Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θλίψη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θλίψη, η, ουσ. [<μσν. θλίψη <αρχ. θλῖψις (=πίεση). Η σημερινή σημασία μτγν.], η θλίψη· οτιδήποτε μας προκαλεί λύπηση ή κατάθλιψη: «τον είδα βρόμικο και κουρελή και ήταν σκέτη θλίψη ο άλλοτε μεγάλος και τρανός || η ζωή στις μεγαλουπόλεις είναι μια θλίψη».