματα»·  
- αλαλούμ πράγματα, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικα πράγματα·
- αλαμπουρνέζικα πράγματα, α. καταστάσεις, υποθέσεις μπερδεμένες: «ό,τι είναι να κάνουμε, θα το γράψουμε στο χαρτί και θα το υπογράψουμε, γιατί εμένα δε μ’ αρέσουν αλαμπουρνέζικα πράγματα». β. λόγια διφορούμενα, ασαφή, μπερδεμένα: «τι αλαμπουρνέζικα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου, αλλά τώρα, που μου εξήγησες γιατί ενήργησες μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλάζει το πράγμα». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το θέμα·
- άλλαξαν τα πράγματα ή τα πράγματα άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική πολιτική ή οικονομική κατάσταση προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, θα δούμε κι εμείς μια άσπρη μέρα || τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, πρέπει να κάνουμε οικονομία»·
- άλλο πράγμα, διαφορετικό: «δε σου είπα αυτό, σου είπα άλλο πράγμα»·
- άλλο πράμα! α. (για πρόσωπα, ιδίως για γυναίκες αλλά και για πράγματα) που είναι πολύ καλός, πολύ εντυπωσιακός, εξαιρετικός, εξαίσιος, ιδιαίτερα ξεχωριστός: «γνώρισα χτες βράδυ μια γυναικάρα, άλλο πράμα! || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, άλλο πράγμα!». β. εκφράζει και εντελώς αντίθετη έννοια, επιτείνοντας κάποια κακή ιδιότητα, συμπεριφορά ή χαρακτηρισμό: «είναι γκρινιάρης, χαρτοπαίχτης, μεθύστακας, άλλο πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- άλφα πράμα, α. (για πρόσωπα) πολύ καλός, εξαιρετικός, εξαίσιος: «ο φίλος σου είναι άλφα πράμα». β. (ιδίως για γυναίκα) πολύ όμορφη, εξαιρετική, εξαίσια: «είδα το φίλο σου να κυκλοφορεί με μια γυναίκα άλφα πράμα!». Από το ότι το πράμα σημαίνει και μουνί. γ. (για εμπορεύματα ή ναρκωτικά) πρώτης ποιότητας: «το μαγαζί αυτό διαθέτει πάντα άλφα πράμα || στην πιάτσα κυκλοφορεί άλφα πράμα»·
- ανεβασμένα πράγματα! καταστάσεις πολύ ευχάριστες, πολύ εντυπωσιακές, πολύ εύθυμες,  πολύ καθώς πρέπει: «έγινε ένα γλέντι που δεν ξανάγινε. Ανεβασμένα πράγματα! || στη δεξίωση ήταν όλη η αφρόκρεμα της πόλης μας. Ανεβασμένα πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω τρέλα, θέλω πράγματα ανεβασμένα, μα όλα αυτά χωρίς εσένα δε θα έχουνε σκοπό). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- απ’ τα πράγματα, (για καταστάσεις) από τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται: «απ’ τα πράγματα φαίνεται πως το χρηματιστήριο δεν πάει καθόλου καλά»· βλ. και φρ. από τα πράγματα·
- απλά πράγματα, λέγεται για κάτι που δεν είναι τόσο δύσκολο ή επικίνδυνο όσο φαίνεται ή όσο παρουσιάζεται: «θα διατάξουν μια ένορκη διοικητική εξέταση και με τον καιρό θα κουκουλώσουν το σκάνδαλο, απλά πράγματα»·
- από τα πράγματα, βλ. φρ. εκ των πραγμάτων·
- αστεία πράγματα! ή αστείο πράγμα! α. έκφραση πλήρους συναίνεσης στην πρόταση κάποιου: «σε παρακαλώ, θα μπορέσεις να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω αύριο; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια θα σε βοηθήσω. β. χαρακτηρισμός υπόθεσης ή εργασίας που αναλαμβάνουμε ως πολύ εύκολης, πολύ απλής για τις δυνατότητές μας: «θα μπορέσεις να κουβαλήσεις αυτό το κιβώτιο μόνος σου; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια μπορώ να το κουβαλήσω· βλ. και φρ. γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα(!)·
- άτιμο πράγμα ή άτιμα πράγματα, α. ενέργεια ανέντιμη, δόλια: «αυτό που έκανες στον άνθρωπο ήταν πολύ άτιμο πράγμα || εγώ δε σ’ είχα μαθημένο γι’ άτιμα πράγματα». β. λέγεται για κάτι συνήθως μικροαντικείμενα ή μικροσυσκευές, που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν ή τη χρησιμότητά τους: «τι άτιμο πράγμα είναι αυτό και για ποιο λόγο τ’ αγόρασες, δεν μπορώ να καταλάβω»·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «δεν έχει καμιά σχέση αυτό που μου λες με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε, γιατί αυτό είν’ άλλο πράγμα». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, αφήνω τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους, χωρίς να επεμβαίνω ή να εκβιάζω την έκβασή τους: «έχει προβλήματα με τη γυναίκα του και τον συμβούλεψα ν’ αφήσει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους και ο καιρός θα δείξει τι πρέπει να κάνει»·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, α. διευθετώ μια διαφορά ή μια παρεξήγηση που υπάρχει: «τώρα που βάλαμε τα πράγματα στη θέση τους μπορούμε να δώσουμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πάψεις πια τις τρέλες σου τις τόσες, θα σ’ αφήσω, σου το λέω, να το ξέρεις κι αν δε βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους,συ θα κλαις, θα ξενυχτάς, θα υποφέρεις). β. αποκαθιστώ την αλήθεια, λέω τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: «μόλις ήρθε ο τάδε κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, τότε μόνο μπορέσαμε κι εμείς να μάθουμε την πραγματική αλήθεια»·
- βερέμικο πράμα, βλ. λ. βερέμικος·
- βήτα πράμα, βλ. συνηθέστ. δεύτερο πράμα·
- βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα ή βλέπω της μάνας μου το πράμα, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, υποφέρω πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα για να θρέψω την οικογένειά μου». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον να βλέπει της γιαγιάς του ή της μάνας του το αιδοίο και από αισθητική, αλλά περισσότερο από ηθική άποψη· βλ. και φρ. είδα της γιαγιάς μου το πράμα·
- βρήκε στρωμένα τα πράγματα ή βρήκε τα πράγματα στρωμένα, α. δε βρήκε καμιά δυσκολία, κανένα εμπόδιο σε κάποια δουλειά ή σε κάποια υπόθεση: «μόλις ανέλαβε τη δουλειά, άρχισε αμέσως την παραγωγή, γιατί βρήκε τα πράγματα στρωμένα». β. βρήκε την πολιτική κατάσταση στη χώρα για την οποία γίνεται λόγος, ήρεμη, ομαλή: «γύρισε μετά την πτώση της χούντας και βρήκε στρωμένα τα πράγματα, για να μας παρουσιάζεται μετά και αντιστασιακός!»·   
- γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα! καταστάσεις ασήμαντες, φαιδρές, ανάξιες λόγου: «δε θέλω να ’ρχεσαι κάθε τόσο και να μ’ ενοχλείς για γελοία πράγματα!»·
- για δε(ς) πράματα! βλ. φρ. για κοίτα πράματα(!)·
- για δε(ς) κάτι πράματα! έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι που μας δημιουργεί κακή εντύπωση. (Τραγούδι: για δες κάτι πράματα, να γυρίζεις μες τ’ άγρια χαράματα)· βλ. και φρ. κοίτα πράματα(!)·
- για κοίτα πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- γίνονται πράματα και θάματα, α. συμβαίνουν πολλά ευχάριστα και αξιοθαύμαστα: «κάθε χρόνο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης γίνονται πράματα και θάματα». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για καταστάσεις που έχουν αρνητικό αντίκτυπο: «όταν γυρίζει το βράδυ μεθυσμένος, γίνονται στο σπίτι του πράματα και θάματα»·
- γυναικουλίστικα πράγματα, βλ. λ. γυναικουλίστικος·
- δε θέλει ρώτημα το πράγμα ή δε χρειάζεται ρώτημα το πράγμα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει φιλοσοφία το πράγμα ή δε χρειάζεται φιλοσοφία το πράγμα, βλ. λ. φιλοσοφία·
- δε λέει (και) πολλά πράγματα, βλ. φρ. δε λέει (και) πολλά, λ. πολύς·
- δεν είναι αστείο πράγμα να…, το ζήτημα είναι σοβαρό, πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα: «σήμερα δεν είναι αστείο πράγμα να κάνει κανείς έρωτα δίχως προφυλακτικό»·
- δεν είναι για μεγάλα πράγματα, δεν έχει την ικανότητα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να κατορθώσει κάτι σπουδαίο: «έχω την εντύπωση πως ο τύπος είναι μόνο λόγια και πως δεν είναι για μεγάλα πράγματα»·
- δεν είναι έτσι τα πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τον τρόπο με τον οποίο αναφέρει κάποιος ένα γεγονός: «ακούω με προσοχή αυτά που λες, αλλά με συγχωρείς που θα σε διακόψω, γιατί δεν είναι έτσι τα πράγματα». Συνών. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, διέρχεται κρίση, εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό δεν είναι καλά τα πράγματα στον τόπο μας, γι’ αυτό πολλοί φεύγουν στο εξωτερικό»· βλ. και φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- δεν είναι λίγο πράγμα να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- δεν είναι μικρό πράγμα να…, δεν είναι καθόλου ασήμαντο, απεναντίας είναι πολύ σοβαρό, πολύ σπουδαίο: «δεν είναι μικρό πράγμα να χρωστάς ένα σωρό λεφτά και να κινδυνεύεις να πας φυλακή, επειδή δεν έχεις να τα πληρώσεις || δεν είναι μικρό πράγμα να περάσεις κολυμπώντας τα στενά της Μάγχης»·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή! λ. δουλειά·
- δεν είναι σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά, βλ. λ. σόι·
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους δεν προβλέπεται ευοίωνη: «ο κόσμος όλος ανησυχεί, γιατί αντιλαμβάνεται πως δεν έρχονται καλά τα πράγματα»·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. φρ. δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, λέγεται σε περιπτώσεις που επιχειρούμε να εξομοιώσουμε ασυμβίβαστα μεταξύ τους πράγματα είτε υποτιμώντας είτε υπερτιμώντας τα: «θα πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τους επιστήμονες απ’ τους απλούς ανθρώπους, γιατί δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι»·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, α. η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους δεν έχει ευοίωνη προοπτική: «όταν βλέπεις να πέφτουν οι τιμές στο χρηματιστήριο, να ’σαι σίγουρος πως δεν πάνε καλά τα πράγματα στον τόπο μας || όταν βλέπεις τις οικογένειες να διαλύονται η μια πίσω απ’ την άλλη, τότε να ξέρεις πως γενικά δεν πάνε καλά τα πράγματα». β. η οικονομική κατάσταση ή η υγεία ενός ατόμου δεν έχει ευοίωνη προοπτική και γενικά η εξέλιξη κάποιας δουλειάς ή υπόθεσης δεν έχει το ποθητό αποτέλεσμα, γιατί παρουσιάζει πολλές δυσκολίες: «το ’χει καταλάβει πως δεν πάνε καλά τα πράγματα με την υγεία του και προσπαθεί να μη χάσει την ψυχραιμία του || δεν πάνε καλά τα πράγματα στη δουλειά του και ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του»· βλ. και φρ. δεν είναι καλά τα πράγματα·
- δεν προχωράει το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα, δεν εξελίσσεται: «πώς τα πας με τη δουλειά σου; -Έχω πέσει σε κάτι απρόβλεπτες δυσκολίες και δεν προχωράει το πράγμα»·
- δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους εγκυμονεί δυσάρεστες καταστάσεις: «τον τελευταίο καιρό, μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα»·
- δεν το βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το βλέπω σόι το πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το καλοβλέπω το πράγμα, θεωρώ πως κάπου κάτι είναι ύποπτο: «για να κάθεται αυτός ο τύπος με τις ώρες στη γωνία και να μας παρακολουθεί, δεν το καλοβλέπω το πράγμα»·
- δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δες πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- δέστε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας βαδίζοντας λικνιστικά. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως οι πωλητές ψαριών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση το εμπόρευμά τους στο δρόμο ή στην ψαραγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει μουνί·
- δεύτερο πράμα, εμπόρευμα κατώτερης ποιότητας, δεύτερης διαλογής: «δεν έπρεπε να δώσεις τόσα λεφτά γι’ αυτό το ρολόι, γιατί είναι δεύτερο πράμα»·
- διαφέρει το πράγμα, βλ. φρ. αλλάζει το πράγμα·
- δυσκολεύουν τα πράγματα, βλ. φρ. σκουραίνουν τα πράγματα·
- δύσκολο πράγμα είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολο πράγμα είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, άλλοτε πάλι προτάσσεται ή ακολουθεί της φρ. το νομίζεις, ενώ είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και ταυτόχρονα κλείνει με το νομίζεις·
- έγιναν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν φοβερά πράγματα, δημιουργήθηκαν συγκλονιστικά επεισόδια, έγιναν πολύ μεγάλες παρατυπίες ή παρανομίες: «όταν τα Μ.Α.Τ. επιτέθηκαν στους διαδηλωτές, έγιναν φοβερά πράγματα, γιατί χτυπούσαν στα τυφλά || η αντιπολίτευση κατήγγειλε φοβερά πράγματα για τις απευθείας αναθέσεις διαφόρων δημοσίων έργων»·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. φρ. έγινε σκατά το πράμα·
- έγινε σκατά το πράμα ή το πράμα έγινε σκατά, λέγεται σε περίπτωση που κάποιο αντικείμενο καταστράφηκε, που κάποια υπόθεση στράβωσε και δεν είχε αίσιο τέλος ή που δεν μας ικανοποιεί πια: «έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, καλύτερα πέτα το κι αγόρασε ένα κασετόφωνο της προκοπής || έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, δεν ξαναπατάω στο μαγαζί του να βλέπω όλα τα τσογλάνια να πουλάνε μούρη»·
- εδώ το καλό το πράμα! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως φρούτων και λαχανικών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση τα εμπορεύματά τους στο δρόμο ή στην αγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είδα της γιαγιάς μου το πράμα ή είδα της μάνας μου το πράμα, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη: «μόλις αντιλήφθηκα τον τάδε να βάζει χέρι στο ταμείο του φίλου του, είδα της γιαγιάς μου το πράμα»· βλ. και φρ. βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα·
- είμαι μέσα στα πράγματα, α. συμμετέχω στη διαμόρφωση των εξελίξεων, είμαι στα κέντρα αποφάσεων: «έλα να σε βολέψω τώρα που είμαι μέσα στα πράγματα, γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται αργότερα!». β. είμαι γνώστης των όσων συμβαίνουν σε ένα χώρο ή σε ένα τόπο: «διαβάζω όλες τις εφημερίδες που κυκλοφορούν, γιατί θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα»·
- είμαι στα πράγματα, έχω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ ή ανήκω στην κυβερνητική παράταξη: «τώρα που είμαι στα πράγματα, θα βοηθήσω αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη»·
- είναι εντάξει τα πράγματα ή τα πράγματα είναι εντάξει (γενικά) οι διαφορές διευθετήθηκαν, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ζωή ενός τόπου εξελίσσεται ομαλά: «κάνουν πάλι παρέα, γιατί τώρα είναι εντάξει τα πράγματα, μια και ξέχασαν τις παλιές τους έχθρες || τον τελευταίο καιρό είναι εντάξει τα πράγματα στην αγορά || τα πράγματα είναι εντάξει με τη γειτονική μας χώρα»·
- είναι ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. είναι στριμόκωλα τα πράγματα·
- είναι μεγάλο πράγμα, έχει μεγάλη σημασία, μεγάλη σπουδαιότητα: «είναι μεγάλο πράγμα να υπάρχει αλληλοκατανόηση σ’ ένα ζευγάρι || είναι μεγάλο πράγμα η υγεία στον άνθρωπο». (Τραγούδι: η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα,σαν ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο τραύμα
- είναι πολύ πράμα! βλ. φρ. πολύ πράμα(!)·
- είναι πράγματα αυτά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «είναι πράγματα αυτά να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || είναι πράγματα  αυτά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || είναι πράγματα αυτά να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ με το θόρυβο που κάνεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το όχι πες μου σε παρακαλώ·  
- είναι πράμα απ’ τη Δράμα! α. το εμπόρευμα είναι πάρα πολύ καλό, είναι γνήσιο: «αγόρασα ένα ρολόι, φίλε μου, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Η αναφορά στη Δράμα, ίσως από το ότι εκεί καλλιεργούσαν χασίσι πρώτης ποιότητας. β. (για γυναίκες) είναι πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γκόμενα, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είναι προχωρημένα τα πράγματα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος έχει ήδη εξελιχθεί: «τώρα δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη δουλειά, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα || δεν υπάρχει περίπτωση να συμφιλιωθούν, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα μεταξύ τους». β. (ειδικά) το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ήδη προχωρήσει στην ερωτική πράξη, οπότε η γυναίκα δεν είναι πια παρθένα: «απ’ τη στιγμή που είναι προχωρημένα τα πράγματα μαζί της, θα πρέπει να πας να τη ζητήσεις απ’ τους γονείς της»·
- είναι σκούρα τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής γενικά έχει επιδεινωθεί πάρα πολύ: «όσο υπάρχει ακυβερνησία, είναι σκούρα τα πράγματα για τον τόπο μας || μετά την πτώση των αξιών στο χρηματιστήριο, είναι σκούρα τα πράγματα για την οικονομία μας || μετά την εξέταση που μ’ έκανε ο γιατρός, με προειδοποίησε πως είναι σκούρα τα πράγματα για την υγεία μου»·
- είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- είναι στα πράγματα, α. (για παρατάξεις ή για πολιτικά) είναι στην εξουσία, κυβερνά, κατέχει κάποιο πόστο: «ποια παράταξη είναι τώρα στα πράγματα στη χώρα σας; || όταν ήταν ο τάδε υπουργός στα πράγματα, όλα δούλευαν ρολόι». β. (για πρόσωπα) που ανήκει στην κυβερνητική παράταξη, που έχει κάποια εξουσία ή που διαθέτει κάποιο πολιτικό μέσο: «μόνο ο τάδε μπορεί να σε βοηθήσει, γιατί τώρα αυτός είναι στα πράγματα || όταν ήταν στα πράγματα, έκανε πως δε μας ήξερε!». γ. λέγεται και για άνθρωπο που βρίσκεται στο κέντρο των γεγονότων, που είναι δραστήριος, που έχει μεγάλη εμπειρία, μεγάλη γνώση σε κάποιο χώρο, ιδίως σε θέματα καθημερινής ζωής: «για πες μου εσύ, που είσαι στα πράγματα, πού θα βρω έναν εργάτη για κάτι μερεμέτια;»·
- είναι στριμόκωλα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στριμόκωλα, α. βρισκόμαστε σε περίοδο έντονης οικονομικής ανέχειας ή σε περίοδο σκλήρυνσης της κυβερνητικής πολιτικής και των εκτελεστικών της οργάνων, ή, γενικά, η παγκόσμια κατάσταση εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους: «απ’ τη στιγμή που η κυβέρνηση επανέφερε την προσωποκράτηση για χρέη προς το δημόσιο, είναι στριμόκωλα τα πράγματα || με όλη αυτή τη ρευστότητα που υπάρχει στην πρώην Γιουγκοσλαβία, είναι στριμόκωλα τα πράγματα». β. (γενικά) η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζονται μεγάλες αντιξοότητες, χρειάζεται μεγάλη προσοχή: «έχω σκοπό να μην ξεκινήσω καμιά καινούρια δουλειά, γιατί είναι στριμόκωλα τα πράγματα»·
- είναι στρωμένα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στρωμένα, α. δεν υπάρχει καμιά πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία, ή, αν υπήρχε, έχει ξεπεραστεί: «τον τελευταίο καιρό επικρατεί ηρεμία στον τόπο μας και γενικά είναι στρωμένα τα πράγματα». β. δεν υπάρχουν διαφορές ή εκκρεμότητες ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες, ή, αν υπήρχαν, έχουν διευθετηθεί: «κάποτε ήταν μαλωμένοι, αλλά τώρα είναι στρωμένα τα πράγματα και κάνουν πάλι παρέα»·
- είναι το ίδιο πράγμα, δεν υπάρχει καμιά διαφορά: «αυτό που μου λες, είναι το ίδιο πράγμα μ’ αυτό που σου λέω κι εγώ»·
- εκ των πραγμάτων, όπως προκύπτει από τα πράγματα, από την κρατούσα κατάσταση: «είμαι υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να μειώσω το προσωπικό μου, γιατί η δουλειά έχει πέσει κατακόρυφα»·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, στην πιο καίρια στιγμή που θα πετύχαινε κανείς κάτι έπειτα από πολλές προσπάθειες: «εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα και να πέσουν οι υπογραφές, ζήτησε μια προθεσμία για να ξαναμελετήσει το συμβόλαιο»· βλ. και φρ. εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, λ. γλυκός·  
- έρχομαι στα πράγματα, α. αναλαμβάνω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ: «όσοι έρχονται στα πράγματα, το πρώτο που κάνουν είναι να βολέψουν όλους τους δικούς τους στο δημόσιο». β. ανήκω στο κόμμα εκείνο που ανέλαβε την εξουσία: «τώρα που ήρθαμε στα πράγματα, θα τρελαθούμε στη μάσα»·
- έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος την παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να ξεχάσετε όλα όσα ακούσατε, γιατί έτσι έχουν τα πράγματα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το θέμα·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, έχει υπερβολικά μεγάλο πέος: «μια φορά πήγε η τάδε μαζί του και δεν έχει σκοπό να ξαναπάει, γιατί ο τύπος έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι». Η αναφορά στο βγαλμένο χέρι, γιατί ο παθών το αφήνει να κρέμεται, μέχρι να δεχτεί τις πρώτες βοήθειες, κι έτσι, γίνεται αντιληπτό όλο το μήκος του, κάτι που παρομοιάζεται με το πέος που κρέμεται μπροστά·
- έχει πολύ πράμα! έκφραση θαυμασμού για όμορφη γυναίκα που έχει καλοσχηματισμένα και ωραία πιασίματα: «είναι μια γκομενάρα, που έχει πολύ πράμα!»·
- έχει πολύ πράμα, υπάρχει υπεραφθονία αγαθών: «το πρωί έκανα μια βόλτα στην αγορά κι είδα πως έχει πολύ πράμα»·
- έχω πείρα του πράγματος, βλ. λ. πείρα·
- ζορίζουν τα πράγματα, α. η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, επιβάλλει τη λήψη σκληρών μέτρων: «τα δυο τελευταία χρόνια άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα, γι’ αυτό απαιτείται σκληρή λιτότητα». β. (γενικά) παρουσιάζονται δυσκολίες, αντιξοότητες, χρειάζεται στο εξής μεγαλύτερη προσοχή: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί ζορίζουν τα πράγματα || έχω περικόψει όλα τα περιττά έξοδα, γιατί ζορίζουν τα πράγματα»·
- ζορίζω τα πράγματα, α. εκβιάζω μια κατάσταση ή μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «απ’ τη στιγμή που σου υποσχέθηκε πως μέσα στο μήνα θα σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, μη ζορίζεις άλλο τα πράγματα». β. ασκώ πίεση για να εξελιχθεί μια δουλειά ή μια υπόθεσή μου γρηγορότερα: «αν δε ζόριζα τα πράγματα, δε θα ’χα πάρει ακόμα το δάνειο»· 
- ζόρικο πράμα, α. (για γυναίκες) πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γυναίκα, πολύ ζόρικο πράμα». β. (για πράγματα) που είναι εντυπωσιακό, που είναι αξίας: «αγόρασε ένα ρολόι, ζόρικο πράμα || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, πολύ ζόρικο πράμα». γ. (για καταστάσεις) που προκαλεί ψυχική καταπίεση, ψυχική δυσφορία: «δεν υπάρχει πιο ζόρικο πράγμα να χάνεις τη γυναίκα που αγαπάς || ζόρικο πράγμα για έναν πατέρα να βλέπει την κατάντια του γιου του»·
- ζυγιάζω τα πράγματα, υπολογίζω σοβαρά, προσεκτικά μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, πριν αποφασίσω να ενεργήσω: «δεν κάνει τίποτα, αν δεν ζυγιάσει πρώτα καλά τα πράγματα»·
- η πορεία των πραγμάτων, βλ. λ. πορεία·
- η φορά των πραγμάτων, βλ. λ. φορά·
- ηρεμώ τα πράγματα, τακτοποιώ, διευθετώ μια έκρυθμη κατάσταση: «με την απειλή πως θα καλέσω την αστυνομία, ηρέμησα τα πράγματα και οι δυο παρέες κάθισαν φρόνιμα στα τραπεζάκια τους»·
- θα δείξει το πράγμα, βλ. φρ. θα φανεί το πράγμα·
- θα το κανονίσουμε το πράγμα, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «αποφάσισε πρώτα εσύ να πάρεις μέρος στη δουλειά και θα το κανονίσουμε το πράγμα»·
- θα φανεί το πράγμα, κατά τη διάρκεια της συναναστροφής ή της εξέλιξής του, θα αποδειχθεί, θα αποκαλυφθεί αν κάποιος ή κάτι έχει θετικά ή αρνητικά στοιχεία: «δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, αλλά ας τον βάλουμε στην παρέα μας και θα φανεί το πράγμα || ας ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά και στην πορεία θα φανεί το πράγμα»· 
- θέλει (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- θέλει (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- θέλει κουβέντα το πράγμα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει σκέψη το πράγμα, βλ. λ. σκέψη·
- θέλει συζήτηση το πράγμα, βλ. λ. συζήτηση·
- καθαρά πράγματα, βλ. φρ. καθαρισμένα πράγματα·
- καθαρισμένα πράγματα, βλ. συνηθέστ. ξεκαθαρισμένα πράγματα·
- κάθε πράγμα στη σειρά του, βλ. φρ. σειρά·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. φρ. ώρα·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγό κόκκινο το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. κολιός·
- καλώς εχόντων των πραγμάτων, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, αν όλα εξελίσσονται ομαλά: «βέβαια, καλώς εχόντων των πραγμάτων, η δουλειά θα πρέπει να τελειώσει τέλος του μηνός»·
- κάνει πράματα και θάματα, είναι σπάνιος τεχνίτης ή είναι άφταστος στο επάγγελμα που κάνει και γενικά, με οτιδήποτε καταπιάνεται, έχει άριστα αποτελέσματα: «αυτός ο μηχανικός κάνει πράματα και θάματα || αυτός ο χειρούργος κάνει πράματα και θάματα»·
- κάνει τρελά πράγματα, α. συμπεριφέρεται παράλογα: «κάθε φορά που τον παίρνουμε μαζί μας, γινόμαστε ρεζίλι, γιατί κάνει συνέχεια τρελά πράγματα». β. (για τεχνίτες, μηχανικούς) είναι ικανότατος: «κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, που κάνει τρελά πράγματα»·
- κανονίζω τα πράγματα, α. τακτοποιώ, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δεν κανονίσω πρώτα τα πράγματα που με απασχολούν, δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές». β. βρίσκω λύση σε κάποιο πρόβλημα, συμβιβάζω διαφορές: «επειδή δεν μπορούσαν να τα βρουν μόνοι τους στη μοιρασιά, φώναξαν ένα τρίτο να κανονίσει τα πράγματα»·
- κανονίστηκε το πράγμα ή το πράγμα κανονίστηκε, η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος συμφωνήθηκε, διευθετήθηκε: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά που ήταν ν’ αναλάβεις; -Κανονίστηκε το πράγμα || είσαι ακόμα στα μαχαίρια με τον τάδε; -Το πράγμα κανονίστηκε, γιατί δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις»·   
- κατά πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. φρ. κατά πώς δείχνουν τα πράγματα·
- κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, σύμφωνα με την πορεία, με την εξέλιξη των πραγμάτων, σύμφωνα με τους οιωνούς: «κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, θα ’χουμε γρήγορα εκλογές»·
- κατά πώς έρχονται τα πράγματα, αναλόγως με τις συνθήκες που επικρατούν, αναλόγως των περιστάσεων: «έχω μάθει να μη βιάζομαι και πάντα ενεργώ κατά πώς έρχονται τα πράγματα»·
- κοίτα πράματα! έκφραση απορίας, θαυμασμού ή έκπληξης για κάτι που ακούμε, βλέπουμε ή πληροφορούμαστε: «κοίτα πράγματα, κοτζάμ άντρας, να συνερίζεται αυτό το μικρό παιδί! || κοίτα πράγματα που γίνονται στην ιατρική επιστήμη!». (Τραγούδι: σαν κλεμμένο ξωκλήσι, έτσι μ’ έχεις αφήσει και μου πήρες σταυρούς και μαλάματα, κοίτα πράματα!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για και μετά το ρ. ακολουθεί το κάτι· βλ. και φρ. για δε(ς) κάτι πράματα(!)·
- κορίτσι πράμα! βλ. λ. κορίτσι·
- κρίθηκε το πράγμα, αποφασίστηκε οριστικά, τελεσίδικα κάτι: «τη δουλειά θα την αναλάβει ο τάδε, γιατί έχει πολύ πιο πολλά προσόντα από σένα, κρίθηκε το πράγμα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πάει·
- κρύωσε το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να έχει ενδιαφέρον: «μετά από τόσες υπαναχωρήσεις, κρύωσε το πράγμα»·
- λάσπωσαν τα πράγματα ή λάσπωσε το πράγμα, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά, λ. δουλειά·
- λέει πράματα και θάματα! το άτομο ή το ανάγνωσμα για το οποίο γίνεται λόγος, μιλάει για πάρα πολύ ενδιαφέροντα και θαυμαστά πράγματα: «κάθε φορά που γυρίζει ο θείος μου από ταξίδι, μας λέει πράματα και θάματα || αυτό το βιβλίο λέει πράματα και θάματα για την Αφρική!»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, μιλώ χωρίς υπεκφυγές, ό,τι λέω, το λέω ντόμπρα και σταράτα: «δε δίνω σε κανέναν το δικαίωμα να παρεξηγήσει τα λόγια μου, γιατί λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους»·
- λέω τα πράγματα όπως είναι, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λέω τα πράγματα όπως έχουν, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λίγα πράγματα! βλ. φρ. μικρά πράγματα(!)·  
- λίγο πράγμα είναι να… ή λίγο πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. μικρό πράγμα είναι να(…)·
- μαλακίστηκε το πράγμα, η δουλειά, η υπόθεση ή η συζήτηση έφτασε σε σημείο να χάσει τη σοβαρότητα που είχε, και στο εξής δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον: «από ένα σημείο και πέρα μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι άρχισαν σιγά σιγά ν’ αποχωρούν || ο ένας το μακρύ του, ο άλλος το κοντό του, ήρθε και μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι κοιτάζαμε πότε να περάσει η ώρα να φύγουμε»· 
- μην το φιλοσοφείς το πράγμα, βλ. συνηθέστ. μην το ψάχνεις το πράγμα·
- μην το ψάχνεις το πράγμα, α. μην το σκέφτεσαι, μην το εξετάζεις, γιατί η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος δε χρειάζεται πολύ σκέψη, είναι αυτονόητη, είναι ευνόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διευκολύνσεις, θα τελειώσουμε στο άψε σβήσε τη δουλειά, γι’ αυτό μην το ψάχνεις το πράγμα κι έλα να υπογράψουμε τα συμβόλαια», δηλ. υπάρχει σίγουρη επιτυχία. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι, γιατί δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν εκλεγούν, κάνουν εντελώς άλλα, γι’ αυτό σου λέω μην το ψάχνεις το πράγμα»·
- μικρά πράγματα! α. λέγεται για προσπάθεια, που αποφέρει ασήμαντα αποτελέσματα, ασήμαντα κέρδη: «θέλησα να φορτσάρω για να προχωρήσω τη δουλειά, αλλά μικρά πράγματα, γιατί έπεσα πάνω σε γιορτές και σε αργίες! || κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είχα αρκετή δουλειά, αλλά όταν έκλεισα ταμείο, διαπίστωσα μικρά πράγματα!». β. λέγεται για να απαλύνει τη στενοχώρια κάποιου που μας προκάλεσε κάποια ζημιά: «έλα, μη στενοχωριέσαι για το βάζο που έσπασες. Μικρά πράγματα, σου λέω, γιατί ήταν και ραγισμένο!»· 
- μικρό πράγμα είναι να… ή μικρό πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα, γενικά στη ζωή μου, στις δουλειές μου, αντιμετωπίζω προβλήματα: «πρέπει να κάνω κανένα ευχέλαιο, γιατί τον τελευταίο καιρό μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα, γενικά όλα στη ζωή μου, στις δουλειές μου, μου έρχονται ευνοϊκά, εξελίσσονται ευνοϊκά: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, Θεούλη μου, γιατί εδώ και καιρό μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται στραβά τα πράγματα, βλ. φρ. μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα·
- μπαλώνω τα πράγματα, βλ. φρ. τα μπαλώνω, λ. μπαλώνω·
- μπατάλικο πράμα, αντικείμενο χοντροκομμένο, κακοδουλεμένο και χωρίς τις σωστές του αναλογίες: «πήγες κι έδωσες ένα κάρο λεφτά γι’ αυτό το μπατάλικο πράμα!»·
- μπερδεμένα πράγματα, α. καταστάσεις ή υποθέσεις χωρίς διαφάνεια, ύποπτες: «όλα θα τα βάλουμε επί τάπητος και θα τα συζητήσουμε απ’ την αρχή, γιατί δε μ’ αρέσουν μπερδεμένα πράγματα». β. λόγια ασαφή, από τα οποία δεν μπορεί κανείς να βγάλει νόημα: «τι μπερδεμένα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- μπερδεύεται με πολλά πράγματα ή μπερδεύεται σε πολλά πράγματα, δεν έχει μια μόνιμη δουλειά, αλλά ασχολείται με διάφορες δουλειές, με διάφορες υποθέσεις: «δεν ήταν από κείνους που θα μπορούσαν να στεριώσουν κάπου μόνιμα, γιατί έμαθε να μπερδεύεται με πολλά πράγματα»·
- μπερδεύω τα πράγματα, α. δημιουργώ συνειδητά αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, ιδίως για προσωπικό μου όφελος: «έτσι όπως μπέρδεψε τα πράγματα, χάλασε η δουλειά και την πήρε ένας δικός του || όπως μπέρδεψε τα πράγματα, δεν μπορεί να βγάλει κανείς άκρη κι έτσι δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για τίποτα». β. δημιουργώ άθελα ή από άγνοια αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «τον άφησα για λίγο στο πόδι μου, αλλά, επειδή δεν ήξερε τη δουλειά, μπέρδεψε τα πράγματα και τώρα προσπαθώ να τα ξεμπερδέψω». γ. παρανοώ κάτι: «ραντεβού είχαμε στις δέκα κι όχι στις δώδεκα κι απορώ πώς μπέρδεψες τα πράγματα!»·
- μπλέκω τα πράγματα, φέρνω μια δουλειά, μια υπόθεση ή μια κατάσταση στο απροχώρητο λόγω κακών ιδίως χειρισμών: «όπως έμπλεξες τα πράγματα, δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο θα συνεχίσεις τη δουλειά»·
- μπουρδουκλώνω τα πράγματα, α. μπερδεύω, ανακατώνω μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «έτσι όπως τα μπουρδούκλωσες τα πράγματα, να δούμε ποιος θα μπορέσει να βγάλει άκρη!». β. ενεργώ κατάλληλα, ώστε να καλύψω μια υπόθεση, ιδίως παράνομη: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τα πράγματα και να κάνουν έλεγχο στο ταμείο σε μερικές μέρες, μόλις βάλω πίσω τα λεφτά που πήρα»·
- μυστήριο πράμα! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, που μας φαίνεται περίεργο, παράξενο, ανεξήγητο και που μας βάζει σε υποψίες, όσον αφορά τη νομιμότητά του, την προέλευσή του ή τις προθέσεις του: «ο τάδε αγόρασε μια βίλα στη Χαλκιδική. -Μυστήριο πράμα, αυτός μέχρι τα χτες ήταν να πάει φυλακή από χρέη! || ο τάδε με προσκάλεσε να μου κάνει το τραπέζι. -Μυστήριο πράμα, αυτός δεν δίνει τ’ αγγέλου του νερό, γι’ αυτό πρόσεχέ τον, μη θέλει κάτι από σένα! || τι μυστήριο πράμα που είναι η δημιουργία της ζωής!». Συνήθως συνοδεύεται με την ανάλογη έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού έντονα αποτυπωμένη στο πρόσωπο·
- να το δω το πράγμα, να σκεφτώ, να μελετήσω, να υπολογίσω την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «έτσι όπως μας τα λες, όλα είναι εύκολα, αλλά να το δω το πράγμα και θα σ’ απαντήσω»·
- νέα τάξη πραγμάτων, βλ. λ. τάξη·
- νοικοκυρεμένα πράγματα, δουλειά ή ενέργεια που γίνεται με επιμέλεια και τάξη, που χαρακτηρίζεται από σύνεση: «μ’ όποιον κι αν κάνει δουλειά, θέλει νοικοκυρεμένα πράγματα»·
- νοικοκυρίστικα πράγματα, βλ. φρ. νοικοκυρεμένα πράγματα·
- ντροπής πράγμα! ή ντροπής πράγματα! βλ. λ. ντροπή·
- ξεγυρισμένα πράγματα, δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβητήσεις, παρεξηγήσεις ή σχόλια: «ό,τι συμφωνήσουμε θα το τηρήσουμε κατά γράμμα, ξεγυρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένο πράμα·
- ξεγυρισμένο πράμα, α. γυναίκα πολύ όμορφη: «παλιά είχε μια γκόμενα που δε βλεπότανε, αλλά η καινούρια του είναι πολύ ξεγυρισμένο πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. οτιδήποτεθεωρείται πολύ ωραίο, πολύ ικανοποιητικό για τις ανάγκες ή τα γούστα μας: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο πολύ ξεγυρισμένο πράμα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένα πράγματα·
- ξεκαθαρίζω τα πράγματα, α. εκκαθαρίζω οικονομικές ή προσωπικές διαφορές που έχω με κάποιον ή με κάποιους: «αν δεν ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, δεν κάνω άλλη δουλειά μαζί σου || και οι δυο έχουμε την εντύπωση πως φταίχτης είναι ο άλλος, γι’ αυτό νομίζω πως ήρθε ο καιρός να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα». β. αποσαφηνίζω κάτι, κατασταλάζω σε κάτι: «ξεκαθάρισε, επιτέλους, τα πράγματα και μη μας τα λες μια έτσι και μια αλλιώς || πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα μέσα στο μυαλό σου κι ύστερα ν’ αποφασίσεις με τι θέλεις ν’ ασχοληθείς στη ζωή σου». γ. επιλέγω, διαλέγω από ένα πλήθος τα ουσιαστικά, τα απαραίτητα στοιχεία, τακτοποιώ: «είναι απ’ το πρωί στο υπόγειο και ξεκαθαρίζει τα πράγματα, γιατί με τα χρόνια μαζεύτηκε πολύ σαβούρα»·    
- ξεκαθαρισμένα πράγματα, α. δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που είναι αποσαφηνισμένες στην εντέλεια: «θέλω να μου παρουσιάσεις ξεκαθαρισμένα πράγματα, για να συνεταιριστώ μαζί σου». β. κατηγορηματική δήλωση πως θα πραγματοποιήσουμε την απειλή μας: «αν αντιληφθώ πως πας να κάνεις την παραμικρή απατεωνιά, θα σε κλείσω φυλακή, ξεκαθαρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεκομμένα πράγματα·
- ξεκομμένα πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δεν επιδεχόμαστε αντίρρηση, αντίλογο σε αυτό που είπαμε: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, ξεκομμένα πράγματα, κι όποιον δεν του αρέσει, να πάει σπίτι του»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)· 
- ξηγημένα πράγματα, έκφραση με την οποία προειδοποιούμε το συνομιλητή μας πως δε θα ανεχτούμε καμιά παρέκκλιση από όσα συμφωνήσουμε: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, ξηγημένα πράγματα, γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)·
- όνομα και πράμα, βλ. λ. όνομα·
- όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, οπωσδήποτε: «όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, εγώ θα την παντρευτώ || ξεκίνα εσύ τη δουλειά κι όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, θα σε βοηθήσω»·
- όπως και να ’χει το πράγμα ή όπως και να ’χουν τα πράγματα, όπως και αν διαμορφώθηκε η κατάσταση ή όπως και αν διαμορφωθεί η κατάσταση, σε κάθε περίπτωση, ούτως ή άλλως, οπωσδήποτε: «όπως και να ’χει το πράγμα, η ουσία είναι πως θα ξεπεράσουμε τη δύσκολη στιγμή στην οποία βρισκόμαστε || όπως και να ’χει το πράγμα, αυτό που σου ’ταξα θα στο δώσω»·
- ούτως εχόντων των πραγμάτων, επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, επειδή έτσι διαμορφώθηκε η κατάσταση: «ούτως εχόντων των πραγμάτων, μην αμφιβάλλεις ότι θα πετύχει η δουλειά»·
- πάει αλυσίδα το πράμα, βλ. λ. αλυσίδα·
- πάει σερί το πράμα, βλ. λ. σερί·
- παιδί πράμα! βλ. λ. παιδί·
- παίρνω τα πράγματα (έτσι) όπως (μου) έρχονται, αντιμετωπίζω τις καταστάσεις που μου προκύπτουν με στωικότητα: «δε χάνω την ψυχραιμία μου και πάντα παίρνω τα πράγματα έτσι όπως μου έρχονται»·
- παίρνω τα πράγματα τοις μετρητοίς, βλ. φρ. το παίρνω τοις μετρητοίς, λ. μετρητά·
- παράγινε το πράγμα! η υπόθεση ξέφυγε από τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού: «παράγινε το πράγμα με τις ανοησίες σου! || παράγινε το πράγμα με την γκρίνια σου! || παράγινε το πράγμα, κάθε φορά που σου χρειάζονται λεφτά, να ’ρχεσαι σε μένα!»·
- παραπήγε το πράγμα! βλ. φρ. παράγινε το πράγμα(!)
- παρατράβηξε το πράγμα! βλ. Φρ. παράγινε το πράγμα(!)·   
- παραφουσκώνω τα πράγματα, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, παρουσιάζω με υπερβολικό τρόπο κάποιο γεγονός, με σκοπό να εντυπωσιάσω ή να ξεγελάσω κάποιον ή κάποιους: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί παραφουσκώνεις τα πράγματα, αφού δεν έγιναν μ’ αυτόν τον τρόπο! || μας διηγιόταν πώς είχε μπλέξει σ’ έναν καβγά και, μόλις ήρθε στην παρέα μας και η τάδε, άρχισε να παραφουσκώνει τα πράγματα για να κάνει το κομμάτι του»·     
- παραχόντρυνε το πράγμα! βλ. λ. παράγινε το πράγμα(!)·
- πεθαμένα πράγματα, δουλειά, κατάσταση ή υπόθεση που δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη και, κατ’ επέκταση, που στερείται ενδιαφέροντος, ιδίως οικονομικού: «πώς πήγε σήμερα η δουλειά; -Πεθαμένα πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- περπατάει το πράγμα, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «δεν μπορώ να πω πως έχω τρελή δουλειά, αλλά περπατάει το πράγμα || απ’ τη μέρα που ανέλαβε την υπόθεση ο τάδε δικηγόρος, περπατάει το πράγμα». β. (για προϊόντα) κυκλοφορεί με ευχέρεια στην αγορά, έχει ζήτηση: «έριξα ένα νέο είδος στην αγορά κι απ’ ό,τι βλέπω περπατάει το πράγμα»·
- ποιος σου ’πε τέτοιο πράγμα ή ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τα άσχημα λόγια που ειπώθηκαν για κάποιον και που αποδίδονται σε εμάς. (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου, ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα και είσαι όλο παράπονα και κλάματα, ποιος σου ’πε πως εγώ μια άλλη αγαπώ, αφού καλά το ξέρεις μακριά σου πως δε ζω
- πολύ πράμα! α. θαυμαστικό επιφώνημα που αναφέρεται σε ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα, πλήθος ή διάρκεια ενός γεγονότος ή ενός πράγματος: «είχε κόσμο στη συγκέντρωση του κόμματος; -Πολύ πράμα! || η τελευταία ταινία του έχει διάρκεια τέσσερις ώρες -Πολύ πράμα!». β. θαυμαστικό επιφώνημα για πανέμορφη γυναίκα: «για δες αυτή τη γυναίκα, σ’ αρέσει; -Πολύ πράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. γ. θαυμαστικό επιφώνημα για καθετί που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «αγόρασε στη γυναίκα του ένα δαχτυλίδι για τα γενέθλιά της πολύ πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «δε θα ’σαι σίγουρα με τα καλά σου, γιατί, πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα, να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις!»·
- πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο πως, παρόλο που θέλουμε να μας συμβεί αυτό που μας λέει ο συνομιλητής μας, αυτό που επιθυμούμε, εντούτοις έχουμε την εντύπωση πως δε θα μας συμβεί: «θα πας φέτος διακοπές; -Πού τέτοιο πράγμα!», δηλ. αν και θέλω δε θα πάω. (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω θαύματα, πού τέτοια πράγματα, αγάπη θέλω μόνο, να με κοιτάς να λιώνω). Συνών. πού τέτοια τύχη(!)·
- πράγμα αβέβαιο, που δεν είναι σίγουρο αν πραγματοποιηθεί ή όχι, που είναι διφορούμενο: «περιμένω από μέρα σε μέρα την έγκριση του δανείου μου απ’ την τράπεζα αλλά προς το παρόν είναι πράγμα αβέβαιο»·
- πράγμα βέβαιο, που είναι σίγουρο, που θεωρείται ήδη τετελεσμένο: «μόλις πάρεις το δάνειο, πράγμα βέβαιο απ’ ότι έχω μάθει, θέλω να με διευκολύνεις μ’ ένα μικρό ποσό»·
- πράγμα που…, γεγονός, στοιχείο, απόδειξη που…: «θέλει να ’ρθει να σου μιλήσει, πράγμα που σημαίνει πως θέλει να μονοιάσετε || θέλει να ’ρθει επίσημα στο σπίτι σου, πράγμα που δείχνει πως ενδιαφέρεται σοβαρά για την κόρη σου»·
- πράγμα της δεκάρας, που δεν έχει καμιά αξία: «έχει μανία ν’ αγοράζει πράγματα της δεκάρας και να στολίζει το δωμάτιο του»·
- πράγματα που καίνε, υποθέσεις ή καταστάσεις που εντυπωσιάζουν αρνητικά, που ενοχοποιούν κάποιον ή επισύρουν εισαγγελική παρέμβαση: «αν ανοίξω το στόμα μου, θα πω για τον τάδε πράγματα που καίνε και δε θέλω να ’μαι εγώ αυτός που θα τον καταστρέψει»·
- πράμα για πέταμα, α. αντικείμενο όχι απαραίτητο: «απ’ τη στιγμή που τ’ αγόρασες και δεν ξέρεις πού να το βάλεις ή πώς να το χρησιμοποιήσεις, είναι πράμα για πέταμα». β. αντικείμενο άχρηστο από την πολυκαιρία ή μηχάνημα άχρηστο από βλάβη: «έχω πολλά πράματα για πέταμα κάτω στο υπόγειο || αυτό τ’ αυτοκίνητο το ’χω απ’ τις αρχές του 1970, πώς να μην είναι πράμα για πέταμα»·
- πράμα που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. συνηθέστ. χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, λ. χωριό·
- πράμα του πελάγου ή πράμα του πελάου, (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα, ιδίως ύφασμα κατώτερης ποιότητας, που υποτίθεται ότι το έφερε λαθραία ναυτικός και πωλείται σε λαϊκές γειτονιές ή σε λαϊκές αγορές από δήθεν ναυτικό ως εξαιρετικής ποιότητας και σε πολύ καλή τιμή: «έραψε ένα παντελόνι μ’ ένα ύφασμα, που αγόρασε από ’ναν ναυτικό, αλλά του πάσαρε πράμα του πελάγου, γιατί μέσα σε λίγο καιρό ξέφτισε»·
- πράματα και θάματα! α. μεγάλη ποικιλία αγαθών: «στην αγορά σήμερα υπήρχαν πράματα και θάματα!». β. αφάνταστα, απίστευτα γεγονότα ή απίθανα νέα: «στη ζωή του είδε πράματα και θάματα || ελάτε να σας πω πράματα και θάματα!»· βλ. και φρ. γίνονται πράματα και θάματα και κάνει πράματα και θάματα·
- πρόσωπα και πράγματα, βλ. λ. πρόσωπο·
- πρόχειρα πράγματα, δουλειά ή υπόθεση που αντιμετωπίστηκε με βιασύνη και προχειρότητα: «αν δω πρόχειρα πράγματα, θα ξανακάνετε τη δουλειά απ’ τη αρχή || τι πρόχειρα πράγματα είναι αυτά που μου παρουσιάζετε;»·
- προχωρημένα πράγματα! βλ. φρ. ανεβασμένα πράγματα(!)·
- πρώτο πράμα, α. (ιδίως για γυναίκες, αλλά για άντρες) που είναι όμορφη, ωραία, που έχει ιδιαίτερα  ανεπτυγμένες τις ιδιότητες του φύλου της: «γνώρισα μια γυναίκα πρώτο πράμα || ο φίλος σου είναι πρώτο πράμα». (Λαϊκό τραγούδι: γίνομ’ άντρας πρώτο πράμα με πιστόλι και με κάμα). Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. (για προϊόντα) που είναι πρώτης ποιότητας: «αγοράζω πάντα απ’ το τάδε μαγαζί, γιατί πουλάει πρώτο πράμα»·
- πώς είναι τα πράγματα; τι κατάσταση επικρατεί(;): «πώς είναι τα πράγματα στη νέα σου δουλειά; || πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι;»·
- πώς έχουν τα πράγματα; πώς έγινε, πώς διαδραματίστηκε κάτι(;): «για πες μου, πώς έχουν τα πράγματα κι έφτασαν στο σημείο να μαλώσουν;»· βλ. και φρ. πώς είναι τα πράγματα(;)·  
- πώς πάν’ τα πράγματα; α. έκφραση ενδιαφέροντος κάποιου για τη δουλειά και γενικά για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου: «ω, καιρό έχω να σε δω, πώς πάν’ τα πράγματα;». β. η έκφραση δείχνει και πολιτικό ενδιαφέρον·
- πώς (τα) βλέπεις τα πράγματα; ποια είναι η γνώμη σου, πώς κρίνεις, πώς εκτιμάς κάποια κατάσταση γενική, κοινωνική ή πολιτική(;): «πώς βλέπεις τα πράγματα με την επέκταση που έκανε ο τάδε στη δουλειά του; || πώς τα βλέπεις τα πράγματα με την παραίτηση του τάδε υπουργού;»·
- ρίχνει πράμα! α. (για πρόσωπα) τρώει πάρα πολύ: «ρίχνει πράμα, σου λέω, που μπορεί να φάει κι ένα βόδι στην καθισιά!». β. (για βροχή, χιόνι, όχι για χαλάζι, γιατί αυτό πέφτει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα) πέφτει πάρα πολύ δυνατά, πάρα πολύ πυκνά και σε διάρκεια: «δεν μπορείς να φύγεις τώρα, γιατί έξω ρίχνει πράμα!»·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, σε όλες τις εκδηλώσεις, σε όλες τις ενέργειες υπάρχει ένα επιτρεπτό, ένα ανεκτό σημείο, πέραν του οποίου γίνεται κατάχρηση δικαιώματος ή παρατηρείται παρεκτροπή: «σ’ είπαν να φας κι εσύ ξεκοιλιάστηκες, ρε παιδάκι μου. Σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο! || είπαμε να ’σαι αυστηρός, αλλά εσύ το παράκανες, γιατί πρέπει να ξέρεις πως σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο»·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σιάξανε τα πράγματα, ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες, τα προβλήματα, εξομαλύνθηκε η κατάσταση, ιδίως η οικονομική ή η πολιτική: «τώρα που σιάξανε τα πράγματα, θα πάρω κι εγώ την οικογένειά μου και θα πάω διακοπές || μόλις σιάξανε τα πράγματα στον τόπο μας, ήρθαν ένα σωρό τύποι απ’ το εξωτερικό κι άρχισαν να μας μοστράρουν για αντιστασιακοί»·
- σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! βλ. φρ. σπουδαίο πράγμα! (Τραγούδι: το καινούριο πράγμα είν’ άλλο πράγμα να σ’ αγκαλιάσει, να σ’ ανεβάσει μπορεί ρίχνουμε ένα κλάμα, σιγά το πράγμα παλιορεκλάμα ζωή)·
- σιχαμερά πράγματα, πράξεις ή λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που κάνεις! – τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που λες!»·
- σκάρτο πράγμα, εμπόρευμα άχρηστο, χωρίς καμιά αξία: «δε δίνω ούτε δραχμή, γιατί είναι σκάρτο πράγμα αυτό που θέλεις να μου πουλήσεις»·
- σκοτωμένα πράγματα, δηλώνει απραξία εμπορικών συναλλαγών και γενικά την αναδουλειά: «πως πας από δουλειά; -Σκοτωμένα πράγματα || είχατε χτες βράδυ δουλειά στο κλαμπ; -Σκοτωμένα πράγματα»· βλ. και φρ. πεθαμένα πράγματα·
- σκουραίνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, προβλέπεται δύσκολη, παρουσιάζονται εμπόδια που δυσχεραίνουν ή και αποκλείουν την ομαλή εξέλιξη: «μετά την ανοιχτή σύγκρουση της κυβέρνησης με τα εργατικά συνδικάτα, σκουραίνουν τα πράγματα || μετά το κλείσιμο των συνόρων με το γειτονικό κράτος, σκουραίνουν τα πράγματα»·
- σου είναι ένα πράμα! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι υπερβολικά επιτήδειο, παμπόνηρο ή φαύλο και δεν μπορεί κανένας να του έχει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε μην μπλέξεις μαζί του, γιατί σου είναι ένα πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι πράμα! ή με το Θεός να σε φυλάει·
- σπέσιαλ πράμα, α. εμπόρευμα ή αντικείμενο εξαιρετικό, ιδιαίτερα ξεχωριστό: «έφερα απ’ το εξωτερικό σπέσιαλ πράμα για τις γιορτές || αγόρασα ένα αυτοκίνητο σπέσιαλ πράμα». β. λέγεται και για όμορφη γυναίκα:  «γνώρισα μια γυναίκα σπέσιαλ πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα, λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και, σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι σπουδαίο πράγμα που είναι να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο! -Σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι δύσκολο πράγμα που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαίο το πράγμα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα(!)·  
- σπουδαίο πράγμα να…, είναι σημαντικό γεγονός να…: «σπουδαίο πράγμα να ’χει κανείς έναν πιστό φίλο στη ζωή του»·
- σπρώχνω τα πράγματα, πιέζω, προωθώ μια υπόθεση ή κατάσταση: «σπρώξε κι εσύ τα πράγματα να πάρω εκείνο το δάνειο απ’ την τράπεζα  όπου εργάζεσαι!»·
- στα πράματα! επιφώνημα που δηλώνει συναγερμό. Ίσως από την έκφραση των τσομπάνων που, όταν αντιλαμβάνονταν λύκους ή ζωοκλέφτες γύρω από το μαντρί, προέτρεπαν τους δικούς τους να πάνε κοντά στα πράματα (= πρόβατα, γίδια κ.λπ.) για να τα προφυλάξουν·
- στα πράματα, προτροπή για έναρξη εργασίας ή κάποιας ενέργειας: «άιντε παιδιά, αρκετά ξεκουραστήκαμε, μπρος στα πράματα». Συνών. στα όπλα·
- στενεύουν τα πράγματα, οι περιστάσεις, οι πολιτικές, κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες γίνονται όλο και περισσότερο δυσχερείς, πλησιάζουν σε επικίνδυνο σημείο ή περιορίζουν την ελευθερία των κινήσεων: «απ’ τη μέρα που άρχισε ο εμφύλιος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στενεύουν συνεχώς τα πράγματα για την πατρίδα μας || από τότε που έκανε και το τέταρτο παιδί, στένεψαν γι’ αυτόν τα πράγματα κι έχει χαθεί απ’ τα γλέντια μας»·
- στο πράμα μου! α. (για γυναίκες) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «στο πράμα μου αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει!». Πολύ συχνά παρατηρείται η ίδια χειρονομία με του άντρα, όταν λέει στ’ αρχίδια μου! ή στον πούτσο μου(!). β. ακούγεται και από άντρες·
- στρώνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία που είχε παρατηρηθεί πριν από καιρό, αρχίζει σταδιακά να εξομαλύνεται, να ξεπερνιέται, αρχίζουν να διαφαίνονται σημάδια καλυτέρευσης ή και επιτυχίας: «ευτυχώς, γιατί με το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης άρχισαν να στρώνουν τα πράγματα || τώρα που στρώνουν τα πράγματα, μπορούμε να κάνουμε εκείνη τη δουλειά που μου ’λεγες»·
- στρώνω τα πράγματα, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δε στρώσω πρώτα τα πράγματα, δεν μπορώ να φύγω για διακοπές»·
- συμβιβάζω τα πράγματα, συνδυάζω, συνταιριάζω δυο αντίθετες ιδιότητες που έχω: «πώς συμβιβάζεις τα πράγματα, απ’ τη μια να μας κάνεις τον κομμουνιστή κι απ’ την άλλη να ’σαι τοκογλύφος;»·
- συνηθισμένα πράγματα, λόγος ή υπόθεση χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «είπατε κάτι ενδιαφέρον όσο έλειπα; -Μπα, τα ίδια και τα ίδια, συνηθισμένα πράγματα || έγινε κάτι σπουδαίο εκεί και μαζεύτηκε τόσος κόσμος; -Συνηθισμένα πράγματα, τράκαραν δυο αυτοκίνητα»·
- σφίγγουν τα πράγματα, βλ. φρ. στενεύουν τα πράγματα·
- τα βλέπω σκούρα τα πράγματα, α. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα υπάρξουν δυσκολίες ή αντίξοες κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές καταστάσεις: «με την αστάθεια που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα». β. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα περάσω δύσκολη οικονομική κατάσταση ή πως θα έχω σοβαρό πρόβλημα με την υγεία μου, γενικά πως θα αντιμετωπίσω δυσκολία ή αποτυχία σε μια επιδίωξή μου: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα || μετά την εξέταση που μου ’κανε ο γιατρός, τα βλέπει σκούρα τα πράγματα με τα πνευμόνια μου»·
- τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα ζόρικα, λ. ζόρικος·
- τα βρήκα σκούρα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα σκούρα, λ. σκούρος·
- τα βρήκα στενά τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα στενά, λ. στενός·
- τα βρήκε έτοιμα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα έτοιμα, λ. έτοιμος·
- τα βρήκε στρωμένα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα στρωμένα, λ. στρωμένος·
- τα δημόσια πράγματα, η δημόσια ζωή και γενικά η πολιτική, οι υποθέσεις του κράτους: «από μικρός έδειχνε ενδιαφέρον για τα δημόσια πράγματα, γι’ αυτό δεν εκπλήσσομαι που εκλέχτηκε βουλευτής στο νομό του || τα δημόσια πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα, επικρατεί ενδιάμεση κατάσταση, είναι και φορές που δεν μπορεί κανείς να εκφέρει με σιγουριά μια γνώμη: «στην πολιτική τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής εξελίσσεται πολύ άσχημα: «μετά την τελευταία υποτίμηση της δραχμής, τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής επιδεινώνεται συνεχώς: «με τέτοιους πολιτικούς που έχουμε, τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο στον τόπο μας || οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους, γιατί τα πράγματα για τον ασθενή πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο»·
- τα πράγματα φωνάζουν από μόνα τους, λέγεται για κάτι για το οποίο δε χρειάζεται κανείς να προσπαθήσει να αποδείξει, που είναι ολοφάνερο, αυταπόδεικτο. Συνών. φωνάζει από μόνο του·
- τελειωμένα πράγματα, α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε σε κάποιον πως η υπόθεσή του περατώθηκε με επιτυχία ή θα περατωθεί σίγουρα με επιτυχία και για το λόγο αυτό, δεν πρέπει να τον απασχολεί ή να τον στεναχωρεί άλλο: «μόλις θα ’ρθει ο διευθυντής, θα τον βάλω να υπογράψει το συμβόλαιο, τελειωμένα πράγματα». β. έκφραση με την οποία δεν επιδεχόμαστε αμφισβήτηση ή άρνηση σε αυτό που λέμε ή προστάζουμε: «όταν σου λέω κάτι, θέλω να το πιστεύεις, τελειωμένα πράγματα || η δουλειά θα γίνει έτσι όπως σας λέω εγώ, τελειωμένα πράγματα». γ. έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε ρητά σε κάποιον ή κάποιους πως θα ενεργήσουμε με τον τρόπο που εμείς κρίνουμε σκόπιμο: «όποιος κάνει κοπάνα, θα παίρνει δρόμο απ’ τη δουλειά, τελειωμένα πράγματα»·
- τέλειωσε το πράγμα, βλ. φρ. κρίθηκε το πράγμα·
- τεφαρίκι πράμα, βλ. λ. τεφαρίκι·
- τζάμπα πράμα! έκφραση με την οποία κάποιος πλανόδιος μικρέμπορος ή κάποιος έμπορος λαϊκής αγοράς διαλαλεί την πραμάτεια του, και σημαίνει ότι πουλάει πάρα πολύ φτηνά: «πάρ’ τε κόσμε, τζάμπα πράμα!»·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου) το πράμα (ενν. γαμώ), απευθύνεται ως μεγάλη βρισιά·
- τι πράγμα! έκφραση έκπληξης για κάτι που μας λένε, ιδίως για κάτι που μας ζητάνε και που δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε, γιατί δεν το περιμέναμε: «μπορείς να μου δανείσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα; -Τι πράγμα!»·
- τι πράγμα θέλεις; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου εδώ; τι επιθυμείς(;): «τι πράγμα θέλεις και μου χτυπάς νυχτιάτικα την πόρτα;»·
- τι πράγμα μου λες τώρα; α. έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι δυσάρεστο που μας ανακοινώνει κάποιος ξαφνικά: «βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σου ανακοινώσω ότι πέθανε ο τάδε. -Τι πράγμα μου λες τώρα;». β. έκφραση έκπληξης, χαράς ή ενθουσιασμού για κάτι απίθανο που μας ανακοινώνει κάποιος αναπάντεχα: «αποφάσισα να σε πάρω μαζί μου στο ταξίδι που θα κάνω στο εξωτερικό κι όλα τα έξοδά σου θα ’ναι πληρωμένα. -Τι πράγμα μου λες τώρα;»·
- τι πράγματα είν’ αυτά; έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για τις άστοχες ενέργειες ή την κακή συμπεριφορά κάποιου: «σου είπα χίλιες φορές να καθίσεις φρόνιμα και να μην κάνεις θόρυβο, τι πράγματα είν’ αυτά! || τι πράγματα είν’ αυτά! Πώς αντιμιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο σε γέρο άνθρωπο;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν ντρέπεσαι λιγάκι(;). Συνών. τι καμώματα είν’ αυτά(;)·
- τι πράμα είν’ αυτός! ή τι πράμα είν’ ετούτος! ή τι πράμα είναι τούτος! έκφραση απορίας ή αγανάκτησης για άτομο που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέμε ή του ζητάμε, που γενικά κρατάει περίεργη στάση: «στο ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω αυτό, αλλά το άλλο. Τι πράμα είναι τούτος!». Πολλές φορές, αυτός που μιλάει, στρέφει το πρόσωπό του προς κάποιον φανταστικό ακροατή που υποτίθεται πως παρακολουθεί τη σκηνή, σαν να θέλει να του δώσει δίκιο·
- τι σόι πράγματα είν’ αυτά; βλ. φρ. τι πράγματα είν’ αυτά(;)·
- τι σόι πράμα είναι, βλ. λ. σόι·
- τίμια πράγματα! βλ. λ. τίμιος·
- το αστείο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. αστείος·
- το γελοίο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. γελοίος·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί το καλό το πράγμα αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- το πράγμα έχει ως εξής, βλ. φρ. άκου πως έχει το πράγμα·
- το πράγμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. θέλει συζήτηση το πράγμα·
- το πράγμα μιλάει από μόνο του ή το πράγμα μιλάει μόνο του, είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο εξόφθαλμο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά εξήγηση: «δε χρειάζεται να σας πω περισσότερα, γιατί το πράγμα μιλάει μόνο του πώς ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο»·
- το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό το πράγμα·
- το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- το πράμα είναι να..., η ουσία, το σημαντικό σημείο μιας υπόθεσης, το φλέγον ζήτημα είναι να…: «το πράμα είναι να καταφέρω τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά»·
- του ρίχνω πράμα, τον κατσαδιάζω έντονα, τον βρίζω, τον καθυβρίζω: «επειδή συνηθίζει ν’ αργεί το πρωί στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’ριξε πράμα, που ακούστηκε σ’ όλο το εργοστάσιο»·
- τους στρώνω τα πράγματα, βλ. συνηθέστ. τους συμβιβάζω τα πράγματα·
- τους συμβιβάζω τα πράγματα, α. διευθετώ παλιά έχθρα τους, τους κάνω να μονιάσουν: «δεν μπορούσα να βλέπω άλλο δυο αδέρφια μαλωμένα για ηλίθιο λόγο, γι’ αυτό τους συμβίβασα τα πράγματα». β. (για ερωτικά ζευγάρια ή για παντρεμένους) διαμεσολαβώ και κατορθώνω να τους κάνω να μονοιάσουν: «ήταν άδικο να χωρίσουν για ένα πείσμα, γι’ αυτό επενέβην και τους συμβίβασα τα πράγματα»·
- τρελά πράγματα, απίθανες, περίεργες καταστάσεις: «τι τρελά πράγματα είναι αυτά που κάνεις; || έχω μάθει να μην υπόσχομαι τρελά πράγματα, αλλά μόνο ό,τι μπορώ να πραγματοποιήσω»·
- φουσκώνω τα πράγματα, βλ. φρ. παραφουσκώνω τα πράγματα·
- χαζά πράγματα! καθετί ανόητο, φαιδρό, ανάξιο λόγου για να απασχολήσει κάποιον: «δεν ασχολούμαι με χαζά πράγματα!»·
- χαρά στο πράγμα! ή χαρά το πράγμα! βλ. λ. χαρά·
- χρειάζεται (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- χρειάζεται (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- ψόφια πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δε συμβαίνει ή δε συνέβη κάτι ενδιαφέρον, ευχάριστο ή σημαντικό: «τι γίνεται στο μπαράκι μας; -Ψόφια πράγματα || περάσατε καλά στην εκδρομή; -Ψόφια πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- ωραίο πράμα! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα: «την ξέρεις την αδερφή του τάδε; -Ωραίο πράμα!»·
- ωρίμασε το πράγμα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση έφτασε πια στο σημείο, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει κάποιος με ελπίδες επιτυχίας: «νομίζω πως μπορούμε να ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά, γιατί, απ’ τη στιγμή που μας υποστηρίζει και η τράπεζα, ωρίμασε το πράγμα». β. υπάρχει η εντύπωση πως έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες ή προϋποθέσεις για να τακτοποιηθεί, να διευθετηθεί μια υπόθεση ή μια κατάσταση που ήταν σε εκκρεμότητα: «με αφορμή το θάνατο του πατέρα τους νομίζω πως ωρίμασε το πράγμα να μονοιάσουν τα δυο αδέρφια».

