Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κάρφωμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κάρφωμα, το, ουσ. [<καρφώνω], το κάρφωμα. 1. η προδοσία, η σπιουνιά: «αν δεν έκανες το κάρφωμα εσύ, που ήξερες όλη την υπόθεση, τότε ποιος το ’κανε;». 2. η επίμονη παρατήρηση κάποιου με το βλέμμα μας: «μόλις μπήκα μέσα, του ’κανα τέτοιο κάρφωμα, που ο άλλος πάγωσε!». 3. η βίαιη πρόσκρουση σε κάποιο εμπόδιο: «έκανε τέτοιο κάρφωμα με τ’ αυτοκίνητό του πάνω στο δέντρο, που έμεινε στον τόπο». 4. η επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «έχει αναγάγει το κάρφωμα σε επιστήμη, γι’ αυτό όλες οι γυναίκες τρέχουν από πίσω του». 5. η έντονη και συχνά προσβλητική παρατήρηση με μορφή υπαινιγμού, το να πετάει κανείς καρφιά σε κάποιον: «μόλις τον είδε, του άρχισε τέτοιο κάρφωμα, που κι ένα μικρό παιδί θα καταλάβαινε αυτή τη στάση του». 6. (για βόλεϊ και μπάσκετ) η δυνατή και σχεδόν κατακόρυφη βολή της μπάλας στην αντίπαλη περιοχή ή το δυνατό και κατακόρυφο πέταγμα της μπάλας στο αντίπαλο καλάθι: «τα καρφώματα είναι θεαματικές φάσεις, που ενθουσιάζουν τον κόσμο».