Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κάμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κάμα, η, ουσ. [< τουρκ. kama (= εγχειρίδιο, στιλέτο)], κοντό και κατ’ άλλους μακρύ αιχμηρό μαχαίρι κατάλληλο για ύπουλα χτυπήματα, αγαπημένο όπλο των ανθρώπων του υποκόσμου. (Λαϊκό τραγούδι: αχώριστα συντρόφια μας η κάμα και η τσίκα, τόνα σκοτώνει τον οχτρό και τ’ άλλο τρώει την πίκρα
- ξεβρακώνω την κάμα, (στη γλώσσα της αργκό) βγάζω την κάμα από τη θήκη της. (Λαϊκό τραγούδι: τα κλοπς βαρούσαν δώδεκα και μεις μαστουρωμένοι τρεις κάμες ξεβρακώσαμε και βγήκαμε χαμένοι).