πράξη

πράξη, η, ουσ. [<αρχ. πρᾶξις], η πράξη. 1. η εμπορική συναλλαγή: «σήμερα δεν έγινε ούτε μια πράξη στο μαγαζί κι όπως πήγα έτσι έφυγα». 2. η συνουσία: «δε μ’ ενδιαφέρει αν τη φίλησες, μ’ ενδιαφέρει να μου πεις αν έγινε η πράξη». 3. η δράση, το έργο (σε αντιδιαστολή με τη θεωρία ή τα λόγια): «προεκλογικά όλοι υπόσχονται χίλια δυο κι όταν τελειώσουν οι εκλογές, πράξη μηδέν απ’ όσα υποσχέθηκαν». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άτιμη πράξη, ενέργεια ανέντιμη, δόλια: «αυτό που του ’κανες του ανθρώπου ήταν άτιμη πράξη»·
- έρχομαι στην πράξη, αρχίζω την πρακτική εφαρμογή, την εκτέλεση μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «πρώτα επεξεργάζομαι πολύ προσεκτικά μια δουλειά κι έπειτα έρχομαι στην πράξη»·
- θα το δείξει η πράξη, βλ. φρ. θα φανεί στην πράξη·
- θα φανεί στην πράξη (κάτι), θα αποδειχτεί κάτι στην πρακτική εφαρμογή, κατά την εκτέλεσή του: «λες ότι είναι εύκολη αυτή η δουλειά, αλλά θα φανεί στην πράξη αν έχεις δίκιο»·
- κακή πράξη, ενέργεια αντίθετη με τη χριστιανική διδασκαλία: «οι κακές πράξεις οδηγούν τον άνθρωπο μακριά απ’ το Θεό»·
- καλή πράξη, ενέργεια σύμφωνη με τη χριστιανική διδασκαλία, η αγαθοεργία: «απ’ το κατηχητικό μας είπαν να κάνουμε κάθε μέρα μια καλή πράξη»·
- κάνω πράξη, κάνω εμπορική συναλλαγή, συναλλάσσομαι εμπορικά: «να ’σαι ευχαριστημένος που έκανες και δυο πράξεις στο μαγαζί σου, γιατί άλλοι δεν έκαναν καμιά»·
- κάνω τα λόγια πράξη, βλ. λ. λόγος·
- μπήκε σε πράξη (κάτι), άρχισε να εφαρμόζεται, εφαρμόστηκε κάτι: «μόνο όταν μπήκε σε πράξη το έργο, φάνηκαν οι πραγματικές δυσκολίες του»·  
- στην πράξη, σε πρακτική εφαρμογή: «έτσι όπως μου τα λες, είναι όλα όμορφα κι ωραία, να δούμε όμως τι δυσκολίες θα συναντήσουμε στην πράξη»·
- της την έκανα την πράξη, της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «στην αρχή μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά, όταν μπήκε στην γκαρσονιέρα μου, της την έκανα την πράξη και το φχαριστήθηκε»·
- το βάζω σε πράξη, αρχίζω να το εκτελώ, να το εφαρμόζω: «πρώτα μελετώ καλά κάτι κι έπειτα το βάζω σε πράξη»·
- το κάνω πράξη, τηρώ, πραγματοποιώ, εφαρμόζω αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αυτός ο άνθρωπος δε μένει στα λόγια, γιατί, ό,τι λέει, το κάνει πράξη»·
- τον έπιασαν πάνω στην πράξη ή πιάστηκε πάνω στην πράξη, τον συνέλαβαν κατά τη στιγμή της εκτέλεσης του αδικήματος, τον συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω: «μπήκε κρυφά στο γραφείο και, τη στιγμή που άνοιγε το ταμείο, τον έπιασαν πάνω στην πράξη»·
- τους έπιασαν πάνω στην πράξη ή πιάστηκαν πάνω στην πράξη, (για ζευγάρια, ιδίως παράνομα) τους συνέλαβαν τη στιγμή που συνουσιάζονταν: «ο άντρας ήξερε πως η γυναίκα του ήταν στην γκαρσονιέρα του γκόμενου, γι’ αυτό πήρε δυο φίλους του και πήγαν και τους έπιασαν πάνω στην πράξη»·
- τους τσάκωσαν πάνω στην πράξη, (για ζευγάρια, ιδίως παράνομα) βλ. φρ. τους έπιασαν πάνω στην πράξη·
- φτάνω στην πράξη, βλ. φρ. έρχομαι στην πράξη.

πρόθεση

πρόθεση, η, ουσ. [<αρχ. πρόθεσις], η πρόθεση. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- από πρόθεση, βλ. φρ. με πρόθεση·
- (δε) γνωρίζω τις προθέσεις του, (δε) γνωρίζω τις διαθέσεις του, τους σκοπούς του, τους στόχους του: «ήρθε απρόσκλητος στο πάρτι και δε γνωρίζω τις προθέσεις του || αφήστε να του μιλήσω εγώ, που γνωρίζω τις προθέσεις του»·
- (δεν) είναι πρόθεσή μου να… ή (δεν) είναι στην πρόθεσή μου να…, βλ. φρ. (δεν) έχω πρόθεση να(…)·
- (δεν) έχω πρόθεση να… ή (δεν) έχω την πρόθεση να…, (δεν) προτίθεμαι, (δε) σκοπεύω: «δεν έχω πρόθεση να σ’ ενοχλήσω || έχω την πρόθεση να συμβιβαστούμε». Στη θετική εκφορά της φρ. μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί πολλές φορές το την καλή ή το όλη την καλή: «έχω όλη την καλή πρόθεση να συμβιβαστούμε»·
- (δεν) ξέρω τις προθέσεις του, βλ. φρ. (δε) γνωρίζω τις προθέσεις του·
- εκ προθέσεως, βλ. φρ. με πρόθεση·
- έχει άγρια πρόθεση ή έχει άγριες προθέσεις, έχει μεγάλη διάθεση, μεγάλη όρεξη να ξεφαντώσει στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως: «κάθε φορά που έχει άγριες προθέσεις, στη νυχτερινή του διασκέδαση πληρώνει τα μαλλιοκέφαλά του»· βλ. και φρ. έχει κακή πρόθεση·
- έχει άσχημη πρόθεση ή έχει άσχημες προθέσεις, βλ. φρ. έχει κακή πρόθεση·
- έχει κακή πρόθεση ή έχει κακές προθέσεις, έχει την πρόθεση να κάνει φασαρία ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «ξαναθυμήθηκε εκείνες τις διαφορές που είχατε παλιά, γι’ αυτό εξαφανίσου για λίγο καιρό να μη σε συναντήσει, γιατί έχει κακές προθέσεις»· βλ. και φρ. έχει άγρια πρόθεση·
- έχω αγαθή πρόθεση ή έχω αγαθές προθέσεις, βλ. φρ. έχω σοβαρή πρόθεση·
- έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. φρ. έχω σοβαρή πρόθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση να…, διάκειμαι πολύ ευνοϊκά προς κάποιον ή για κάποια υπόθεση και είμαι έτοιμος να κουβεντιάσω για να βρεθεί κάποια λύση: «αν θα είσαι εντάξει στις υποχρεώσεις σου, έχω όλη την καλή πρόθεση να σε βοηθήσω || έχω όλη την καλή πρόθεση να κουβεντιάσουμε το πρόβλημά σου, για να βρούμε μια ικανοποιητική λύση»·
- έχω σοβαρή πρόθεση ή έχω σοβαρές προθέσεις, προτίθεμαι να δώσω αίσιο τέλος σε ένα ερωτικό μου δεσμό, προτίθεμαι να παντρευτώ τη γυναίκα με την οποία έχω ερωτικό δεσμό: «κύριε τάδε, θέλω να κουβεντιάσουμε για την κόρη σας, γιατί έχω σοβαρές προθέσεις»·
- ήρθα μ’ αγαθή πρόθεση ή ήρθα μ’ αγαθές προθέσεις, βλ. φρ. ήρθα με καλή πρόθεση·
- ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, ήρθα με σκοπό να ξεκαθαρίσω με πολιτισμένο, με συμβιβαστικό τρόπο κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «επειδή δεν υπάρχει λόγος να φιλονικούμε, ήρθα με καλές προθέσεις για να λύσουμε κάθε διαφορά μας»·
- ήρθε μ’ άγρια πρόθεση ή ήρθε μ’ άγριες προθέσεις, βλ. φρ. ήρθε με κακή πρόθεση·
- ήρθε μ’ άσχημη πρόθεση ή ήρθε μ’ άσχημες προθέσεις, βλ. φρ. ήρθε με κακή πρόθεση·
- ήρθε με κακή πρόθεση ή ήρθε με κακές προθέσεις, ήρθε με την πρόθεση να κάνει φασαρία ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «αν δεις τον τάδε, πες του να μην πάει στο μπαράκι, γιατί ήρθε με κακές προθέσεις ο αδερφός της γκόμενάς του»·
- ήρθε με καλή πρόθεση ή ήρθε με καλές προθέσεις, ήρθα καλοπροαίρετα: «τον δεχτήκαμε με χαρά, γιατί ήρθε με καλές προθέσεις για να τα βρούμε»·
- με πρόθεση να… ή με την πρόθεση να…, επίτηδες, σκόπιμα: «όλα όσα είπε, τα είπε με πρόθεση να σε στενοχωρήσει || έφυγε με την πρόθεση να σε προσβάλει».

ρόλος

ρόλος, ο, ουσ. [<γαλλ. role], ο ρόλος. 1. πρόσωπο θεατρικού, κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου που υποδύεται ο ηθοποιός: «έχει ειδικευτεί στο ρόλο του σκληρού». 2. η συμβολή κάποιου σε κάποιο έργο ή στη διαμόρφωση κάποιας κατάστασης, η συμμετοχή κάποιου σε κάποια ενέργεια: «ο ρόλος του υπήρξε σημαντικός στο κλείσιμο της συμφωνίας». (Τραγούδι: στην ιστορία μας ο φίλος αυτός είχε παίξει έναν ρόλο τελευταίο κι όπως μας κοίταζε στα μάτια σκυφτός, μ’ έκανε αγάπη μου αδιάκοπα να κλαίω). Υποκορ.  ρολάκος, ο και ρολάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- δεν ξέρω τι ρόλο παίζει, α. δεν ξέρω με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, δεν ξέρω ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση: «φαίνεται δραστήριος άνθρωπος, ρε παιδιά, αλλά δεν ξέρω τι ρόλο παίζει». β. δεν ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «είναι συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ρόλο παίζει». Συνών. δεν ξέρω τι βιολί βαράει / δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει / δεν ξέρω τι ώρες κάνει·
- δεν παίζει (κανένα) ρόλο, α. δεν έχει (καμιά) σημασία: «αυτό που λες, δεν παίζει κανέναν ρόλο με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε». β. δεν έχει (καμιά) δυνατότητα να μας βοηθήσει στη συγκεκριμένη υπόθεση που κουβεντιάζουμε, γιατί δεν έχει καμιά δικαιοδοσία: «αν θέλεις να προσληφθείς στη δουλειά μην απευθυνθείς σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν παίζει κανένα ρόλο στις προσλήψεις»·
- δεύτερος ρόλος, ο μετά τον πρωταγωνιστικό κυριότερος ρόλος σε κάποια θεατρική παράσταση ή σε κάποιο κινηματογραφικό έργο: «ο τάδε ηθοποιός ενσάρκωσε πολλούς δεύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο, όπου και διέπρεψε»· 
- εγώ τι ρόλο παίζω! έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας από άτομο που, ενώ έχει υπό τη δικαιοδοσία του κάποιον ορισμένο κύκλο εργασιών, παραγκωνίζεται συστηματικά και όλοι αναφέρονται σε κάποιο άλλο άτομο: «καλά, ρε παιδιά, εγώ τι ρόλο παίζω σ’ αυτό το εργοστάσιο κι όλοι ζητάτε άδεια απ’ τον τάδε!». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω! / εγώ τι καπνό φουμάρω! / εγώ τι ώρες κάνω(!)·
- εγώ τι ρόλο παίζω; ποια είναι η θέση μου, το πόστο μου, η ουσιαστική μου συμμετοχή, η ουσιαστική μου συμβολή στη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση(;): «ο ένας ανέλαβε τη διεύθυνση προσωπικού, ο άλλος ανέλαβε τις δημόσιες σχέσεις κι ο άλλος ανέλαβε τη διακίνηση των εμπορευμάτων. Εγώ τι ρόλο παίζω;». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω; / εγώ τι καπνό φουμάρω; / εγώ τι ώρες κάνω(;)·
- έχω σπουδαίο ρόλο, βλ. φρ. παίζω σπουδαίο ρόλο·
- έχω τον πρώτο ρόλο, βλ. φρ. παίζω τον πρώτο ρόλο·
- κάποιο ρόλο παίζουμε κι εμείς, σε κάτι συμβάλλουμε και εμείς, έχουμε και εμείς κάποια συμμετοχή στη δουλειά ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μπορεί να μην είμαι απ’ τους μεγαλομετόχους αυτής της επιχείρησης, αλλά κάποιο ρόλο παίζουμε κι εμείς». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το όλο και. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κι εμείς τι ρόλο παίζουμε! γιατί δεν υπολογίζεις στην παρουσία μας, στην ύπαρξή μας, στη δυνατότητα ή στην ικανότητά μας να πραγματοποιήσουμε κάτι ή να βοηθήσουμε σε κάτι που έχεις ανάγκη: «αν δε βρω αυτά τα λεφτά μέχρι το τέλος της βδομάδας, χάθηκα. -Κι εμείς τι ρόλο παίζουμε! || δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητό μου και δεν ξέρω τι έχει. -Κι εμείς τι ρόλο παίζουμε!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. κι εμείς τι βιολί βαράμε! / κι εμείς τι καπνό φουμάρουμε! / κι εμείς τι ώρες κάνουμε(!)·
- μπήκε στο πετσί του ρόλου του, βλ. λ. πετσί·
- ξέρει καλά το ρόλο του, είναι καλά κατατοπισμένος, δασκαλεμένος για το τι πρέπει να πει και ποια στάση να κρατήσει σε μια υπόθεση: «όσο για τον τάδε μάρτυρα, μείνει ήσυχος, γιατί ξέρει καλά το ρόλο του»·
- παίζει διπλό ρόλο, βλ. συνηθέστ. παίζει ρόλο διπρόσωπο·
- παίζει ρόλο, έχει σημασία: «αν θέλεις να πετύχεις από κάποιον κάτι, παίζει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο θα του το ζητήσεις»·
- παίζει ρόλο διπρόσωπο, είναι ανειλικρινής, είναι υποκριτής: «πρόσεχε τον άνθρωπο με τον οποίο κάνεις παρέα, γιατί παίζει ρόλο διπρόσωπο κι όσο είσαι μπροστά του, σε τιμά και σε υπολογίζει, μόλις όμως κάνεις πως φεύγεις, αρχίζει τις κατηγόριες». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε τώρα την καρδιά σου σε άλλο πρόσωπο και μαζί μου τώρα παίξε ρόλο διπρόσωπο
- παίζει το ρόλο του φούρναρη, βλ. λ. φούρναρης·
- παίζω ρόλο, παίρνω μέρος με κάποιο τρόπο σε κάποια υπόθεση, μετέχω, συμμετέχω: «στην κυβέρνηση όλοι παίζουν ρόλο, όταν πρόκειται να παρθούν σπουδαίες αποφάσεις»·
- παίζω σπουδαίο ρόλο, η συμμετοχή μου, η συμβολή μου σε μια δουλειά ή υπόθεση είναι πολύ ουσιαστική, πολύ σημαντική: «ένας απ’ αυτούς που παίζουν σπουδαίο ρόλο σ’ αυτή την επιχείρηση είναι κι ο τάδε»·
- παίζω το ρόλο μου, α. μετέχω, συμμετέχω σε κάποια συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο: «μα και βέβαια τους είμαι απαραίτητος, γιατί κι εγώ παίζω το ρόλο μου σ’ αυτό το εργοστάσιο». β. συμβάλλω με τις ενέργειές μου στη διαμόρφωση κάποιας κατάστασης: «έπαιξα κι εγώ το ρόλο μου στη συμφιλίωση των δυο αδερφών»·
- παίζω τον πρώτο ρόλο, έχω πρωταρχική συμβολή στη λήψη μιας απόφασης ή στη διαμόρφωση κάποιας κατάστασης: «ο τάδε έπαιξε τον πρώτο ρόλο στη διαμόρφωση της νέας πολιτικής γραμμής της κυβέρνησης»·
- παράσταση για ένα ρόλο, βλ. λ. παράσταση·
- πρώτος ρόλος, ο πρωταγωνιστικός ρόλος σε κάποια θεατρική παράσταση ή σε κάποιο κινηματογραφικό έργο: «ο Μινωτής διακρίθηκε παίζοντας πρώτους ρόλους στην αρχαία ελληνική τραγωδία»·
- τι ρόλο παίζει! δεν έχει καμιά σημασία: «αυτό που μπορώ να σου δώσω είναι τριακόσια ευρώ. -Τι ρόλο παίζει! Εγώ χρειάζομαι τρεις χιλιάδες»·
- τι ρόλο παίζει; α. με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση(;): «έχει την τσέπη του πάντα γεμάτη, αλλά τι ρόλο παίζει, μπορεί να μου πει κανείς;». β. τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του(;): «να τον βάλουμε στην παρέα μας, δε λέω, αλλά τι ρόλο παίζει;». Συνών. πώς μετράει; / τι βιολί βαράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ώρες κάνει;

σαπούνι

σαπούνι, το, ουσ. [<μσν. σαπούνιν <μτγν. σαπώνιον, υποκορ. του μτγν. σάπων <λατιν. sapo], το σαπούνι·
- Εβραίοι, γουρούνια, θα γίνεται σαπούνια, βλ. λ. Εβραίος·
- είναι για σκοινί και σαπούνι, βλ. λ. σκοινί·
- σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- το καλύτερο σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι ή το πιο καλό σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι, ειρωνικό, κοροϊδευτικό ή απειλητικό πείραγμα σε οπαδούς του κομμουνισμού από αντικομμουνιστές. Αναφορά στα ναζιστικά στρατόπεδα, όπου εκτυλίχθηκε η γενοκτονία των Εβραίων. Πρβλ.: στο Νταχάου τα πηγαίναν και τα κάνανε σαπούνι και τα πιάτα τους επλέναν, όταν τρώγανε οι Ούνοι (Λαϊκό τραγούδι)· 
- τον αράπη κι αν λευκαίνεις, το σαπούνι σου το χάνεις, βλ. λ. αράπης·
- τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς ή τον αράπη σαν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, βλ. λ. αράπης.

σαράντα

σαράντα, άκλ. απόλ. αριθμητ. [<μσν. σαράντα <σαράκοντα <αρχ. τεσσαράκοντα, με αποκοπή της συλλαβής τε- που εκλαμβανόταν ως τες σαράκοντα, δηλ. ως θηλ. άρθρο αιτιατ. πλ., και με αποκοπή της συλλαβής -κο-], σαράντα. 1. το 40ό έτος της ηλικίας:  (Τραγούδι: τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα, τι θα πει αν είναι λίγα ή πολλά, η καρδιά έχει στον άνθρωπο αξία και κερδίζει αυτός που ξέρει ν’ αγαπά). 2. ως άκλ. ουσ. το Σαράντα, το έπος του 1940 στα βουνά της Αλβανίας: «οι μαχητές του Σαράντα δόξασαν την Ελλάδα». 3. ως άκλ. ουσ. τα σαράντα, το μνημόσυνο που γίνεται σαράντα μέρες μετά την κηδεία: «την Κυριακή έχουμε τα σαράντα του πατέρα μου»·
- και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει, βλ. λ.μυρμήγκι·
- καλά σαράντα!  α. ευχή σε λεχώνα να σαραντίσει (βλ. λ.). β. λέγεται σε περιπτώσεις που είναι προδιαγεγραμμένη η αποτυχία ενός εγχειρήματος, ιδίως λόγω αργοπορίας: «μέχρι ν’ αποφασίσει να μου δώσει αυτός τα δανεικά, καλά σαράντα, γιατί θα ’χω ήδη χρεοκοπήσει!»·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. κώλος·
- με πιάνει σαράντα πυρετός, βλ. λ. πυρετός·
- πατώ τα σαράντα, γίνομαι σαράντα χρονών. (Τραγούδι: σαν πατήσεις κάποια μέρα τα σαράντα,στης ζωής το περιθώριο να μη μπεις, μη σε νοιάζει και θα είσαι νέος πάντα και πως γέρασες ποτέ σου να μην πεις
- πέρασα απ’ τα σαράντα κύματα, βλ. λ. κύμα·
- σαράντα χρόνια φούρναρης, βλ. λ. φούρναρης·
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι.

σεφτές

σεφτές, ο, ουσ. [<τουρκ. siftah], τα χρήματα που εισπράττονται από την πρώτη πώληση της ημέρας σε μαγαζί: «απ’ το πρωί είμαι χωρίς σεφτέ»·
- έχω καλό σεφτέ, τα χρήματά μου, φέρνουν γούρι στο μαγαζί, όπου πάω και αγοράζω πρώτος: «όλοι στην αγορά με θέλουν πρωί πρωί στο μαγαζί τους, γιατί έχω καλό σεφτέ»·
- κάνω σεφτέ, α. κάνω την πρώτη πώληση της ημέρας και εισπράττω από αυτήν τα πρώτα χρήματα ή είμαι ο πρώτος αγοραστής, αυτός που δίνει τα πρώτα χρήματα στο μαγαζί αγοράζοντας κάτι: «ακόμα δεν άνοιξα το μαγαζί μου κι έκανα σεφτέ || αφού μου ’κανε σεφτέ αυτός ο γρουσούζης, πώς να πάει καλά η μέρα μου! || πήγε έντεκα η ώρα και δεν έκανα ακόμα σεφτέ». (Λαϊκό τραγούδι: κι εκεί που κάνω σεφτέ,το σκάω μάνι μάνι· σύρμα! -φωνάζουν τα παιδιά- έρχονται πολιτσμάνοι!). Συνήθως, οι παλιότεροι, τα πρώτα αυτά χρήματα από την πρώτη πώληση της ημέρας τα έτριβαν συμβολικά πάνω στα γένια τους, για να πολλαπλασιαστούν και να γίνουν όσα ήταν και τα γένια τους. β. αρχίζω να εκτελώ κάποιο έργο: «σήμερα κάναμε σεφτέ στην οικοδομή με τα θεμέλια που ανοίξαμε».

στέριωμα

στέριωμα, το, ουσ. [<στεριώνω], η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στεριώνω·
- καλό στέριωμα! α. ευχή σε νιόπαντρο ζευγάρι για σταθερή, για μόνιμη και αδιατάρακτη συμβίωση. β. ευχή σε πρωτοδιοριζόμενο ή σε νεοδιοριζόμενο σε κάποια θέση εργασίας, ιδίως του δημοσίου, για μόνιμη σταθεροποίησή του.

στιγμή

στιγμή, η, ουσ. [<αρχ. στιγμή], η στιγμή· ελάχιστο χρονικό διάστημα· ως επίρρ., καθόλου: «μόλις μπήκε μέσα η τάδε, δεν πήρε στιγμή το βλέμμα του από πάνω της». Υποκορ. στιγμούλα, η. (Ακολουθούν 61 φρ.)·
- ανάθεμα τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: «είναι τύπος που αλλάζει γνώμη απ’ τη μια στιγμή στην άλλη || απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έγινε πλούσιος, γιατί κέρδισε στο τζόκερ»·
- απ’ τη στιγμή που…, αφού, εφόσον, αν: «απ’ τη στιγμή που δε θα πας εσύ, δε θα πάω κι εγώ»·
- απ’ την πρώτη στιγμή, αμέσως, ευθύς: «απ’ την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως δεν ήταν σόι άνθρωπος»·
- από στιγμή σε στιγμή, συντομότατα, εντός ολίγου, όπου να’ ναι, χωρίς να γνωρίζουμε όμως πότε ακριβώς: «θα φανεί από στιγμή σε στιγμή»·
- βλαστήμησα τη στιγμή που…, βλ. φρ. βλαστήμησα την ώρα που…, λ. ώρα·
- βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- για μια στιγμή, στιγμιαία: «για μια στιγμή μου φάνηκε πως τον είδα να περνάει απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο»·
- δε χάνω στιγμή, ενεργώ, κινούμαι, δρω αμέσως: «μόλις μου τυχαίνει κάποια καλή ευκαιρία, δε χάνω στιγμή και την εκμεταλλεύομαι»·
- δεν είναι της στιγμής (κάτι), δηλώνει άκαιρη επέμβαση: «με συγχωρείτε που σας διακόπτω, αλλά τι ώρα θα φάμε; -Δεν είναι τη στιγμής, δε βλέπεις που δεν τελείωσε ακόμα η μετακόμισή μας!»·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- δεν κάθεται στιγμή σε ησυχία, βλ. λ. ησυχία·
- είναι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι στιγμές που…, βλ. φρ. έρχονται στιγμές που(…)·
- έρχονται στιγμές που…, λέγεται για κάτι που συμβαίνει κατά αραιά χρονικά διαστήματα: «έρχονται στιγμές, που αναπολώ τ’ ανέμελα παιδικά μου χρόνια || έρχονται στιγμές που μετανιώνω που τον βοήθησα». (Λαϊκό τραγούδι: έρχονται στιγμές που ακόμα σ’ αγαπώ, έρχονται στιγμές που ακόμα σε ποθώ
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, είναι άλλοτε καλός και άλλοτε κακός: «σαν όλους τους ανθρώπους, έτσι κι αυτός, έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του»·    
- ζω τρομερές στιγμές, περνώ πολύ δύσκολη ή πολύ ευχάριστη περίοδο: «μετά το θάνατο του πατέρα μου, ζω τρομερές στιγμές, γιατί ακόμα δεν μπόρεσα να το ξεπεράσω || πήγα με την τάδε στο νησί και ζήσαμε τρομερές στιγμές»·
- η κακιά στιγμή, βλ. φρ. η κακιά ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: έφτασε η κακιά στιγμή,για πάντα να σωπάσω, μα πριν ν’ αφήσω τη ζωή, μπουζούκι θα σε σπάσω
- ήρθε η ώρα κι η στιγμή, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε σ’ άσχημη στιγμή, με επισκέφθηκε σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση: «ήρθε να μου ζητήσει να τον βοηθήσω, αλλά ήρθε σ’ άσχημη στιγμή κι έτσι έφυγε άπρακτος»·
- ήρθε σε δύσκολη στιγμή, ένιωσε άσχημα, δύσκολα από τη συμπεριφορά κάποιου: «ήρθε σε δύσκολη στιγμή, όταν ο άλλος μπροστά στον κόσμο απαιτούσε να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε δώσει»·
- ήρθε σε κακή στιγμή, βλ. φρ. ήρθε σ’ άσχημη στιγμή·
- ήρθε σε καλή στιγμή, με επισκέφτηκε σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «μα δεν μπόρεσα να του αρνηθώ τίποτα, γιατί ήρθε σε καλή στιγμή»·
- θα βλαστημήσεις τη στιγμή που…, βλ. φρ. θα βλαστημήσεις την ώρα που…, λ. ώρα·
- θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- ιστορική στιγμή, ορισμένο χρονικό σημείο της Ιστορίας ενός τόπου, της Ιστορίας γενικά ή της ζωής μας, με ιδιαίτερη σπουδαιότητα: «ήταν ιστορική στιγμή η κατάκτηση της Σελήνης || ήταν ιστορική στιγμή η επάνοδος του Κ. Καραμανλή στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 || ήταν ιστορική στιγμή για μένα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα»·
- κάθε στιγμή, πολύ συχνά, πολύ τακτικά: «κάθε στιγμή, πού τον βρίσκεις πού τον χάνεις, τη βγάζει αραχτός στα μπαράκια της παραλίας». (Λαϊκό τραγούδι: εσένα σε σταυρώσανε μια μέρα σκοτεινή και με μένα με σταυρώνουνε, Χριστέ, κάθε στιγμή
- κάθε ώρα και στιγμή ή κάθε στιγμή και ώρα, βλ. λ. ώρα·
- κάποια στιγμή, (αόριστα) κάποτε: «πέρασε πολύς καιρός από τότε, ώσπου κάποια στιγμή κατάλαβε πως είχα δίκιο, κι ήρθε να μου ζητήσει συγνώμη»·
- κατάρα τη στιγμή, βλ. λ. κατάρα·
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- με βρήκε άσχημη στιγμή, βλ. φρ. με βρήκε δύσκολη στιγμή·
- με βρήκε δύσκολη στιγμή, βρίσκομαι σε κακή ψυχολογική κατάσταση, επειδή αντιμετωπίζω ανεπιθύμητο γεγονός: «αφού βλέπεις πως με βρήκε δύσκολη στιγμή, μη μ’ ενοχλείς κι εσύ με τη μουρμούρα σου!». (Λαϊκό τραγούδι: με βρήκε δύσκολη στιγμή, μη μου μιλάτε απόψε, μη
- μετράει στιγμές, είναι ετοιμοθάνατος: «απ’ τη στιγμή που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά, ο άρρωστος μετράει στιγμές»·
- μέχρι στιγμής, μέχρι αυτή την ώρα που μιλάμε: «μέχρι στιγμής δεν είχα κανένα νέο του || μέχρι στιγμής δεν αποφασίσαμε τι θα κάνουμε»·
- μήτε στιγμή, βλ. φρ. ούτε στιγμή·
- μια στιγμή! έκφραση με την οποία ζητάμε από κάποιον να περιμένει, γιατί προτιθέμεθα να του πούμε κάτι που σκεφτήκαμε ξαφνικά ή να τον απασχολήσουμε για ελάχιστο χρονικό διάστημα: «μια στιγμή, γιατί νομίζω πως βρήκα τι θα κάνουμε! || μια στιγμή, σας παρακαλώ! Πώς μπορώ να πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;»·   
- μια στιγμή, ελάχιστο χρονικό διάστημα: «περίμενε μια στιγμή να ξεκουραστώ και συνεχίζουμε αμέσως»·
- ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- ούτε (μια) στιγμή, α. καθόλου: «δεν τον άφησα ούτε μια στιγμή απ’ τα μάτια μου || δε θα σηκωθείς ούτε στιγμή απ’ τη θέση σου || δε δίστασε ούτε στιγμή και του τα ’πε έξω απ’ τα δόντια». β. δηλώνει πολύ μικρό χρονικό διάστημα: «δεν έχει ούτε στιγμή που έφυγε κι αν βιαστείς, ίσως τον προλάβεις στ’ ασανσέρ». (Λαϊκό τραγούδι: άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες, ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ, μας κυνήγησες
- προς στιγμή, κάποια στιγμή και για πολύ λίγο χρονικό διάστημα: «προς στιγμή νόμισα πως ο τάδε που ερχόταν ήταν ο αδερφός σου, όταν όμως πλησίασε, κατάλαβα πως ήταν κάποιος άλλος, που του έμοιαζε»·
- σε μια στιγμή, ξαφνικά, στιγμιαία: «σε μια στιγμή άρχισε να γελάει δυνατά»·
- σε στιγμή αδυναμίας, συνηθισμένη δικαιολογία γυναικών που έχουν απατήσει το σύζυγό τους ή τον εραστή τους, αποδίδοντας την απάτη σε πρόσκαιρη μείωση της ηθικής τους αντίστασης: «μετάνιωσε πικρά που απάτησε τον άντρα της και αποδίδει το γεγονός σε στιγμή αδυναμίας». Συνήθως μετά το σε της φρ. ακολουθεί το μια·
- στη στιγμή, αμέσως: «θέλω να πας και να ’ρθεις στη στιγμή»·
- τελευταία στιγμή, βλ. φρ. την τελευταία στιγμή·
- τη στιγμή που…, α. κατά τη διάρκεια που…, ενόσω, ακριβώς την ώρα που…: «τη στιγμή που μιλούσες στο τηλέφωνο, πέρασε ο τάδε έξω απ’ το μπαράκι». β. αφού, εφόσον: «τη στιγμή που ξέρεις ποιος είναι ο ένοχος, πρέπει να τον κατονομάσεις»·
- την τελευταία στιγμή, ακριβώς λίγο πριν συμβεί κάτι καλό ή κακό, στο τελευταίο χρονικό όριο: «τον πρόλαβα την τελευταία στιγμή, πριν υπογράψει το συμβόλαιο, κι έτσι γλίτωσε ο άνθρωπος || έτρεχα σαν τρελός να προλάβω το τρένο, αλλά την τελευταία στιγμή το ’χασα».
- την τελευταία του στιγμή, λίγο πριν πεθάνει, λίγο πριν ξεψυχήσει: «λίγο πριν την τελευταία του στιγμή έδωσε την ευχή του στα παιδιά του || την τελευταία του στιγμή αναγνώρισε όλα τα σφάλματά του». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά, μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω
- της στιγμής, α. που γίνεται γρήγορα: «ο νες καφέ είναι ένας καφές της στιγμής». β. που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα: «πρέπει να ξανασκεφτείς την υπόθεση και δεν πρέπει να πάρεις απόφαση της στιγμής || του έκανε ένα σκίτσο της στιγμής και παρ’ όλ’ αυτά του έμοιαζε»·
- το ’κανα σε μια στιγμή αδυναμίας, βλ. λ. αδυναμία·
- τον βρήκα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·   
- τον βρήκα σε δύσκολη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
- τον βρήκα σε κακή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε κακή στιγμή·
- τον βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε καλή στιγμή·
- τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, α. τον βρήκα σε τέτοια κατάσταση, που για διάφορους λόγους δεν μπορούσε να αντισταθεί ή να αντιδράσει: «τον πέτυχα την ώρα που προσπαθούσε να ρίξει μια γκόμενα και μια και τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, του ’κανα τράκα διακόσια ευρώ». β. τον βρήκα σε κατάσταση οικονομικής ανέχειας: «είμαι σίγουρος πως θα μου ’δινε τα λεφτά που του ζήτησα, αλλά τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, γι’ αυτό δεν μου τα ’δωσε»·
-τον πέτυχα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
-τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή, τον επισκέφτηκα σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση: «πήγα να του ζητήσω δανεικά, αλλά, επειδή τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή, δεν του είπα τίποτα κι έφυγα»· 
- τον πέτυχα σε κακή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
- τον πέτυχα σε καλή στιγμή, τον επισκέφτηκα σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «πέρασα απ’ το γραφείο του και με την ευκαιρία που τον πέτυχα σε καλή στιγμή, του ζήτησα και κάτι λεφτά που τα χρειαζόμουν»·
- χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ευθύς, αμέσως: «κάθε φορά που αποτυχαίνει κάπου, χωρίς να χάνει στιγμή επαναλαμβάνει την προσπάθειά του». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην κρύα σου καρδιά, χωρίς στιγμή να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερε δύο κι άσο). Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα.

