Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζαράρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζαράρι, το, ουσ. [<τουρκ. zarar (= ζημιά, βλάβη, πλήγμα)], (στη γλώσσα της αργκό) η πάσης φύσεως ζημιά ή ατυχία: «τον γονάτισαν τον άνθρωπο τα ζαράρια της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: Γιάννη, άλλαξε τα ζάρια, να μην έχουμε ζαράρια
- παθαίνω ζαράρι, παθαίνω ζημιά, με βρίσκει ατυχία: «έπαθα μεγάλο ζαράρι στη δουλειά || έπαθα μεγάλο ζαράρι στις διαπραγματεύσεις που έκανα»·
- του ’κανα ζαράρι, του προξένησα ζημιά: «χωρίς να το θέλω του ’κανα ζαράρι στη δουλειά, γιατί έγινα αιτία να χάσει τον καλύτερο πελάτη του». (Λαϊκό τραγούδι: θα λιμάρουμε τα ζάρια, θα τους κάνουμε ζαράρια, θα τα ρίξω κει με ζούλα θα τους τα τσιμπήσω ούλα).