Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θανάσιμος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θανάσιμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. θανάσιμος], θανάσιμος· που είναι πολύ σοβαρός, πολύ επικίνδυνος: «θανάσιμο σφάλμα || θανάσιμη στροφή». Επίρρ. θανάσιμα·
- θανάσιμο αμάρτημα, βλ. λ. αμάρτημα·
- τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, βλ. λ. αμάρτημα.

αμάρτημα

αμάρτημα, το, ουσ. [<μτγν. ἁμάρτημα], το αμάρτημα· το σοβαρό λάθος: «το αμάρτημά μου είναι που σ’ εμπιστεύτηκα κι έχασα τα λεφτά μου»·
- θανάσιμο αμάρτημα, το αμάρτημα που σύμφωνα με τη θρησκευτική αντίληψη είναι ασυγχώρητο: «ο φθόνος θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα»·
- τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, τα επτά αμαρτήματα που σύμφωνα με τη θρησκευτική αντίληψη που επικρατούσε κατά τη μεσαιωνική περίοδο είναι ασυγχώρητα και είναι η λαιμαργία, η απληστία, η έπαρση, η οκνηρία, η ζηλοφθονία, η οργή και η λαγνεία.