Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ζάφτι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ζάφτι κ. ζάπι, το, ουσ. [<τουρκ. zapt <αραβ. zabt], ακούγεται μόνο στη φρ. τον κάνω ζάφτι, επιβάλλομαι, δαμάζω, τιθασεύω κάποιον και, κατ’ επέκταση, τον νικώ: «μόνο εσύ μπορείς να τον κάνεις ζάφτι αυτόν τον άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: κάμα δίκοπη π’ αστράφτει η ματιά του και μ’ ανάφτει. Χίλιοι δεν τον κάνουν ζάφτι. Πώς τον αγαπώ!).