συζήτηση

συζήτηση, η, ουσ. [<μτγν. συζήτησις],η συζήτηση. (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- ακαδημαϊκή συζήτηση, αυτή που είναι γενική, περί ανέμων και υδάτων, που δεν εξυπηρετεί κανέναν πρακτικό σκοπό και που γίνεται περισσότερο για να περάσει η ώρα: «είχαμε ώρα μπροστά μας και πιάσαμε μια ακαδημαϊκή συζήτηση»·
- αλλάζω συζήτηση ή αλλάζω τη συζήτηση, αλλάζω θέμα συζήτησης, ιδίως γιατί δε με εξυπηρετεί, δε με συμφέρει: «κάθε φορά που καταλαβαίνει πως πάνε να τον στριμώξουν, αλλάζει τη συζήτηση»·
- άναψε η συζήτηση, άρχισε να γίνεται σε υψηλούς τόνους, πήρε διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση: «ενώ στην αρχή όλοι μιλούσαν ήρεμα και ωραία, ξαφνικά οξύνθηκαν τα πνεύματα κι άναψε η συζήτηση»·
- άναψε η συζήτηση για τα καλά, άρχισε να γίνεται σε πολύ υψηλούς τόνους, έφτασε σε πολύ μεγάλη ένταση: «κάποια στιγμή πλήθαιναν οι αντεγκλήσεις κι άναψε η συζήτηση για τα καλά»·
- ανοίγω συζήτηση ή ανοίγω τη συζήτηση, αρχίζω να μιλώ πρώτος για ένα θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση: «ποιος έχει ορισθεί ν’ ανοίξει τη συζήτηση;»·
- ανοίξαμε συζήτηση, αρχίσαμε να μιλάμε, να συζητούμε: «μόλις συναντήθηκα με τον τάδε, ανοίξαμε συζήτηση για τα χθεσινά γεγονότα»·
- αρχίζω συζήτηση ή αρχίζω τη συζήτηση, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση·
- γίνεται συζήτηση, βλ. φρ. γίνεται λόγος, λ. λόγος·
- γυρίζω τη συζήτηση, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση·
- δε γίνεται συζήτηση, βλ. φρ. ούτε συζήτηση(!)·
- δε δέχομαι συζήτηση, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- δε θέλω συζήτηση, βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- δε σηκώνω συζήτηση, βλ. φρ. δε σηκώνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- δε χωράει συζήτηση, βλ. φρ. δε χωράει κουβέντα·
- έκλεισε η συζήτηση, έκφραση με επιθετική διάθεση στην περίπτωση που δε θέλουμε να επανέλθουμε σε κάποιο θέμα ή γεγονός, επειδή έχουμε συνήθως αρνητική θέση ή άποψη: «θα μου δώσετε την άδεια που σας ζήτησα; -Έκλεισε η συζήτηση». Ταυτόχρονα παρατηρείται μια βιαστική αρνητική χειρονομία. Συνών. έκλεισε το θέμα (α)·  
- θέλει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- θέλει συζήτηση το θέμα ή το θέμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- θέλει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- κάνω συζήτηση, βλ. φρ. κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- κλείνω τη συζήτηση, μιλώ τελευταίος για κάποιο θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση και το τελειώνω, το ολοκληρώνω: «τη συζήτηση έκλεισε ο πρόεδρος της επιτροπής». Συνών. κλείνω το θέμα·
- κόβω τη συζήτηση, δε δέχομαι άλλες κουβέντες, αρνούμαι να συζητήσω περισσότερο επί του θέματος: «επειδή βαρέθηκα ν’ ακούω ανοησίες, κόβω τη συζήτηση»·
- με τη συζήτηση, βλ. φρ. με την κουβέντα, λ. κουβέντα·
- μη γίνει συζήτηση, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα, λ. κουβέντα·
- μην το κάνεις συζήτηση, βλ. φρ. μην το κάνεις κουβέντα, λ. κουβέντα·
- ούτε συζήτηση! α. δηλώνει κατηγορηματική άρνηση: «δηλαδή, δε θα του δώσεις τα λεφτά που σου ζήτησε; -Ούτε συζήτηση!». β. δηλώνει κατηγορηματική κατάφαση, συναίνεση, αποδοχή: «θα τσοντάρεις ένα ποσό για να πάμε με την τάξη μας εκδρομή; -Ούτε συζήτηση!», δηλ. βεβαίως θα τσοντάρω ή «πιστεύεις κι εσύ πως αυτός είναι ο κλέφτης; -Ούτε συζήτηση!», δηλ. και βεβαίως πιστεύω·
- πιάνομαι με τη συζήτηση ή πιάνομαι στη συζήτηση, βλ. φρ. πιάνομαι με την κουβέντα, λ. κουβέντα·
- πιάνω συζήτηση ή πιάνω τη συζήτηση, βλ. φρ. πιάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- σηκώνει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- σηκώνει συζήτηση το θέμα ή το θέμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί από όλες τις πλευρές, θέλει σκέψη, μελέτη, πρέπει να συζητηθεί διεξοδικά, προκειμένου να παρθεί μια απόφαση: «μη βιάζεσαι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, γιατί σηκώνει συζήτηση το πράγμα»·
- συζητήσεις του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- συζήτηση να γίνεται, βλ. συνηθέστ. κουβέντα να γίνεται, λ. κουβέντα·
- συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, συζήτηση όπου αυτοί που παίρνουν μέρος, εκφράζουν ισότιμα τις σκέψεις τους, τις απόψεις τους πάνω στο θέμα για το οποίο γίνεται λόγος: «όταν προκύψει ένα σοβαρό θέμα στην παρέα μας, γίνεται συζήτηση στρογγυλής τραπέζης». Αναφορά στο βασιλιά της Αγγλίας Αρθούρο, που πρώτος καθιέρωσε για τους ιππότες της αυλής του το στρογγυλό τραπέζι, ώστε να φαίνονται όλοι ίσοι σε μια συζήτηση·
- το κάνω ολόκληρη συζήτηση, δίνω σοβαρές διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, το μεγαλοποιώ: «με ξενύχιασε κι επιμένει να λέει πως το κάνω ολόκληρη συζήτηση || του κέρασα τα ποτά και το ’κανε ολόκληρη συζήτηση». Συνών. το κάνω ολόκληρη κουβέντα / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·
- το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. το πράγμα σηκώνει συζήτηση·    
- το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- το ρίχνω στη συζήτηση, βλ. φρ. το ρίχνω στην κουβέντα, λ. κουβέντα·
- το στρώνω στη συζήτηση, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα, λ. κουβέντα·
- το ’φερε η συζήτηση, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε η συζήτηση»·
- του κάνω συζήτηση, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), οδηγώ τη συζήτηση σε κάποιο θέμα: «έχει την τέχνη να φέρνει πάντα τη συζήτηση εκεί που τον συμφέρει»·
- φέρνω τη συζήτηση αλλού, αναφέρομαι σε κάτι, μόνο και μόνο για να αλλάξω θέμα συζήτησης, οδηγώ τη συζήτηση σε άλλο θέμα, επειδή αυτό που συζητείται δε με συμφέρει: «κάθε φορά που τα βρίσκει σκούρα, φέρνει τη συζήτηση αλλού»·
- χωρίς άλλη συζήτηση, δηλώνει κατηγορηματική αρνητική ή θετική απόφαση κάποιου για κάτι, χωρίς να αφήνει το περιθώριο να εκφραστούν άλλες απόψεις σχετικές με το θέμα: «θα φύγεις χωρίς άλλη συζήτηση || θα ’ρθεις μαζί μας χωρίς άλλη συζήτηση»·
- χωρίς συζήτηση, δε χρειάζεται να εκφραστούν σχετικές απόψεις, γιατί το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος είναι ολοφάνερο, ξεκάθαρο, αναμφισβήτητο, που το δεχόμαστε ανεπιφύλακτα: «χωρίς συζήτηση ο τάδε είναι ο καλύτερος ηθοποιός απ’ όλους || αν χρειαστεί, θα ’ρθεις να με βοηθήσεις; -Χωρίς συζήτηση».

συμφέρον

συμφέρον, το, ουσ. [<αρχ. συμφέρον], κέρδος, όφελος: «χωρίς συμφέρον δεν κάνει τίποτα αυτός ο άνθρωπος»·
- από συμφέρον, για προσωπικό όφελος: «δεν την αγαπάει, αλλά επειδή είναι πλούσια την παντρεύτηκε από συμφέρον»·
- είναι άνθρωπος του συμφέροντος, βλ. λ. άνθρωπος·
- έχω συμφέρον, έχω κέρδος, όφελος από κάτι ή πρόκειται να κερδίσω, να ωφεληθώ από κάτι: «θα πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως έχω συμφέρον || ποιος έχει συμφέρον να σε κατηγορεί;»·
- κοιτάζω το συμφέρον μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «όποιος δεν κοιτάζει το συμφέρον του, δεν προκόβει στη ζωή του». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω τον κώλο μου·
- τα καλά και συμφέροντα, λέγεται στις περιπτώσεις που κάποιος αποβλέπει πάντα στο προσωπικό του κέρδος ή όφελος: «αυτός ο άνθρωπος κοιτά πάντα τα καλά και συμφέροντα». Από την εκκλησιαστική φρ. τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν, που, όπως είναι φανερό, παρερμηνεύεται.

σώπα

σώπα, ρ. [προστακτ. του ρ. σωπαίνω], ιδίως εύχρ. ως επιφώνημα, σώπα! α. δηλώνει θαυμασμό, έκπληξη, απορία, ειρωνεία ή αμφισβήτηση, ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής που λέγεται: «ο τάδε χτες βράδυ κέρδισε δέκα εκατομμύρια στα χαρτιά. -Σώπα! || με την πρώτη ευκαιρία θ’ αγοράσω μια βίλα στο Πανόραμα. -Σώπα, εσύ δεν έχεις να φας!» ή για να καθησυχάσουμε κάποιον διαβεβαιώνοντάς τον πως θα περάσει η δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται: «σώπα, γιατί ο διευθυντής της τράπεζας με διαβεβαίωσε πως θα σου δώσει το δάνειο». Πολλές φορές, ακολουθεί το ρε.β.  επαναλαμβανόμενο, για να καθησυχάσουμε κάποιο μωρό που κλαίει ή για να ειρωνευτούμε κάποιον που τερατολογεί. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση συνεχίζουμε με το σε πιστεύουμε·
- καλέ σώπα! α. ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «ξέρεις πως τα ’φτιαξα με την τάδε; -Καλέ σώπα!». β. ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι: «δώσε μου εκατό χιλιάρικα. -Καλέ σώπα!»·
- σώπα και… ή σωπάτε και…, λέγεται στην περίπτωση που μετά από πολύ καιρό ή μετά από πολλές προσπάθειες πετυχαίνουμε επιτέλους αυτό που επιδιώκαμε: «σώπα και τον πείσαμε να μας βοηθήσει || σωπάτε και θα τα πάρουμε, επιτέλους, τ’ αναδρομικά»·     

ταΐζω

ταΐζω κ. ταγίζω, ρ. [<μσν. ταγίζω <ταγή + κατάλ. -ίζω], ταΐζω. 1. δωροδοκώ: «είχα κάτι προβλήματα με την πολεοδομία, αλλά τάισα κάποιον υπάλληλο καλά και ξεμπέρδεψα». 2. συντηρώ, τρέφω: «ταΐζει ολόκληρη οικογένεια». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του, βλ. λ. μωρό·
- βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν, όταν έχεις τη μεγάλη ανάγκη κάποιου, μπροστά του να είσαι φρόνιμος και να μην αυθαδιάζεις: «ζητάς να σε βοηθήσει ο άνθρωπος αλλά δεν κλείνεις κι εσύ λιγάκι το στόμα σου κι αν θες να μάθεις, βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν». Συνών. όποιος διψάει, πίνει με σιωπή· 
- έχει να ταΐσει κοτζάμ ασκέρι, βλ. λ. ασκέρι·
- καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω ή καλύτερα να σε ντύνουν παρά να σε ταΐζουν, βλ. λ. καλύτερος·
- κουκουνάρια σε ταΐζει η μάνα σου! βλ. λ. κουκουνάρι·
- ταΐζει τ’ άλογα, βλ. λ. άλογο·
- ταΐζει τ’ αλογάκια, βλ. λ. αλογάκι·
- ταΐζει τ’ αλογατάκια, βλ. λ. αλογατάκι·
- ταΐζει τα ψάρια, βλ. λ. ψάρι·
- ταΐζω πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. λ. σπίτι·
- τάισε τα ψάρια, βλ. λ. ψάρι·
- την ταΐζω καλά, κάνω συχνά έρωτα μαζί της: «η γυναίκα σου κρατιέται μια χαρά. Την ταΐζω καλά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το βλέπεις. Συνών. την ποτίζω καλά·
- την τάισε φασόλια, βλ. λ. φασόλι·
- τι σε ταΐζει η μάνα σου; βλ. λ. μάνα·
- τον ταΐζει στο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- τον ταΐζω και τον ποτίζω, τον συντηρώ, τον τρέφω: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε ο φίλος μου, τον ταΐζω και τον ποτίζω»·
- τον ταΐζω κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- τον τάισε χυλόπιτα, βλ. λ. χυλόπιτα.

τέλος

τέλος, το, ουσ. [<αρχ. τέλος], το τέλος. 1. το τελευταίο σημείο κάθε πράγματος ή κάθε υπόθεσης, το τέρμα. (Τραγούδι: φύγε απ’ τη ζωή μου, είσ’ η καταστροφή μου, απ’ την καρδιά το βέλος μας έσπασε και τέλος). 2. ο θάνατος: «μόλις κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος του, συνέταξε τη διαθήκη του». (Λαϊκό τραγούδι: ξημέρωσε η Κυριακή και βρέθηκα στη φυλακή, της τύχης μου ήταν γραφτό το τέλος μου να είν’ αυτό). 3. δηλώνει οριστική απόφαση διακοπής κάποιας κακιάς συνήθειας: «τέλος με τα ποτά || τέλος το τσιγάρο || τα ξενύχτια τέλος». 4. δηλώνει τον οριστικό αποτέλεσμα: «μ’ αυτό το εντομοκτόνο, τέλος τα κουνούπια και οι κατσαρίδες || μ’ αυτό το φάρμακο, τέλος ο πόνος στο στομάχι». 5. ως επίρρ., καταλήγοντας, τελικά: «τέλος, ο πρόεδρος ζήτησε ν’ αρχίσει η ψηφοφορία». (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- απ’ την αρχή ως το τέλος, βλ. λ. αρχή·
- βάζω ένα τέλος ή βάζω τέλος, βλ. φρ. δίνω ένα τέλος·
- βρίσκεται στο τέλος της ζωής του ή βρίσκεται στα τέλη της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- δε βρίσκω ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου ή δεν έφτασε και το τέλος του κόσμου, λέγεται σε άτομο που δίνει μεγάλη έκταση σε ένα δυσάρεστο γεγονός, χωρίς να υπάρχει τόσο σπουδαίος λόγος: «μη στενοχωριέσαι που τράκαρες τ’ αυτοκίνητό σου, δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου»·
- δεν έχει αρχή και τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έχει ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δεν έχει τέλος, βλ. φρ. δεν έχει τελειωμό, λ. τελειωμός·
- δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. φρ. δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου·
- δίνω ένα τέλος ή δίνω τέλος, α. τερματίζω κάτι, παύω ή δίνω οριστική λύση: «δώσαμε τέλος στη συνεργασία μας || ο νέος διευθυντής υποσχέθηκε πως θα δώσει τέλος σε κάθε αυθαιρεσία». (Λαϊκό τραγούδι: άνοιξε βαθιά τα στήθια να μου κάψεις την καρδιά, στη μεγάλη αγωνία δώσε τέλος τώρα πια). β. διακόπτω ένα δεσμό ή μία σχέση: «αύριο δίνω τέλος σ’ αυτόν τον ερωτικό δεσμό, που με ταλαιπωρεί πέντε χρόνια || δώσε επιτέλους ένα τέλος σ’ αυτόν το δεσμό!»·
- δουλειά τέλος, βλ. λ. δουλειά·
- δρόμος χωρίς τέλος, βλ. λ. δρόμος·
- έβαλε τέλος στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έδωσε τέλος στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- είναι στο τέλος της ζωής του ή είναι στα τέλη της ζωής του, βλ. λ. ζωή·
- είναι το τέλος μου και η αρχή (μου), (για πρόσωπα) βλ. λ. αρχή· 
- έχει ανοιχτό τέλος, υπάρχει περίπτωση για οποιοδήποτε αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό: «το παιχνίδι της Κυριακής έχει ανοιχτό τέλος, γιατί οι δυο ομάδες είναι ισοδύναμες || δεν μπορείς να υπολογίσεις ποιο κόμμα θα κερδίσει, γιατί αυτές οι εκλογές έχουν ανοιχτό τέλος»·
- είχε άσχημο τέλος, α. πέθανε επώδυνα: «τον παρέσυρε ένα τρένο σε αφύλαχτες διαβάσεις κι είχε άσχημο τέλος ο φουκαράς». β. είχε κακή κοινωνική ή οικονομική κατάληξη: «ήταν παιδί από καλή οικογένεια, αλλά έμπλεξε με παλιοπαρέες κι είχε άσχημο τέλος || του άφησε ο πατέρας του ολόκληρη περιουσία, αλλά έμπλεξε με τα χαρτιά κι είχε άσχημο τέλος». γ. (για λογοτεχνικά, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα) δεν είχε ευχάριστο τέλος, δεν είχε happy end: «ήταν πολύ καλό έργο, αλλά είχε άσχημο τέλος»·
- είχε κακό τέλος, βλ. φρ. είχε άσχημο τέλος·
- είχε καλό τέλος, (για λογοτεχνικά, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα) είχε ευχάριστο τέλος, είχε happy end: «το έργο έδειχνε πως θα εξελισσόταν σε θρίλερ, αλλά ευτυχώς είχε καλό τέλος»·
- εν τέλει, τελικά, στο τέλος: «μου μιλάς μια ώρα κι εν τέλει δεν κατάλαβα τι ακριβώς θέλεις!»·
- επί τέλους, βλ. λ. επιτέλους·
- (η) αρχή και (το) τέλος, βλ. λ. αρχή·
- η αρχή του τέλους, βλ. λ. αρχή·
- η δουλειά τέλος, βλ. λ. δουλειά·
- καλά τέλη! α. ευχή σε αρραβωνιασμένους να φτάσουν και στο γάμο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άιντε και ή το άντε και. Συνών. καλά στέφανα! / στις χαρές σας! β. ευχή σε κάποιον, ιδίως ηλικιωμένο, να έχει ήρεμο, ήσυχο θάνατο και μέσα σε ανθρώπινες συνθήκες·
- καλό τέλος! ευχή σε κάποιον να τελειώσει εύκολα και με επιτυχία κάτι που άρχισε·
- κοίτα που στο τέλος θα βγούμε συγγενής! βλ. λ. συγγενής·
- μέχρι τέλους, μέχρι το τελευταίο σημείο, ολοκληρωτικά: «όταν είχα προβλήματα, αυτός ο άνθρωπος με βοήθησε μέχρι τέλους»·
- μηδένα προ του τέλους μακάριζε, μην καλοτυχίζεις κανέναν, πριν δεις το τέλος της ζωής του, γιατί η τύχη του ανθρώπου είναι ευμετάβλητη: «κάποτε ήταν μέγας και τρανός κι όλοι τον ζήλευαν και τον καλοτύχιζαν, αλλά μηδένα προ του τέλους μακάριζε, γιατί του ’ρθαν απανωτές ατυχίες και πέθανε φτωχός και ξεχασμένος». Η φρ. ειπώθηκε από τον Σόλωνα τον Αθηναίο στον Κροίσο, βασιλιά της Λυδίας, όταν ο τελευταίος του έδειχνε καμαρώνοντας τα πλούτη του, κάτι που επαληθεύτηκε, όταν ο Κροίσος ήρθε αντιμέτωπος με το θάνατο·  
- όλα έχουν ένα τέλος, α. όλα όσα συμβαίνουν ή υπάρχουν ή κατέχουμε στη ζωή μας δεν είναι αιώνια, αλλά προσωρινά: «πλούτη και φτώχεια στη ζωή όλα έχουν ένα τέλος». β. συνήθως λέγεται με φιλοσοφική διάθεση με την έννοια πως η ζωή δεν είναι αιώνια·
- παίρνω τέλος, α. ολοκληρώνομαι: «μετά την υπογραφή των συμβολαίων η συνεργασία μας πήρε τέλος». β. διακόπτω κάτι, τελειώνω: «μετά τα τελευταία μαλώματα που είχαμε, ο δεσμός πήρε τέλος»·
- ποιος είμαι τέλος πάντων! αυτοθαυμασμός από άτομο που κατάφερε να φέρει σε αίσιο τέλος κάτι που θεωρούνταν πολύ δύσκολο ή που γενικά έχει πάντα επιτυχίες. Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το ο γιος του πάρ’ τα όλα(;)·
- ποιος είσαι τέλος πάντων! α. θαυμαστική έκφραση σε άτομο που συγκεντρώνει το έντονο ενδιαφέρον της ομήγυρης: «ποιος είσαι τέλος πάντων κι όλοι ασχολούνται μαζί σου!». β. ειρωνική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε άτομο που θεωρεί πως είναι σπουδαίο, ενώ εμείς έχουμε διαφορετική γνώμη: «ποιος είσαι τέλος πάντων και τα θέλεις όλα δικά σου!». Πολλές φορές, και στις δυο περιπτώσεις μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το ο γιος του πάρ’ τα όλα(;)  
- σήμανε το τέλος, α. ολοκλήρωσε κάτι: «η σειρήνα του εργοστασίου σήμανε το τέλος της βάρδιας». β. διέκοψεοριστικάμια κατάσταση, ένα γεγονός το οποίο βρισκόταν σε εξέλιξη, σε διαπραγμάτευση: «οι νέες απαιτήσεις του σήμαναν το τέλος των συνομιλιών, για την επίτευξη μιας συμφωνίας»· 
- σήμανε το τέλος του, ολοκλήρωσε κάτι την αποτυχία, την καταστροφή του: «η ανάμειξη του ονόματός του στο σκάνδαλο σήμανε το τέλος της πολιτικής του καριέρας»·
- στο τέλος ή στο τέλος τέλος, τελικά, εν τέλει: «προηγούνταν με 2-0, αλλά στο τέλος τους νικήσαμε 3-2 || στην αρχή δεν ήθελε να ’ρθει, αλλά στο τέλος ήρθε || ήταν πολύ μαλωμένοι, στο τέλος όμως μόνοιασαν». (Λαϊκό τραγούδι: το παλιό καρνέ μου έχει γεμίσει από διευθύνσεις γυναικών γραμμένες, άλλες να με μπλέξουν κι άλλες να με παίξουν μα στο τέλος βγήκαν όλες γελασμένες
- στο τέλος θα μας γαμήσει κι από πάνω! ή στο τέλος θα μας γαμήσει κιόλας! βλ. λ. γαμώ·
- στο τέλος τέλος, εκτός των άλλων (είναι και αυτό που ακολουθεί, είναι κι αυτό που σου λέω): «στο τέλος τέλος πρέπει να μάθεις πως όχι μόνο δε σε κατηγόρησε, αλλά σε υπερασπίστηκε κι από πάνω»·
- στο τέλος της ζωής του ή στα τέλη της ζωής του, βλ. λ. ζωή·  
- τέλος εποχής, βλ. λ. εποχή·
- τέλος και τω Θεώ δόξα, ευχαριστία στο Θεό που μας αξίωσε να τελειώσουμε αίσια μια δουλειά ή μια υπόθεση. Με τη φρ. αυτή έκλεινε παλιότερα ένας συγγραφέας κάποια πνευματική του δημιουργία·
- τέλος καλό, όλα καλά, α. λέγεται για δυσάρεστα γεγονότα ή για δυσάρεστη κατάσταση που ξεχνιέται, όταν έχει αίσια, ευτυχή κατάληξη: «αφού κατάλαβαν πως με τα πείσματα και τα μαλώματα δε γίνεται τίποτα και ξαναγάπησαν, τέλος καλό, όλα καλά». Ίσως από τις κινηματογραφικές ταινίες με το χάπι εντ, όπου οι πρωταγωνιστές, μετά από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες που περνούν, βγαίνουν στο τέλος νικητές κι ευτυχισμένοι (παντρεμένοι). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν χάνεται μια ευκαιρία που είχε δοθεί, για να αλλάξει μια ενοχλητική κατάσταση, όταν τα πράγματα παραμένουν στάσιμα, παρόλο που θα μπορούσαν να είχαν βελτιωθεί, ή όταν δεν υπάρχει καμιά πρωτοτυπία σε μια υπόθεση ή κατάσταση και παραμένουν αρνητικά, όπως τα ξέραμε: «αντί να βάλουν κάτω  για να δουν τι τους χωρίζει, πλακώνονται κάθε τόσο στους καβγάδες τους, εκτονώνονται, πετάνε ύστερα κι ένα συγνώμη κι αυτό ήταν όλο, τέλος καλό, όλα καλά || μήπως περίμενες ν’ αλλάξει τίποτα με την καινούργια κυβέρνηση; Τα κάνανε πλακάκια μεταξύ τους, βάλανε πάλι τους δικούς τους σ’ όλα τα καλά τα πόστα και τέλος καλό, όλα καλά»·
- τέλος πάντων, για να τελειώνει το ζήτημα ή η υπόθεση που μας απασχολεί,  για να τελειώνουμε, τελικά, επιτέλους: «τέλος πάντων, άσε τα πολλά λόγια και πες μου τι θέλεις από μένα! || πότε θα ’ρθει τέλος πάντων! || τέλος πάντων, μπορέσαμε και συνεννοηθήκαμε!». (Λαϊκό τραγούδι: τέλος πάντων πού το πας, μ’ αγαπάς δε μ’ αγαπάς
- τέλος τέλος, ακριβώς εκεί που τελειώνει κάτι: «στάσου τέλος τέλος στο πεζοδρόμιο για να μπορέσω να μετρήσω ακριβώς την απόσταση»·
- το πάω μέχρι το τέλος, βλ. συνηθέστ. φτάνω στα άκρα, λ. άκρο·
- το τέλος της ζωής, ο θάνατος: «λίγο πριν από το τέλος της ζωής του συνέταξε τη διαθήκη του»·
- το τραβώ μέχρι το τέλος, βλ. συνηθέστ. φτάνω στα άκρα, λ. άκρο·
- φτάνω μέχρι το τέλος (κάτι) ή φτάνω ως το τέλος (κάτι), βλ. συνηθέστ. φτάνω μέχρι το τέρμα (κάτι), λ. τέρμα.

τέχνη

τέχνη, η, ουσ. [<αρχ. τέχνη], η τέχνη· η επιδεξιότητα, η ικανότητα κάποιου σε κάτι: «έχει την τέχνη να τουμπάρει τους ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: γεροντάκι κοτσανάτο όλο έρωτα γεμάτο, γεροντάκι με καρδιά όλο τέχνη και φωτιά
- η ανάγκη τέχνη εργάζεται κι η πουτανιά φτιασίδι, βλ. λ. πουτανιά·
- η έβδομη τέχνη, ο κινηματογράφος: «ο τάδε ηθοποιός υπηρέτησε με πάθος την έβδομη τέχνη»·
- καλές τέχνες, γενική ονομασία σε εκείνες τις δραστηριότητες του ανθρώπου που αποβλέπουν στην αισθητική έκφραση και στην ικανοποίηση της καλαισθησίας (ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, αρχιτεκτονική, χορός, μουσική): «σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών»·
- μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν πεινάσεις, πιάσ’ τηνε ή μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν τη χρειαστείς, πιάσ’ τηνε, είναι σε όλους αναγκαία η γνώση μιας τέχνης, ενός επαγγέλματος, γιατί ίσως κάποτε μπορεί να μας χρειαστεί·
- η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι, κάθε επάγγελμα θέλει τον κατάλληλο άνθρωπο, όπως το κάθε φαγητό θέλει το κατάλληλο μαγείρεμα: «θα πρέπει να βρεις άνθρωπο που ξέρει τη δουλειά, γιατί η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι»·
- με τέχνη, α. με επιδεξιότητα, με ικανότητα, με μαστοριά: «ό,τι και να κάνει, το κάνει με τέχνη». (Λαϊκό τραγούδι: η πιο καλή γκαρσόνα είμαι γω, γιατί με τέχνη όλους τους κερνώ).β. με έξυπνο, με πονηρό τρόπο: «τον τουμπάρισε με τέχνη». γ. με δόλιο, με παραπλανητικό τρόπο: «τον ξεγέλασε με τέχνη»·
- παλιά μας τέχνη κόσκινο ή παλιά μου τέχνη κόσκινο, α. αναλαμβάνω και διεκπεραιώνω μια εργασία ή υπόθεση με άνεση και με ευκολία, γιατί την κατέχω απόλυτα ή γιατί έχω ασχοληθεί με παρόμοια πράγματα πάρα πολλές φορές κατά το παρελθόν. β. μετά από αποτυχία μου στο καινούριο επάγγελμα που διάλεξα, επανέρχομαι στο προηγούμενο που το κατέχω καλά. γ. (ειρωνικά) επανέρχομαι συστηματικά σε μια κακιά μου ιδιότητα ή έξη. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- πενία τέχνας κατεργάζεται, η φτώχεια και οι δυσκολίες της ζωής, αναγκάζουν τον άνθρωπο να γίνει πολυμήχανος, εφευρετικός: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, κάνει χίλιες δυο δουλειές του ποδαριού, γιατί πενία τέχνας κατεργάζεται»· 
- πολεμικές τέχνες, οι τεχνικές αυτοάμυνας (τζούντο, καράτε, ζίου ζίτσου, τάε-κβο-ντο κ.ά.): «οι πολεμικές τέχνες έχουν την προέλευσή τους την Άπω Ανατολή || κορυφαίοι των πολεμικών τεχνών υπήρξαν ο Μπρους Λη και ο Τσάκι Τσαν».

τρόπος

τρόπος, ο, ουσ. [<αρχ. τρόπος], ο τρόπος· η μέθοδος, το μέσο, η συμπεριφορά, το σύστημα με το οποίο κάνει κανείς κάτι: «μπορείς να μου πεις τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσεις, για να τον πείσεις; || δεν έχει μάθει τρόπους απ’ το σπίτι του». (Τραγούδι: πόσο μ’ αρέσει ο τρόπος που μ’ αγαπάς, όταν με φιλάς, στα μάτια σαν με κοιτάς, αγαπώ τον τρόπο που χτυπάει η καρδιά σου, όταν βρίσκομαι μες στην αγκαλιά σου). (Ακολουθούν 28 φρ.)·
- βάζω με τρόπο, εισάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία σε μια χώρα ή σε ένα χώρο: «την τελευταία φορά που γυρνούσε απ’ το εξωτερικό, έβαλε με τρόπο απ’ τα σύνορα μια τηλεόραση || έβαλε με τρόπο μέσα στην αίθουσα δυο φίλους του χωρίς εισιτήριο»·
- βγάζω με τρόπο, εξάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία από μια χώρα ή από έναν χώρο: «έφυγε στο εξωτερικό κι έβγαλε με τρόπο απ’ το τελωνείο ένα σωρό συνάλλαγμα || έβγαλε με τρόπο απ’ τη φυλακή το φίλο του»·
- βρίσκω τρόπο ή βρίσκω τον τρόπο, α. βρίσκω τη μέθοδο, το μέσο, το σύστημα, για να πραγματοποιήσω το σκοπό μου: «πάντα βρίσκει τον τρόπο να τελειώνει γρήγορα τη δουλειά του». (Τραγούδι: θέλω κι εγώ να παίξω κι όχι να μείνω απέξω, να βρω κι εγώ τον τρόπο μου,να ζήσω πια στον τόπο μου). β. βρίσκω τα μέσα, τα χρήματα, για να κάνω κάτι: «αφού αποφάσισε να χτίσει κι αυτός βίλα, θα βρει σίγουρα τον τρόπο»·
- δε μ’ αρέσει ο τρόπος του, δε μου αρέσει η διαγωγή του, η συμπεριφορά του: «έχω πολλές επιφυλάξεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει ο τρόπος του»·
- δεν είναι τρόπος αυτός! ή δεν είναι αυτός τρόπος! βλ. φρ. είναι τρόπος αυτός(!)·
- δεν υπάρχει άλλος τρόπος, αναγκαστική εφαρμογή ή δράση λόγω έλλειψης εναλλακτικής λύσης: «για να πάρετε μια τόση μεγάλη δουλειά θα πρέπει να συνεταιριστείτε, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος». Συνών. δεν υπάρχει άλλος δρόμος·
- είναι τρόπος αυτός! έκφραση δυσαρέσκειας για την κακή συμπεριφορά κάποιου: «είναι τρόπος αυτός που μιλάς στους γονείς σου! || είναι τρόπος αυτός που φέρεσαι στη γυναίκα σου!».  Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το ε ή το μα·
- δεν υπάρχει τρόπος, υπάρχει αδιέξοδο ως προς τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης: «θα ήθελα να σας βοηθήσω να παρακάμψετε αυτό το εμπόδιο, αλλά, δυστυχώς, δεν υπάρχει τρόπος»·
- έχει κακούς τρόπους, δεν είναι ευγενικός, δεν έχει καλή ανατροφή, δε συμπεριφέρεται καθώς πρέπει: «αυτό το παιδί έχει πολύ κακούς τρόπους»·
- έχει καλούς τρόπους ή έχει τρόπους, είναι ευγενικός, έχει καλή ανατροφή, συμπεριφέρεται καθώς πρέπει: «αυτό το παιδί, μάλιστα, έχει τρόπους!»·
- έχει λεπτούς τρόπους, είναι ευγενικός, συμπεριφέρεται με ευγένεια: «όλοι τον συμπαθούν, γιατί έχει λεπτούς τρόπους»·
- έχω τον τρόπο ή έχω τον τρόπο μου, α. έχω τη μέθοδο, το μέσο: «έχω τον τρόπο να τον πείσω». β. έχω τα μέσα, τα χρήματα: «έχω τον τρόπο μου ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, όσο ακριβό κι αν είναι»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, βλ. λ. δουλειά·
- κατά κάποιο τρόπο, κάπως, περίπου, ας πούμε: «μπορώ να πω πως κατά κάποιο τρόπο ήταν ο μόνος που με βοήθησε»·
- με κάθε τρόπο, α. με κάθε μέσο, με κάθε μέθοδο: «πρέπει με κάθε τρόπο να πείσουμε το διευθυντή να μας υπογράψει την άδεια». β. οπωσδήποτε: «πρέπει με κάθε τρόπο να ’ρθεις κι εσύ στην αυριανή συγκέντρωση»·
- με κανέναν τρόπο, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση, αποκλείεται, δεν το συζητώ: «με κανέναν τρόπο δε θα δεχτώ την προσφορά σου»·
- με πλάγιο τρόπο, α. έμμεσα, με υπαινιγμούς: «του το ’πα με πλάγιο τρόπο πως χρειάζομαι κάτι λεφτά, αλλά δεν το κατάλαβε». (Τραγούδι: θα μαθαίνεις από τρίτους, για τα κατορθώματά μου, θα ρωτάς με πλάγιο τρόπο, και για τα αισθήματά μου). β. λέγεται για ενέργεια που δεν ακολουθεί τη νόμιμη διαδικασία, που γίνεται δια της πλαγίας οδού: «αν δεν ενεργούσα με πλάγιο τρόπο, η αίτησή μου θα ήταν ακόμη στο σωρό μαζί με τις άλλες»·
- με ποιον τρόπο; βλ. φρ. με τι τρόπο(;)·
- με τι τρόπο; πώς(;): «με τι τρόπο θα καταφέρεις να τον πείσεις να σε βοηθήσει;»·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, με οποιαδήποτε μέθοδο ή τακτική, με οποιοδήποτε μέσο, νόμιμο ή παράνομο: «δεν ξέρω τι θα κάνεις, πάντως με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, θέλω να μου τελειώσεις τη δουλειά»·
- με τρόπο, α. λαθραία, κρυφά: «μπήκε μέσα με τρόπο και δεν τον πήρε κανένας μυρουδιά». β. όχι απότομα ή αδέξια αλλά επιτήδεια, με επιτηδειότητα: «πες του το με τρόπο πως ο γιος του γυρίζει με παλιοπαρέες»·
- περνώ με τρόπο, εισάγω ή εξάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία από μια χώρα ή από έναν χώρο: «όταν ερχόμουν απ’ το εξωτερικό, πέρασα με τρόπο μια τηλεόραση || μαζί με μένα, πέρασα με τρόπο στο γήπεδο και τον τάδε που δεν είχε κόψει εισιτήριο || όταν έφευγε για το εξωτερικό, πέρασε με τρόπο ένα σωρό συνάλλαγμα || πέρασε με τρόπο απ’ την πύλη του εργοστασίου στο οποίο δουλεύει ένα σετ μαχαιροπίρουνα»·
- τι τρόπος είν’ αυτός; βλ. φρ. δεν είναι τρόπος αυτός(!)·
- τρόπος του λέγειν, όχι στην κυριολεξία αλλά κατά την αποστροφή του λόγου: «τρόπος του λέγειν πως θα τον δείρω, παρόλο που είμαι τρομερά εκνευρισμένος μαζί του!»·
- τρόπον τινά, βλ. φρ. κατά κάποιον τρόπο·
- υπάρχει κι άλλος τρόπος, α. μπορούμε να ενεργήσουμε ή να δράσουμε με άλλο σύστημα, υπάρχει εναλλακτική λύση: «αφού δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, υπάρχει κι άλλος τρόπος να λύσουμε τη διαφορά μας, να πάμε στο δικαστήριο». β. πολλές φορές λέγεται με απειλητική διάθεση ή υπονοεί πως θα ενεργήσουμε με παράνομα ή αθέμιτα μέσα: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς υπάρχει κι άλλος τρόπος να στα πάρω, γιατί έχω φίλους κάτι μπράβους που θα σε λιανίσουνε». Συνών. υπάρχει κι άλλος δρόμος·  
- ωραίοι τρόποι, οι ευγενικοί, η ευγενική συμπεριφορά: «με τους ωραίους τρόπους που έχει αυτός ο άνθρωπος σε σκλαβώνει από την πρώτη στιγμή»·
- ωραίος τρόπος! διατυπώνει δυσμενή κρίση για τη συμπεριφορά κάποιου: «το βρίσκεις σωστό να βλέπεις γέρο άνθρωπο και να μην του προσφέρεις τη θέση σου να καθίσει; Ωραίος τρόπος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπράβο σου με αρνητική διάθεση.

υγεία

υγεία κ. υγειά, η, ουσ. [<αρχ. ὑγεία], η υγεία. 1. η καλή και φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπινου και κάθε ζωντανού οργανισμού, η σωματική ευεξία: «η υγεία είναι ένα από τα πιο πολύτιμα αγαθά του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: ας είχα την υγειά μουκι ας ήμουνα φτωχός, τα λεφτά δε με γιατρεύουν το βλέπω δυστυχώς). 2. ως επιφών. υγεία! δηλώνει τέλεια αδιαφορία για κάποια ατυχία ή αποτυχία μας, αρκεί να έχουμε την υγεία μας, που είναι το πιο βασικό αγαθό του ανθρώπου· βλ. και λ. γεια. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- από υγεία άλλο τίποτα, υπάρχει απόλυτη υγεία·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. φρ. από υγεία άλλο τίποτα·
- από υγεία πλήρης κι από τσέπη μπατίρης, βλ. λ. μπατίρης·
- βρήκα την υγειά μου, α. αποκαταστάθηκε η υγεία μου: «δοξάζω το Θεό που βρήκα την υγειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που όλα πέρασαν και βρήκα την υγειά μου, μανούλα μου, σ’ ευχαριστώ με όλη την καρδιά μου). β. ανακάλυψα ή απόκτησα κάτι που με εξυπηρετεί απόλυτα και με έχει απαλλάξει από διάφορα καθημερινά προβλήματα: «μου ’στειλε ένας φίλος μου μια υπηρετριούλα και βρήκα την υγειά μου, γιατί, και πολύ καλό κορίτσι είναι, και πολύ καθαρή, αλλά και πολύ καλή μαγείρισσα || αγόρασα φούρνο μικροκυμάτων και βρήκα την υγειά μου, γιατί μέσα σε ελάχιστα λεπτά έχω έτοιμο φαγητό || αγόρασα ένα μικρό αυτοκινητάκι για μέσα στην πόλη και βρήκα την υγειά μου, γιατί βρίσκω αμέσως χώρο να παρκάρω»·
- γεια σου και χαρά σου και υγεία στου σουγιά σου! βλ. λ. σουγιάς·
- είδα την υγειά μου, βλ. φρ. βρήκα την υγειά μου·
- εις υγεία! ή εις υγείαν! ή στην υγειά σου! ή στην υγειά σας! ή στην υγειά μας! ευχή για καλή υγεία που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες την ώρα που σηκώνουν το ποτήρι τους για να πιουν. (Λαϊκό τραγούδι: κέρνα όλες τις παρέες από πάρτη μου, για να πούνε εις υγεία στην αγάπη μου // άιντε στην υγειά μας, άιντε στην υγειά μας, ρε παιδιά).Για να μην επαναλαμβάνεται κάθε φορά που σηκώνει κάποιος από την παρέα το ποτήρι του να πιει το τσούγκρισμα η ευχετική έκφραση, αρκεί ένα χτύπημα του ποτηριού του επάνω στο τραπέζι, πράγμα που επαναλαμβάνεται και από τους άλλους, ακόμα και από εκείνον που τη φορά εκείνη δε θέλησε να πιει. Μερικές φορές, μετά την ευχετική έκφραση ακολουθεί το και στου οχτρού μας τ’ αφτί με την έννοια, να μάθει αυτός που μας εχθρεύεται πως είμαστε καλά στην υγεία μας και περνάμε καλά·
- εις υγεία του κορόιδου! ή εις υγείαν του κορόιδου! ειρωνική αναφορά σε άτομο που πληρώνει συνεχώς τα έξοδα για το φαγοπότι που κάνουν οι άλλοι: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μαζεύτηκαν γύρω του ένα σωρό τεμπελχανάδες που τρώνε και πίνουν εις υγεία του κορόιδου»·
- εις υγεία των ερώτων, στο ποτήρι μας το πρώτον ή εις υγείαν των ερώτων, στο ποτήρι μας το πρώτον, ευχή για καλή ερωτική ζωή γενικά, ή φιλοφρονητική αναφορά στους παλιούς τους έρωτες, που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες, καθώς τσουγκρίζουν ή υψώνουν για πρώτη φορά τα ποτήρια τους να πιουν. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση στο ποτήρι μας το πρώτον, που δηλώνει πως οι πότες είναι νηφάλιοι, γιατί, πολλές φορές, καθώς η οινοποσία έχει χρονική διάρκεια, επέρχεται θολούρα στο μυαλό, οπότε αρχίζουν να βγαίνουν από αυτόν που μέθυσε διάφορες κακίες ή απωθημένα για κάποιο παλιό ή και καινούριο ερωτικό του ταίρι· 
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης , βλ. λ. Θεός·
- και εις άλλα με υγεία! ή και σ’ άλλα με υγεία! α. ευχετική έκφραση από κάποιον, όταν μας συμβαίνει κάτι καλό, ώστε να μας συμβούν και άλλα ευχάριστα πράγματα και να είμαστε υγιείς για να τα χαρούμε. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν μας συμβαίνει κάτι κακό, ιδίως εξ υπαιτιότητάς μας. (Λαϊκό τραγούδι: Δευτέρα τα μιλήσαμε, Τρίτη τα κρυφοψήσαμε, Τετάρτη φιληθήκαμε, Πέμπτη στεφανωθήκαμε, Παρασκευή μ’ απάτησες, Σάββατο μ’ απαράτησες και την Κυριακή αργία και σ’ άλλα με υγεία
- και του χρόνου με υγεία! ευχή που δίνουμε σε κάποιον στην ονομαστική του γιορτή ή στα γενέθλιά του, να είναι γερός ώστε να τα γιορτάσει και τον επόμενο χρόνο· 
- με υγείες! βλ. συνηθέστ. με γεια! λ. γεια·
- με τις υγείες σου! ή με τις υγείες σας! α. ευχή σε κάποιον που έφαγε ή ήπιε, ιδίως αυτό που του προσφέραμε ως τρατάρισμα, ως κέρασμα. Είναι και φορές που η ευχή δίνεται την ώρα που γίνεται η προσφορά. β. ευχή σε κάποιον που φταρνίστηκε να μην έχει κακό επακόλουθο το φτάρνισμά του, γιατί αυτό, ως γνωστόν, είναι συνήθως προοίμιο κρυολογήματος. γ. ευχή που μας δίνει ο κουρέας μετά από το ξύρισμα ή το κούρεμα. δ. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που απότυχε σε κάτι: «αφού δεν άκουγες τις συμβουλές μου κι απότυχες, με τις υγείες σου!». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- να βρεις την υγειά σου, έκφραση με την οποία συστήνουμε ή συμβουλεύουμε κάποιον να χρησιμοποιήσει ή να εφαρμόσει αυτό που του προτείνουμε για να νιώσει πιο άνετα ή για να απαλλαχτεί από διάφορα καθημερινά προβλήματα: «ξέχνα τι σου λένε οι γιατροί, κι αν σου πονέσει το στομάχι πάρε αυτό το χαπάκι να βρεις την υγειά σου || αγόρασε αυτό τ’ αυτοκινητάκι να βρεις την υγειά σου, γιατί, έτσι μικρό που είναι, θα βρίσκεις αμέσως χώρο να παρκάρεις»·
- να δεις την υγειά σου, βλ. φρ. να βρεις την υγειά σου·
- πίνω στην υγεία σου ή πίνω στην υγειά σου, ευχετική πρόποση συμπότη μας για καλή υγεία. (Λαϊκό τραγούδι: γλέντι όμορφο και φίνο φούντωσε κι απόψε ο Σαλονικιός, άιντε στην υγειά του πίνω να ’ναι πάντα ωραίος ο Σαλονικιός
- σκάει από υγεία, είναι απόλυτα υγιής: «έλεγαν πως ο τάδε είναι άρρωστος, αλλά εγώ που τον είδα πριν από λίγο διαπίστωσα πως σκάει από υγεία ο άνθρωπος!»·
- στην υγειά σας! βλ. φρ. εις υγεία(!)·
- του σκάβω την υγεία, του την εξασθενίζω, του την υποσκάπτω: «οι απανωτές αρρώστιες του ’σκαψαν την υγεία || το τσιγάρο σκάβει την υγεία του ανθρώπου»·
- υγεία να ’χουμε! ή την υγειά μας να ’χουμε! δηλώνει αδιαφορία για κάποια ατυχία ή αποτυχία μας, αρκεί να έχουμε την υγεία μας, που είναι το πιο βασικό αγαθό του ανθρώπου·
- υγεία έχουν κι οι γύφτοι, όμως κοιμούνται νηστικοί, ειρωνική απάντηση ή απάντηση δυσφορίας σε κάποιον που προσπαθεί να μας εμψυχώσει για κάποια ατυχία ή αποτυχία μας με το υγεία(!)·
- υγεία και καλή καρδιά! έκφραση αισιοδοξίας παρόλο που κάτι δεν ήρθε όπως το επιθυμούσαμε, ή παρόλο που κάποιος μας αρνήθηκε τη βοήθειά του ενώ μπορούσε, με την έννοια πως η υγεία και η καλή διάθεσή μας είναι πιο βασικά αγαθά για μας. 

