Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κακορίζικος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κακορίζικος, -η, -ο, επίθ. [<κακο- + ριζικό (= τύχη) + κατάλ. -ος]. 1. που έχει κακό ριζικό, που είναι άτυχος, κακότυχος: «έτσι κακορίζικος είναι απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, πώς θέλεις να προκόψει στη ζωή του!». 2. που είναι δύσκολος, δύστροπος, ιδιότροπος: «δεν μπορεί να κάνει κανείς πολύ καιρό παρέα μαζί του, γιατί είναι πολύ κακορίζικος άνθρωπος». 3. που είναι πολύ ατημέλητος ή φτωχικά ντυμένος: «πώς να σε πάρω μαζί μου στη γιορτή έτσι κακορίζικος που είσαι;». 4. (για πράγματα) που είναι κακοφτιαγμένος ή ελαττωματικός: «έχει κι αυτός ένα κακορίζικο αυτοκίνητο και μας κοκορεύεται!». 5. το ουδ. ως ουσ. το κακορίζικο, μικρό άτακτο παιδί, μικρό παιδί που δημιουργεί συνέχεια προβλήματα: «αν το πιάσω στα χέρια μου αυτό το κακορίζικο, θα το μαυρίσω στο ξύλο». Επίρρ. κακορίζικα.