Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
θεία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θεία κ. θεια, η, πλ. θείες κ. θειες κ. θειάδες, οι, ουσ. [<μτγν. θεία <θεῖος], η θεία. (Δημοτικό τραγούδι: η θεια μ’ η Αμιρσούδα τρία βρακιά φουρεί). 1. προσφώνηση γυναίκας που είναι ηλικιωμένη ή που δε γνωρίζουμε το όνομά της: «έλα θεία να καθίσεις στη θέση μου || μήπως ξέρεις να μου πεις, θεία, πού βρίσκεται αυτή η οδός;». 2. προσφώνηση γυναίκας που συνοδεύει το όνομα της και δείχνει οικειότητα: «θεία Μαρία, θα περάσω το απόγευμα να μου πεις τον καφέ». ποκορ. θείτσα, η (βλ. λ.)·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, υπάρχει τέλεια ασυνεννοησία: «πώς να πάει μπροστά η δουλειά τους, απ’ τη στιγμή που άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου!». Συνών. αντάμα είμαστε και χώρια κουβεντιάζουμε·
- η θεία Όλγα ξέρει, ειρωνική απάντηση στις επανειλημμένες προσπάθειες ατόμου που ρωτάει ποιος ξέρει να του πει, αυτό που επιδιώκει να μάθει: «εντέλει, θα μου πείτε ποιος ξέρει πού είναι ο τάδε; - Η θεία Όλγα ξέρει». Αναφορά σε παλιό διαφημιστικό σλόγκαν απορρυπαντικού.

θεία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θεία, τα, ουσ. [ουδ. πλ. του αρχ. επιθ. θεῖος<θεός], καθετί που σχετίζεται με το Θεό ή τη θρησκεία, τα άγια και τα ιερά: «μη βλαστημάτε τα θεία».