ύπνος

ύπνος, ο, ουσ. [<αρχ. ὕπνος], ο ύπνος. 1. άνθρωπος που δεν είναι έξυπνος, ο κουτός, ο βλάκας: «σου είπε αυτός ο ύπνος ότι δεν είναι δύσκολη η δουλειά, κι εσύ, μωρ’ αδερφάκι μου, τον πίστεψες;». 2. στην κλητ. ως επιφών. ύπνε! απευθύνεται υποτιμητικά σε ανόητο, σε κουτό, σε βλάκα: «ξύπνα ύπνε, δουλειά έχουμε!». Στον ύπνο αναφέρονται και τα παρακάτω ενδεικτικά νανουρίσματα: ύπνε που παίρνεις τα μωρά, έλα πάρε και τούτο, μικρό μικρό σου το ’δωσα μεγάλο φέρε μου το, μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ψηλό σαν κυπαρίσσι // έλα ύπνε και πάρε το και στείλ’ το στους μπαξέδες, και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδες. Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι, το μωρό μου κάνει νάνι κι όπου το πονεί να γιάνει. (Ακολουθούν 67 φρ.)·
- άγρυπνος ύπνος, λέγεται η περίπτωση εκείνη κατά την οποία μπορεί κάποιος να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά κι έτσι να μη φαίνεται στην ομήγυρη ότι κοιμάται: «στις μεγάλες συνεδριάσεις της Βουλής, που πολλές φορές διαρκούσαν και μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, επικρατούσε ανάμεσα στους βουλευτές όλων των κομμάτων ο άγρυπνος ύπνος»·
- βαθύς ύπνος, βλ. φρ. βαρύς ύπνος·
- βαρύς ύπνος, ο βαθύς, από τον οποίο δύσκολα μπορούμε να βγούμε, δύσκολα ξυπνάμε: «ήταν πολύ κουρασμένος, γι’ αυτό έχει βαρύ ύπνο». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί με ξύπνησες πρωί μέσα στον ύπνο τον βαρύ; γιατί την πόρτα μου χτυπάς; τι θέλεις, τώρα τι ζητάς;
- βλέπω στον ύπνο μου (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. είδα στον ύπνο μου·
- βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βρίσκεται στα πρόθυρα του ύπνου: «μην τον ενοχλείς τώρα, γιατί βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο»·
- βρίσκεται στον πρώτο ύπνο, έχει ώρα που αποκοιμήθηκε: «πέρασε ώρα από τότε που έφυγε, οπότε σίγουρα θα βρίσκεται στον πρώτο ύπνο»·   
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. φρ. γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή· 
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. φρ. γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή, όποιος κοιμάται πολύ και, κατ’ επέκταση, όποιος τεμπελιάζει, δεν προκόβει στη ζωή του: «ξύπνα, παιδάκι μου, να πας στη δουλειά σου, γιατί, γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή»·
- γλυκός ύπνος, που είναι αδιατάρακτος από κακά όνειρα ή από τύψεις: «πάντα έχει γλυκό ύπνο αυτός ο άνθρωπος, γιατί δεν έχει ποτέ του βλάψει κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, το μωρό μου στ’ όνειρό του χάδια μου ζητά στον ύπνο το γλυκό του
- δε με παίρνει (ο) ύπνος, 1. παρά την προσπάθεια που κάνω δεν μπορώ να κοιμηθώ: «το καλοκαίρι με τη ζέστη δε με παίρνει ο ύπνος». 2. παρά την προσπάθεια που κάνω, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ανησυχίας ή άλλων προβλημάτων: «όταν λείπουν το βράδυ τα παιδιά μου απ’ το σπίτι, δε με παίρνει ύπνος». (Λαϊκό τραγούδι: η αγωνία μου αυτή με τρώει και με δέρνει· να ξημερώσει ήθελα, γιατί ύπνος δε με παίρνει)·
- δε με πιάνει (ο) ύπνος, βλ. φρ. δε με παίρνει (ο) ύπνος. (Λαϊκό τραγούδι: κοντεύουνε χαράματα κι ο ύπνος δε με πιάνει· ένα μονάχα σκέφτομαι: πώς να σε εκδικηθώ
- δε μου κολλάει (ο) ύπνος, βλ. φρ. δε με παίρνει (ο) ύπνος·   
- δε χορταίνω τον ύπνο μου ή δε χορταίνω ύπνο, δεν κοιμάμαι ικανοποιητικά, χορταστικά: «τον τελευταίο καιρό δε χορταίνω ύπνο, γιατί έχω πολλά προβλήματα στη δουλειά μου». (Δημοτικό τραγούδι: εγέρασα, μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνια κλέφτης, τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος)·  
- δεν έχω ύπνο, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ανησυχίας ή άλλων προβλημάτων: «κάθε βράδυ δεν έχω ύπνο, γιατί έχω ένα σωρό σκοτούρες στο κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί, πατέρα, γιατί, πατέρα, δεν έχεις ύπνο και ξαγρυπνάς κι όλο τα βράδια με τη μητέρα μιλάτε ώρες κρυφά από μας
- είδα στον ύπνο μου (κάποιον ή κάτι), ονειρεύτηκα κάποιον ή κάτι: «χτες βράδυ είδα στον ύπνο μου την πρώτη μου αγαπημένη || πριν από καιρό είδα στον ύπνο μου πως είχα πάει διακοπές κάπου στις Κυκλάδες». (Λαϊκό τραγούδι: γυμνό σ’ είδα στον ύπνο μου,γυμνό, ξυπνώ και ζω με τ’ όνειρο ακόμα)· βλ. και φρ. το είδα στον ύπνο μου·
- είμαι απ’ τον ύπνο ή είμαι από ύπνο, έχω μόλις ξυπνήσει και βρίσκομαι ακόμη κάτω από την επίδραση του ύπνου, δεν έχω ακόμη συνέλθει: «πριν μου πεις οτιδήποτε, μισό λεπτό να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου, γιατί είμαι από ύπνο»·
- είναι ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βλ. φρ. βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο·
- είναι γλυκός ο ύπνος, δικαιολογία ατόμου που του αρέσει να κοιμάται πολύ: «εσείς πάτε να διασκεδάσετε κι εγώ θα πάω να κοιμηθώ, γιατί, αχ, είναι γλυκός ο ύπνος»·
- είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί, δικαιολογία ατόμου που δεν μπορεί να ξυπνήσει το πρωί στην ώρα του, για να πάει στη δουλειά του: «κάθε πρωί αργώ λίγο να πάω στη δουλειά μου, γιατί είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί»·
- είναι στον πρώτο ύπνο, βλ. φρ. βρίσκεται στον πρώτο ύπνο·
- είναι ύπνος, δεν είναι έξυπνος, είναι κουτός, βλάκας: «μην του εμπιστεύεσαι ούτε και την πιο απλή δουλειά, γιατί είναι ύπνος και θα εκτεθείς»·
- έλα ύπνε και πάρε το, ειρωνική έκφραση σε άτομο που είναι πολύ κουτό, πολύ κοιμισμένο, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να καταλάβει τι του λέμε: «μην του αναθέσεις ούτε την πιο εύκολη δουλειά, γιατί ο τύπος είναι έλα ύπνε και πάρε το και θα σε ταλαιπωρήσει». Από το ότι η φρ. αυτή αποτελεί την απαρχή νανουρίσματος. Πρβλ.: έλα ύπνε και πάρε το και στείλ’ το στους μπαξέδες, και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια, μενεξέδες(…). Συνών. ύπνε που παίρνεις τα παιδιά·   
- έχω ελαφρύ ύπνο ή έχω ύπνο ελαφρύ, βλ. φρ. κάνω ελαφρύ ύπνο·
- η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- κάλλιο ύπνο παρά δείπνο, λέγεται για τους τεμπέληδες που προτιμούν να κοιμούνται παρά να δουλεύουν: «πώς να προκόψει αυτός ο άνθρωπος! Μια ζωή κάλλιο ύπνο παρά δείπνο είναι»·
- καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- καλό(ν) ύπνο! ευχή μεταξύ ατόμων που αποχωρίζονται όταν πάνε για ύπνο, ή που ξαπλώνουν στο κρεβάτι να κοιμηθούν·
- κάνω ελαφρύ ύπνο ή κάνω ύπνο ελαφρύ, ξυπνώ πολύ εύκολα, με το παραμικρό: «μόλις ακούσω κάποιον θόρυβο, ξυπνώ αμέσως, γιατί κάνω ελαφρύ ύπνο»·
- κλέβω έναν ύπνο, βλ. συνηθέστ. ξεκλέβω έναν ύπνο·
- κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, α. κοιμάται βαθιά και γαλήνια: «είναι τόσο εντάξει άνθρωπος, που πάντα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου». Από το ότι ένας δίκαιος άνθρωπος έχει τη συνείδησή του ήσυχη. β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, ιδίως για πράγματα που το αφορούν: «η γυναίκα του τον κερατώνει μ’ έναν φίλο του κι αυτός κοιμάται τον ύπνο του δικαίου»·
- μ’ έπιασε ο ύπνος, βλ. φρ. με πήρε ο ύπνος·
- με πήρε ο ύπνος, α. αποκοιμήθηκα: «ήμουν τόσο κουρασμένος, που, μόλις κάθισα στην καρέκλα με πήρε αμέσως ο ύπνος». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρε ο ύπνος κι έγειρα στου καραβιού την πλώρη και ήρθε και με ξύπνησε του καπετάνιου η κόρη). β. αποξεχάστηκα, αφαιρέθηκα: «με πήρε ο ύπνος κι έφυγε το σκυλί»·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- μιλάει στον ύπνο του, παραμιλάει καθώς κοιμάται: «η γυναίκα του μαθαίνει όλα τα τσιλημπουρδήματά του, γιατί ο βλάκας μιλάει στον ύπνο του»·
- μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο, μόλις ξύπνησα: «μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο χτύπησε το κουδούνι ο θυρωρός για τα κοινόχρηστα». Συνών. μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι (α)·
- μου ’φυγε ο ύπνος, δεν έχω πια τη διάθεση να κοιμηθώ, ιδίως μετά από κάποια ενοχλητική κατάσταση που δημιουργήθηκε: «ενώ νύσταζα κι έπεσα να κοιμηθώ, έγινε μια φασαρία έξω απ’ το σπίτι και μου ’φυγε ο ύπνος»·
- ξεκλέβω έναν ύπνο, βλ. συνηθέστ. ξεκλέβω έναν υπνάκο, λ. υπνάκος·
- ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος: «μην κοιμάσαι τώρα και γλέντα τη ζωή, γιατί σε όλους μας θα έρθει κάποτε ο αιώνιος ύπνος». Συνών. η αιώνια ανάπαυση / ο τελευταίος ύπνος·
- ο τελευταίος ύπνος, βλ. φρ. ο αιώνιος ύπνος·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους, λέγεται ειρωνικά για τους τεμπέληδες που παχαίνουν απ’ το καθισιό, αλλά δεν αποκτούν χρήματα·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. συνηθέστ. ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους·
 - ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί το γέροντα τον κάνει παλικάρι, λέγεται για να τονίσει την ευεργετική επίδραση του ύπνου, ιδίως στα παιδιά, του ήλιου στα ζώα, και του κρασιού στα ηλικιωμένα άτομα, τα οποία, κάτω από την επίδραση του αλκοόλ ενεργούν πολλές φορές δυναμικά, όπως όταν ήταν νέοι·
- ο ύπνος της χαρμάνας, ( στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο ύπνος του τοξικομανή, που, όταν στερείται το ναρκωτικό του, ξυπνάει κάθε τόσο με νευρικά τινάγματα κάτω από την πίεση του στερητικού συνδρόμου: «δεν υπάρχει πιο βασανιστική κατάσταση απ’ τον ύπνο της χαρμάνας»·
- ο ύπνος ύπνο φέρνει, βλ. φρ. ο ύπνος φέρνει ύπνο·
- ο ύπνος φέρνει ύπνο, όποιος κοιμάται πολύ, θέλει να κοιμάται συνέχεια, νυστάζει συνέχεια: «μην κοιμάσαι τόσο πολύ, αγόρι μου, γιατί ο ύπνος φέρνει ύπνο»·
- ούτε στον ύπνο σου, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση: «θα μου δώσεις τα δανεικά που σου ζήτησα; -Ούτε στον ύπνο σου»·
- ούτε στον ύπνο του…, συγκοπή των αμέσως παρακάτω δυο φράσεων·
- ούτε στον ύπνο του δεν το είδε ή ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε, λέγεται στην περίπτωση που συνέβη ανέλπιστα κάποιο σπουδαίο καλό σε κάποιον: «θα πήγαινε φυλακή για χρέη, αλλά του ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου. -Ούτε στον ύπνο του δεν το είδε || τη βδομάδα που μας πέρασε, ο τάδε κέρδισε και στο προπό, και στο λότο, και στο τζόκερ. -Ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε». Από το ότι στο όνειρο συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα·
- παίρνω έναν ύπνο ή παίρνω τον ύπνο μου, κοιμάμαι: «αν δεν πάρω κανονικά τον ύπνο μου, την άλλη μέρα είμαι χάλια || κάθε μεσημέρι παίρνω έναν ύπνο»·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, ακριβώς τη στιγμή που κοιμάται κάποιος ήρεμα και βαθιά: «ήρθε πάνω στον ύπνο τον καλό και μου βροντούσε την πόρτα»·
- πάω για ύπνο, αποχωρώ από κάπου για να πάω να κοιμηθώ: «επειδή πέρασε η ώρα, πάω για ύπνο»·
- πέφτω για ύπνο, ξαπλώνω στο κρεβάτι να κοιμηθώ: «κάθε βράδυ, μόλις τελειώσει το τελευταίο δελτίο ειδήσεων πέφτω για ύπνο»·
- πηγαίνει για ύπνο με τις κότες, βλ. συνηθέστ. κοιμάται με τις κότες, λ. κότα·
- ρίχνω έναν ύπνο, βλ. φρ. τραβώ έναν ύπνο·
- στον ύπνο και στον ξύπνο, λέγεται στην περίπτωση που κάτι μας απασχολεί συνεχώς: «στον ύπνο και στον ξύπνο έχω το νου μου σ’ αυτό το παιδί, γιατί είναι πολύ άτακτο»·
- στον ύπνο σου το είδες; α. έκφραση αμφισβήτησης ή απορίας σε άτομο που μας λέει ή μας ζητάει κάτι απίθανο, που αδυνατούμε να το πιστέψουμε: «έμαθα πως το μεσημέρι θα περάσει ο τάδε απ’ το γραφείο σου. -Στον ύπνο σου το είδες; Αυτός λείπει στο εξωτερικό! || εσύ που έχεις λεφτά, θα με βοηθήσεις να κάνω αυτή τη δουλειά; -Στον ύπνο σου το είδες; Εγώ δεν έχω λεφτά να καλύψω τις υποχρεώσεις μου!». β. λέγεται με ειρωνική διάθεση σε άτομο που κάνει κάτι πρωί πρωί, ενώ θα μπορούσε να το κάνει μια οποιαδήποτε άλλη ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας: «μα καλά, στο ύπνο σου το είδες κι ήρθες πρωί πρωί να μου φέρεις τα δανεικά;»· 
- στρώνω για ύπνο, ετοιμάζω το κρεβάτι μου να κοιμηθώ: «είναι στο δωμάτιό του και στρώνει για ύπνο»·
- το είδα στον ύπνο μου, υπέθεσα λάθος κάτι, το φαντάστηκα: «αν είχε έρθει ο τάδε που λες, θα μου το ’λεγε ο αδερφός του που ήμασταν πριν από λίγο μαζί. -Θα το είδα στον ύπνο μου». Πολλές φορές, άλλοτε προηγείται και άλλοτε έπεται της φρ. το μου φαίνεται· 
- το στρώνω στον ύπνο, πέφτω να κοιμηθώ, κοιμάμαι: «μόλις γύρισε στο σπίτι, το ’στρωσε στον ύπνο»·
- τον έπιασα στον ύπνο, τον εξαπάτησα, τον ξεγέλασα όχι τόσο γιατί είναι κουτός, αλλά επειδή είχε αλλού το νου του, επειδή ήταν αφηρημένος ή απασχολημένος: «τον έπιασα στον ύπνο την ώρα που παρακολουθούσε το ματς από την τηλεόραση και του πήρα τα δανεικά που μου χρειάζονταν»·
- τον πέτυχα στον ύπνο, βλ. συνηθέστ. τον έπιασα στον ύπνο·
- τραβώ έναν ύπνο, κοιμάμαι πολύ καλά, χορταστικά: «α, κάθε Κυριακή μεσημέρι τραβώ έναν ύπνο, που τον ευχαριστιέμαι!»·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, ειρωνική έκφραση σε άτομο που είναι πολύ κουτό, πολύ κοιμισμένο, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που του λέμε: «αμάν, βρε, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πώς αλλιώς πρέπει να στο πω για να καταλάβεις;». Από την αρχή του νανουρίσματος: ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο, μικρό μικρό σου του ’δωσα μεγάλο φέρε μου το(…). Συνών. έλα ύπνε και πάρε το·
- ύπνο ελαφρύ, ευχή σε κάποιον, που πάει να κοιμηθεί, να έχει ύπνο αδιατάρακτο, ύπνο χωρίς εφιάλτες: «καληνύχτα, φίλε μου, και ύπνο ελαφρύ»·
- χάνω τον ύπνο μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ψυχικής αναστάτωσης ή φόβου: «επειδή έγινε ζούγκλα η κοινωνία μας, χάνω τον ύπνο μου κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι»·
- χορταίνω τον ύπνο μου ή χορταίνω ύπνο, κοιμάμαι πολύ ικανοποιητικά, χορταστικά: «κάθε Κυριακή πρωί χορταίνω τον ύπνο μου».

φαρδομάνικο

φαρδομάνικο, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. φαρδομάνικος], το ρούχο που έχει φαρδιά μανίκια: «φαρδομάνικο πουκάμισο»·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που επιδιώκει αγαθά και αξιώματα που όμως είναι ανώτερα των δυνατοτήτων του: «αφού δεν έχεις λεφτά μην προσπαθείς να γλεντάς κι εσύ όπως γλεντά αυτός ο βιομήχανος, γιατί καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες».

φήμη

φήμη, η, ουσ. [<αρχ. φήμη (= άκουσμα, διάδοση)], η φήμη. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- αμαυρώνω τη φήμη μου, καταστρέφω τη θετική γνώμη που έχουν για μένα: «ήταν πολύ καλός υπουργός, αλλά αμαύρωσε τη φήμη του, όταν αποκαλύφθηκε πως ήταν αναμεμειγμένος στις μίζες»·
- αφήνω φήμη, φημίζομαι, ιδίως για κάτι καλό ή κακό που έκανα στο παρελθόν: «άφησε φήμη με τα γλέντια που έκανε στα νιάτα του || άφησε φήμη για τη ληστεία της τράπεζας που διέπραξε»·
- βγάζω τη φήμη, διαδίδω: «ποιος έβγαλε τη φήμη ότι είμαι χαρτοπαίχτης; ||  κάποιος έβγαλε τη φήμη πως θα πέσει η κυβέρνηση και προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση στο χρηματιστήριο»·
- βγάζω φήμη, έρχομαι στην επικαιρότητα, κουβεντιάζομαι, φημίζομαι: «με τον πρώτο δίσκο που κυκλοφόρησε ο τάδε τραγουδιστής, έβγαλε φήμη || ένα βιβλίο έγραψε αυτός ο συγγραφέας κι αμέσως έβγαλε φήμη»·
- βγήκε (η) φήμη, (αόριστα) διαδόθηκε: «βγήκε η φήμη πως θα γίνει ανασχηματισμός της κυβέρνησης»·
- έχει κακή φήμη, το άτομο ή το προϊόν για το οποίο γίνεται λόγος, κουβεντιάζεται αρνητικά: «δεν του κάνει κανείς παρέα, γιατί έχει κακή φήμη ως άνθρωπος || δε θ’ αγοράσω αυτό αυτοκίνητο, γιατί έχει κακή φήμη»·
- έχει καλή φήμη, το άτομο ή το προϊόν για το οποίο γίνεται λόγος, κουβεντιάζεται θετικά: «όπου και να πηγαίνει, όλοι θέλουν να τον πάρουν στην παρέα τους, γιατί έχει καλή φήμη || αν αποφασίσω ν’ αγοράσω αυτοκίνητο, θα πάρω το τάδε, γιατί έχει καλή φήμη»·
- έχει τη φήμη του… (της…), φημίζεται για κάτι καλό ή κακό: «έχει τη φήμη του γυναικά || έχει τη φήμη του καλού επιστήμονα || έχει τη φήμη της καλής νοικοκυράς || έχει τη φήμη της ερωτιάρας || δεν παίζει κανείς μαζί του χαρτιά, γιατί έχει τη φήμη του χαρτοκλέφτη»·
- κυκλοφορεί η φήμη, διαδίδεται ευρέως κάτι: «τις τελευταίες μέρες κυκλοφορεί η φήμη πως θα δηλώσει παραίτηση ο τάδε ο υπουργός»·
- οργιάζουν οι φήμες, λέγεται για κάτι που γινόταν κρυφά και κατέληξε να γίνει ευρέως γνωστό, σε βαθμό να το συζητάνε όλοι, να βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος και ο καθένας να συμπληρώνει με τη φαντασία του τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης ή να αφαιρεί σημεία που δεν του είναι αρεστά, με αποτέλεσμα να ακούγονται ορισμένες φορές τερατώδεις εκδοχές και να μεγαλώνει το σκάνδαλο: «πρέπει να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου για τις προμήθειες που λένε πως έχεις εισπράξει παράνομα, γιατί, όσο δε μιλάς, τόσο οργιάζουν οι φήμες και στο τέλος μπορεί και να την πληρώσεις ακριβά»·
- χαίρω καλής φήμης, με εκτιμούν: «στο εργοστάσιο όπου εργάζομαι, χαίρω καλής φήμης».

φτώχεια

φτώχεια, η, ουσ. [<φτωχαίνω (υποχωρητ.)], η φτώχεια· η κατάσταση του φτωχού, η φτωχική ζωή, η ένδεια: «είναι πολύ δύσκολο πράγμα να ζει κανείς μέσ’ στη φτώχεια». (Τραγούδι: φτώχεια που τις καρδιές πληγώνεις, βγάζεις τα πιο καλά παιδιά). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η φτώχεια, βλ. λ. φίλος·
- έξω φτώχεια! ξόρκι της διασκέδασης των φτωχών που ακούγεται σε στιγμές κεφιού ή γλεντιού. (Λαϊκό τραγούδι: όταν ακούω μπαγλαμάδες, έξω φτώχεια και νταλκάδες // έξω φτώχεια,να γλεντήσουμε τον ψεύτικο ντουνιά, κουτσαβάκη θέλω μάγκα, έμορφο και μερακλή, να γλεντούμε πάντα οι δυο μαζί
- έξω φτώχεια και καημοί! έκφραση αισιοδοξίας, έξω φτώχεια! (Λαϊκό τραγούδι: έξω φτώχεια και καημοί,θέλω απόψε να γλεντήσω, τη φτωχή μου την καρδιά μέσα στο κρασί να πνίξω
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! έκφραση αισιοδοξίας με την έννοια πως ο φτωχός δεν πρέπει να απελπίζεται, δεν πρέπει να απογοητεύεται στη ζωή του και ακούγεται σε στιγμές κεφιού ή γλεντιού. (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή μου όλη άδειο πορτοφόλι, έρωτες ξενύχτια και φιλιά, η ζωή μου όλη άδειο πορτοφόλι, έξω φτώχεια και καλή καρδιά
- έχω φτώχειες, περνώ περίοδο στέρησης, φτώχειας: «κι εγώ έχω φτώχειες, αλλά δεν κλαίγομαι σαν και σένα». Στον τύπο έχω κάτι φτώχειες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι φτώχειες(!)·
- η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος, λέγεται με την έννοια ότι κάτω από την πίεση της φτώχειας, μπορεί να προβεί κανείς σε ακραίες ενέργειες: «έφτασε στο σημείο να επιχειρήσει να ληστέψει μια τράπεζα, γιατί η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος || τον γλίτωσαν την τελευταία στιγμή, πριν πέσει απ’ το μπαλκόνι του, γιατί η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος». Πολλές φορές, μετά το φτώχεια, ακολουθεί το βλέπεις· 
- η φτώχεια θέλει καλοπέραση, α. ο φτωχός δεν πρέπει να αφήνει τη φτώχεια να τον καταβάλλει ψυχικά, αλλά πρέπει να την αντιμετωπίζει με αισιοδοξία και διασκέδαση, για να γίνει πιο υποφερτή. Η έκφραση ακούγεται σε στιγμές γλεντιού ή σαν δικαιολογία από άτομο που γλεντάει, που διασκεδάζει, αν και δεν έχει άνεση χρημάτων. (Λαϊκό τραγούδι: η φτώχεια θέλει καλοπέραση, θέλει αγάπη και κρασί, η φτώχεια θέλει καλοπέραση, για να ’ναι η ζωή χρυσή). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση από πλούσιο σε ώρα γλεντιού·
- η φτώχεια φέρνει γκρίνια, βλ. φρ. όπου φτώχεια και γκρίνια·
- καταραμένη φτώχεια ή φτώχεια καταραμένη ή κατηραμένη φτώχεια ή φτώχεια κατηραμένη, έκφραση απελπισίας φτωχού ανθρώπου που βασανίζεται από τη φτώχεια: «α ρε, καταραμένη φτώχεια, δε σ’ αντέχω άλλο!». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα φίλε, μη μου θυμίζεις την καταραμένη φτώχεια, φεύγει το καλοκαιράκι, μπαίνουνε τα πρωτοβρόχια // δε με φοβήσαν κύματα, χιόνια και ανεμοβρόχια όσο με φόβισες εσύ κατηραμένη φτώχεια // απ’ τα φτωχά μου τα όνειρα ένα σωστό δε βγαίνει, όλα τα σκόρπισες εσύ, φτώχεια κατηραμένη
- μαύρη φτώχεια, πολύ μεγάλη και βασανιστική φτώχεια: «απόμεινε μοναχός και πέθανε μέσ’ στη μαύρη φτώχεια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να πεθάνω, για να λυτρωθώ, μα η μαύρη φτώχεια μ’ έχει δικασμένο ούτε να πεθάνω ούτε και να ζω)· 
- με δέρνει η φτώχεια ή με δέρνουν οι φτώχειες, βασανίζομαι, υποφέρω από τη φτώχεια που περνώ: «τον τελευταίο καιρό με δέρνει η φτώχεια περισσότερο από κάθε άλλη φορά». Στον τύπο με δέρνει μια φτώχεια! ή με δέρνουν κάτι φτώχειες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι φτώχεια! ή μα τι φτώχειες(!)·
- όπου φτώχεια και γκρίνια, η ανέχεια και οι δυσκολίες που προκαλούνται  από τη φτώχεια οδηγούν ένα ζευγάρι ή μια οικογένεια στις προστριβές, στην γκρίνια: «καλά λένε πως, όπου φτώχεια και γκρίνια, γιατί, απ’ τη μέρα που τον απέλυσαν απ’ τη δουλειά, κάθε μέρα καβγαδίζουν στο σπίτι τους»·
- όταν μπει η φτώχεια απ’ την πόρτα, βγαίνει  ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ. φρ. όπου φτώχεια και γκρίνια·  
- περνώ φτώχειες, περνώ περίοδο στέρησης, φτώχειας: «κάνω αιματηρές οικονομίες να παντρέψω την κόρη μου, και περνώ φτώχειες». Στον τύπο περνώ κάτι φτώχειες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι φτώχειες(!). (Λαϊκό τραγούδι: ο κυρ-Θάνος πέθανε παραπονεμένος χτες αργά στο καπηλειό του Χατζηθωμά, τελευταία πέρναγε φτώχειες ο καημένος κι είχε βάλει ενέχυρο και το μπαγλαμά
- στη φτώχεια, φτωχικά: «ζει στη φτώχεια»·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, βλ. λ. λόγος·
- τη βγάζω στη φτώχεια, περνώ, ζω φτωχικά: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές μου, τη βγάζω στη φτώχεια»·
- φτώχεια και των γονέων! πολύ μεγάλη φτώχεια: «πώς μπορούν και ζουν αυτοί οι άνθρωποι! Φτώχεια και των γονέων!».

φτωχός

φτωχός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<μσν. φτωχός <αρχ. πτωχός], ο φτωχός. 1. που είναι άπορος: «επειδή είναι φτωχός, τον συντηρούν οι φίλοι του». (Λαϊκό τραγούδι: ο φτωχός,μάνα, ο φτωχός, μάνα, καλύτερα να μη γεννιέται). 2. (με συμπάθεια) ο καημένος, ο δυστυχής, ο ταλαίπωρος, ο καψερός, ο δόλιος: «βρε τι τραβάει ο φτωχός απ’ τη γυναίκα του!». (Λαϊκό τραγούδι: τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος, αχ πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός). 3. αυτός που η εικόνα του φανερώνει έλλειψη οικονομικών πόρων: «φτωχό ντύσιμο || φτωχό γεύμα || φτωχό δώρο». (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- βγήκα από φτωχά αρχίδια ή βγήκαμε από φτωχά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι φτωχός στο μυαλό ή είναι φτωχός στα μυαλά, υστερεί πνευματικά: «σπάνε πλάκα μαζί του οι άλλοι, γιατί είναι φτωχός στο μυαλό»·
- ήλιος και βροχή, παντρεύονται οι φτωχοί, βλ. λ. ήλιος·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός ή θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός, βλ. λ. τροχός·
- καλύτερα δούλα στον πλούσιο, παρά κυρά στον φτωχό, βλ. λ. δούλα·
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, όποιος βοηθάει αυτούς που έχουν ανάγκη, ανταμείβεται κάποτε από το Θεό: «αν ενδιαφέρεσαι για την ψυχή σου, κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό»·
- κάνω τον φτωχό, προσποιούμαι τον φτωχό: «κάθε φορά που φτάνει η ώρα να πληρώσουμε το ρεφενέ μας, κάνει τον φτωχό για να πληρώσει λιγότερα»·
- κοιμήθηκε φτωχός και ξύπνησε πλούσιος, βλ. λ. πλούσιος·
- με το φτωχό μου το μυαλό, έκφραση μετριοφροσύνης, για να μη δείξουμε στο συνομιλητή μας τις πραγματικές μας πνευματικές δυνατότητες: «έχω με το φτωχό μου το μυαλό την εντύπωση πως, αν χειριστείς έτσι όπως σου λέω το θέμα, θα είναι πολύ καλύτερα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια, βλ. λ. γλέντι·
- ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του, βλ. λ. παιδί·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, βλ. λ. Θεός·
- όπου φτωχός κι η μοίρα του, λέγεται με συμπάθεια για άτομο φτωχό και ταλαιπωρημένο, που του έρχονται  νέες στερήσεις και δυστυχίες: «πριν από καιρό έχασε τη μάνα του και πάνω στο εξάμηνο πέθανε κι η γυναίκα. -Όπου φτωχός κι η μοίρα του»·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. συνηθέστ. η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, λ. κότα·
- πήγε υπέρ των φτωχών, (ειρωνικά) το χρηματικό ποσό που δόθηκε για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, όχι μόνο δε χρησιμοποιήθηκε ποτέ για το σκοπό αυτό, αλλά και έχει υπεξαιρεθεί: «έδωσε ένα σημαντικό ποσό στο τάδε σωματείο για κοινωνική προσφορά, αλλά πήγε υπέρ των φτωχών». Από το ότι επικρατεί η αντίληψη ότι τα χρήματα που προσφέρει την Κυριακή το εκκλησίασμα υπέρ των πτωχών, δε χρησιμοποιείται ποτέ γι’ αυτούς, αλλά διατίθενται στην καλύτερη περίπτωση για διάφορες ανάγκες της εκκλησίας ή υπεξαιρούνται από τους ιερείς και επιτρόπους·
- τεμπέλης νέος, φτωχός γέρος, βλ. λ. γέρος·
- την εθέλω και ας είν’ και χήρα και φτωχή και κακομοίρα, βλ. λ. θέλω·
- του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, βλ. λ. ρούχο·
- του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο, λέγεται στην περίπτωση που τυχαίνει σε κάποιον φτωχό ασήμαντο πράγμα ή του προκύπτει ασήμαντη ωφέλεια. Από το ότι ο λαός έχει την αντίληψη πως η τύχη δεν ευνοεί τους φτωχούς, εξού και το τα λεφτά πάνε στα λεφτά·
- του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, βλ. λ. κέρατο·
- τρώει του φτωχού τ’ αρνί, είναι πολύ σκληρόκαρδος, μεγάλος άρπαγας: «μωρέ, όταν καταλαβαίνει πως μπορεί να βγάλει λεφτά, τρώει του φτωχού τ’ αρνί και δεν τον νοιάζει για το παραμικρό». (Λαϊκό τραγούδι: και τρώμε του φτωχού τ’ αρνί και είμαστε και χριστιανοί
- φτωχό είναι το μυαλό σου, επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας χαρακτηρίζει ως άτομο με φτωχό μυαλό: «τι γνώμη να πάρω από σένα, αφού είσαι φτωχό μυαλό. -Φτωχό είναι το μυαλό σου»·
- φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει, οι άσημοι άνθρωποι, μένουν στην αφάνεια: «εμένα το φουκαρά δε με ξέρει κανένας, γιατί φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει»·
- φτωχός καπετάνιος, πλούσιο ταξίδι δεν κάνει, βλ. λ. καπετάνιος·
- φτωχός Λάζαρος, χαρακτηρισμός πάμφτωχου ατόμου: «μα δεν ήξερες πως είναι φτωχός Λάζαρος και πήγες να του ζητήσεις δανεικά;»·
- φτωχός συγγενής, βλ. λ. συγγενής.

φωνή

φωνή, η, ουσ. [<αρχ. φωνή], η φωνή. 1. η κραυγή, το ξεφωνητό: «μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε μια φωνή που έκανε το αίμα μας να παγώσει στις φλέβες». 2. ο άνθρωπος που καλεί κάποιον, που μιλάει: «άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει απ’ τ’ απέναντι πεζοδρόμιο || άκουσε μια φωνή πίσω του να του λέει…». 3. άνθρωπος με κύρος, με προσωπικότητα: «δεν υπάρχει σήμερα μια φωνή που θα μας υποδείξει πώς θα βγούμε απ’ τ’ αδιέξοδο». 4. ο ήχος που παράγεται από μουσικά όργανα: «η παραπονιάρικη φωνή του βιολιού ακούστηκε απαλά μέσα στη νύχτα». 5. στον πλ. οι φωνές, θόρυβος από πολλές φωνές, φασαρία, οχλοβοή: «τι φωνές είναι αυτές που ακούγονται απ’ την πλατεία;». Υποκορ. φωνίτσα, η κ. φωνούλα, η. (Ακολουθούν 60 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- ακούει φωνές, έχει παραισθήσεις, ιδίως λόγω ψυχικής διαταραχής: «ακούει φωνές πως έρχεται η συντέλεια του κόσμου || άσ’ τον ν’ ακούει, γιατί και πριν από καιρό άκουγε φωνές πως θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου με τον ερχομό του 2.000!»·
- ανεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. υψώνω τον τόνο της φωνής μου·
- ανοίγω τη φωνή (γιαραδιόφωναήτηλεοράσεις),δυναμώνω την ένταση του ήχου: «άνοιξε τη φωνή ν’ ακούσουμε καλά τι λέει ο παρουσιαστής!»·
- βάζω μια φωνή, καλώ κάποιον από μακριά ή κάποιον που βρίσκεται μακριά: «βάλε μια φωνή μήπως σ’ ακούσει κι έρθει! || όπως ερχόταν, έβαλε μια φωνή ζητώντας μας να τον περιμένουμε»·
- βάζω (τις) φωνές, διαμαρτύρομαι με δυνατές φωνές ή επιπλήττω, κατσαδιάζω έντονα κάποιον: «έβαλε τις φωνές, μόλις του ανακοίνωσαν απ’ τη διεύθυνση πως θα τον μετέθεταν στην επαρχία || δεν έχω τη διάθεση να βάζω τις φωνές στον καθένα που κάνει ανοησίες!»·
- βάζω φωνή μεγάλη, βλ. φρ. βγάζω φωνή μεγάλη·
- βάλε μια φωνή, (παρακλητικά) κάλεσε κάποιον δυνατά, φώναξέ τον: «σε παρακαλώ, βάλε μια φωνή στον τάδε να έρθει, γιατί εγώ δεν μπορώ να φωνάξω δυνατά». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μανούλα μια φωνή και μέσ’ τα μαύρα ντύσου, πάρε τους δρόμους να με βρεις, χάνεται το παιδί σου
- βγάζω μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- βγάζω φωνή μεγάλη, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω: «έπεσε απ’ τη σκάλα κι έβγαλε φωνή μεγάλη». (Δημοτικό τραγούδι: κι έπεσε μες στο πηγάδι κι έβγαλε, ωρέ φωνή μεγάλη
- δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του, δεν τον άκουσα ακόμα να μιλάει: «τόσους μήνες στο Κοινοβούλιο αυτός ο βουλευτής και δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του»·
- δεν του (της) άρεσε η φωνή μου, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που σηκώνουμε το ακουστικό του τηλεφώνου να απαντήσουμε σε αυτόν που κάλεσε, και δε μιλάει κανείς μετά το εμπρός που απευθύνουμε, ίσως γιατί δεν ήμασταν το επιθυμητό πρόσωπο που ανταποκρίθηκε στην κλίση του. Η φρ. και με ειρωνικό τρόπο, όταν στο χώρο μας βρίσκεται το άτομο για το οποίο υποπτευόμαστε ότι έγινε η κλήση·
- δεύτερη φωνή, η διωδία, το σεγκόντο: «τραγουδάει πολύ όμορφα και ψάχνει μια δεύτερη φωνή να τον συνοδεύει»·
- δίνει χρώμα στη φωνή του, βλ. λ. χρώμα·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές, έκφραση απορίας ή έκπληξης που λέγεται και με κάποια δυσφορία σε άτομο που μας ζητάει ή κάνει παράλογα ή παράτολμα πράγματα·
- έκλεισε η φωνή μου, βράχνιασα και δεν μπορώ να μιλήσω δυνατά, πόσο μάλλον να τραγουδήσω: «δεν μπορώ να μιλώ δυνατά, γιατί έκλεισε η φωνή μου || δε θα ’ρθω σήμερα στη χορωδία, γιατί έκλεισε η φωνή μου»·
- εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μιλάει απειλητικά ή από θέση ισχύος, ενώ δεν έχει αυτή τη δυνατότητα ή αρμοδιότητα: «θα κάνω αυτό που θέλω κι εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή, γιατί σ’ έχω γραμμένο!». Το εμένα λέγεται με έμφαση. Από την εικόνα του ατόμου που, όταν απειλεί ή μιλάει σε κάποιον από θέση ισχύος, του μιλάει με έντονη φωνή. Συνών. εμένα μη μου υψώνεις το δάχτυλο(!)·  
- έχασε τη φωνή του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «όταν αποκάλυψα στην παρέα πως αυτός ήταν που μας είχε κατηγορήσει, έχασε τη φωνή του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο, που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «έχασε τη φωνή του, μόλις με είδε να συνοδεύσω μια τέτοια γυναικάρα! || έκανε τον νταή, αλλά μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι, έχασε τη φωνή του ο δικός σου». Συνών. έχασε τα λόγια του (α, β) / έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του·
- έχει πρώτη φωνή, έχει πολύ καλή φωνή: «αυτός ο τραγουδιστής έχει πρώτη φωνή»·
- έχει φωνή, έχει καλή φωνή: «αυτή η τραγουδίστρια έχει φωνή»·
- έχει φωνή καμπάνα, έχει δυνατή και μεταλλική φωνή: «όταν τραγουδάει, ακούγεται σ’ όλον τον κάμπο, γιατί έχει φωνή καμπάνα || αποκλείεται να μην άκουσες, όταν σε φώναζε, γιατί έχει φωνή καμπάνα»·
- η φωνή του ακούγεται απ’ το πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- καθαρίζω τη φωνή μου, βήχω πολλές φορές ελαφρά να απαλλάξω το λάρυγγά μου από τα τυχόν φλέματα, ώστε να γίνει καθαρότερη η φωνή μου: «λίγο πριν αρχίσει να τραγουδάει, ξερόβηξε μερικές φορές να καθαρίσει τη φωνή του»·
- κάνει δεύτερη φωνή, συνοδεύει κάνοντας σεγκόντο, σεγκοντάρει κάποιον στην ερμηνεία ενός τραγουδιού: «όταν τραγουδάει με τον τάδε, κάνει πάντα δεύτερη φωνή»·
- κάνει πρώτη φωνή, στην ερμηνεία ενός τραγουδιού, τραγουδάει με την εντονότερη φωνή: «ποιος κάνει πρώτη φωνή στο συγκρότημα που δημιουργήσατε;»·
- κατά φωνή, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος εμφανίζεται ξαφνικά, ακριβώς τη στιγμή που γίνεται λόγος γι’ αυτόν ή τη στιγμή που τον χρειαζόμαστε·
- κατά φωνή και το πουλί, λέγεται με συμπάθεια για το κατά φωνή·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, λέγεται με ειρωνική διάθεση ή χάριν αστεϊσμού για το κατά φωνή·
- κατά φωνή κι ο Λάζαρος, λέγεται με συμπάθεια για το κατά φωνή·
- κατεβάζω τη φωνή, (για ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις) μειώνω την ένταση του ήχου: «κατέβασε τη φωνή απ’ αυτό το ρημάδι, γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ»· βλ. και φρ. κατεβάζω τη φωνή μου·
- κατεβάζω τη φωνή ή κατεβάζω τη φωνή μου, βλ. φρ. χαμηλώνω τη φωνή·
- κατεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου·
- με μια φωνή, α. ομόφωνα: «συμφώνησαν με μια φωνή να μην αποδεχτούν τις προτάσεις της εργοδοσίας». β. σαν ένας άνθρωπος: «όλοι συμφώνησαν με μια φωνή να μην αφήσουν τον εχθρό να πατήσει ούτε μια πιθαμή γη της πατρίδας τους»·
- μήτε φανιά μήτε λαλιά, βλ. συνηθέστ. ούτε φωνή ούτε ακρόαση·
- μπήγω μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- μπήγω (τις) φωνές, βλ. φρ. βάζω (τις) φωνές·
- ο κοντός για ψωλή για φωνή, βλ. λ. κοντός·
- ούτε φωνή ούτε ακρόαση, α. λέγεται για άτομο που έχει καιρό να δώσει σημεία ζωής και δεν έχουμε γι’ αυτό καμιά πληροφορία: «είχα βασιστεί στην υπόσχεσή του πως θα με βοηθήσει, αλλά από τότε ούτε φωνή ούτε ακρόαση». β. λέγεται για άτομο που δε δίνει απάντηση, που αδιαφορεί σε ένα αίτημα που του υποβάλαμε: «υπέβαλα αίτηση στο διευθυντή να μου δώσει άδεια τον επόμενο μήνα, αλλά αυτός ούτε φωνή ούτε ακρόαση»·
- πατώ μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- πατώ (τις) φωνές, βλ. φρ. βάζω (τις) φωνές·
- πιάστηκε η φωνή μου, α. μετά από ένα διάστημα δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, επειδή μιλούσα, φώναζα ή τραγουδούσα συνεχώς: «τον συμβούλευα μια ώρα πώς έπρεπε να ενεργήσει, ώσπου πιάστηκε η φωνή μου || τραγουδούσαμε όλο το βράδυ και το πρωί δεν μπορούσα να μιλήσω, γιατί πιάστηκε η φωνή μου». β. έχω πρόβλημα ομιλίας λόγω κρυολογήματος: «ήπια πολλές παγωμένες πορτοκαλάδες και πιάστηκε η φωνή μου»·
- πρώτη φωνή, η εντονότερη φωνή στην ερμηνεία ενός τραγουδιού: «έχουμε δημιουργήσει ένα μουσικό συγκρότημα, αλλά μας λείπει η πρώτη φωνή»·  
- σέρνω φωνή μεγάλη, φωνάζω δυνατά και σε διάρκεια: «καθώς είχε απομακρυνθεί ο άλλος αρκετά, έσυρε ο επιστάτης φωνή μεγάλη μήπως και τον ακούσει!»·
- σηκώνω φωνή, βλ. φρ. υψώνω φωνή·
- σηκώνω τη φωνή (μου), βλ. φρ. υψώνω τη φωνή (μου)·
- σηκώνω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. υψώνω τον τόνο της φωνής μου·
- του βάζω τις φωνές, τον επιπλήττω, τον κατσαδιάζω έντονα: «επειδή άργησε το πρωί να έρθει στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’βαλε τις φωνές»·
- του μπήγω τις φωνές, βλ. φρ. του βάζω τις φωνές·
- του πατώ τις φωνές, βλ. φρ. του βάζω τις φωνές·
- υψώνω τη φωνή μου (υπέρ κάποιου), συνηγορώ σθεναρά (υπέρ κάποιου): «κάθε φορά που αντιλαμβάνομαι πως κάποιος αδικείται, υψώνω τη φωνή μου να τον βοηθήσω»·
- υψώνω τη φωνή (μου), αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ σθεναρά κάτι: «αν δεν υψώσεις τη φωνή σου, δεν πρόκειται να πάρεις αυτά που σου ανήκουν»·
- υψώνω τον τόνο της φωνής μου, α. μιλώ δυνατά: «ύψωσε τον τόνο της φωνής σου να σ’ ακούσει, γιατί δεν ακούει καλά ο άνθρωπος!». β. μιλώ σε έντονο ύφος: «σε μένα μην υψώνεις τον τόνο της φωνής σου, γιατί δεν είμαι κανένα παιδάκι!»·
- υψώνω φωνή, α. διαμαρτύρομαι έντονα: «κάθε φορά που δε γίνεται αυτό που ζητάει ή που περιμένει, υψώνει φωνή και μας κάνει άνω κάτω». β. αντιμιλώ, αυθαδιάζω: «εμένα μη μου υψώνεις φωνή, γιατί θα σε στείλω από κει που ’ρθες!»·
- υψώνω φωνή διαμαρτυρίας, διαμαρτύρομαι έντονα με φωνές: «οι εργάτες ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας για τις απολύσεις που ανήγγειλε η διεύθυνση του εργοστασίου»·
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω, λέγεται στην περίπτωση που δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα οι προτροπές ή οι συμβουλές που απευθύνονται σε κάποιον, γιατί τις αντιμετωπίζει με αδιαφορία: «χίλιες φορές του ’πα να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα, αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω και στο τέλος την πάτησε». Πολλές φορές, ακούγεται μόνο στον τύπο φωνή βοώντος: «ολόκληρη μέρα τον συμβούλευα τι έπρεπε να κάνει, αλλά φωνή βοώντος, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του». Αναφορά στον Ιωάννη τον Βαπτιστή·
- φωνή λαού, οργή Θεού, η δίκαιη κινητοποίηση του λαού από αγανάκτηση για την κακή, αντιλαϊκή ή αυταρχική διακυβέρνηση της χώρας από κάποια κυβέρνηση, έχει μεγάλη δύναμη και φέρνει άμεσα αποτελέσματα. Τη φρ. την είδαμε πολλές φορές ως κύριο τίτλο σε εφημερίδες, πάνω από την ολοσέλιδη φωτογραφία που έδειχνε το πλήθος του κόσμου το οποίο είχε παρακολουθήσει την ομιλία του αρχηγού του κόμματός του·
- φωνή και κακό! λέγεται ειρωνικά ή με κάποια δυσφορία για άτομο που δημιουργεί μεγάλη φασαρία με τις φωνές του, ιδίως για ασήμαντα πράγματα: «βρε, φωνή και κακό, επειδή του ζήτησα να πάει λίγο πιο μπροστά τ’ αυτοκίνητό του για να παρκάρω κι εγώ!»·
- χαμηλώνω τη φωνή, (για ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις) ελαττώνω την ένταση του ήχου: «χαμήλωσε, σε παρακαλώ, τη φωνή του ραδιοφώνου, γιατί θέλω να κοιμηθώ»· βλ. και φρ. χαμηλώνω τη φωνή μου·
- χαμηλώνω τη φωνή ή χαμηλώνω τη φωνή μου, μετριάζω τις απαιτήσεις μου, τις αξιώσεις μου, γίνομαι λιγότερο απαιτητικός ή διεκδικητικός: «αφού πρώτα πήρα αυτά που ήθελα να τους πάρω, έπειτα χαμήλωσα τη φωνή μου»·
- χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου, μιλώ σιγά, σιγότερα ή ηπιότερα: «χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου, όταν μου μιλάς, γιατί δεν είμαι κουφός»·
- χοντρή φωνή, που είναι βαριά ή βαθιά, που είναι μπάσα: «έχει τόσο χοντρή φωνή, που μπορώ να την ξεχωρίσω ανάμεσα από χίλιες άλλες»·
- χρυσή φωνή, τραγουδιστής ή τραγουδίστρια με πάρα πολύ καλή φωνή: «σαν τη φωνή του Καζαντζίδη δε θα υπάρξει άλλη χρυσή φωνή». Συνών. χρυσό λαρύγγι·
- χρωματίζει τη φωνή του, βλ. λ. χρωματίζω.

χειρονομία

χειρονομία, η, ουσ. [<αρχ. χειρονομία], η χειρονομία. 1. ενοχλητικό πείραγμα με το χέρι: «δε θέλω χειρονομίες». 2. ερωτικό πείραγμα με το χέρι, ιδίως σε γυναίκα: «ερωτικές χειρονομίες». 3. πράξη ευεργεσίας ή αξιέπαινη πράξη: «δε θα ξεχάσω ποτέ τη χειρονομία που μου έκανες, όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση || επειδή είναι πλούσιος κάνει κάθε τόσο διάφορες χειρονομίες σε διάφορα κοινωνικά ιδρύματα»·
- άσεμνη χειρονομία, α. ανήθικο ερωτικό πείραγμα με το χέρι, με σκοπό να προκαλέσει σεξουαλικά: «το ζευγαράκι καθόταν στο παγκάκι κι είχε επιδοθεί σ’ άσεμνες χειρονομίες». β. κίνηση του χεριού ή των χεριών, συνήθως από κάποια απόσταση, που παραπέμπει σε σεξουαλικό ή υβριστικό υπονοούμενο: «στεκόταν στην άκρη του δρόμου κι έκανε διάφορες άσεμνες χειρονομίες στους περαστικούς»·
- χειρονομία καλής θελήσεως, ενέργεια που δείχνει την καλή πρόθεση κάποιου για συνεννόηση, για συνδιαλλαγή: «πριν πάει στο γραφείο του ανταγωνιστή του, του ’στειλε μια ανθοδέσμη ως χειρονομία καλής θελήσεως»·
- χοντρή χειρονομία, α. βίαιο πείραγμα με το χέρι, που μας προξενεί ενόχληση, δυσφορία: «σταμάτα πια αυτές τις χοντρές χειρονομίες, γιατί άρχισες να μ’ εκνευρίζεις». β. εντυπωσιακή πράξη ευεργεσίας ή πολύ αξιέπαινη πράξη: «του ζήτησε βοήθεια κι αυτός ανταποκρίθηκε με μια χοντρή χειρονομία».

