Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κάρτα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κάρτα, η, ουσ. [<ιταλ. carta <ελλ. χάρτης], η κάρτα. Υποκορ. καρτούλα, η·
- ανοίγω κάρτα (σε κάποιον), (στη γλώσσα της αργκό) επιδιώκω να εκδικηθώ κάποιον για κάτι κακό που μου έκανε, δημιουργώ βεντέτα με κάποιον: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως εσύ ήσουν αυτός που με κάρφωσες, σ’ άνοιξα κάρτα, φίλε μου, και δε θα μου τη γλιτώσεις». Από την εικόνα του ατόμου που σημειώνει σε μια κάρτα τα ατομικά στοιχεία κάποιου προσώπου·
- βγήκα κάρτα, αποκαλύφθηκα: «όπως κουβεντιάζαμε, μου ξέφυγε πως είχα ραντεβού με την αδερφή του και βγήκα κάρτα χωρίς να το καταλάβω». Από την εικόνα του διαιτητή που βγάζει κόκκινη κάρτα σε κάποιον ποδοσφαιριστή· 
- έρχομαι φάτσα κάρτα, βλ. λ. φάτσα·
- του βγάζω κίτρινη κάρτα, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τον προειδοποιώ ως διαιτητής, επιδεικνύοντάς του μια κίτρινη κάρτα, πως θα τον αποβάλω από το παιχνίδι. αν συνεχίσει να παίζει επικίνδυνα ή να συμπεριφέρεται ανάρμοστα: «επειδή έσπρωξε τον αντίπαλό του, καθώς περνούσε από δίπλα του, ο διαιτητής τον κάλεσε μπροστά του και του ’βγαλε κίτρινη κάρτα». β. (γενικά) τον προειδοποιώ με απειλητική διάθεση για κάποιο ατόπημά του ή για κάποια ενέργειά του σε βάρος μου, με την έννοια πως, αν το ξανακάνει, θα τον τιμωρήσω κατάλληλα: «του ’βγαλα κίτρινη κάρτα για τη βλακεία που έκανε κι αν την ξανακάνει, μαύρο φίδι που τον έφαγε!»·
- του βγάζω κόκκινη κάρτα, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τον αποβάλλω ως διαιτητής από το παιχνίδι, επιδεικνύοντάς του κόκκινη κάρτα, είτε επειδή επαναλαμβάνει το επικίνδυνο παίξιμό του είτε επειδή συνεχίζει την ανάρμοστη συμπεριφορά του, παραπτώματα που τις περισσότερες φορές του τα υπέδειξε αρχικά με αυστηρή παρατήρηση κι ύστερα με την κίτρινη κάρτα ως τελευταία προειδοποίηση: «μόλις ξαναχτύπησε τον αντίπαλο παίχτη, ο διαιτητής του ’βγαλε κόκκινη κάρτα || μόλις αντιλήφθηκε ο διαιτητής πως ο τάδε παίχτης εξακολουθούσε να φτύνει με κάθε ευκαιρία τον αντίπαλό του, του ’βγαλε κόκκινη κάρτα». β. (γενικά) τον διώχνω από τον κύκλο μου, από την παρέα μου: «επειδή έκανε όλο φασαρίες, του βγάλαμε κόκκινη κάρτα || μόλις μάθαμε πως μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, του βγάλαμε κόκκινη κάρτα»·
- του δείχνω κίτρινη κάρτα, βλ. φρ. του βγάζω κίτρινη κάρτα·
- του δείχνω κόκκινη κάρτα, βλ. φρ. του βγάζω κόκκινη κάρτα·
- φάτσα κάρτα, βλ. λ. φάτσα·
- χτυπώ κάρτα, α. αναφέρω την ώρα προσέλευσής μου στο χώρο της εργασίας μου, ιδίως σε εργοστάσιο και, κατ’ επέκταση, εργάζομαι σε εργοστάσιο: «είναι χρόνια τώρα που χτυπάει κάρτα σε μια βιομηχανία». (Τραγούδι: όσοι χτυπάνε, μάγκα μου, κάρτα στις εφτά, ξέρουν καλά τι πάει να πει ορθά κοφτά πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή, ένα δυάρι με κουζίνα το πολύ). β. (στη γλώσσα της αργκό) αποφυλακίζομαι με τον όρο να παρουσιάζομαι σε τακτά χρονικά διαστήματα στο οικείο αστυνομικό τμήμα: «κάθε μήνα χτυπάει κάρτα στον αστυνόμο της περιοχής του». γ. συχνάζω ανελλιπώς σε κάποιο μαγαζί: «κάθε μέρα χτυπώ κάρτα στο τάδε μπαράκι». Από την εικόνα του βιομηχανικού εργάτη, που ενημερώνει την κάρτα εργασίας του κατά την καθημερινή του προσέλευση στο εργοστάσιο στο οποίο εργάζεται.

