Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζωστήρας

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζωστήρας, ο, ουσ. [<αρχ. ζωστήρ <ζώννυμι], ο ζωστήρας·
- ζωστήρας που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο: «ζωστήρας που σου χρειάζεται για τις βλακείες που κάνεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα·
- τις άρπαξε με το ζωστήρα, έφαγε ξύλο με το ζωστήρα, ιδίως από τον πατέρα του: «όταν γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τις άρπαξε με το ζωστήρα». Από το ότι, παλιότερα, ο πατέρας τιμωρούσε τα παιδιά του με ξυλοδαρμό, χρησιμοποιώντας το ζωστήρα του. Συνών. τις άρπαξε με τη βέργα / τις άρπαξε με τη βίτσα / τις άρπαξε με την παντόφλα / τις άρπαξε με το ζωνάρι / τις άρπαξε με το λουρί·
- τις έφαγε με το ζωστήρα, βλ. φρ. τις άρπαξε με το ζωστήρα.