χέρι

χέρι, το, ουσ. [<μσν. χέριν <μτγν. χέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χείρ, από τη μτγν. αιτιατ. χέρα(ν)], το χέρι. 1. λέγεται για κάτι που πλησιάζει στη μορφή ή στη χρήση με το χέρι: «τα χέρια της πολυθρόνας είχαν φθαρεί απ’ την πολυχρησία». 2. η λαβή δοχείου ή εργαλείου: «έπιασε τη χύτρα απ’ τα χέρια και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». Υποκορ. χεράκι, το, είδος μεταλλικού ρόπτρου σε σχήμα κυρτωμένης παλάμης, όπως όταν χτυπάμε την πόρτα για να μας ανοίξουν που βρίσκεται καρφωμένο στην επιφάνεια της πόρτας σε ύψος κανονικού ανθρώπου: «χτύπησε με το χεράκι την πόρτα και περίμενε να τον ανοίξουν». (Παιδικό τραγούδι: πλάθω κουλουράκια με τα δυο χεράκια,ο φούρνος θα τα ψήσει, το σπίτι θα μυρίσει). Μεγεθ. χεράκλα κ. χερούκλα, η. (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, μαζί με τη βοήθεια του θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς. Πρβλ. σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα·   
- αλλάζει χέρια (κάτι), πηγαίνει από την κυριότητα του ενός στην κυριότητα ενός άλλου: «είναι πολύ γρουσούζικο αυτό το μαγαζί, γιατί κάθε τόσο αλλάζει χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: και τα ζάρια φέρνουν βόλτα μες στου φορτηγού τη ρόδα, η χαρτούρα αλλάζει χέρια και δεν έχει βερεσέδια
-άλλαξε πολλά χέρια (κάτι), άλλαξε πολλούς κατόχους: «αυτό το μαγαζί μέχρι σήμερα άλλαξε πολλά χέρια»· βλ. και φρ. πέρασε από πολλά χέρια (κάτι)·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), αν έρθει στην κατοχή μου, στην κυριότητά του, αν το αποκτήσω: «αν μου πέσει στα χέρια αυτό που ζητάς, θα στο δώσω για να κάνεις τη δουλειά σου»·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. φρ. αν τον πιάσω στα χέρια μου·
- αν τον πιάσω στα χέρια μου, απειλητική έκφραση για κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό: «να του πείτε πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε»·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- άξια χέρια, χαρακτηρίζει το άτομο που διευθύνει με επιτυχία ένα σύνολο ανθρώπων ή που φέρνει σε αίσιο τέλος κάτι που έχει αναλάβει ή διακονεί με επιτυχία κάτι: «ευτυχώς που ανέλαβαν τις τύχες μας άξια χέρια || στα άξια χέρια του τάδε, δεν είναι τίποτα ακατόρθωτο».  (Τραγούδι: η αποψινή μας εκπομπή φιλοξενεί τ’ αστέρια, κι είν’ του Τσιτσάνη η μουσική στα πλέον άξια χέρια). β. χαρακτηρίζει τον καλό μάστορα, τον καλό τεχνίτη: «τα άξια χέρια του όλα τα επιδιορθώνουν».
- απ’ το χέρι σου (του, της), από σένα (από εκείνον, από εκείνη): «δεν περίμενα τέτοιο ύπουλο χτύπημα απ’ το χέρι σου». (Λαϊκό τραγούδι: αφού απ’ τα εμπόδια δε θα γίνω ταίρι σου, θέλω ο θάνατος να έρθει απ’ το χέρι σου
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, επιχειρώ να κάνω κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές μου, πέρα από τις δυνάμεις μου: «επειδή την έχω πατήσει μια φορά, ξανά δεν απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, και ασχολούμαι μόνο με πράγματα που τα κατέχω»·
- απλώνω το χέρι μου, ζητιανεύω: «δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ άντρας, ν’ απλώνεις το χέρι σου στον έναν και τον άλλον;»· βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω το χέρι μου (εναντίον κάποιου), βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω χέρι, α. χειροδικώ: «αν απλώσεις χέρι ξανά απάνω του, θα σου σπάσω τα μούτρα». β. κλέβω: «ποιος άπλωσε χέρι στο ταμείο;». γ. προσπαθώ να χαϊδέψω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «κάθισε δίπλα της και μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισε ν’ απλώνει χέρι». δ. ζητιανεύω: «επειδή είναι τεμπέλης, απλώνει χέρι στον καθέναν». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι
- απλώνω χέρι βοηθείας, βλ. συνηθέστ. δίνω χέρι βοηθείας·
- από δεύτερο, (τρίτο, τέταρτο κ.λπ.) χέρι, α. (για πληροφορίες) που τις μαθαίνουμε έμμεσα: «δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτά που σου λέω, γιατί τα ’μαθα από δεύτερο χέρι». β. (για αγορά) που δεν αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που δεν είναι καινούριο: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο από δεύτερο χέρι, γι’ αυτό το πήρα πιο φτηνό». γ. (για γυναίκες) που δεν είναι παρθένα: «δεν τον ενδιαφέρει αν η γυναίκα που θα παντρευτεί θα είναι από δεύτερο χέρι, αρκεί να ’ναι καλός άνθρωπος»·
- από πρώτο χέρι, α. (για πληροφορίες) χωρίς τη μεσολάβηση άλλου, αλλά από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν ή που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, απευθείας: «αυτά που σου λέω δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, γιατί τα ’μαθα από πρώτο χέρι». β. (για αγορά) που αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που δεν είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που είναι καινούριο: «τ’ αυτοκίνητο τ’ αγόρασα από πρώτο χέρι». γ. (για γυναίκες) που είναι παρθένα, που την πήρε κάποιος, για να την παντρευτεί, απευθείας από τους γονείς της, χωρίς να μεσολαβήσει ερωτικά άλλος άντρας: «είναι της παλιάς σχολής και θέλει να παντρευτεί γυναίκα από πρώτο χέρι»·
- από χέρι, (για πράγματα) που προέρχεται από έμμεση αγορά, που είναι μεταχειρισμένο: «τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις τ’ αγόρασα από χέρι»·
- από χέρι σε χέρι, (για πράγματα) με αλλεπάλληλη μεταβίβαση σε μια σειρά ανθρώπων: «αυτό το κηροπήγιο είναι παμπάλαιο κι από χέρι σε χέρι έφτασε και στα δικά μου τα χέρια || το πράμα πήγε πάσα από χέρι σε χέρι κι εξαφανίστηκε»·
- αρπάζομαι στα χέρια (με κάποιον), βλ. φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- αρχίζω πρώτος χειρών αδίκων, είμαι ο πρωταίτιος μιας δυσάρεστης ή ανώμαλης κατάστασης: «απορείς που σου συμπεριφέρομαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, αλλά μην ξεχνάς ποιος άρχισε πρώτος χειρών αδίκων»·
- αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου; βλ. λ. αχλάδι·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω πολλά χρήματα για κάποιο σκοπό: «πρέπει όλοι να βάλουμε βαθιά το χέρι μας στην τσέπη, για να βοηθήσουμε το φίλο μας». β.υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω πολλά χρήματα: «στο γάμο της κόρης μου έβαλα βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, αλλά το καταχάρηκα»·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ περιστασιακά κάποιον, ιδίως σε κάποια χειρονακτική εργασία που κάνει: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση»· βλ. και φρ. δίνω ένα χέρι (χεράκι)·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), συμβάλλω ενεργά στην πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, καλού ή κακού: «τώρα περνάς φτωχικά και υποφέρεις, αλλά θα έχεις την ικανοποίηση αργότερα και θα λες πως έβαλες κι εσύ ένα χέρι για τη δημιουργία αυτού του εργοστασίου || μην κλαις και μη χτυπιέσαι για την κατάντια του φίλου σου, γιατί έβαλες κι εσύ το χεράκι σου για την καταστροφή του». Συνών. βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), πετυχαίνω να πάρω χρήματα από κάποιον με σκοπό να μην του τα επιστρέψω: «πρόσεχε μ’ αυτόν που συναλλάσσεσαι, γιατί έχει βάλει στο χέρι όλη την αγορά»·
- βάζω στο χέρι (κάτι), αποκτώ, οικειοποιούμαι κάτι, ιδίως με όχι νόμιμα, με όχι τίμια μέσα: «έκανε τον ερωτευμένο μαζί της και μόλις έβαλε στο χέρι την προίκα της, την κοπάνησε»·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, ξοδεύω, πληρώνω συνεχώς: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου και ξοδεύω αβέρτα»· 
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το χέρι μου (το χεράκι μου) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), ανακατεύομαι, επεμβαίνω, μπερδεύομαι σε μια υπόθεση: «έχω μάθει να μη βάζω το χέρι μου σε ξένες υποθέσεις || έβαλα κι εγώ το χεράκι μου, για να τα φτιάξουν οι δυο τους || έβαλες κι εσύ το χεράκι σου να μαλώσουν»·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, είμαι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σίγουρος για κάποιον ή για κάτι: «είναι τίμιος άνθρωπος και βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτόν || βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως μας λέει ψέματα»·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. συνηθέστ. με το χέρι στην καρδιά·
- βάζω το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω χρήματα για κάποιο σκοπό: «μια και είμαστε φίλοι του, πρέπει να βάλουμε όλοι το χέρι στην τσέπη μας, για να τον βοηθήσουμε». β. υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω χρήματα: «κάθε φορά που βγαίνω με τη γυναίκα μου στην αγορά, βάζω το χέρι μου στην τσέπη, για να γλιτώσω απ’ την γκρίνια της»· 
- βάζω χέρι, α. κλέβω: «ποιος έβαλε χέρι στο εμπόρευμα;». β. χαϊδεύω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «μέσα στο συνωστισμό του λεωφορείου έβαζε χέρι στη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του». γ. αρχίζω να καταναλώνω κάτι: «έφαγε τα λεφτά που είχε, και τώρα έβαλε χέρι στην περιουσία του πατέρα του». δ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, μαλώνω κάποιον: «έχει μάθει να βάζει χέρι σε όποιον κάνει ανοησίες». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Μανώλη ντερμπεντέρη, που στους νταήδες βάζεις χέρι. Και στη ζωή σου δε χορταίνεις μες τη στενή να μπαινοβγαίνεις). ε. αποκτώ κάτι με πλάγιο, με ανέντιμο τρόπο: «της έταξε πως θα την παντρευτεί κι έβαλε χέρι στην περιουσία της»· βλ. και φρ. της βάζω χέρι·
- βάζω χέρι στα έτοιμα, χρησιμοποιώ χρήματα από τις αποταμιεύσεις μου, τρώω από τα έτοιμα: «όταν δεν πάει καλά η δουλειά, βάζω χέρι στα έτοιμα»·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), παράκληση σε κάποιον να μας βοηθήσει για λίγο σε κάποια χειρωνακτική εργασία που κάνουμε: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτόν τον μπόγο μέχρι τη στάση»·
- βαστάνε τα χέρια του, βλ. φρ. κρατάνε τα χέρια του·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα, δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον: «για να ξεπλύνει τη ντροπή της αδερφής του, έβαψε τα χέρια του με αίμα ξεπαστρεύοντας το βιαστή της»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγήκε απ’ τα χέρια μου, (ειδικά για χειροποίητη κατασκευή) αποτελεί δικό μου δημιούργημα, δικό μου κατασκεύασμα: «αυτός ο ζωγραφικός πίνακας βγήκε απ’ τα χέρια μου»·
- βγήκε το χέρι μου, εξαρθρώθηκε: «πέταξα με μεγάλη δύναμη την πέτρα μακριά και βγήκε το χέρι μου»·
- βλέπω με (τα) χέρια δεμένα ή βλέπω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- βλέπω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. φρ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·   
- βρήκε το χέρι του, (για μπασκετμπολίστες) μετά από ένα διάστημα αστοχίας, άρχισε πάλι να σκοράρει με ευχέρεια, κάτι, εξάλλου, που είναι χαρακτηριστικό του: «στο τελευταίο πεντάλεπτο ο τάδε βρήκε το χέρι του κι άρχισε να φορτώνει τ’ αντίπαλο καλάθι με τρίποντα»·
- βρίσκεται σε κακά χέρια, βρίσκεται υπό την εξουσία ή υπό την καθοδήγηση κακού ή ανέντιμου ανθρώπου: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς του σε τροχαίο, βρίσκεται σε κακά χέρια, γιατί, ο θείος του που τον ανέλαβε, έχει πάρε δώσε με τον υπόκοσμο»·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βρίσκεται υπό την προστασία, τη φροντίδα ή υπό την καθοδήγηση ικανού και έντιμου ανθρώπου: «όσο θα λείπει στο εξωτερικό, ο γιος του θα βρίσκεται σε καλά χέρια, γιατί θα τον αφήσει στον αδερφό του»·
- βρίσκεται σε σίγουρα χέρια (κάτι), το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ανατεθεί στη φύλαξη ικανού και έντιμου ανθρώπου: «είναι πανάκριβος πίνακας και βρίσκεται σε σίγουρα χέρια, μέχρι να επιδιορθώσω το σπίτι μου»· βλ. και φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- βρίσκεται στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- γεια στα χέρια σου! βλ. λ. γεια·
- γίνομαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- γλίτωσα απ’ τα χέρια του, ξέφυγα από τη δικαιοδοσία του, από την εξουσία του, γιατί με κακομεταχειριζόταν ή γιατί με εκμεταλλευόταν: «ήταν τόσο σκληρός ο διευθυντής μου, ώσπου στο τέλος δήλωσα παραίτηση και γλίτωσα απ’ τα χέρια του»·
- γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες, περιφέρεται άσκοπα χωρίς να κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη μέρα γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες»·
- γυρίζω μ’ άδεια τα χέρια ή γυρίζω μ’ άδεια χέρια, επιστρέφω από κάπου άπρακτος, χωρίς να πετύχω το σκοπό για τον οποίο πήγα: «πήγα να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε στο φίλο μου, αλλά γύρισα μ’ άδεια χέρια»·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, είναι πολύ αχάριστος στον ευεργέτη του: «αν αληθεύει πως δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, τότε είναι πολύ αχάριστο άτομο»·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, είναι τσιγκούνης, ιδίως αποφεύγει να συμβάλλει σε ρεφενέ: «κάθε φορά που πάμε στα μπουζούκια κι έρχεται ο λογαριασμός δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας»·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), δεν ακουμπώ, δεν οικειοποιούμαι, δεν κλέβω, δεν αποκτώ κάτι με πλάγιο τρόπο: «δε βάζω χέρι σε ξένα πράγματα || δε βάζω χέρι σε ξένες τσέπες»·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, δεν είμαι αχάριστος στον ευεργέτη μου: «δε θα καταφερθώ ποτέ εναντίον αυτού του ανθρώπου, γιατί δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί»·
- δε θα κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, θα επέμβω υπέρ κάποιου: «αν φτάσεις στο σημείο να χρειαστείς τη βοήθειά μου, δε θα κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια || αν δω πως έχεις την ανάγκη μου, δε θα κάθομαι με τα χέρια σταυρωμένα»·
- δε θα κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! απειλητική έκφραση για κάποιον που μας έχει κάνει κάποιο κακό και που δηλώνει πως, όταν τον συναντήσουμε, θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα γελάει που μου ’κανε την κουτσουκέλα, αλλά δε θα πέσει στα χέρια μου, θα δει τι θα πάθει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πού θα μου πάει·
- δε θα στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα τον πιάσω στα χέρια μου! βλ. φρ. δε θα πέσει στα χέρια μου(!)·
- δε λερώνω τα χέρια μου (με κάποιον), θεωρώ τόσο κατώτερό μου κάποιον, που δεν καταδέχομαι ούτε να τον δείρω: «ό,τι και να λέει σε βάρος μου αυτός ο λέτσος, δεν έχω σκοπό να λερώσω τα χέρια μου»·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το χέρι! α. κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πιάσει ή να πάρει κάτι από κάπου που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «μην μετακινήσεις αυτό το βάζο, γιατί είναι σπάνιο και μπορεί να σου πέσει και να σπάσει. -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!». β. κατηγορηματική δήλωση ατόμου που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ψηφίσει ή να ξαναψηφίσει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή πολιτικό υποψήφιο: «τι έμαθα, θα ψηφίσεις τον τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι! α. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου που έπιασε ή πήρε κάτι από κάπου: «σου είχε πει να μην πάρεις το βάζο απ’ τη θέση του. Ορίστε τώρα, σου ’πεσε κι έσπασε. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια!». β. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου, που ψήφισε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο: «ψήφισες κι εσύ αυτό το κόμμα; -Δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι!»·
- δε μύρισα τα χέρια μου, βλ. φρ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, λ. δάχτυλο·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, δεν πλήρωσα, δε με άφησαν να πληρώσω: «φάγαμε, ήπιαμε, αλλά δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, γιατί πλήρωσαν άλλοι»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, δεν είχα την παραμικρή φροντίδα ή περιποίηση, δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «με τι μούτρα έρχεται τώρα να τον βοηθήσω, απ’ τη στιγμή που δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό!»·
- δεν είναι στο χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), βλ. φρ. δεν περνάει απ’ το χέρι μου·
- δεν είναι του χεριού μου, α. δεν μπορώ να το νικήσω: «δεν αποφασίζω να μαλώσω μαζί του, γιατί δεν είναι του χεριού μου». β. δεν είναι υποχείριό μου: «ο μόνος που δεν είναι του χεριού μου μέσα στο εργοστάσιο είναι ο διευθυντής»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου που βοήθησε κάποιον, ιδίως που ψήφισε κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου, που πήγα και του ’δωσα του αχάριστου τόσα λεφτά για να τον βοηθήσω! || δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου που ψήφισα αυτόν το ψεύτη!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του. Η φρ. λέγεται ότι ανήκει σε κάποιον ψηφοφόρο του Χαρ. Τρικούπη, που τον ψήφισε στις εκλογές του 1895·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να προβεί σε κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή χειρονομία, για να βοηθήσει κάποιον, ιδίως πως δεν πρόκειται να ψηφίσει κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου, που θα πάω να δώσω λεφτά σ’ αυτόν τον απατεώνα! || δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου που θα ψηφίσω αυτό το κόμμα!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του· βλ. και φρ. κόβω τα χέρια μου·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), δεν είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου ή στις δικαιοδοσίες που έχω, για να πραγματοποιήσω αυτό που μου ζητάει κάποιος: «δεν περνάει απ’ το χέρι μου να σε προσλάβω στη δουλειά, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος σ’ αυτό το θέμα»·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή κάτι που έκανα μόλις προηγουμένως: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που παρήγγειλα δεύτερο χέρι μια απ’ τα ίδια || μόλις πήγε να ηρεμήσει ο γέρος μου, θυμήθηκε και το χτεσινό μου μεθύσι κι άρχισε δεύτερο χέρι τις φωνές»· βλ. και φρ. περνώ δεύτερο χέρι·
- διαβάζει το χέρι, έχει την ικανότητα να προμαντεύει το μέλλον, ή να προσδιορίζει στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης του. Συνήθως άτομα που έχουν αυτή την ικανότητα είναι τσιγγάνες. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε, τσιγγάνα, τα χαρτιά και διάβασε το χέρι αν γράφει κι άλλες συμφορές η μοίρα να μου φέρει
- δίνουμε τα χέρια, συμφωνούμε με χειραψία: «μόλις μας δεις να δίνουμε τα χέρια, πάει να πει πως συμφωνήσαμε»· βλ. και φρ. δώσαμε τα χέρια·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ κάποιον: «αν δε μου ’δινε ένα χέρι ο φίλος μου δε θα ξεπερνούσα τις δυσκολίες μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια ματιά κι ένα μαχαίρι με καρφώσανε και οι φίλοι ένα χέρι δε μου δώσανε βλ. φρ. βάζω ένα χέρι·             
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία να αποκτήσουμε κάτι: «δίνω το ένα μου χέρι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου χέρι για ν’ αποκτήσω κι εγώ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δίνω το χέρι μου (σε κάποιον), βλ. φρ. δίνουμε τα χέρια·
- δίνω το χέρι της, αποδέχομαι ως πατέρας την πρόταση κάποιου άντρα να παντρευτεί την κόρη μου: «σκέφτομαι να δώσω το χέρι της σ’ αυτό το παλικάρι, αν έρθει και μου τη ζητήσει»·
- δίνω χέρι βοηθείας (σε κάποιον), βοηθώ κάποιον: «είναι πολύ καλός άνθρωπος και δίνει χέρι βοηθείας σε όποιον έχει ανάγκη»·
- δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβάλλεται συστηματικά αυστηρή τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όποιος δεν κάθεται καλά σ’ αυτό το ίδρυμα, δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι». Από την εικόνα του χεριού που ανεβοκατεβαίνει, όταν ξυλοκοπάει κάποιον·
- δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όταν τον είδε ο πατέρας του να επιστρέφει πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι»·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. φρ. βάλ’ ένα χέρι (χεράκι)·
- δώσ’ το χέρι σου, α. προτροπή για χειραψία με την οποία θέλουμε να κλείσουμε ή να επισφραγίσουμε κάποια συμφωνία με κάποιον: «τώρα που μου ανέλυσες όλες τις λεπτομέρειες της δουλειάς, βλέπω πως μπορούμε να συνεταιριστούμε, γι’ αυτό δώσ’ το χέρι σου να τελειώνουμε». β. προτροπή για χειραψία με την οποία προτείνουμε σε κάποιον συμφιλίωση ή που θέλουμε να επισφραγίσουμε μια συμφιλίωση: «τώρα που βεβαιώθηκα πως ποτέ σου δε με κατηγόρησες, δώσ’ το χέρι σου να ξαναγίνουμε φίλοι». γ. έκφραση με την οποία επικροτούμε την ενέργεια ή τα λόγια κάποιου: «δώσ’ το χέρι σου, ρε μάγκα, γιατί καλά του ’κανες του αλήτη || δώσ’ το χέρι σου, ρε φίλε, γιατί καλά του τα ’πες του φαφλατά»·
- δώσαμε τα χέρια, αποκαταστήσαμε τις σχέσεις μας, συμφιλιωθήκαμε, μονοιάσαμε: «επειδή είδαμε πως με τις έχθρες δε βγαίνει άκρη, δώσαμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: να δώσετε τα χέρια,ν’ αγαπήσετε και βάλ’ τε το σαντούρι για να γλεντήσετε)· βλ. και φρ. δίνουμε τα χέρια·
- είμαι καμένος από χέρι, βλ. φρ. είμαι χαμένος από χέρι·
- είμαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- είναι από χέρι (κάτι), είναι χαρισμένο, προέρχεται από αγαπημένο πρόσωπο: «αυτό δεν μπορώ να στο δώσω, γιατί είναι από χέρι»·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι καλό χέρι, είναι ικανός στην εργασία, ιδίως τεχνική, με την οποία καταπιάνεται: «για τα φωτιστικά του σπιτιού μου απασχολώ πάντα τον τάδε ηλεκτρολόγο, γιατί είναι καλό χέρι»· βλ. και φρ. το καλό το χέρι·
- είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, δεν έχει τη δυνατότητα να με βλάψει, γιατί είμαι ισχυρότερός του: «ας λέει ό,τι θέλει στον κόσμο ότι μπορεί να μου κάνει, αλλά είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα»·
- είναι πρώτο χέρι, α. (για πρόσωπα) είναι ο καλύτερος ή ο αξιότερος σε μια τέχνη ή σε μια εργασία: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον ίδιο μηχανικό, γιατί είναι πρώτο χέρι || είναι πολύ γνωστός στους οικοδομικούς κύκλους, γιατί είναι πρώτο χέρι». β. (ειδικά για βάψιμο) βάφηκε για πρώτη φορά, μια φορά: «δεν έπιασε καλά η μπογιά, γιατί είναι πρώτο χέρι»·
- είναι σαν βγαλμένο χέρι, χαρακτηρίζει το υπερβολικά μεγάλο πέος: «υποφέρουν οι γυναίκες που πάνε μαζί του, γιατί ο πούτσος του είναι σαν βγαλμένο χέρι»· βλ. και φρ. έχει ένα πράμα, που είναι σαν βγαλμένο χέρι·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είναι σε κακά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε κακά χέρια·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- είναι σε σίγουρα χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε σίγουρα χέρια·
- είναι στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, το οποιοδήποτε αποτέλεσμα εξαρτάται μόνο από το Θεό: «ό,τι ήταν να κάνουν οι γιατροί το έκαναν και στο εξής ο άρρωστος είναι στα χέρια του Θεού»·
- είναι στο χέρι μου να…, εξαρτάται από μένα, είναι μέσα στις δυνατότητές μου ή τις αρμοδιότητές μου, στη δικαιοδοσία μου να…: «θέλω να ’σαι τυπικός με τη δουλειά σου, γιατί είναι στο χέρι μου να σε κρατήσω ή να σε απολύσω»·
- είναι τα χέρια μου δεμένα, βλ. φρ. έχω τα χέρια μου δεμένα·
- είναι το δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- είναι του χεριού μου, α. μπορώ να τον νικήσω πάρα πολύ εύκολα: «δεν αποφασίζει να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως είναι του χεριού μου». β. είναι υποχείριό μου: «ο τάδε θα μας ψηφίσει οπωσδήποτε, γιατί είναι του χεριού μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- είναι τραπουλόχαρτο στα χέρια μου, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- είναι τρύπιο χέρι, είναι πολύ σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «απ’ τα νιάτα του ήταν τρύπιο χέρι, γι’ αυτό και δεν έκανε προκοπή στη ζωή του». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο τσουβάλι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- είναι φτιαγμένο στο χέρι, (για αντικείμενα) είναι χειροποίητο: «της αγόρασε μια καρφίτσα, που είναι φτιαγμένη στο χέρι || σχεδόν όλα τα Γιαννιώτικα κοσμήματα είναι φτιαγμένα στο χέρι»·
- είναι φτιαγμένος από χέρι, έχει από την αρχή όλες τις προϋποθέσεις, για να πετύχει σε κάτι: «είναι σίγουρο πως θα πετύχει στη ζωή του, γιατί, με την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του είναι φτιαγμένος από χέρι». Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, του δίνουν τη δυνατότητα να κάνει όλους τους απαραίτητους συνδυασμούς για να κερδίσει το κόλπο·
- είναι χαμένος από χέρι, α. είναι σίγουρα χαμένος, δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει την τιμωρία: «αν κάνουν τώρα έλεγχο στο ταμείο είναι χαμένος από χέρι, γιατί λείπουν ένα σωρό λεφτά». β. από την αρχή κάποιας προσπάθειάς του δεν έχει καμιά προϋπόθεση να πετύχει κάτι, σίγουρα θα αποτύχει: «αν ξεκινήσει αυτή τη δουλειά με τόσο λίγα λεφτά, είναι χαμένος από χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες δίχως όνομα, νύχτες χωρίς σκοπό, χαμένοι από χέρι, χαμένοι και οι δυο). Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, δεν του δίνουν καμιά προοπτική επιτυχίας·
- έμεινα με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- έμεινα με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- εμπιστεύομαι στα χέρια μου ή εμπιστεύομαι τα χέρια μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, βλ. λ. επιχείρηση·
- εργατικά χέρια, (γενικά) οι εργάτες: «για να τελειώσει γρήγορα αυτό το έργο, χρειαζόμαστε κι άλλα εργατικά χέρια»·
- έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια ή έρχομαι μ’ άδεια χέρια, φτάνω κάπου χωρίς ψώνια, χωρίς δώρα: «ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια χέρια στο σπίτι || ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια στο σπίτι, όταν γιορτάζει η γυναίκα μου»· βλ. και φρ. πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια·
- έρχομαι με γεμάτα τα χέρια ή έρχομαι με γεμάτα χέρια, φτάνω κάπου φορτωμένος με ψώνια, με δώρα: «ο πατέρας έρχεται με γεμάτα τα χέρια, κάθε φορά που σχολάει απ’ τη δουλειά του || κάθε φορά στις γιορτές, ο παππούς έρχεται με γεμάτα χέρια στο σπίτι»· βλ. και φρ. πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια·
- έρχομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «τους χώριζε παλιά έχθρα και μόλις συναντήθηκαν ήρθαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν μάθω πως σε πήρανε μέσ’ απ’ τα δυο μου χέρια, όσο και μάγκας νάν’ αυτός, θα έρθουμε στα χέρια)· βλ. και φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έφυγε απ’ τα χέρια μου, (για δουλειές ή υποθέσεις) βλ. φρ. έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου·
- έφυγε η δουλειά απ’  τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έφυγε μ’ άδεια τα χέρια ή έφυγε μ’ άδεια χέρια, αποχώρησε από κάπου ή από κάποια διαπραγμάτευση χωρίς να αποσπάσει κάποιο κέρδος, κάποιο όφελος ή εντέλει κάποια υπόσχεση, αποχώρησε άπρακτος: «έφυγε απ’ το γραφείο του διευθυντή του μ’ άδεια χέρια, γιατί απέρριψε την άδεια που του ζήτησε || η αντιπροσωπεία των εργαζομένων έφυγε μ’ άδεια τα χέρια απ’ τη συνάντηση που είχε με τον υπουργό και το βέβαιο είναι πως θα συνεχιστεί η απεργία»·
- έχει ανοιχτό χέρι, είναι ανοιχτοχέρης (βλ. λ.)·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. φρ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει βαρύ χέρι, το χτύπημα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, επιφέρει σοβαρό πόνο ή τραυματισμό: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί έχει βαρύ χέρι κι αν φας καμιά, θα τρέχεις στα νοσοκομεία»·
- έχει ελαφρύ χέρι, α. (ιδίως για οδοντογιατρούς, γιατρούς ή νοσοκόμες που κάνουν ένεση) έχει την τέχνη ή την ικανότητα να μην αισθάνεσαι το άγγιγμά του, να μη νιώθεις πόνο: «πηγαίνω πάντα στον ίδιο οδοντογιατρό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι και δεν καταλαβαίνω τον παραμικρό πόνο». β. είναι δεινός πορτοφολάς: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξαφρίζει κανένα πορτοφόλι μέσ’ στο συνωστισμό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι»·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει κακό χέρι, βλ. συνηθέστ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει κάτι χέρια σαν φτυάρια, βλ. λ. φτυάρι·
- έχει λερωμένα χέρια ή έχει λερωμένα τα χέρια του ή έχει τα χέρια του λερωμένα ή έχει χέρια λερωμένα, α. είναι σεσημασμένος: «είναι από καιρό γνωστός στην Ασφάλεια, γιατί έχει λερωμένα χέρια». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου, περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί. β. πήρε μέρος σε κάποια ύποπτη ή παράνομη δουλειά: «μην τον πιστεύεις, που σου λέει πως δεν πήρε μέρος στη ληστεία της τράπεζας, γιατί απ’ ό,τι ξέρω κι αυτός έχει τα χέρια του λερωμένα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω τα χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα
- έχει μακρύ χέρι, έχει τη συνήθεια να κλέβει, είναι κλέφτης: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε πως έχει μακρύ χέρι, κάθε φορά που χάνεται κάτι, τον θεωρούμε ύποπτο»· βλ. και λ. μακρυχέρης·
- έχει σταθερό χέρι, α. ελέγχει με απόλυτη ακρίβεια τις κινήσεις των χεριών του, όταν ενεργεί, ιδιαίτερα, όταν ασχολείται με κάποια λεπτή κατασκευή: «μπορεί και περνάει αμέσως την κλωστή απ’ την τρύπα της βελόνας, γιατί έχει σταθερό χέρι || είναι ειδικός σε πολύ λεπτές εργασίες στο χώρο της χρυσοχοΐας, γιατί έχει σταθερό χέρι». β. (για μπασκετμπολίστες) έχει άνεση στο σκοράρισμα: «συνήθως πετυχαίνει όλες τις προσωπικές βολές, γιατί έχει σταθερό χέρι»·
- έχει σφιχτό χέρι, είναι σφιχτοχέρης, είναι τσιγκούνης: «δεν μπορείς να του πάρεις εύκολα δανεικά, γιατί έχει σφιχτό χέρι»·
- έχει το μέλι στο χέρι, βλ. λ. μέλι·
- έχει τρύπιο χέρι, δεν μπορεί να κρατήσει χρήματα, είναι σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «αυτός ο άνθρωπος έχει τόσο τρύπιο χέρι, που πολύ φοβάμαι πως κάποια μέρα θα πεθάνει στην ψάθα». Για συνών. βλ. φρ. είναι τρύπιο χέρι·
- έχει χέρι, α. σχεδιάζει ή ζωγραφίζει ωραία: «επειδή έχει χέρι το παιδί, ο πατέρας του το προτρέπει να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών». β. (για μπασκετμπολίστες) είναι πολύ εύστοχος: «έχει πολύ μεγάλη επιτυχία στις ελεύθερες βολές, γιατί έχει χέρι»·
- έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου ή έχω εμπιστοσύνη τα χέρια μου, εμπιστεύομαι στη δύναμή μου ή στις ικανότητές μου: «ό,τι αναλαμβάνω το τελειώνω μόνος μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου»·
- έχω καθαρά χέρια ή έχω τα χέρια μου καθαρά, είμαι τίμιος: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω καθαρά χέρια και κάθε βράδυ κοιμάμαι ήρεμος σαν πουλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχω στα χέρια μου, διαθέτω επιβαρυντικά στοιχεία για κάποιον: «πες του να μη μ’ ενοχλεί, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι έγγραφα που τον καίνε»·
- έχω στα χέρια μου (κάτι), έχω κάτι στην κατοχή μου, στην κυριότητά μου: «αν έχω στα χέρια αυτό που σου χρειάζεται, θα σου το δώσω || έχω στα χέρια μου μεγάλη περιουσία»·
- έχω τ’ απάνω χέρι, α. βρίσκομαι σε πιο πλεονεκτική θέση από κάποιον άλλον, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «θα δεχτώ ν’ αναλάβω τη θέση που μου προτείνεται μόνο αν έχω τ’ απάνω χέρι || τώρα που έχει τ’ απάνω χέρι, κάνει ό,τι θέλει χωρίς να λογαριάζει κανέναν». β. είμαι κύριος μιας κατάστασης ή μιας σχέσης: «ένας οικογενειάρχης πρέπει να ’χει τ’ απάνω χέρι μέσα στην οικογένειά του»·
- έχω τα χέρια μου δεμένα ή έχω δεμένα τα χέρια μου, αδυνατώ να παρέμβω ή να βοηθήσω κάποιον, γιατί είμαι δεσμευμένος με λόγο, όρκο, κάποιου είδους εκβιασμό ή νομικό μέσο: «απ’ τη στιγμή που έδωσα το λόγο μου να μη βοηθήσω κανέναν απ’ τους δυο, έχω τα χέρια μου δεμένα και δεν κάνω τίποτα || έχω δεμένα τα χέρια μου, γιατί έχει στην κατοχή του κάτι ακάλυπτες επιταγές μου, γι’ αυτό δε θα μπορέσω να ’ρθω στη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας»·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- έχω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- ζητώ το χέρι της, κάνω επίσημη πρόταση σε μια γυναίκα ή στους γονείς της, για να την παντρευτώ: «έχω δεσμό τρία χρόνια μαζί της, γι’ αυτό αποφάσισα να πάω την Κυριακή στο σπίτι της, για να ζητήσω το χέρι της»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, λέγεται σε άντρα που περιμένει να γεννήσει η γυναίκα του και, σαν τους περισσότερους άντρες, θέλει αγόρι για τη διαιώνιση του ονόματός του και το υπονοούμενο της έκφρασης είναι πως, αν γεννηθεί κορίτσι, θα έχει κάποια φροντίδα και περιποίηση στα γεράματά του, γιατί, υποτίθεται, οι κόρες νιώθουν πιο κοντά στους γονείς: «να παρακαλάς να γεννήσει η γυναίκα σου κορίτσι, γιατί θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό». Πρβλ.: φίλο ποτέ να μην προδώσεις, για να ’χεις πρόσωπο λαμπρό και στους γονείς σου να πηγαίνεις ένα ποτήρι με νερό (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα λερώσουν τα χέρια μου ή θα λερώσω τα χέρια μου, πολύ μειωτική έκφραση α. για άτομο, που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το δείρουμε: «πάρε δρόμο από δω, γιατί αν σε δείρω θα λερώσουν τα χέρια μου». β. σε πολύ βρόμικο άτομο, που δεν έχουμε τη διάθεση ούτε καν να το ακουμπήσουμε: «ούτε καν χειραψία θα κάνω μαζί του, γιατί θα λερώσω τα χέρια μου»·
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, αν επιδιώξει να πιάσει ή να πάρει κάτι που του το έχουμε απαγορεύσει, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξανακουμπήσεις αυτό το βάζο αντίκα, θα σου κόψω τα χέρια || αν ξαναπάρεις λεφτά απ’ το ταμείο χωρίς να με ρωτήσεις, θα σου κόψω το χέρι». Παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της πάνω στον καρπό του άλλου χεριού· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα χέρια·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, δίνει περισσότερη έμφαση στην παραπάνω φράση και παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της στο ύψος της μασχάλης·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. φρ. θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες·
- θα σου σπάσω τα χέρια ή θα σου σπάσω το χέρι, α. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, παραδειγματικά, αν ξαναενοχλήσει με χειρονομίες οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο: «αν σε ξαναδώ ν’ απλώνεις χέρι στην αδερφή μου, θα σου σπάσω τα χέρια». β. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, να μην αγγίξει κάτι που του το έχουμε απαγορεύει: «αν ξανακουμπήσεις τον πίνακα, θα σου σπάσω το χέρι»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα χέρια·
- θα σου σφίξω το χέρι, θα παραδεχτώ πως είσαι άξιος, πως είσαι ικανός, αν ανταποκριθείς με επιτυχία στην υποτιθέμενη πράξη που αναφέρω: «αν τελειώσεις τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που μου ’δωσες, θα σου σφίξω το χέρι || είναι πάρα πολύ τσιγκούνης, αλλά, αν καταφέρεις να του πάρεις δανεικά, θα σου σφίξω το χέρι»·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- θέλει δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) πρέπει να ξαναβαφεί από την αρχή: «η πόρτα θέλει δεύτερο χέρι, γιατί δε βάφηκε καλά»·
- καθαρά χέρια, δηλώνει τιμιότητα: «χωρίς καθαρά χέρια, δεν μπορείς να στεριώσεις σε καμιά δουλειά»· βλ. και φρ. έχω καθαρά χέρια·
- κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα ή κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια, α. είμαι δεσμευμένος ή εξαναγκασμένος διά λόγου, όρκου, κάποιου είδους εκβιασμού ή νομικού μέσου, να υφίσταμαι κάτι κακό χωρίς να αντιδρώ ή να μην μπορώ να επέμβω, για να αποτρέψω κάποιο κακό: «όσο και να με βρίζουν, κάθομαι με τα χέρια δεμένα, γιατί ορκίστηκα να μην ξαναμαλώσω || έλεγε χίλιες δυο βλακείες και καθόμουν με δεμένα τα χέρια, γιατί έχει στα χέρια του μια ακάλυπτη επιταγή μου || είχαν στριμώξει το φίλο του στη γωνιά κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα, επειδή είναι έξω με αναστολή». β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «όλη η οικογένεια σκοτώνεται στη δουλειά κι αυτός κάθεται με τα χέρια δεμένα». γ. (γενικά) δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ: «έδερναν οι αλήτες γέρο άνθρωπο κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα και χάζευε»·
- κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, αδιαφορώ και δεν επεμβαίνω να αποτρέψω κάτι κακό που διαδραματίζεται μπροστά μου: «έδερναν κάτι αλήτες ένα γεροντάκι κι αυτός καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα και χασκογελούσε»· βλ. και φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- και με τα δυο τα χέρια ή και με τα δυο χέρια, δηλώνει τη φανατική υπερψήφιση κάποιου υποψηφίου ή κάποιου κόμματος: «εμείς στο νομό μας ψηφίζουμε τον τάδε βουλευτή και με τα δυο τα χέρια || αποφασίσαμε να το ρίξουμε και με τα δυο χέρια στο τάδε κόμμα»·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, α. είναι προτιμότερο να παίρνουμε τα λιγοστά αλλά σίγουρα παρά να περιμένουμε να πάρουμε τα περισσότερα αλλά αβέβαια. Λέγεται ιδίως για χρήματα. Συνών. καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα. β. λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «δεν έχω καιρό για καθυστέρηση, γι’ αυτό κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. Δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β)·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ.σπουργίτης·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, κάνω ό,τι είναι μέσα στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου ή στις δυνατότητές μου: «θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, για να βοηθήσω το γιο σου στη δουλειά || όταν πρόκειται να βοηθήσω κάποιο φίλο, κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου»·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πιάνω την μπάλα με το χέρι ή χτυπάει η μπάλα στο χέρι μου από δική μου πρόθεση, κάνω εντς, οπότε μου καταλογίζει ο διαιτητής παράπτωμα και η μπάλα έρχεται στην κυριαρχία της αντίπαλης ομάδας, που ξαναρχίζει το παιχνίδι με ελεύθερο χτύπημα: «ο διαιτητής είδε που έκανα χέρι και αμέσως σφύριξε, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και το σημείο στο οποίο έπρεπε να στηθεί η μπάλα». Συνών. κάνω εντς·   
- κάτω τα χέρια! α. αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση, ιδίως σε ομάδα ατόμων, να μην πιάσουν τίποτα από όσα βρίσκονται μπροστά και γύρω τους. β. επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε·
- κάτω τα χέρια από…, αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση σε κάποιον να αποφύγει να ασχοληθεί με κάποιον ή με κάτι ή να αποφύγει να επέμβει κάπου: «κάτω τα χέρια απ’ το κόμμα || κάτω το χέρια απ’ την Κύπρο»·
- κάτω τα χέρια σου, επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω το χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα). Η φρ. αυτή είναι ηπιότερης μορφής από ό,τι το κάτω τα χέρια(!) · βλ. και φρ. κοντά τα χέρια σου(!)
- κόβω τα χέρια μου ή κόβω το χέρι μου, έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί, ιδίως στην περίπτωση που προσπαθούμε να πείσουμε κάποιον πως δεν πήραμε το πράγμα για το οποίο μας κατηγορεί: «κόβω το χέρι μου, αν νομίζεις πως πήρα εγώ τον αναπτήρα σου»· βλ. και φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα ή κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια , βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- κοντά τα χέρια σου! ή κοντό το χέρι σου! αυστηρή προειδοποίηση σε κάποιον να μην αγγίξει κάτι, ιδίως να πάψει να χειρονομεί σε βάρος μας· βλ. και φρ. μάζεψε τα χέρια σου(!)·
- κόπηκαν τα χέρια μου ή μου κόπηκαν τα χέρια, παρέλυσαν από πολύωρη χειρονακτική εργασία ή από κάποιο μεγάλο βάρος που σήκωνα: «έσκαβα όλο το πρωί στον κήπο και κόπηκαν τα χέρια μου || κουβαλούσα είκοσι κιλά πράγμα και μου κόπηκαν τα χέρια, μέχρι να ’ρθω»·
- κουλάθηκε το χέρι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «χτύπησα τόσο δυνατά στον αγκώνα μου, που κουλάθηκε το χέρι μου»·
- κούνα τα χέρια σου! (τα χεράκια σου!), (προτρεπτικά) ενεργοποιήσου: «κούνα τα χέρια σου, γιατί αλλιώς δεν τελειώνει η δουλειά!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- κρατάει στο χέρι του την κουτάλα, διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, ιδίως προς όφελός του: «είδες ποτέ κανέναν να κρατάει στο χέρι του την κουτάλα και να ’ναι φτωχός;»·
- κρατάνε τα χέρια του, είναι δυνατός: «κάθε φορά που δεν μπορώ να σηκώσω κάτι βαρύ, φωνάζω τον τάδε που κρατάνε τα χέρια του || μόλις κατάλαβα πως ο τάδε ήθελε να με δείρει, φώναξα το φίλο μου που κρατάνε τα χέρια του»·
- κρατώ στα χέρια μου, βλ. φρ. έχω στα χέρια μου·
- κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, ο ερωτευμένος έχει κρύα χέρια από την ένταση που νιώθει και που, πολλές φορές, τον λούζει και κρύος ιδρώτας, όταν αντικρίζει το άτομο με το οποίο είναι ερωτευμένος, ενώ τα χέρια του ατόμου που ασχολείται με χειρωνακτική εργασία, είναι ζεστά από τη συνεχή τριβή· βλ. και φρ. κρύα χέρια, ζεστή καρδιά·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- λερώνω τα χέρια μου, διαπράττω κάποιο νομικό αδίκημα: «για να δούμε τώρα, που λέρωσες τα χέρια σου, ποιος θα σε πάρει στη δουλειά του!». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- λύθηκαν τα χέρια μου ή μου λύθηκαν τα χέρια, απαλλάχτηκα από κάποιο εμπόδιο ή από κάποια δέσμευση που δε μου επέτρεπε να ενεργήσω όπως ήθελα: «απ’ τη στιγμή που έληξε η απεργία των εργατών, λύθηκαν τα χέρια μου και θα τελειώσω τη δουλειά στο τάκα τάκα || τώρα που έληξε το συμβόλαιο, μου λύθηκαν τα χέρια και θα μπορέσω να συνεταιριστώ με όποιον θέλω»· βλ. και φρ. κόπηκαν τα χέρια μου·
- λύνω τα χέρια (κάποιου), αποδεσμεύω κάποιον από κάτι και τον αφήνω να ενεργήσει όπως αυτός θέλει: «μόλις του ’λυσα τα χέρια, διαπραγματεύτηκε με το δικό του τρόπο με τους εργάτες και η απεργία έληξε αμέσως»·
- μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, α. κάποιος ή κάτι με ανάγκασε να διακόψω μια δύσκολη ή λεπτή χειροποίητη εργασία η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη, ή γενικά με ανάγκασε να διακόψω κάποια ενέργεια η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη: «τη στιγμή που ήταν να συνδέσω τις δυο άκρες, μπήκε στο εργαστήρι μου ο τάδε με φωνές και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι || ήθελα λίγο ακόμη να τελειώσω την περιποίηση του κήπου μου, αλλά ήρθε ο τάδε και με την κουβέντα που μ’ έπιασε μ’ έκοψε πάνω στο χέρι». β. κάποιος ή κάτι με υποχρέωσε να διακόψω τη σεξουαλική πράξη η οποία ήταν σε εξέλιξη: «την ώρα που την ξεγύμνωσα κι ήμουν έτοιμος για τα περαιτέρω, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι»·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μάζεψε τα χέρια σου! ή μάζεψε το χέρι σου! α. λέγεται σε κάποιον που μας κάνει ενοχλητικές χειρονομίες: «μάζεψε, επιτέλους, τα χέρια σου και πάψε να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά! || μάζεψε τα χέρια σου, γιατί μ’ εκνεύρισες!». β. λέγεται απειλητικά σε κάποιον που επιχειρεί να αγγίξει ερωτικά μια γυναίκα: «μάζεψε τα χέρια σου, γιατί θα τις φας!»·
- μακριά τα χέρια από…, α. (συμβουλευτικά) μην ασχοληθείς με κάποιον ή με κάτι, μην αναμειχθείς κάπου: «μακριά τα χέρια απ’ τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας και σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει || μακριά τα χέρια απ’ αυτό το μπιμπελό, γιατί είναι πολύ εύθραυστο και μπορεί να σπάσει με το παραμικρό». β. (απειλητικά) μην επιχειρήσεις να βλάψεις, να κάνεις κακό σε κάποιον: «μακριά τα χέρια απ’ τον αδερφό μου, γιατί θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- με δεμένα τα χέρια ή με δεμένα χέρια ή με τα χέρια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «αυτό που μου ανέθεσες, το κάνω με δεμένα τα χέρια || τον νικώ με τα χέρια δεμένα»·
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- με τα λεφτά στο χέρι, βλ. λ. λεφτά·
- με τα χεράκια της (του), λέγεται για να δώσουμε έμφαση στο πρόσωπο που έκανε κάτι με τα χέρια του, αυτή η ίδια, (αυτός ο ίδιος): «αυτό το νόστιμο φαγητό το ’φτιαξε η κόρη μου με τα χεράκια της || αυτό το κέντημα το κέντησε η γυναίκα μου με τα χεράκια της || αυτό το σπίτι το ’χτισε με τα χεράκια του». (Τραγούδι: ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της και γέμισε από άνθη κόρφους κι αγκαλιά και τα μαλλάκια της
- με τα χέρια μου ή με τα ίδια μου τα χέρια, προσωπικά, εγώ ο ίδιος: «αυτόν τον κήπο τον έφτιαξα με τα χέρια μου || τον έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρες ναυαγό και πληγωμένο και μου ’δειξες συμπόνια και στοργή και τώρα με τα ίδια σου τα χέρια ζητάς για να με βάλεις βαθιά στη μαύρη γη)· βλ. και φρ. στα χέρια μου·
- με το κλειδί στο χέρι, βλ. λ. κλειδί·
- με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με το χέρι στην καρδιά, με απόλυτη ειλικρίνεια, με παρρησία: «θέλω να μου πεις με το χέρι στην καρδιά, αν όντως συμφωνείς κι εσύ με τον τρόπο που χειρίστηκα το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτούς τους δρόμους πώς νοσταλγώ να ξαναβγούμε, όπως τότε, μια βραδιά να ’μαστε μόνο εσύ κι εγώ και να τα πούμε με το χέρι στην καρδιά
- με το χέρι της καρδιάς, λέγεται για χειραψία που γίνεται με το αριστερό χέρι, που θεωρείται εγκάρδια ή που επισφραγίζει μια συμφωνία, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το δεξί μας χέρι: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε, γι’ αυτό κάναμε μια θερμή χειραψία με το χέρι της καρδιάς || είχα το χέρι μου στο γύψο, γι’ αυτό έσφιξα το χέρι του με το χέρι της καρδιάς, θέλοντας να επισημοποιήσουμε τη συμφωνία μας». Από το ότι η καρδιά βρίσκεται στο αριστερό μέρος του στήθος μας·
- με τρώει το χέρι μου, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί, πως θα χειροδικήσουμε σε βάρος του: «μου φαίνεται πως θα τις φας μ’ αυτά τα καμώματά σου, γιατί με τρώει το χέρι μου». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του ενός χεριού να ξύνουν το εσωτερικό της παλάμης του άλλου χεριού»· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη·
- με φαγουρίζει το χέρι μου, βλ. φρ. με τρώει το χέρι μου·
- με χέρια και με πόδια, α. με όλες τις δυνάμεις: «αντιστεκόταν με χέρια και με πόδια, πριν καταφέρουν να τον ρίξουν οι αστυνομικοί στην κλούβα». β. με κάθε δυνατό μέσο, με κάθε δυνατό τρόπο: «προβλέπω πως αυτό το παιδί θα έχει λαμπρό μέλλον, γι’ αυτό θα το βοηθήσω με χέρια και με πόδια». γ. (για υπογραφές) με μεγάλη διάθεση, με μεγάλη ευχαρίστηση, ανεπιφύλακτα: «και τώρα ήρθε η ώρα να υπογράψετε. -Με χέρια και με πόδια»·
- μεγάλωσα σε ξένα χέρια, μεγάλωσα μακριά από την οικογένειά μου ή μεγάλωσα ανάμεσα σε ξένη οικογένεια: «όταν ήμουν πολύ μικρός, οι γονείς μου πήγαν μετανάστες στη Γερμανία κι εγώ μεγάλωσε σε ξένα χέρια || όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου σκοτώθηκαν σ’ ένα τροχαίο κι έτσι μεγάλωσα σε ξένα χέρια»·
- μεγάλωσα στα χέρια του (της), μεγάλωσα, διαπαιδαγωγήθηκα από κάποιον (κάποια): «από μικρός μεγάλωσα στα χέρια του παππού και της γιαγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσα και πόνεσα και μάλωσα
- μένω με (τα) χέρια δεμένα ή μένω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. φρ. μη μιλάς πάνω στο χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, α. μην αποσπάς την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν προσπαθώ να περάσω την κλωστή στη βελόνα». β. μην αποσπάς την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν διαβάζω, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω εξετάσεις»·
- μην πέσεις στα χέρια μου, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον δείρουμε, θα τον τιμωρήσουμε, θα τον εκδικηθούμε σκληρά: «τώρα έχεις τ’ απάνω χέρι και κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά μην πέσεις στα χέρια μου, όταν αλλάξουν τα πράγματα, γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- μιλάει πάνω στο χέρι, α. αποσπά την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί μιλάει πάνω στο χέρι, κάθε φορά που αφοσιώνομαι στη ζωγραφική». β. αποσπά την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί, όταν δουλεύω μιλάει πάνω στο χέρι»·  
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’δεσε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να πραγματοποιήσω αυτό που ήθελα: «ήθελα να πάω μια βόλτα στη Χαλκιδική, αλλά ο μηχανικός μου ’δεσε τα χέρια, γιατί δεν είχε έτοιμο τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. μου ’κοψε τα χέρια·
- μου ’κοψε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να ενεργήσω όπως εγώ ήθελα ή σχεδίαζα, παρενέβαλε εμπόδια στην πρόοδό μου, στην εξέλιξή μου: «αυτή η απεργία των εργατών μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τη δουλειά μου || σταμάτησε το επίδομα που μου έστελνε και μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου»·
- μου λείπουν χέρια, έχω έλλειψη εργατικού δυναμικού: «δε βλέπω να τελειώνω γρήγορα τη δουλειά, γιατί μου λείπουν χέρια»·
- μου λύνουν τα χέρια, με αποδεσμεύουν από κάτι και μπορώ να ενεργήσω όπως θέλω: «απ’ τη στιγμή που μου έλυσαν τα χέρια, τακτοποίησα σε χρόνο ρεκόρ όλες τις εκκρεμότητες»·
- μου ’μεινε στα χέρια, α. (για πρόσωπα) πέθανε στα χέρια μου: «την ώρα που τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο, μου ’μεινε στα χέρια ο παππούς». β. (για εμπορεύματα) δεν πουλήθηκε, δεν καταναλώθηκε: «είχα παραγγείλει μεγάλες ποσότητες απ’ αυτό το είδος και μου ’μεινε στα χέρια». γ. (για αντικείμενα) χάλασε καθώς το περιεργαζόμουν ή προσπαθούσα να το επιδιορθώσω: «πήρα αυτό το μπιμπελό να δω τι ακριβώς είναι, και μου ’μεινε στα χέρια, γιατί διαλύθηκε || προσπάθησα να επιδιορθώσω το ηλεκτρικό σίδερο και μου ’μεινε στα χέρια»·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, βλ. λ. τιμόνι·
- ν’ αγιάσει το χέρι σου (το χεράκι σου) ή ν’ αγιάσουν τα χέρια σου (τα χεράκια σου), βλ. φρ. γεια στα χέρια σου(!)·
- να μου κοπούν τα χέρια ή να μου κοπεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- να μου ξεραθούν τα χέρια ή να μου ξεραθεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- νίβω τα χέρια μου (νίπτω τας χείρας μου), δε φέρω καμιά ευθύνη, αποποιούμαι τις ευθύνες: «κάνε ό,τι θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, πάντως εγώ νίβω τα χέρια μου». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα, από μικρός παιδεύομαι στα ξένα, κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί”, Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ). Η φρ. ελέχθη από τον Ρωμαίο έπαρχο της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο μπροστά στην πιεστική απαίτηση του όχλου, που ζητούσε τη σταύρωση του Χριστού. Πρβλ.: ἰδών δέ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδέν ὠφελεί, ἀλλά μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χείρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶος εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. (Ματθ., κζ΄24). Και η αρχαϊστική φρ. νίπτω τας χείρας μου σε κοινή χρήση·
- ξεράθηκε το χέρι μου, βλ. φρ. κουλάθηκε το χέρι μου·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, λέγεται στην περίπτωση που οι γνώμες, οι αποφάσεις ή οι προτάσεις δυο ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων για το ίδιο θέμα, συμπίπτουν απόλυτα μεταξύ τους: «έχουν υποβάλλει όλοι τους τις ίδιες προτάσεις στην επιτροπή, λες κι όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι»·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, όσο εξαρτάται από μένα: «δε θέλω να σου τάξω τρελά πράγματα, αλλά, όσο περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω»·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), α. καθοδηγώ κάποιον σε μια πορεία: «το παλικάρι πήρε απ’ το χέρι το γεροντάκι και το πέρασε στ’ απέναντι πεζοδρόμιο». β. καθοδηγώ κάποιον σε μια δουλειά ή υπόθεση, χωρίς να τον αφήνω να παίρνει πρωτοβουλίες: «αν δεν τον πάρεις απ’ το χεράκι να του δείξεις τι θα κάνει, δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά αυτό το παιδί»·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), αναλαμβάνω κάτι: «μόλις ο τάδε πήρε στα χέρια του τη διεύθυνση του εργοστασίου, όλα πήγαν μια χαρά || ό,τι παίρνει στα χέρια του, το τελειώνει με επιτυχία»·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, έρχομαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «μόλις πήρε τ’ απάνω χέρι στο εργοστάσιο, έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο»· βλ. και φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω τον απολυσώνα μου στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- πέρασαν απ’ τα χέρια μου, ασχολήθηκα κατά καιρούς με διάφορους ή με διάφορα πράγματα ή είχα στην κατοχή μου διάφορα πράγματα: «πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό γυναίκες || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό δουλειές || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: περάσαν απ’ τα χέρια μου λεφτά, γυναίκες μάτσο
- πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), πέρασε κατά καιρούς από πολλούς ιδιοκτήτες κάτι: «δε θα τ’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί πέρασε από πολλά χέρια»· βλ. και φρ. άλλαξε πολλά χέρια·
- περνάει απ’ το χέρι μου, είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου: «αφού περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω οπωσδήποτε»·
- περνώ δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή μια διαδικασία, ιδίως βάφω από την αρχή μια επιφάνεια: «περνώ δεύτερο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, μήπως κι έχω πουθενά καμιά ασάφεια || πρέπει να περάσω δεύτερο χέρι την πόρτα, γιατί δε βάφηκε καλά». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. δεύτερο χέρι·
- περνώ τελευταίο χέρι, κάνω μια τελευταία προσπάθεια, για να γίνει κάτι πολύ καλύτερο, ιδίως το βάψιμο μιας επιφάνειας: «περνώ τελευταίο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, για να εντοπίσω τυχόν ατέλειές του || περνώ τελευταίο χέρι το βάψιμο της πόρτας, για να γίνει ομοιόμορφο». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. το τελευταίο χέρι·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. φρ. δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), περιέρχεται κάτι στη δικαιοδοσία, στην κατοχή κάποιου που δεν ξέρει να το χρησιμοποιήσει ή που μπορεί να το χρησιμοποιήσει επικίνδυνα ή καταστροφικά: «έπεσε σε λάθος χέρια το μηχάνημα κι από άγνοια του χειριστή του βγήκε μπιελάρ || αν πέσει σε λάθος χέρια η ατομική ενέργεια, τότε αλίμονο στην ανθρωπότητα»·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), έρχεται κάποιο πράγμα στη δικαιοδοσία μου, στην κατοχή μου ή βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι τυχαία: «ό,τι πέφτει στα χέρια του, βρίσκει τον τρόπο να το αξιοποιήσει κατάλληλα || εκεί που έψαχνα στο υπόγειο να βρω ένα φτυαράκι, έπεσε στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία του παππού μου»·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. φρ. πέφτω σε κακά χέρια· 
- πέφτω σε κακά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία κακού ή σκληρού ατόμου: «αν έχει τον τάδε διευθυντή, να του πεις πως έπεσε σε κακά χέρια και πως θα υποφέρει». β. αντιμετωπίζω την αδιαφορία ή την εχθρότητα του προστάτη μου ή του κηδεμόνα μου: «από μικρός έμεινε ορφανός κι έπεσε σε κακά χέρια, γιατί η θεια του, που τον ανέλαβε, ήταν πολύ στριφνή γυναίκα». γ. (και για τα δυο φύλα) κακοπαντρεύομαι: «πολύ καλή κοπέλα, αλλά έπεσε σε κακά χέρια και βασανίζεται η καημενούλα»·
- πέφτω σε καλά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία καλόκαρδου ατόμου: «έπεσα σε καλά χέρια, γιατί ο υπεύθυνος του τομέα μας, στο εργοστάσιο που δουλεύω είναι χρυσός άνθρωπος». β. έχω τη συμπαράσταση και τη φροντίδα του προστάτη ή του κηδεμόνα μου: «έμεινε πολύ μικρός ορφανός, αλλά, ευτυχώς, έπεσε σε καλά χέρια, γιατί, η θεια του που ανέλαβε να τον μεγαλώσει ήταν χρυσή γυναίκα». γ. με αναλαμβάνει ικανός δάσκαλος, για να με διδάξει: «όλοι εμείς οι παλιοί πέσαμε σε καλά χέρια, γιατί τότε οι δάσκαλοι θεωρούσαν λειτούργημα αυτό που έκαναν». δ. (και για τα δυο φύλα) καλοπαντρεύομαι: «μπορεί να έκανε αλήτικη ζωή, αλλά στο θέμα του γάμου του έπεσε σε καλά χέρια»·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. συνηθέστ. πέφτω σε κακά χέρια· βλ. και φρ. πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι)·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), α. συλλαμβάνομαι: «ο δολοφόνος έπεσε στα χέρια της αστυνομίας». β. περιέρχομαι στην εξουσία, στη δικαιοδοσία κάποιου: «είσαι τυχερός που έπεσες στα χέρια του τάδε διευθυντή, γιατί είναι άνθρωπος με κατανόηση || αν πέσεις στα χέρια του τάδε διευθυντή, την έβαψες, γιατί είναι πολύ σκληρός με τους υφισταμένους του». γ. (για τόπους, πόλεις) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι: «όλη η ανατολική περιοχή του εχθρικού κράτους έπεσε στα χέρια του στρατού μας»·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια χέρια, α. πηγαίνω κάπου χωρίς να προσκομίζω κάποια πρόταση: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε μ’ άδεια τα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οπότε αυτοί αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι». β. επισκέπτομαι κάποιον, χωρίς να του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιο φίλο στη γιορτή του, δεν πηγαίνω ποτέ μ’ άδεια χέρια»·
- πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια ή πηγαίνω με γεμάτα χέρια, α. πηγαίνω κάπου προσκομίζοντας κάποια πρόταση: «παρόλο που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε με γεμάτα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους συνδικαλιστές, οι συνομιλίες έφτασαν πάλι σε αδιέξοδο». β. επισκέπτομαι κάποιον και του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιον φίλο μου στη γιορτή του, πηγαίνω με γεμάτα χέρια»·
- πιάνει το χέρι του ή πιάνουν τα χέρια του, έχει την ικανότητα ή τις γνώσεις να κάνει διάφορες μικροκατασκευές ή επιδιορθώσεις, ιδίως στο χώρο του σπιτιού του: «ευτυχώς πιάνουν τα χέρια του άντρα μου, κι ότι χαλάει μέσα στο σπίτι, το φτιάχνει ο ίδιος»·
- πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «είχαν από καιρό διαφορές και, μόλις συναντήθηκαν, πιάστηκαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία· στα χέρια πιάστηκ’ ο Θωμάς μαζί με τον Ηλία)· βλ. και φρ. έρχομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- πιάνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάστηκε το χέρι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «ήταν πολύ βαρύ το δέμα που κουβαλούσα και πιάστηκε το χέρι μου»·
- πιάστηκε το χέρι μου (κάπου), μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «πιάστηκε το χέρι μου σε κάτι σύρματα κι έκανα μια ώρα να το ξεμπερδέψω || πιάστηκε το χέρι μου στο άνοιγμα της πόρτας και πέθανα απ’ τον πόνο»·
- προχωράει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- σας φιλώ το χέρι, στερεότυπη έκφραση σεβασμού, στη συνάντησή μας με κάποιο σεβάσμιο πρόσωπο αντί του χειροφιλήματος. Συνήθως συνοδεύεται με ελαφρά υπόκλιση κατά τη χειραψία, ή στερεότυπη φρ. με την οποία κλείνουμε κάποια επιστολή μας σε σεβάσμιο πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν γυρνάνε στα σοκάκια σα δυο σκιές μες στη βραδιά με τα φτωχά τους ρουχαλάκια όλο βροχή και λασπουριά δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω ποιανής το χέρι να φιλήσω)· βλ. και φρ. φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι·
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον), αποθεώνω κάποιον: «μετά το πέρας της ομιλίας του ο κόσμος σήκωσε ενθουσιασμένος στα χέρια τον αρχηγό του κόμματος»·
- σηκώνω τα χέρια, αδυνατώ να προσφέρω και το παραμικρό, εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια: «ήταν τόσο προχωρημένη η αρρώστια του, που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια»· βλ. και φρ. σηκώνω ψηλά τα χέρια μου·
- σηκώνω το χέρι, (για μαθητές) θέλω να απαντήσω σε ερώτηση του δασκάλου μου, που την έθεσε στην τάξη ή για να του ζητήσω κάτι: «ήταν απ’ τους καλύτερους μαθητές της τάξης μας και, μόλις ρωτούσε κάτι ο δάσκαλος, σήκωνε αμέσως το χέρι ν’ απαντήσει || κάποια στιγμή σήκωσα το χέρι, για να πάρω άδεια απ’ το δάσκαλο να πάω στην τουαλέτα»·        
- σηκώνω χέρι (εναντίον κάποιου), απειλώ να δείρω, να χτυπήσω κάποιον ή δέρνω, χτυπώ κάποιον: «σε μένα μη σηκώνεις χέρι, γιατί δεν είμαι απ’ τα παιδάκια που φοβούνται || είναι πολύ άτακτο παιδί και σηκώνει χέρι στον καθένα»·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια μου, ακινητοποιούμαι στην προσταγή ψηλά τα χέρια κάποιου οπλοφόρου: «μόλις μούγκρισε ο άλλος ψηλά τα χέρια προτείνοντάς μου το πιστόλι του, υποχρεώθηκα να σηκώσω ψηλά τα χέρια μου»· βλ. και φρ. σηκώνω τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- σκατά στα χέρια σου! βλ. λ. σκατά·
- στ’ αριστερό μου (σου, του, της κ.λπ) χέρι, αριστερά μου (σου, του, της κ.λπ.), αριστερά: «μόλις θα συναντήσεις στ’ αριστερό σου χέρι ένα περίπτερο, θα κάνεις αμέσως δεξιά και θα βρεθείς στο μαγαζί που θέλεις»·
- στα χέρια μου (σου, του, της κ.λπ.), με δικές μου (σου, του, της κ.λπ) φροντίδες και κάτω από την επίβλεψή μου (σου, του, της κ.λπ.): «στα χέρια σου έγιναν όλες οι επιδιώξεις μου πραγματικότητα || στα χέρια της μεγάλωσε πέντε παιδιά» (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν άντρες μ’ ολοκάθαρη ματιά. Ψηλά κυπαρισσόπουλα χαρά στα κοριτσόπουλα που ’χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά)· βλ. και φρ. με τα χέρια μου·
- σταυρώνω τα χέρια μου, α. δεν κάνω τίποτα, μένω άπραγος, αδρανώ: «είναι καιρός τώρα που σταύρωσα τα χέρια και δεν κάνω τίποτα». β. αντιμετωπίζω παθητικά μια δύσκολη κατάσταση: «ήταν καμιά δεκαριά άτομα που τον έδερναν και σταύρωσα τα χέρια μου, γιατί δεν μπορούσα να τον γλιτώσω»·
- στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα ή στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι  με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- στηρίζομαι στα χέρια μου, υπολογίζω στον εαυτό μου, στην προσωπική μου ικανότητα, στην προσωπική μου εργασία: «όσο στηρίζομαι στα χέρια μου, δεν έχω την ανάγκη κανενός»·
- στο δεξί μου (σου, του, της κ.λπ.) χέρι, δεξιά μου (σου, του, της κ.λπ.), δεξιά: «όπως θα ’ρχεσαι, θα συναντήσεις στο δεξί σου χέρι ένα βενζινάδικο και, μόλις το περάσεις, θα με δεις που θα σε περιμένω στην εξώπορτα του σπιτιού μου»·
- σφίξαμε τα χέρια, α. συμφιλιωθήκαμε: «αποφασίσαμε να σφίξουμε τα χέρια, γιατί καταλάβαμε πως με έχθρες και μαλώματα δε βγαίνει άκρη». β. επισημοποιήσαμε μια συμφωνία δια χειραψίας: «αφού συμφωνήσαμε σ’ όλες τις λεπτομέρειες, σφίξαμε τα χέρια»·
- σφυρίζω χέρι, (για διαιτητές ποδοσφαίρου) καταλογίζω το παράπτωμα του παίχτη να πιάσει ή να χτυπήσει εκούσια την μπάλα με το χέρι του: «ο διαιτητής είδε την κίνηση του παίχτη κι αμέσως σφύριξε χέρι». Στην περίπτωση που ο διαιτητής θεωρήσει πως ο παίχτης ήρθε σε επαφή με την μπάλα ακούσια, τότε αφήνει το παιχνίδι να συνεχιστεί· 
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι τα θέλει, είναι τεμπέλης και περιμένει από τους άλλους να εξασφαλίζουν τις ανάγκες του: «δεν κάνει το παραμικρό και τα θέλει όλα στο χέρι || από μικρό παιδί τον έχουν καλομαθημένο και τα θέλει όλα στα χέρια του || αυτός δεν κουνάει ούτε το δαχτυλάκι του κι όλα στα χέρια του τα θέλει»·
- τα ξένα χέρια, α. οι θετοί γονείς ή κηδεμόνες: «οι γονείς του σκοτώθηκαν σε τροχαίο, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός και μεγάλωσε σε ξένα χέρια. (Λαϊκό τραγούδι: είναι πικρά, είναι βαριά τα ξένα χέρια! Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια! Είναι μαχαίρια!). β. αυτοί που δεν είναι συγγενείς, που είναι ξένοι ως προς κάποια οικογένεια: «πεθαίνοντας ο παππούς άφησε πολλά χρέη κι έτσι η περιουσία του πέρασε στα ξένα χέρια»·
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), συζητήσαμε ή κάναμε συζήτηση σε έντονο τόνο για θέματα που μας αφορούσαν, σχεδόν λογομαχήσαμε: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι όταν βρεθήκαμε τυχαία σ’ ένα μπαράκι, τα ’παμε ένα χεράκι || είχαμε παλιές διαφορές και με την πρώτη ευκαιρία τα ’παμε ένα χεράκι»·
- τα χέρια μου μύρισα; βλ. λ. τα δάχτυλά μου μύρισα; λ. δάχτυλο·
- τα χέρια σου κοντά! ή το χέρι σου κοντό! βλ. φρ. κοντά τα χέρια σου(!)·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. φρ. πιάνει το χέρι του·
- τα χρυσά χέρια, λέγεται για άτομο, ιδίως για χειρούργο, που είναι πολύ επιδέξιος στα χέρια και, κατ’ επέκταση, πολύ ικανός σε αυτό που κάνει με αυτά: «αφήνω χωρίς φόβο τη ζωή μου στα χρυσά χέρια αυτού του γιατρού»·
- την έχω πατημένη από χέρι, βλ. συνηθέστ. είμαι χαμένος από χέρι·
- της βάζω χέρι, χαϊδεύω ερωτικά μια γυναίκα: «τον είδα να ’χει στριμώξει την γκόμενά του στη γωνία και να της βάζει χέρι»·
- της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- της δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή της δίνω τα μπογαλάκια της στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- της δίνω τα πανιά στο χέρι ή της δίνω τα πανιά της στο χέρι, βλ. λ. πανί·
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- της δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή της δίνω τα συμπράγκαλά της στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- της δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή της δίνω το διαβατήριό της στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- της δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή της δίνω τον απολυσώνα της στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- της περνώ δεύτερο χέρι, μετά από μικρή ανάπαυλα, επιβάλλω πάλι τη σεξουαλική πράξη στην ίδια γυναίκα: «μετά το τσιγάρο που έκανα, της πέρασα δεύτερο χέρι για να με θυμάται». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- της περνώ ένα χέρι, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της πέρασα ένα χέρι»·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. της τα φέρνω όλα στο χέρι·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν την αφήνω να κάνει τίποτα, την περιποιούμαι, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες της, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που της τα φέρνει όλα στο χέρι»·
- το γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι, βλ. λ. γουδοχέρι·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, το δεξί χέρι στην περίπτωση που είμαστε δεξιόχειρες ή το αριστερό χέρι στην περίπτωση που είμαστε αριστερόχειρες: «για χειραψία δίνει πάντα το καλό το χέρι || υπογράφει πάντα με το καλό χέρι»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί οποιονδήποτε παρανομεί, όσο υψηλά και αν ίσταται: «μπορεί να είναι μεγάλο όνομα, αλλά κανείς δεν ξεφεύγει απ’ το μακρύ χέρι του νόμου»·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), η αμοιβαία συνδρομή, η αλληλοβοήθεια οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα: «είστε δυο αδέρφια και πρέπει να ’στε αγαπημένα, γιατί το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο)»·
- το τελευταίο χέρι, ο τελευταίος από αυτούς που διαδοχικά διακινούν κάποιο εμπόρευμα ή ναρκωτικό: «δεν ξέρω πόσα χέρια άλλαξε, αλλά ο τάδε ήταν το τελευταίο χέρι»· βλ. και φρ. περνώ το τελευταίο χέρι·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), (για γνώσεις, επαγγέλματα ή τέχνες) βλ. συνηθέστ. το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), λ. δάχτυλο·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, δηλώνει τη μεγάλη επίδραση που ασκεί η μητέρα πάνω στα παιδιά της: «βέβαια κι εσύ ως πατέρας έχεις συμβάλει στο μεγάλωμα των παιδιών σου, αλλά το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει»·
- το χέρι της καρδιάς, το χέρι το οποίο βρίσκεται προς το μέρος της καρδιάς, το αριστερό χέρι: «του ’δωσα το χέρι της καρδιάς, γιατί με το δεξί κρατούσα ένα δέμα»· βλ. και φρ. με το χέρι της καρδιάς·
- το χέρι της μοίρας, η μοίρα: «τα πάντα στη ζωή μας εξαρτιόνται απ’ το χέρι της μοίρας»·
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), βλ. λ. κάλος·
- το χέρι του Θεού, α. ο Θεός: «κανείς δε γλιτώνει απ’ το χέρι του Θεού». β. (για ποδόσφαιρο) χαρακτηρισμός του Αργεντινού ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα ο οποίος στο Μουντιάλ ποδοσφαίρου που έγινε το 1986 στο Μεξικό, πέτυχε γκολ σε βάρος της Αγγλίας χρησιμοποιώντας πονηρά με το χέρι του: «αν δεν υπήρχε το χέρι του Θεού, η Αργεντινή θα έχανε τον αγώνα απ’ την Αγγλία»·
- το χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί αυτόν που παρανομεί: «κανένας παράνομος δε γλιτώνει απ’ το χέρι του νόμου»·
- τον βάζω στο χέρι, α. τον κάνω όργανό μου: «σου τάζει χίλια δυο πράγματα, μέχρι να σε βάλει στο χέρι, κι ύστερα σε κάνει ό,τι θέλει». β. πετυχαίνω να του πάρω χρήματα με σκοπό να μην του τα επιστρέψω, τον εξαπατώ: «ο σκοπός ήταν να του πάρω τα λεφτά και τώρα που τον έβαλα στο χέρι, άσ’ τον να κουρεύεται»·
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, βλ. λ. Θεός·
- τον έχω δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- τον έχω στο χέρι, α. τον έχω υποχείριό μου: «αυτός θα μας ψηφίσει σίγουρα, γιατί τον έχω στο χέρι». β. έχω στοιχεία εναντίον του: «δεν μπορεί να πει τίποτα για μένα, γιατί τον έχω στο χέρι». γ. σε μια δοσοληψία έχω πάρει περισσότερα χρήματα από αυτά που του έχω δώσει: «δε με νοιάζει αν θέλει να χαλάσει τη συνεργασία μας, γιατί τον έχω στο χέρι»·
- τον έχω του χεριού μου, βλ. φρ. είναι του χεριού μου·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, τον νικώ με μεγάλη άνεση, με μεγάλη ευκολία: «δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι»·
- τον κρατώ στο χέρι, έχω στοιχεία εναντίον του: «το ’χω σίγουρο πως δε θα με καρφώσει, γιατί τον κρατώ στο χέρι»·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, είμαι πολύ πιο έξυπνος από αυτόν, τον ξεγελώ όποια ώρα θέλω: «μπορώ όποια ώρα θέλω να του φάω τα λεφτά του, γιατί τον παίζω στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ αποδείχτηκα πως έχω βγει ξεφτέρι, κι όλους τους μάγκες του ντουνιά τους έπαιζα στο χέρι
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του βάζω χέρι, τον επιπλήττω, τον μαλώνω αυστηρά: «μόλις γύρισε ο πατέρας του στο σπίτι, του ’βαλε χέρι, γιατί έμαθε πως έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο»·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή του δίνω τα μπογαλάκια του στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- του δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή του δίνω τα συμπράγκαλά του στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- του δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή του δίνω το διαβατήριό του στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- του δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή του δίνω τον απολυσώνα του στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- του κόβω τα χέρια, παρεμβάλλω σοβαρά εμπόδια, με σκοπό να αναστείλω κάποια εξέλιξή του: «δεν του ’δωσα μια εγγυητική επιστολή που ήθελε για να αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο, και του ’κοψα τα χέρια»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του σφίγγω το χέρι, α. τον χαιρετώ εγκάρδια: «πολύ μ’ αρέσει αυτός ο άνθρωπος και, κάθε φορά που τον συναντώ, του σφίγγω το χέρι». β. αναγνωρίζω, παραδέχομαι την υπεροχή του σε κάτι: «σε θέματα οικονομίας, του σφίγγω το χέρι»·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. του τα φέρνω όλα στα χέρια·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα, τον κατσάδιασα: «μόλις τον συνάντησα, του τα ’πα ένα χεράκι, γιατί δεν ανέχομαι άλλο να με κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη μου»·
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν τον αφήνω να κάνει τίποτα, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες του, είτε γιατί ξέρω πως είναι μεγάλος τεμπέλης είτε γιατί τον έχω κακομαθημένο είτε γιατί τον αγαπώ πάρα πολύ: «του ’χω μεγάλη αδυναμία αυτού του παιδιού και του τα φέρνω όλα στα χέρια»·
- του τα ’ψαλλα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι ο πατέρας του του τα ’ψαλλε ένα χεράκι, γιατί έμαθε πως είχε κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ, Λευτέρη Λευτεράκη, θα ’ρθω να σου τα ψάλλω ένα χεράκι
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού είπε αυτά τα πράγματα για σένα, του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο»·
- τους φέρνω στα χέρια, γίνομαι αιτία να μαλώσουν, να συμπλακούν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «το ’χει χούι να διαβάλλει τους ανθρώπους, για να τους φέρνει στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), αποσύρομαι από κάπου: «εγώ τραβώ τα χέρια μου απ’ αυτή τη δουλειά, γιατί μου φαίνεται ύποπτη»·
- τρίβω τα χέρια μου, αισθάνομαι τόσο μεγάλη χαρά, τόσο μεγάλη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση, που δεν μπορώ να την κρύψω: «δεν τον χωνεύει καθόλου και, κάθε φορά που τον κατσαδιάζει ο διευθυντής του, αυτός τρίβει τα χέρια του || μόλις τον πληροφόρησαν πως ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, άρχισε να τρίβει τα χέρια του»·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πήγα να του κάνω τον έξυπνο, αλλά, όταν μ’ έπιασε στα χέρια του, έφαγα ένα χέρι ξύλο»·
- υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο και υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια || γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια·
- υψώνω τα χέρια στο Θεό, προσεύχομαι, ικετεύω το Θεό για κάτι: «δυστυχώς, μόνο όταν έχουμε ανάγκη υψώνουμε τα χέρια στο Θεό»·
- υψώνω τα χέρια στον ουρανό, βλ. συνηθέστ. υψώνω τα χέρια στο Θεό·
- φέρνω στα χέρια (κάποιους), γίνομαι αιτία να συμπλακούν, να μαλώσουν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «είναι τόσο ναζιάρα γυναίκα, που, όπου και να πάει, φέρνει στα χέρια τους άντρες». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες (Λαϊκό τραγούδι)· 
- φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση ή σεβασμό στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «δεν είναι μόνο σεβάσμιος αλλά σωστός κι ακριβοδίκαιος, γι’ αυτό και του φιλώ το χέρι»· βλ. και φρ. σας φιλώ το χέρι·
- φιλώ χέρια, παρακαλώ επίμονα προς όλες τις κατευθύνσεις για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «όσο ήταν μεγάλος και τρανός δεν υπολόγιζε κανέναν και τώρα που ξέπεσε, φιλάει χέρια για να τον βοηθήσουν»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), ενώ το θεωρώ εξασφαλισμένο, ξαφνικά  αντιλαμβάνομαι πως το έχω χάσει: «προηγουμένως άναψα με τον αναπτήρα μου και τον έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέρι με χέρι, δηλώνει άμεση ανταλλαγή ή μεταβίβαση, που γίνεται συνήθως γρήγορα και κρυφά: «ο αναπτήρας πέρασε χέρι με χέρι κι εξαφανίστηκε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ένας νέος, κομψός κι ωραίος, θα μου προσφέρει ένα τσιγάρο μυστικά, χέρι με χέρι μου το προσφέρει και το τραβούμε και οι δυο γλυκά
- χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το, είναι εξυπνότερο να υποκύψεις σε κάποιον, όταν δεν έχεις τη δυνατότητα ή την ικανότητα να τον αντιμετωπίσεις δυναμικά: «μην κάνεις το μάγκα εκεί που δε σε παίρνει κι αν είσαι έξυπνος, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το»·
- χέρι σε χέρι, βλ. συνηθέστ. από χέρι σε χέρι·
- χέρι χέρι, α. (για πρόσωπα) συντροφικά. (Τραγούδι: βήμα βήμα, χέρι χέρι, κάπου η μοίρα θα μας φέρει). (Λαϊκό τραγούδι: μια καινούρια ζωή ξαναρχίζουμε και πιασμένοι χέρι χέρι βαδίζουμε). Θυμηθείτε και το πολιτικό σλόγκαν του ΛΑΟΣ: χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη. β. πιασμένοι από τα χέρια: «τους είδα να κάνουν χέρι χέρι βόλτα στην παραλία».
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, τα πολλά χέρια είναι ευλογία, γιατί δουλεύουν, ενώ τα πολλά στόματα δημιουργούν έριδες και διχογνωμίες·
- χτυπώ τα χέρια (μου), βλ. συνηθέστ. χτυπώ παλαμάκια, λ. παλαμάκι. (Παιδικό τραγούδι: χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ,μια και είμαι εγώ παιδί, θέλω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
- χτυπώ το χέρι μου στο τραπέζι, απαιτώ κάτι με έντονο τρόπο, επιμένω δυναμικά στην αξίωσή μου: «αν δε χτυπήσεις το χέρι σου στο τραπέζι, δε θα πάρεις αυτά που σου έχουν τάξει»·
- ψηλά τα χέρια! α. απειλητική προσταγή οπλοφόρου με σκοπό να ακινητοποιήσει κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στη σάλα μας, μασκέ, όλη η πόλη μα ξάφνου μπήκε κάποιος με μπιστόλι! Ψηλά τα χέρια, φώναξε, ληστεία! Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία).β. έκφραση με την οποία μπαίνει ξαφνικά και απροειδοποίητα κάποιος σε ένα χώρο όπου υπάρχουν φίλοι του, με σκοπό να τους τρομάξει·
- ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια (κάποιον ή κάποιο κόμμα), ψηφίζω φανατικά κάποιον ή κάποιο κόμμα: «τα τελευταία χρόνια ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια τον τάδε υποψήφιο, γιατί βλέπω πως εργάζεται για το καλό του τόπου».

