Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θόρυβος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θόρυβος, ο, ουσ. [<αρχ. θόρυβος], ο θόρυβος· η ταραχή, η φασαρία: «τι θόρυβος είναι αυτός που γίνεται στο τάδε μαγαζί!»·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- γίνεται θόρυβος, συζητείται, σχολιάζεται δημόσια κάτι: «τον τελευταίο καιρό γίνεται θόρυβος για τον επικείμενο ανασχηματισμό της κυβέρνησης»·
- γίνεται πολύς θόρυβος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως κάτι, παρατηρείται σοβαρή αναταραχή, έντονη ανησυχία: «τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς θόρυβος για τα νέα φορομπηχτικά μέτρα της κυβέρνησης»·
- έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, παρατηρήθηκε έντονη συζήτηση, σοβαρή αναταραχή, σοβαρή ανησυχία για κάτι χωρίς σπουδαίο λόγο, χωρίς σπουδαία αφορμή ή αιτία: «έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, γιατί παρανοήθηκαν οι δηλώσεις του υπουργού»·
- κάνω θόρυβο, α. προκαλώ έντονη συζήτηση πάνω σε κάποιο θέμα: «δεν το περίμενα να κάνεις θόρυβο, επειδή έλειψα μισή ωρίτσα απ’ τη δουλειά!». Συνήθως, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τόσο ή το τόσο μεγάλο. β. προξενώ έντονη εντύπωση: «έκανες θόρυβο πάλι χτες βράδυ στο χορό». γ. με ενέργειες ή με λόγια, δημιουργώ εντυπώσεις που κρίνονται αρνητικές: «όσο θόρυβο κι αν έκανες η συζήτηση έγινε κι έτσι έμεινες με την κακία σου!»·
- πολύς θόρυβος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, έντονη ανησυχία για κάτι χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος, σπουδαία αφορμή ή αιτία: «με την επιστράτευση των εφέδρων υπήρξε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς θόρυβος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα αποδείχτηκαν ανάξια λόγου: «όλο το μήνα διαφήμιζε η κυβέρνηση τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς θόρυβος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς θόρυβος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς θόρυβος·
- τεχνητός θόρυβος, σοβαρή αναταραχή, σοβαρή ανησυχία που προκλήθηκε επιτήδεια, για την εξυπηρέτηση ή την πραγματοποίηση κάποιου άνομου σκοπού: «η δήθεν επικείμενη υποτίμηση της δραχμής, ήταν τεχνητός θόρυβος των κερδοσκόπων»·  
- τόσος θόρυβος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς θόρυβος για το τίποτα.

ντενεκές

ντενεκές κ. τενεκές, ο, ουσ. [<τουρκ. teneke], ο ντενεκές. 1. δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο καθώς και το περιεχόμενο του δοχείου αυτού: «θέλω ένα ντενεκέ για να βάζω πετρέλαιο || αγόρασα δυο ντενεκέδες λάδι. 2. (υποτιμητικά) λέγεται για οποιαδήποτε μέταλλο, ιδίως για κόσμημα που είναι κακής ποιότητας ή πολύ φτηνό: «θέλησε να της αγοράσει ένα δαχτυλίδι κι έδωσε ένα σωρό λεφτά γι’ αυτόν τον ντενεκέ». 3. άνθρωπος που δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις σε κάποια τέχνη, που είναι ανίκανος, ακατάλληλος για να κάνει καλά κάτι: «αποδείχτηκε μεγάλος ντενεκές ο τάδε μηχανικός». 4. άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, κούφιος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «μέσα στη νέα κυβέρνηση μαζεύτηκαν όλοι οι ντενεκέδες». Από την εικόνα του άδειου ντενεκέ, που, όταν τον χτυπάμε, αφήνει το χαρακτηριστικό ήχο του άδειου δοχείου που παρομοιάζεται με το περιεχόμενο του ανθρώπου·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, άλλη αξία, άλλη αντιμετώπιση έχει ένας άνθρωπος με περιεχόμενο, με προσόντα και άλλο ένας άνθρωπος κενού περιεχομένου: «να μην παραπονιέσαι που φέρονται πιο ευγενικά στον κύριο καθηγητή απ’ ότι εσένα τον άξεστο, γιατί άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος»·
- ντενεκέ μαχαλάς, (ειρωνικά ή υποτιμητικά) πολύ φτωχική γειτονιά: «ζει στον ντενεκέ μαχαλά, που βρίσκεται στην άκρη της πόλης». Από την εικόνα της φτωχογειτονιάς που τα σπίτια της, ιδίως παλιότερα, ήταν κατασκευασμένα από λαμαρίνες. Τέτοιες γειτονιές υπήρχαν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες μεγάλες πόλεις μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Αραιά αναφέρεται σαν ντενεκέ μαχαλάς και ο καταυλισμός των τσιγγάνων· 
- ντενεκές αγάνωτος ή ντενεκές ξεγάνωτος, α. τεχνίτης που δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, που είναι ανίκανος, ακατάλληλος να κάνει καλά κάτι: «κάλεσα έναν ηλεκτρολόγο στο σπίτι και αποδείχτηκε ντενεκές αγάνωτος». β. άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, ελεεινός, τιποτένιος: «δεν σ’ υπολογίζω διόλου, γιατί είσαι ντενεκές ξεγάνωτος». Από την εικόνα του σκουριασμένου ντενεκέ που έχει τρύπες και δε γανώθηκε, οπότε είναι άχρηστος, αφού δεν μπορεί να συγκρατήσει κανένα υγρό.