φάτσα

φάτσα, η, ουσ. [<βενετ. fazza <ιταλ. faccia]. 1. η όψη, το πρόσωπο του ανθρώπου: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που τον κατηγόρησε, αγρίεψε αμέσως η φάτσα του». (Λαϊκό τραγούδι: μπροστά ο γύφτος με νταούλι μετά του γκαμηλιέρη η φάτσα κι ύστερα τέσσερα ποδάρια κάτω απ’ την παλιά λινάτσα).2. άνθρωπος με επικίνδυνη προσωπικότητα, άνθρωπος επικίνδυνος, απατεώνας: «πρόσεχε πολύ τον τάδε που κάνεις παρέα, γιατί, απ’ ότι ξέρω, είναι φάτσα». 3. άνθρωπος έξυπνος, πονηρός, καπάτσος: «είναι φάτσα ο τύπος και δεν μπερδεύεται εύκολα σε ύποπτες καταστάσεις». 4. ειρωνική, επιτιμητική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε φιλικό ή οικείο πρόσωπο: «έλα δω, ρε φάτσα, πού γυρνάς απ’ το πρωί!». 5. (για κτίσματα), η πρόσοψη: «στη φάτσα του μαγαζιού του υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε: Καφενείον ο Έρως. 6. ως επίρρ., ακριβώς απέναντι: «το σπίτι του είναι φάτσα στο δικό μου». Υποκορ. φατσούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. φατσάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- δε μ’ αρέσει η φάτσα του, υποπτεύομαι πως δεν είναι εντάξει, δεν τον εμπιστεύομαι, τον θεωρώ ύποπτο: «σε συμβουλεύω να προσέχεις τον τάδε, γιατί δε μ’ αρέσει η φάτσα του»·
- έρχομαι φάτσα ή έρχομαι φάτσα με φάτσα, βλ. φρ. έρχομαι φάτσα κάρτα·
- έρχομαι φάτσα κάρτα, έρχομαι αντικριστά με κάποιον, έρχομαι κατά μέτωπο, πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον: «μόλις έστριψα τη γωνιά, ήρθα φάτσα κάρτα με τον τάδε»·
- κάνω φάτσες, βλ. συνηθέστ. κάνω φατσούλες, λ. φατσούλα·
- κόβω φάτσα, βλ. φρ. κόβω μούρη, λ. μούρη·
- κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα, βλ. φρ. κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, λ. μούρη·
- μεγάλη φάτσα, α. άνθρωπος πολύ επικίνδυνος, μεγάλος απατεώνας: «ούτε καλημέρα του λέω αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι μεγάλη φάτσα». β. άνθρωπος πανέξυπνος: «αυτός είναι μεγάλη φάτσα, γιατί ξεκίνησε απ’ το τίποτα κι έγινε μεγάλος και τρανός»·
- μου πήραν τη φάτσα, (στη γλώσσα της αργκό) φωτογράφισαν το πρόσωπό μου στην Ασφάλεια, στη Σήμανση. (Λαϊκό τραγούδι: στη Σήμανση με πήγανε, τη φάτσα μου την πήρανε
- ούνα φάτσα, ούνα ράτσα, α. λέγεται με συμπάθεια για τους Έλληνες και τους Ιταλούς, επειδή έχουν τα ίδια μορφολογικά στοιχεία και προέρχονται από το ίδιο γένος, αλλά συνήθως λέγεται για να τονίσει την τάση που έχουν και οι δυο λαοί στις ερωτικές περιπέτειες, στα γλέντια, αλλά και στις κομπίνες, στην απατεωνιά: «οι Έλληνες και οι Ιταλοί ξέρουν πάντα και τα βρίσκουν μεταξύ τους, γιατί είναι ούνα φάτσα, ούνα ράτσα». β. λέγεται ειρωνικά για άτομα που ταιριάζουν απόλυτα στον τρόπο σκέψης ή συμπεριφοράς, ιδίως με κλίση προς το κακό: «το ’πα μόλις τους είδα, πως αυτοί οι δυο είναι ούνα φάτσα, ούνα ράτσα, και σε λίγες μέρες τους μπαγλάρωσαν για ληστεία τραπέζης»·
- παίρνω φάτσες, βλ. συνηθέστ. παίρνω φατσούλες· βλ. και φρ. μου πήραν τη φάτσα·
- του τα ’πα φάτσα μούρη, βλ. φρ. του τα ’πα φάτσα φόρα·
- του τα ’πα φάτσα φόρα, του μίλησα κατά πρόσωπο απροκάλυπτα και χωρίς υπεκφυγές: «τον βρήκα στο καφενείο κι εκεί μπροστά στον κόσμο του τα ’πα φάτσα φόρα και το φχαριστήθηκα»·
- φάτσα κάρτα, ακριβώς απέναντι, αντικριστά: «το σπίτι του είναι φάτσα κάρτα στο δικό μου»·
- φάτσα μούρη, βλ. φρ. φάτσα κάρτα·
- φάτσα φόρα, ακριβώς απέναντι, αντικριστά: «μόλις έστριψα τη γωνιά, φάτσα φόρα βλέπω τον τάδε». (Τραγούδι: ένα βράδυ στο Πεκίνο με ποτίσαν από κείνο κι είδα το Χριστό φαντάρο και φοβήθηκα. Στην ομίχλη στην αιθάλη μ’ έναν ήλιο στο κεφάλι φάτσα φόρα με το χάρο κι αναστήθηκα).