Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ηφαίστειο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ηφαίστειο, το, ουσ. [<αρχ. ἡφαίστειον <Ἥφαιστος], το ηφαίστειο. 1. άτομο με εκρηκτική ιδιοσυγκρασία: «ενεργεί πάντα πολύ δυναμικά, γιατί είναι σκέτο ηφαίστειο». 2. άτομο με εκρηκτική ερωτική συμπεριφορά: «μην τον βλέπεις έτσι ήρεμο, στο κρεβάτι είναι ηφαίστειο»·
- γίνομαι ηφαίστειο, α. εκνευρίζομαι, θυμώνω έντονα και ξεσπώ δυναμικά: «έγινα ηφαίστειο με τις βλακείες που έλεγε, γι’ αυτό τον άρπαξα και τον πέταξα στο δρόμο». Από την εικόνα του ηφαιστείου την ώρα που εκρήγνυται. β. νιώθω μεγάλη ερωτική έξαψη: «με το που ξαπλώνω μ’ αυτή τη γυναίκα στο κρεβάτι, γίνομαι ηφαίστειο». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν η νύχτα ξάστερη και το φεγγάρι φίνο κι η κοπελίτσα μ’ έκανε ηφαίστειο να γίνω
- κάθομαι πάνω σε ηφαίστειο, αντιμετωπίζω πολύ δύσκολη κατάσταση, που εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους: «κάθομαι πάνω σε ηφαίστειο απ’ το πρωί, γιατί, αν κάνουν έλεγχο στο ταμείο κι ανακαλύψουν πως λείπουν λεφτά, πάει χάθηκα».