χρόνος

χρόνος, ο, ουσ. [<αρχ. χρόνος], ο χρόνος. (Ακολουθούν 172 φρ.)·
- άγουρα χρόνια, τα χρόνια της πρώτης εφηβείας: «σε πολλούς έχει μείνει αξέχαστος ο έρωτας των άγουρων χρόνων τους»·
- άλλα χρόνια, βλ. φρ. άλλες χρονιές, λ. χρονιά·
- άλλα χρόνια τότε! βλ. φρ. άλλες χρονιές τότε! λ. χρονιά·
- ανάποδος χρόνος, που στη διάρκειά του συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «πέρασα πολύ ανάποδο χρόνο, γιατί το ένα κακό διαδεχόταν τ’ άλλο || τι ανάποδος χρόνος είναι αυτός, Θεέ μου!»·
- απάνω στο χρόνο, με τη συμπλήρωση χρόνου: «βγήκε πριν από καιρό απ’ τη φυλακή, αλλά πάνω στο χρόνο ξαναμπήκε με τη ληστεία που έκανε»·
- από αμνημονεύτων χρόνων, βλ. φρ. προ αμνημονεύτων χρόνων·
- από αρχαιοτάτων χρόνων, βλ. λ. αρχαίος·
- από (του) χρόνου, από τον επόμενο χρόνο: «από χρόνου θα φτιάξουν τα πράγματα || από του χρόνου θα ’ρθουν περισσότεροι τουρίστες»·
- από χρόνο σε χρόνο, βλ. φρ. χρόνο με το χρόνο·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, βλ. λ. κολόνια·
- βγάζω χρόνια, (στη γλώσσα της αργκό) εκτίω μεγάλη ποινή: «μόνο αυτός που βγάζει χρόνια ξέρει τι πάει να πει φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια· φάτε, μάγκες, βγάλτε χρόνια
- για το καλό του χρόνου, λέγεται για κάποια πράξη μας που επαναλαμβάνεται ως έθιμο κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς και που γίνεται για να πάει καλά ο χρόνος: «κάθε βράδυ, παραμονή Πρωτοχρονιάς, μαζευόμαστε όλοι οι φίλοι στο σπίτι μου και παίζουμε χαρτιά, για το καλό του χρόνου || κάθε βράδυ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου, κόβουμε τη βασιλόπιτα για το καλό του χρόνου»·
- δε βρίσκω χρόνο (για κάτι), δεν μπορώ να βρω διαθέσιμο χρόνο, να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό από την κύρια ασχολία μου: «έχω τόσο πολλή δουλειά, που δε βρίσκω χρόνο να διαβάσω κανένα βιβλίο»·
- δε με παίρνει ο χρόνος, δεν επαρκεί ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου, έχουν εξαντληθεί τα χρονικά περιθώρια που έχω, δεν προλαβαίνω, δεν προφταίνω να πραγματοποιήσω ή να ολοκληρώσω κάτι: «δε με παίρνει ο χρόνος να καθίσω περισσότερο, γιατί θα χάσω τ’ αεροπλάνο || δε θα μπορέσω να παραδώσω τη δουλειά στη συμφωνημένη ημερομηνία, γιατί δε με παίρνει ο χρόνος»·
- (δε) μετράει ο χρόνος, (για διάφορες αθλητικές συναντήσεις, ιδίως για μπάσκετ) (δεν) υπολογίζεται: «στο μπάσκετ δε μετράει ο χρόνος, όταν ο παίχτης πραγματοποιεί προσωπικές βολές || στο μπάσκετ ο χρόνος μετράει απ’ τη στιγμή που ο παίχτης ακουμπάει την μπάλα»·
- δεν έχω χρόνο (για κάτι), δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω χρόνο για εκδρομές, γιατί έχω πολύ δουλειά»·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντα, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντα, λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια, λ. καιρός·
- δεν περνάει χρόνος από πάνω του (της), φαίνεται το ίδιο νέος όπως και πριν από χρόνια, ο χρόνος που πέρασε δεν άφησε τα σημάδια επάνω του: «απορώ, κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι πάντα όμορφος κι ωραίος, λες και δεν περνάει χρόνος από πάνω του»·
- δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου, βλ. λ. περιθώριο·
- διαθέσιμος χρόνος, που μπορεί κανείς να τον διαθέσει όπως θέλει, όπως του αρέσει: «κάθε φορά που βρίσκω διαθέσιμο χρόνο, τον αφιερώνω στο διάβασμα»·
- δουλεύει ο χρόνος, βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει·
- εδώ και λίγα χρόνια, πριν από λίγα χρόνια: «είναι εδώ και λίγα χρόνια που βγήκε στη σύνταξη». (Λαϊκό τραγούδι: την κάπα του την κρέμασε, εδώ και λίγα χρόνια, γι’ αυτό και τον εβγάλανε τρελάρα τα κορόιδα)· 
- εδώ και τόσα χρόνια, βλ. φρ. εδώ και χρόνια·
- εδώ και χρόνια, πριν από αρκετά χρόνια: «αυτή η επιχείρηση υπάρχει εδώ και χρόνια»·
- είναι εκτός τόπου και χρόνου, βλ. λ. τόπος·
- είναι ζήτημα χρόνου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι χάσιμο χρόνου, βλ. λ. χάσιμο·
- είναι χρόνια που… ή είναι χρόνια τώρα που…, δηλώνει κάτι που άρχισε στο παρελθόν και εξακολουθεί να συνεχίζεται και τώρα: «είναι χρόνια που λείπει στο εξωτερικό || είναι χρόνια τώρα που θέλω να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι στην εξοχή»·
- είναι χρόνια στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- εν ευθέτω χρόνω, σε πιο κατάλληλη χρονική στιγμή: «τώρα είμαι πνιγμένος στη δουλειά, γι’ αυτό φύγε και εν ευθέτω χρόνω θ’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου»· 
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. λ. γάιδαρος·
- ελεύθερος χρόνος, που μπορεί κανείς να τον χρησιμοποιήσει όπως θέλει, όπως του αρέσει: «όταν έχω ελεύθερο χρόνο, τον αφιερώνω στην ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων»·
- ελλείψει χρόνου, επειδή δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος να αρχίσει ή να τελειώσει κάτι: «ελλείψει χρόνου θα κουβεντιάσουμε το θέμα μια άλλη φορά || ελλείψει χρόνου θα κουβεντιάσουμε τα υπόλοιπα θέματα εν ευθέτω χρόνω»·
- έρχομαι στα χρόνια (κάποιου), βλ. φρ. φτάνω στα χρόνια (κάποιου)·
- έρχονται άλλα χρόνια, βλ. φρ. έρχονται άλλες χρονιές·
- ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος! ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων με το κλείσιμο του παλιού χρόνου και την αρχή του νέου·
- ευτυχισμένος ο νέος χρόνος! βλ. φρ. ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος·
- έχασε χρόνο, (για μαθητές), βλ. φρ. έχασε χρονιά, λ. χρονιά·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- έχει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του, είναι κάπως ηλικιωμένος: «δεν μπορούμε να πούμε πως είναι γέρος, αλλά έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του»·
- έχει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- έχει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, είναι μεγάλος σε ηλικία: «με την πρώτη ματιά που θα του ρίξεις, καταλαβαίνεις πως έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του»·
- έχει τη σφραγίδα του χρόνου, βλ. λ. σφραγίδα·  
- έχει χρόνια που… ή έχει χρόνια τώρα που…, βλ. φρ. είναι χρόνια που(…)·
- έχω άνεση χρόνου, βλ. λ. άνεση·
- έχω περιορισμένο χρόνο, βλ. φρ. δε με παίρνει ο χρόνος·
- έχω πίεση χρόνου, βλ. φρ. με πιέζει ο χρόνος·
- έχω χρόνο μπροστά μου, μπορώ να ενεργήσω χωρίς πίεση, χωρίς βιάση, δε με πιέζει τίποτα να βιαστώ: «τη δουλειά θα την πάω λάου λάου, γιατί έχω χρόνο μπροστά μου»·
- η πατίνα του χρόνου, βλ. λ. πατίνα·
- θα (το) δείξει ο χρόνος, βλ. φρ. ο χρόνος θα (το) δείξει·
- θα το θυμάται χρόνια! λέγεται για πολύ σοβαρό πάθημα που θα δε φύγει γρήγορα από το μυαλό αυτού που το έπαθε: «έπιασε τη γυναίκα καβάλα με τον καλύτερο φίλο του και θα το θυμάται χρόνια!». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου κάνουμε καψόνια, που θα τα θυμάσαι χρόνια. Για να μάθεις Τακατζίφα, να μας φέρεσαι στην τρίχα!)·  
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, βλ. λ. μέρα·
- κάθε χρόνο, όλα τα χρόνια, πάντα: «από μικρό παιδί κάθε χρόνο παραθερίζω στη Χαλκιδική»· 
- και του χρόνου! α. ευχή σε κάποιον που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή να είναι γερός, για να την γιορτάσει και τον επόμενο χρόνο. (Λαϊκό τραγούδι: γιορτάζω απόψε, μα εσύ δεν θα μου πεις «χρόνια πολλά αγαπημένε, και του χρόνου». Κλαίει η ψυχή μου με τα δάκρυα της βροχής. Πλέει η ζωή μου μες στο πέλαγο του πόνου).β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που έπαθε κάτι κακό. Και στις δυο περιπτώσεις πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- και του χρόνου διπλός! (διπλή!), βλ. λ. διπλός·
- και του χρόνου με υγεία! βλ. λ. υγεία·
-και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! βλ. λ. σπίτι·
-κακό χρόνο να ’χεις! βλ. λ. κακόχρονο να ’χεις(!)·
- κάλεσέ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου, βλ. λ. γάμος·
- κερδίζω χρόνο, εξοικονομώ χρόνο: «στην επιστροφή, προτείνω να γυρίσουμε απ’ τον τάδε δρόμο, για να κερδίσουμε χρόνο»·
- κέρδισε χρόνο, (για μαθητές), βλ. φρ. κέρδισε χρονιά, λ. χρονιά·
- κλέβω το χρόνο (κάποιου), βλ. φρ. τρώω το χρόνο (κάποιου)·
- κλέβω (λίγο, πολύ) χρόνο (από κάπου), διαθέτω κάποιο χρόνο (λίγο, πολύ), για να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι το αντικείμενο της εργασίας μου, διακόπτω για κάποιο χρονικό διάστημα (λίγο, πολύ) αυτό που κάνω: «να φανταστείς πως έκλεβα χρόνο απ’ τη δουλειά μου να τον βοηθάω, κι ούτε ένα ευχαριστώ δεν άκουσα απ’ το γάιδαρο!»·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κρατώ το χρόνο, βλ. φρ. κρατώ το ρυθμό, λ. ρυθμός·
- κρατώ χρόνο, χρονομετρώ: «όσο έτρεχε, κρατούσα χρόνο, για να δούμε σε πόσα λεπτά θα ’βγαζε τα χίλια μέτρα || ξεκινήσαμε στις δώδεκα απ’ την Αθήνα κι είδα πως κάναμε τέσσερις ώρες για να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη, γιατί κράτησα χρόνο»·  
- λίγα χρόνια και καλά, απάντηση στην ευχή «χρόνια πολλά» που μας εύχεται κάποιος. (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες, εβίβα παιδιά μες στη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά λίγα χρόνια και καλά
- μας άφησε χρόνους, πέθανε: «δυστυχώς, ο παππούς μας άφησε χρόνους»·
- μαύρα χρόνια, περίοδος μεγάλων δυσκολιών: «στα μαύρα χρόνια της Κατοχής πέθανε πολύς κόσμος απ’ την πείνα». (Λαϊκό τραγούδι: η δυστυχία μας κουρελιάζει, απ’ τις πληγές μας το αίμα στάζει, τι μαύρα χρόνια καταραμένα, τα νιάτα φεύγουν, πάνε χαμένα!
- με κυνηγάει ο χρόνος, βλ. φρ. με πιέζει ο χρόνος·
- με παίρνουν τα χρόνια, γερνώ: «τώρα που άρχισαν να με παίρνουν τα χρόνια, μου φαίνονται όλα δύσκολα»·
- με πήραν τα χρόνια, γέρασα: «τώρα που με πήραν τα χρόνια, δεν είμαι ούτε για γλέντια ούτε για ξενύχτια»·
- με πιέζει ο χρόνος, δεν έχω στη διάθεσή μου αρκετό χρόνο, για να πραγματοποιήσω αυτό που θέλω: «πρέπει να ενεργοποιηθώ, γιατί με πιέζει ο χρόνος και δε θα προλάβω να παραδώσω τη δουλειά στην ημερομηνία που υποσχέθηκα»·
- με τα χρόνια, όσο περνάει ο καιρός, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «τον πρώτο καιρό του γάμου του δεν την αγαπούσε, αλλά με τα χρόνια την αγάπησε πολύ»·  
- με την πάροδο του χρόνου, με το πέρασμα του χρόνου, με τα χρόνια: «είναι νιόπαντρος, αλλά με την πάροδο του χρόνου θα συνηθίσει κι αυτός στις υποχρεώσεις του γάμου»·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέσα στο χρόνο, στον ημερολογιακό χρόνο που διανύουμε: «μέσα στο χρόνο σκέφτονται να παντρευτούν»·
- μια φορά στα χίλια χρόνια, λέγεται για κάτι καλό ή κακό που συμβαίνει σε πάρα πολύ αραιά χρονικά διαστήματα, σχεδόν καθόλου: «απ’ αυτό το μπαράκι περνά μια φορά στα χίλια χρόνια || τέτοια τύχη παρουσιάζεται μια φορά στα χίλια χρόνια || μια φορά στα χίλια χρόνια εκδηλώνεται τέτοια κακία από άνθρωπο»·
- μοιράζει τα χρόνια σαν σπόρια, βλ. λ. σπόρια·
- μοιράζει τα χρόνια σαν στραγάλια, βλ. λ. στραγάλι·
- μου κλέβει το χρόνο, βλ. φρ. μου τρώει το χρόνο·
- μου παίρνει χρόνο (κάτι), χρειάζεται να αφιερώσω πολύ χρόνο για αυτό που θέλω να κάνω, για αυτό που κάνω, εκ των πραγμάτων πρέπει να αφιερώσω πολύ χρόνο για την πραγματοποίησή του: «θ’ αναλάβω αυτή την υπόθεση, αλλά να ξέρεις πως θα μου πάρει χρόνο να τη φέρω σε πέρας || η δουλειά είναι πολύ δύσκολη και θα μου πάρει χρόνο να την τελειώσω»·
- μου τρώει το χρόνο, μου αποσπά χρόνο από κάτι ενδιαφέρον που κάνω: «έρχεται κάθε τόσο την ώρα που δουλεύω και μου τρώει το χρόνο με διάφορες ανοησίες»·
- μου τρώει χρόνο (κάτι), βλ. φρ. μου παίρνει χρόνο (κάτι)·
- να ζήσεις χίλια χρόνια, ευχή που δίνουμε σε κάποιον όχι τόσο κατά την ονομαστική του γιορτή, αλλά στην περίπτωση που μας πρόσφερε σοβαρή βοήθεια. (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει και να μας καλοκαρδίσει
- να μη σ’ εύρει ο χρόνος, είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις μέσα σε αυτόν το χρόνο που διανύουμε·
- ξοδεύω το χρόνο μου, βλ. φρ. περνώ το χρόνο μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο καινούριος (ο) χρόνος, βλ. φρ. ο νέος (ο) χρόνος·
- ο κακός ο χρόνος φεύγει, ο κακός ο γείτονας δε φεύγει, βλ. λ. γείτονας·
- ο νέος (ο) χρόνος, ο χρόνος που αρχίζει μετά το κλείσιμο του προηγούμενου χρόνου: «ο νέος χρόνος μας υπόσχεται χαρά και ευτυχία»·
- ο παλιός (ο) χρόνος, ο χρόνος που έκλεισε με τη συμπλήρωση των δώδεκα μηνών του: «Ο παλιός χρόνος ήταν όλο πόνους και βάσανα». (Παιδικό τραγούδι: πάει ο παλιός ο χρόνος,ας γιορτάσουμε παιδιά και του χωρισμού ο πόνος ας κοιμάται στην καρδιά
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- ο χρόνος δουλεύει για…, δηλώνει πώς κάθε παράταση ή καθυστέρηση στην εκπλήρωση κάποιας υποχρέωσής μας είναι προς όφελος κάποιου: «πρέπει να ξέρεις πως, όσο καθυστερείς να ξεχρεώσεις το δάνειο, τόσο ο χρόνος δουλεύει για την τράπεζα»·
- ο χρόνος δουλεύει για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα)·
- ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα κ.λπ.), κάθε παράταση ή καθυστέρηση της εκπλήρωσης κάποιας υποχρέωσης κάποιου απέναντί μου είναι προς όφελός μου: «όσο δεν αποφασίζει να έρθει να με βρει, ο χρόνος δουλεύει για μένα, γιατί μπορώ να προετοιμαστώ καλύτερα || όσο καθυστερεί να μου εξοφλήσει το χρέος του, ο χρόνος δουλεύει για μένα, γιατί οι τόκοι τρέχουν»·  
- ο χρόνος εργάζεται για…, βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για(…)·
- ο χρόνος εργάζεται για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.)·
- ο χρόνος εργάζεται για μένα (για σένα κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα κ.λπ.)·
- ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής, βλ. λ. κριτής·
- ο χρόνος είναι χρήμα, πρέπει να εκμεταλλεύεται κανείς σωστά το χρόνο του, γιατί έχει μεγάλη αξία: «αν ξαναγεννιόμουν δε θ’ άφηνα ούτε στιγμή να πάει χαμένη, γιατί κατάλαβα πως ο χρόνος είναι χρήμα»·
- ο χρόνος θα (το) δείξει, θα αποκαλυφθεί, θα φανεί στο μέλλον: «ο χρόνος θα το δείξει αν είναι έτσι καλός, όπως φαίνεται || ο χρόνος θα δείξει αν θα πάει καλά η δουλειά»·
- ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι ή ο χρόνος κυλάει σαν το νεράκι, φεύγει τόσο γρήγορα που δεν το καταλαβαίνουμε: «γλέντα τη ζωή σου, γιατί ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι και θα γεράσεις χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- ο χρόνος που τρέχει, αυτός ο χρόνος που διανύουμε: «αποφάσισε να παντρευτεί μέσα στο χρόνο που τρέχει || ο χρόνος που τρέχει εξακολουθεί να μου φέρνει τύχη»·
- ο χρόνος τρέχει, περνάει γρήγορα ο καιρός: «πρέπει να βιαστούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί ο χρόνος τρέχει»· βλ. και φρ. ο χρόνος δουλεύει για(…)·
- ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, βλ. λ. ψεύτης·
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- παίρνει χρόνο (κάτι), χρειάζεται να αφιερώσει κανείς πολύ χρόνο για την πραγματοποίησή του: «μην τη θεωρείς εύκολη, γιατί παίρνει χρόνο, για να γίνει αυτή η δουλειά»·
- πάνω στο χρόνο, βλ. φρ. απάνω στο χρόνο·
- πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πέρασαν τα χρόνια μου, είμαι ηλικιωμένος: «κάποτε ξημεροβραδιαζόμασταν με την παρέα στα μπουζούκια, τώρα όμως πέρασαν τα χρόνια μου και δεν αντέχω στα ξενύχτια». Πρβλ.: περνούν τα χρόνια κι έρχονται οι ρυτίδες (Τραγούδι)·
- περνώ το χρόνο μου, τον χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ το χρόνο μου ζωγραφίζοντας || τις Κυριακές περνώ το χρόνο μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- πέτρινα χρόνια, περίοδος μεγάλης πίεσης, καταπίεσης και δυσκολιών: «γεννήθηκε στα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας»·
- πίστωση χρόνου, βλ. λ. πίστωση·
- πού χρόνος για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «με τη δουλειά που έχω τον τελευταίο καιρό, πού χρόνος για διασκεδάσεις!»·
- προ αμνημονεύτων χρόνων, βλ. φρ. προ αμνημονεύτων ετών, λ. έτος·
- ροκανίζω το χρόνο, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) ελαττώνω το ρυθμό του παιχνιδιού, όταν έχω την μπάλα στην κατοχή μου και την ανταλλάσσω συνέχεια με τους συμπαίχτες μου μέχρι να λήξει ο χρόνος του, επειδή με ευνοεί το αποτέλεσμα, το σκορ: «οι παίχτες, αφού προηγούνταν στο σκορ, αντάλλασσαν μακρινές μπαλιές για να ροκανίσουν το χρόνο»·
- σαράντα χρόνια φούρναρης, βλ. λ. φούρναρης·
- σε ανύποπτο χρόνο, σε χρόνο που δε μας απασχολούσε κάποιο ζήτημα, γιατί δεν είχε τεθεί: «σε ανύποπτο χρόνο προέβαλε κι άλλες απαιτήσεις, οπότε αναγκαστήκαμε να συνεδριάσουμε εκ νέου»·
- σε νεκρό χρόνο, (ιδίως για μπάσκετ) ακριβώς τη στιγμή που μηδενίζεται ο χρόνος διάρκειας του παιχνιδιού και που καταλογίζεται υπέρ του παίχτη που ενεργεί: «πέτυχε το καλάθι σε νεκρό χρόνο»·
- σε χρόνο μηδέν, πάρα πολύ γρήγορα: «πήγε και γύρισε σε χρόνο μηδέν»·
- σε χρόνο ντε τε, βλ. λ. ντε τε·
- σε χρόνο ρεκόρ, πολύ γρήγορα: «μόλις έμαθε πως η μητέρα του είναι αδιάθετη, πήγε στο σπίτι του σε χρόνο ρεκόρ»·
- σπαταλώ το χρόνο μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μη σπαταλάς το χρόνο σου, γιατί κάποια στιγμή θα το μετανιώσεις, αλλά θα είναι αργά»·
- στα χρόνια μας ή στα χρόνια μου, όταν ήμουν νέος, την εποχή που ήμουν νέος: «στα χρόνια μας υπήρχε σεβασμός στους μεγαλύτερους». Αναφορά συνήθως ηλικιωμένων ανθρώπων στα χρόνια της νιότης σε αντιδιαστολή με τον παρόντα χρόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στα χρόνια της υπομονής, σε περίοδο ανέχειας και πολλών δυσκολιών: «τώρα που τα κονόμησα, όλοι μου κάνουν το φίλο, στα χρόνια της υπομονής όμως όλοι έκαναν πως δε με ήξεραν». (Λαϊκό τραγούδι: στα χρόνια της υπομονής δε μας θυμήθηκε κανείς
- στενότητα χρόνου, βλ. λ. στενότητα·  
- στραβός χρόνος, βλ. φρ. ανάποδος χρόνος·
- συν τω χρόνω, βλ. φρ. με την πάροδο του χρόνου·
- τα εκατό πρώτα χρόνια είναι δύσκολα ή τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που παραπονιέται για κάτι που περιμένει και που καθυστερεί να πραγματοποιηθεί, ή για κάτι που άρχισε πρόσφατα να κάνει και που αργεί να το συνηθίσει: «πολύ αργεί να ’ρθει κι αυτή η προαγωγή μου. -Τα εκατό πρώτα χρόνια είναι δύσκολα || δεν αντέχεται αυτή η δίαιτα. -Τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα». Συνήθως η φρ. κλείνει με το (και) μετά συνηθίζεις·  
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. φρ. ο παλιός καλός καιρός, λ. καιρός·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ ή τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- το πλήρωμα του χρόνου, βλ. λ. πλήρωμα2·
- το ροκάνισμα του χρόνου, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) η ελάττωση του ρυθμού του παιχνιδιού, όταν έχω την μπάλα στην κατοχή μου, και η συνεχής ανταλλαγή της με τους συμπαίχτες μου, μέχρι να λήξει ο χρόνος του, επειδή με ευνοεί το αποτέλεσμα, το σκορ: «το ροκάνισμα του χρόνου αποδείχτηκε σωτήριο για την ομάδα μας, γιατί καταφέραμε να κρατήσουμε μέχρι το τέλος του αγώνα το γκολ που μας έδινε τη νίκη»·
- το φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια, βλ. λ. φίδι·
- το χρόνο που δεν έχει Πάσχα, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τόσα χρόνια ή τόσα χρόνια τώρα, βλ. φρ. εδώ και χρόνια. (Λαϊκό τραγούδι: λυπήσου, χάρε, την κοπέλα που τόσα χρόνια τον αγαπά κι αν θέλεις, διώξε απ’ τις καρδιές μου αυτή τη μαύρη τη συμφορά // τόσα χρόνια τώρα με δουλεύεις, πες μου από μένα τι γυρεύεις
- του ’δωσαν τα χρόνια του Χριστού ή του ’δωσαν του Χριστού τα χρόνια, βλ. λ. Χριστός·
- του Θεού τα χρόνια δε σώνονται, βλ. λ. Θεός·
- του ’πα τα χρόνια (του) πολλά, του ευχήθηκα “χρόνια πολλά”: «πήγα στη γιορτή του στο σπίτι και του ’πα τα χρόνια του πολλά»·
- του χρόνου, α. το ερχόμενο έτος, τον ερχόμενο χρόνο: «σκέφτομαι του χρόνου να παντρευτώ». β. ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου πότε θα τον εξυπηρετήσουμε, ή πότε θα του δώσουμε τα χρήματα που του χρωστάμε, ή πότε θα έρθει κάποιο άτομο, κι έχει την έννοια μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ή και ποτέ·
- του χρόνου που δεν έχει Σάββατο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- του χρόνου σπίτι σας! βλ. λ. σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σου! βλ. λ. σπίτι·
- τρώω το χρόνο (κάποιου), κάνω κάποιον να χάσει τον πολύτιμο χρόνο του για μένα: «δεν τον ξαναενοχλώ για ψύλλου πήδημα, γιατί είναι πολύ απασχολημένος και τρώω το χρόνο του»·
- τρώω το χρόνο, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), βλ. συνηθέστ. ροκανίζω το χρόνο·
- τρώω το χρόνο μου, βλ. φρ. χάνω το χρόνο μου·
- φτάνω στα χρόνια (κάποιου), φτάνω στην ηλικία που έχει κάποιος: «όταν φτάσεις στα χρόνια μου, θα καταλάβεις κι εσύ τη ματαιότητα της ζωής»·
- χάνω άδικα το χρόνο μου, βλ. φρ. χάνω τζάμπα το χρόνο μου·
- χάνω τζάμπα το χρόνο μου, τον αφήνω να περνάει ανεκμετάλλευτο: «δώσε μου επιτέλους να κάνω κάτι, γιατί χάνω τζάμπα το χρόνο μου»· βλ. και φρ. χάνω το χρόνο μου·
- χάνω το χρόνο μου, ματαιοπονώ: «χάνεις το χρόνο σου να τον συμβουλεύεις, γιατί δεν έχει σκοπό να γίνει άνθρωπος»· βλ. και φρ. χάνω τζάμπα το χρόνο μου·
- χάνω χρόνο, καθυστερώ: «τελείωνε γρήγορα, γιατί χάνω χρόνο και θα χάσω και τ’ αεροπλάνο»·
- χρόνια και ζαμάνια, δηλώνει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: «χρόνια και ζαμάνια έχω να σε δω»·
- χρόνια και καιρούς, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- χρόνια και χρόνια, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα, για πολλά χρόνια: «χρόνια και χρόνια ζούσα κι εγώ σε κείνη τη γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- χρόνια καλά! ευχή σε άτομο που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή ή τα γενέθλιά του να ζήσει καλά χρόνια σε αντιδιαστολή με το χρόνια πολλά! ή ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων, κάθε φορά με την αλλαγή του χρόνου·  
- χρόνια ολόκληρα, πολλά χρόνια συνεχώς: «χρόνια ολόκληρα ήταν μπλεγμένος με το πιοτό, αλλά κατάφερε και το ’κοψε»·
- χρόνια πολλά! ευχή σε άτομο που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή ή τα γενέθλιά του να ζήσει πολλά χρόνια ή ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων, κάθε φορά με την αλλαγή του χρόνου. (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια πολλά σου ευχόμαστε εγώ και το παιδί σου και να μας βρει όλους καλά του χρόνου στη γιορτή σου
- χρόνο με το χρόνο, καθώς περνούν τα χρόνια, σταδιακά: «χρόνο με το χρόνο γίνεται πλουσιότερος || χρόνο με το χρόνο χειροτερεύει η υγεία του παππού μας»·
- χρόνο σε χρόνο, βλ. φρ. χρόνο με το χρόνο·
- χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ευθύς, αμέσως: «μόλις ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, αυτός, χωρίς να χάσει χρόνο του άστραψε ένα χαστούκι». Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ώριμα χρόνια, η περίοδος του ανθρώπου που είναι μεστωμένος σωματικά και ιδίως πνευματικά: «στα ώριμα χρόνια του ανθρώπου δε δικαιολογούνται άστοχες ενέργειες».

