Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καθηγητής

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καθηγητής, ο, θηλ. καθηγήτρια, η (βλ. λ.), ουσ. [<μτγν. καθηγητής], ο καθηγητής. 1. ο έμπειρος σε μια τέχνη, ο έμπειρος στο είδος του: «ο τάδε είναι καθηγητής στο να επιδιορθώνει αυτοκίνητα || ο τάδε είναι καθηγητής στο τάβλι». 2. ηλικιωμένος που έχει ζήσει όλη του τη ζωή στην παρανομία και που οι νέοι τον συμβουλεύονται για τα προβλήματά τους, είτε αυτά είναι δικαστικά είτε πρόκειται για μελλοντικές παράνομες δουλειές τους: «αφού το ’πε ο καθηγητής, έτσι θα γίνουν τα πράγματα». Υποκορ. καθηγητάκος, ο (βλ. λ.)· βλ. και λ. δάσκαλος.

δάσκαλος

δάσκαλος, ο, θηλ. δασκάλα, η (βλ. λ.), ουσ. [<αρχ. διδάσκαλος <διδάσκω], ο δάσκαλος. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ηλικιωμένος παράνομος με μεγάλη πείρα στην πιάτσα, που συμβουλεύει τους νεώτερους και που ο λόγος του τις πιο πολλές φορές επέχει θέση νόμου, αφού, εκτός από τις συμβουλές που δίνει, εκτελεί άτυπα και χρέη δικαστή στις διαφορές των νεότερων παρανόμων: «κάθε φορά που δημιουργείται κάποιο πρόβλημα, τρέχουν στο δάσκαλο να τους λύσει τη διαφορά». 2. (στη γλώσσα της αργκό) ο κατά τόπους αστυνομικός υπεύθυνος, ο αστυνόμος: «μόλις είδαν από μακριά να ’ρχεται ο δάσκαλος, έκατσαν όλοι στ’ αβγά τους». 3α. ως επιφών. δάσκαλε! τιμητική προσφώνηση σε φτασμένο πνευματικό άνθρωπο ή καλλιτέχνη: «καλημέρα σας, δάσκαλε!». β. φιλική προσφώνηση σε άτομο ανεξαρτήτου επαγγέλματος ή ιδιότητας: «να σε ξαναδούμε, δάσκαλε, απ’ τα μέρη μας!». Συνών. μάστορα! (3α, β). 4α. τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, που αναγνωρίζουμε την ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «περάστε, δάσκαλε, καθίστε!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι θα γίνει με σένα, ρε δάσκαλε, πάλι κοπάνα απ’ τη δουλειά σου έκανες!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό! (3α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). 5. αυτός που διδάσκει, που συμβουλεύει, που καθοδηγεί κάποιον: «ποιος είναι ο δάσκαλός σου στη ζωγραφική; || για να συμπεριφερθείς με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκες, πάει να πει πως δεν είχες καλό δάσκαλο». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσαμε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου). 6. τεχνίτης, επαγγελματίας ή πνευματικός άνθρωπος, που κατέχει πάρα πολύ καλά τη δουλειά του, το επάγγελμά του ή την τέχνη του, η αυθεντία, ο μετρ: «όταν παρουσιάζει κάποια βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε, που είναι δάσκαλος στ’ αυτοκίνητα || είναι δάσκαλος στις συναλλαγές || είναι δάσκαλος στη δουλειά του || ο Σεφέρης υπήρξε δάσκαλος στην ποίηση». (Λαϊκό τραγούδι: όσο υπάρχει τράπουλα, θα βγαίνουνε ρηγάδες κι όσο υπάρχουν δάσκαλοι, θα βγαίνουν μαθητάδες). Συνών. μάστορας (4). 7. αυτός που είναι έμπειρος, επιδέξιος, δεξιοτέχνης με ό,τι καταπιάνεται: «είναι δάσκαλος στη διπλωματία || είναι δάσκαλος να κατακτά τις γυναίκες». Συνών. καλλιτέχνης (1) / μάστορας (6). 8. αυτός που ξέρει να κάνει κάτι καλά ή να παίζει πολύ καλά κάποιο παιχνίδι: «είναι δάσκαλος στο κλέψιμο || είναι δάσκαλος στα χαρτιά || είναι δάσκαλος στο τάβλι || είναι δάσκαλος στην τρίπλα». Συνών. καλλιτέχνης (2) / μάστορας (7). Υποκορ. δασκαλάκος, ο κ. δασκαλάκι, το, θηλ. δασκαλίτσα, η·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, βλ. λ. αφτί·
- βρίσκω το δάσκαλό μου, αντιμετωπίζω κάποιον που αποδεικνύεται ανώτερος, αξιότερος ή δυνατότερος από μένα, χάνω τα πρωτεία, νικιέμαι: «μην κοκορεύεσαι, γιατί μπορεί κι εσύ μια μέρα να βρεις το δάσκαλό σου». Από την εικόνα των μαθητών που, όταν συναντούν το δάσκαλό τους, συμπεριφέρονται με σεμνότητα, ή από την εικόνα των παρανόμων, που, όταν συναντούν τον αστυνομικό, διακόπτουν από φόβο κάθε παράνομη δραστηριότητά τους. Συνών. βρίσκω το μάστορά μου ή βρίσκω το μάστορή μου·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις ή δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που δεν τηρεί το ίδιο αυτά που συμβουλεύει στους άλλους. (Λαϊκό τραγούδι: δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν κρατούσες, εμένανε συμβούλευες κι εσύ παραστρατούσες
- δάσκαλος από δώδεκα καρέκλες ή δάσκαλος από δώδεκα σκαμνιά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ μορφωμένο: «ότι απορία κι αν έχουμε, τη λύνει ο τάδε, γιατί είναι δάσκαλος από δώδεκα καρέκλες»·
- κάνει το δάσκαλο, συμβουλεύει κάποιον, χωρίς να έχει αυτό το δικαίωμα ή χωρίς να τηρεί αυτά που συμβουλεύει: «του αρέσει, χωρίς να του ζητάνε τη γνώμη του, να πετάγεται και να κάνει το δάσκαλο || είναι εύκολο να κάνει το δάσκαλο, αλλά άλλα λέει κι άλλα κάνει»·
- μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, λέγεται επιτιμητικά για εκείνους που έχουν κακές συναναστροφές και συμπεριφέρονται ανάλογα: «πώς να μην πας φυλακή με τις παλιοπαρέες που είχες, αφού, μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις». Συνών. κατά τον Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του / με (το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίσεις·
- ο θυμός είναι κακός δάσκαλος, βλ. λ. θυμός·
- ουδείς μωρότερος των γιατρών, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι, βλ. λ. γιατρός.