Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θάμπωμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θάμπωμα, το, ουσ. [<θαμπώνω], το θάμπωμα· η κατάπληξη, ο θαυμασμός στη θέα ατόμου ή πράγματος: «μας έκανε τέτοιο θάμπωμα το παρουσιαστικό της, που χάσαμε τα λόγια μας || πάθαμε τέτοιο θάμπωμα απ’ το νέο μοντέλο της τάδε μάρκας αυτοκινήτου, που όλοι στην παρέα μας σκεφτόμαστε να τ’ αγοράσουμε».