ψαλίδι

ψαλίδι, το, ουσ. [<μτγν. ψαλίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ψαλίς], το ψαλίδι. 1. (στη γλώσσα της αργκό) μέθοδος κλοπής του πορτοφολά, που γίνεται με το δείκτη και με το μεσαίο δάχτυλο: «αυτός ο τύπος είναι μετρ στο ψαλίδι». 2. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) χτύπημα της μπάλας με κίνηση των ποδιών που θυμίζει την κίνηση των λεπίδων του ψαλιδιού: «ο αμυντικός παίχτης απομάκρυνε μ’ ένα ψαλίδι την μπάλα». 3. στον πλ. τα ψαλίδια, διασταύρωση, ιδίως σιδηροδρομικών γραμμών: «την ώρα που τ’ αυτοκίνητο περνούσε απ’ τα ψαλίδια, παρασύρθηκε απ’ το τρένο που ερχόταν με ταχύτητα». Τέλος, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, τη γιορτή του Αγίου Συμεών που γιορτάζεται στις 3 Φεβρουαρίου, όσες γυναίκες είναι έγκυες δεν πρέπει να πιάσουν ψαλίδι στα χέρια τους γιατί, το παιδί που θα γεννηθεί, θα βγει σημαδεμένο, ενώ οι προληπτικοί θεωρούν πως, όταν τους πέσει το ψαλίδι από το χέρι και ανοίξουν οι δυο λεπίδες του, θα χωρίσουν με το αγαπημένο τους πρόσωπο·
- ανάποδο ψαλίδι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) χτύπημα της μπάλας με το πόδι προς τα πίσω από παίχτη που οριζοντιώνεται, κινεί τα πόδια του με τρόπο που θυμίζει την κίνηση των λεπίδων του ψαλιδιού και πέφτει με την πλάτη του στο έδαφος: «ο παίχτης έστειλε μ’ ένα ανάποδο ψαλίδι την μπάλα στα δίχτυα»·
- δουλεύει ψαλίδι, (στη γλώσσα της αργκό) είναι πορτοφολάς, κλέβει τα πορτοφόλια με τη μέθοδο του ψαλιδιού»· βλ. και φρ. πέφτει ψαλίδι·
- είναι καλό ψαλίδι, είναι καλός ράφτης ή καλός κουρέας: «πάντα ράβω τα ρούχα μου στον τάδε, γιατί είναι καλό ψαλίδι || κουρεύομαι χρόνια στον τάδε, γιατί είναι καλό ψαλίδι»·
- είναι χρυσό ψαλίδι, πρόκειται για πάρα πολύ καλό ράφτη ή για πάρα πολύ καλό κουρέα: «ο τάδε έχει πάρα πολύ μεγάλη πελατεία, γιατί είναι χρυσό ψαλίδι»·
- η γλώσσα της πάει ψαλίδι, βλ. λ. γλώσσα·
- πέφτει ψαλίδι, α. επιβάλλεται περικοπή, λογοκρισία σε δημοσιογραφικό ή λογοτεχνικό κείμενο ή σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: «σ’ όλα τα δικτατορικά καθεστώτα πέφτει ψαλίδι στα έργα των συγγραφέων και των σκηνοθετών». β. γίνονται ελαττώσεις, μειώσεις σε δαπάνες, σε εργατικό ή υπαλληλικό προσωπικό: «απ’ τον άλλον μήνα πέφτει ψαλίδι στους μισθούς, για να μπορέσει να σωθεί η επιχείρηση || επειδή υπάρχουν υπεράριθμοι εργάτες, πέφτει ψαλίδι απ’ τη νέα διοίκηση για να μειωθεί ο αριθμός τους». 

ψάρι

ψάρι, το, ουσ. [<μσν. ψάρι(ν) <μτγν. ὀψάριον, υποκορ. του ουσ. ὄψον (= προσφάγι)], το ψάρι. 1. (ειρωνικά), άνθρωπος που δεν ανοίγει συχνά το στόμα του για να μιλήσει: «μην κάθεσαι σαν ψάρι, ρε παιδάκι μου, πες μας κι εσύ τη γνώμη σου!». 2. (ειρωνικά) αυτός που είναι κακός τραγουδιστής: «με πιάνουν τα νεύρα, όταν ακούω αυτό το ψάρι να τραγουδάει». 3. άνθρωπος εύπιστος, αφελής, που πέφτει εύκολα στις παγίδες που του στήνουν οι άλλοι: «να ’σαι από κοντά του να τον συμβουλεύεις, γιατί είναι ψάρι ο μικρός και θα τον ξεγελάσουν». Από την εικόνα του ψαριού που πιάνεται στο αγκίστρι. 4. άνθρωπος που σαστίζει εύκολα, που με το παραμικρό χάνει το θάρρος του, δειλιάζει: «λίγο να κάνεις πως τον αγριεύεις, είναι τέτοιο ψάρι που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει!». Από την εικόνα των ψαριών που με το παραμικρό χτύπημα στη θάλασσα εξαφανίζονται αμέσως. 5. (ειρωνικά στη γλώσσα του στρατού) ο νεοσύλλεκτος: «έλα δω, ρε ψάρι, γιατί δε χαιρετάς τον ανώτερό σου;». 6. στον πλ. τα ψάρια, (στη γλώσσα του στρατού), το σύνολο των νεοσυλλέκτων: «την άλλη βδομάδα θα γεμίσει το κέντρο εκπαιδεύσεως με ψάρια». Τέλος, όποιος δει ψάρια στον ύπνο του, σύμφωνα με την ερμηνευτική των ονείρων, θα περάσει κάποια μεγάλη λαχτάρα. Υποκορ. ψαράκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ψαρούκλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια, βλ. λ. μακαρόνι·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δε ρίξεις την πετονιά, δεν πιάνεις ψάρι, βλ. λ. πετονιά·
- βαφτίζει το κρέας ψάρι, προβάλλει κάθε δικαιολογία προκειμένου να πετύχει το σκοπό του: «προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει, δεν έχει κανένα πρόβλημα να βαφτίζει το κρέας ψάρι». Λέγεται ότι κάτι τέτοιο έκαναν οι καθολικοί μοναχοί κατά το Μεσαίωνα, προκειμένου να σπάσουν την αποχή τους από τη νηστεία του κρέατος. Συνών. ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή·
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, λέγεται στην περίπτωση που διαθέτουμε κακό εμπόρευμα και έχουμε το φόβο πως δε θα το πουλήσουμε, αλλά, λόγω έλλειψης του εμπορεύματος αυτού από τη λαϊκή αγορά, από το παζάρι, το μοσχοπουλάμε: «είχα πράμα δεύτερης και τρίτης διαλογής κι είχα την αγωνία μη μου μείνει, αλλά, επειδή δεν πρόσφερε άλλος αυτό το είδος στη λαϊκή, αποδείχτηκε περίτρανα το βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια κι έτσι, τα κονόμησα»·
- γλιστράει σαν ψάρι ή γλιστράει σαν το ψάρι, αποφεύγει με επιδεξιότητα διάφορους κινδύνους ή ανεπιθύμητες καταστάσεις: «ούτε κι η αστυνομία μπορεί να τον πιάσει, γιατί γλιστράει σαν ψάρι || θέλησαν να τον κουκουλώσουν με μια πιτσιρίκα, αλλά γλίστρησε σαν το ψάρι»·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, είμαι έξω από το γνωστό περιβάλλον και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα, επειδή αντιμετωπίζω συνθήκες που δεν τις έχω συνηθίσει: «όταν βρίσκομαι στ’ αριστοκρατικά σαλόνια είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, γιατί εγώ είμαι λαϊκός άνθρωπος»·
- είμαι σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό·
- είναι βουβός σαν ψάρι, δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, μένει εντελώς σιωπηλός: «κάθε φορά που τον παίρνω μαζί μου, είναι βουβός σαν ψάρι»·
- είναι (μεγάλο) ψάρι, είναι (πολύ) εύπιστος, (πολύ) αφελής και πέφτει (πολύ) εύκολα στις παγίδες που του στήνουν οι άλλοι: «πρόσεχέ τον καλά να μην του φάνε τα λεφτά, γιατί είναι μεγάλο ψάρι»·
- είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα, βρίσκεται ακριβώς στο περιβάλλον που γνωρίζει καλάι ή που του ταιριάζει απόλυτα: «άφησέ τον μοναχό του και μη νοιάζεσαι καθόλου, γιατί όταν διοργανώνει χορούς είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα»·
- είναι ψάρι χωρίς κόκαλο, λέγεται για υποψήφιο γαμπρό ο οποίος είναι πετυχημένος, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις (γονείς που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, αδελφή ελεύθερη ή άλλες οικονομικές υποχρεώσεις) και για το λόγο αυτό περιζήτητος: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί τα ’φτιαξε η κόρη του μ’ έναν άντρα που είναι ψάρι δίχως κόκαλο». Από το ότι το ψάρι που δεν έχει κόκαλα προτιμάται από τα άλλα, γιατί, εκτός από την ευκολία με την οποία τρώγεται είναι και πολύ νόστιμο (γλώσσα, λαβράκι κ. ά.)·
- έχει πολλά ψάρια η θάλασσα, βλ. συνηθέστ. είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λ. πορτοκαλιά·
- κάθεται βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·
- κολυμπάει σαν ψάρι ή κολυμπάει σαν το ψάρι, είναι δεινός κολυμβητής: «είναι άπιαστος μέσα στη θάλασσα, γιατί κολυμπάει σαν το ψάρι»· 
- λέει το βόδι ψάρι, βλ. λ. βόδι·
- μένει βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·
- μου τηγάνισε το ψάρι στα χείλη, βλ. συνηθέστ. μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη·
- μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψήσει το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψημένο το ψάρι στα χείλη, με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε, με έκανε να μαρτυρήσω: «μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη, μέχρι να μου επιστρέψει τα λεφτά που του ’χα δανείσει». (Λαϊκό τραγούδι: μην παραπονιέσαι πως δεν σε κοιτάζει κι ότι τώρα πλέον σε παραμελεί, ξέρεις πως στα χείλη ψάρι του ’χεις ψήσει, έχει δίκιο το παιδί // μου ’χεις ψημένο το ψάρι στα χείλη καιρό πολύ καιρό, πρέπει να φύγω, μα μένω κοντά σου, γιατί σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
- να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε, λέγεται στην περίπτωση που ξεκινάμε κάποια προσπάθειά μας, κι έχει την έννοια να δούμε τι θα καταφέρουμε, τι θα πετύχουμε: «εγώ θα την ξεκινήσω τη δουλειά, αλλά να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε || θα δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, αλλά να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- να δούμε τι ψάρια πιάσαμε, λέγεται στην περίπτωση που τελειώσαμε κάποια προσπάθειά μας, κι έχει την έννοια να δούμε τι καταφέραμε, τι πετύχαμε, τι κέρδος αποκομίσαμε: «τώρα που τέλειωσε η δουλειά, να δούμε τι ψάρια πιάσαμε || τώρα που θα βγουν τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων, να δούμε τι ψάρια πιάσαμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό·
- νιώθω σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι στη στεριά·
- ξεγλιστράει σαν ψάρι ή ξεγλιστράει σαν το ψάρι, βλ. φρ. γλιστράει σαν ψάρι·
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, βλ. λ. μήνας·
- πιάνω μεγάλο ψάρι, μου τυχαίνει πολύ ωφέλιμη, πολύ κερδοφόρα περίπτωση, είμαι πολύ τυχερός: «έπιασε μεγάλο ψάρι ο κερατούκλης, γιατί ήταν ο μοναδικός νικητής στο τζόκερ»· βλ. και φρ. πιάνω λαβράκι, λ. λαβράκι·
- πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια, βλ. λ. πουτάνα·
- σπαρταρώ σαν ψάρι ή σπαρταρώ σαν το ψάρι, α. φοβάμαι πάρα πολύ, τρέμω από το φόβο μου: «κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, σπαρταρώ σαν το ψάρι». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι μάγκας τι μ’ αυτό εγώ τον αγαπάω κι όταν μου λείψει μια βραδιά σαν ψάρι σπαρταράω). β. νιώθω πολύ έντονο πόνο, συσπώμαι, υποφέρω πολύ από τον πόνο: «έπιασα το δάχτυλό μου στην πόρτα και για μισή ώρα σπαρταρούσα σαν το ψάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου βήχω και πονώ και σπαρταρώ σαν ψάρι, κάποια βραδιά στην κλίνη μου ο χάρος θα με πάρει). γ. συσπώμαι ολόκληρος από ηδονή: «όταν άρχισα να τη χαϊδεύω στα ευαίσθητα σημεία της, άρχισε να σπαρταρά σαν ψάρι»·
- στέκεται βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·  
- τα ψάρια έβγαλαν φτερά, είναι πανάκριβα: «πηγαίνω κάθε τόσο στην ψαραγορά, αλλά φεύγω μ’ άδεια χέρια, γιατί τα ψάρια έβγαλαν φτερά»·
- ταΐζει τα ψάρια, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο που ψαρεύει με καθετή και όλο χάνει το δόλωμα από το αγκίστρι του, γιατί του το τρώνε τα ψάρια: «μην τον πιστεύεις, όταν σου λέει πως πιάνει ψαρούκλες, γιατί, κάθε φορά που πάει για ψάρεμα, ταΐζει τα ψάρια»· βλ. και φρ. τάισε τα ψάρια·
- τάισε τα ψάρια, (ειρωνικά) πνίγηκε: «ήθελε να μας κάνει το μεγάλο κολυμβητή και τάισε τα ψάρια»· βλ. και φρ. ταΐζει τα ψάρια·
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, βλ. λ. νταβάς1·
- τι ψάρια έπιασες; ή τι ψάρια έχεις πιάσει; τι κατάφερες; τι πέτυχες; ποιο είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών σου(;): «παραδέχομαι πως κουράστηκες στη ζωή σου, αλλά τι ψάρια έπιασες;»·
- το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, το δίκαιο του ισχυρότερου είναι κανόνας της ζωής: «από απαρχής κόσμου και σ’ όλες τις κοινωνίες το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό»·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «περίμενε πρώτα να δούμε πώς θα πάει η δουλειά κι ύστερα θα σκεφτούμε τι θα κάνουμε τα κέρδη μας, γιατί το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα είναι μόνο για τους ανόητους || δεν πηγαίνω ορειβασία, γιατί θα σκοτωθώ. -Αμάν, ρε παιδάκι μου, το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα κι εσύ  σκοτώθηκες κιόλας;». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι, η διαφθορά και η ανηθικότητα ξεκινάει από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, από τους ηγέτες, από την εξουσία: «μην ψάχνεις ανάμεσα στον κοσμάκη να βρεις ενόχους και καταχραστές, γιατί το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι»·
- το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. φρ. το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι·
- τρέμει σαν ψάρι ή τρέμει σαν το ψάρι, α. είναι πολύ δειλός, πολύ φοβητσιάρης: «όσο και να του βρίζεις τη μάνα του, δε λέει να μαλώσει, γιατί τρέμει σαν το ψάρι ο φουκαράς». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι,στο τσαρδί τουο Κουταλιανός τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος, αχ, πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός). β. κρυώνει πάρα πολύ: «είναι άνθρωπος που δεν το αντέχει το κρύο, γι’ αυτό το χειμώνα τρέμει σαν το ψάρι». Συνών. τρέμει σαν καλάμι ή τρέμει σαν το καλάμι / τρέμει σαν φύλλο ή τρέμει σαν το φύλλο / τρέμει σαν φτερό ή τρέμει σαν το φτερό·
- τσίμπησε το ψάρι, λέγεται για αφελή, για εύπιστο άτομο, που έπεσε στην παγίδα που του στήσαμε: «του παρουσίασε με τόσο όμορφο τρόπο τα πράγματα, που τσίμπησε το ψάρι και του ’φαγε τα λεφτά»· βλ. και φρ. τσίμπησε το μελανούρι, λ. μελανούρι·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι·
- χωρίς δόλωμα ψάρι δεν πιάνεται, βλ. λ. δόλωμα.

ψυχή

ψυχή, η, ουσ. [<αρχ. ψυχή], η ψυχή. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα: «στο χωριό είχαν μείνει όλο κι όλο εκατό ψυχές». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπησα κι εγώ μία ψυχή, μα ο τζόγος δε μας άφησε να ’ρθουμε σ’ επαφή).2. η πεταλούδα: «πάνω στο λουλούδι πήγε και κάθισε μια πολύχρωμη ψυχή». Υποκορ. ψυχίτσα κ. ψυχούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. ψυχάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 157 φρ.)·
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! βλ. λ. άβυσσος·
- αδερφές ψυχές, βλ. λ.αδερφή·
- αναστέναξε η ψυχή μου, βλ. συνηθέστ. αναστέναξε η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- άνθρωπος της ψυχής, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγει η ψυχή μου, βλ. φρ. ανοίγει η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- άντεξε ψυχή μου! βλ. φρ. άντεξε καρδιά μου! λ. καρδιά·
- αντέχει η ψυχή σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…; λ. καρδιά·
- απ’ τα βάθη της ψυχής μου ή απ’ το βάθος της ψυχής μου, με θέρμη, με απόλυτη ειλικρίνεια: «σου εύχομαι απ’ τα βάθη της ψυχής μου να πετύχεις»·
- βάζω την ψυχή μου (σε κάτι), ασχολούμαι με πολύ όρεξη, με μεγάλο μεράκι με αυτό που κάνω: «έβαλα την ψυχή μου σ’ αυτό το λεξικό || με ό,τι κι αν ασχοληθεί αυτός ο άνθρωπος, βάζει την ψυχή του»·
- βάζω ψυχή (σε κάτι), βλ. φρ. δίνω ψυχή σε κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: μη βασανίζεσαι μ’ αυτά που λένε, όλα είναι, μάνα μου, ψιλή βροχή, εσύ κάνε όνειρα όσα σε καίνε κι εγώ ξοπίσω τους βάζω ψυχή
- βαραίνει η ψυχή μου, βλ. λ. βαραίνει η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- βάστα ψυχή μου! βλ. φρ. βάστα καρδιά μου! λ. καρδιά·
- βαστά η ψυχή σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- βαστά η ψυχή σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- βγήκε η ψυχή του, ξεψύχησε, πέθανε: «βγήκε η ψυχή του ένα ήρεμο βράδυ του χειμώνα». (Λαϊκό τραγούδι: δε με πόνεσε κανείς ούτε στιγμή μεσ’ στη ζωή μου, μέσ’ στους δρόμους ξαφνικά κάποιο πρωί θα βγει η ψυχή μου
- γέλασα με την ψυχή μου, γέλασα πάρα πολύ, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο που είπε, που γέλασα με την ψυχή μου»·
- για την ψυχή του, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του: «κάνει διάφορες ελεημοσύνες για την ψυχή του»·
- για την ψυχή του πατέρα μου! (του μπαμπά μου!), έκφραση με την οποία αρνούμαστε να δώσουμε ή να κάνουμε κάτι σε κάποιο άτομο δωρεάν, με την έννοια γιατί δωρεάν, μήπως για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του πατέρα μου που είναι πεθαμένος! Αναφέρεται και για τη μάνα·
- για την ψυχή του πατέρα μου (του μπαμπά μου), λέγεται στην περίπτωση που δίνουμε ή κάνουμε κάτι για κάποιον ή για κάποιο κοινό σκοπό, με την ελπίδα πως θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες του πεθαμένου πατέρα μου. Αναφέρεται και για τη μάνα·
- δε βαστά η ψυχή μου, δεν μπορώ να υπομένω άλλο, δεν αντέχω: «δε βαστά η ψυχή μου άλλα βάσανα»·
- δε βαστά η ψυχή μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να(…)·
- δε θα πάρει ψυχή, βλ. φρ. ψυχή θα πάρει(!)·
- δε μου κάνει ψυχή να…, βλ. συνηθέστ. δε μου κάνει καρδιά να…, λ. καρδιά·
- δε φαίνεται ψυχή, δε φαίνεται ούτε ένας άνθρωπος: «άδεια η πλατεία και δε φαίνεται ψυχή μ’ αυτό το κρύο»·
- δε φαίνεται ψυχή ζώσα, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- δεν αντέχει η ψυχή μου, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου·
- δεν έχει ψυχή μέσα του, δεν έχει σθένος, δεν έχει θάρρος, είναι δειλός: «δεν έχει ψυχή μέσα του να τα βάλει μαζί μου»·
- δεν έχεις ψυχή μέσα σου; έκφραση απορίας σε άτομο που δεν αντιδρά δυναμικά στις προκλητικές ενέργειες κάποιου: «δεν έχεις ψυχή μέσα σου, που τον αφήνεις τόση ώρα να σου βρίζει τη μάνα;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά·                                            
- δεν  πατάει ψυχή, στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος, δε συχνάζει κανένας: «είναι τόσο απομακρυσμένο αυτό το εξοχικό που μου λες, που δεν πατάει ψυχή»·
- δεν το αντέχει η ψυχή μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να (…)·
- δεν το βαστά η ψυχή μου να…, α. δεν μπορώ να ενεργήσω με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, γιατί είναι έξω από τη φιλοσοφία μου ή γιατί το θεωρώ άδικο: «δεν το βαστά η ψυχή μου να μαλώσω με γέρο άνθρωπο || δεν το βαστά η ψυχή μου να τον κλείσω μέσα για χίλια ευρώ». β. δεν έχω το θάρρος, το κουράγιο, το ψυχικό σθένος να κάνω κάτι: «δεν το βαστάει η ψυχή μου να μαλώσω μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο»·
- δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος: «το χειμώνα στην παραλία, δεν υπάρχει ψυχή»·
- δεν υπάρχει ψυχή ζώσα, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, υπάρχει απόλυτη απουσία ανθρώπων, δεν υπάρχει άνθρωπος να κυκλοφορεί στο δρόμο: «κάνει τόσο κρύο, που δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο»·
- δίνω και την ψυχή μου ή δίνω την ψυχή μου (για κάποιον ή για κάτι), α. αγαπώ υπερβολικά κάποιον: «για τη γυναίκα του δίνει και την ψυχή του || για τα παιδιά μου δίνω και την ψυχή μου». β. κουράζομαι υπερβολικά, δυσκολεύομαι υπερβολικά για να αποκτήσω κάτι: «έδωσα και την ψυχή μου για να μπορέσω ν’ αγοράσω κι εγώ ένα σπιτάκι». γ. κάνω υπερπροσπάθεια για να βοηθήσω κάποιον ή για να πετύχω κάποιο σκοπό: «έδωσα και την ψυχή μου για να πάει μπροστά αυτός ο άνθρωπος || έδωσα την ψυχή μου για να πετύχει η δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: Παναθηναϊκέ σαν θύελλα ορμάς, την ψυχή σου δίνεις πάντα και νικάς
- δίνω ψυχή (σε κάτι), δίνω ζωηράδα, ζωντάνια σε κάτι: «καλά που ήρθε ο τάδε κι έδωσε ψυχή στο πάρτι μας»·
- έγινε η ψυχή μου κουβάρι, βλ. φρ. μαζεύτηκε η ψυχή μου κουβάρι·
- εγώ δεν έχω ψυχή; έκφραση που εκφράζει το παράπονό μας, όταν μας απαγορεύουν να κάνουμε κάτι που οι άλλοι κάνουν ή, όταν δε μας δίνουν να φάμε από αυτό που τρώνε: «γιατί να μην έρθω κι εγώ μαζί σας στα μπουζούκια, ρε παιδιά, εγώ δεν έχω ψυχή; || δώσε μου να φάω μια μπουκιά, εγώ δεν έχω ψυχή;»· 
- είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι, είμαι αφοσιωμένος ολόψυχα σε κάποιον ή σε κάτι: «είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι σ’ αυτή τη γυναίκα || είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι σ’ αυτή τη δίκαιη υπόθεση»·
- είναι δυο κορμιά μια ψυχή, βλ. λ. κορμί·
- είναι ένα σώμα μια ψυχή, (για ζευγάρια) βλ. λ. σώμα·
- είναι μεγάλη ψυχή, βλ. φρ. έχει μεγάλη ψυχή·
- είναι η ψυχή…, είναι αυτός που συμβάλλει αποφασιστικά σε μια δουλειά, επιχείρηση, υπόθεση ή σε μια συλλογική δραστηριότητα: «ο τάδε είναι η ψυχή της επιχείρησης || είναι η ψυχή της ομάδας || είναι η ψυχή της παρέας || είναι η ψυχή των κινητοποιήσεων»·
- είναι η ψυχή μου (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. είναι η ζωή μου, λ. ζωή·
- είναι κακιά ψυχή, βλ. φρ. έχει κακιά ψυχή·
- είναι καλή ψυχή, βλ. φρ. έχει καλή ψυχή·
- είναι πούστης στην ψυχή, βλ. λ. πούστης·
- είναι πουτάνα στην ψυχή, βλ. λ. πουτάνα·
- εκ βάθους ψυχής, βλ. φρ. με όλη μου την ψυχή·
- εν βρασμώ ψυχής, σε κατάσταση ψυχικής έντασης ή ταραχής: «ο φόνος διεπράχθη εν βρασμώ ψυχής», οπότε ο δολοφόνος δικάζεται με ελαφρυντικό, Από τη νομική ορολογία·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, απηύδησα, εξουθενώθηκα: «εγώ παραιτούμαι απ’ τη δουλειά, γιατί, με τις δυσκολίες που προκύπτουν συνεχώς, έφτασε η ψυχή στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι παιδί κακό, γιατί θέλεις να πονώ, έφτασε η ψυχή στο στόμα,μ’ ένα ασόδυο ακόμα απ’ τον κόσμο θα χαθώ)· βλ. και φρ. μου ’φερε την ψυχή στο στόμα·
- έφυγε η ψυχή μου απ’ τον τόπο της, βλ. συνηθέστ. έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, λ. καρδιά·
- έχει κακιά ψυχή, είναι κακός άνθρωπος: «πρόσεχέ τον πολύ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί έχει κακιά ψυχή και θα μπλέξεις»·
- έχει καλή ψυχή, είναι καλός άνθρωπος, είναι πονόψυχος: «βοηθάει όλο τον κόσμο, γιατί έχει καλή ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί διστάζεις να ’ρθεις μαζί μου, ο μάγκας έχει καλή ψυχή. Θα ’σαι πριγκίπισσα μες στο τσαρδί μου και θα περάσεις χρυσή ζωή
- έχει μαύρη ψυχή, είναι πολύ κακός, είναι άσπλαχνος, μοχθηρός: «πρόσεξε μην μπλέξεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει μαύρη ψυχή και θα πάθεις μεγάλο κακό». (Λαϊκό τραγούδι: όπου έχει μαύρη ψυχή έχει και το μαχαίρι, κι όπου το φίδι καρτερεί εκεί ’ναι περιστέρι
- έχει μεγάλη ψυχή, είναι μεγαλόψυχος: «είμαι σίγουρος πως δε θα σου κρατήσει κακία, γιατί έχει μεγάλη ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού μα με ζεστή αγκάλη
- έχει πονετική ψυχή, είναι πολύ σπλαχνικός: «έχει πονετική ψυχή και βοηθάει όλους τους ανθρώπους»·
- έχει σκοτεινή ψυχή, βλ. φρ. έχει μαύρη ψυχή·
- έχει την ψυχή, έχει το σθένος, το θάρρος: «ποιος έχει την ψυχή να τα βάλει μαζί του;». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος άντρας έχει την ψυχή παρέα να τα πιούμε γι’ αγάπη και αισθήματα κουβέντα να μην πούμε;
- έχει ψυχή, έχει ενεργητικότητα, ζωντάνια, έχει θάρρος: «χαίρομαι να τον βλέπω, γιατί έχει ψυχή αυτός ο νέος || δεν κωλώνει με τίποτα, γιατί έχει ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις, πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις
- έχω ένα βάρος στην ψυχή, βλ. λ. βάρος·
- έχω πίκρα στην ψυχή, βλ. λ. πίκρα·
- ζητά η ψυχή μου ή η ψυχή μου ζητά, βλ. συνηθέστ. λαχταρά η ψυχή μου·
- η ψυχή μου το ξέρει! βλ. φρ. η ψυχούλα μου το ξέρει! λ. ψυχούλα·
- η ψυχή του σύμπαντος (κόσμου), ο Θεός·
- ήρθε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, λ. καρδιά·
- ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, λ. καρδιά·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή ή θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, τρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ, που παραλίγο να πέθαινα από το φόβο μου: «μόλις μου κόλλησε το πιστόλι στον κρόταφο, θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα»·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- καλή ψυχή! α. ευχή σε πολύ ηλικιωμένο άτομο, να πεθάνει ήρεμο κι ευτυχισμένο. β. λέγεται και ειρωνικά σε πολύ ηλικιωμένο άτομο, που έχασε την ενεργητικότητά του, τη ζωντάνια του, πως από δω και πέρα για το μόνο που θα πρέπει να ενδιαφέρεται είναι για το πώς θα πεθάνει καλά, ήρεμα, ευτυχισμένα . (Λαϊκό τραγούδι: όταν έφτανες πενήντα την παλιά την εποχή, σου φωνάζαν όλοι, γέρο, άιντε και καλή ψυχή
- κάνω ψυχή, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), ενώ είχα χάσει σχεδόν όλα τα χρήματά μου, αρχίζω σιγά σιγά να τα ξανακερδίζω: «απ’ όλα λεφτά που είχα, όταν ξεκίνησα, έμειναν κάποια στιγμή μόνο με είκοσι ευρώ και μ’ αυτά έκανα ψυχή»·
- κάποια ψυχή, α. κάποιος που δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του ή που θέλουμε να το κρατήσουμε κρυφό: «κάποια ψυχή μου έλεγε τις προάλλες, πως ο τάδε πάει για φούντο || ήρθε κάποια ψυχή και ρωτούσε για σένα». β. κάποιος, ιδίως γυναίκα, που από διακριτικότητα δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά της, γιατί είναι γνωστή στην ομήγυρη: «κάποια ψυχή μου είπε, πως της ζήτησες να τα φτιάξετε». γ. (αόριστα) κάποιος: «σε ζητούσε κάποια ψυχή». Συνών. ένας κάποιος / κάποιο πρόσωπο / μια ψυχή·
- κατάθεση ψυχής, (ιδίως για καλλιτεχνικό ή συγγραφικό έργο) έκφραση που δηλώνει την ψυχική συμμετοχή του καλλιτέχνη, του συγγραφέα στο έργο που προσφέρει: «το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας αποτελεί κατάθεση ψυχής του συγγραφέα του»·
- κλαίει η ψυχή μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «κλαίει η ψυχή μου, κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις, μάνα, να το δεις το δύστυχο παιδί σου, έλα μες στο Γεντί Κουλέ να κλάψει η ψυχή σου
- κολασμένη ψυχή, άτομο πολύ αμαρτωλό, πολύ διεφθαρμένο: «έχω συναντήσει πολλούς πρόστυχους ανθρώπους στη ζωή μου, αλλά τέτοια κολασμένη ψυχή πρώτη φορά γνωρίζω»·
- λαχταρά η ψυχή μου ή η ψυχή μου λαχταρά, επιθυμώ έντονα να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «πώς λαχταρά η ψυχή μου να κατακτήσω αυτή τη γυναίκα! || η ψυχή μου λαχταρά μια μεγάλη και αγαπημένη οικογένεια»·
- μαζεύτηκε η ψυχή μου κουβάρι, ένιωσα πολύ άσχημα, πολύ δυσάρεστα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο, μαζεύτηκε η ψυχή μου κουβάρι»·
- ματώνει η ψυχή μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «ματώνει η ψυχή μου, κάθε φορά που τον βλέπω να κυλιέται μεθυσμένος μέσ’ στους δρόμους»·
- μαύρη ψυχή, χαρακτηρίζει τον κακό, τον άσπλαχνο, το μοχθηρό: «φύγε από κοντά μου, μαύρη ψυχή, γιατί μου κατάστρεψες τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου γιατί, πες μου γιατί με παρατάς, μαύρη ψυχή,σαν το δεντρί το μοναχό, σαν βάρκα στον ωκεανό
- μαύρισε η ψυχή μου, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισε η ψυχή μου, μόλις έμαθα τα δυσάρεστα νέα». (Λαϊκό τραγούδι: η μοναξιά σαν το μαχαίρι με τρυπά, μου έλειψες και μαύρισε η ψυχή μου, δε συναντιέμαι όπως πριν με τη χαρά και συντροφιά μου έχουνε μείν’ οι στεναγμοί μου
- με βαριά ψυχή, α. χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, σχεδόν με το ζόρι: «θα σε βοηθήσω, αλλά με βαριά ψυχή, γιατί είσαι πολύ αχάριστος άνθρωπος». β. με μεγάλη στενοχώρια, με ψυχική οδύνη: «μόλις γύρισε απ’ το νεκροταφείο, κλείστηκε με βαριά ψυχή στο δωμάτιό του κι έκλαψε πικρά»·
- με μια ψυχή και μια καρδιά, ολόψυχα: «είναι πολύ αγαπητός άνθρωπος στην παρέα μας, γι’ αυτό, όταν χρειάστηκε τη βοήθειά μας, τον βοηθήσαμε όλοι με μια ψυχή και μια καρδιά»·
- με όλη μου την ψυχή ή με όλη την ψυχή μου, α. με όλη την ευχαρίστηση και ειλικρίνειά μου, ολόθερμα, ολόψυχα: «σου εύχομαι με όλη μου την ψυχή να ευτυχίσεις». β. με δύναμη θέλησης, με πάθος: «κάθε μέρα δουλεύω με όλη μου την ψυχή, γιατί έχω βάλει διάφορους στόχους στη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: η νύχτα είναι δική μας, η νύχτα είναι δική μας και πρέπει να γλεντήσουμε με όλη την ψυχή μας)· βλ. και φρ. με την ψυχή μου·  
- με την ψυχή μου (σου, του, της κ.λπ.), δηλώνει ένταση ή υπερβολή: «διασκεδάσαμε με την ψυχή μας || φάγαμε με την ψυχή μας || τον έβρισα με την ψυχή μου || του ’δωσα ξύλο με την ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που καις σαν τη φωτιά, τώρα που έχεις ρέντα, μεσάνυχτα και χαραυγές με την ψυχή σου γλέντα)· βλ. και φρ. με όλη μου την ψυχή·
- με την ψυχή στα δόντια, βλ. φρ. με την ψυχή στο στόμα·
- με την ψυχή στο στόμα, α. με μεγάλο άγχος και βιασύνη, για να προλάβω κάτι: «πρόλαβα τ’ αεροπλάνο με την ψυχή στο στόμα». β. με μεγάλη αγωνία: «περίμενε να δει το γιο του με την ψυχή στο στόμα». γ. τελείως εξαντλημένος και τελείως φοβισμένος: «ήρθε τρέμοντας με την ψυχή στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: τι να την κάνω τέτοια ζωή με την ψυχή στο στόμα; Όλοι μ’ εγκαταλείψανε κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ ακόμα
- με ψυχή, με σθένος, με θάρρος: «αντιμετώπισε με ψυχή όλες τις επιθέσεις εναντίον του || ο στρατός μας απέκρουε με ψυχή όλες τις επιθέσεις του εχθρού»·
- μια ψυχή, βλ. φρ. κάποια ψυχή. (Λαϊκό τραγούδι: ήρθε για βασικές πενιές μ’ ένα γλυκό ντουζένι για να σ’ ακούσει μια ψυχή που σε καταλαβαίνει
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. φρ. μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα·
- μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, κάτι που είναι αναπόφευκτο, ας γίνει όσο πιο γρήγορα, για να απαλλαγούμε από αυτό: «αφού δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσει η επιχείρηση, μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, για να δούμε ύστερα τι θα κάνουμε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε·
- μιλάει στην ψυχή μου, α. (για πρόσωπα) μου είναι πολύ αρεστός, με συγκινεί πάρα πολύ ερωτικά: «αυτός ο άνθρωπος έχει πολύ καλός χαρακτήρας και μιλάει στην ψυχή μου || αυτή η γυναίκα μιλάει στην ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κάτι που μ’ αρέσει και μιλάει στην ψυχή μου, μάθε, μια χαρά δική σου είναι και χαρά δική μου, γιατί είσαι η ζωή μου). β. (για πράγματα) είναι της αρεσκείας μου: «αυτό τ’ αυτοκίνητο, μιλάει στην ψυχή μου». γ. λέγεται για οτιδήποτε μας συγκινεί πάρα πολύ: «διάβασα το τάδε βιβλίο, που μίλησε στην ψυχή μου». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ίσια ή το κατευθείαν. Συνών. μιλάει στην καρδιά μου·
- μου βαραίνει την ψυχή, νιώθω ψυχική δυσφορία, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: «μου βαραίνει την ψυχή το αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθω».(Λαϊκό τραγούδι: Μανταλένα, Μανταλένα μου μικρή, μας εχώρισε η μοίρα η σκληρή και ο πόνος μου βαραίνει την ψυχή)· βλ. και φρ. το ’χω βάρος στην ψυχή μου·
- μου βγαίνει η ψυχή, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει η ψυχή, για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου· τι λόγια σου ’χουν πει; γιατ’ είσαι πικραμένη; ποτέ δε μ’ αποκρίνεσαι και η ψυχή μου βγαίνει).Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «έχω πολύ μεγάλη οικογένεια και, για να τη θρέψω, μου βγαίνει κάθε μέρα η ψυχή ανάποδα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. φρ. μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα·
- μου μάτωσε την ψυχή, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο: «μου μάτωσε την ψυχή, σαν μου εξιστόρησε τα βάσανά του»·
- μου μαύρισε την ψυχή, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε την ψυχή αυτό το παιδί, μέχρι να γίνει άνθρωπος»·
- μου ’φαγε την ψυχή ή μου ’χει φάει την ψυχή, με βασάνισε, με ταλαιπώρησε, με τυράννησε: «μου ’φαγε την ψυχή αυτό το παιδί, μέχρι να του βάλω μυαλό»·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, κάποιος ή κάτι μου προξένησε μεγάλη αγωνία, μεγάλο άγχος: «μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, μόλις μου ’πε πως χτύπησε ο πατέρας μου». (Λαϊκό τραγούδι: αν και πέφτει η βροχή, περιμένω ακόμα· πού να λησμονήθηκες και δε με λυπήθηκες; η αγωνία μου ’φερε την ψυχή στο στόμα·είναι η ώρα εννιάμιση, περιμένω ακόμα)· βλ. και φρ. έφτασ’ η ψυχή στο στόμα·
- να σ(υ)χωρεθεί η ψυχή του, ευχή για αποθανόντα, να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του: «ήταν καλός άνθρωπος, να σχωρεθεί η ψυχή του»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός κι η ψυχή του! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του! βλ. λ. Θεός·
- όποια η μορφή, τέτοια κι η ψυχή, βλ. λ. μορφή·
- όσο αντέχει η ψυχή σου, βλ. φρ. όσο βαστά η ψυχή σου·
- όσο βαστά η ψυχή σου, χωρίς μέτρο: «το εστιατόριο είναι δικό μου, γι’ αυτό μπορείς να φας και να πιεις όσο βαστά η ψυχή σου»·
- ό,τι ζητά η ψυχή σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- ό,τι λαχταρά η ψυχή σου, α. λέγεται για αφθονία υλικών αγαθών: «στο τάδε σούπερ μάρκετ υπάρχει ό,τι λαχταρά η ψυχή σου». β. λέγεται για μεγάλη ελευθερία κινήσεων ή επιλογών: «αν έρθεις μαζί μου θα μπορείς να κάνεις ό,τι λαχταρά η ψυχή σου»·
- ό,τι ποθεί η ψυχή σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- ό,τι τραβά η ψυχή σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- παρέδωσε την ψυχή του, εξέπνευσε, πέθανε: «μέχρι να προλάβουν να τον πάνε στο νοσοκομείο, παρέδωσε την ψυχή του»·
- παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου (μέχρι) να βγει η ψυχή του, βλ. λ. παρηγοριά·
- πήγε η ψυχή μου στα δόντια μου, βλ. συνηθέστ. πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη·
- πήγε η ψύχη μου στην Κούλουρη, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ορμάει επάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι του, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη»·
- πήγε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. φρ. πήγε η καρδιά μου στη θέση της, λ. καρδιά·
- πήγε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. φρ. πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, λ. καρδιά·
- πιάνεται η ψυχή μου, λέγεται στην περίπτωση που βρίσκομαι σε χώρο ή περιβάλλον που με καταπιέζει ψυχικά: «πιάνεται η ψυχή μου, όταν βρίσκομαι σε χαμηλοτάβανα διαμερίσματα || πιάνεται η ψυχή μου, όταν επισκέπτομαι το γηροκομείο της πόλης μας»· βλ. και φρ. πιάστηκε η ψυχή μου·
- πιάστηκε η ψυχή μου, α. ανησύχησα έντονα: «τα παιδιά μου ήταν στη διαδήλωση και πιάστηκε η ψυχή μου, μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι». β. κατατρόμαξα: «πιάστηκε η ψυχή μου, μόλις τον είδα να πετάγεται μπροστά μου μέσα στο σκοτάδι». γ. στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «όταν τον είδα να κλαίει για την αποτυχία του γιου του, πιάστηκε η ψυχή μου». δ. ένιωσα δύσπνοια: «κάποια στιγμή πιάστηκε η ψυχή μου και δεν μπορούσα να αναπνεύσω, αλλά, ευτυχώς, σε λίγο συνήλθα»· βλ. και φρ. πιάνεται η ψυχή μου·
- πούλησε (και) την ψυχή του στο διάβολο, χρησιμοποίησε κάθε αθέμιτη μέθοδο, ενήργησε αδίστακτα, απάνθρωπα, προκειμένου να ωφεληθεί ή να αποκτήσει κάτι: «για να γίνει διευθυντής σ’ αυτό το εργοστάσιο, πούλησε και την ψυχή του στο διάβολο»·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, είναι αδύνατο να απαλλαγεί κανείς από τις κακές έξεις του: «είχε ορκιστεί πως θα σταματούσε να χαρτοπαίζει, αλλά πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα το χούι του, γιατί μετά από μερικές μέρες ξανάρχισε το χαρτί»·
- πώς αντέχει η ψυχή σου; βλ. φρ. πώς βαστά η ψυχή σου(;)·
- πώς βαστά η ψυχή σου; βλ. φρ. πώς βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- πώς το αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- πώς το βαστά η ψυχή σου να…; έκφραση που μας απευθύνεται με απορία α. όταν επικείμενη ενέργειά μας εναντίον κάποιου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο σε βάρος του: «πώς το βαστά η ψυχή σου να τον σύρεις στα δικαστήρια, ενώ ξέρεις πως μια καταδικαστική απόφαση θα καταστρέψει τη ζωή του;». β. όταν ενεργεί κάποιος σε βάρος μας και δεν αντιδρούμε δυναμικά εναντίον του: «πώς το βαστά η ψυχή σου να σου βρίζει μια ώρα τη μάνα κι εσύ να κάθεσαι και να τον ακούς χωρίς να κάνεις τίποτα;»·
- πώς το μπορεί η ψυχή σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- σπάραξε η ψυχή μου, ένιωσα μεγάλο ψυχικό πόνο: «μόλις έμαθα πως έμπλεξε με ναρκωτικά, σπάραξε η ψυχή μου»·
- σπαρταρά η ψυχή μου, ποθώ, λαχταρώ κάτι πάρα πολύ: «σπαρταρά η ψυχή μου για ταξίδια»·
- σπαρτάρισε η ψυχή μου, α. ανησύχησα πάρα πολύ: «μόλις έμαθα πως έγινε ατύχημα σπαρτάρισε η ψυχή μου, γιατί έλειπαν τα παιδιά μου απ’ το σπίτι». β. φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι, σπαρτάρισε η ψυχή μου»· βλ. και φρ. σπαρτάρισε η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- στέγνωσε η ψυχή μου, δε μου έμειναν συναισθήματα, ιδίως επειδή έχω υποφέρει πάρα πολύ για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «έχω τραβήξει τόσα πολλά για την προκοπή αυτού του τόπου, που στέγνωσε η ψυχή μου». Οδυνηρή διαπίστωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας·
- στην ψυχή του πατέρα μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε κάποιον: «στην ψυχή του πατέρα μου, έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα!». Αναφέρεται και για τη μάνα·
- σφίγγεται η ψυχή μου, κυριεύεται από συναισθήματα οίκτου, λύπης, θλίψης: «σφίγγεται η ψυχή μου, σαν αντικρίζω κάθε μέρα τα παιδιά των φαναριών»·
- σώζω την ψυχή μου, λυτρώνομαι από τις αμαρτίες μου: «ξέκοψε απ’ τις παρανομίες και μπήκε στο δρόμο του Θεού, για να σώσει την ψυχή του»·
- τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- τι ψυχή έχει; ή τι ψυχή να έχει; λέγεται για πράγματα ευτελούς αξίας, για πράγματα ασήμαντα: «τι ψυχή έχει ένα στιλό και στενοχωριέσαι τόσο πολύ που το ’χασες; || τι ψυχή να έχουν σήμερα δέκα ευρώ;»·
- τι ψυχή θα παραδώσεις; (ενν. στο Θεό), λέγεται για άτομο που έχει διαπράξει πολλές αδικίες, πολλά αμαρτήματα ή που αφήνει κάποιον να καταστραφεί, ενώ μπορεί να τον σώσει, να τον γλιτώσει: «έχεις κάνει του κόσμου τις αδικίες, τι ψυχή θα παραδώσεις; || τι ψυχή θα παραδώσεις που άφησες να καταστραφεί ο άνθρωπος, ενώ ήταν στο χέρι σου να τον γλιτώσεις απ’ τη χρεοκοπία;». (Λαϊκό τραγούδι: για πες μου, άχρηστο κορμί, όταν θα έρθει η στιγμή, τι ψυχή θα παραδώσεις
- το αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. φρ. το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- το βαστά η ψυχή σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου(;)·
- το λέει η ψυχή του, είναι άφοβος, τολμηρός, γενναίος: «μην ελπίζεις να τον τρομάξεις με τις αγριάδες σου, γιατί το λέει η ψυχή του». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να κάνεις τίποτις, το λέει η ψυχή σου, και κάθε μέρα βρίσκεται – κορόιδο! σπασμέν’ η κεφαλή σου
- το Σάββατο των ψυχών, βλ. λ. ψυχοσάββατο·
- το φχαριστήθηκε η ψυχή μου, α. ικανοποιήθηκα απόλυτα: «κάναμε τόσο όμορφο ταξίδι, που το φχαριστήθηκε η ψυχή μου || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που το φχαριστήθηκε η ψυχή μου». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης για το πάθημα κάποιου εχθρού μας: «μου είπαν πως τράκαρε ο τάδε. -Το φχαριστήθηκε η ψυχή μου». Σε αυτή την περίπτωση, της φρ. προτάσσεται το ωχ, ενώ παρατηρείται κίνηση κατά την οποία η παλάμη, αρχίζοντας από τη βάση του λαιμού, σέρνεται πάνω στο στήθος και σταματάει στο ύψος της κοιλιάς, υπονοώντας ίσως την ευχαρίστηση που νιώθει κάποιος, όταν τρώει κάποιο καλό φαγητό ή όταν πίνει κάποιο ωραίο ποτό·
- το ’χω βάρος στην ψυχή μου, βλ. λ. βάρος·
- τον πονά η ψυχή μου, ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν, πάσχω, υποφέρω, όταν του συμβαίνει κάτι κακό: «δικός μου άνθρωπος είναι και τον πονά η ψυχή μου»·
- τον σιχάθηκε η ψυχή μου, μου προξενεί έντονο αίσθημα αποστροφής, σιχασιάς, είτε γιατί είναι πολύ βρόμικος είτε γιατί μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός: «έχει τέτοια απλυσιά, που τον σιχάθηκε η ψυχή μου || είναι τόσο γκρινιάρης, που τον σιχάθηκε η ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν τη θέλω τη ζωή μου, σε σιχάθηκε η ψυχή μου
- τον χαίρεται η ψυχή μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευχαρίστηση με την παρουσία του: «δεν ξέρω τι νιώθεις εσύ, αλλά εμένα τον χαίρεται η ψυχή μου αυτόν τον άνθρωπο»· 
- του βγάζω την ψυχή, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «τον πήρα στη δουλειά μου, και τον πρώτο καιρό του ’βγαλα την ψυχή, μέχρι να συνηθίσει να δουλεύει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω την ψυχή ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μόνο και μόνο για να τον εκδικηθώ, του ’βγαλα την ψυχή ανάποδα, μέχρι να υπογράψω, για να πάρει το δάνειο». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. φρ. του βγάζω την ψυχή ανάποδα·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβά η ψυχή μου ή η ψυχή μου τραβά, βλ. φρ. λαχταρά η ψυχή μου·
- χαίρεται η ψυχή μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη: «κάθε φορά που έρχονται να με δούνε τα παιδιά μου, χαίρεται η ψυχή μου»·
- χάθηκαν πολλές ψυχές, σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι: «στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο χάθηκαν πολλές ψυχές»·
- χάνω την ψυχή μου, δε σώζομαι, πηγαίνω στην κόλαση: «πολλοί άνθρωποι έχασαν την ψυχή τους για τις εφήμερες απολαύσεις»·
- ψυχή ζώσα, ούτε ένας άνθρωπος: «οι δρόμοι άδειοι, ψυχή ζώσα μέσ’ στο σκοτάδι»·
- ψυχή θα πάρει! λέγεται στην περίπτωση που ενδίδουμε σε κάποιον ο οποίος απαιτεί πιεστικά ή εκβιαστικά, κάτι, που του χρωστάμε, κάτι, που του ανήκει, ιδίως χρήματα. Η έκφραση δηλώνει αισιοδοξία και απαξιεί την ύλη. Πρβλ.: κάντε πιο πέρα, μάγκες μου, να ρίξω τη ζαριά μου· ψυχή δεν παίρνετε ποτέ, μονάχα τα λεφτά μου (Λαϊκό τραγούδι)·
- ψυχή μου! προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο πρόσωπο: «γιατί κλαις, ψυχή μου!».

