Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζωντανεύω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζωντανεύω, ρ. [<ζωντανός + κατάλ. -εύω], ζωντανεύω. 1. ανακτώ την υγεία μου, αποκτώ πάλι ζωντάνια, ζωηρότητα: «μόλις έκοψε τα ξενύχτια και τις καταχρήσεις, ζωντάνεψε αμέσως». 2. ανακτώ την οικονομική μου δύναμη: «μετά τη χρεοκοπία που είχε, δούλεψε σαν το σκυλί και με τον καιρό ζωντάνεψε πάλι». 3. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) αρχίζω να κερδίζω τα χαμένα χρήματα: «πήρε δυο χοντρά κόλπα και ζωντάνεψε πάλι». 4. δίνω κέφι, βοηθάω κάτι να αποκτήσει ενδιαφέρον: «αν δεν ήταν κι αυτός να ζωντανεύει την παρέα με τα ανέκδοτα, θα το είχαμε διαλύσει από ώρα».