ζυγός
ζυγός,
ο, ουσ.
[<αρχ. ζυγός], ο ζυγός. 1. η σκλαβιά, η δουλεία: «ο τράχηλος του
Έλληνα, ζυγό δεν υπομένει». 2. ο γάμος: «όταν μπεις κι εσύ στο ζυγό θα
καταλάβεις τη γλύκα». Από την εικόνα του ζώου που υποχρεώνεται με το ζυγό να
σηκώσει το αλέτρι ή να σύρει την άμαξα πράγματα που συνδυάζονται με τις βαριές
υποχρεώσεις του γάμου·
- εφ’
ενός ζυγού, ο ένας πίσω από τον άλλον: «οι άντρες προχωρούσαν εφ’ ενός
ζυγού». Από τη γλώσσα του στρατού κυρίως και του αθλητισμού·
- μπαίνω
στο ζυγό, παντρεύομαι: «ο μόνος που δεν μπήκε ακόμα στο ζυγό απ’ την παρέα
μας είναι ο τάδε». Από την εικόνα του βοδιού ή του αλόγου που μπαίνει στο ζυγό
του αλετριού ή της άμαξας και χάνει την ελευθερία του, όπως συμβαίνει και με
αυτόν που παντρεύεται·
- τους
ζυγούς λύσατε! διαλυθείτε: «αφού καταλάβατε τι σας είπα, τους ζυγούς
λύσατε!». Από τη γλώσσα του στρατού κυρίως και του αθλητισμού.
ζυγός
ζυγός,
-ή, -ό, επίθ.
[<μτγν. ζυγός], ζυγός· το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ζυγά (βλ. λ.)·
- μονά
ζυγά ή μονά ή ζυγά, βλ. λ. μονός·
- μονά
ζυγά δικά του, βλ. λ. μονός·
- παίζω
μονά ζυγά (κάτι), βλ. λ. μονός·
- τα
θέλει μονά ζυγά δικά του ή μονά ζυγά τα θέλει δικά του ή μονά
ζυγά δικά του τα θέλει, βλ. λ. μονός.
μονός
μονός,
-ή, -ό, επίθ. [<αρχ. μόνος], ο
μονός. 1. το ουδ. ως ουσ. το μονό, (για τάβλι) κερδισμένο
παιχνίδι, που υπολογίζεται για ένα σε αντιδιαστολή με το διπλό, που
υπολογίζεται για δυο: «του πήρα την παρτίδα με δυο διπλά κι ένα μονό». 2. το
ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα μονά (βλ. λ.)·
-
μονά ζυγά ή μονά ή ζυγά, παιδικό τυχερό παιχνίδι σύμφωνα με το
οποίο, ο ένας παίχτης κλείνει μέσα στη χούφτα του έναν αριθμό πραγμάτων και
ζητάει από τον άλλον παίχτη να βρει αν αυτά αποτελούν περιττό ή ζυγό αριθμό:
«τα παιδιά είχαν καθίσει στα σκαλάκια του πάρκου κι έπαιζαν μονά ζυγά με τις
γκαζιές τους»·
-
μονά ζυγά δικά του, έτσι και αλλιώς κερδισμένος: «τι συμφωνία είναι αυτή
μονά ζυγά δικά του!»·
-
μονά ζυγά τα θέλει δικά του ή τα θέλει μονά ζυγά δικά του, επιδιώκει
τέτοια συμφωνία ώστε, σε οποιαδήποτε περίπτωση, να βγει κερδισμένος: «αν τα
θέλει μονά ζυγά δικά του, ας πάει να βρει κανένα άλλο κορόιδο να κάνει δουλειά
|| πώς μπορώ να κάνω συμφωνία μαζί του, αφού μονά ζυγά τα θέλει δικά του».
(Λαϊκό τραγούδι: μονά ζυγά τα θες όλα δικά σου και με πληγώνεις
με τα πείσματά σου, άλλα λες το βράδυ κι άλλα το πρωί μαρτύριο μου ’χεις κάνει
τη ζωή)·
-
μονό δε φτάνει, διπλό περισσεύει, λέγεται για άτομο που ποτέ του δεν
είναι ευχαριστημένο: «αμάν, ρε παιδάκι μου, τι είναι αυτό με σένα; Μονό δε
φτάνει, διπλό περισσεύει, πότε θα σε δω μια φορά ευχαριστημένο;»·
-
μονό κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
-
μονό σεντόνι, βλ. λ. σεντόνι·
-
μονός καβγάς δε γίνεται, βλ. λ. καβγάς·
-
πέφτω μονός διπλός, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να φέρω σε
πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση: «επειδή πλησίαζε ο χειμώνας, έπεσε μονός
διπλός για να τελειώσει το χτίσιμο του σπιτιού του || μόλις του ζήτησε βοήθεια
ο φίλος του, έπεσε μονός διπλός για να τον βοηθήσει»·
-
πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
τα παίζω μονά ζυγά ή το παίζω μονά ζυγά, διακινδυνεύω τα πάντα σε
μια δουλειά ή υπόθεση: «έριξα όλα μου τα λεφτά σ’ αυτή τη δουλειά και τα παίζω
μονά ζυγά || κάθε φορά που βάζω τέτοιες υπογραφές σε ψευτοεργολάβους, το παίζω
μονά ζυγά το δίπλωμα του μηχανικού που έχω».