ψωριάρης

ψωριάρης, ο, θηλ. ψωριάρα, η, ουσ. [<μσν. ψωριάρης <ψώρα + κατάλ. -ιάρης], ο ψωριάρης. 1. (υποτιμητικά) άνθρωπος άθλιος, τιποτένιος, αχρείος, δυστυχισμένος, πάμφτωχος, ο ψωραλέος: «δεν είσαι καλά που θα κάνω παρέα μ’ αυτόν τον ψωριάρη!». 2. άνθρωπος ψευτοπερήφανος: «δε βλέπει τα χάλια του ο ψωριάρης, κάνει και πως δε μας γνωρίζει!»·
- όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, λέγεται ειρωνικά για άτομο που κάθεται χωριστά από τους άλλους, ιδίως όταν αυτοί τον έχουν απομονώσει, επειδή τους είναι ανεπιθύμητος ή επειδή τους δημιουργεί συνέχεια προβλήματα: «τον είδα να κάθεται μόνος του στο μπαράκι κι όπως πάντα όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια»·
- τι του λείπει του ψωριάρη, σκούφια με μαργαριτάρι, λέγεται ειρωνικά για κείνους που, ενώ στερούνται τα απαραίτητα, επιζητούν τα περιττά.

ώρα

ώρα, η, ουσ. [<αρχ. ὥρα], η ώρα· το ρολόι: «τι ώρα έχεις; -Δεν έχω ώρα επάνω μου». Πολλές φορές, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να μιλήσουμε, ζητάμε από κάποιον να μας πει την ώρα, χτυπώντας επανειλημμένα το δείκτη του χεριού μας επάνω στον καρπό του άλλου μας χεριού, εκεί δηλαδή, όπου φοράει κανείς το ρολόι του. Υποκορ. ωρίτσα, η. (Λαϊκό τραγούδι: το βράδυ σαν δροσίσει την πιο καλή ωρίτσα, παίρνουνε τον κατήφορο τα όμορφα κορίτσια).(Ακολουθούν 175 φρ.)·
- ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- ανάθεμα την ώρα που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- απ’ τη μια ώρα στην άλλη, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «τον παρακολουθούσα στενά, αλλά απ’ τη μια ώρα στην άλλη τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- απ’ την ώρα που…, α. από τη χρονική στιγμή που…, από τότε που…: «απ’ την ώρα που ήρθε, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του». β. αφού, εφόσον: «απ’ την ώρα που υπέγραψες το συμβόλαιο, δεν μπορείς να κάνεις πίσω»·
- απάνω στην ώρα, ακριβώς τη στιγμή που γινόταν κάτι, την κατάλληλη στιγμή: «ήρθε ακριβώς απάνω στην ώρα της μισθοδοσίας»·
- από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή, εντός ολίγου, χωρίς όμως να γνωρίζουμε επακριβώς: «από ώρα σε ώρα πρέπει να ’ρθει»·
- ας... (ακολουθεί ρήμα) μια ώρα αρχύτερα, από τη στιγμή που είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό που δηλώνει τι ρήμα ας το συντομεύσουμε: «ας πάμε μια ώρα αρχύτερα στο γήπεδο για να βρούμε και θέση || ας φύγουμε μια ώρα αρχύτερα για να μην πέσουμε στη μεγάλη κυκλοφοριακή κίνηση». (Λαϊκό τραγούδι: τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα· ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα· του χωρισμού μας έφτασε η ώρα – ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα 
- βάρβαρη ώρα, οι πρωινές ώρες λίγο πριν ξημερώσει, που είναι δύσκολο να ξυπνήσει κανείς, για να ασχοληθεί με κάτι: «ήρθε και μου χτυπούσε την πόρτα βάρβαρη ώρα και, μέχρι να ξυπνήσω είδα κι έπαθα»·
- βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που…, δίνει περισσότερη έμφαση στην αμέσως παρακάτω φράση·
- βλαστήμησα την ώρα που…, μετάνιωσα πάρα πολύ και καταράστηκα που έκανα ή είπα κάτι, ιδίως που μπλέχτηκα σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «βλαστήμησα την ώρα που σε γνώρισα || βλαστήμησα την ώρα που συνεταιρίστηκα μαζί σου». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω πάνω, κάτσε κάτω αγανάκτησα και βλαστήμησα την ώρα που σ’ αγάπησα, ώσπου έγινα θηρίο κι επαναστάτησα
- βρήκες την ώρα να…! ή βρήκες ώρα να…! έκφραση που ανάλογα με τον τόνο της φωνής δηλώνει στενοχώρια ή δυσφορία σε κάποιον που μας ζητάει κάτι και που έμμεσα δηλώνει την άρνησή μας: «βρήκες την ώρα να μου ζητήσεις δανεικά σήμερα που πληρώνω μισθούς και δώρα στο προσωπικό μου! || βρήκες ώρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ή μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- γεμίζω τις άδειες μου ώρες ή γεμίζω τις άδειες ώρες μου ή γεμίζω τις ώρες μου, ασχολούμαι πάρεργα με κάτι, όταν έχω ελεύθερο χρόνο: «έχω μια συλλογή γραμματοσήμων, για να γεμίζω τις άδειες μου ώρες || στο πίσω μέρος του σπιτιού μου καλλιεργώ ένα μικρό κηπάκο, για να γεμίζω τις ώρες μου»·
- γέρασα πριν την ώρα μου ή γέρασα πριν της ώρας μου, καταβλήθηκα πρόωρα σωματικά από τα πολλά βάσανα, τις πολλές στενοχώριες: «πέρασα τόσα πολλά στη ζωή μου, που γέρασα πριν την ώρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: από σένα στη ζωή μου υποφέρω· θα γεράσω πριν την ώρα μου, το ξέρω
- για να περνά η ώρα, λέγεται για κάτι, που πολλές φορές το κάνουμε μηχανικά, απλώς για να έχουμε κάποια ασχολία, για να μην καθόμαστε άπραγοι: «έπαιζε το κομπολόι του, για να περνά η ώρα || έτρωγε σπόρια, για να περνά η ώρα του». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ· τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα)· βλ. και φρ. περνώ την ώρα μου·
- για όλες τις ώρες, για διάφορες περιστάσεις ή εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής: «αγόρασα ένα κοστούμι για όλες τις ώρες || η γυναίκα μου έχει ένα σερβίτσιο για όλες τις ώρες»·
- για την ώρα, προσωρινά, προς το παρόν: «για την ώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα || πάρε για την ώρα αυτά τα λεφτά και για τα υπόλοιπα βλέπουμε»·
- για ώρα ανάγκης, στην περίπτωση που μου χρειαστεί, όταν μου χρειαστεί: «δε μου ήταν απαραίτητος αυτός ο φακός, αλλά τον αγόρασα για ώρα ανάγκης»·
- για ώρες, για αρκετό χρονικό διάστημα: «για ώρες δε γνώριζε κανείς πού βρισκόταν ο διευθυντής μας». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ολόκληρες·
- δε βλέπω την ώρα να..., αδημονώ να έρθει η ώρα να κάνω ή να γίνει κάτι: «δε βλέπω την ώρα να ξεκινήσω γι’ αυτό το ταξίδι || δε βλέπω την ώρα ν’ αρχίσω αυτή τη δουλειά || δε βλέπω την ώρα να ’ρθει η γυναίκα μου»·
- δε με παίρνει η ώρα, δεν επαρκεί, εξαντλήθηκε, δεν έχω άνεση χρόνου: «δε με παίρνει η ώρα να καθίσω περισσότερο, γιατί θα χάσω τ’ αεροπλάνο»·
- δεν είν’ ώρα για τέτοια, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με αυτό που αναφέρει ή προτείνει κάποιος: «θέλεις να παίξουμε κανένα ταβλάκι; -Δεν είν’ ώρα για τέτοια, γιατί έχω δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά
- δεν είναι η ώρα του, α. (για πρόσωπα) δεν είναι κατάλληλη στιγμή περίσταση, καιρός, χρόνος να κάνει κάτι, να ενεργήσει: «πες του να μη βιάζεται, γιατί δεν είναι η ώρα του να βγει». β. (για φρούτα) δεν ωρίμασε ακόμα: «τα ροδάκινα δεν τρώγονται, γιατί δεν είναι η ώρα τους»·
- δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, βλ. φρ. όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες·
- δεν είναι της ώρας (κάτι), δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με κάτι, δεν είναι του παρόντος: «δεν είναι της ώρας να κουβεντιάζουμε αυτό το θέμα, γιατί μας απασχολούν σοβαρότερα προβλήματα»·
- δεν είναι ώρα γι’ αστεία, πρέπει να σοβαρευτούμε, γιατί έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια σοβαρή υπόθεση ή κατάσταση: «δεν είναι ώρα γι’ αστεία, γιατί πρέπει ν’ αποφασίσουμε για το μέλλον της επιχείρησής μας»·
- δεν είναι ώρα για…, δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή για κάτι: «δεν είναι ώρα για παραπανίσια έξοδα, γιατί έρχονται δύσκολοι καιροί || δεν είναι ώρα να παντρευτείς, γιατί είσαι ακόμα αδημιούργητος»·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν είναι καιρός για κουβέντες, λ. καιρός·
- δεν είναι ώρα για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδι, λ. καιρός·
- δεν έχω ώρα, α. δεν έχω διαθέσιμο καιρό, βιάζομαι: «δεν έχω ώρα ν’ ασχοληθώ τώρα μαζί σου || μια άλλη φορά θα μιλήσουμε με περισσότερη άνεση, γιατί τώρα δεν έχω ώρα». β. δεν έχω ρολόι: «πες μου, σε παρακαλώ, τι ώρα είναι, γιατί δεν έχω ώρα»·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες, λ. καιρός·
- δεν έχω ώρα για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια, λ. καιρός·
- δεν ήρθε η ώρα του, βλ. φρ. δεν είναι η ώρα του·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, (στη γλώσσα της αργκό) α. δεν ξέρω με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, δεν ξέρω ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση: «φαίνεται λεφτάς ο άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ώρες κάνει». β. δεν ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «από μια πρώτη ματιά φαίνεται συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ώρες κάνει». Συνών. δεν ξέρω τι βιολί βαράει / δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει / δεν ξέρω τι ρόλο παίζει·
- εγώ τι ώρες κάνω! έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας από άτομο που, ενώ έχει υπό τη δικαιοδοσία του κάποιον ορισμένο κύκλο εργασιών, παραγκωνίζεται συστηματικά και όλοι αναφέρονται σε κάποιο άλλο άτομο: «καλά, ρε παιδιά, εγώ τι ώρες κάνω σ’ αυτή την επιχείρηση κι όλοι ζητάτε άδεια απ’ τον τάδε!». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω! / εγώ τι καπνό φουμάρω! / εγώ τι ρόλο παίζω(!)· 
- εγώ τι ώρες κάνω; ποια είναι η θέση μου, το πόστο μου, η ουσιαστική μου συμμετοχή ή συμβολή στη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση: «ο ένας ανέλαβε το ταμείο, ο άλλος ανέλαβε τις παραγγελίες, εγώ, ρε παιδιά, τι ώρες κάνω;». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω; / εγώ τι καπνό φουμάρω; / εγώ τι ρόλο παίζω(;)·
- εδώ και ώρα ή εδώ και ώρες ή εδώ και τόση ώρα ή εδώ και τόσες ώρες, (αόριστα) πριν από αρκετή ώρα: «τον περιμένω εδώ και τόση ώρα κι ακόμη να φανεί»·
- είμαι στην ώρα μου, α. πηγαίνω σε κάποιο σημείο, σε κάποιο χώρο, ακριβώς την ώρα που έχω προκαθορίσει με κάποιον, είμαι ακριβής στο ραντεβού μου: «πάντα, όταν κλείνω ραντεβού με κάποιον, είμαι στην ώρα μου». β. επιστρέφω στο σπίτι μου πολύ πριν από τα μεσάνυχτα: «είναι η κόρη μου άρρωστη και θα φύγω νωρίς, γιατί θέλω να ’μαι στην ώρα μου στο σπίτι»·
- είναι η ώρα του, α. δηλώνει πως είναι η συνηθισμένη, η τακτική ώρα που παρουσιάζεται κάπου κάποιος: «όπου να ’ναι θα ’ρθει, γιατί είναι η ώρα του». β. δηλώνει πως είναι η συγκεκριμένη στιγμή να ενεργήσει κάποιος θετικά ή αρνητικά: «πάμε να φύγουμε, γιατί είναι η ώρα του να ξεσπάσει με τις βλακείες που ακούει απ’ τον τάδε || πάμε στην αίθουσα, γιατί είναι η ώρα του να μιλήσει»· 
- είναι λίγες οι ώρες του ή λίγες είναι οι ώρες του, πρόκειται από ώρα σε ώρα να πεθάνει: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι ώρες του»·
- είναι με τις ώρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για κυκλοθυμικό άτομο: «πρέπει να βρεις την κατάλληλη στιγμή να του ζητήσεις την εξυπηρέτηση που θέλεις, γιατί είναι με τις ώρες του || όπως κάθε άνθρωπος, είναι κι αυτός με τις ώρες του. Άλλοτε γίνεται χαλί να τον πατήσεις κι άλλοτε αδιαφορεί τελείως για το πρόβλημά σου». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις μέρες του / είναι με τις νότες του·
- είναι μετρημένες οι ώρες του ή μετρημένες είναι οι ώρες του, πρόκειται να πεθάνει από ώρα σε ώρα: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως είναι μετρημένες οι ώρες του»·
- είναι περασμένη η ώρα, είναι πολύ αργά, ιδίως μετά τα μεσάνυχτα: «παιδιά, πρέπει να το διαλύσουμε, γιατί είναι περασμένη η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ η ώρα περασμένη κι η βραδιά σκοτεινιασμένη. Έχει ο ουρανός μαυρίσει και η μπόρα δε θ’ αργήσει
- είναι προχωρημένη η ώρα, βλ. φρ. είναι περασμένη η ώρα·
- είναι στην ώρα της, (για έγκυες γυναίκες) είναι ετοιμόγεννη: «τη μετέφεραν στο χειρουργείο, γιατί είναι στην ώρα της»·
- είναι στην ώρα του, προσέρχεται κάπου ακριβώς την ώρα που πρέπει: «κάθε πρωί είναι στην ώρα του στο εργοστάσιο που εργάζεται». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάντα·
- είναι ώρα για… ή είναι ώρα να…, είναι ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή να κάνουμε ή να γίνει κάτι: «παιδιά στα κρεβάτια σας, γιατί είναι ώρα για ύπνο || εμπρός, όλοι στο τραπέζι, γιατί είναι ώρα για φαγητό || τώρα που ήρθαν και τα όργανα, είναι ώρα για χορό και τραγούδι || άιντε παιδιά, ετοιμαστείτε, γιατί είναι ώρα να φεύγουμε || περίμενε ακόμα λίγο, γιατί είναι ώρα να ’ρθει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά
- είναι ώρα για τέτοια! βλ. φρ. δεν είν’ ώρα για τέτοια·
- είναι ώρα που… ή είναι ώρες τώρα που…, δηλώνει πως κάτι που άρχισε πριν από πολλή ώρα εξακολουθεί να συνεχίζεται: «είναι ώρες που σε ψάχνει ο αδερφός σου»· βλ. και φρ. έχει ώρα που(…)·
- εκατό ώρες, πάρα πολλές ώρες: «τον περίμενα εκατό ώρες, μέχρι να ’ρθει!»·
- επί ώρες, βλ. φρ. με τις ώρες·
- έρχομαι στην ώρα μου, βλ. φρ. είμαι στην ώρα μου·
- ευλογημένη η ώρα που… ή ευλογημένη να ’ναι η ώρα που…, λέγεται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μας έφερε ευτυχία ή που εκ των υστέρων αποδείχτηκε η ευτυχία αυτή: «ευλογημένη η ώρα που σε γέννησα, παιδί μου, γιατί μου πρόσφερες τη μεγαλύτερη χαρά || ευλογημένη να ’ναι η ώρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, γιατί μου συμπαραστάθηκε στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου»·
- έφτασε η μεγάλη ώρα, βλ. φρ. ήρθε η μεγάλη ώρα·
- έφτασε η ώρα, βλ. φρ. ήρθε η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα. Του χωρισμού μας έφτασε η ώρα, μπορεί και για τους δυο να ’ναι καλύτερα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα)·
- έφτασε η ώρα μου, βλ. φρ. ήρθε η ώρα μου·
- έφτασε η ώρα σας! απειλητική ιαχή οπαδών στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ, που απευθύνεται επαναλαμβανόμενη στους παίχτες και τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, με την έννοια ότι ήρθε η ώρα να γνωρίσουν μια μεγάλη ήττα, ή ότι ήρθε η ώρα να τους ξυλοκοπήσουν λόγω των αδικιών που υφίσταται η ομάδα τους από τη διαιτησία·
- έφτασε η ώρα της αλήθειας, βλ. φρ. ήρθε η ώρα της αλήθειας·
- έφτασε η ώρα του, βλ. φρ. ήρθε η ώρα του·
- έφυγε πριν την ώρα του ή έφυγε πριν της ώρας του, α. πέθανε πρόωρα: «δεν πρόλαβε να δει την προκοπή των παιδιών του, που τόσο λαχταρούσε, γιατί έφυγε πριν της ώρας του». β. (για μεταφορικά μέσα) αναχώρησε πριν από την καθορισμένη του ώρα: «έχασα άδικα το τρένο, γιατί έφυγε πριν την ώρα του»·
- έχει τις ώρες του, βλ. φρ. είναι με τις ώρες του· 
- έχει ώρα να… ή έχει ώρα που…, ή έχει ώρες να… ή έχει ώρες που…, πέρασε αρκετό χρονικό διάστημα από την ώρα που έγινε κάτι: «κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή του, αλλά από τότε έχει ώρα να την ακούσω || πήγαινε, αν θέλεις, να τον συναντήσεις στο γραφείο του, γιατί έχει ώρα που ήρθε || μην περιμένεις να τον συναντήσεις, γιατί έχει ώρα που έφυγε». Πολλές φορές, μετά το ώρα ή ώρες, ακολουθεί το τώρα·
- έχεις ώρα; α. έχεις διαθέσιμο χρόνο(;): «έχεις ώρα ν’ ασχοληθείς για λίγο μαζί μου; || έχεις ώρα να μου κάνεις λίγο παρέα;» .β. έχεις ρολόι(;): «έχεις ώρα να μου πεις τι ώρα είναι;»·
- έχω κενή ώρα, α. (για καθηγητές, δασκάλους, μαθητές, σπουδαστές) μεταξύ δυο εκπαιδευτικών ωρών μεσολαβεί μια ώρα που δεν έχω μάθημα: «επειδή είχα κενή ώρα πετάχτηκα μέχρι το σπίτι μου, που είναι κοντά στο σχολείο μας || όταν έχουμε κενή ώρα παίζουμε στην αυλή του σχολείου || τη δεύτερη ώρα σήμερα την είχαμε κενή, γιατί ήταν άρρωστος ο καθηγητής μας». β. (γενικά) δεν έχω κάποια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση, έχω ελεύθερο χρόνο: «όταν έχω κενή ώρα ασχολούμαι με τη συλλογή των γραμματοσήμων μου || όταν έχω κενές ώρες, δεν τις σπαταλώ τζάμπα, αλλά διαβάζω κάποιο βιβλίο»·
- η κακιά ώρα, βλ. φρ. ήταν η κακιά η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: και αν περάσεις θάλασσες και βρεις κακούς ανθρώπους, να βάλεις στην καρδιά βαθιά αυτά τα λόγια τώρα, θα λες της μάνας τ’ όνομα μες την κακιά την ώρα)·
- η μεγάλη ώρα ή η πιο μεγάλη ώρα, η ώρα κατά την οποία αρχίζει να εξελίσσεται κάποιο μεγάλο γεγονός: «η πιο μεγάλη ώρα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
- η στερνή ώρα, βλ. φρ. η υστερνή ώρα·
- η υστερνή ώρα, η τελευταία ώρα πριν γίνει κάτι, ιδίως πριν πεθάνει κάποιος: «μόλις κατάλαβε την υστερνή του ώρα, έδωσε την ευχή του στα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: παίξε, μπουζούκι μου πιστό, σαν άλλοτε και τώρα, να μου γλυκάνεις την ψυχή, την υστερνή μου ώρα)·  
- η ώρα η καλή! α. ευχή σε αρραβωνιασμένους να φτάσουν και στο γάμο τους. (Παιδικό τραγούδι: να ’ρθει η ώρα η καλή κι η ώρα η ευλογημένη, να τους βλογήσει ο Θεός με το δεξί το χέρι). β. ευχή σε κάποιον που ετοιμάζεται να επιχειρήσει κάτι: «αύριο μεθαύριο, θα βάλω μπρος τη δουλειά. -Η ώρα η καλή!»·
- η ώρα της Κρίσεως, βλ. λ. κρίση·
- η ώρα του παιδιού, χρονικό διάστημα κατά το οποίο επικρατεί παιγνιώδης διάθεση ανάμεσα στα μέλη μιας παρέας: «τρέξε κι εσύ στο μπαράκι να κάνεις πλάκα, γιατί είναι όλοι εκεί μαζεμένοι κι είναι η ώρα του παιδιού». Αναφορά σε παιδική ραδιοφωνική εκπομπή στις δεκαετίες του 1950 και του 1960·
- ήγγικεν η ώρα, βλ. φρ. ήρθε η ώρα
- ήρθε η μεγάλη ώρα, ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι σπουδαίο: «μετά την έντονη προεκλογική περίοδο ήρθε ή μεγάλη ώρα των εκλογών». Πρβλ.: κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα (Λαϊκό τραγούδι)·
- ήρθε η ώρα, ήρθε η κατάλληλη στιγμή: «τώρα που τακτοποιήθηκα από δουλειά, ήρθε η ώρα να παντρευτώ»·
- ήρθε η ώρα κι η στιγμή, επιτείνει την παραπάνω φράση. (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω
- ήρθε η ώρα μου, α. ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να προβληθώ, να αναδειχτώ ή να κυριαρχήσω σε ένα χώρο: «αφού δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός ανταγωνιστής, ήρθε η ώρα μου ν’ αναλάβω τη διεύθυνση του εργοστασίου». β. ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να επέμβω κάπου δυναμικά: «αφού δεν υπάρχει κάποιος να τους βάλει στη θέση τους, ήρθε η ώρα μου να επιβάλω την τάξη»· βλ. κι φρ. ήρθε η ώρα του·
- ήρθε η ώρα της, (για έγκυες γυναίκες)βλ. φρ. είναι στην ώρα της·
- ήρθε η ώρα της αλήθειας, ήρθε ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή να ειπωθεί ή να εκτεθεί η πραγματική κατάσταση, η αλήθεια ακόμη και όταν αυτή είναι σκληρή: «τόσον καιρό κρυβόσουνα, αλλά τώρα ήρθε η ώρα της αλήθειας και θα μάθουν όλοι τι κουμάσι είσαι». (Τραγούδι: θα στα βγάλω όλα στη φόρα της αλήθειας ήρθε η ώρα)· 
- ήρθε η ώρα του, βρίσκεται στα τελευταία του, ήρθε η στιγμή του θανάτου του: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως ήρθε η ώρα του || μόλις κατάλαβε πως ήρθε η ώρα του κάλεσε το συμβολαιογράφο για να συντάξει τη διαθήκη του». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω κάμπους και βουνά, τις ρεματιές απάνω, ωσότου να ’ρθει η ώρα μου να πέσω να πεθάνω)· βλ. και φρ. ήρθε η ώρα μου·
- ήρθε σ’ άσχημη ώρα, με επισκέφτηκε σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε κακή ψυχολογική διάθεση: «ήθελε μια εξυπηρέτηση, αλλά ήρθε σ’ άσχημη ώρα, γιατί είχα τα νεύρα μου και τον έδιωξα»·
- ήρθε σε κακή ώρα, βλ. φρ. ήρθε σ’ άσχημη ώρα·
- ήρθε σε καλή ώρα, με επισκέφτηκε σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε καλή ψυχολογική διάθεση: «ό,τι μου ζήτησε, του το ’δωσα, γιατί ήρθε σε καλή ώρα και δεν μπορούσα να του πω όχι»·
- ήρθε στην ώρα του, βλ. φρ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήρθε τσακ στην ώρα του, ήρθε ακριβώς στην ώρα που έπρεπε, που είχε συμφωνηθεί ή που είχε προαναγγελθεί: «το τρένο ήρθε τσακ στην ώρα του || είχα ραντεβού με το φίλο μου στις δέκα και ήρθε τσακ στην ώρα του || στο φωτεινό πίνακα αναγραφόταν πως το αεροπλάνο θα ερχόταν στις οχτώ και ήρθε τσακ στην ώρα του». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλη χειρονομία με το χέρι να τινάζεται ελαφρά προς τα εμπρός και κάτω με τον αντίχειρα, το δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες του·
- ήρθε τσαφ στην ώρα του, βλ. φρ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήρθε τσιφ στην ώρα του, βλ. συνηθέστ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήταν η κακιά η ώρα, έκφραση με την οποία αποδίδουμε κάτι κακό που συνέβη σε άτυχη στιγμή, όταν δεν έχουμε κάποιο λόγο ή αιτία να δικαιολογήσουμε πώς έγινε: «τι να σου πω, φαίνεται πως ήταν η κακιά η ώρα, γιατί κανείς δεν κατάλαβε πώς έπεσε απ’ το μπαλκόνι κι έσπασε τα πόδια του»·
- θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που…, δίνει περισσότερη έμφαση στην αμέσως παρακάτω φράση·
- θα βλαστημήσεις την ώρα που…, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα μετανιώσεις πάρα πολύ που έκανες ή είπες κάτι, ιδίως που μπλέχτηκες σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αν συμπεριφερθείς ξανά μ’ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο, θα βλαστημήσεις την ώρα που με γνώρισες || αν αντιληφθώ ξανά πως πουλάς εμπόρευμα χωρίς να κόβεις τη σχετική απόδειξη, θα βλαστημήσεις την ώρα που συνεταιρίστηκες μαζί μου»·
- θέλει ώρα ή θέλει ώρες (κάτι), βλ. φρ. παίρνει ώρα·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάθε ώρα και στιγμή ή κάθε στιγμή και ώρα, πάραπολύ συχνά, πάρα πολύ τακτικά: «κάθε ώρα και στιγμή έρχεται στο γραφείο μου και με διακόπτει απ’ τη δουλειά μου ζητώντας τα πιο απίθανα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: αμάν, αμάν, μ’ έκανες κουρέλι, αμάν, αμάν, η καρδιά μου θέλει, αμάν, αμάν, όλο να σε υπηρετεί κάθε ώρα και στιγμή και χωρίς ανταμοιβή
- καλή του ώρα! ευχετική έκφραση για άτομο που απουσιάζει από την ομήγυρη από αυτόν που αναφέρεται στο όνομά του, με την έννοια να είναι καλά, να περνάει καλά εκεί που βρίσκεται: «αν δεν ήταν ο τάδε, καλή του ώρα, να με βοηθήσει, θα περνούσα σήμερα πολύ δύσκολες καταστάσεις!»·
- καλή ώρα σαν..., παρεμπίπτουσα ευχετική φράση: «ήταν μια όμορφη κοπέλα καλή ώρα σαν την κόρη σου»·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), έκφραση που αναφέρεται σε παλιότερο ευχάριστο γεγονός, που συμβαίνει πάλι την ώρα που μιλάμε: «ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια, καλή ώρα || είχαμε μαζευτεί όλοι οι φίλοι, καλή ώρα σαν και τώρα»·
- κάνει μια ώρα να… ή κάνει μια ώρα μέχρι να… ή κάνει μια ώρα ώσπου να…, αργεί, καθυστερεί αρκετά: «είναι λίγο κουτός, γι’ αυτό κάνει μια ώρα μέχρι να καταλάβει τι του λες || είναι τόσο βραδυκίνητος, που κάνει μια ώρα ώσπου να πάει στο σπίτι του, κι ας είναι μόνο πεντακόσια μέτρα απ’ το μπαράκι μας»·
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. φρ. καταραμένη η ώρα που(…)·
- καταραμένη η ώρα που… ή καταραμένη να ’ναι η ώρα που…, λέγεται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μας έφερε δυστυχία: «καταραμένη η ώρα που πέθανε ο πατέρας μου, γιατί μείναμε χωρίς προστάτη || καταραμένη να ’ναι η ώρα που σε γνώρισα, γιατί μ’ έψησες το ψάρι στα χείλια»·
- καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. φρ. καταραμένη η ώρα που(…)·
- κι εμείς τι ώρες κάνουμε! γιατί δεν υπολογίζεις στην παρουσία μας, στην ύπαρξή μας, στη δυνατότητα ή στην ικανότητά μας να πραγματοποιήσουμε κάτι, ή να βοηθήσουμε σε κάτι που έχεις ανάγκη: «αν δε βρω αυτά τα λεφτά μέχρι το τέλος της βδομάδας τότε χάθηκα. -Κι εμείς τι ώρες κάνουμε! || δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητό μου και δεν ξέρω τι έχει. -Κι εμείς τι ώρες κάνουμε!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει για τον εαυτό του. Συνών. κι εμείς τι βιολί βαράμε! / κι εμείς τι καπνό φουμάρουμε! / κι εμείς τι ρόλο παίζουμε(!)·
- κλέβω ώρα ή κλέβω ώρες (από κάπου), αποσπώ χρόνο από άλλες δραστηριότητές μου για να τον αφιερώσω σε αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο: «τον τελευταίο καιρό κλέβω ώρες απ’ όπου μπορώ, για ν’ ασχοληθώ με τη διατριβή μου»·
- κούφια η ώρα! ή κούφια η ώρα που τ’ ακούει! ευχή να μην επαληθευτεί ή να μην προκύψει και σε μας το κακό που κουβεντιάζουμε: «με τις ενέργειες που κάνει, θα βρεθεί σύντομα σε πολύ δύσκολη κατάσταση, κούφια η ώρα! || όπως έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, έπεσε πάνω σε μια κολόνα, κούφια η ώρα που τ’ ακούει!». (Τραγούδι: εμείς έχουμ’ ιστορία, πολεμήσαμε στην Τροία, εσύ μου ’γινες πρεζόνι, κούφια η ώρα που μας ζώνει, πού πας, μωρή, ξυπόλυτη στ’ αγκάθια). Πολλές φορές, συνοδεύεται από διπλό ή τριπλό φτου·
- κούφια η ώρα που το λες! βλ. φρ. κούφια η ώρα(!)·
- κράτα ώρα, προτροπή στο συνομιλητή μας να μας χρονομετρήσει, για να διαπιστώσει αν πράγματι φέρουμε σε πέρας κάτι μέσα στο χρόνο που αναφέραμε: «μα είναι δυνατό απ’ το σημείο που βρισκόμαστε, να πας μέχρι το Λευκό Πύργο και να γυρίσεις πίσω σε δέκα λεπτά; -Κράτα ώρα»·
- κρατώ ώρα, σημειώνω το χρόνο εκκίνησης και τερματισμού μιας ενέργειας, για να δω πόσο χρονικό διάστημα απαιτήθηκε, για να φέρω ή να φέρει κάποιος σε αίσιο πέρας κάτι: «κράτησα ώρα, για να δω σε πόσο χρόνο θα κάνω την απόσταση Θεσσαλονίκη-Αθήνα με τ’ αυτοκίνητό μου»·
- λίγες να ’ναι οι ώρες σου, κατάρα σε κάποιον για να πεθάνει σύντομα·
- μαύρη να ’ταν η ώρα, βλ. φρ. μαύρη η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τη βάρεσα μέσ’ στην καρδιά, μαύρη να ’ταν η ώρα, και τώρα κλαίω, μάνα μου, εδώ σε ξένη χώρα
- μαύρη η ώρα ή μαύρη ώρα, ανάθεμα τη στιγμή που συνέβη κάτι ή για κάτι που εκ των υστέρων αποδείχτηκε κακό: «μαύρη η ώρα που σε γνώρισα, γιατί μ’ έψησες το ψάρι στα χείλια || μαύρη η ώρα που σε βοήθησα, γιατί φάνηκες πολύ αχάριστος || μαύρη ώρα που γύρισα να σε ξαναβρώ, γιατί το θεώρησες αδυναμία μου και πια, δε με υπολογίζεις». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρη ώρα που σ’ αντάμωσα, τζάμπα την καρδιά μου χαράμισα)· βλ. και φρ. μαύρη ώρα·
- μαύρη ώρα, ονομασία σήραγγας της Αττικής οδού με κατεύθυνση προς Ελευσίνα: «τι μακάβριο αστείο, να ονομάσουν μαύρη ώρα κάποιον δρόμο!»· βλ. και φρ. μαύρη η ώρα
- με την ώρα, (για πληρωμή σε εργαζομένους) που η πληρωμή του υπολογίζεται με βάση τις ώρες που δουλεύει, που δουλεύει ως ωρομίσθιος: «πώς πληρώνεσαι για τη δουλειά που κάνεις; -Με την ώρα». Πρβλ. εκατό δραχμές την ώρα παίρνω, τζιβαέρι μου, πες της μάνας σου πως θέλω, αμάν, αμάν, ωχ, να σε κάνω ταίρι μου (Λαϊκό τραγούδι)·  
- με την ώρα μου (σου, του, κ.λπ.), βλ. φρ. στην ώρα μου (σου, του, κ.λπ)·
- με τις ώρες, επί πολλές ώρες συνέχεια: «αφήνει τα πράγματά του όπου να ’ναι, κι όταν τα χρειάζεται τα ψάχνει με τις ώρες || κάθεται με τις ώρες και πίνει στα διάφορα μπαράκια || η γυναίκα μου μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο»·
- μετράω τις ώρες, α. ανυπομονώ να περάσει ο καιρός, γιατί περιμένω να συμβεί κάτι καλό, κάτι που θα με χαροποιήσει: «μετράω τις ώρες ν’ απολυθεί ο γιος απ’ το στρατό, γιατί θα ’χω ένα χέρι βοηθείας στη δουλειά μου || μετράω τις ώρες να τη σφίξω πάλι στην αγκαλιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: σε είδαν να καπνίζεις τσιγαράκι και να ρουφάς με κέφι το πιοτό και μένα μ’ έστειλες στο κουτουκάκι, βρε κουκλάκι, τις ώρες στο ρολόι να μετρώ).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω, πλήττω: «απ’ τη μέρα που με απέλυσαν απ’ τη δουλειά μου, μετράω τις ώρες»·
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα ή μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. λ. ψυχή·
- μου κλέβει την ώρα, βλ. φρ. μου τρώει την ώρα·
- μου τρώει την ώρα, μου αποσπά χρόνο από κάτι ενδιαφέρον που κάνω ή που θέλω να κάνω: «κάθε φορά που έρχεται στο γραφείο μου, μου τρώει την ώρα μ’ ένα σωρό χαζά πράγματα»·
- οι μικρές ώρες, το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα ως τα χαράματα και μέχρι την ανατολή του ηλίου: «χτες γύρισε πάλι παραπατώντας στο σπίτι του τις μικρές ώρες»·
- οι πρώτες πρωινές ώρες, βλ. λ. πρωινός·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, η υπομονή είναι μεγάλο προσόν στον άνθρωπο και συνήθως τον οδηγεί στην επιτυχία: «να μάθεις να μη βιάζεσαι και να είσαι υπομονητικός, γιατί όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει»·
- όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες, δηλώνει πως, εκτός από τις ώρες της ξεγνοιασιάς, υπάρχουν και οι ώρες που πρέπει κανείς να είναι σοβαρός και υπεύθυνος: «χτες βράδυ χορέψαμε, διασκεδάσαμε με την παρέα, αλλά τώρα πρέπει να στρωθώ στη δουλειά, γιατί όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες»·
- όλες τις ώρες, σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου: «το κατάστημα είναι ανοιχτό όλες τις ώρες»·
- όλη την ώρα, διαρκώς, συνέχεια: «όλη την ώρα μιλούσε με το διπλανό του || όλη την ώρα διέκοπτε τον αγορητή με άκαιρες παρεμβάσεις»·    
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, τα σημαντικά γεγονότα, είτε θετικά είτε κυρίως αρνητικά, μπορούν να συμβούν οποιαδήποτε στιγμή·
- όταν έρθει η ώρα, στην κατάλληλη στιγμή: «όταν έρθει η ώρα, θ’ ασχοληθώ με το πρόβλημά σου || όταν έρθει η ώρα, θα μπορέσεις κι εσύ να παντρευτείς»· βλ. και φρ. όταν σημάνει η ώρα·
- όταν σημάνει η ώρα, όταν έρθει η ώρα, η στιγμή που θα πρέπει να κάνει κάνεις υποχρεωτικά κάτι: «όταν σήμανε η ώρα του ξεσηκωμού, όλα τα παλικάρια πήραν τα όπλα στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σημάνει η ώρα,τότε καρδιά μου χρυσή, τη μεγαλύτερη μπόρα, θα την περάσεις εσύ)· βλ. και φρ. όταν έρθει η ώρα·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. φρ. όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος·
- ούτε ώρα, δηλώνει σύντομο χρονικό διάστημα: «δε θα κάνουμε ούτε ώρα να φτάσουμε || δε θα λείψεις ούτε ώρα απ’ τη δουλειά»·
- παίρνει ώρα ή παίρνει ώρες (κάτι), απαιτείται, χρειάζεται πολύς χρόνος για να γίνει κάτι: «μπορείς ν’ αφήσεις τ’ αυτοκίνητό σου για επισκευή, αλλά θα πάρει ώρες»·
- πάνω στην ώρα, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή: «άνοιξαν το κοσμηματοπωλείο, αλλά πάνω στην ώρα πλάκωσε η αστυνομία || λίγο ακόμα και θα μ’ έδερναν, αλλά πάνω στην ώρα ήρθε η παρέα μου κι έκαναν πίσω». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθες πάνω στην ώρα που γι’ αγάπη διψούσα»·
- περνώ την ώρα μου ή περνώ τις ώρες μου, ασχολούμαι με κάτι απλώς για να μην κάθομαι άπραγος: «περνώ την ώρα μου ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα || όταν είμαι στο σπίτι, περνώ την ώρα μου βλέποντας διάφορα έργα στην τηλεόραση || τις Κυριακές περνώ τις ώρες μου διαβάζοντας Έλληνες συγγραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό κομπολογάκι μου, σε είχα το μεράκι μου· εσύ μου πέρναγες την ώρα πες μου· τι θα γίνω τώρα; // τσάκα τσάκα το κομπολογάκι μου και τις ώρες μου περνάω με το αραπάκι μου
- πήγε πριν την ώρα του ή πήγε πριν της ώρας του, βλ. φρ. έφυγε πριν την ώρα του·
- πριν την ώρα του ή πριν της ώρας του, πρόωρα: «πέθανε πριν την ώρα του || πέρασε τόσο βάσανα, που γέρασε πριν της ώρας του»·
- Σαββάτο να ’ναι μάστορα (κι) ας είν’ και χίλιες ώρες, βλ. λ. Σάββατο·
- σήμανε η μαύρη ώρα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να τονίσουμε τη στιγμή που συνέβη κάτι πολύ κακό σε μας τους ίδιους ή σε ένα σύνολο ανθρώπων: «στις 21 Απριλίου του 1967, σήμανε η μαύρη ώρα της επιβολής της δικτατορίας». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σημάνει εκείν’ η ώρα η μαύρη ώρα, μη νιώσεις πόνο, άσε με μόνο στην παγωνιά
- σήμανε η ώρα, ήρθε η ώρα, η στιγμή που πρέπει να κάνει κανείς υποχρεωτικά κάτι: «σήμανε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού».(Λαϊκό τραγούδι: καρδιά πικρή, καρδιά που μένεις μοναχή μες στου βοριά την μπόρα, καρδιά πικρή, απ’ τον καημό να πικραθείς εσήμανε η ώρα)· βλ. και φρ. ήρθε η ώρα·
- σήμανε η ώρα μου, βλ. φρ. ήρθε η ώρα μου·
- σήμανε η ώρα του, βλ. φρ. ήρθε η ώρα του·
- σκοτώνω την ώρα μου, α. ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «όταν δεν έχω δουλειά, γυρνάω απ’ το ’να μπαράκι στ’ άλλο, για να σκοτώνω την ώρα μου». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος με δευτερεύοντα πράγματα: «έχω μια συλλογή γραμματοσήμων, για να σκοτώνω την ώρα μου»·
- στην ώρα μου (σου, του, κ.λπ.), ακριβώς την ώρα που πρέπει, την κατάλληλη, την προκαθορισμένη ώρα: «εγώ ήμουν στην ώρα μου στο ραντεβού μας, αλλά αυτός δεν ήρθε || το τρένο ήρθε κι έφυγε στην ώρα του»·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, λόγια που λέγονται σε ακατάλληλη στιγμή, ιδίως πράξεις που γίνονται σε ακατάλληλη στιγμή και γι’ αυτό γίνονται βεβιασμένες·
- την ίδια ώρα, ταυτόχρονα: «τα εμπορικά καταστήματα ανοίγουν και κλείνουν κάθε μέρα την ίδια ώρα  || ενώ ορκίζεται πως δε θα ξαναπιεί, την ίδια ώρα γίνεται σκνίπα στο μεθύσι || ενώ πήγαινε ν’ ανοίξει ο καιρός, την ίδια ώρα μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό || ενώ είναι συγκροτημένο και ήσυχος, την ίδια ώρα τα χάνει και κάνει τον κόσμο άνω κάτω»·
- την ίδια ώρα που…, δηλώνει παράλληλη ενέργεια παρόμοια ή διαφορετική: «την ίδια ώρα που εσύ μιλούσες στους δικούς σου σχετικά με τη δουλειά, εγώ υπέγραφα το συμβόλαιό της || την ίδια ώρα που εσύ κοιμόσουν, εγώ διασκέδαζα στα μπουζούκια || την ίδια ώρα που σε σας γινόταν κατακλυσμός, εμείς είχαμε λιακάδα»·
- την κακή σου (την) ώρα! εκφράζει κατάρα·
- την ώρα που…, ενώ, καθώς: «την ώρα που έμπαινα στο σπίτι, χτύπησε το τηλέφωνο || την ώρα που έκλεινα το μαγαζί, ήρθε ένας καθυστερημένος πελάτης»·
- της κακιάς ώρας, λέγεται για οτιδήποτε δε βρίσκεται σε καλή κατάσταση ή είναι ελαττωματικό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο της κακιάς ώρας || το διαμέρισμα ήταν της κακιάς ώρας»·
- της ώρας, α. (για ψάρια) που είναι ολόφρεσκα: «πηγαίνω πάντα στην ίδια ψαροταβέρνα, γιατί έχει πάντα ψάρια της ώρας». β. (για κρέατα) που ψήνονται λίγο πριν τα φάμε: «μπριζόλες της ώρας || παϊδάκια της ώρας». γ. (για καφέ) ο στιγμιαίος: «ήπιαμε βιαστικά έναν καφέ της ώρας και φύγαμε»·
- τι ώρα είναι; (στη νεοαργκό) ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου την Κυριακή που το χρειάζομαι; -Τι ώρα είναι;». Συνών. με ζήτησε κανείς; / ποιος ήρθε(;)·
- τι ώρες κάνει; (στη γλώσσα της αργκό) με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «εσύ που είσαι άνθρωπος της πιάτσας, μπορείς να μου πεις τι ώρες κάνει αυτός ο τύπος;». Συνών. πώς μετράει; / τι βιολί βαράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει(;)·
- το ’φερε η κακιά η ώρα, βλ. φρ. ήταν η κακιά η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα, γλυκιά μανούλα μου, κι αδέρφια αγαπημένα, ώρα κακιά το έφερε να στερηθείτ’ εμένα)·
- τον βρήκα σ’ άσχημη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον βρήκα σε δύσκολη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον βρήκα σε κακή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε κακή ώρα·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε καλή ώρα·
- τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα, τον επισκέφτηκα σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε κακή ψυχολογική διάθεση: «ήθελα να του ζητήσω κάτι δανεικά, αλλά, επειδή τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα δεν του είπα τίποτα»·
- τον πέτυχα σε κακή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, τον επισκέφτηκα σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε καλή ψυχολογική διάθεση: «ό,τι κι αν του ζήτησα, μου το ’δωσε χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί τον πέτυχα σε καλή ώρα·
- τόση ώρα ή τόσες ώρες ή τόση ώρα τώρα ή τόσες ώρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και τώρα·
- τρώει ώρα ή τρώει ώρες (κάτι), βλ. φρ. παίρνει ώρα·
- τρώω την ώρα μου, βλ. φρ. χάνω την ώρα μου·
- φτάνω στην ώρα μου, βλ. φρ. είμαι στην ώρα μου·
- χάνω την ώρα μου, α. την σπαταλώ άδικα, την αφήνω να περνάει ανεκμετάλλευτη: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ είναι αραχτός στο μπαράκι τις γειτονιάς του και χάνει την ώρα του». β. ματαιοπονώ: «μου φαίνεται πως χάνω την ώρα μου προσπαθώντας να σου βάλω μυαλό, γιατί είσαι αγύριστο κεφάλι»·
- χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο γιος του φίλου του μπλέχτηκε με ναρκωτικά, χωρίς να χάσει ώρα πήγε και του το ’πε, για να πάρει τα μέτρα του». Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο·
- ώρα αιχμής ή ώρες αιχμής, βλ. λ. αιχμή·
- ώρα Γκρήνουιτς, δηλώνει την ακριβή ώρα: «τι ώρα έχεις φίλε; -Οχτώ. -Πας καλά; -Ώρα Γκρήνουιτς». Αναφορά στο ομώνυμο αστεροσκοπείο που βρίσκεται στο Λονδίνο. Η ώρα Γκρήνουιτς δηλώνει τον τοπικό μέσο ηλιακό χρόνο που ισχύει στο μεσημβρινό 0ο, που είναι η νοητή γραμμή που περνάει από το Γκρήνουιτς συνδέοντας το Βόρειο και το Νότιο Πόλο, ανατολικά και δυτικά της οποίας μετριέται το γεωγραφικό μήκος και χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό της ώρας σε διάφορα σημεία της Γης. Αν θυμάμαι καλά και μέχρι την δεκαετία του 1950 ο προσδιορισμός της ώρας από την Ελληνική Ραδιοφωνία (Ε.ΡΑ) γινόταν σε ώρα Γκρήνουιτς και αργότερα επικράτησε το ώρα Ελλάδος·
- ώρα είναι να…ή ώρες είναι να…, λέγεται για κάτι που θα το θεωρούσαμε πολύ περίεργο ή ενοχλητικό αν συμβεί: «ώρα είναι να ζητάει και τα ρέστα μετά τη φασαρία που δημιούργησε! || ώρα είναι να ’ρθει και κείνος ο αχώνευτος τη στιγμή που περνάμε τόσο ωραία!»·   
- ώρα καλή! ή ώρα σου καλή! α. ευχή σε κάποιον που φεύγει από το χώρο που βρισκόμαστε ή που ξεκινάει για τα ταξίδι. (Λαϊκό τραγούδι: κι η δόλια μου ματιά θολή, παιδί μου, ώρα σου καλή). β. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο που βρισκόμαστε, και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις όποια ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, α. ευχή σε κάποιον, που ξεκινάει να ταξιδέψει, να κάνει ευχάριστο ταξίδι, χωρίς αναπάντεχες δυσκολίες ή προβλήματα. β. ευχή σε κάποιον να του έρχονται όλα δεξιά, όλα καλά. γ. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις όποια ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις πως θα πας στον άντρα της καρδιάς σου, ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου
- ώρα με την ώρα, καθώς περνάει η ώρα, από στιγμή σε στιγμή: «υπάρχει ο φόβος πως ώρα με την ώρα θα μεγαλώσει ο αριθμός των θυμάτων»· βλ. και φρ. από ώρα σε ώρα·
- ώρα μηδέν, η ώρα που αρχίζει κάτι πολύ σημαντικό. Συνήθως χρησιμοποιείται στη στρατιωτική ορολογία και ιδίως προσδιορίζει την ώρα που αρχίζει κάποια σοβαρή στρατιωτική επιχείρηση: «έφτασε η ώρα μηδέν της επίθεσης κατά του εχθρού»·
- ώρα να του δίνω! ή ώρα να του δίνουμε! έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να φύγω από κάποιο χώρο, είτε γιατί κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα είτε γιατί άρχισε να διαφαίνεται κάποιος κίνδυνος: «ώρα να του δίνω, γιατί ήρθα να σου πω μια καλημέρα και σου ’φαγα όλο το πρωινό! || παιδιά, ώρα να του δίνω, γιατί έρχεται κάποιος που του χρωστάω ένα κάρο λεφτά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ώρα που βρήκες! ή ώρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες την ώρα(!)·
- ώρα που γαμούν οι γύφτοι, ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι ώρα είναι(;)·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος·
- ώρα ώρα, βλ. συνηθέστ. ώρες ώρες·  
- ώρες κοινής ησυχίας, βλ. λ. ησυχία·
- ώρες ολόκληρες, βλ. φρ. με τις ώρες·
- ώρες ώρες, ενίοτε, κάπου κάπου, πότε πότε, κατά διαστήματα: «είμαι τόσο απελπισμένος απ’ τη ζωή, που ώρες ώρες εύχομαι να πεθάνω || ώρες ώρες μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο αυτόν τον άνθρωπο || είναι καλό παιδί, αλλά ώρες ώρες μου τη δίνει με την γκρίνια του». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας, δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς κι ώρες ώρες γελάς, κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσ’ εμένα).