Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ηρεμία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ηρεμία, η, ουσ. [<αρχ. ἠρεμία], η ηρεμία·
- ηρεμία στο ακροατήριο! βλ. λ. ακροατήριο·
-ηρεμία στο εκκλησίασμα! βλ. λ. εκκλησίασμα.

ακροατήριο

ακροατήριο, το, ουσ. [<μτγν. ἀκροατήριον], το ακροατήριο·
- ηρεμία στο ακροατήριο! βλ. φρ. ησυχία στο ακροατήριο(!)·
- ησυχία στο ακροατήριο! προτροπή με ειρωνική ή και απειλητική διάθεση σε μια ομάδα ανθρώπων που θορυβεί να κάνει ησυχία. Από τη στερεότυπη φρ. του προέδρου δικαστηρίου προς την αίθουσα του ακροατηρίου, όταν δημιουργείται κάποιος εκνευρισμός. Συνών. ησυχία στο εκκλησίασμα!

εκκλησίασμα

εκκλησίασμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. εκκλησιάζομαι + κατάλ. -μα], το εκκλησίασμα· ομάδα ανθρώπων που αποτελούν συνήθως παρέα: «ήταν μαζεμένο όλο το εκκλησίασμα και με περίμενε»·
- ηρεμία στο εκκλησίασμα! βλ. φρ. ησυχία στο εκκλησίασμα(!)·
- ησυχία στο εκκλησίασμα! προτροπή με ειρωνική ή απειλητική διάθεση σε ομάδα ανθρώπων που θορυβούν να κάνουν ησυχία. Από τη στερεότυπη φρ. του παπά που ιερουργεί προς τους πιστούς, όταν αντιληφθεί κάποια ανησυχία ανάμεσά τους. Συνών. ησυχία στο ακροατήριο!