Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ευθύς
ευθύς, -εία, -ύ, επίθ. [<αρχ. εὐθύς], ο ευθύς. 1.
που είναι ειλικρινής, ντόμπρος: «ευθύς χαρακτήρας». 2. ως επιρρ. ευθύς,
αμέσως, με ταχύτητα, με αποτελεσματικότητα: «μόλις του πω κάτι, τρέχει
ευθύς για να με ευχαριστήσει»·
- ευθύς εξαρχής, βλ. λ. εξαρχής.