Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ευσεβής

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ευσεβής, -ής, -ές, επίθ. [<αρχ. εὐσεβής], ευσεβής·
- ευσεβείς πόθοι, α. επιθυμίες που δεν πραγματοποιήθηκαν, που θέλαμε ή που θέλουμε να πραγματοποιηθούν: «οι ευσεβείς πόθοι του πατέρα μου είναι να γίνω γιατρός». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν αναφερόμαστε σε επιθυμίες κάποιου αντιπάλου μας, που μπορεί να είναι και σε βάρος μας και δεν επιθυμούμε να πραγματοποιηθούν: «νομίζει πως θα κάνει δουλειά χωρίς λεφτά, αλλά είναι ευσεβείς πόθοι || ευσεβείς πόθοι του είναι ν’ αποτύχω στη δουλειά που ανέλαβα, αλλά δε θα του κάνω το χατίρι!».